Wilhelm Müller (Γουλιέλμος Müller ή Müllerος ή Έλληνας Müller)

 

Ohne die Freiheit, was wärest du Hellas?
Ohne dich, Hellas, was wäre die Welt?
Χωρίς Ελευθερία, τί θα ήσουν Ελλάς;
Xωρίς εσένα, Ελλάς, τί θα ήταν ο κόσμος;
(„Hellas und die Welt“, Wilhelm Müller: Gedichte. Berlin 1906, S. 224-225.)

 

Ο Γερμανικός Ρομαντισμός, που απετέλεσε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, προσέφερε έναν από τους σημαντικότερους λυρικούς ποιητές, που εξελίχθηκε σε βάρδο του 1821, φλογερό Φιλέλληνα και την ψυχή του Φιλελληνικού κινήματος στην Γερμανία: τον Wilhelm Müller ή “Müller των Ελλήνων”. Τι κι αν δεν πρόλαβε να δει την αγαπημένη του Ελλάδα ελεύθερη, φεύγοντας από τη ζωή σε ηλικία μόλις 33 ετών και δίχως να επισκεφθεί ποτέ την “Αρκαδία” του. Τα τραγούδια του για τους Έλληνες (“Lieder der Griechen“) πρόλαβαν όσο ζούσε, να ξεσηκώσουν κύματα ενθουσιασμού στη νεολαία της εποχής του που εκείνη την περίοδο αναζητούσε τη δική της αντίσταση στις διώξεις και την απολυταρχία του Μέτερνιχ. Στην περίπτωση του ελληνικού ξεσηκωμού αναγνώριζαν το  πρότυπο του δίκαιου αγώνα για ελευθερία. Και στο πρόσωπο του ποιητή Müller είδαν τον σημαντικότερο εκπρόσωπο του γερμανικού φιλελληνισμού.

Ο Johann Ludwig Wilhelm Müller γεννήθηκε στο Dessau της Γερμανίας στις 07/10/1794, όπου και πέθανε στις 30/09/1827. Έζησε σε μια εποχή πολιτικών, αλλά και κοινωνικών και πολιτιστικών ανακατατάξεων, στις οποίες ο ίδιος συμμετείχε ενεργά ως καλλιτέχνης και ως πολίτης. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Η πρόωρη απώλεια της μητέρας του άφησε περιθώριο στον ευφυέστατο Müller να αναπτυχθεί ανεξάρτητα από τις νουθεσίες ενός σφιχτού οικογενειακού πλαισίου και να αφοσιωθεί στις έμφυτες κλίσεις του, π.χ. στην ταχύτατη εκμάθηση ξένων γλωσσών. Με σκοπό να ξεφύγει από τη δεινή οικονομική κατάσταση της οικογενείας, ενθαρρύνθηκε από νωρίς να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Πράγματι, το 1812, σε ηλικία 18 ετών εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου θα σπουδάσει φιλολογία, ιστορία και αγγλικά. Αφοσιώνεται στις ιστορικές και φιλολογικές του μελέτες, και γνωρίζει τον μέντορά του, τον κλασικιστή καθηγητή φιλολογίας Φρειδερίκο Αύγουστο Βολφ (Friederich August Wolf), ο οποίος αργότερα τον παρότρυνε σε σημαντικές αποφάσεις για την ζωή και καλλιτεχνική εξέλιξή του. Πάντως ο ενθουσιασμός του για την Ελλάδα ξεκινά από αυτά τα χρόνια, που καθοδήγησαν το ενδιαφέρον του στα κλασικά πολιτιστικά αγαθά και πρότυπα, τη ζωντανή λογοτεχνική παράδοση και τη σύγχρονη γερμανική και διεθνή λογοτεχνία.

Η έναρξη των σπουδών του συμπίπτει χρονικά με μια περίοδο, κατά την οποία η πολιτική δεσπόζει στην ατμόσφαιρα του πανεπιστημίου μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα στη Ρωσία. Ούτε λόγος για αφοσίωση στα θεωρητικά του ενδιαφέροντα, αφού η νεολαία του Βερολίνου, από κοινού με κάποιους καθηγητές, δε χάνουν ευκαιρία να εκδηλώνουν ανοικτά τα αντι-ναπολεοντικά τους αισθήματα. Διέξοδο στον πατριωτικό του ενθουσιασμό θα βρει ο δεκαεννιάχρονος Müller όταν ο Πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ αναγγέλλει τη δημιουργία ενός εθελοντικού μαχητικού σώματος ενάντια στο Ναπολέοντα (10/02/1813), στο οποίο θα καταταγεί δυο εβδομάδες αργότερα. Η απογοήτευση για την έκβαση των «Γερμανικών Απελευθερωτικών Πολέμων» (Befreiungskriege, 1813-1815) και για τις αποφάσεις του συνακόλουθου Συνεδρίου της Βιέννης, που οδήγησαν σε μια κατάσταση οξυμένης ανελευθερίας, μετέτρεψε τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία σε γεγονός στο οποίο αποτυπώθηκε η επιθυμία του Müller και των συγχρόνων του για ελευθερία. Κάποια μοτίβα της λεγόμενης γερμανικής ποίησης των Απελευθερωτικών Πολέμων θα αναβιώσουν λίγο αργότερα στη φιλελληνική ποίηση.

Όσο διαρκούν οι Απελευθερωτικοί Πόλεμοι, ο Müller διοχετεύει στην ποίηση τη ζωηρή πατριωτική του έξαρση. Το 1815 επιστρέφει στις σπουδές του. Ως μέλος του συνδέσμου Γερμανών ποιητών, που είναι ξεκάθαρα διαμορφωμένοι από την ιδεολογία του γερμανικού εθνισμού, συμμετέχει στην έκδοση της ποιητικής συλλογής “Bundesblühen“ (1816) και εκδίδει τη μελέτη “Blumenlese aus den Minnesingern” (1816), διατυπώνει κάποιες ερμηνείες σχετικά με την αποκατάσταση του άσματος των Νibelungen και μεταφράζει τον Δρα. Φάουστ (“The Tragical History of the Life and Death of Doctor Faustus”) του Christopher Marlowe στα γερμανικά (1817).

Στο μεταξύ η σχέση του Müller με τον μέντορά του, Wolf, περνούσε κάποια κρίση. Ο Müller, που φαίνεται να αντιμετώπιζε κάποια εσωτερική διαμάχη σχετικά με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, είχε αρχίσει να θεωρεί τον αγαπημένο του καθηγητή ως “αντιγερμανό αμοραλιστή” εξαιτίας του ενθουσιασμού του τελευταίου για την ειδωλολατρική αρχαιότητα και την αισθησιακή χαρά της. O Wolf από την άλλη παρακολουθούσε τον αγαπημένο του φοιτητή να απομονώνεται και να βυθίζεται, μετά την εμπειρία του στους πολέμους, όλο και περισσότερο στην πατριδολατρία του. Θέλοντας να τον απαγκιστρώσει από ό,τι ο ίδιος θεωρούσε ως γερμανομανία του, πρότεινε κάτι το οποίο θα ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση στο εξής του “Έλληνα Müller”: όταν ο Πρώσος βαρόνος Albert von Sack που είχε από καιρό προγραμματίσει ένα ταξίδι στην Ελλάδα και την Ανατολή στράφηκε στην Ακαδημία προς αναζήτηση συνοδού, ο Wolf πρότεινε τον Müller, αλλά και τον Arnold Böckh, o οποίος ασχολούνταν με τη συλλογή επιγραφών αρχαίων ελληνικών μνημείων. Ήλπιζε ότι αυτό το ταξίδι θα διεύρυνε τους ορίζοντές του μαθητή του περισσότερο, και δεν είχε άδικο. Ο Müller, αν και παρέδιδε τη διατριβή του, δέχτηκε να συνοδεύσει τον βαρόνο.

Το ταξίδι ξεκίνησε στις 20 Αυγούστου 1817, με τη Βιέννη ως πρώτο ενδιάμεσο σταθμό στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη. Στη Βιέννη ζούσε ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων διανοουμένων και για αυτόν το λόγο θα παρέμεναν εκεί για μεγαλύτερο διάστημα. Η εκτίμηση της οποίας έχαιρε ο Βαρόνος von Sack, άνοιγε πόρτες στον φιλομαθή Müller, ο οποίος σχεδίαζε το υπόλοιπο ταξίδι. Ταυτόχρονα τον παρότρυναν να αποκτήσει γνώσεις της νέας ελληνικής γλώσσας και στη Βιέννη το έδαφος ήταν πρόσφορο. Η συναναστροφή με τόσους πολλούς εξόριστους Έλληνες της Βιέννης και μέλη της Φιλικής Εταιρείας, τον έφερε σε εντατική άμεση γνωριμία με τις πολιτικές και ιδεολογικές τους ζυμώσεις και προσδοκίες. Και αυτό που του μετέδωσαν με βεβαιότητα ήταν ο αγωνιστικός τους πόθος για απελευθέρωση από την τουρκική κυριαρχία. Η ζωντανή ταύτισή του με τον ελληνικό αγώνα, που καλλιεργήθηκε εδώ, θα αποκρυσταλλωθεί λίγο αργότερα στα ελληνικά του τραγούδια.

Λόγω της πανδημίας πανώλης που είχε ξεσπάσει στην Κωνσταντινούπολη, το ταξίδι συνεχίστηκε στις 06/11/1817 προς την Ιταλία: αφού διέσχισαν την Τριέστη, Βενετία, Φερράρα, και Μπολόνια, έφτασαν στη Φλωρεντία, και από εκεί κατέβηκαν στη Ρώμη. Η γοητεία που του ασκεί η Ρώμη, και η ύπαρξη μιας πολυπληθούς γερμανικής “παροικίας”, τον οδήγησαν στην απόφαση να παραμείνει εκεί ακόμη και όταν οι συνταξιδιώτες του αποχωρούν. Συντάσσει το “ιταλικό” του βιβλίο, “Rom, Römer und Römerinnen” με το οποίο απέκτησε γρήγορη αναγνώριση. Το βιβλίο, που δεν προβάλλει κάποιο αρχαιογνωστικό ή αισθητικό ενδιαφέρον, επικεντρώνεται στις εθνικές ιδιαιτερότητες της πολιτιστικής ζωής, στο πνεύμα της εθνικο/ρομαντικής ιδεολογίας προσέγγισης της λαογραφίας. Εδώ αφέθηκε στη σαγήνη των εθίμων, παραδόσεων, χορών, εορτών, της γλώσσας και των λαϊκών τραγουδιών. Η εμπειρία αυτή του προσέφερε σημαντικά ερεθίσματα στην αναζήτηση της σύγχρονης τέχνης. Εμπειρία που συν τοις άλλοις λειτούργησε ως υπόστρωμα για την “κριτική” διασταύρωση του κλασικού ιδεώδους με το “νότιο” τρόπο ζωής, η οποία θα είναι καθοριστικής σημασίας για την δημιουργία και την ανάδυση της εικόνας του Müller για την Ελλάδα. Είναι ενδιαφέρον επίσης εδώ ότι ανέπτυξε μια πολιτική νοοτροπία, υπό το πρίσμα της οποίας ο δεσποτισμός και δογματισμός της Εκκλησίας υποβλήθηκαν σε σκληρή κριτική. Αξιοσημείωτη είναι η συνδιαλλαγή του πολιτικού του φιλελευθερισμού με τον εθνικό ρομαντισμό.

Επιστρέφοντας στο Dessau θα βιοπορισθεί διδάσκοντας ελληνικά και λατινικά. Εκτός από ποιητής, είναι φιλόλογος και ιστορικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, καταπιάνεται με την κριτική, μετάφραση και επιμέλεια κειμένων. Από το 1821 και έπειτα αφιερώνεται σε μια πολύπλευρη εκδοτική, λογοτεχνική και μεταφραστική ενασχόληση με την Ελλάδα (αποδεικνύοντας ότι ο Φιλελληνισμός του δεν περιορίσθηκε μόνο στην ποίηση). Στα “Τραγούδια των Ελλήνων” (“Lieder der Griechen”) βρήκε τον τρόπο να ανοιχθεί σε έναν “πολιτικό λυρισμό”, λαμβάνοντας ως πρότυπά του, έξω από τον γερμανικό χώρο, τον Λόρδο Βύρωνα και τον Beranger (Βερανζέρο), επιθυμώντας να εκφράσει έναν αντίστοιχο μαχητικό φιλελευθερισμό. Ξεκινά να τα συντάσσει από την αρχή ακόμη της επανάστασης, όταν όλα είναι εξαιρετικά αβέβαια για την πορεία της, και δεν παύει να ενημερώνεται συνεχώς για τις εξελίξεις της. Η αστυνομία του Μέτερνιχ παρακολουθεί τα πάντα προκειμένου να προστατεύσει τον Αυστροουγγρικό θρόνο. Αυτό δεν θα τον αποτρέψει καθόλου από την έκδοση της πρώτης φιλελληνικής συλλογής ασμάτων (“Lieder der Griechen”). Και όχι μόνο αυτό, θα συνεχίσει να μάχεται συγγραφικά υπέρ της Ελλάδος, ακόμη και μετά την απαγόρευση των ποιημάτων του, ακόμη και αφού πολλοί φιλέλληνες θα επιστρέψουν απογοητευμένοι στις πατρίδες τους μετά τη μάχη του Πέτα (04/07/1822).

Τα έργα Lieder der Griechen και Neue Lieder der Griechen του Wilhelm Müller. Πρώτη έκδοση 1821, 1823 (Συλλογή ΕΕΦ)

Στο πρώτο τεύχος των ασμάτων του ο ποιητής ξεσπαθώνει με λυρισμό υπέρ του δίκαιου αγώνα των Ελλήνων. Μεταξύ των δέκα ποιημάτων του βρίσκουμε το λογοκριμένο από την Αστυνομία του Μέτερνιχ “Η ελπίδα της Ελλάδας” (“Griechenlands Hoffnung“). Σε αυτό διατυπώνει τη θέση του ότι η Ελλάδα οφείλει να αγωνισθεί μόνη της, κατακεραυνώνοντας, με σκανδαλώδη για την εποχή τρόπο, τη στάση της Ευρώπης που “ακόμη και τα μαξιλάρια του Τούρκου σουλτάνου θρόνο τα ονομάζει”:

“Ησυχία και Ειρήνη θέλει η Ευρώπη, γιατί τους τα χάλασες;/ Γιατί σε μαγεύει σκόπιμα με την αυταπάτη της ελευθερίας; / Μην ελπίζεις στη βοήθεια κανενός Κυρίου, όταν αυτή στρέφεται ενάντια στη χαρά ενός άλλου Κυρίου/ η Ευρώπη ακόμη και τα μαξιλάρια του σουλτάνου θρόνο τα ονομάζει.”

(“Ruh‘ und Friede will Europa- Warum hast du sie gestört/ Warum mit dem Wahn der Freiheit eigenmächtig dich betört?/ Hoff auf keines Herren Hülfe gegen eines Herren Frohn/ Auch des Türkenkaisers Polsters nennt Europa einen Thron“).

Η ανενδοίαστη υποστήριξή του στους εξεγερμένους Έλληνες πρέπει να αναγνωσθεί ως κατεξοχήν έκφραση αναζήτησης της ελευθερίας: είναι σαφές ότι ακόμη και όταν ο θυμός του στρέφεται πρωτίστως απέναντι στην τουρκική κυριαρχία, δηλώνεται παράλληλα η οργή του για την πολιτική κατάσταση σε άλλα μέρη της Ευρώπης και της Γερμανίας. Ο ελληνικός αγώνας βρίσκεται στην κορυφή του οράματος του Müller για απελευθέρωση. Στο ποίημα του με τίτλο “Οι Έλληνες προς τον Αυστριακόν Παρατηρητήν” (“Die Griechen an den Österreichischen Beobachter“), που είναι η εφημερίδα του Μέτερνιχ, βρίσκουμε ξανά σαρκαστικές επιθέσεις απέναντι στον αντιδραστικό ρόλο της ανθελληνικής Ιερής Συμμαχίας.

Συμπληρωματικά εκδίδει το 1822 δεύτερο τεύχος με άλλο οκτώ ποιήματα, ένα εκ των οποίων είναι αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Υψηλάντη (“Alexander Ypsilanti aus Munkacs”), στο οποίο τον παρομοιάζει με τον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες, καταδεικνύοντας έτσι την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων και εξυμνώντας το ελληνικό έθνος διαμέσου των αιώνων. Αλλά και το ποίημα του “Ο μικρός Υδραίος” (“Der kleine Hydriot”) έγινε ευρύτατα αγαπητό στη Γερμανία, όπου είναι ακόμη γνωστό.

Το 1823 εξέδωσε τρία τεύχη με “Νέα Τραγούδια των Ελλήνων” (“Neue Lieder der Griechen“), όπου αναφέρεται και πάλι στην ανοχή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έναντι των Τούρκων και κάνει έκκληση για βοήθεια προς την Ελλάδα. Το πρώτο τεύχος περιέχει επτά άσματα, το δεύτερο οκτώ και το τρίτο επτά. Ορισμένοι τίτλοι που καθρεφτίζουν το πνεύμα στο οποίο κινείται, είναι: “Θερμοπύλες”, “Μπότσαρης”, “Ύδρα”, “Μπουμπουλίνα”, “Η Σουλιώτισσα”, “To νίψιμο των χειρών του Πόντιου Πιλάτου”, “Η μολυσμένη ελευθερία”.

Το έργο Neue Lieder der Griechen του Wilhelm Müller. Πρώτη έκδοση 1823 (Συλλογή ΕΕΦ)

Έναν χρόνο αργότερα εκδίδει τα “Νεότατα Τραγούδια των Ελλήνων” (“Neueste Lieder der Griechen”), μια συλλογή επτά ποιημάτων, μεταξύ των οποίων: “Κωνσταντίνος Κανάρης”, “Μάρκος Μπότσαρης”, “Οι τελευταίοι Έλληνες” και το έξοχο “Η Ελλάς και ο Κόσμος”, όπου ο ποιητής διατυπώνει τη θέση ότι χωρίς την Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια της Ελευθερίας, που νοηματοδοτεί και τον υπόλοιπο κόσμο. Και για αυτόν τον λόγο οφείλουν όλοι οι λαοί να συμμετάσχουν στον δίκαιο αγώνα της:

“Ελάτε λαοί από όλες τις ζώνες/ ελάτε και βοηθήστε να την απελευθερώσουμε/ αυτήν που όλους εσάς απελευθέρωσε!”

(“Kommt, ihr Völker aller Zonen/ Kommt und helfet frei sie machen/Die euch alle frei gemacht!”).

Σε μια δύσκολη χρονικά στιγμή για την Επανάσταση, ο Müller μένει πιστός συμπαραστάτης της.

Όπως επίσης είναι θαυμαστό το γεγονός ότι γράφει ξανά ένα ποίημα για τον Μπότσαρη, δύο χρόνια μετά τη Μάχη στο Πέτα, που είχε ως αποτέλεσμα πολλοί Φιλέλληνες να επιστρέψουν απογοητευμένοι στις πατρίδες τους. Ο ποιητής Müller θέλει να εμψυχώσει τον αγώνα των Ελλήνων και Φιλελλήνων που συνεχίζεται και να υπενθυμίσει ότι το φρόνημά τους πρέπει να αναμετράται πάντα με αυτό των συναγωνιστών τους:

“Άνοιξε τις υψηλές σου πύλες, Μεσολόγγι, Πόλη των Tιμών / εκεί που κείνται τα κορμιά των Ηρώων, που μας διδάσκουν να πεθαίνουμε με χαρά! […] Toυ Μάρκου Μπότσαρη σου φέρνουμε το ευγενές σώμα,/ του Μάρκου Μπότσαρη! Ποιός θα τολμούσε να παραπονεθεί σε τέτοιους ήρωες;”

(“Öffne deine hohen Thore, Missolunghi, Stadt der Ehren / Wo der Helden Leichen ruhen, die uns fröhlich sterben lehren! […] Mark Bozzari’s edlen Leib bringen wir zu dir getragen,/Mark Bozzari’s! Wer darf’s wagen, solchen Helden zu beklagen?”)

Ο Müller έγραψε και ένα σημαντικό ποίημα για τον Λόρδο Βύρωνα, καθώς και τέσσερα άλλα για το Μεσολόγγι. Αυτά εκδόθηκαν το 1825.

Το έργο Lieder der Griechen του Wilhelm Müller. Δεύτερη έκδοση του 1825, η οποία περιλαμβάνει ποίημα αφιερωμένο στον Λόρδο Βύρωνα (Συλλογή ΕΕΦ)

Δημοσίευσε επίσης ένα έργο σχετικό με τον Ελληνικό Βίο. Ο θάνατος του δεν τον άφησε να ολοκληρώσει ένα έργο για το Νεότερο Ελληνικό Βίο. Κάποια από τα έργα του όμως εκδόθηκαν το 1829 υπό τον τίτλο Egeria.

Ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί από τον Schubert (οι περίφημες συλλογές  τραγουδιών Winterreise και Die Schöne Müllerin) και τον Brahms. Από τα έργα του Müller στην Ελλάδα, περισσότερο γνωστό είναι το τραγούδι “Η φλαμουριά” από το ποίημα του με τίτλο “Lindenbaum”, και λιγότερο τα ποιήματα για το 1821. Επίσης το 2000 έγινε αφιέρωμα στον Β. Μύλλερ από την Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων με συναυλία του Αυστριακού τενόρου Wolfgang Holzmair και έκδοση τιμητικού τόμου με μεταφράσεις φιλελληνικών ποιημάτων του Müller από τον Αλέξανδρο Ίσαρη.

Προς τιμήν του σπουδαίου Φιλέλληνα ποιητή Wilhelm Müller, η Ελλάδα «ευγνωμονούσα» προσέφερε πεντελικό μάρμαρο στη γενέτειρά του, Dessau, για να φιλοτεχνηθεί προτομή και εντοιχισμός αναμνηστικής πλάκας στην οικία του. Η επιγραφή του μνημείου είναι γραμμένη στα ελληνικά: «Τω της ελληνικής ελευθερίας αοιδώ τον λίθον εκ των Αττικών και Λακωνικών λατομείων, η Ελλάς ευγνωμονούσα». Στις τέσσερις πλευρές του βάθρου απεικονίζονται ως γυναικείες μορφές η Ποίηση, η Επιστήμη, η Γερμανία και η Ελλάδα που σπάει τις αλυσίδες της κρατώντας ξίφος. Η αποκάλυψη του αγάλματος έλαβε χώρα στις 30 Σεπτεμβρίου 1891.

Το μνημείο του Wilhelm Müller στο κεντρικό πάρκο του Dessau

Ο τάφος του Wilhelm Müller

Το δικό μας αντίδωρο στη μνήμη του μεγάλου Φιλέλληνα ποιητή ίσως παρατηρήσει ο προσεκτικός περιπατητής, όταν βρεθεί στους δρόμους του Μεταξουργείου. Ένας δρόμος που τέμνεται με την οδό Κεραμεικού μετονομάσθηκε το 1884 σε “οδό Μυλλέρου”, μετά από πρόταση του θεμελιωτή της ελληνικής λαογραφίας, Νικολάου Πολίτη, στον δήμαρχο Αθηνών Δημήτρη Σούτσο. Μια μικρή προσφορά για έναν μεγάλο ποιητή που απετέλεσε την ψυχή του Φιλελληνισμού στην Γερμανία.

Πινακίδα της οδούς Μυλλέρου, στην γωνία Μυλλέρου και Κερμεικού

 

ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Marco Hillemann / Tobias Roth, Wilhelm Müller und der Philhellenismus, Frank & Timme GmbH- Verlag für wissenschaftliche Literatur, 2015
  • zeno.org
  • wilhelm-mueller-gesellschaft.de
  • Ανδρέας Ν. Μακρίδης, Ο Βίλχελμ Müller και ο «Ιός της Ελευθερίας», Λόγιος Ερμής.
  • Χριστίνα Στρατηγοπούλου, Ο Βαυαρικός Φιλελληνισμός μέσα από τον Βίλχελμ Müller (1794-1827), 24 grammata.

 

Ο πίνακας απεικονίζει τον Μεγάλο Ναπολέοντα σε νεαρά ηλικία. Λέγεται ότι ο ανιψιός του Paul Marie Bonaparte έμοιαζε πολύ στον θείο του.

 

Ο Paul Marie Bonaparte (Παύλος Μαρία Βοναπάρτης), γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1809 στο Κανίνο της Ιταλίας και πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου 1827 στο Ναύπλιο. Ήταν πρίγκιπας της οικογενείας Βοναπάρτη, ανιψιός του Μεγάλου Ναπολέοντα. Υπήρξε Φιλέλληνας και έλαβε μέρος στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Ο Παύλος Βοναπάρτης ήταν το τρίτο παιδί του αδελφού του Μεγάλου Ναπολέοντα Λυσιέν Βοναπάρτη και της συζύγου του Αλεξανδρίνας ντε Μπλεσάμπ-Βοναπάρτη.

