Πολωνός στρατιωτικός με στολή λογχοφόρου του ιππικού. Αρχές 19ου αιώνα.

 

Η ΕΕΦ επισκέφθηκε πρόσφατα την ιστορική κοινότητα του Πέτα στον νομό Άρτας, και συνάντησε την δραστήρια δήμαρχο της ευρύτερης περιοχής, κυρία Ροζίνα Βαβέτση. Ο δήμος του Πέτα (δήμος Νικολάου Σκουφά), έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια πολλές πρωτοβουλίες για να αναδείξει την συνεισφορά των Φιλελλήνων κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.

Σο πλαίσιο αυτό, η ΕΕΦ επισκέφθηκε την ευρύτερη περιοχή, το πεδίο της μάχης, τον οικισμό, και βέβαια, το μνημείο των Φιλελλήνων.

Η πλέον συγκινητική στιγμή ήταν αυτή της επίσκεψης του ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Πέτα. Στο ιερό αυτό μέρος, έλαβε χώρα μία από τις ηρωικότερες στιγμές του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων μετά το τέλος της μάχης του Πέτα, στις 16 Ιουλίου 1822.

Όταν οι Φιλέλληνες περικυκλώθηκαν από τις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού, μετά την προδοσία του οπλαρχηγού Μπακόλα, δεκαπέντε Πολωνοί από το τάγμα των Φιλελλήνων, με αρχηγό τους τον Πολωνό αξιωματικό Mierzewski, οχυρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και πολέμησαν για πολλή ώρα με απίστευτη γενναιότητα.

Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου στο Πέτα

Η μάχη ήταν σφοδρή. Στο τέλος, όταν η εκκλησία περικυκλώθηκε από εκατοντάδες Τούρκους, οι Πολωνοί ήρωες έφθασαν να μάχονται σώμα με σώμα προκαλώντας τρομερές απώλειες στον εχθρό. Στο τέλος ανέβηκαν στην σκεπή της εκκλησίας, και συνέχισαν να μάχονται από εκεί.

Πολωνός στρατιωτικός με στολή αξιωματικού του ιππικού. Αρχές 19ου αιώνα.

Πολωνός στρατιωτικός με στολή του πεζικού. Αρχές 19ου αιώνα.

Ο δειλός εχθρός κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να νικήσει τους γενναίους Πολωνούς Φιλέλληνες, που πολεμούσαν με την γενναιότητα, το πάθος και την αίσθηση αυτοθυσίας του Λεωνίδα και των 300 Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες. Έτσι στο τέλος  οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στην σκεπή της εκκλησίας, για να δώσουν ένα ηρωικό τέλος στους ατρόμητους αυτούς μαχητές, οι οποίοι πέρασαν πλέον στην αιωνιότητα.

Η Ελλάδα και οι Έλληνες θα είναι πάντα ευγνώμονες προς τους ήρωες αυτούς, και η θυσία τους θα αποτελεί μία μόνιμη γέφυρα φιλίας και συνεργασίας με τον φίλο λαό της Πολωνίας.

Η ΕΕΦ θα τιμήσει την συνεισφορά των Πολωνών Φιλελλήνων σε ειδική εκδήλωση που θα οργανώσει το επόμενο έτος.

 

 

Με θλίψη, προβληματισμό και ανησυχία πληροφορηθήκαμε την πρόθεση του τουρκικού κράτους να μετατρέψει το μνημείο-μουσείο της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης σε τζαμί.

Ανεξάρτητα από θρησκευτικές – ή όποιες άλλες, όπως εθνοτικές – πεποιθήσεις και καταβολές, υπενθυμίζουμε και υπογραμμίζουμε ότι η Αγία Σοφία αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ενταγμένο στον κατάλογο της UNESCO από το 1985 ως μουσείο, χρήση που έχει από το 1934.

Τα πολιτιστικά μνημεία είναι φορείς υψηλών συμβολισμών και αποτελούν κοινό κτήμα του παγκόσμιου πολιτισμού. Είναι φορείς ανθρωπιστικών και διαχρονικών αξιών που δεν θα έπρεπε να υπόκεινται αλλοιώσεις και καταστροφές ή να γίνονται εργαλεία προπαγάνδας.

