Ο Φιλελληνισμός υπήρξε ένα μείζον πολιτικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό φαινόμενο που διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη με αφορμή την Ελληνική Επανάσταση, του 1821. Βεβαίως, κατ’ ουσία, ο Φιλελληνισμός, υπό την έννοια του θαυμασμού και της αγάπης προς το ελληνικό πνεύμα, έχει αρχαιότατες ρίζες και εκκινεί οπωσδήποτε, τουλάχιστον από την αρχαία Ρώμη, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Κικέρωνα. Η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός περιείχαν ισχυρά φιλελληνικά στοιχεία, όπως άλλωστε ανευρίσκουμε και στους ηγέτες, στρατιωτικούς και πνευματικούς της Αμερικανικής Επανάστασης.
Η μοναδικότητα του φαινομένου, που ιστορικά ονομάζουμε «Φιλελληνικό Κίνημα» έγκειται στη μεγάλη εξάπλωσή του σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, καθώς και στην παντοειδή καλλιτεχνική του έκφραση, μέσα από τις εικαστικές παραστατικές τέχνες, τη μουσική, τη λογοτεχνία, αλλά και το χώρο του δημοφιλούς και χρηστικού αντικειμένου τέχνης. Πολλές φορές, ιδιαίτερα στη Γαλλία, η διάρκεια του φιλελληνικού έργου τέχνης διήρκησε ολόκληρες δεκαετίες και συνδυάστηκε και με το κίνημα του οριενταλισμού, ιδιαίτερα στη ζωγραφική.
Έκτοτε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες είδαμε αρκετές φορές φαινόμενα «συγκίνησης» της κοινής γνώμης και εκφράσεις φιλίας και αλληλεγγύης προς δοκιμαζόμενους λαούς, κανένα, όμως, δεν έλαβε, ούτε κατά προσέγγιση, την έκταση και την ένταση του φιλελληνικού κινήματος. Η εξήγηση είναι ότι η έκφραση αυτή αλληλεγγύης προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες είχε ως υπέρτατη αιτία την αίσθηση ενός πνευματικού χρέους, ή ακόμα καλύτερα την αίσθηση ότι η υπόθεση αυτή αφορά στην ίδια την υπόσταση κάθε ευρωπαϊκού λαού, κάθε ανθρώπου και κάθε κοινωνίας που μετέχει αυτού που ονομάζουμε δυτικό πολιτισμό.
Ο κατάλογος των Φιλελλήνων στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών αφθονεί με συμμετέχουσες τις ηγετικές φυσιογνωμίες του φιλελληνικού κινήματος, όπως ο Πρόεδρος της Φιλελληνικής Επιτροπής του Παρισιού, François-René de Chateaubriand, ο Λόρδος Byron στην Αγγλία και ο Ghoete στη Γερμανία, μαζί με έναν λιγότερο γνωστό, αλλά ένθερμο φιλέλληνα, τον Wilhelm Müller. Στον εικαστικό χώρο κορυφαία μορφή, ο Eugène Delacroix, που παρουσίασε στην έκθεση «Υπέρ των Ελλήνων», το 1826, στο Παρίσι, στην Galerie Lebrun, το περίφημο έργο του «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου.»
Το να μιλήσει κανείς για την φιλελληνική τέχνη και τις εκφράσεις της απαιτεί πολύ χρόνο, όπως άλλωστε και το να αναφερθεί στον αγώνα και τη θυσία των εκατοντάδων Φιλελλήνων που προσέφεραν τον εαυτό τους στη μάχη και συχνά τη ζωή τους.
Ας δούμε, όμως, τι έγινε στη μουσική. Πολλοί συνθέτες, διάσημοι και άσημοι στο διάβα της ιστορίας, είτε εμπνευσμένοι από φιλελληνικά ποιήματα, είτε προσαρμόζοντας άλλα, υπηρέτησαν με τη μούσα τους το φιλελληνικό κίνημα. Κοινός παρανομαστής των κειμένων που τέθηκαν σε μουσική ήταν η ακράτητη επιθυμία των λαών για την επικράτηση του πολιτισμού πάνω στη βαρβαρότητα και του Σταυρού πάνω στην Ημισέληνο. Η θεματολογία περιλαμβάνει συχνές αναφορές και συγκρίσεις με την αρχαία ελληνική δόξα, καθώς και την ηρωική αντίσταση των αγωνιζόμενων Ελλήνων, ανδρών, γυναικών και παιδιών ενάντια στον βάρβαρο τύραννο.