Το έμβλημα της οικογένειας Βοναπάρτη

Σε ηλικία 18 ετών ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βολωνίας (Μπολόνια). Όμως τον Μάρτιο του 1827, έφυγε από την πόλη κρυφά από τους γονείς του, και πήγε στην Ανκόνα, από όπου ταξίδεψε στην Ελλάδα κάνοντας χρήση ξένου ονόματος, για να λάβει μέρος στον πόλεμο για την ανεξαρτησία των Ελλήνων.

Έφθασε πρώτα στα Ιόνια νησιά και στη συνέχεια στο Ναύπλιο, στις 24 Αυγούστου / 5 Σεπτεμβρίου 1827. Εκεί τον υποδέχθηκε ο Άγγλος Ναύαρχος Cochrane, που είχε αναλάβει διοικητής του Ελληνικού στόλου. Ο Παύλος Μαρία Βοναπάρτης, που έμοιαζε πολύ με τον διάσημο θείο του, εντάχθηκε αμέσως στο πλήρωμα της φρεγάτας «Ελλάς», της ναυαρχίδας του ελληνικού στόλου.

Η φρεγάτα «Ελλάς». Το πλέον σύγχρονο πολεμικό πλοίο που κυκλοφορούσε στη Μεσόγειο την περίοδο αυτή.

Μετά από μια σειρά ναυτικών κινήσεων, ο στόλος του Cochrane αγκυροβόλησε στο στενό έξω από τις Σπέτσες.

Ο νεαρός πρίγκιπας είχε συγκινηθεί με τον ηρωισμό της Λένως Μπότσαρη, κόρης του Νότη Μπότσαρη, και ζήτησε να γνωρίσει τον ήρωα πατέρας της που έμενε στην Τροιζήνα. Μάλιστα λέγεται ότι ο Νότης Μπότσαρης εντυπωσιάσθηκε από το νεαρό πρίγκιπα και προετοίμαζε ένα προξενιό για να τον παντρέψει με μια συγγενή του.

Όμως, στις 25 Αυγούστου / 6 Σεπτεμβρίου, και ενώ ο Παύλος Μαρία Βοναπάρτης καθάριζε το όπλο του, τραυματίσθηκε σοβαρά από αδέξιο χειρισμό. Δυστυχώς την επομένη ημέρα, ο Παύλος άφησε την τελευταία του πνοή, ενώ ήταν μόλις 19 ετών.

Στο Ναύπλιο κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο θάνατος του νεαρού ίσως να μην ήταν τυχαίος, εφόσον αυτός υπηρετούσε στο πλοίο του Βρετανού Cochrane. Οι υποψίες στηρίζονταν στις διαφορές που είχαν οι Άγγλοι με τον πατέρα του Λουκιανό Βοναπάρτη , τον οποίο είχαν συλλάβει το 1809 όταν προσπάθησε να φύγει για τις ΗΠΑ. Ο Λουκιανός συνελήφθη τότε από τους Άγγλους, μετά από αίτημα του αδελφού του, Μεγάλου Ναπολέοντα. Κατά σύμπτωση, επικεφαλής του Αγγλικού στόλου ήταν τότε ο Cochrane. Ο Λουκιανός οδηγήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έμεινε μέχρι το 1814. Ο Λουκιανός ήταν φιλελεύθερο και επαναστατικό πνεύμα, πράγμα που τον είχε οδηγήσει σε σύγκρουση με τον Ναπολέοντα. Είχε μάλιστα συμμετάσχει σε πραξικόπημα εναντίον του. Αργότερα, όταν ο Λουκιανός εκλέχτηκε γερουσιαστής της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, διαφώνησε με τις επεκτατικές βλέψεις του αδερφού του, αλλά και με τον γάμο που σχεδίαζε. Ήδη από το 1804 είχε αυτοεξορισθεί στη Ρώμη.

Πάντως, ο μεγάλος Αμερικανός Φιλέλληνας Samuel Howe, που ήταν στρατιωτικός ιατρός – χειρούργος του Ελληνικού στόλου, ήταν αυτόπτης μάρτυς στα γεγονότα. Ο Howe διαβεβαιώνει στο έργου του Εικόνες της Ελληνικής Επανάστασης και στο ημερολόγιό του, πως όταν ο Cochrane έμαθε ότι το τραύμα του Παύλου ήταν θανατηφόρο «ήρχισε να βηματίζη εις την καμπίνα του κλαίων ως παιδίον …».

Η ανακοίνωση του θανάτου του Παύλου Βοναπάρτη στην Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος

Η σορός του νεαρού Βοναπάρτη διατηρήθηκε επί πενταετία σ’ ένα βαρέλι με ρούμι στη Μονή Αγίου Νικολάου Σπετσών. Την παρέλαβε το Γαλλικό Ναυτικό, το 1832 και ενταφίασε το ταριχευμένο σώμα του Παύλου Μαρία Βοναπάρτη σε μαυσωλείο στο νησί της Σφακτηρίας, μαζί με τους Γάλλους ναύτες που σκοτώθηκαν στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.

Πινακίδα στη Μονή Αγίου Νικολάου Σπετσών

Πηγές και Βιβλιογραφία

  • Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, 7 Σεπτεμβρίου 1827.
  • Δημήτρης Φωτιάδης, Η Επανάσταση του 21, ΜΕΛΙΣΣΑ 1971.
  • Dictionnaire de Biographie française, τόμος 6ος, Παρίσι
  • William St Clair (2008), That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence, Cambridge: OpenBook.
  • René Puaux, « Paul Bonaparte, philhellène », Le Temps, 1921.
  • Gonzague Saint-Bris, « L’Accident – Les calèches de Spetsai », Le Monde,‎ 30 janvier 1978.

 

Πίνακας του Γερμανού ζωγράφου Peter von Hess (1792-1871). Παρουσιάζει Φιλέλληνα με Ελληνική στολή.

 

Κατά την διάρκεια του ελληνικού αγώνα, πολλοί Φιλέλληνες έφθασαν στην Ελλάδα και πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων με πολλούς διαφορετικούς  ρόλους και σε πολλά διαφορετικά πλαίσια. Ορισμένοι όμως από αυτούς  θέλησαν να κατανοήσουν πραγματικά τον χαρακτήρα των Ελλήνων πολεμιστών και υιοθέτησαν απόλυτα την ζωή των κλεφτών. O William St Clair εκτιμά τους Φιλέλληνες αυτούς σε περίπου δέκα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγει και τον Γάλλο Φιλέλληνα, Hyacinthe Delavillasse, σχεδόν άγνωστο στην ελληνική ιστορία. Οι όποιες μαρτυρίες για αυτόν τον σπουδαίο Φιλέλληνα προέρχονται αποκλειστικά μέσα από τα έργα άλλων φιλελλήνων ή Ελλήνων συμπολεμιστών του.

Ο Γάλλος φιλέλληνας F. R. Schack, που τον συνάντησε τον Ιούνιο του 1826, αναφέρει ότι ο De Lavillasse είχε γεννηθεί στην πόλη Carpentras της Γαλλίας, κοντά στην Avignon. Ήταν αξιωματικός της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα, που εκδιώχθηκε στην πορεία από τον γαλλικό στρατό και απελάθηκε από τη Γαλλία το 1820, «αφού υπηρέτησε είκοσι χρόνια την πατρίδα του». Φαίνεται ότι ήταν θύμα πολιτικής πλεκτάνης, και ότι κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος σε συνωμοσία. Σύμφωνα με επίσημο κατάλογο του υπουργείου πολέμου της Γαλλίας, ο De Lavillasse ήταν λοχαγός του Πεζικού το 1817.

Όταν εκδιώχθηκε από την χώρα του, έστρεψε το βλέμμα του στην επαναστατημένη Ελλάδα που αγωνιζόταν για την ελευθερία της. Ήρθε στην Ελλάδα με ένα Ελληνικό πλοίο που ξεκίνησε από  την Μασσαλία στις 18 Ιουλίου 1821. Στο ίδιο πλοίο βρισκόταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (ο οποίος μάλιστα το είχε ναυλώσει και  το είχε φορτώσει με πολεμοφόδια που είχε αγοράσει ο ίδιος), ο Γάλλος Φιλέλληνας Maxime Raybaud και 80 Έλληνες και Φιλέλληνες.

O Γάλλος Φιλέλληνας Maurice Persat, σημειώνει ότι ήταν από τους πρώτους που κατέφθασαν στην Ελλάδα για να συμμετάσχουν στον Αγώνα. Πράγματι, στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας βρίσκουμε την πρώτη αναγραφή του ως «Λαβιλαί» το 1822.

Ένας άλλος Γάλλος, ο Philippe Jourdain αναφέρει ότι ο De Lavillasse είχε πολεμήσει στο Πέτα, και ότι μετά την καταστροφή που υπέστησαν οι δυνάμεις των Ελλήνων και Φιλελλήνων, μετέβη με τους υπόλοιπους ταλαίπωρους και άρρωστους Φιλέλληνες που διασώθηκαν, στο Μεσολόγγι. Από εκεί, παρά το ότι ήταν άρρωστος με πυρετό, έλαβε ενεργό μέρος σε μάχες στη γύρω περιοχή. Αλλά και αργότερα το ίδιο έτος ο Pouqueville αναφέρει ότι ο De Lavillasse πολεμούσε στο Άργος, άρρωστος και πάλι.

Μία άλλη πηγή που αναφέρει τον De Lavillasse είναι ο Edward Blaquieres. Αυτός επιβεβαιώνει τον ρόλο του στην πολιορκία της Πάτρας, και στην πολιορκία της Τρίπολης, όπου μάλιστα ο De Lavillasse ηγείτο ενός σώματος 80 εθελοντών από τα Επτάνησα. Σύμφωνα με τον Maxime Raybaud, μετά την άλωση της Τρίπολης, ο De Lavillasse εντάχθηκε για  ένα διάστημα στο Τακτικό Σώμα του Baleste.

Στην συνέχεια, ο De Lavillasse έλαβε την ελληνική υπηκοότητα, και ακολούθησε τον Κολοκοτρώνη, ως λοχαγός.  Όπως μαρτυρά ο Φωτάκος έλαβε μέρος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, ως καπετάνιος-σωματοφύλακας του Κολοκοτρώνη στη μάχη κατά του Δράμαλη στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822.

Ο Μιχαήλ Οικονόμου περιγράφει ένα αληθινό περιστατικό για τον φίλο του De Lavillasse, μετά από τις επιτυχείς μάχες του Σώματος του Κολοκοτρώνη κοντά στην Πάτρα, αναδεικνύοντας τον άκρατο ενθουσιασμό του. Ο De Lavillasse αφού έφθασε μέχρι την πύλη του φρουρίου του «Γεροκομείου» πρώτος χτυπούσε δυνατά και «υπερχαρής για τη νίκη του έθνους» στρεφόμενος προς τους παρευρισκόμενους Έλληνες που τον παρατηρούσαν, φώναζε «έλα, έλα», διότι δεν ήξερε την ελληνική. Τους προσκαλούσε με χειρονομίες να διαρρήξουν την πύλη του φρουρίου και να εισέλθουν μέσα.

Είναι γεγονός ότι η ανδρεία του αναγνωριζόταν τόσο από τους ξένους όσο και από τους Έλληνες συμπολεμιστές του, αλλά επίσης και από την ελληνική διοίκηση. Με την απόφαση υπ΄αρ. 154  του Δ. Υψηλάντη, Πρόεδρου του Βουλευτικού, στις 24 Ιουνίου το 1822, ο «Καπητάνος Λαβιλλάζ» προβιβάσθηκε στον βαθμό του Υποχιλίαρχου για τις εκδουλεύσεις του στην πατρίδα. Εντυπωσιακό είναι ότι η απόφαση ελήφθη με το αιτιολογικό ότι «ο Γάλλος καπετάνος κ. Λαβιλάζ δώδεκα ήδη μήνας κακουχούμενος, πάσαν έλλειψιν υπομένων, κοπιάζει υπέρ του κοινού συμφέροντος εις Πάτραν». Η απόφαση αυτή αποτελεί τεκμήριο της εξ αρχής παρουσίας του στην Ελλάδα και των στερήσεων που υπέφερε στον Αγώνα.

Σύμφωνα με τον Henri Fornèsy και τις σημειώσεις του για τους Φιλέλληνες, ο De Lavillasse σταδιακά ανήλθε στο βαθμό του συνταγματάρχου. Μάλιστα για ορισμένο διάστημα υπηρέτησε ως αρχηγός στο επιτελείο του Κολοκοτρώνη στο στράτευμα του οποίου ανήκε. Την πληροφορία επιβεβαιώνουν και οι Έλληνες ιστορικοί, μεταξύ των οποίων και ο Απ. Βακαλόπουλος που τον χαρακτηρίζει ως σύντροφο-πολεμιστή του Κολοκοτρώνη.

Ακόμη περισσότερο, ο F. R. Schack τον αναφέρει ως άνδρα που έχαιρε της πλήρους εμπιστοσύνης του Κολοκοτρώνη: «Οι δύο τους ήταν αχώριστοι συμπολεμιστές, είχαν πολεμήσει μαζί σε εκατό μάχες, και είκοσι φορές τα ξίφη τους είχαν λερωθεί από το αίμα των βαρβάρων», γράφει στα απομνημονεύματά του.

O De Lavillasse έχαιρε καλής φήμης στο στράτευμα, αγαπούσε την Ελλάδα και ποθούσε την ελευθερία της. Σε επιστολή του που δημοσιεύει ο Pouqueville, γραμμένη στις 6 Σεπτεμβρίου 1823, εκφράζει την ανησυχία του για τις εσωτερικές διαμάχες των Ελλήνων που τους εμποδίζουν να ολοκληρώσουν τον Αγώνα και θέτουν σε κίνδυνο την πολιτική υπόσταση της χώρας. Ακόμη περισσότερο, παραδέχεται ότι εάν οι Έλληνες ήταν ενωμένοι οι Τούρκοι θα είχαν προ πολλού ηττηθεί.

Αλλά και ο Maxime Raybaud, συμπολεμιστής του De Lavillasse, εκφράζει για εκείνον στα απομνημονεύματά του τη μεγαλύτερη εκτίμηση, σχολιάζοντας την ιδιάζουσα περίπτωση του ως εξής:

«Η επιτυχία αυτή οφείλεται σε μεγάλο μέρος στον γενναίο De Lavillasse, ο οποίος, επικεφαλής μερικών Ατάκτων Μοραϊτών, εισχώρησε πρώτος στην πόλη και κατεδίωξε τον εχθρό μέχρι έξω από τα τείχη του φρουρίου. Όντας λίγο ικανοποιημένος από τις υπηρεσίες στις οποίες θα έπρεπε να περιοριστεί με τους στρατιώτες του, Ημιτακτικούς, σχεδόν πάντα δυσαρεστημένους, υποσιτισμένους και κακοπληρωμένους, ο αξιωματικός αυτός αποφάσισε, λίγες εβδομάδες μετά την επιστροφή του Υψηλάντη στην Τριπολιτσά, να εγκαταλείψει το τάγμα του Baleste για να πάει λίγο έξω από την Πάτρα. Λόγω της γενναιότητάς του γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του μια εκατοστή από τους Αρματολούς της Αχαΐας. Εγκαταλείποντας τη στολή του για να ντυθεί με τα ρούχα των Κλεφτών, τα κατεξοχήν ρούχα του πολέμου, ακολουθούσε σε όλους τους τομείς τα έθιμα των νέων πολεμικών συντρόφων του, μοιραζόταν μαζί τους τις δυσκολίες, τις στερήσεις ακόμα και αυτή την ολοκληρωτική απουσία καθαριότητας που χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής τους».

Επισημαίνει, μάλιστα, ότι «σε αυτήν την εύκολη εγκατάλειψη των πολιτισμένων συνηθειών προς χάρη τόσο σκληρών εθίμων κρύβεται ίσως μια μεγαλύτερη αξία από εκείνη που μπορούμε εξαρχής να φανταστούμε, αξία που γίνεται κατανοητή καλύτερα αν αναλογιστούμε ότι είναι ο μόνος ξένος που κατάφερε να προσαρμοστεί σε αυτό τον τρόπο ζωής». «Ο αξιωματικός αυτός για μάρτυρες των λαμπρών πράξεών του δεν είχε παρά ανθρώπους που τον ξέχασαν. Πάρα πολλές φορές είδε να πέφτουν Τούρκοι από τα χτυπήματά του, όμως αφήνει στους φίλους του τη φροντίδα να το καταστήσουν γνωστό στην κοινή γνώμη».

Φαίνεται ότι η ένδεια της εποχής, ήταν τέτοια ώστε σε επιστολή που απευθύνει ο De Lavillasse προς τον Υπουργό Πολέμου Ιωάννη Κωλέττη, ζητά να του αποστείλει «φάρμακο από καπνό και ένα υποκάμισο γαλλικό ή αλβανικό» τον Μάιο του 1822. Η τραγικότητα της κατάστασης του De Lavillasse μαρτυρείται από ένα δραματικό περιστατικό που αναφέρει ο Φωτάκος, κατά την εισβολή του Δράμαλη, λίγο πριν τη μάχη στα Δερβενάκια. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ο De Lavillasse κρύφτηκε μέσα σε έναν αμπελώνα όπου πήγαιναν Τούρκοι για να κλέψουν σταφύλια, σκότωσε έναν Τούρκο και του αφαίρεσε τα ρούχα για να τα φορέσει καθώς τα δικά του ήταν λιωμένα.

Παρά τις αντιξοότητες, ο Delavillasse φαίνεται ότι συνέχισε για αρκετά χρόνια τη δράση του στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στη Ρούμελη. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από επιστολή που απέστειλε προς τον Γραμματέα Στρατιωτικών, ζητώντας του να επιτρέψει την κατάταξή του στο «Τυπικόν Σώμα» που είχε οργανώσει ο Γάλλος Στρατηγός Gerard. Σώμα που συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό πρώην Ατάκτων πολεμιστών κατά την καποδιστριακή περίοδο.

Αξιωματικός των Ελαφρών Ταγμάτων του Τακτικού Στρατού (αρχείο ΓΕΣ)

Δυστυχώς, κάπου εδώ χάνονται τα ίχνη του στην Ελλάδα, καθώς δεν είναι γνωστά μεταγενέστερα στοιχεία για αυτόν.

Τέλος, ο William St Clair αναφέρει ότι ο De Lavillasse έφερε τον τίτλο του μαρκησίου, στη χώρα του, καθώς προερχόταν από οικογένεια ευγενών. Επιπλέον είχε τιμηθεί με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής για την υπηρεσία του στη Μεγάλη Στρατιά.

O De Lavillasse αποτελεί άλλον ένα αγωνιστή της ελευθερίας, τον οποίο τιμά η Ελλάδα για την συνεισφορά του στον αγώνα για την ανεξαρτησία της.

 

ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Barth Wilhelm – Max Kehrig-Korn, Die Philhellenenzeit, von der Mitte des 18 Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias am 9 Oktober 1831, εκδ. Hueber, Μόναχο
  • Edward Blaquieres, History of the Greek Revolution, 1825.
  • Elliot Charles William James (επιμ.), Campaign of the Falieri and Piraeus in the year 1827, or Journal of a volunteer, being the personal account of Captain Thomas Douglas Whitcombe, εκδ. Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, [Gennadeion Monographs, τ. 5], Πρίνστον 1992.
  • Persat Maurice, Mémoires du commandant Persat, 1806 à 1844, εκδ. Plon-Nourrit et Cie, Παρίσι
  • Pouqueville François Charles Hugues Laurent, Histoire de la Régénération de la Grèce – Comprenant le précis des évènements depuis 1740 jusqu’en 1824, τ. 1, εκδ. Firmin Didot père et fils, Παρίσι
  • Raybaud Maxime, Mémoires sur la Grèce – Pour servir à l’histoire de la guerre de l’indépendance, τ. 1-2, εκδ. Tournachon-Molin, Παρίσι
  • St-Clair William, That Greece might still be free – The Philhellenes in the War of Independence, τ. 1, εκδ. Oxford University Press, Λονδίνο-Νέα Υόρκη
  • Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας, τόμος Α΄, Αθήνα, 1857.
  • Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1821-1832, Λυτά έγγραφα Α΄ και Β΄ βουλευτικής περιόδου, τόμος 16, Αθήνα, 1999.
  • Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1961, τόμος 7ος.
  • ΓΑΚ, «Αρχείο Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια», Γραμματεία των Στρατιωτικών» Φ. 12, 31.
  • Εθνική Βιβλιοθήκη, Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων, χειρόγραφο 1.697: Henri Fornèsy, «Le monument des philhellènes», 1860.
  • Οικονόμου Μιχαήλ, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Αγών, Αθήνα, Εκ του Τυπογραφείου Θ. Παπαλεξανδρή, 1873.
  • Πλαγιανάκου-Μπεκιάρη – Στεργέλλης (επιμ.), Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη, σσ. 215-216, έγγραφο 250, 28 Απριλίου/10 Μαΐου 1822.
  • Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21 – Απομνημονεύματα, χρονικά, ημερολόγια, υπομνήματα, αλληλογραφία εθελοντών, διπλωματών, ειδικών απεσταλμένων, περιηγητών, πρακτόρων, κ.ά., τ. Α΄: 1821-1822, εκδ. Στάχυ, Αθήνα 1990.
  • Φώτιος Χρυσανθακόπουλος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β΄, (1821-1828), εκδόσεις Πελεκάνος, 2015.
  • Φώτιος Χρυσανθακόπουλος (Φωτάκος), Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, Π. Δ. Σακελλάριος, 1888.

 

25 Απριλίου 1871, Πρόγραμμα για τον εορτασμό των πενήντα χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, με δοξολογία στη Μητρόπολη Αθηνών, παρουσία του βασιλικού ζεύγους, υπουργικού συμβουλίου και λοιπών βουλευτών, της Ιεράς Συνόδου, καθώς και αντιπρόσωπων των ξένων δυνάμεων (Συλλογή ΕΕΦ).

Ξένη Δ.Μπαλωτή

 

– «Όχι!Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση υπήρξε η Αγγλική του 1688», διαμαρτυρήθηκε η Πρωθυπουργός M.Thatscher όταν πληροφορήθηκε ότι ο Πρόεδρος της Γαλλίας ήθελε να συνδέσει τη Σύνοδο των G7, το 1989, με τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση!

– «Είναι εκπληκτικό που κάποιοι επιθυμούν πρώτοι αυτοί να χρεωθούν την πρακτική των καρατομήσεων», της απάντησε πονηρά χαμογελώντας ο Fr.Mitterrand, χωρίς βεβαίως να την κατονομάσει, απολαμβάνοντας, δίκαια, την επιτυχία της διεθνοποίησης των εορτασμών.

Το 1989 και μόνο για να παραστούν στους εορτασμούς των «200 χρόνων» έφτασαν στη Γαλλία 43 εκατ. επισκέπτες, ενώ έγιναν περισσότερες από 3000 εκδηλώσεις σε 115 χώρες για να τιμηθεί το 1789.

Το εγχείρημα της διεθνοποίησης των «200 χρόνων» δεν ήταν εύκολο, όμως δεν ήταν και το δυσκολότερο καθώς πολλές πτυχές της Γαλλικής Επανάστασης ακόμη και σήμερα, προκαλούν έντονες αντιπαραθέσεις. Γι’αυτό, το 1986 που ξεκίνησε η οργάνωση των εορτασμών, αποφασίστηκε για να μη διχαστεί ο γαλλικός λαός ανάμεσα στις λαμπρές και τις μαύρες σελίδες της Επανάστασης του, πως αυτοί θα εστιάζονταν στην πτώση της Βαστίλλης και την υιοθέτηση της «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του πολίτη», μετατρέποντας ταυτόχρονα τις εκδηλώσεις σε φόρο τιμής προς το τρίπτυχο «Ελευθερία-Ισότης-Αδελφότης» ώστε να συνεχίσει να αποτελεί σημείο αναφοράς των λαών που προσβλέπουν σε ένα καλλίτερο μέλλον.

Με αυτή τη χρυσή τομή, κάθε Γάλλος αισθάνθηκε ότι η υπόθεση των «200 χρόνων» τον αφορά και έτσι βρέθηκαν οι περισσότεροι, επί της αρχής, να συμφωνούν!

Για να διατηρηθεί αυτή η «συμφωνία» διορίστηκε από τον Πρωθυπουργό της Γαλλίας η «Επιτροπή για τους εορτασμούς των 200 χρόνων της Γαλλικής Επανάστασης και της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» (εις το εξής θα αναφέρεται ως «Επιτροπή 1789»), εντός της οποίας λειτουργούσε μία δεύτερη επιτροπή, η Διυπουργική.

Σ’αυτή, την εκ πρώτης όψεως προβληματική σύνθεση της «Επιτροπής 1789», κρύβεται στην πραγματικότητα η επιτυχία των εορτασμών.