Καλούμε τους συναδέλφους μας ιστορικούς της τέχνης και ευρύτερα τους επιστήμονες των ανθρωπιστικών, πολιτισμικών και ιστορικών σπουδών, αλλά και κάθε άνθρωπο που θίγεται, να διαμαρτυρηθούν και να δραστηριοποιηθούν προκειμένου να ακυρωθεί η πρόθεση της τουρκικής κυβέρνησης. Από πλευράς μας θα γνωστοποιήσουμε την αντίθεσή μας σε αυτή την πράξη προς πάσα κατεύθυνση, με την ελπίδα να μην αλλάξει το status του μνημείου και να μην απωλέσει η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης τον πολυπολιτισμικό και καλλιτεχνικό της χαρακτήρα.

Καλούμε επίσης όλους τους επίσημους φορείς, καθώς και την UNESCO, να προβούν σε αυστηρές κυρώσεις για την επιχειρούμενη ενέργεια του τουρκικού κράτους που θίγει τον ιστορικό και πολιτιστικό χαρακτήρα του μνημείου.

Η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης ανήκει στον οικουμενικό και πανανθρώπινο πολιτισμό.

Αθήνα, 17 Ιουλίου 2020
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης

 

 

Η εταιρεία MARC υλοποίησε μία σημαντική δημοσκόπηση για το Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦίΜ), με θέμα πως αντιλαμβάνονται οι Έλληνες την Επανάσταση του 1821, τον ρόλο των πρωταγωνιστών σε αυτή, αλλά και των Φιλελλήνων.

Ένα από τα κύρια ευρήματα της έρευνας είναι ότι η Επανάσταση του 1821 αποτελεί κοινό τόπο αναφοράς που ενώνει τους Έλληνες, ενώ τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως το φύλο και η ηλικία, το εισόδημα, η ιδεολογία και το μορφωτικό επίπεδο ασκούν μικρή επιρροή στις απόψεις τους.

Μία σημαντική ερώτηση αφορούσε τις κοινωνικές ομάδες και τους θεσμούς που συνέβαλαν αποφασιστικά στο ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821. Το κοινό θεωρεί ότι η Φιλική Εταιρεία (με 94,2%) και οι Φιλέλληνες (με 87,1%), διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η απάντηση αυτή είναι ιδιαίτερα τιμητική για το Ελληνικό κοινό, το οποίο αναγνωρίζει και τιμά τον ρόλο των Φιλελλήνων, που αγωνίσθηκαν στην Ελλάδα και διεθνώς για την Εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδος.

Η ΕΕΦ θεωρεί ότι το αποτέλεσμα αυτό δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό και τις προσπάθειές της, και θα συνεχίσει το έργο της με στόχο την ανάδειξη του Ελληνικού πολιτισμού και την διαιώνιση του Φιλελληνικού ρεύματος διεθνώς.

Η έρευνα περιέχει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία, και μπορείτε να την κατεβάσετε εδώ.

 

 

Ο Διονύσιος Βούρβαχης (Constantin Denis Bourbaki), σύμφωνα με τα γαλλικά αρχεία, γεννήθηκε στην Κεφαλονιά την 1η Αυγούστου του 1787 και στη συνέχεια πολιτογραφήθηκε Γάλλος στις 9 Νοεμβρίου 1818. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται συνήθως ως φιλέλληνας ελληνικής καταγωγής.

Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος-Σωτήριος Βούρβαχης, ήταν ναυτικός και έμπορος, εγκατεστημένος στη Μασσαλία. Σύμφωνα με την Averoff Michelle και το άρθρο της για τους Φιλέλληνες, είχε γεννηθεί στα Σφακιά της Κρήτης και το πραγματικό του επίθετο ήταν «Σκορδιλής». Το όνομα «Βούρβαχης» του είχε  δοθεί από τους Τούρκους, και σήμαινε «αυτός που κτυπά πρώτος» ή «αυτός που είναι επικεφαλής», δεδομένου ότι η οικογένειά του ήταν οικογένεια αγωνιστών του νησιού. Μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου η οικογένεια μετανάστευσε στην Κεφαλονιά. Στη Μασσαλία, ο πατέρας Βούρβαχης διατηρούσε σχέσεις με τον Ιωσήφ Βοναπάρτη, γεγονός που συντέλεσε ώστε να επιλεγεί για μια επικίνδυνη αποστολή. Όταν τον Δεκέμβριο του 1798 ο Ναπολέων βρισκόταν στην Αίγυπτο, παρέστη ανάγκη να ειδοποιηθεί για να επιστρέψει γρήγορα στη Γαλλία όπου οι πολιτικοί του αντίπαλοι είχαν δημιουργήσει αναταραχές. Ο Κωνσταντίνος-Σωτήριος κατάφερε με το πλοίο του να ειδοποιήσει έγκαιρα τον αυτοκράτορα χωρίς να γίνει αντιληπτός, ούτε από τους Τούρκους, ούτε από τους Άγγλους που είχαν επιβάλει αποκλεισμό. Από τότε, η οικογένεια Βούρβαχη συνδέθηκε στενότερα με την οικογένεια Βοναπάρτη που ανέλαβαν να προστατεύουν τους γιους του Κωνσταντίνου-Σωτήριου, τον Ιωσήφ και τον Διονύσιο. Οι τελευταίοι μετοίκησαν στη Γαλλία μετά τον θάνατο του πατέρα τους.