Οι Φιλέλληνες οργανώνονταν σε διάφορες ομάδες, υπό μορφή εταιρίας (société) ή κομιτάτου (comité) και οργάνωναν εράνους, δημοπρασίες ή απλές συνδρομές. Μια μορφή συγκέντρωσης πόρων ήταν οι περίφημες μουσικές βραδιές, όπου εκτελούνταν τα φιλελληνικά τραγούδια και ακολουθούσε έρανος υπέρ του αγώνα των Ελλήνων. Σε αυτά πρωτοστατούσαν οι οικοδέσποινες, οι οποίες -κάτι που αγνοείται ευρέως- είναι αυτές που έραψαν την πλειοψηφία των μεταξωτών ελληνικών σημαιών του αγώνα.
Από τα 300 περίπου φιλελληνικά τραγούδια, που γράφτηκαν στην Ευρώπη και την Αμερική, πάνω από 200 γράφτηκαν στη Γαλλία. Από μεγάλους και διάσημους συνθέτες, όπως ο Berlioz και ο Rossini, ο Adam και ο Gounod, μέχρι και από ερασιτέχνες, αρκετοί εκ των οποίων ευγενείς. Μεγάλη έξαρση στην παραγωγή τραγουδιών παρατηρείται, όπως αναφέρει και ο Γιώργος Κωνστάντζος στη «Φιλελληνική Μούσα», μετά την άλωση του Μεσολογγίου και μετά τη μάχη του Ναυαρίνου. Μετά το 1830, τα τραγούδια σπανίζουν, αφού ο σκοπός επετεύχθη.
Οι τίτλοι των τραγουδιών, τα οποία εκδίδονταν με εξώφυλλα διάσημων χαρακτών της εποχής, αποκαλύπτουν τις αιτίες της συγκίνησης και της δημιουργικής έμπνευσης των συνθετών: «Το τραγούδι των Ελλήνων», «Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες», «Το όνειρο ενός Έλληνα ήρωα», «Η Γαλλία προς τους Έλληνες» (La France au Grecs), «Le nouveau serment de Grecs à Thermopyles», «Le réveil de Grecs», «Η χήρα του Μάρκου Μπότσαρη στο βωμό της Παναγιάς», «Ο Βύρων στο στρατόπεδο των Ελλήνων», «Η τελευταία μέρα του Μεσολογγίου», «Ο αποχαιρετισμός του κλέφτη», «Le Giaour», «Αναχώρηση για τον Μοριά», «Ο Σπαρτιάτης» και άλλα παρόμοια.
Ειδική αναφορά αξίζει για τα μεγαλύτερης διάρκειας έργα, όπως είναι η ηρωική σκηνή της Ελληνικής Επανάστασης του Hector Berlioz (1825), το μελόδραμα «Τελευταία ημέρα του Μεσολογγίου» του Louis Ferdinand Hérold και το κορυφαίο, «Η Πολιορκία της Κορίνθου» του Gioacchino Rossini, τρίπρακτη λυρική τραγωδία που παρουσιάστηκε στο θέατρο της Académie Royale de Musique στις 9 Οκτωβρίου του 1826, με μοναδικό σκοπό τη συλλογή χρημάτων για ενίσχυση των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Το εντυπωσιακό αυτό έργο, διασκευή –μετασκευή, μάλλον- παλαιότερου έργου του συνθέτη, κλείνει με την ηρωική απόφαση των ηγετών, λαϊκών και θρησκευτικών της Κορίνθου να πεθάνουν παρά να παραδοθούν στον Μωάμεθ τον Πορθητή.
Η πανελλήνια πρώτη του έργου δόθηκε στην ΕΛΣ μετά από 170 χρόνια, ύστερα από επίμονη πρόταση μου, σε σκηνοθεσία Νίκου Πετρόπουλου.
Ο συνθέτης που ύμνησε στην όπερα την ευρωπαϊκή ιδέα στο περίφημο «Voyage à Reims» ήταν κι αυτός που ύμνησε την πολιτική και την πνευματική ιδέα του Φιλελληνισμού. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Η Ελλάδα χρειάζεται έναν Νέο Φιλελληνισμό. Το όνομά της χτυπήθηκε τα χρόνια της κρίσης. Αυτοί που έλεγαν κάποτε η Νέα Αθήνα, η Νέα Ελλάδα (Neue Hellas), τώρα λένε «μη γίνουμε Ελλάδα».
Είναι η ώρα του Νέου Φιλελληνισμού.
Είναι και πάλι η Ώρα της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού.
Είναι η ώρα της ανανέωσης της ευγνωμοσύνης .
Της Ελλάδας προς τους Φιλέλληνες.
Των Φιλελλήνων προς την Ελλάδα.
Κι όπως έλεγε ο ποιητής που πάνω στο φέρετρό του ακούμπησε η Ελλάδα στις δύσκολες στιγμές:
Ανάξιος όποιος ξάφνου ακούει
Το προσκλητήρι των καιρών
Να το φυσάει ή να το κρούει
Σάλπιγγα ή τύμπανο, τ’ ακούει
Και δε λέει: Παρών!