Επικεφαλής της «Επιτροπής 1789» ορίστηκε ο ιστορικός και πολιτικός Jean-Noël Jeanneney, αλλά όλα τα μέλη της Διυπουργικής επιτροπής τελούσαν υπό την ευθύνη του Υπουργού Πολιτισμού, του γνωστού Jacques Lang. Βεβαίως, αυτή η άτυπη διαρχία δεν άρεσε σε κανέναν. Όμως πρυτάνευσε το συμφέρον της Γαλλίας και όπως αργότερα είπε ο J-N Jeanneney «ο J.Lang έβαλε το προσωπικό του πολιτικό βάρος στην επιτυχία της Επιτροπής και τα σχέδια μας προχώρησαν γρήγορα σε κυβερνητικό επίπεδο.Η Επιτροπή δεν λειτούργησε με καρτεσιανή οργάνωση, αλλά εν τέλει δεν πήγε και άσχημα».

Το επόμενο μεγάλο ζητούμενο ήταν το περιεχόμενο των εορτασμών. Η Γαλλία θα ομφαλοσκοπούσε ανάμεσα στα «ναι μεν, αλλά..» της Επανάστασης ή θα επέτρεπε στους ανθρώπους του 1989 να γιορτάσουν την «μητέρα των επαναστάσεων» και να προβληματιστούν για τις συνέπειες της; Εδώ, το επίσημο Κράτος αντί να πάρει θέση, επέλεξε να ορίσει μέλη της «Επιτροπής 1789» 46 διακεκριμένους επιστήμονες, ιστορικούς και πρυτάνεις, οι οποίοι αποφάνθηκαν πως: οι εορτασμοί στόχευαν να θυμίσουν στους νέους την ιστορία της Γαλλίας κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, τις βασικές αξίες που ανέδειξε αυτή η ιστορική περίοδος και να συσχετίσουν την κληρονομιά του 1789 με τα μεγάλα διακυβεύματα της σύγχρονης εποχής τους.

Η «Επιτροπή 1789» αποφάσισε επίσης πως: α) δεν θα όριζε επίσημο τελετουργικό των εορτασμών, β) θα αποδεχόταν να της υποβληθούν σχέδια και προτάσεις, από φορείς και ιδιώτες, τα οποία εφόσον κρίνονταν αξιόπιστα για να υλοποιηθούν θα τους παρείχετο το δικαίωμα να φέρουν το Σύμβολο της «Επιτροπής 1789», δηλ. 3 πουλιά που πετούν με τα χρώματα της γαλλικής σημαίας, γ) θα αποκέντρωνε τους εορτασμούς, επιτρέποντας σε κάθε περιφέρεια της Γαλλίας να  γιορτάσει το 1789 ανάλογα με τις τοπικές ιστορικές της προσλαμβάνουσες, δ) θα όριζε δίκτυο ανταποκριτών της σε όλη τη Γαλλία προκειμένου να συμβάλει οργανωτικά και ε) με την έκδοση ενός «Οδηγού της Επανάστασης» θα βοηθούσε την Τοπική Αυτοδιοίκηση στην προώθηση της ενεργής συμμετοχής του κόσμου και του εθελοντισμού.

Η «Επιτροπή 1789», εκ του αποτελέσματος, αποδείχθηκε πως λειτούργησε ως μία άρτια μηχανή. Δεν υπήρχε Διεύθυνση Υπουργείου που να μην δραστηριοποιήθηκε και να μην άφησε πίσω της παραδοτέο έργο, ούτε Διοικητική Περιφέρεια που να υστέρησε σε συμμετοχή. Έγιναν σε περιφερειακό επίπεδο 7500 εκδηλώσεις και συμμετείχαν σε αυτές περίπου 2500 πολιτιστικοί σύλλογοι!

Όσο για το εορταστικό έργο της ίδιας της «Επιτροπής 1789», εκτός από την παρακολούθηση της ολοκλήρωσης των «Μεγάλων Έργων», δηλ. Πυραμίδας του Λούβρου, Αψίδας της Defense, Όπερα Βαστίλλης κά, είχε την ευθύνη της οργάνωσης της στρατιωτικής παρέλασης της 14ης Ιουλίου με κεντρικό θέμα «ο Στρατός του έθνους», τη νυκτερινή καλλιτεχνική παρέλαση, επινόησης του Jean-Paule Goude και την μουσική εκδήλωση στην Place de la Concorde με την Jessye Norman. Εκείνο το βράδυ της 14ης Ιουλίου 1989, 7500 άνθρωποι από όλο τον κόσμο είχαμε συγκεντρωθεί κατά μήκος των Ηλυσίων Πεδίων, ενώ τα τηλεοπτικά δίκτυα αναμετέδιδαν σε 112 χώρες τις εκδηλώσεις.

Σχεδόν ένα χρόνο μετά, η «Επιτροπή 1789» ολοκλήρωσε το έργο της καταθέτοντας στο Γάλλο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον οικονομικό και διοικητικό απολογισμό της και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους όλο το αρχειακό υλικό που αφορούσε την λειτουργία της και που είναι πλέον προσβάσιμο από κάθε ερευνητή.

Ο αναγνώστης που έχει φτάσει έως εδώ, λογικά διερωτάται εάν υπήρχε και ερευνητικό, ιστορικό έργο που παρήχθηκε τότε. Βεβαιότατα! Μάλιστα, ήταν τόσο παραγωγικό που 31 χρόνια μετά παραμένει ανεξάντλητο. Όμως, αυτή η πτυχή των εκδηλώσεων ανήκε σε μία άλλη Επιτροπή με Πρόεδρο τον M.Vovelle, αποτελούμενη αποκλειστικά από ιστορικούς, ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα, η συμβολή των οποίων στην ανανέωση της ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης αξίζει να παρουσιαστεί σε ένα άλλο άρθρο, μαζί με τα «όπλα» που έβγαλε από τα θηκάρια της μόλις άρχισε η ανάλυση των ιδιαίτερων πτυχών της δεκαετίας 1789-1799!

Αν θέλουμε να συγκρίνουμε στο σημείο εκκίνησής τους τη γαλλική «Επιτροπή 1789» και την «Ελληνική 2021», θα βρούμε πολλά κοινά στοιχεία. Αν θα καταλήξει η «Επιτροπή 2021» να αποτελεί μοντέλο για κάθε επετειακό εορτασμό, όπως αποτελεί για τη Γαλλία η «Επιτροπή 1789», αυτό είναι ένα ζητούμενο που εξαρτάται από τους  στόχους που έχουμε ορίσει, τον εξής ένα: Να δουλέψουμε μόνο για την ελληνική ιστορία.

 

Η καταστροφή των Ψαρών, Suzanne Elisabeth Eynard (1775-1844), νύφη του μεγάλου Φιλέλληνα και φίλου του Ι. Καποδίστρια, Jean Gabriel Eynard (Συλλογή ΕΕΦ)

 

Γεώργιος Αργυράκος – Ιούνιος 2020

 

Φιλέλληνες και Φιλελληνισμός. Όροι οι οποίοι αν υποβάλλονταν σε μια ολοκληρωμένη των ονομάτων επίσκεψιν θα οδηγούσαν αναγκαστικά σε μια επισκόπηση όλης σχεδόν της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στον Ηρόδοτο (5ος αι. πΧ) βρίσκουμε την πρώτη αναφορά σε φιλέλληνα, τον Αιγύπτιο φαραώ Άμασι Β’ (6ος αι. πΧ). Η ίδια λέξη είχε και τη σημασία του Έλληνα πατριώτη, γι’ αυτό και ο Ξενοφών (στο Αγησίλαος 7.4) χαρακτηρίζει φιλέλληνα τον Σπαρτιάτη στρατηγό Αγησίλαο. Το αντώνυμο ήταν ο μισέλλην, και ο Ξενοφών πρώτος αντιπαραθέτει αυτούς τους δύο
όρους σε μία φράση, αναφερόμενος σε ηγέτες των Αιγυπτίων που άλλοι είναι φιλέλληνες και άλλοι μισέλληνες (Αγησίλαος, 2.31). Πολλά άλλα σημαντικά πρόσωπα της κλασσικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας αναφέρονται ως φιλέλληνες (μεταξύ αυτών και ο Νέρων), αλλά απείρως περισσότερα είναι τα πρόσωπα που έμπρακτα ήταν φίλοι του ελληνισμού ή των Ελλήνων, χωρίς τυπικά να χαρακτηρίζονται φιλέλληνες (υπήρχαν όμως ελληνίζοντες, και αργότερα γραικομάνοι, γραικομανία, ελληνιστές, φιλογενείς κλπ). Καθώς γύρω από τη Μεσόγειο σταδιακά διαμορφώνονταν δύο διακριτές γεωπολιτισμικές ενότητες (ιδίως μετά την εξάπλωση του Ισλάμ), ο φιλελληνισμός εντοπίστηκε κυρίως στον ευρασιατικό χώρο βόρεια της Μεσογείου, μετά τον 11ο αι. περιέλαβε τη Ρωσία, και μετά τον 18ο αι. απλώθηκε και σε ολόκληρη την Αμερικανική ήπειρο.

Η κυρίαρχη ιστοριογραφία τοποθετεί στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό την ισχυρή επαναφορά της κλασσικής παιδείας στην Ευρώπη. Αυτή η εποχή συμπίπτει περίπου με τη γέννηση και την ανάπτυξη της βιομηχανίας της τυπογραφίας, η οποία λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής  μιας προϋπάρχουσας τάσης, που ανευρίσκεται τουλάχιστον στη σχολαστική φιλοσοφία και θεολογία του Μεσαίωνα. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο για τα έργα του Αριστοτέλη μαζί με τα σχόλιά τους υπήρχαν ήδη 590 εκδόσεις μέχρι το έτος 1500, όταν η τυπογραφία βρισκόταν ακόμα στη βρεφική της ηλικία. Στην περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους ο φιλελληνισμός (Ελλήνων το γένος και μη) είχε μια διαφορετική πορεία και μορφή, καθώς τμήματα του πληθυσμού σταδιακά αποκτούσαν εθνική ελληνική συνείδηση μετά τον 13ο αιώνα.[1] Η σύγχρονη ιστοριογραφία έχει αναθεωρήσει τις απόψεις περί «θεοκρατικού Βυζαντίου» εχθρικού προς τον ελληνισμό, και δείχνει ότι η ελληνοφιλία δεν υποχώρησε κατά τη βυζαντινή περίοδο. Για το θέμα μας δεν έχει μεγάλη σημασία ο χαρακτήρας της σχέσης που είχαν οι Βυζαντινοί με την αρχαιότητα, αν δηλαδή ήταν μιμητισμός, ρομαντισμός, συνείδηση συνέχειας, κτλ, κάτι το οποίο αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής αντιπαράθεσης.[2] Σημασία έχει ότι με τον έναν ή άλλο τρόπο διατηρήθηκε η επαφή με την κλασσική και ελληνιστική αρχαιότητα, το οποίο είχε και παράπλευρα αποτελέσματα σε ευρασιατική κλίμακα, κυρίως μέσω των σχέσεων με τους Σλάβους.

Στο παρόν άρθρο υποστηρίζω ότι ο Φιλελληνισμός του 1821 (με «Φ» κεφαλαίο) έγινε εφικτός κυρίως λόγω των εξής παραγόντων: (α) Του κοινού πολιτισμικού υποβάθρου που είχαν Έλληνες και Ευρωπαίοι (περιλαμβανομένων των Ρώσων), (β) της διάδοσης των εντύπων και ειδικά των εφημερίδων, και (γ) της επιμονής των Ελλήνων στον απελευθερωτικόν αγώνα και στις θυσίες.

Είναι περίπου αυτονόητο ότι δεν θα ανθούσε ο στενά νοούμενος Φιλελληνισμός κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, αν δεν υπήρχε ένα υπέδαφος μακρόχρονης ελληνικής καλλιέργειας του Δυτικού/χριστιανικού κόσμου. Οι Χριστιανοί Σέρβοι επαναστάτησαν και αυτοί, και μάλιστα πριν από το 1821,  όπως και άλλες εθνότητες των Βαλκανίων αργότερα, αλλά δεν υπήρξε «φιλοσερβισμός» (εκτός της Ρωσίας) ή «φιλοαλβανισμός» κτλ. πόσο μάλλον στο βαθμό που να συγκρίνεται με τον Φιλελληνισμό. Επίσης, εξ ορισμού δεν θα υπήρχε Φιλελληνισμός, αν οι επαναστάτες δεν δήλωναν και αισθάνονταν οι ίδιοι Έλληνες («Ημείς το ελληνικόν έθνος των χριστιανών…», Διακήρυξη προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων, Πάτρα, 26/3/1821) και αν αυτό δεν ήταν προφανές προς τρίτους λόγω της χρήσης της ελληνικής γλώσσας και της συνεχούς κατοίκησης στον ιστορικό ελλαδικό χώρο. Αυτά τα εμφανή στοιχεία εθνικής ταυτότητας, μαζί με την αντοχή των επαναστατών σε ένα μακρόχρονο αιματηρόν αγώνα, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην εμφάνιση του σύγχρονου φιλελληνικού κινήματος, το οποίο βάρυνε αποφασιστικά στην πολιτική πλάστιγγα υπέρ της ανεξαρτησίας των Ελλήνων.

Από τις διάφορες μορφές του Φιλελληνισμού έχουν προβληθεί περισσότερο η προσέλευση εθελοντών μαχητών, τα λογοτεχνικά και εικαστικά έργα, και οι αποστολές χρημάτων και εφοδίων από φιλελληνικές οργανώσεις, όλα από τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Εδώ θα αναφερθούμε σε ορισμένες όψεις του Φιλελληνισμού που συνήθως δεν διατυμπανίζονται πολύ πέραν της ακαδημίας, όπως ο σημαντικότατος φιλελληνικός ρόλος της Ρωσίας, και το ενδιαφέρον του παγκόσμιου αντι-δουλοκτητικού κινήματος για τη δουλεία των Ελλήνων.

Η Επανάσταση κηρύχθηκε μόλις έξι χρόνια μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων (1803-1815), από τους οποίους η Ευρώπη είχε υποστεί τεράστιες ανθρώπινες και υλικές καταστροφές και πολιτικές αναστατώσεις. Τα άμεσα ή έμμεσα θύματα ήταν της τάξης των 3 έως 6 εκατομμυρίων νεκροί, σε μια εποχή που ο πληθυσμός της Ευρώπης ήταν 3 ή 4 φορές μικρότερος από τον σημερινό. Με τη λήξη των πολέμων τέθηκαν οι βάσεις για τη διεθνή συνεννόηση κρατών με σκοπό την ειρήνη και τη σταθερότητα. Το Συνέδριο της Βιέννης (1814-15) και η σύμπηξη της Ιεράς Συμμαχίας ήταν τα θεμέλια αυτής της πολιτικής. Στην Ανατολική Ευρώπη είχε φανεί οριστικά ως Μεγάλη Δύναμη η Ρωσία, και η ανησυχία της Δύσης ήταν ότι η Επανάσταση μπορούσε να κινητοποιήσει έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο, που με τη σειρά του θα έφερνε γεωπολιτικές ανακατατάξεις και ίσως έναν νέο μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο. Λόγω αυτής της κατάστασης, στους πρώτους μήνες της Επανάστασης οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, ήταν από αδιάφορες έως αρνητικές. Οι εν δυνάμει φιλελληνικοί παράγοντες ήταν μειοψηφίες, που σε μερικές χώρες καταστέλλονταν από τη λογοκρισία ανθελληνικών κυβερνήσεων, όπως αυτή του Μέτερνιχ, που ήλεγχε όχι μόνο την Αυστρία αλλά και μεγάλο μέρος του γερμανόφωνου κόσμου, μέρος της Ιταλίας, το Βατικανό, και μέρος των Βαλκανίων.

Παρά τις αρχικές εκτιμήσεις των Ευρωπαίων και τις ελπίδες των Ελλήνων, η Ρωσία δεν βοήθησε στρατιωτικά τους επαναστάτες, γεγονός που καταδίκασε σε αποτυχία το (έτσι κι αλλιώς ελλιπώς προετοιμασμένο) κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία. Αυτή η πολιτική οφείλεται κυρίως στις διεθνείς συνθήκες που προαναφέραμε, στην επιρροή που ασκούσε ο Μέτερνιχ στον τσάρο, και σε εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Ρωσίας. Αντίθετα όμως με την ευρέως διαδεδομένη άποψη, στο παρασκήνιο της διπλωματίας η Ρωσία έδειξε διάθεση για μια διεθνή επέμβαση υπέρ των Ελλήνων. Μετά το πρώτο μούδιασμα, τον Ιούλιο του 1821 πρότεινε στη Γαλλία μια συμμαχία ώστε η Ελλάδα να γίνει γαλλικό προτεκτοράτο, και μια παρόμοια πρόταση έκανε το Σεπτέμβριο και προς τις άλλες Δυνάμεις. Το ρωσικό επιχείρημα ήταν ότι «υπάρχει χώρος για όλους από το Βόσπορο μέχρι το Γιβραλτάρ», δηλαδή μπορούσε να γίνει μια διανομή της Νότιας Ευρώπης. Συνάντησε όμως την άρνηση όλων των λοιπών Δυνάμεων, οι οποίες φοβούνταν η μία την άλλη και όλες μαζί τη Ρωσία. Η τελευταία επανέφερε και πάλι ένα παρόμοιο σχέδιο τον Ιανουάριο του 1824.[3] Πρωταγωνιστής της φιλελληνικής ρωσικής τάσης ήταν (μέχρι την παραίτησή του τον Αύγουστο του 1822), ο Καποδίστριας και ο λιγότερο γνωστός συνεργάτης του Αλέξανδρος Στούρτζας.

Ευτυχώς ο τσάρος δεν ήταν το μόνο κέντρο εξουσίας στη Ρωσία. Σημαντική εξουσία είχαν και η Εκκλησία, ο στρατός και αρκετοί πολιτικοί και ευγενείς, ακόμα και μέλη της βασιλικής οικογένειας, οι οποίοι σχημάτιζαν το λεγόμενο «φιλοπόλεμο κόμμα». Υπήρχε δηλαδή μια εύρωστη φιλελληνική πυραμίδα με ευρεία λαϊκή βάση και κορυφή έως το εσωτερικό του παλατιού. Μελετητές της ρωσικής πολιτικής έναντι της Επανάστασης θεωρούν ότι η Ρωσία ακολούθησε μια διπρόσωπη στάση, τηρώντας μια επίσημη πολιτική και μία ανεπίσημη,[4] ή αλλιώς, ότι η Ρωσία έβλεπε τους μεν άμαχους Έλληνες σαν αδελφούς Ορθόδοξους, τους δε επαναστάτες ως επικίνδυνους.[5] Το τί ακριβώς συνέβαινε στα ανώτατα κλιμάκια της ρωσικής κυβέρνησης και του παλατιού παραμένει σχεδόν άγνωστο, λόγω της δυσκολίας στη μελέτη των ρωσικών αρχείων. Από τις γνωστές πηγές όμως προκύπτουν καθαρά δύο γεγονότα, που έσωσαν την Επανάσταση: Πρώτον, η συνεχής απειλή για εισβολή ρωσικού στρατού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (στο εξής Οθ.Α), και δεύτερον, η στήριξη των Ελλήνων από τη Ρωσική Εκκλησία και το λαό. Σε σύγκριση με τις πολιτικές των άλλων Δυνάμεων, φαίνεται ότι η Ρωσία (επισήμως ως κράτος) ήταν η μόνη που έστω έμμεσα στήριξε την Επανάσταση κατά τα πρώτα χρόνια, όταν οι υπόλοιπες ουσιαστικά στήριζαν την Οθ.Α. Η επίσημη στροφή της Ρωσίας προς την ενεργή στήριξη των Ελλήνων άρχισε να εκδηλώνεται από τις αρχές του 1824, όταν πρότεινε στις άλλες Δυνάμεις μια ημιαυτόνομη Ελλάδα, ανάλογα με τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Οι Έλληνες ηγέτες έμαθαν αυτή την πρόταση από την γαλλική εφημερίδα Constitutionnel (31-5-1824, Νέο Ημ.), δεν αποδέχτηκαν την ιδέα της μη πλήρους ανεξαρτησίας, και οι περισσότεροι πρότειναν να τεθούν υπό την βρετανική προστασία. Φοβούνταν ότι η επιρροή της Ρωσίας θα καθιστούσε την Ελλάδα μια απόλυτη μοναρχία υπό διοίκηση Φαναριωτών, έναντι της οποίας προτιμούσαν μια συνταγματική μοναρχία δυτικού τύπου. Αυτό σήμανε και μια υποβάθμιση των σχέσεών τους με τη Ρωσία. Ίσως ήταν το πρώτο επίσημο «ανήκομεν εις την Δύσιν».

Είναι αυτονόητο ότι η φιλελληνική διάθεση των Ρώσων στηριζόταν κυρίως στους δεσμούς της θρησκείας και της ιστορίας, καθώς και στην ύπαρξη ενός κοινού εχθρού. Δευτερευόντως, σε φιλελεύθερους κύκλους όπως οι Δεκεμβριστές, μέτρησε η κοινωνική όψη της Επανάστασης.[6] Μεγάλο σοκ και ενδιαφέρον προκάλεσε στη ρωσική κοινή γνώμη και η εκτέλεση του πατριάρχη Γρηγορίου E’. Σε σχέση με το δυτικό Φιλελληνισμό, ο ρωσικός ήταν περισσότερο «πολυσυλλεκτικός» στις αναφορές του, στηριζόμενος όχι μόνο στην αρχαιότητα, αλλά και στη βυζαντινή, τη μεταβυζαντική και τη σύγχρονη εμπειρία. Στην τελευταία περιλαμβανόταν το ζωντανό ενδιαφέρον και οι σχέσεις με ιερούς τόπους όπως το Άγιον Όρος, η Ιερουσαλήμ και τα ανατολικά πατριαρχεία, χώροι με έντονο ελληνικό χαρακτήρα που λειτουργούσαν ως κέντρα ορθόδοξων διεθνικών επαφών. Οι Ρώσοι γνώριζαν καλύτερα από τους Δυτικούς την ελληνική και ευρύτερη βαλκανική γενεαλογία της αντιτουρκικής επαναστατικότητας, όπου μάλιστα υπήρξαν και φάσεις συνεργασίας όπως στην επανάσταση του 1770 (Ορλωφικά).[7] Πιθανότατα μέσω του Αγίου Όρους έμαθαν για τους Έλληνες Νεομάρτυρες αγίους, ένα ιδιαίτερο φαινόμενο αντι-ισλαμικής αντίστασης, που ήταν σχεδόν άγνωστο στη Ρωσία έως τον 18ο αιώνα.[8] Επίσης πρέπει να γνώριζαν και την αντι-ισλαμική μεσσιανική γραμματεία του Βυζαντίου, η οποία αρχίζει από τον 8ο αιώνα.[9] Σ’ αυτή την αντίσταση (ή μη συνθηκολόγηση) των Ελλήνων, το «φιλοπόλεμο κόμμα» της Ρωσίας έδωσε προεκτάσεις διεθνούς δικαίου: Κρίσιμο σημείο της ιστορίας ήταν η μη συνθηκολόγηση της Κων/πολης το 1453. Ένα από τα επιχειρήματα των Καποδίστρια και Στούρτζα, προκειμένου να κάμψουν τις αμφιβολίες του τσάρου περί της νομιμότητας της επανάστασης, ήταν το ότι «οι Έλληνες ποτέ δεν ορκίστηκαν πίστη στον σουλτάνο … [και] …  επαναστατούν εναντίον ενός παράνομου μονάρχη».[10]

Ατυχώς, η ελληνική ιστοριογραφία του 20ού αιώνα απέφυγε να φωτίσει επαρκώς αυτό το ρόλο της Ρωσίας λόγω διαφόρων πολιτικών σκοπιμοτήτων, που παλαιότερα ήταν η Δυτική επιρροή στην Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, και μετέπειτα η κυριαρχία μιας ιστοριογραφικής σχολής προσκολλημένης στη θεωρία του υποτιθέμενου “big bang” της Γαλλικής Επανάστασης. Για τους ίδιους λόγους ρίχθηκαν στη λήθη και διαχωρίστηκαν από την Επανάσταση του ’21 οι παλαιότερες επαναστάσεις ή εξεγέρσεις. Μέχρι τη δεκαετία του 1990 υπήρξαν σχετικά λίγες μελέτες που αναδείκνυαν τον βαρύνοντα ρόλο της Ρωσίας στην Επανάσταση, όπως αυτές των Γκριγκόρι Αρς,[11] Θεόφιλου Προύση (T. Prous(s)is), και Δημ. Λουλέ[12].[13] Τελευταία όμως υπάρχει ένα αυξημένο ενδιαφέρον για το θέμα, και έχουν γίνει πολλές σύγχρονες δημοσιεύσεις, χάρη και στο άνοιγμα των ρωσικών αρχείων.