Ο Διονύσιος Βούρβαχης σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Fontainebleau απ’ όπου απεφοίτησε το 1804 και εντάχθηκε στο γαλλικό πεζικό. Πολέμησε στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Γερμανία και διορίσθηκε υπασπιστής του Ιωσήφ Βοναπάρτη, όταν αυτός έγινε μονάρχης της Ισπανίας. Σύμφωνα με πληροφορίες από το ατομικό του μητρώο που παραθέτει ο Μπάμπης Άννινος, ο οποίος ήταν γιος μιας εκ των τριών αδελφών του Διονυσίου που διαβιούσαν στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, ο Βούρβαχης στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στον γαλλικό στρατό, είχε τραυματιστεί τέσσερις φορές σοβαρά, και τρεις φορές είχε λάβει εύφημο μνεία για τις υπηρεσίες του. Ο Στέφανος Παπαδόπουλος στη μονογραφία του για τον Διονύσιο Βούρβαχη στο περιοδικό Παρνασσός, αναφέρει ότι μετά την πρώτη εξορία του Ναπολέοντα στη νήσο Έλβα, ο Βούρβαχης παραιτήθηκε από τον γαλλικό στρατό, αλλά επανήλθε λίγο αργότερα. Επιπλέον, τόσο αυτός όσο και η Averoff, σημειώνουν ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, ο Διονύσιος Βούρβαχης ήταν εκείνος που με πολλούς κινδύνους έφθασε στο νησί Έλβα προκειμένου να ειδοποιήσει τον Ναπολέοντα ότι οι αντίπαλοί του σκόπευαν να τον εξορίσουν σε πιο μακρινό τόπο. Έτσι η μοίρα το έφερε να αναλάβει παρόμοια αποστολή με αυτήν που είχε αναλάβει ο πατέρας του.

Μετά την επάνοδο του Ναπολέοντα, ο Βούρβαχης υπηρέτησε ως διοικητής του 31ου ελαφρού συντάγματος του γαλλικού πεζικού. Σύμφωνα με τον βιογράφο των φιλελλήνων Henri Fornèsy, είχε φτάσει μέχρι τον βαθμό του συνταγματάρχου, όταν τέθηκε σε κατάσταση διαθεσιμότητας από το καθεστώς των Βουρβόνων. Στη συνέχεια υπέβαλε την παραίτησή του στον γαλλικό στρατό η οποία έγινε δεκτή μόλις το 1820.

Ο Βούρβαχης ήταν φιλελεύθερος στο φρόνημα, και έπειτα από πολλές περιπέτειες, περιπλανήσεις και μονομαχίες αναγκάσθηκε στη συνέχεια να αυτοεξορισθεί στην Ισπανία, πατρίδα της συζύγου του Charlotte de Rica, όπου είχαν καταφύγει και άλλοι βοναπαρτιστές. Αργότερα επέστρεψε στη Γαλλία και αποτραβήχθηκε στη μικρή πόλη Pau.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση ο Βούρβαχης βρισκόταν στο Παρίσι. Συγκινημένος από τον Αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας του, προσπάθησε αρχικά να τη βοηθήσει μέσα από την ενεργή δράση του στο πλαίσιο της Φιλελληνικής Επιτροπής του Παρισιού. Ο ενθουσιασμός όμως που τον κυρίευσε μετά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου και η αγάπη του για την Ελλάδα τον ώθησαν να λάβει μέρος στον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωσή της. Μαζί του αναχώρησαν για την Ελλάδα και άλλοι Γάλλοι αξιωματικοί. Με την άδεια της Γαλλικής κυβέρνησης, ο Βούρβαχης έφθασε στην Ελλάδα περί τα τέλη Νοεμβρίου 1826, ή λίγο νωρίτερα κατά άλλους μελετητές. Δεν ήρθε ως απλός πολεμιστής, αλλά και ως απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Παρισιού. Μαζί του είχε χρήματα, ενώ συνοδευόταν και από άλλους Φιλέλληνες εθελοντές. Παράλληλα, το έργο του ενίσχυε οικονομικά και η Επιτροπή της Κέρκυρας, στην οποία συμμετείχε ο αδελφός του Καποδίστρια. Η Επιτροπή επιτελούσε σημαντικό έργο, και μάλιστα εξαγόραζε συστηματικά σε πολλά μέρη της Μεσογείου Έλληνες σκλάβους από το Μεσολόγγι και αλλού, και τους απέδιδε ελεύθερους στην Ελλάδα.