Η Ρωσία ουσιαστικά έσωσε την Επανάσταση και πολλούς άμαχους με μερικές κινήσεις που επιγραμματικά ήταν οι εξής:  Από την αρχή της Επανάστασης μετακινήθηκαν ισχυρά ρωσικά στρατεύματα στην αριστερή όχθη του ποταμού Προύθου, που ήταν το σύνορο με τη Βλαχία και τη Μολδαβία (σήμερα στα σύνορα Ρουμανίας – Μολδαβίας). Τον Ιούλιο του 1821 ο Ρώσος πρέσβης στην ΚΠολη επέδωσε στον σουλτάνο το πρώτο μήνυμα έμμεσης στήριξης των Ελλήνων, υπενθυμίζοντας τις προηγούμενες ρωσοτουρκικές συνθήκες. Ήταν ένα τελεσίγραφο, πιθανότατα αποτέλεσμα των ενεργειών των Καποδίστρια και Στούρτζα. Μ’ αυτό η Ρωσία δήλωνε ότι με βάση τις συνθήκες είναι προστάτιδα των Χριστιανών, απαιτούσε την αποχώρηση των Τούρκων από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, και την προστασία των άμαχων Χριστιανών και των περιουσιών τους. Από τότε άρχισε να παίζεται σχεδόν καθημερινά μια διπλωματική παρτίδα στην Κωνσταντινούπολη, την Πετρούπολη και τις πρωτεύουσες της Ευρώπης, με τη Βρετανία και την Αυστρία να μεσολαβούν ώστε να αποφευχθεί μια στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας.[14] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μετριασθούν τα τουρκικά αντίποινα κατά των Ελλήνων της ΚΠολης και των αμάχων περιοχών. Ο σουλτάνος έλαβε σοβαρά υπόψη όχι μόνο τις ρωσικές απαιτήσεις αλλά και τις συμβουλές των Δυτικών πρέσβεων που τον προειδοποιούσαν ότι δεν αποκλείεται μια ρωσική εισβολή ή κάθοδος στο Αιγαίο. Αυτή η προσδοκία ήταν διάχυτη σε όλο το σώμα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, δηλ. το λαό, τους εμπορικούς και τραπεζικούς οίκους, τους διανοούμενους και τους πολιτικούς, και ήταν καθημερινό θέμα των εφημερίδων. Η φημολογούμενη ρωσική επίθεση δεν συνέβη πριν το 1828,  αλλά ήταν διαρκώς στο τραπέζι ως κάτι πολύ πιθανό. Έτσι η Οθ.Α. ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί ισχυρό στρατό στο σύνορο του Προύθου, στη δεξιά όχθη του Δούναβη, και γύρω από την πρωτεύουσα. Ουσιαστικά ο μεγάλος και αξιόμαχος όγκος των τουρκικών δυνάμεων ήταν δεσμευμένος μακριά από την επαναστατημένη νότια Ελλάδα, στην οποία η Οθ.Α. μπόρεσε να διαθέσει μικρές και όχι καλά οργανωμένες δυνάμεις. Αυτό κυριολεκτικά έσωσε την Επανάσταση μέχρι που οι Μεγάλες Δυνάμεις άλλαξαν πολιτική.

Ταυτόχρονα στο εσωτερικό της Ρωσίας, στελέχη της κυβέρνησης και η Εκκλησία οργάνωσαν ένα ευρύ πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους Έλληνες. Αυτό το πρόγραμμα στηρίχθηκε από όλες τις κοινωνικές ομάδες, και βεβαίως από τη μεγάλη μάζα των Χριστιανών υπηκόων που ήταν αγράμματοι και δεν είχαν επαφές με την κλασσική παιδεία όπως οι Δυτικοί. Ο Θ. Προύσης (1985) χαρακτηρίζει αυτό το κίνημα ως «φιλορθόδοξο». Από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες από περιοχές της Ρουμανίας, της Κωνσταντινούπολης, κλπ κατέφευγαν σε ρωσικά εδάφη, «διασώζοντας μόνο τη ζωή τους και την τιμή των γυναικών και των παιδιών τους».  Τον Ιούλιο του 1821 ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ ενέκρινε το πρόγραμμα συλλογής βοήθειας για τους Έλληνες που κατέφυγαν στην Οδησσό και τη Βεσσαραβία. Μεγάλη βοήθεια προσέφεραν και οι Έλληνες που ήδη ζούσαν εκεί. Πρωτεργάτης του προγράμματος ήταν ο πρίγκηπας και υπουργός Αλέξανδρος Νικολάγιεβιτς Γκολίτσιν, ο οποίος αναγνώριζε ρητά το ηθικό χρέος της Ρωσίας και της Δυτ. Ευρώπης «να βοηθήσουν τα τέκνα της χώρας που έδωσε τα φώτα στην Ευρώπη και στην οποία η Ρωσία είναι περισσότερο υπόχρεη αφού δανείστηκε από αυτή τα φώτα της πίστης, η οποία στερέωσε τη σωτήρια σημαία του Ευαγγελίου πάνω στα ερείπια του παγανισμού». Εκατομμύρια ρούβλια συγκεντρώθηκαν απ’ όλες τις περιοχές της Ρωσίας, και από όλες τις τάξεις, από το παλάτι μέχρι το λαό. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η βοήθεια διήρκεσε καθ’ όλη τη δεκαετία μέχρι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, ενώ στην Ευρώπη παρατηρήθηκε μια κόπωση του φιλελληνικού κινήματος μετά τα πρώτα 4-5 χρόνια.[15]

Το φύλλο της 19 Φεβρουαρίου 1827 της Γερμανικής εφημερίδας Allgemeine Zeitung, παρουσιάζει ένα πλήρη απολογισμό της οικονομικής βοήθειας που έστειλε στην Ελλάδα κατά τα έτη 1825 και 1826.

Tο φιλελληνικό κίνημα στη Δύση και πιθανότατα και στη Ρωσία[16] τροφοδοτήθηκε, εκτός των άλλων, από τη δημοσιότητα που έλαβε η Επανάσταση μέσω των εφημερίδων και από τον ηρωισμό και τις θυσίες των επαναστατών. Ο τελευταίος παράγων υποτιμάται από τη σύγχρονη ακαδημαϊκή ιστοριογραφία για χάρη πιο «σύγχρονων» κοινωνικο-οικονομικών αναλύσεων, αποστειρωμένων από ήρωες και μάρτυρες. Η πραγματικότητα είναι ότι αν οι επαναστάτες δεν άντεχαν μέχρι και τον χειμώνα του 1822-23, ο Φιλελληνισμός δεν θα είχε αντικείμενο. Ας δούμε γιατί, κάνοντας παράλληλα μια ενδεικτική παρουσίαση ειδήσεων από ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής, οι οποίες ήταν η κύρια πηγή διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Θα παραπέμψω κυρίως στην γαλλόφωνη Gazette de Lausanne (στο εξής GdL), μια ελβετική φιλελληνική εφημερίδα που συχνά αναδημοσίευε ειδήσεις και από άλλες εφημερίδες.[17] Υπενθυμίζω ότι μέχρι την Επανάσταση δεν εκδίδονταν ελληνικές εφημερίδες στην Ελλάδα, ούτε τουρκικές, και πιθανότατα ούτε σε άλλες γλώσσες.

Οι πρώτες ειδήσεις για το κίνημα του Υψηλάντη στη Βλαχία εμφανίζονται στις εφημερίδες στα τέλη Μαρτίου 1821, και γρήγορα παίρνουν θέση δίπλα στις στήλες για τις πολιτικές επαναστάσεις στη Νάπολη, το Πιεμόντε, την Ισπανία και τη Λατινική Αμερική. Την 1η Μαΐου 1821 (όλες οι ημερ/νίες είναι Νέου Ημ/γίου), το πρωτοσέλιδο της GdL γράφει για τους πρώτους Έλληνες πρόσφυγες που καταφεύγουν στη Ρωσία και στις ξένες πρεσβείες της ΚΠολης για να σωθούν.[18] Δημοσιεύει (όπως και πολλές άλλες εφημερίδες) και μια από τις διακηρύξεις του Αλ. Υψηλάντη, τη γνωστή «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» σε ελεύθερη απόδοση. Το «υπέρ Πίστεως», το οποίο δεν ακουγόταν στις άλλες επαναστάσεις της εποχής, έδωσε στην Ευρώπη να καταλάβει ότι εδώ συνέβαινε κάτι διαφορετικό. Ολόκληρο το σύνθημα είναι υστεροβυζαντινής προέλευσης, καθώς περιέχεται στην τελευταία ομιλία  (δημηγορία) του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως την παραδίδει ο Γεώργιος Φραντζής στο Χρονικό του (1477).[19] Επίσης περιέχεται (όχι ενιαίο) σε αποσπάσματα ομιλιών του ιδίου του αυτοκράτορα που κατέγραψε στα ρωσικά ο χρονικογράφος Νέστορας-Ισκεντέρ, επίσης σύγχρονος της Άλωσης.[20] Περίπου στη γνωστή του μορφή το σύνθημα αποδίδεται στον Μεγάλο Πέτρο, και μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε στη Ρωσία με μικρές παραλλαγές μέχρι τουλάχιστον την εποχή της Επανάστασης. Ο Υψηλάντης δεν μπορεί παρά να το γνώρισε υπηρετώντας στο ρωσικό στρατό, τότε τυποποιημένο ως «Για την πίστη, τον τσάρο και την πατρίδα».[21] Η προκήρυξη του Υψηλάντη τελειώνει με αναφορές σε ηρωικά αρχαία πρόσωπα και γεγονότα, πολύ γνωστά στους Ευρωπαίους και ήδη χρησιμοποιούμενα ως σύμβολα πολιτικών ιδεών: Θερμοπύλες, Μιλτιάδης, Λεωνίδας, Αθήνα, αγώνες κατά τυράννων και Περσών κτλ. Αυτά και άλλα κλασσικά ονόματα, επανέρχονταν συχνά στις ειδήσεις, αφού τα πολεμικά γεγονότα πράγματι λάμβαναν χώρα σε περιοχές με κλασσικά τοπωνύμια τα οποία δεν είχαν αλλάξει από την αρχαιότητα. Ειδικά οι Θερμοπύλες, λόγω του υψηλού συμβολισμού, αναφέρονταν συχνά στις εφημερίδες, ακόμα και όταν δεν είχαν άμεση σχέση με τα γεγονότα. Η «έμμονη ιδέα» των Ευρωπαίων με τις Θερμοπύλες είχε ξεκινήσει από το 1737 με το πολύ δημοφιλές επικό ποίημα «Λεωνίδας» του Άγγλου ποιητή και πολιτικού Richard Glover, το οποίο ήταν μια αλληγορία για τα τότε φιλελεύθερα αιτήματα μερίδας των πολιτικών του Λονδίνου.[22]

Μετά από τις πρώτες συγκεχυμένες ειδήσεις όπου η Ελληνική Επανάσταση συσχετιζόταν με αυτές που γίνονταν περίπου ταυτόχρονα στη Νάπολη, στην Ισπανία ή τη Νότια Αμερική, η εικόνα ξεκαθαρίζει. Στο φύλλο της 8 Μαΐου 1821 η GdL κάνει σαφές ότι δεν πρόκειται για μια πολιτική επανάσταση αλλά για τη σύγκρουση εθνών, θρησκειών και πολιτισμών. Αναφέρει ένα βασικό χαρακτηριστικό της Επανάστασης: Οι Έλληνες δεν ζητούν κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις, αλλά ανεξαρτησία και απελευθέρωση από ένα ζυγό. Οι εφημερίδες περιγράφουν ένα πολεμικό σκηνικό διαφορετικό από αυτά των πολιτικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων: Οι ιερείς με σταυρούς και εικόνες προπορεύονται των μαχητών. Οι σημαίες φέρουν το σταυρό και εικόνες αγίων, οι πολεμιστές ορκίζονται σε Ευαγγέλια. Ο κορυφαίος ιεράρχης της Πελοποννήσου, ο Πατρών Γερμανός, και άλλοι ιεράρχες, ξεσηκώνουν το λαό και τους πολεμιστές και  συμμετέχουν στις πολιορκίες (GdL 1/6/1821). Μερικές εφημερίδες δημοσιεύουν μια επαναστατική ομιλία του Γερμανού στην Αγία Λαύρα (Constitutionnel Παρισίων, 6/6/21, Times Λονδίνου 11/6/21 κ.ά.)[23]. Αντίστοιχη ιεροποίηση του πολέμου κάνουν και οι Μουσουλμάνοι, με τους δικούς τους ιερείς να ευλογούν τους πολεμιστές, να υψώνουν την πολεμική σημαία του Προφήτη, και να επικαλούνται το Κοράνιο και τη σωτηρία του Ισλάμ (GdL 8/6/1821,  1/1, 26/4 και 24/5/1822). Ζωηρή εντύπωση προκαλούν και τα νέα για την εκτέλεση του Πατριάρχη κατά την ημέρα του Πάσχα, και τη σφαγή πολλών Ελλήνων (και Αρμενίων) στην ΚΠολη, τη Σμύρνη και τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) (GdL 29/5, 5/6, 15/6, 31/7/1821 κλπ). Χριστιανοί πετιούνται στη θάλασσα δεμένοι για να πνιγούν, ώστε να μη χυθεί αίμα κατά την εορτή του Ραμαζανίου (π.χ. GdL, 3 και 7/8/1821). Σάκοι γεμάτοι κεφάλια, αυτιά, μύτες και γλώσσες στέλνονται στην Κων/πολη (GdL, 7 και 21/8/21). [24] Ο εθνικο-θρησκευτικός χαρακτήρας της Επανάστασης επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές της βρετανικής πρεσβείας της Κωνσταντινούπολης.[25] Αυτές οι ειδήσεις ενεργοποιούν τα θρησκευτικά και πολιτισμικά ανακλαστικά των Ευρωπαίων. Παρά τις δογματικές  διαφορές, Καθολικοί και Προτεστάντες δεν μένουν ασυγκίνητοι, καθώς τα γεγονότα έχουν «ενωτικό» χαρακτήρα, παραπέμποντας στην εποχή των πρώτων μαρτύρων, πολύ προ του Σχίσματος. Στο θέμα αυτό Δυτικοί και Ελληνορθόδοξοι μιλούν την ίδια γλώσσα: Μια ανταπόκριση από την Ελλάδα λέει ότι οι Έλληνες ιερείς θεωρούν μάρτυρες τις γυναίκες που ατιμάστηκαν από τους Τούρκους (GdL 4/1/1822).

Σύντομα εμφανίζονται τα πρώτα δημοσιογραφικά σχόλια και παραινέσεις υπέρ μιας φιλελληνικής πολιτικής των κυβερνήσεων.[26] Στις 8/6/21 η GdL γράφει ότι μια επιχείρηση για την καταστροφή της φοβερής τουρκικής δύναμης θα ήταν συμβατή με τις ευρωπαϊκές πολιτικές περί προστασίας των λαών από κατακτητές. Στις 22 Ιουνίου 1821 γράφει ότι είναι υποχρέωση της χριστιανικής Ευρώπης και θέμα τιμής του χριστιανισμού και της ανθρωπότητας, να βάλει ένα τέλος στις διώξεις των Χριστιανών της Κωνσταντινούπολης. Ανθελληνικές εφημερίδες όπως η Oesterreichische Beobachter (Αυστριακός Παρατηρητής, κυβερνητικό όργανο της Βιέννης) τονίζουν κάποια αρνητικά στοιχεία της Επανάστασης, όπως τη στροφή των Ρουμάνων κατά του Υψηλάντη και την υποτιθέμενη σχέση της Φιλικής Εταιρείας με παρόμοιες μυστικές εταιρείες της Ευρώπης (η  GdL με αντικειμενικότητα αναπαράγει και τέτοιες ειδήσεις, π.χ. την 22/6/21), αλλά αυτά δεν αλλάζουν σημαντικά τη γενικότερη εικόνα και τα συναισθήματα.  Η Oesterreichische Beobachter, όπως και άλλες γερμανόφωνες εφημερίδες, είναι περισσότερο εφημερίδες ειδήσεων και λιγότερο γνώμης, κι έτσι  παρουσιάζουν ταυτόχρονα και μερικές επαναστατικές διακηρύξεις και ομιλίες της Επανάστασης. Για παράδειγμα, η Algemeine Preussische Staat Zeitung στις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1821 δημοσιεύει την επαναστατική προκήρυξη της Μεσσηνιακής Γερουσίας, τις σφαγές στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, την εξέγερση των Ελλήνων του Μοριά με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο και τους ιερείς, την εκτέλεση του Πατριάρχη.[27] Πολλές γερμανικές και ελβετικές εφημερίδες καλούν τους αναγνώστες να προσφέρουν χρηματική και στρατιωτική βοήθεια.[28] Από νωρίς γερμανόφωνοι διανοούμενοι παίρνουν θέση υπέρ της Επανάστασης, το ίδιο και μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινής γνώμης. Ο ποιητής Wilhelm Müller με ένα ποίημα απαντά στον Αυστριακό Παρατηρητή εκ μέρους των Ελλήνων. Ατυχώς η λογοκρισία και οι απαγορεύσεις περιόρισαν πολλές δραστηριότητες του γερμανικού φιλελληνικού κινήματος, όπως και την πληροφόρηση που έχουμε γι’ αυτές.[29] Όπου δεν υπάρχει λογοκρισία (κυρίως σε Βρετανία και ΗΠΑ), εκδηλώνεται πιο ελεύθερα το φιλελληνικό συναίσθημα, τρεφόμενο από το υπόστρωμα αιώνων ελληνικής παιδείας, κάτι που ο Percy Shelley συμπύκνωσε σε τέσσερεις λέξεις: “We are all Greeks”. Αλλά και εφημερίδες που αρχικά υπήρξαν ανθελληνικές, όπως οι γαλλικές Gazette de France και Drapeau Blanc, σταδιακά γέρνουν προς την πλευρά των Ελλήνων υπό την επιρροή προσωπικοτήτων όπως ο Σατωβριάνδος,[30] ο οποίος σε επιστολή του προς τον εκδότη εφημερίδας έγραφε το 1826: «Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, θέλω να πεθάνω σαν Έλληνας»[31]. Για την ευρωπαϊκή ειδησεογραφία περί την Επανάσταση και την επιρροή της στην κοινή γνώμη, υπάρχει μια σειρά μελετών, με πρωτοπόρες αυτές των Ι. Δημάκη και Αριστείδη Δημόπουλου από τη δεκαετία του 1960.[32]

Είναι γνωστή η απογοήτευση και οι ταλαιπωρίες πολλών Φιλελλήνων από την επαφή τους με την ελληνική πραγματικότητα, ειδικά στα πρώτα τρία χρόνια. Οι περισσότεροι είχαν ενθουσιασμό αλλά όχι εκπαίδευση και σκληραγωγία, ούτε μπορούσαν να κατανοήσουν τους Έλληνες. Οι τελευταίοι επίσης δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τους Ευρωπαίους. Όπως έγραφε και ο Λόρδος Byron, οι περισσότεροι Φιλέλληνες γνώριζαν μόνο τους καλούς τρόπους και την προσκόλληση στα τελετουργικά και τους κανονισμούς που είχαν μάθει στις πατρίδες τους.[33] Δεν είναι σίγουρο αν όλοι οι Φιλέλληνες εφάρμοζαν τα ευρωπαϊκά «σαβουάρ-βίβρ» και αν όλοι έμειναν πράγματι απογοητευμένοι. Από τις αντιπαραθέσεις μεταξύ ορισμένων (μερικές «ξεκαθάρισαν» με μονομαχίες) και τις αφηγήσεις άλλων, μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι μετά την άλωση της Τριπολιτσάς οι περισσότεροι Φιλέλληνες πλαισιώθηκαν με νεαρές Τουρκάλες, και μάλιστα ότι ένας Ιταλός διατηρούσε χαρέμι από δέκα Τουρκάλες και Ελληνίδες.[34] Άλλοι αναφέρουν με θαυμασμό την αντοχή των Ελλήνων μαχητών σε μακρές πορείες και κακουχίες, και τη λιτότητά τους στο φαγητό και τη διαβίωση. Φιλέλληνες και περιηγητές περισσότερο αντικειμενικοί και μορφωμένοι, διαπιστώνουν ότι οι Έλληνες που συνάντησαν εφαρμόζουν συνήθειες πολιτισμού που αναφέρει και ο Όμηρος, όπως το πλύσιμο των χεριών πριν από μια συνεστίαση, κάτι που δεν το έκαναν απαραίτητα όλοι οι Ευρωπαίοι.[35]

Από τον Ιούνιο του 1821 εμφανίζονται οι πρώτες ειδήσεις για προώθηση ρωσικών δυνάμεων στα σύνορα του Προύθου και στο Αιγαίο (GdL, 5, 19, 22 Ιουν., 6 και 27  Ιουλ., 21 & 28/8/21 κλπ). Στη συνέχεια, οι ειδήσεις για επικείμενη ρωσική εισβολή στα οθωμανικά εδάφη είναι σχεδόν καθημερινές, και μερικές φορές μάλιστα λέγεται ότι η εισβολή άρχισε. Γινόταν επίσης γνωστό ότι και ο αυστριακός στρατός ενισχυόταν στα σύνορα με την Οθ.Α. για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κατάσταση. Οι ειδήσεις αυτές, αν και όχι πάντα ακριβείς στις λεπτομέρειές τους, έσπερναν την ανησυχία στους Ευρωπαίους οι οποίοι δεν ήθελαν να ζήσουν ένα νέο πόλεμο. Λογικά θα έφθαναν και στην Υψηλή Πύλη. Ταυτόχρονα γινόταν αντιληπτό ότι η πολιτική της αυστηρής ουδετερότητας (ουσιαστικά η στήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) δεν ήταν μονόδρομος, αφού η Ρωσία παρενέβαινε για να εμποδίσει τις σφαγές των Χριστιανών. Στις 29/6/21 η GdL γράφει ότι ο πρέσβης της Ρωσίας επέδωσε στην Πύλη μια νότα σχετικά με την παραβίαση των άρθρων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812) λόγω των διωγμών των Χριστιανών και των καταστροφών των εκκλησιών. Στο ίδιο φύλλο δημοσιεύει απόσπασμα από το οδοιπορικό του Σατωβριάνδου (1811) όπου περιγράφεται η εξολόθρευση του Μοριά από τους Αλβανούς μετά τα Ορλωφικά. Στις 11/9/21 συνοψίζει τους περιορισμούς και τις ταπεινώσεις που διαχρονικά επιβάλλει το ισλαμικό δίκαιο στους μη Μουσουλμάνους. Οι ρωσικές απαιτήσεις για σεβασμό των Χριστιανών επαναλαμβάνονται συχνά ως είδηση.

Ειδικά σε χώρες με Κοινοβούλια, όπως η Βρετανία και η Γαλλία, η άποψη της κοινής γνώμης είχε πολιτικό αποτέλεσμα. Βουλευτές της αντιπολίτευσης έφερναν τα θέματα στα Κοινοβούλια και πίεζαν τις κυβερνήσεις να λάβουν θέση (π.χ. ερώτηση του  βουλευτή Wortley στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, GdL 3/7/21). Αλλά και εκτός των κρατικών οργάνων, πόλοι εξουσίας όπως οι Προτεσταντικές Εκκλησίες και οι διανοούμενοι, ενεργοποιούνταν υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Την 1/7/1821 ανακοινώνεται η πρώτη ήπια φιλελληνική κίνηση της Βρετανίας (GdL 10/8/1821): Μέχρι εκείνη τη στιγμή πλοία από τη Βόρεια Αφρική (τύποις υπαγόμενη στην Οθ.Α.) εκτελούσαν επιδρομές εις βάρος του ελληνικού στόλου και σε περίπτωση κινδύνου κατέφευγαν για προστασία αλλά και ανεφοδιασμό σε λιμάνια του Ιονίου που ήταν υπό βρετανική διοίκηση (το ίδιο έκαναν και τουρκικά πλοία). Τα ελληνικά πλοία, ως στερούμενα οποιασδήποτε διεθνούς νομιμότητας, δεν μπορούσαν να πλησιάσουν σε βρετανικά λιμάνια. Η Βρετανία επανενεργοποίησε παλαιότερη συνθήκη του 1800 σύμφωνα με την οποία τα πλοία της Β. Αφρικής πρέπει να τηρούν απόσταση 40 μιλίων από τα Ιόνια Νησιά. Εδώ μέτρησε και ο πατριωτισμός των Επτανησίων, οι οποίοι προβλημάτιζαν τον Βρετανό διοικητή γιατί παρά τις απαγορεύσεις περνούσαν κατά χιλιάδες στην Ελλάδα για να πολεμήσουν ή ασκούσαν άλλες φιλελληνικές δραστηριότητες. Τότε άρχισαν στην Ευρώπη και οι πρώτες σοβαρές συζητήσεις για το «Ανατολικό Ζήτημα», οι οποίες ουσιαστικά τελείωσαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Courier του Λονδίνου, που απηχεί κυβερνητικές θέσεις, την 30/7/21 θέτει θέμα διάλυσης και διαδοχής της Οθ.Α., εκφραζόμενη θετικά υπέρ της ανεξαρτησίας των Ελλήνων (GdL 10/8/21). Ανταποκρίσεις από το Λονδίνο αναφέρουν ότι «η πίεση της κοινής γνώμης απ’ όλη την Αγγλία αρχίζει να δίνει αποτελέσματα» (GdL 4/1/1822).

Η άφιξη Φιλελλήνων πολεμιστών ήταν μόνο μια από τις όψεις του φιλελληνισμού, η πιο ηρωική και μυθιστορηματική αλλά όχι απαραίτητα η πιο αποτελεσματική. Από αυτούς άλλοι ήταν πραγματικά φίλοι της Ελλάδας, και άλλοι ήταν περισσότερο επαγγελματίες στρατιωτικοί, βετεράνοι των Ναπολεοντείων Πολέμων που αναζητούσαν μία νέα καριέρα. Έδειξαν ηρωισμό και πολλοί θυσιάστηκαν, γι’ αυτό και δικαίως τιμώνται. Παρά το ότι ο αριθμός τους ήταν σχετικά μικρός, πολλές φορές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις μάχες. Οφείλουμε πολλά και στα απομνημονεύματα που άφησαν ορισμένοι, και στις ειδήσεις που έστελναν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ με επιστολές από την Ελλάδα.[36] Συχνές ήταν οι προσκλήσεις μέσω εφημερίδων για οικονομική ενίσχυση του αγώνα των Ελλήνων, στρατολόγηση εθελοντών, και οι σχετικές ειδήσεις. Περιγράφονται συγκεντρώσεις και αναχωρήσεις Φιλελλήνων για την Ελλάδα, όπως η αναχώρηση πλοίου από τη Μασσαλία υπό τις ευλογίες του τοπικού Ορθοδόξου επισκόπου (GdL 17 & 24/8/21), οι προετοιμασίες Γερμανών Φιλελλήνων (GdL, 4 & 11 & 14/9/21, κλπ.), η αναχώρηση Γερμανών και Γάλλων υπό τον στρατηγό Νόρμαν (GdL, 1 & 8/2/1822) κ.ά.

Είναι γνωστό από τη ρωμαϊκή εποχή και τις σταυροφορίες, ότι ο φιλελληνισμός  είχε και την παρενέργεια της απόσπασης ελληνικών και ελληνιστικών έργων τέχνης ή της νομότυπης αγοράς τους από τους εκάστοτε «ιδιοκτήτες». Η τάση αυτή συλλογής Ελληνικών αρχαιοτήτων από την νότιο Ιταλία και τον Ελλαδικό χώρο, συνεχίσθηκε και κατά την αναγέννηση, αλλά και τον 18ο και 19ο αιώνα. Για παράδειγμα το Βατικανό ήταν ο μεγαλύτερος συλλέκτης αρχαιοτήτων, όπου και τις μελέτησε ο ιδρυτής της επιστήμης της αρχαιολογίας Winkelman, ο οποίος έδωσε ώθηση στο ρεύμα του νεοκλασικισμού και στη συνέχεια του ρομαντισμού που γέννησαν τον Φιλελληνισμό του 19ου αιώνα. Και βέβαια, η παρουσία των Ελληνικών μνημείων στο Λονδίνο και στο Παρίσι, διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο για την ταύτιση του κάλλους της αρχαίας Ελληνικής τέχνης και του Ελληνικού πολιτισμού, με το αίτημα της απελευθέρωσης του Ελλάδος. Πέρα όμως από τις αρπαγές, δεν έλειψαν και μερικές σωτήριες παρεμβάσεις. Το 1821, μετά από αίτημα του Βρετανού πρέσβη στην ΚΠολη, λόρδου Στράνγκφορντ, ο Μέγας Βεζύρης (το αντίστοιχο του πρωθυπουργού) δίνει αυστηρή διαταγή στον οθωμανικό στρατό που οδεύει για ανακατάληψη της Αθήνας να σεβαστεί τα αρχαία μνημεία «για τα οποία πάντα είχαν υψηλό ενδιαφέρον οι μορφωμένοι της Ευρώπης».[37] Δεν αποκλείεται αυτό να έσωσε κάποια από τα μνημεία, και αξίζει να μνημονεύεται παράλληλα με όποιες άλλες αναφορές στον Ελγίνο.[38]

Το φύλλο της 27 Ιουλίου 1821 της εφημερίδας Journal des Debats αναφέρεται στο έργο ενός Γάλλου, ο οποίος κατέγραψε με λεπτομέρειες τα πολιτιστικά μνημεία της Αθήνας, εκφράζοντας φόβο για τις ζημίες που μπορούν να υποστούν κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις (Συλλογή ΕΕΦ).

Από τα μέσα του 1821 διαφαινόταν μία αλλαγή στο κλίμα υπέρ των Ελλήνων, τουλάχιστον στο επίπεδο της κοινής γνώμης, των διανοούμενων και ορισμένων πολιτικών κύκλων. Όμως αυτό για να αποκτήσει αντίκρισμα θα έπρεπε οι επαναστάτες να αντέξουν στο πεδίο της μάχης. Αν είχαν καταθέσει τα όπλα με αντάλλαγμα τη συγχώρεση που υπόσχονταν οι Τούρκοι, δεν θα είχε νόημα οποιαδήποτε φιλελληνική κίνηση. Αποφασιστικής σημασίας υπήρξε η κατάληψη της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821, καθώς και η έμπρακτη επίδειξη ότι ο ελληνικός στόλος μπορούσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον τουρκικό. Εκείνη την εποχή οι εχθροπραξίες γίνονταν κυρίως μεταξύ άνοιξης και φθινοπώρου, ενώ ο χειμώνας ήταν περίοδος ανασύνταξης δυνάμεων. Οι Έλληνες, με βαριές απώλειες μάχιμων και αμάχων ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, τη Βλαχία και τη Μικρά Ασία, κράτησαν με επιτυχία μια ελεύθερη εστία εδάφους στη Νότια Ελλάδα, έως ότου μπήκε ο χειμώνας του 1821-22. Οι ελπίδες των Τούρκων και των αντεπαναστατικών κύκλων της Ευρώπης μετατέθηκαν για την επόμενη άνοιξη.

Το 1822 ξεκίνησε άσχημα για την Επανάσταση, λόγω της εξουδετέρωσης του Αλή Πασά, γεγονός που απαγκίστρωσε οθωμανικές δυνάμεις από την Ήπειρο. Ωστόσο, στα πεδία των μαχών οι αγωνιστές άντεξαν και πάλι. Αποφασιστική ήταν η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη το καλοκαίρι, γεγονός που έδειξε ότι ούτε μέσα στο 1822 θα έσβηνε η Επανάσταση. Είχε προηγηθεί η άτυχη εκστρατεία στην Ήπειρο όπου σκοτώθηκαν τουλάχιστον 60 Φιλέλληνες και πολλοί Επτανήσιοι στη μάχη του Πέτα. Αυτό το στρατιωτικό σώμα που είχε οργανώσει ο Balestre, πολέμησε με ηρωισμό αλλά η μάχη χάθηκε, είτε από προδοσία είτε από στρατηγικά λάθη.

Τεράστια σημασία για το φιλελληνικό κίνημα είχε η μαζική θυσία των Ελλήνων της Χίου το Μάρτιο του 1822. Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους και πολλοί άλλοι πουλήθηκαν ως δούλοι, χωρίς να υπάρξει σχεδόν καμία εθελοντική αλλαξοπιστία («τούρκεμα»). Όπως όλες σχεδόν οι εφημερίδες, η GdL στις 21 και 28/5/22 αναφέρει τους εμπρησμούς και τις σφαγές. Γράφει ότι οι νεκροί ξεπερνούν τις 50.000 και ότι οι Τούρκοι της Σμύρνης περνούν με βάρκες στη Χίο για πλιάτσικο. Άλλη είδηση γράφει ότι τα πλοία δυσκολεύονται να πλεύσουν στο λιμάνι λόγω των πτωμάτων που επιπλέουν. Ο Γάλλος πρέσβης με ηρωισμό έσωσε μερικές εκατοντάδες γυναικόπαιδα. Κάποιοι πίστευαν ότι η σφαγή μπορούσε να γίνει αφορμή για επέμβαση της Ρωσίας (GdL 7/6/22). Χιλιάδες γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν και πουλήθηκαν στα παζάρια της Κων/πολης, και πολλοί αυτοκτόνησαν καθ’ οδόν. «Καμία μάχη των τελευταίων πολέμων δεν προκάλεσε τόση αιματοχυσία όσο η απόβαση του Καπετάν-πασά στη Χίο. Ένας πόλεμος που θα σταματούσε αυτή την αιματοχυσία θα ήταν δικαιολογημένος» (GdL 11/6/22). Δημοσιεύονταν ειδήσεις για παρόμοιες φρικαλεότητες και στη Βουλγαρία[39]: «Πάνω από 2.000 κεφάλια μαζί με μύτες και αυτιά στάλθηκαν μέσα σε σάκους στην Κωνσταντινούπολη και περίπου 6.000 γυναίκες πουλήθηκαν μέσω δημοπρασίας σε Εβραίους οι οποίοι πλήρωσαν για κάθε θύμα 4 έως 15 πιάστρα. Τα νέα αγόρια υποβλήθηκαν σε αναγκαστική περιτομή και δόθηκαν σε Τούρκους. Υπάρχει αγανάκτηση για τους Ευρωπαίους πολιτικούς που παρακολουθούν απαθείς τον σφαγιασμό των Ελλήνων χριστιανών» (GdL 25/6/22). Η σφαγή της Χίου έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο από τις εφημερίδες, και αργότερα από τον γνωστό και εμβληματικό πίνακα του Ντελακρουά.  Η μαζική αιχμαλώτιση Ελλήνων και η πώλησή τους ως δούλων γινόταν συστηματικά από τις αρχές έως το τέλος της Επανάστασης, και είχε σημαντικό αντίκτυπο στα αισθήματα των λαών και τις πολιτικές των κυβερνήσεων. Το ότι η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν ασχολήθηκε πολύ με την προηγηθείσα σφαγή των Τούρκων στην Τριπολιτσά, απλά δείχνει ότι τα αισθήματα ήταν σαφώς υπέρ των Ελλήνων, ενώ οι Τούρκοι θεωρούνταν κατακτητές και θύτες εν αδίκω. Μάλιστα συχνά τα κείμενα της εποχής διευκρίνιζαν ότι ενώ τις πράξεις βίας Ελλήνων εναντίον των Τούρκων τις διέπραττε οργισμένος όχλος, οι σφαγές των Τούρκων ήταν οργανωμένες από ένα επίσημο κράτος.

Η δουλεία των Ελλήνων ήταν μείζον γεγονός της Επανάστασης, και ένα από αυτά που ανάγκασαν τους πολιτικούς να λάβουν θέση. Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική βρισκόταν σε άνοδο το κίνημα υπέρ της κατάργησης της δουλείας, και σταδιακά λαμβάνονταν νομικά μέτρα για την παύση ενός θεσμού τόσο αρχαίου όσο και ο πολιτισμός. Το 1807 η Βρετανία και οι ΗΠΑ απαγόρευσαν το εμπόριο σκλάβων, και το 1833 απαγορεύθηκε γενικά η δουλεία στη Βρετανία.

Εισήγηση στη Γαλλική Βουλή του 1816, του Σατωβριάνδου υπέρ της κατάργησης της δουλείας χριστιανικών πληθυσμών. Η πρόταση αυτή, που υπερψηφίσθηκε, αναφέρεται στα δικαιώματα της ανθρωπότητας και τη διαγραφή της ντροπής αυτής από την Ευρώπη (Συλλογή ΕΕΦ).

Στην εποχή της Ελληνικής Επανάστασης βρετανικά πλοία εκτελούσαν νηοψίες στους ωκεανούς συλλαμβάνοντας πλοία που μετέφεραν σκλάβους, τους οποίους ελευθέρωναν. Ταυτόχρονα ανάγκαζαν τους Αφρικανούς φυλάρχους να σταματήσουν τις πωλήσεις ανθρώπων.[40] Στο αντιδουλοκτητικό κίνημα είχαν πρωτοστατήσει περίπου οι ίδιοι κύκλοι που ήταν ευνοϊκοί και προς την Επανάσταση, δηλαδή Προτεσταντικές Εκκλησίες με τους πιστούς τους, και πολιτικοί όλου του φάσματος από τους φιλελεύθερους μέχρι τους συντηρητικούς. Σε πολλές εφημερίδες υπήρχαν ξεχωριστές στήλες με νέα για το ζήτημα της δουλείας.

Μέσα σ’αυτό το κλίμα, έρχονταν σαν σοκ οι αναφορές ότι Χριστιανοί της Ανατολής πωλούνται σαν ζώα σε παζάρια της Κων/πολης, της Σμύρνης, της Αλεξάνδρειας, κλπ. Μόνο κατά την καταστροφή της Χίου, το οθωμανικό τελωνείο κατέγραψε την εξαγωγή περί των 45.000 δούλων (GdL 13/9/22). Πολλοί αιχμαλωτίσθηκαν ως δούλοι και κατά την κατάληψη του Μεσολογγίου, την εκστρατεία των Αιγυπτίων στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιστάσεις. Δούλοι ήταν και Έλληνες ναυτικοί που αναγκαστικά υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο, μια πτυχή της Επανάστασης που περιμένει κι αυτή να λάβει το μερίδιο ενδιαφέροντος που της πρέπει.

Το φύλλο της 10 Ιουνίου 1826 της Γαλλικής εφημερίδας La Quotidienne, με πλήρη ανταπόκριση από το Μεσολόγγι και αναφορά στην πολιορκία.

Ευθύς από τις πρώτες ειδήσεις για την Επανάσταση, ορισμένοι αρθρογράφοι επισήμαναν ότι όλοι οι Έλληνες είναι ουσιαστικά δούλοι των Τούρκων, και ότι σύμφωνα με τις τότε αρχές Δικαίου η δουλεία είναι μια κατάσταση πολέμου.[41]  Ο οίκτος για τα θύματα της δουλείας τροφοδοτούσε τα φιλελληνικά αισθήματα των λαών και δημιουργούσε πιέσεις στις κυβερνήσεις για να παρέμβουν. Στη Βουλή των Κοινοτήτων της Βρετανίας, η αντιπολίτευση ρωτούσε πιεστικά την κυβέρνηση αν γνωρίζει ότι «οι αγορές της Σμύρνης και της Κων/πολης έχουν γεμίσει από Ελληνίδες που προσφέρονται στις ορέξεις των βάρβαρων μωαμεθανών» (GdL 9 και 30/7/22). Στη Ρωσία επίσης η δουλεία των Ελλήνων προκάλεσε νέο κύμα ανθρωπιστικής κινητοποίησης. Με πρωτοβουλία τριών Ορθοδόξων επισκόπων συγκεντρώθηκαν χρήματα για εξαγορά δούλων, με την εκτίμηση ότι κάθε εξαγορά θα κόστιζε περίπου 5 ρούβλια. Δωρεές, ακόμα και σε εκκλησιαστικά σκεύη, προσφέρθηκαν απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, όλες τις χριστιανικές εθνότητες και τα δόγματα της Ρωσίας, ακόμα και από μακρινές περιοχές της Σιβηρίας.[42] Το δουλεμπόριο ήταν μια από τις όψεις της γενοκτονίας στην Πελοπόννησο, που αργότερα προκάλεσε την ανθρωπιστική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ναυαρίνο. Περιέργως, η σύγχρονη ελληνική κοινή γνώμη γνωρίζει ελάχιστα για τη δουλεία των Ελλήνων. Και όμως η δουλεία των Ελλήνων απετέλεσε ένα από τους ακρογωνιαίους λίθους του Φιλελληνικού κινήματος κατά την δεκαετία του 1820 αλλά και πολύ αργότερα. Πολλοί έρανοι φιλελλήνων λάμβαναν χώρα διαρκώς και πολλοί εύποροι Ευρωπαίοι διέθεταν μεγάλα ποσά, για την εξαγορά και απελευθέρωση Ελλήνων σκλάβων, των οποίων μάλιστα οι τιμές ανέβαιναν επειδή υπήρχε μεγάλη ζήτηση. Το θέμα αυτό απεικονίζεται εμφατικά και στην Φιλελληνική τέχνη ακόμη και μετά τα μέσα του 19ου αιώνος.

Αποκόμματα ειδήσεων από τη φιλελληνική δράση διαφόρων «Ελληνικών Επιτροπών» στις ΗΠΑ. Πάνω: ένα δωδεκάχρονο παιδί χαρίζει το ρολόι του στην φιλελληνική επιτροπή του Pittsburgh, με την παράκληση τα έσοδα να δοθούν στους πεινασμένους Έλληνες (Εφημερίδα Freedom’s Journal).

Αφού μπήκε και ο χειμώνας του 1822 προς 1823 χωρίς να ηττηθεί η Επανάσταση, οι συνθήκες ωρίμαζαν για μια αλλαγή πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν μπορούσε κανείς να αποκλείσει ότι την επόμενη άνοιξη του 1823 θα συνέβαινε η απειλούμενη επέμβαση της Ρωσίας, η οποία δεν θα έβρισκε μεγάλες αντιρρήσεις από τους λαούς της Ευρώπης, αν δεν προκαλούσε και ζητωκραυγές. Στη Σύνοδο της Βερόνας (τελείωσε τον Δεκέμβριο 1822) όπου συγκεντρώθηκαν οι κορυφαίοι ηγέτες της Ευρώπης, συζητήθηκε πολύ λίγο το ελληνικό ζήτημα, χωρίς να ληφθεί  κάποια ευνοϊκή απόφαση. Όμως στη συνέχεια, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του υπουργού εξωτερικών από τον George Canning, η Βρετανία άλλαξε πολιτική μονομερώς και την άνοιξη του 1823 και αναγνώρισε τους Έλληνες ως εμπολέμους, ενώ έως τότε τους θεωρούσε ως παράνομους αντάρτες εναντίον μιας νόμιμης κυβέρνησης. Η ιδιότητα του εμπόλεμου κερδήθηκε και από τους Έλληνες, αφού πληρούσαν τα τότε κοινώς αποδεκτά κριτήρια: αντοχή επί αρκετό χρόνο, σταθερό έλεγχο ενός υπολογίσιμου εδάφους, λειτουργία μιας μορφής κυβέρνησης.[43]  Αυτό έδωσε κάποια δικαιώματα του διεθνούς δικαίου στους  Έλληνες, όπως το δικαίωμα να κάνουν νηοψίες και ναυτικούς αποκλεισμούς. Ήταν ένα από τα βήματα που θα οδηγούσαν στην αναγνώριση της προσωρινής κυβέρνησης της Ελλάδας. Το επόμενο βήμα ήταν η χορήγηση των περίφημων βρετανικών δανείων (1824, 1825), τα οποία συνήθως χαρακτηρίζονται «ληστρικά», αλλά σύμφωνα με μία πρόσφατη τεχνική ανάλυση ήταν σε ότι αφορά τον σχεδιασμό τους και τους όρους τους, με βάση και τα δεδομένα της εποχής, ιδιαίτερα ευνοϊκά και ουσιαστικά μια πράξη που εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των φιλελληνικών δράσεων.[44] Μπορεί στην πορεία να έγιναν λάθη και κακοί ή και κακόβουλοι χειρισμοί στην διαχείριση των ποσών, όμως οι αρχικοί όροι ήταν οι βέλτιστοι δυνατοί, και η χορήγηση των δανείων αυτή καθαυτή, αποτέλεσε την πρώτη πράξη επίσημης αναγνώρισης του Ελληνικού κράτους. Αυτό καταγράφηκε έντονα και από τον ευρωπαϊκό τύπο, ο οποίος πλέον παρακολουθούσε την πορεία των επιτοκίων των Ελληνικών ομολόγων στο City, ανάλογα με τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Για παράδειγμα, όταν ανακοινώθηκε ότι ο Ναύαρχος Cohrane (ο ναυτικός θρύλος της εποχής), ερχόταν στην Ελλάδα να αναλάβει την διοίκηση του Ελληνικού στόλου, τα επιτόκια έπεσαν κατά 15%.

Η τύχη έπαιξε κι’ αυτή το ρόλο της όταν ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Castlereagh αυτοκτόνησε τον Αύγουστο του 1822 και αντικαταστάθηκε από τονCanning, ο οποίος ήταν φίλος και θαυμαστής του Λόρδου Byron (είχαν θητεύσει μαζί στην Βουλή των Λόρδων), και έβλεπε με συγκρατημένη συμπάθεια τους Έλληνες και την Επανάσταση. Ο ίδιος έκανε και τον πολιτικό υπολογισμό ότι ένα νέο κράτος γεννιέται, το οποίο η Βρετανία θα είχε συμφέρον να θέσει υπό την επιρροή της. Δεν προχώρησε άμεσα σε θεαματικές διπλωματικές πρωτοβουλίες, και το 1825 πρότεινε στην Πύλη τη δημιουργία μιας ημιαυτόνομης ελληνικής επικράτειας. Η πρότασή του όχι μόνο απορρίφθηκε, αλλά ταυτόχρονα άρχισε η εκστρατεία του Ιμπραήμ με την οποία επιχειρήθηκε εποικισμός της Πελοποννήσου με Αιγυπτίους και η μεταφορά όλου του γηγενούς Ελληνικού πληθυσμού στα σκλαβοπάζαρα της Μεσογείου. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε αυτός, ούτε οι Ρώσοι, ούτε άλλοι Ευρωπαίοι. Ο εξάδελφος του Canning, Stratford, πρέσβης στην Κων/πολη, ενημέρωνε τον υπουργό του ότι οι Αιγύπτιοι μεταφέρουν σκλάβους τους Έλληνες στην Αίγυπτο και εξισλαμίζουν τα παιδιά.  Στις Μεγάλες Δυνάμεις άρχισε να συζητείται η ιδέα της στρατιωτικής επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους, για την οποία η κοινή γνώμη ήταν προετοιμασμένη από τις εφημερίδες, όπως είδαμε. Στα τέλη του 1825 η Ρωσία έδειχνε επίσης έτοιμη να επέμβει μονομερώς, πράγμα που επιτάχυνε τις αποφάσεις και στο Λονδίνο. Τον Απρίλιο του 1826 Ρωσία και Βρετανία πρότειναν πάλι στην Οθ.Α. τη δημιουργία ενός ημιανεξάρτητου ελληνικού κράτους, η δε Ρωσία δήλωνε ότι σε περίπτωση άρνησης μπορούσε να επέμβει μόνη της. Σχεδόν ταυτόχρονα έφθασε στην Ευρώπη η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1826) και ο θάνατος του διάσημου στην Ευρώπη Λόρδου Byron. Αυτό προκάλεσε νέες εκδηλώσεις Φιλελληνισμού με τη συμμετοχή κορυφαίων λογοτεχνών, ζωγράφων (πάλι ο Delacroix), μουσικών (Rossini) και άλλων προσωπικοτήτων. Εκείνη περίπου την εποχή άρχισε να χρησιμοποιείται μαζικά και η λέξη «Φιλέλληνας», πρώτα στη Γαλλία. Η πίεση προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν τέτοια, ώστε κάμφθηκε και η φιλο-αιγυπτιακή πολιτική ορισμένων κύκλων της Γαλλίας. Και πάλι η τύχη τα έφερε να γίνει ο Canning πρωθυπουργός, αντικαθιστώντας τον σοβαρά ασθενή Λίβερπουλ στα μέσα του 1827. Επιτέλους οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν στη Σύμβαση του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1827, μετά από μακρές συζητήσεις που κράτησαν μερικούς μήνες (εκείνη την εποχή για να μεταφερθεί μια επιστολή από το Λονδίνο στην Πετρούπολη και να έλθει πίσω η απάντηση, μπορεί να χρειαζόταν και ένας μήνας). Η Σύμβαση ήταν η πρώτη παγκοσμίως που διατύπωνε ρητά τη δυνατότητα μιας στρατιωτικής επέμβασης “by sentiments of humanity”.[45] Οι όροι και οι εκτελεστικές οδηγίες που δόθηκαν στους ναυάρχους των τριών Δυνάμεων ήταν ασαφείς (τουλάχιστον οι γραπτές), αλλά φαίνεται ότι ανεπίσημα είχε δοθεί το πράσινο φως να επέμβουν υπέρ των Ελλήνων, ή τουλάχιστον δεν τους είχε απαγορευθεί. Η επέμβαση ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε, όταν οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί και ναυτικοί, μετά από μερικών ετών φιλελληνικό γαλβανισμό, βρέθηκαν στην Πελοπόννησο και είδαν ιδίοις όμμασι τους Έλληνες σε άθλια κατάσταση και στα όρια του αφανισμού. Στα μέσα Οκτωβρίου του 1827, αξιωματικοί που αποβιβάσθηκαν στην Πελοπόννησο για αναγνώριση, ενημέρωναν το ναύαρχο Codrington ότι ο Ιμπραήμ καίει τα χωριά, κόβει τα δένδρα, καταστρέφει τις καλλιέργειες και ότι οι τοπικοί πληθυσμοί κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου ήλθε με την αναγκαιότητα φυσικού φαινομένου.