Όταν έφθασε στο Ναύπλιο, ο Βούρβαχης πήρε άδεια από τη Διοικητική Επιτροπή για να συγκροτήσει δικό του Σώμα αποτελούμενο από «μέγαν αριθμόν Ελλήνων και Φιλελλήνων», σύμφωνα με τον Fornèsy. Οι άνδρες αυτοί ήταν κυρίως Επτανήσιοι και Γάλλοι φιλέλληνες. Ανάμεσά τους συγκαταλεγόταν ο Ανδρέας Μεταξάς, γαμπρός του Βούρβαχη. Το Σώμα του έφθασε να αριθμεί σύντομα περί τους 800 άνδρες και είχε αποστολή, κατά τον Gravière, να εκστρατεύσει στη Δυτική Ελλάδα ή να ενισχύσει τον Καραϊσκάκη για την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας. Ο Βούρβαχης ήταν αφοσιωμένος στον Καραϊσκάκη και στον σκοπό αυτό. Ο βασικός στόχος των Ελλήνων και Φιλελλήνων την εποχή αυτή, ήταν να διατηρήσουν  απελευθερωμένες εστίες στην Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα, έτσι ώστε το θέμα της Ελληνικής Επανάστασης και της προοπτικής ίδρυσης ελεύθερου Ελληνικού κράτους, να βρίσκεται διαρκώς στην ημερήσια διάταξη των διπλωματικών κέντρων διεθνώς. Η Γαλλία στήριζε την στρατηγική αυτή, και θεωρούσε ότι μια επιτυχημένη έκβαση θα ενίσχυε παράλληλα και το γόητρό της.

Δυστυχώς, ο Βούρβαχης δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, κυρίως γιατί η Διοικητική Επιτροπή δεν τροφοδοτούσε το Σώμα, και ο ίδιος αναγκαζόταν να αγοράζει μόνος του τρόφιμα για να συντηρεί τους άνδρες του. Οι συνθήκες δεν ήταν καλές και έτσι, πολλοί άνδρες του άρχισαν να λιποτακτούν. Πέραν τούτου, πολλοί, ανάμεσά τους κι ο Μακρυγιάννης, εναντιώθηκαν στον Βούρβαχη καθώς αντιπαθούσαν τον γαμπρό του, τον Μεταξά, και τον Κολοκοτρώνη, που θεωρούνταν ρωσόφιλοι. Παράλληλα, τον Βούρβαχη ενοχλούσαν ιδιαίτερα οι εμφύλιες συγκρούσεις και τα αντιμαχόμενα συμφέροντα.

Ο Βούρβαχης αναχώρησε προς την Στερεά Ελλάδα με στόχο να συναντηθεί και να συντονισθεί με τον Καραϊσκάκη, και να επιχειρεί πλέον από κοινού μαζί του. Για να το πετύχει αυτό, αγνόησε πολλές φορές τις διαταγές της Διοίκησης. Μετά από μία τέταρτη επιστολή, αποφάσισε να αλλάξει πορεία και να κατευθυνθεί προς την Αθήνα. Η εκτίμηση και η αγάπη που έτρεφε για τον Καραϊσκάκη προκύπτει από μία επιστολή του προς αυτόν κατά την επίμαχη περίοδο, στην οποία αναφέρει: «Αρχηγέ! … είμαι πάντοτε εις τας οδηγίας σας, και έτοιμος να τρέξω όπου με κρίνετε άξιον δια το καλόν της πατρίδος. Ο αδελφός σας Βούρβαχης».