Gazette de France 10/3/1827. «Ο George Canning έστειλε ένα νέο επίσημο υπόμνημα στον σουλτάνο για την ειρήνευση στην Ελλάδα. Ζήτησε την άμεση παύση των εχθροπραξιών στη ξηρά και τη θάλασσα και διαπραγματεύσεις για μια διπλωματική λύση στο ελληνικό πρόβλημα. Φαίνεται ότι η Αγγλία και η Ρωσία θα έκαναν οτιδήποτε για να σταματήσουν τον πόλεμο». Συλλογή ΕΕΦ.

Τα νέα της ναυμαχίας έγιναν δεκτά από τους λαούς της Ευρώπης και των ΗΠΑ με ενθουσιασμό, αλλά από τις κυβερνήσεις με ανάμικτα αισθήματα, συχνά αρνητικά, λόγω της ανησυχίας για τις εξελίξεις και την ανατροπή τους status quo που είχε διασφαλίσει η ιερά συμμαχία, αλλά και του νέου ρόλου που μπορούσε να διαδραματίσει η Ρωσία στην περιοχή. Οι περισσότερες εφημερίδες ήταν ικανοποιημένες. Η φιλελληνική Morning Chronicle έγραψε ότι η νίκη ήταν δικαίωση της φιλελληνικής πολιτικής που έπρεπε από την αρχή να είχε ακολουθήσει η Βρετανία.[46] Δεν ήταν ακριβώς το τέλος της Επανάστασης, αλλά ήταν η αρχή του τέλους, αφού είχε λυθεί ο γόρδιος δεσμός της στρατιωτικής επέμβασης. Στη συνέχεια η Γαλλία βρήκε την ευκαιρία να δράσει και πάλι σαν Μεγάλη Δύναμη, αναλαμβάνοντας τον κατά ξηράν πόλεμο κατά του Ιμπραήμ. Ενώ οι Δυτικές κυβερνήσεις παρέμεναν αναποφάσιστες για το μέλλον της Ελλάδας, η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθ.Α. τον Ιούνιο του 1828 ο οποίος έληξε με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (14/9/1829), όπου η Οθ.Α. αναγκάστηκε να βάλει την πρώτη υπογραφή για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Στις κυρίαρχες εκλαϊκευμένες αφηγήσεις γύρω από την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και την ελληνική ανεξαρτησία, επικρατεί η απλοϊκή εικόνα ενός τριμερούς σχήματος: Ο ελληνισμός ήταν μια ξεχωριστή μικρή οντότητα, η Οθ.Α. ένα μεγάλο και ισχυρό ενιαίο κράτος, και οι χριστιανικές Μεγάλες Δυνάμεις ήταν ένα τρίτο μέρος, το οποίο επενέβη λόγω φιλελληνισμού και γεωπολιτικών συμφερόντων. Αυτή περίπου είναι και η άποψη των Τούρκων ιστορικών, οι οποίοι θεωρούν ότι στο Ναυαρίνο «τους έκλεψαν τη νίκη μέσα από τα χέρια»[47], δηλαδή η Αίγυπτος εμφανίζεται ως μέλος της Οθ.Α. και οι ξένοι παρεμβαίνουν σε μια εσωτερική τους υπόθεση. Νομίζουμε ότι αυτή η ανάλυση δεν αντέχει το τεστ των γεγονότων. Μακρο-ιστορικά είναι περισσότερο χρήσιμο το μοντέλο της σύγκρουσης δύο κόσμων, με τους Έλληνες να είναι αναπόσπαστο μέρος της γεωπολιτισμικής Ευρώπης, και αντίστοιχα η Αίγυπτος, η Β. Αφρική και η Οθ.Α. μέρη μιας μεσανατολικής/ισλαμικής οντότητας. Είναι αλήθεια ότι δεν υπήρξε ποτέ μια ισχυρή ευρωπαϊκή συλλογική ταυτότητα που να πλησιάζει την έννοια ενός «ευρωπαϊκού έθνους», όπου θα περιλαμβάνονταν και οι Έλληνες. Αλλά το ίδιο περίπου ισχύει και για την Οθ.Α., ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη μόνο τους μουσουλμάνους υπηκόους της. Υπήρχαν όμως τα ενοποιητικά στοιχεία για μια χαλαρή ενότητα των εθνοτήτων σε κάθε μιας από τις δύο πλευρές, που ήταν κυρίως οι θρησκείες, οι γλωσσικές συγγένειες, τα αλφάβητα, οι ιστορικές αναφορές. Αυτή η εικόνα αποδεικνύεται και δημογραφικά, αλλά θεωρούμε ότι είναι αυτονόητη και σε κάποιο βαθμό διαιωνίζεται μέχρι σήμερα. Οι δύο κόσμοι είχαν συγκρουστεί πολεμικά και στο παρελθόν, με σημαντικότερες πολυεθνικές μάχες αυτές του Κοσσυφοπεδίου, της Βιέννης και της Ναυπάκτου, ενώ στην εποχή της Επανάστασης η σύγκρουση είχε λάβει έντονο οικονομικό χαρακτήρα, καθώς η Οθ.Α. πιεζόταν για συνεχείς οικονομικές και πολιτικές παραχωρήσεις. Η ελληνική Επανάσταση ήταν το σοκ που ώθησε την αυτοκρατορία σε μια σειρά ημι-αποτυχημένων προσπαθειών εκσυγχρονισμού, που συνεχίσθηκαν μέχρι τη διάλυσή της, αφού δεν ήταν δυνατόν να γεφυρωθούν  οι εσωτερικές της διαιρέσεις. Όμως οι ευρωπαϊκές εσωτερικές διαιρέσεις και αντιπαλότητες ήταν ο κύριος παράγων που έδωσε παράταση ζωής στην Οθ.Α. μέχρι τη δεκαετία του 1910.

Στα προαναφερθέντα στοιχεία που συνθέτουν την ενότητα «Ευρώπη», είναι σαφείς και παντού παρούσες οι παρακαταθήκες της κλασσικής και μεσαιωνικής Ελλάδας. Στη Δυτική Ευρώπη της εποχής της Επανάστασης, οι κλασσικές αξίες τροφοδότησαν, εκτός των άλλων, και τα ριζοσπαστικά και φιλελεύθερα πολιτικά κινήματα. Αυτά, φέρονται να έχουν την αφετηρία τους στα συμβατικά ορόσημα της Γαλλικής Επανάστασης ή του Διαφωτισμού, όπου είναι γνωστό ότι συνέβη (πάλι) μια στροφή προς την κλασσική ελληνική φιλοσοφία. Ωστόσο, σύγχρονοι μελετητές του Διαφωτισμού τείνουν να ανατρέψουν την κατεστημένη ιστοριογραφία που παρουσιάζει αυτήν την εποχή ως τομή στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και ως αρχή ενός νέου επιστημολογικού και πολιτικού παραδείγματος. Οι αναθεωρητές αμφισβητούν τον Διαφωτισμό σαν σημείο καμπής και αφετηρία της «νεωτερικότητας», και υποστηρίζουν ότι αυτός ήταν μια περίοδος ομαλής μετάβασης. Πιστεύεται ότι η τότε ενασχόληση με την αρχαιότητα δεν ήταν μια επιλογή που έκαναν κάποιοι διανοούμενοι για ειδικούς λόγους, αλλά ότι ο «ο αρχαίος κόσμος ήταν πανταχού παρών και επέβαλε τον εαυτό του σαν το κύριο φίλτρο μέσα από το οποίο οι μορφωμένοι Ευρωπαίοι δομούσαν και έβλεπαν την πραγματικότητα, όπως έκαναν από την Αναγέννηση. Μάλιστα, η αρχαιότητα αποτελούσε ένα αναπόφευκτο […] υπόβαθρο για τη διανόηση της εποχής».[48] Για τους αναθεωρητές ο «Διαφωτισμός» (συχνά σε εισαγωγικά δικά τους) θεωρείται μια γαλλοκεντρική εκδοχή της ιστορίας, ή και ένας όρος που σταδιακά χάνει το νόημά του.[49] Αλλά και αυτές οι αναλύσεις περί Διαφωτισμού παραμένουν «δυτικο-κεντρικές» αφού περιορίζονται στα της Δυτικής Ευρώπης.

Στον ελληνικό χώρο η συνέχεια με την κλασσική αρχαιότητα ήταν περισσότερο μια ζώσα κοινωνική εμπειρία, κυρίως λόγω των παραδόσεων και της γλώσσας (δημώδους και εκκλησιαστικής) η οποία μάλιστα είχε επεκταθεί «οικουμενικώς» και στα Βαλκάνια.[50] Η επαφή με την κλασσική αρχαιότητα δεν έπαυσε στη διάρκεια της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, αφού «το Βυζάντιο ήταν ο διασφαλιστής της ιστορικής ροής του ελληνικού κόσμου».[51] Αρκεί να αναφέρω ότι το 95% των κλασσικών ελληνικών συγγραμμάτων που γνωρίζουμε και διαβάζουμε σήμερα, προέρχονται από βυζαντινά χειρόγραφα μεταγενέστερα του 9ου αιώνα, τα οποία αναπαράγονταν συνεχώς από ελληνομαθείς Βυζαντινούς γραφείς για ελληνομαθείς αναγνώστες.[52] Ακόμα και όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ανθούσε πλέον η τυπογραφία, σε τουρκοκρατούμενες περιοχές του ελληνισμού, μοναχοί συνέχιζαν να αντιγράφουν με το χέρι κλασσικά συγγράμματα χάριν σπουδής. O ρωσικός κόσμος έπιασε το νήμα της ελληνικής συνέχειας περίπου από τον 11ον αιώνα, υιοθετώντας το αλφάβητο, την ορθόδοξη θρησκεία και θρησκευτική τέχνη, και αργότερα την κλασσική παιδεία. Από τότε έπαυσαν και οι επιθέσεις των Ρώσων κατά του Βυζαντίου.

Στο φιλελληνικό κίνημα της δεκαετίας του 1820,  διακρίθηκαν μορφές που εκτός από κλασσική μόρφωση είχαν και ενεργό συμμετοχή στα τότε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της Ευρώπης. Θα ήταν κοινοτυπία να αναφέρω την τριμερή σχέση μεταξύ των φιλελεύθερων κινημάτων, της κλασσικής παιδείας, και του Φιλελληνισμού. Αυτές οι σχέσεις είναι παραπάνω από εμφανείς σε εμβληματικά έργα, όπως στο ποίημα «Ελλάς» του Percy Shelley (απ’ όπου το «είμαστε όλοι Έλληνες») που βασίζεται στους Πέρσες του Αισχύλου και είναι μια αλληγορία για τη σύγχρονη πάλη μεταξύ ελευθερίας και τυραννίας.[53] Υπάρχουν και λιγότερο εμφανείς σχέσεις, που πλέχτηκαν στο παρασκήνιο της δημοσιότητας και διαφαίνονται από κάποιες ενδιαφέρουσες προσωπικές ιστορίες, όπως π.χ. τον φιλικό κύκλο των Byron και P. Shelley με την πρωτοπόρο φεμινίστρια Mary Wollstonecraft, τον αναρχικό φιλόσοφο William Godwin και  τον ουτοπιστή σοσιαλιστή Robert Owen.[54] Ένας άλλος φιλελληνικός κύκλος που παραμένει σχετικά άγνωστος στην Ελλάδα ήταν αυτός των Ιρλανδών και Σκωτσέζων ριζοσπαστών. Ακόμα και ο γνωστότερος εξ αυτών, ο Ιρλανδός Richard Church, συχνά αναφέρεται ως «Άγγλος». Αυτοί  είχαν μια ξεχωριστή σχέση με τους αγωνιζόμενους Έλληνες, επειδή έβλεπαν μια αναλογία με τις πατρίδες τους που ήταν υπό αγγλική διοίκηση.[55] Πολλοί Ιρλανδοί και Σκωτσέζοι συμμετείχαν στη φιλελληνική  Ελληνική Επιτροπή (Greek Committee) του Λονδίνου, όπου κύριο «διαπιστευτήριο» για τη συμμετοχή ήταν ο εθνικισμός και η αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση, σε βαθμό ώστε η Επιτροπή να χαρακτηρίζεται από τον ιστορικό David Brewer ως «κίνημα διαμαρτυρίας».[56] Μάλιστα ο Church, και απ’ ότι φαίνεται και άλλοι Βρετανοί των οποίων δεν γνωρίζουμε τα ονόματα, ενίσχυαν χρηματικά τη Φιλική Εταιρεία πολύ πριν το 1821.[57]  Ο Ιρλανδός Φιλέλληνας Sir Edward Lowe, αν και δεν πολέμησε στην Επανάσταση, αγάπησε την Ελλάδα όταν υπηρετούσε στα Ιόνια νησιά, όπου υπήρξε συμπολεμιστής των Church και Κολοκοτρώνη στη Λευκάδα, και εκπαιδευτής ταγμάτων Ελλήνων. Μετέπειτα, ως διοικητής στη νήσο της Αγ. Ελένης (1816-1821) ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του Ναπολέοντα, αλλά και πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση των δούλων που είχαν απομείνει στο νησί. Ο φυλακισμένος Ναπολέων (στον οποίον ήλπισαν οι Έλληνες) τον εκτιμούσε επειδή «ίσως αντάλλαξαν μεταξύ τους κάποιες κανονιές» στον πόλεμο. Ένας αφανής Φιλέλληνας ήταν ο ήρωας της Γαλλικής και της Αμερικανικής Επανάστασης Ζιλμπέρ Λαφαγιέτ. Δεν μπόρεσε να δράσει φανερά γιατί είχε προηγουμένως σχετισθεί με τον καρμποναρισμό, όμως επηρέαζε την Ελληνική Επιτροπή του Παρισιού μέσω των μελών της οικογενείας του που συμμετείχαν, και του στενού φίλου του, στρατηγού Guillaume-Mathieu Dumas.[58]

Παράθεσα μερικές λιγότερο πανηγυριζόμενες όψεις του Φιλελληνισμού του 1821, υποστηρίζοντας την άποψη ότι αυτός ήταν η εκδήλωση μιας θεμελιώδους, αλλά όχι ισχυρής και αρραγούς, ευρωπαϊκής ενότητας και ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος παρέλαβε από την κλασσική αρχαιότητα την αξία της ελευθερίας και τις βάσεις για τις έννοιες του φυσικού νόμου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[59] Μακρύτερα από την Ευρώπη ίσως υπήρξαν και μη ευρωκεντρικές προσλήψεις της Επανάστασης, σε μια εποχή όπου υπήρχε ήδη μια παγκοσμιοποίηση στη διάδοση των ιδεών και των ειδήσεων. Κλείνω με μια ενδιαφέρουσα δι-εθνική (trans-national) περίπτωση, ήτοι τον αντίκτυπο που είχε η Επανάσταση στην πρώτη εφημερίδα των απελεύθερων Αφροαμερικανών, την Freedoms Journal, που κυκλοφορούσε από τον Μάρτιο του 1827 στη Νέα Υόρκη. Η εφημερίδα,  που είχε ως κύριο ενδιαφέρον τον αγώνα κατά της δουλείας, είδε στην Ελληνική Επανάσταση έναν αγώνα σκλάβων εναντίον αφεντικών, και στις ειδήσεις από την Ελλάδα έδινε βαρύτητα ανάλογη με τις ειδήσεις από την Αϊτή, την Αφρική και τις Δυτικές Ινδίες. Μεταξύ άλλων, με μεγάλη ικανοποίηση την 21/12/1827 δημοσίευσε την είδηση για τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Ενδιαφέρον είναι το ότι έβλεπε με συμπάθεια και τους γενιτσάρους, τους οποίους (όχι αβάσιμα) θεωρούσε σκλάβους που σφαγιάσθηκαν από τον «τύραννο» Μαχμούτ Β’ (το 1826), καθώς και τις γυναίκες των χαρεμιών που επίσης τις θεωρούσε σκλάβες. Στα φιλελληνικά ποιήματα “Greek Song” και “To Greece” που δημοσίευσε η εφημερίδα, απηχείται το σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος» και περιέχεται η εικόνα των αλυσίδων, το τυπικό σύμβολο σκλαβιάς.[60] Μερικοί στίχοι σε ελεύθερη απόδοση:

Στην Ελλάδα (F.J. 12/10/1827)

Χαίρε, χώρα του Λεωνίδα,  […]

Μη δειλιάζετε, απόγονοι των ηρώων του Μαραθώνα.

Καλύτερα να πέσετε εκεί όπου οι πρόγονοί σας αναπαύονται,

παρά να σέρνετε τις φοβερές οθωμανικές αλυσίδες. […]

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΣΜΑ (F.J. 7 Σεπ. 1827)

Στρατιώτη, σέλωσε το γενναίο άλογο.

Τρέξε, τρέξε στη φωτιά του πολέμου.

Είναι καλύτερα εκεί να ματώσεις και να πεθάνεις,

παρά να σέρνεις την άμαξα του τύραννου. […]

Χτύπα! Χτύπα! Μη θαρρείς ότι πάει χαμένο

το χτύπημα που σπάζει τις αλυσίδες. […]

Εκεί, εκεί που δείχνει ο Καραϊσκάκης!

Εκεί που κυματίζει η ημισέληνος, […]

Το τραγούδι του Γενίτσαρου  (F.J., 4/5/1827)

Για λίγο μόνο, ο τύραννος θα νικήσει,

αλλ’ αυτός και οι πασάδες του, μπροστά μας θα πέσουν.

Η μοίρα που κύλισε τον Σελίμ από το θρόνο μέσα στα αίματα,

θα είναι και δικιά σου, ξιπασμένε Μαχμούτ, τ’ ορκιζόμαστε. […]

Πρόσεχε, σκληρέ Μαχμούτ! Η ώρα σου έφτασε […].

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Barau Denys. “La mobilisation des philhellènes en faveur de la Grèce, 1821-1829”, στο: Cambrézy Luc, Véronique Lassailly-Jacob (eds.) Populations réfugiées: De l’exil au retour [online]. Marseille: IRD Éditions, 2001. Στο https://books.google.gr/ και http://books.openedition.org/irdeditions/6650
  • Brewer David, The Greek War of Independence, Abrams, 2011, κεφ. 14. https://books.google.gr
  • Comerford Patrick, “Sir Richard Church and the Irish Philhellenes in the Greek War of Independence”, στο John Victor Luce et al. (eds.) The Lure of Greece: Irish Involvement in Greek Culture, Literature, History and Politics, εκδ. Hinds, 2007, κεφ. 1. www.hinds.ie/samplePages/52273b8f54149.pdf
  • Craig Calhoun, The Roots of Radicalism: Tradition, The Public Sphere, and Early Nineteenth-Century Social Movements, University of Chicago Press, 2012, https://books.google.gr
  • Crawley C. W., The Question of Greek Independence, Cambridge University Press, 2014, σ. 22, 23, 30, 31. https://books.google.gr
  • Dieli Marta, “The Enlightenment and the Teaching of Ancient Greek Grammar in Greece”, στο  Loughlin F. and Johnston A. (eds.) Antiquity and Enlightenment Culture, Brill, 2020, σ. 173–192. https://brill.com
  • Dimakis Jean, «Το πρόβλημα των ειδήσεων περί της Ελληνικής Επαναστάσεως εις τον Γαλλικόν τύπον», Ελληνικά, 19 (1966), σ. 54-91.
  • Dimakis Jean, La guerre de l’independence Grecque vue par la presse française, …, Paris, 1974.
  • Dimakis Jean, “La presse de Vienne et la question d’orient: 1821-1827”. Balkan Studies, ΙΜΧΑ, 16, (1975), σ. 35-43.
  • Dimopoulos Aristide G., L’opinion publique Francaise et la revolution Grecque, Nancy, 1962
  • Edelstein Dan, συνέντευξη προς τον Alex Shashkevich, “Stanford scholar examines the roots of human rights” για το βιβλίο Edelstein D., “On the Spirit of Rights“ [University of Chicago Press, 2018], 4/1/2019, https://news.stanford.edu/2019/01/04/roots-human-rights/
  • Erdem Güven, “The Image and the Perception of the Turk in Freedom’s Journal”, Journalism History, (2016) 41:4, σ. 191-199, www.academia.edu
  • Gell William, Narrative of a Journey in the Morea, London, 1823. Στο https://books.google.gr.
  • Ghervas Stella, «Le philhellénisme d’inspiration conservatrice en Europe et en Russie», στο Peuples, etats et nations dans le Sud-Est de l’Europe, Bucarest, 2004.  www.academia.edu.
  • Heraclides Alexis and Ada Dialla, Humanitarian Intervention in the Long Nineteenth Century, Manchester University Press, 2015. JSTOR.
  • Jelavich Barbara, Russia’s Balkan Entanglements, 1806-1914, Cambridge University Press, Mar 11, 2004 [1993], σ. 49-76.
  • Kaldellis Anthony, Hellenism in Byzantium. The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition. Cambridge University Press. 2008.
  • Klausing, Kyle J., «We Are All Greeks: Sympathy and Proximity in Shelley‘s Hellas», Scholarly Horizons: University of Minnesota, Morris Undergraduate Journal: (2015) Vol. 2: 2, Art. 3. http://digitalcommons.morris.umn.edu
  • Konstantinou Evangelos, “Graecomania and Philhellenism”, στο European History Online (EGO), έκδοση Leibniz Institute of European History (IEG), Mainz 2012-11-23. http://www.ieg-ego.eu/konstantinoue-2012-en
  • Loosemore Jo, Sailing against slavery, 2008, http://www.bbc.co.uk
  • Loughlin F. & Johnston A., Antiquity and Enlightenment Culture, Brill, 2020. https://books.google.gr
  • Loukides George (ή Γ. Λουκίδης), Δύο ομιλίες του Π. Πατρών Γερμανού στην Αγ. Λαύρα το Μάρτιο 1821,  Academia.edu. 2019.
  • Lucien J. Frary, Russian consuls and the Greek war of independence (1821–31), Mediterranean Historical Review, (2013) 28:1, 46-65, www.tandfonline.com/
  • Maioli, Roger. Review of The Specter of Skepticism in the Age of Enlightenment, by Anton M. Matytsin. The Scriblerian and the Kit-Cats, vol. 51 no. 2, (2019), p. 158-160. Project MUSE, doi:10.1353/scb.2019.0065.
  • Malatras Christos, “The making of an ethnic group: the Romaioi in 12th-13th century”, στο Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα), Δ’ Ευρωπ. Συνέδριο Νεοελλ. Σπουδών, Γρανάδα, 9-12 Σεπ. 2010, επιμ. Κων. Α. Δημάδης.
  • Maltézou Chryssa, «Η διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας στη λατινοκρατούμενη Ελλάδα», Études balkaniques, (1999), 6, σ. 103-119
  • Morris, Ian Macgregor, ‘To Make a New Thermopylae’: Hellenism, Greek Liberation, and the Battle of Thermopylae. Greece & Rome, 2000, vol. 47, 2, pp. 211–230. JSTOR,
  • Nestor-Iskender, The Tale of Constantinople, http://myriobiblion.byzantion.ru/romania-rosia/nestor2.htm. Υπάρχει έκδοση και στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα.
  • Penn Virginia, “Philhellenism in Europe, 1821-1828”. The Slavonic and East European Review, (1938), 16(48), 638–653. www.jstor.org
  • Prousis Theophilus C., «Russian Philorthodox Relief During The Greek War Of Independence», University of North Florida, History Faculty Publications, (1985), 17, σ. 31-62. http://digitalcommons.unf.edu/ahis_facpub/17
  • Prousis, Theophilus C., «British Embassy Reports on the Greek Uprising in 1821-1822: War of Independence or War of Religion?», University of North Florida, History Faculty Publications. (2011). http://digitalcommons.unf.edu/ahis_facpub/21
  • Quack-Μανουσάκη Ρεγγίνα, «Ελληνική Επανάστασις: Η πολιτική του Metternich και η κοινή γνώμη στη Γερμανία». Πελοποννησιακά, Δ’ (1996-97) [1995], σ. 329-338.
  • Swatek-Evenstein Mark, A History of Humanitarian Intervention, Cambridge University Press, 2020, https://books.google.gr
  • Tabaki-Iona Frédérique, “Philhellénisme religieux et mobilisation des Français pendant la révolution grecque de 1821-1827”, Mots. Les langages du politique, 79 / 2005, http://journals.openedition.org/mots/1348.
  • Tachiaos Anthony-Emil N. “The national regeneration of the Greeks as seen by the Russian intelligentsia”, Balkan Studies, (1989) τ. 30, n. 2, p. 291-310. https://ojs.lib.uom.gr/index.php/BalkanStudies/article/view/2211
  • Αποστολίδης Νίκος &  Βελέντζας Κωνσταντίνος, «Ήταν ληστρικά τα δάνεια που λάβαμε από την Αγγλία;», Καθημερινή, 31-3-2020. www.kathimerini.gr/
  • Αργυράκος Γεώργιος & Αργυράκου Κωνσταντίνα-Κορασόν, Η Επανάσταση του ’21 στην Gazette de Lausanne. Ανασκόπηση – Περίληψη των ειδήσεων (Απρίλιος 1821 – Φεβρουάριος 1823). Ελίκρανον, Αθήνα, 2017.
  • Αργυρίου Αστέριος, Les exégeses grecques de lApocalypse a lepoque turque (1453-1821), Εταιρεία Μακεδ. Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1982. http://thesis.ekt.gr/
  • Αρς Γκριγκόρι (1925-2017), σύντομο βιογραφικό, www.dardanosnet.gr/
  • Ευθυμιάδης Απόστολος, «Προσφορά αίματος και θυσιών της Θράκης 1361 – 1829», 1971. http://ainites.gr/wp-content
  • Ιωαννίδου – Μπιτσιάδου Γεωργία, Η ρωσική διπλωματία στη δεύτερη φάση της Ελληνικής Επαναστάσεως (από τα τέλη του 1825 μέχρι το 1830), Βαλκανικά Σύμμεικτα, (1989), 3, σ. 62. https://ojs.lib.uom.gr
  • Καραθανάσης Αθανάσιος Ε. «Γύρω από το γερμανικό φιλελληνισμό. Μαρτυρίες και δοκουμέντα της περιόδου 1821-23». Βαλκανικά Σύμμεικτα, (1981)  τομ. Α’, 45-60.
  • Κατσιαρδή-Hering Όλγα, «Από τις εξεγέρσεις στις επαναστάσεις των χριστιανών υποτελών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (περ. 1530-1821). Μια απόπειρα τυπολογίας», Στο: Τα Βαλκάνια, Εκσυγχρονισμός, ταυτότητες, ιδέες, Συλλογή κειμένων προς τιμήν της καθ. Ν.Ντάνοβα, Herakleio 2014, 575-618. www.academia.edu.
  • Κοντογιώργης Γιώργος, τηλεοπτική ιστορική σειρά «’21. Η Αναγέννηση των Ελλήνων», κανάλι MEGA, 18/19 Απρ. 2019, περίπου 6ο λεπτό. www.megatv.com/21/default.asp?catid=43549
  • Κρεμμυδάς Βασίλης, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Αθήνα, Gutenberg, 2006.
  • Λούβη-Κίζη Ασπασία, «Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο», Αρχαιολογία, (1987), τχ. 25, σ. 26-30. https://www.archaiologia.gr/
  • Λούκος Χρήστος, βιβλιοκρισία του Theophilus C. Prousis (1994) Russian Society and the Greek Revolution. Μνήμων, (1998) 20, σ. 337-340
  • Λουλές Δημ., «Η Ελληνική Επανάσταση και ο βρετανικός τύπος  …», Δωδώνη, 12 (1983), σ. 99-138.
  • Λουλές Δημήτρης, Ο ρόλος της Ρωσίας στη διαμόρφωση του Ελληνικού Κράτους. Αθήνα 1981.
  • Λουλές Δημήτρης, «Ο Βρετανικός τύπος για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου», Μνήμων, 7 (1979), σ. 1-11.  https://ejournals.epublishing.ekt.gr/
  • Μαλατράς Χρήστος, «H Ελληνικότητα του Βυζαντίου στη μεταπολεμική ιστοριογραφία», Ιστορικά Θέματα 104, (2011), 25-37.
  • Παπαγεώργιος Σπυρίδων, «Του Μητροπολίτου Άρτης  Ιγνατίου Α’ Αλληλογραφία», Επετηρίς, Φιλολογ. Σύλλ. Παρνασσός, 1917, σ. 207, 208.
  • Παπουλίδης Κωνσταντίνος Κ., Η Ρωσία και η Ελληνική Επανάσταση τού 1821-1822. 1983, https://ojs.lib.uom.gr
  • Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21, Πολιτιστικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2004.
  • Στείρης Γεώργιος, Οι απαρχές της νεοελληνικής ταυτότητας στο ύστερο Βυζάντιο, 2017. http://indeepanalysis.gr.
  • Τσελίκας Αγαμέμνων, προσωπική επικοινωνία (email), 13/4/2020
  • Φραντζής (ή Σφραντζής) Γεώργιος, Χρονικό Majus, Νέα Ελληνική Λογοτεχνία (Α’ Λυκείου) – Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο), ebooks.edu.gr

Εφημερίδες

  • Algemeine Preussische Staat Zeitung, 1821, στο https://digi.bib.uni-mannheim.de/
  • Freedom’s Journal, στο Wisconsin Historical Society, https://www.wisconsinhistory.org/Records/Article/CS4415
  • Galignani’s Messenger, 1821. https://books.google.gr/
  • Gazette de Lausanne, στο https://www.letempsarchives.ch/
  • Gentleman’s Magazine, στο https://catalog.hathitrust.org/Record/006056643.
  • Moskovskiye Vedomosti (Νέα της Μόσχας), Ιούλ. – Δεκ. 1821, στο https://books.google.cz/

 

[1] Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι ρίζες της ελληνικής εθνικής συνείδησης βρίσκονται στον 13ο αιώνα, λόγω της πολεμικής αντιπαράθεσης με τους Φράγκους. Βλ. π.χ. Maltézou Chryssa, «Η διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας στη λατινοκρατούμενη Ελλάδα», Études balkaniques, 1999, 6, σ. 103-119, επίσης Kaldellis A. (2008). Άλλοι τοποθετούν αυτή την εξέλιξη στο ύστερο Βυζάντιο, π.χ. Στείρης Γεώργιος, «Οι απαρχές της νεοελληνικής ταυτότητας στο ύστερο Βυζάντιο», 2017.

[2] Για μια σύνοψη των διαφόρων απόψεων μέχρι το 2011 βλ. Μαλατράς Χρήστος Μαλατράς Χρήστος, «H Ελληνικότητα του Βυζαντίου στη μεταπολεμική ιστοριογραφία», Ιστορικά Θέματα, 104, Ιούλ. 2011, 25-37. ● Επισκόπηση της θέσης του ελληνισμού στο Βυζάντιο στο Kaldellis Anthony, Hellenism in Byzantium. The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition, 2008. ● Λούβη-Κίζη Ασπασία, «Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο», Αρχαιολογία, 1987, 25, σ. 26-30. ● Malatras Chr., “The making of an ethnic group: the Romaioi in 12th-13th century”, 2010.

[3] Crawley C. W., The Question of Greek Independence, 2014, σ. 22, 23, 30, 31.

[4] Παπουλίδης Κωνσταντίνος Κ., Η Ρωσία και η Ελληνική Επανάσταση…, 1983.

[5] Ιωαννίδου – Μπιτσιάδου Γεωργία, «Η ρωσική διπλωματία στη δεύτερη φάση της Ελληνικής Επαναστάσεως …», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 1989, 3, σ. 62. ● Lucien J. Frary, Russian consuls and the Greek war of independence …, Mediterranean Historical Review, (2013), 28:1, 46-65.

[6] Λούκος Χρήστος, βιβλιοκρισία του Theophilus C. Prousis (1994) Russian Society and the Greek Revolution. Μνήμων, (1998) 20, σ. 337-340.

[7] Συνοπτική παράθεση των εξεγέρσεων, αποπειρών εξεγέρσεων ή επαναστάσεων των Χριστιανών των Βαλκανίων από τον 16ο αιώνα έως και το ’21 υπάρχουν στο Όλγα Κατσιαρδή-Hering, «Από τις εξεγέρσεις στις επαναστάσεις των χριστιανών υποτελών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας …», 2014, σ. 587-603.

[8] Tachiaos Anthony-Emil, “The national regeneration of the Greeks as seen by the Russian intelligentsia”, Balkan Studies, v. 30, n. 2, p. 294-296, 1989.  https://ojs.lib.uom.gr/

[9] Αργυρίου Αστέριος, Les exégeses grecques de l’ Apocalypse a l’epoque turque (1453-1821), 1982, σ. 22-25.

[10] Ghervas Stella, «Le philhellénisme d’inspiration conservatrice en Europe et en Russie”, 2004, σ.105, 106.

[11] Αρς Γκριγκόρι (1925-2017), σύντομο βιογραφικό, www.dardanosnet.gr/

[12] Λουλές Δ., Ο ρόλος της Ρωσίας στη διαμόρφωση του Ελληνικού Κράτους. Αθήνα 1981.

[13] Παραπομπές σε σχετικές μελέτες, πολλές σε ρωσική γλώσσα, μέχρι το 1983, υπάρχουν στο Παπουλίδης Κ., Η Ρωσία και η Ελληνική Επανάσταση, 1983.

[14] Jelavich Barbara, Russia’s Balkan Entanglements, 1806-1914, CUP, Mar 11, 2004 [1993] σ. 49-76.

[15] Prousis Theophilus, Russian Philorthodox Relief During The Greek War Of Independence, 1985.

[16] Ο αριθμός των εφημερίδων στη Ρωσία ήταν σαφώς μικρότερος απ’ ότι στη Δ. Ευρώπη και υπόκειντο σε κρατική λογοκρισία. Μη γνωρίζοντας τη ρωσική έχω μόνο αμυδρά εικόνα των σχετικών ειδήσεων. Παρατηρώ ότι η εφημ. Moskovskiye Vedomosti (Νέα της Μόσχας) που υπάρχει ψηφιοποιημένη στο διαδίκτυο, είχε εκτεταμένες ειδήσεις για την Επανάσταση σε κάθε φύλλο της (2 την εβδομάδα) στο 2ο εξάμηνο του 1821.

[17] Από το βιβλίο Αργυράκος Γ. & Αργυράκου Κ.Κ., Η Επανάσταση του ’21 στην Gazette de Lausanne.– … (Απρίλιος 1821 – Φεβρουάριος 1823). Ελίκρανον, Αθήνα, 2017.

[18] Τότε οι ειδήσεις από την Ανατολή έφταναν στη Δυτ. Ευρώπη με καθυστέρηση έως και ένα μήνα. Ταυτόχρονα, το Νέο Ημερολόγιο της Ευρώπης ήταν 12 ημέρες μπροστά από το Παλαιό της Ελλάδας.

[19] Φραντζής (ή Σφραντζής) Γεώργιος, Χρονικό Majus, κεφ. B’. Νέα Ελληνική Λογοτεχνία (Α’ Λυκείου) – Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο), ebooks.edu.g

[20] Nestor-Iskender, The Tale of Constantinople.  http://myriobiblion.byzantion.ru/romania-rosia/nestor2.htm.

[21] Αργυράκος Γ. & Αργυράκου Κ.Κ., 2017, σ. 36, σημ. 7. … Βλ. π.χ.. Κρεμμυδάς Β., Η Ελληνική Επανάσταση του 1821), 2006, σ. 63.

[22] Morris, Ian Macgregor, ‘To Make a New Thermopylae’: Hellenism, Greek Liberation, and the Battle of Thermopylae. Greece & Rome, (2000), vol. 47, 2, pp. 211–230. JSTOR.

[23] Λεπτομερείς πληροφορίες για τις δημοσιεύσεις εφημερίδων περί Γερμανού υπάρχουν στο Loukides George (ή Γ. Λουκίδης),  «Δύο ομιλίες του Π. Πατρών Γερμανού στην Αγ. Λαύρα το Μάρτιο 1821»,  2019, Academia.edu.

[24] Δεν πρόκειται για υπερβολές. Συνηθιζόταν η αποστολή από την περιφέρεια προς την πρωτεύουσα «τεκμηρίων» ότι ο στρατός κάνει τη δουλειά του. Τέτοιες μακάβριες αποστολές επιβεβαιώνονται από πολλές πηγές.

[25] Prousis Th. C., «British Embassy Reports on the Greek Uprising in 1821-1822: War of Independence or War of Religion?» . Univ. N. Florida, History Faculty Publications, 2011.

[26] Για τη χριστιανική διάσταση του Φιλελληνισμού της Γαλλίας βλ. Tabaki-Iona Frédérique, “Philhellénisme religieux et mobilisation des Français pendant la révolution grecque de 1821-1827”, Mots. Les langages du politique , 79, 2005, http://journals.openedition.org/

[27] Algemeine Preussische Staat Zeitung, 7 & 12 Ιουν. 1821. στο https://digi.bib.uni-mannheim.de/

[28] Penn Virginia (1938). “Philhellenism in Europe, 1821-1828”. The Slavonic and East European Review, 16(48), 638–653. www.jstor.org

[29] Quack-Μανουσάκη Ρεγγίνα, «Ελληνική Επανάστασις: Η πολιτική του Metternich και η κοινή γνώμη στη Γερμανία». Πελοποννησιακά, Δ’ (1996-97) [1995], 329-338. ● Καραθανάσης Αθανάσιος Ε. «Γύρω από το γερμανικό φιλελληνισμό». Βαλκανικά Σύμμεικτα, (1981) τομ. Α’, 45-60.

[30] Penn V. (1938), σ. 649.

[31] Konstantinou Evangelos, “Graecomania and Philhellenism”, στο: European History Online (EGO), Mainz 2012-11-23. www.ieg-ego.eu/konstantinoue-2012-en

[32] Μη εξαντλητική βιβλιογραφία: Dimakis Jean (α) La guerre de l’ independence Grecque vue par la presse française, …, Paris, 1974. (β) La presse de Vienne et la question d’orient: 1821-1827. Balkan Studies, ΙΜΧΑ, 16, (1975), σ. 35-43. (γ) Το πρόβλημα των ειδήσεων περί της Ελληνικής Επαναστάσεως εις τον Γαλλικόν τύπον, Ελληνικά, 19 (1966), σ. 54-91.● Dimopoulos Aristide G., L’opinion publique Francaise et la revolution Grecque, Nancy, 1962. ● Λουλές Δημ., «Η Ελληνική Επανάσταση και ο βρετανικός τύπος  …», Δωδώνη, 12 (1983), σ. 99-138.

[33] Penn V. (1938), σ, 645.

[34] Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, , Α’, 399, Αθήνα, 2004.

[35] Gell William, Narrative of a Journey in the Morea, London, 1823, σ. 13, 14. Ο ίδιος σχολιάζει καυστικά και τη συνήθεια των Ευρωπαίων να φτύνουν στο πάτωμα, κάτι που απεχθάνονται Έλληνες και Τούρκοι (σ. 11, 12).

[36] Πολλές παραπομπές σε απομνημονεύματα και άλλα γραπτά Φιλελλήνων υπάρχουν στο 5/τομο έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21.  Αρκετά τέτοια απομνημονεύματα διατίθενται στο διαδίκτυο ελεύθερα ψηφιοποιημένα στο https://books.google.gr, στο archive.org κ.ά.

[37] Gentleman’s Magazine, Ιούλιος-Δεκ. 1821, vol. 91, part 2, σ. 366.

[38] Η μόδα της διακόσμησης των μεγαλουπόλεων δια της αρπαγής έργων τέχνης, στη νεώτερη εποχή άρχισε από το Παρίσι του Ναπολέοντα. Το Λονδίνο «σύρθηκε» σ’ αυτή τη μόδα από την ανάγκη να ανταγωνιστεί το Παρίσι σαν παγκόσμιο κέντρο τέχνης.

[39] Μάλλον αναφέρονταν σε διωγμούς και εκτελέσεις που έγιναν στην Φιλιππούπολη το 1822. Βλ. Ευθυμιάδης Απόστολος, 1971, σ. 14.

[40] Loosemore Jo, Sailing against slavery, 2008, www.bbc.co.uk.

[41] Άρθρο της St. James’s Chronicle (Λονδίνο) αναδημοσιευμένο στην Galignani’s Messenger, 11 Απρ. 1821. Η G.M. εκδιδόταν σε αγγλική γλώσσα στο Παρίσι από τον Ιταλό Giovanni Antonio Galignani.

[42] Prousis Theophilus, 1985, σ. 40-49.

[43] Heraclides Alexis and Ada Dialla, Humanitarian Intervention in the Long Nineteenth Century, Manchester University Press, 2015, σ. 106. JSTOR.

[44] Αποστολίδης Νίκος &  Βελέντζας Κωνσταντίνος, «Ήταν ληστρικά τα δάνεια που λάβαμε από την Αγγλία;», Καθημερινή, 31-3-2020. www.kathimerini.gr

[45] Swatek-Evenstein Mark, A History of Humanitarian Intervention, 2020, σ. 58. Books.google.gr

[46] Λουλές Δ., «Ο Βρετανικός τύπος για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου», Μνήμων, 7 (1979), σ. 1-11.

[47] Heraclides A. & Ada Dialla, Humanitarian Intervention …, σ. 117.

[48] Loughlin F. & Johnston A., Antiquity and Enlightenment Culture, 2020, σ. 5, 6.

[49] Maioli, Roger. Review of The Specter of Skepticism in the Age of Enlightenment, by Anton M. Matytsin. The Scriblerian and the Kit-Cats, vol. 51 no. 2,(2019), p. 158-160.

[50] Dieli M., “The Enlightenment and the Teaching of Ancient Greek Grammar …”, 2020, σ. 174.

[51] Κοντογιώργης Γιώργος, τηλεοπτική ιστορική σειρά «’21. Η Αναγέννηση των Ελλήνων», κανάλι MEGA, 18/19 Απρ. 2020, περίπου 6ο λεπτό. www.megatv.com/21/default.asp?catid=43549

[52] Τσελίκας Αγαμέμνων, προσωπική επικοινωνία (email), 13 Απρ. 2020.

[53] Klausing, Kyle J. (2015) «‘We Are All Greeks:’ Sympathy and Proximity in Shelley‘s Hellas,» Scholarly Horizons: Univ. of Minnesota, Morris Undergraduate J. vol. 2: 2, art. 3, σ. 16, 17.

[54] Craig Calhoun, The Roots of Radicalism: …, 2012, σ. 272.

[55] Comerford Patrick, “Sir Richard Church and the Irish Philhellenes in the Greek War of Independence”, 2007, κεφ. 1.

[56] Brewer David, The Greek War of Independence, Abrams, 2011, κεφ. 14. Books.google.gr

[57] Προκύπτει από επιστολή του Δημητρίου Σχινά προς τον Μητροπολίτη Άρτης Ιγνάτιο Α’, τον Ιανουάριο του 1816. Παπαγεώργιος Σπυρίδων, «Του Μητροπολίτου Άρτης Ιγνατίου Α’ Αλληλογραφία», Επετηρίς, Φιλολογ. Σύλλ. Παρνασσός, 1917, σ. 207, 208.

[58] Barau Denys. “La mobilisation des philhellènes en faveur de la Grèce, …”, 2001, σ. 48.

[59] Edelstein Dan, συνέντευξη “Stanford scholar examines the roots of human rights”, 4/1/2019, https://news.stanford.edu

[60] Freedom’s Journal, ψηφιοποιημένο, Wisconsin Historical Society. www.wisconsinhistory.org/ ● Erdem Güven, “The Image and the Perception of the Turk in Freedom’s Journal”, Journalism History, (2016), 41:4, σ. 191-199, academia.edu. Το άρθρο επεκτείνεται και σε ιστορικά θέματα μη σχετικά με τον τίτλο, και εμφανώς προωθεί μια ωραιοποιημένη εικόνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τι κοινό έχει η Domino’s Pizza, o Iggy Pop και ο Δημήτριος Υψηλάντης;
Στο Michigan των ΗΠΑ, στην Κομητεία Washtenaw, υπάρχει μία πόλη που φέρει το όνομα Ypsilanti.

 

Edgar Allan Poe, πορτρέτο

 

Ο Edgar Allan Poe (1809-1849) θεωρείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, κεντρική μορφή της ρομαντικής περιόδου και της αμερικανικής λογοτεχνίας γενικά. Ακόμη και άνθρωποι που ποτέ δεν επιλέγουν συνειδητά να διαβάσουν λογοτεχνία έχουν ακούσει το όνομά του, και πολλοί τον θυμούνται αμέσως τη στιγμή που βλέπουν ένα κοράκι.

Για τους περισσότερους, ο Poe είναι ο ιδρυτής της αστυνομικής μυθοπλασίας και το έργο του έχει αφήσει το σημάδι του στην ιστορία. Μέσα στις αφηγήσεις του, μπορεί κανείς να τεκμηριώσει την τάση του να δημιουργεί ιστορίες που απεικονίζουν το θάνατο μιας όμορφης γυναίκας και την επιθυμία του να εξερευνήσει τον μεταφυσικό κόσμο. Οι ιστορίες του ερευνούν επίσης τη σχέση μεταξύ αγάπης και μίσους, την επικοινωνία μεταξύ του εσωτερικού κόσμους και του alter ego και τη δύναμη του θανάτου στον κόσμο των ζωντανών.

Κατά την ανάγνωση των αφηγήσεων του Poe, o αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με αναφορές που παραπέμπουν στην κλασική λογοτεχνία, είτε στα λατινικά είτε στα ελληνικά. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στην αφήγησή του ελληνικές λέξεις ή επιγραφές. Για παράδειγμα, οι αναγνώστες συναντούν μια επιγραφή γραμμένη εξ ολοκλήρου στα ελληνικά στο «Η συνομιλία του Ήρου και του Καλαίσθητου» – «Πνρ σ οι προσοις ω» [sic] -; ως εκ τούτου, προκύπτει η εντύπωση ότι ο Poe επηρεάστηκε από κλασικά κείμενα κατά τη σύνθεση των ιστοριών του. Η εμμονή του Poe στην Ελένη της Τροίας έχει επίσης σημειωθεί από μεγάλους μελετητές όπως ο Kenneth Silverman, ο Thomas Ollive Mabbot και ο Burton R. Pollin. Στο διάσημο ποίημά του «Στην Ελένη», ο Poe μας προτρέπει συγκεκριμένα να θυμόμαστε «τη δόξα που ήταν η Ελλάδα», και αυτή η συγκεκριμένη γραμμή έκανε πράγματι πολλούς να πιστέψουν ότι ήταν φιλέλληνας.

Για να εκτιμήσουμε το ενδιαφέρον του Poe για την Ελλάδα, πρέπει πρώτα να θυμόμαστε ότι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε πόλεις που ήταν λαμπρά παραδείγματα της αρχιτεκτονικής της ελληνικής αναβίωσης. Ο Βοστωνέζος συγγραφέας πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη Φιλαδέλφεια. Πιο συγκεκριμένα, πέρασε σχεδόν έξι χρόνια (1838 – 1844) στη μεγαλύτερη πόλη της Πενσυλβανίας μαζί με τη νεαρή νύφη του Virginia Clemm και την αγαπημένη του θεία Maria Clemm. Είναι πέρα ​​από αμφιβολία ότι ο Poe ήταν εκτεθειμένος στην αρχιτεκτονική της ελληνικής αναβίωσης καθώς σίγουρα περπατούσε στη Λεωφόρο των Τεχνών, την πιο κεντρική τοποθεσία της πόλης της οποίας ο ελληνικός χαρακτήρας είναι εμφανής ακόμη και σήμερα, όπως ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει απλά περπατώντας σε αυτήν.

Λεωφόρος των Τεχνών, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ

Ο ενθουσιασμός του Poe με ελληνικά κείμενα, έννοιες και παραδείγματα είναι μάλλον εμφανής σε πολλά από τα έργα του.

Από πού προήλθε όμως αυτή η αγάπη για την Ελλάδα; Φαίνεται ότι κατά κάποιο τρόπο, ο Λόρδος Βύρων είναι η πραγματική αιτία πίσω από όλα αυτά. Ο Kenneth Silverman έγραψε τα ακόλουθα στην διάσημη βιογραφία του Poe:

«Το πόσο βαθιά εντυπωσίασε η εικόνα του Byron τον  Έντγκαρ φαίνεται από το κολύμπι έξι μιλίων που πραγματοποίησε στον ποταμό James, μιμούμενος τη διάσημη διάσχιση του Ελλησπόντου από τον Βύρωνα, και από τις ιστορίες του Poe στο Ρίτσμοντ, ότι είχε πάρει το μέρος των Ελλήνων, όπως είχε και ο Βύρων, στην αναζήτησή τους για ανεξαρτησία» (1992: 41). Από αυτή την άποψη, ο πιο παραγωγικός εκδότης των έργων του Poe, ο Thomas Ollive Mabbott, εκτιμά επίσης ότι «ο Poe ως πολύ νεαρός ήταν μιμητής του Βύρωνα» (1969: xxvi).

Ο Poe θαύμαζε τον Βύρωνα για την ανδρεία του και τον ενεργό του ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση εναντίον των Τούρκων, και στην πραγματικότητα ήθελε να μιμηθεί τέτοιες ενέργειες. Ήταν υποστηρικτής των Ελληνικών δικαίων, και η έντονη επιθυμία του για μια φιλελληνική περιπέτεια, τον οδήγησε να ισχυρισθεί ότι έφυγε «χωρίς ένα δολάριο σε μια δονκιχωτική εκστρατεία για να ενταχθεί στις Ελληνικές δυνάμεις που αγωνίζονταν για την ελευθερία». Προφανώς, το ταξίδι του στη χώρα των Ελλήνων ήταν φανταστικό και το κοντινότερο σημείο στο οποίο έφθασε ήταν η Αγγλία, όταν ήταν πολύ νεότερος. Χωρίς τα μέσα για την επίτευξη του στόχου του, σίγουρα προσπάθησε σκληρά να μάθει ελληνικά και το αποδεικνύει αυτό μέσω της αφθονίας των ελληνικών αναφορών στα έργα του.

Σε τελική ανάλυση, όπως ο ίδιος ο Poe έγραψε σε ένα από τα έργα του, «τίποτα δεν κάνει τόσο ωραία μία παράσταση όπως η χρήση των Ελληνικών».

Δημήτριος Τσόκανος, PhD, Λέκτορας

 

 

Έφιπποι χωροφύλακες και αξιωματικός της Χωροφυλακής

 

Ο François Graillard (Φραγκίσκος Γκραιγιάρ ή Γραλλιάρδος), υπήρξε ένας από τους Γάλλους Φιλέλληνες που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα.

Γεννήθηκε την 23η Αυγούστου 1792 από οικογένεια Γάλλων ευγενών, στην πόλη Dijon της Γαλλίας και ήταν μονογενής γιος ένδοξου συνταγματάρχου του Γαλλικού Πυροβολικού. Σύμφωνα με το ατομικό στρατιωτικό του μητρώο στη Γαλλία, που μνημονεύει η Χ. Δημακοπούλου στη μελέτη της για τον Graillard και το έργο του, ο Graillard σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή του Παρισιού και κατετάγη ως εθελοντής στη γαλλική Εθνοφυλακή στις 15 Μαΐου 1812. Μετά από δύο μήνες προβιβάσθηκε σε δεκανέα, και μετά από τρείς, σε λοχία. Στις αρχές του 1813 προβιβάσθηκε σε ανθυπασπιστή και την 29η Σεπτεμβρίου 1813 σε ανθυπολοχαγό. Στην Εθνοφυλακή είχε λάβει την ειδικότητα του Μηχανικού.

Κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα εναντίον της Ολλανδίας το 1812 διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και προήχθη σε υπολοχαγό επί του πεδίου της μάχης. Υπηρέτησε στο Επιτελείο της Μεγάλης Στρατιάς και έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Αυστρίας και της Πρωσίας το 1813. Στην μάχη στο Leipzig τραυματίσθηκε σοβαρά και πιάσθηκε αιχμάλωτος, αλλά στη συνέχεια διέφυγε την αιχμαλωσία. Συμμετείχε στην εκστρατεία κατά της Ρωσίας, επίσης όπου αιχμαλωτίσθηκε. Στη συνέχεια, κατάφερε να επανέλθει στη Γαλλία το 1814, έτος κατά το οποίο πέθανε ο πατέρας του, αφήνοντάς του μία σημαντική περιουσία. Ακολούθως, προήχθη σε λοχαγό των Γενικών Επιτελών και συνέχισε την στρατιωτική του σταδιοδρομία συμμετέχοντας στην εκστρατεία του Μεγάλου Ναπολέοντα στη Γαλλία το 1815.

Στη συνέχεια τέθηκε σε διαθεσιμότητα και εκδιώχθηκε και φυλακίσθηκε επανειλημμένα στη Γαλλία έως το 1820. Ο Graillard ήταν οπαδός του Γάλλου φιλοσόφου Saint-Simon, του οποίου η θεωρία προωθούσε νέες ιδέες για αναδιοργάνωση της κοινωνίας στη βάση μίας αρχικής μορφής σοσιαλιστικών αρχών, και υποστηρικτής της Γαλλικής Επανάστασης.

Saint-Simon (1760 – 1825), φιλόσοφος ουτοπιστής πρόδρομος του «επιστημονικού σοσιαλισμού», εκ των θεμελιωτών της γαλλικής Κοινωνιολογίας.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, ενθουσιασμένος για τον ευγενικό σκοπό της ελευθερίας της Ελλάδας και προσηλωμένος στις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης τις οποίες πάντα πρέσβευε βαθιά, αποφάσισε να εγκαταλείψει την άνετη ζωή του και να λάβει μέρος στον Αγώνα των Ελλήνων.

Σύμφωνα με τον Γάλλο Φιλέλληνα Μ. Raybaud, ο Graillard έφτασε στο Άργος στις 20 Νοεμβρίου του 1821, αφού αποβιβάσθηκε αρχικά στην Καλαμάτα μαζί με άλλους Γάλλους, τους πρώτους φιλέλληνες που έφθασαν στην Ελλάδα. Συμμετείχε στην πολιορκία και έφοδο του Ναυπλίου και διακρίθηκε στην άλωση της Κορίνθου. Υπηρετούσε ως Λοχαγός στο Επιτελείο του Μαυροκορδάτου, και έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα, όπου ανδραγάθησε, τραυματίσθηκε και λίγο έλειψε να συλληφθεί αιχμάλωτος.  Από την εμπειρία του αυτή, ο Graillard κατανόησε τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις που θα είχαν για την Ελλάδα οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων.

Ακολούθως,  συμμετείχε σε μια αποστολή στην Αθήνα μαζί με τον Raybaud. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, τον Οκτώβριο του 1822, όπως αναφέρει o τελευταίος. Σε εμπλοκή με Τούρκους στην κοίτη του Αχελώου ποταμού, τραυματίστηκε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, και παραλίγο να χάσει το αριστερό του πόδι.

Ανέπτυξε σχέση φιλίας με τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον οποίο θεωρούσε μαζί με τον Κολοκοτρώνη, ως τους φυσικούς ηγέτες της Επανάστασης. Η ανδρεία του και το ήθος του, οδήγησαν τον Υψηλάντη, που εκτίμησε την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, να του αναθέσει εμπιστευτικές αποστολές στην Ευρώπη υπέρ της Ελλάδος.

Έτσι, το φθινόπωρο του 1823 έφυγε με εντολή του Υψηλάντη για τη Γαλλία συνοδευόμενος από τον συμπατριώτη του Louis Stanislas Daniel. Για τον σκοπό αυτό είχε λάβει παρατεταμένη άδεια. Τον Ιανουάριο του 1824 επέστρεψε στο Μεσολόγγι, και λίγο αργότερα έφυγε πάλι για τη Γαλλία, μαζί με τον Daniel, με νέες εντολές. Η αποστολή τους ήταν να κινητοποιήσουν  τους φιλελληνικούς κύκλους του Παρισιού προς όφελος του ελληνικού ζητήματος, όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και σε διπλωματικό επίπεδο, όπως μαρτυρά ο Σπηλιάδης.

Επιστολή του Δ. Υψηλάντη με ημερομηνία 10 Μαρτίου 1824 προς τον υπουργό Δικαιοσύνης της Γαλλίας. Σε αυτήν αναφέρεται ως κομιστής ο Γάλλος Φιλέλληνας Louis Stanislas Daniel, ο οποίος είχε αναλάβει για λογαριασμό του Δ. Υψηλάντη, μαζί με τον Graillard, πολλές απόρρητες αποστολές στην Γαλλία.

Ο Γάλλος Φιλέλληνας Graillard είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διοργάνωση των πρώτων κομιτάτων στη Γαλλία, που αργότερα στήριξαν επίσημα το κίνημα του Φιλελληνισμού, διοργάνωναν εράνους και ανέλαβαν την αποστολή εφοδίων και όπλων στην Ελλάδα. Αυτά προκύπτουν από την μακρά αλληλογραφία του Graillard, και επιβεβαιώνονται και από τον Ιωάννη Κόνιαρη, δήμαρχο Αθηναίων, αδελφικό του φίλο και κληρονόμο του. Μάλιστα ο Κόνιαρης εκφώνησε τον επικήδειο λόγο στην κηδεία του Graillard, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ραδάμανθυς.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Υψηλάντης εκτιμώντας την προσφορά του, τον προσέλαβε υπασπιστή του. Ακολούθως, ο Graillard έλαβε μέρος στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, και στη Μάχη των Μύλων τον Ιούνιο του 1825 , κατά την οποία τραυματίσθηκε και προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη επ΄ανδραγαθεία, ύστερα από πρόταση του Υψηλάντη. Όπως σημειώνει η Χαρίκλεια Δημακοπούλου, φημολογείτο, μάλιστα, ότι τέθηκε επικεφαλής ενός κινήματος τον Δεκέμβριο του 1826 που είχε ως σκοπό την εγκαθίδρυση στρατιωτικής Κυβέρνησης υπό τον Υψηλάντη. Κατά την καποδιστριακή περίοδο, ο Υψηλάντης προσέλαβε τον Graillard ως αρχηγό του Επιτελείου της Στρατιάς της Ανατολικής Ελλάδας, της οποίας στρατάρχης – διοικητής ήταν ο ίδιος ο Υψηλάντης. Ο Graillard συμμετείχε στη Μάχη των Θηβών, τον Μάιο του 1829, αλλά και στην τελευταία μάχη του Αγώνα, εκείνη της Πέτρας, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.

Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας είχε εμπιστευθεί στον Υψηλάντη τη διοίκηση των Ατάκτων στρατευμάτων, που αργότερα μετασχηματίσθηκαν σε χιλιαρχίες, και ο Graillard προσπάθησε να συνδράμει τον Κυβερνήτη στο έργο του για την «τακτικοποίηση» των Ατάκτων. Ο Graillard ήταν ένθερμος οπαδός του Τακτικού Στρατού, και εξέδωσε ημερήσιες διαταγές με τις οποίες καλούσε τους Χιλίαρχους να υποβάλλουν καθημερινά εκθέσεις δραστηριοτήτων. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι διαταγές αυτές δεν εκτελέσθηκαν και γρήγορα θεωρήθηκαν άχρηστες από τους Ατάκτους πολεμιστές, οι οποίοι ήταν ελάχιστα διατεθειμένοι να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους. Παρόμοια αποτέλεσμα είχε και η προσπάθεια του Graillard να εισάγει στο στράτευμα τους κανόνες του Εσωτερικού Οργανισμού του Γαλλικού Στρατού, οι οποίοι παρέμειναν νεκρό γράμμα, καθώς οι Έλληνες, ήταν ξένοι με αυτές τις δομές ευρωπαϊκού τύπου.

Σύμφωνα με τη Χαρίκλεια Δημακοπούλου, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Graillard ανέλαβε τη μυστική αποστολή να διαβιβάσει στον Στρατηγό Guéhéneuc, αντικαταστάτη του στρατηγού Maison στην Πελοπόννησο, παράκληση των φιλογαλλικών κύκλων του Ναυπλίου να προταθεί να αναλάβει Γάλλος μονάρχης το στέμμα της Ελλάδας. Η αποστολή αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς έλαβε χώρα σε περίοδο κατά την οποία, μετά την παραίτηση του δούκα Λεοπόλδου του Saxe-Cobourg, πραγματοποιούνταν διαρκώς συσκέψεις στο Λονδίνο στις οποίες προτείνονταν δύο υποψηφιότητες για τον ελληνικό θρόνο, του πρίγκιπα Παύλου της Βυρτεμβέργης και του πρίγκιπα Όθωνα της Βαυαρίας.

Μετά την αναχώρηση του Αυγουστίνου, η Κυβερνητική Επιτροπή ανέθεσε τη διοίκηση του Τακτικού Στρατού στον Graillard, ύστερα από εισήγηση του Υψηλάντη, όπως αναφέρει η Χ. Δημακοπούλου. Στα καθήκοντά του αυτά συνεπικουρούταν από τον υπολοχαγό Σκαρλάτο Σούτσο. Ο Graillard υπέβαλε υπόμνημα σχετικά με τη γενική κατάσταση του Τακτικού Σώματος για την περίοδο από τον Νοέμβριο του 1831 μέχρι τον Νοέμβριο του 1832. Η κατάσταση του Σώματος ήταν αξιοθρήνητη. Η έλλειψη των οικονομικών πόρων είχε πλήξει το σύνολο των στρατιωτικών μονάδων, το ηθικό ήταν χαμηλό, το Τυπικό Τάγμα, το οποίο είχε συγκροτηθεί ύστερα από εξαιρετικά μεγάλη προσπάθεια, διαλύθηκε. Μέσα σε αυτό το κλίμα αναταραχής, τα Ελαφρά Τάγματα μετασχηματίσθηκαν εκ νέου σε Άτακτα στρατεύματα, και μάλιστα σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα.

Η τραγικότητα της κατάστασης μαρτυρείται σε σειρά επιστολών που συνέταξε ο Graillard υπό την ιδιότητά του ως αρχηγού του Τακτικού Σώματος προς τον υπουργό Πολέμου Ιωάννη Κωλέττη. Στις επιστολές αυτές απευθύνει απεγνωσμένη έκκληση και τον παρακαλεί να ρυθμισθεί, «για όνομα του Θεού», το οικονομικό πρόβλημα του Στρατού, προκειμένου να αποφευχθεί η λιποταξία των στρατευμάτων, η οποία κόντευε πλησίαζε να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Η Κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να σώσει το στράτευμα, παραχώρησε τις εισπράξεις του τελωνείου του Ναυπλίου στη διεύθυνση του Τακτικού Σώματος. Δυστυχώς όμως η κατάσταση επιδεινώθηκε, καθώς οι Άτακτοι απείλησαν να εισβάλουν στην πόλη του Ναυπλίου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να λάβουν τους μισθούς τους. Υπό την απειλή της επικράτησης πλήρους αναρχίας, ο Κωλέττης αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τη γαλλική στρατιά, μέρος της οποίας είχε παραμείνει στην Πελοπόννησο υπό τις διαταγές του Στρατηγού Guéhéneuc. Αυτή η επέμβαση οδήγησε σε αιματηρές συγκρούσεις και επέφερε ολέθρια αποτελέσματα.

Κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα, τον Φεβρουάριο του 1833, ο Graillard διορίσθηκε αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του Όθωνα, και στη συνέχεια τέθηκε επικεφαλής της πρώτης Εθνικής Χωροφυλακής που ο ίδιος οργάνωσε, βάσει του γαλλικού προτύπου, τον Ιούνιο του 1833. Ο Graillard φρόντισε να επιλέξει ο ίδιος με αξιοκρατικά και δίκαια κριτήρια τα πρώτα στελέχη της Χωροφυλακής, τόσο ανάμεσα στους πρώην Ατάκτους πολεμιστές και στους γνωστούς οπλαρχηγούς, όσο και στους Τακτικούς στρατιωτικούς και στους Φιλέλληνες που είχαν διακριθεί για την ανδρεία τους και τη συμπεριφορά τους. Παρέμεινε σε αυτήν τη θέση μέχρι το 1834. Στη συνέχεια τέθηκε σε διαθεσιμότητα, πιθανότατα λόγω των σαινσιμονιστικών ιδεών του, τις οποίες η Αντιβασιλεία ασφαλώς δεν ενέκρινε. Μάλιστα είχε εκδοθεί σχετικά και βασιλικό διάταγμα που κατήγγειλε τον σαινσιμονισμό ως σέχτα ή αίρεση (secte).

Ένας άλλος σοβαρός λόγος που από ό,τι φαίνεται τον έφερε σε αντιπαράθεση με την Αντιβασιλεία, ήταν το πάγιο αίτημά του για αύξηση του αριθμού των στελεχών της Χωροφυλακής και για τη μη συμμετοχή της πολιτικής εξουσίας και του στρατού στο έργο της. Ήδη από την μάχη του Πέτα και μετά, ο Graillard μελέτησε και ανέλυσε σε βάθος τη δομή της Ελληνικής κοινωνίας, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τις στρατιωτικές υποθέσεις όφειλαν να  τις διεκπεραιώνουν μόνο οι στρατιωτικοί, χωρίς παρεμβάσεις από πολιτικούς (κάτι που επιχείρησε να διασφαλίσει κάθε φορά που αναλάμβανε μία θέση ευθύνης).

Για όλους αυτούς τους λόγους υπέβαλε την παραίτησή του στις 12 Ιανουαρίου 1835, δίνοντας υπερήφανο παράδειγμα τους υφισταμένους του. Και αυτό γιατί σύμφωνα με τον Ι. Κόνιαρη, ο Graillard ήταν «αμείλικτος εχθρός της ραδιουργίας και πιστός εις το καθήκον», «βάδιζε την ευθείαν οδόν˙ η τιμή ήτο η πυξίς του, και το καθήκον ο κανών της διαγωγής του. Ταύτα έθετε υπεράνω πάσης φιλοδοξίας».

Ο Graillard δεν τερμάτισε όμως εκεί τη σταδιοδρομία του και συνέχισε να προσφέρει σε άλλους τομείς τις υπηρεσίες του, αφού λίγο αργότερα κλήθηκε να αναλάβει εκ νέου δράση.  Διετέλεσε διαδοχικά Φρούραρχος Μεσολογγίου, Φρούραρχος Αθηνών-Πειραιώς, Προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών, Πρόεδρος της Επιτροπής για την αναθεώρηση των περί του Στρατού διατάξεων, διοικητής ταξιαρχίας, κ.α. Την 19η Φεβρουαρίου του 1848  διορίσθηκε και πάλι αρχηγός της Χωροφυλακής, και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την κατάργηση του Αρχηγείου του Σώματος την 24η Ιουνίου του ίδιου έτους. Το Αρχηγείο ανασυγκροτήθηκε την 29η Νοεμβρίου 1848 με αρχηγό τον Α. Βλαχόπουλο. Την 19η Μαΐου 1854 μετετάχθηκε στο στράτευμα και προβιβάσθηκε σε υποστράτηγο. Έκτοτε παρέμεινε σε διαθεσιμότητα, για λόγους υγείας, και ιδιώτευσε στην Κηφισιά.

Η πιο σημαντική προσπάθειά που κατέβαλε ο Graillard στην Ελλάδα, καταγράφεται αναμφισβήτητα, στον τομέα της ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας, την οποία είχε μελετήσει σε βάθος κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης παραμονής του σε αυτήν. Ο καρπός των σκέψεών του οδήγησε στη συγγραφή ενός έργου με τίτλο Υπόμνημα σχετικά με τον νόμο για την ανάπτυξη του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού (Mémoire sur la loi du développement de la civilisation hellénique moderne). Το υπόμνημα αυτό, το υπέβαλε στον Όθωνα το 1835, λίγο πριν εκείνος αναλάβει τα καθήκοντά του ως μονάρχης, προκειμένου να το λάβει υπόψη του για τη διακυβέρνηση του νέου ελληνικού κράτους. Ωστόσο, οι αρκετά προοδευτικές προτάσεις του δεν εισακούσθηκαν.

Την εποχή αυτή, μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου, με πρώτο τον Όθωνα, έδιναν προτεραιότητα στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας και την ανάπτυξη του στρατού. Η πρόταση του Graillard ήταν να επικεντρωθεί η κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των καταστροφών που είχε επιφέρει ο πόλεμος, στην οργάνωση της παραγωγής και της οικονομίας, για να επιτευχθεί η ανάπτυξη και η ευημερία του Ελληνικού λαού, έτσι ώστε το νέο κράτος να μπορεί να διαδραματίσει εκ νέου ένα σημαντικό ρόλο ως κληρονόμος του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Στο σημείο αυτό συνεργαζόταν με ένα άλλο Φιλέλληνα σαινσιμονιστή, τον Gustave Séligmann d’Eichthal (1804 – 1886), που έζησε στην Ελλάδα από το 1832 έως το 1835. Σε αυτόν είχε αναθέσει ο πρωθυπουργός Ι. Κωλέττης να οργανώσει το Γραφείο της Δημοσίου Οικονομίας (η μετεξέλιξη του οποίου ήταν η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία).

Gustave Séligmann d’Eichthal (1804 – 1886), σχεδίασε το Γραφείο της Δημοσίου Οικονομίας.

Οι προσπάθειες των Γάλλων Σαινσιμονιστών, που είχαν αρχίσει να έρχονται στην Ελλάδα, δεν ευοδώθηκαν, και όλοι απομακρύνθηκαν από δημόσιες θέσεις.

Έκτοτε ο Graillard ανέλαβε άλλες διοικητικές θέσεις.

Αξιοσημείωτη για τον συγκεκριμένο φιλέλληνα είναι η πηγαία και αυθόρμητη αγάπη του για το ελληνικό έθνος. Χωρίς ποτέ να απαρνηθεί τη γαλλική καταγωγή του, επιθυμούσε και επιδίωκε την ανάπτυξη και την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Ο Graillard ήταν ιδεαλιστής και λάτρης της Ελλάδας. Σύμφωνα με άρθρο του στρατηγού (ε.α.) της Αστυνομίας Ναπολέοντα Δοκανάρη, υπήρξε ο πρώτος Φιλέλληνας που απέρριψε τον συγκεκριμένο τίτλο του «Φιλέλληνα», και, κατ’ επέκταση, τα προνόμια που τον συνόδευαν, σε αντίθεση με πολλούς άλλους. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε πολλά έγγραφα, και ιδίως σε επιστολές προς τους φίλους του, υπέγραφε ελληνικά «Γραλλιάρδος». Eν τω μεταξύ είχε αποκτήσει επάξια την ελληνική υπηκοότητα.

Ο Κόνιαρης, στον επικήδειο λόγο του, τον περιγράφει ως «πνεύμα ζωηρόν και τερπνότατον, χαρακτήρα υψηλό, ψυχή συνάμα σταθερά και εύκαμπτη, νου κεκοσμημένο με την καλλιέργεια των γραμμάτων», και «με τα θέλγητρα του πνεύματος», και υπογραμμίζει ότι διέθετε «όλαις τας ισχυράς αρετάς αίτινες επιβάλλουσι το σέβας, και τας γλυκείας αρετάς, αίτινες εφέλκουσι την αγάπην».

Πέθανε στην Κηφισιά, στις 9 Μαΐου του 1863. Έφερε τον βαθμό του αρχιστράτηγου εν αποστρατεία. Τιμήθηκε με το παράσημο του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής από την Γαλλία, με το Αργυρό Αριστείο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος.

 

ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Raybaud Maxime, Mémoires sur la Grèce – Pour servir à l’histoire de la guerre de l’indépendance, τ. 2, εκδ. Tournachon-Molin, Παρίσι
  • Ανέκδοτη επιστολή του «Αρχείου Ιωάννη Κωλέττη» (Αρχειακή Συλλογή ΚΕΙΝΕ, Ακαδημία Αθηνών, Φ. 149Γ, έγγραφο 0014), την οποία απευθύνει ο Graillard στον Κωλέττη στις 8 Ιουλίου του 1832 και η οποία αποτελεί μέρος σειράς επιστολών του Graillard για το ίδιο θέμα.
  • Αντωνίου Σ. Κωνσταντίνος, Ιστορία Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής 1833-1967, τόμ. Α΄, εκδ. Χρηματιστήριον του Βιβλίου, Αθήνα 1964.
  • Ασπρέας Γεώργιος, Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος (1821-1912), εκδ. Χρήσιμα βιβλία, Αθήνα 1930.
  • Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, εκδ. ΟΕΔΒ, Αθήνα 1971.
  • Βακαλόπουλος Απόστολος, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
  • ΓΑΚ, Γραμματεία Στρατιωτικών, Φ. 121, υπόμνημα με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1832, το οποίο περιγράφει ο Ανδρέας Καστάνης (ό.π. [υποσημ. 349], σσ. 36-39).
  • Δημακοπούλου Χαρίκλεια, Ο σαινσιμονιστής François Graillard περί των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων – Παρατηρήσεις και προτάσεις [ανάτυπο από το Δελτίον της ΙΕΕΕ, τ. 22 (1979), σσ. 367-450]. Το Υπόμνημα του Graillard προς τον Όθωνα βρίσκεται στο ίδιο, σσ. 395 κ.ε.
  • Δοκανάρης Ναπολέων, «Ο Γάλλος Φιλέλληνας Φραγκίσκος Γκραγιάρ και το μεγαλειώδες σχέδιό του για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της μεταπελευθερωτικής Ελλάδας», Στρατιωτική Επιθεώρηση, Ιούλιος-Αύγουστος 1991, σσ. 73-84.
  • Εθνική Βιβλιοθήκη, Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων, χειρόγραφο 1.697: Henri Fornèsy, «Le monument des philhellènes», 1860.
  • Εφημερίδα Παλιγγενεσία, Αθήνα, αρ. φ. 141, 16 Μαΐου 1863.
  • Εφημερίδα Ραδάμανθυς, Αθήνα, αρ. φ. 17, 16 Μαΐου 1863.
  • Κτενιάδης Σ. Νικόλαος, Ελληνική Χωροφυλακή – Ιστορικαί σελίδες, τ. Α΄, χ.ε., Αθήνα 1960.
  • Λαλούσης Χαράλαμπος, «O Ελληνικός Στρατός την περίοδο του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια (1828-1831)», Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. 2 (2000), σσ. 31-41.
  • Ν. Κτενιάδης, «Φραγκίσκος Γκραγιάρ, 1792-1863, Ο πρώτος Αρχηγός της Ελληνικής Χωροφυλακής», Αστυνομική Ανασκόπηση, τόμος 9, 1978, σσ. 319-321.
  • Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την νέαν ελληνικήν ιστορίαν (1821-1843), τ. 1-2, εκδ. Παναγιώτου Φ. Χριστοπούλου, Αθήνα 1972.