Η υπογραφή του Βούρβαχη από επιστολή του

Σε κάθε περίπτωση, όλοι, από όλες τις πλευρές συμφωνούσαν ότι ο Βούρβαχης ήταν άνθρωπος έντιμος, ανιδιοτελής και αγνός πατριώτης που διψούσε να δει την Ελλάδα ελεύθερη. Εν τέλει, η Διοικητική Επιτροπή, ματαίωσε τις επιδιώξεις του, και τον διέταξε να μεταβεί στην Ελευσίνα προς ενίσχυση της πολιορκίας των Αθηνών.

Έτσι στο τέλος του 1826, έφθασε στην Ελευσίνα. Εκεί συνάντησε τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, και σε λίγες ημέρες ήρθε και ο Παναγιώτης Νοταράς. Από την Ελευσίνα, ο Βούρβαχης και οι δύο οπλαρχηγοί, με ενωμένες τις δυνάμεις τους κινήθηκαν προς το Μενίδι όπου στις 22 Ιανουαρίου συγκρούσθηκαν με επιτυχία με Τουρκικές δυνάμεις.

Στις 25 Ιανουαρίου, ο Βούρβαχης με τον Μαυροβουνιώτη και τον Νοταρά, και με 3500 άνδρες, κατευθύνθηκαν προς το Καματερό. Στο σημείο αυτό, δέχθηκαν δύο ημέρες μετά επίθεση από 2600 τούρκους. Στη μάχη που ακολούθησε στο Καματερό, σημειώθηκε διαφωνία μεταξύ των τριών αρχηγών των Σωμάτων που επιχειρούσαν, ως προς την τακτική της μάχης. Ο Βούρβαχης, προέκρινε την κατά μέτωπον επίθεση, στρατοπέδευσε με το Σώμα του στην πεδιάδα ως ένα είδος εμπροσθοφυλακής, ενώ ο κύριος όγκος του στρατεύματος παρέμεινε στα υψώματα, λίγο μακρύτερα από αυτόν. Οι δυνάμεις των Ελλήνων και Φιλελλήνων ήταν ισοδύναμες με αυτές των Τούρκων, το σχέδιο ήταν σωστό και θα είχε επιτύχει εάν επικρατούσε πειθαρχία. Όμως οι άτακτες δυνάμεις των Ελλήνων φοβούνταν το Τουρκικό ιππικό. Επίσης, η έλλειψη πειθαρχίας των Ελλήνων ατάκτων, οδήγησε για άλλη μία φορά σε τραγικά αποτελέσματα. Χωρίς πειθαρχία ήταν αδύνατο να εφαρμοσθεί σχέδιο μάχης. Το πρόβλημα αυτό κόστισε πολύ στις Ελληνικές δυνάμεις, σε πολλές μάχες. Και δύο μήνες αργότερα, το ίδιο πρόβλημα προκάλεσε άλλη μία οδυνηρή ήττα στον Ανάλατο και τον θάνατο του μεγάλου αγωνιστή, Στρατηγού Καραϊσκάκη.

Όταν άρχισε η επίθεση των δυνάμεων των Τούρκων και εμφανίσθηκε το ιππικό, οι άτακτοί Έλληνες μαχητές εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και προωθήθηκαν προς τα γύρω υψώματα. Έτσι εγκατέλειψαν το Σώμα του Βούρβαχη στο έλεος των Τούρκων.

Η μάχη ήταν σφοδρή, αλλά το Σώμα των Ελλήνων και Φιλελλήνων του Βούρβαχη είχε περικυκλωθεί, και ο αγώνας είχε καταστεί πλέον άνισος. Οι τριακόσιοι άνδρες του Βούρβαχη, αφού πολέμησαν γενναία, σφαγιάσθηκαν όλοι. Ελάχιστοι Φιλέλληνες έπεσαν ζωντανοί στα χέρια των Τούρκων. Δύο Γάλλοι, ένας Γερμανός και ο τραυματισμένος Βούρβαχης. Λέγεται μάλιστα ότι ειδικά γι’ αυτόν ανταγωνίσθηκαν σκληρά μεταξύ τους Τούρκοι ιππείς, ποιος θα τον ακινητοποιήσει για να λάβει ως λάφυρο έναν πολύτιμο λίθο που κοσμούσε το γιαταγάνι του.

Ο Ναύαρχος Δεριγνύ που βρισκόταν στην περιοχή, ζήτησε από τον Κιουταχή να σεβαστεί τους αιχμαλώτους και να δεχθεί να τους ανταλλάξει με αιχμαλώτους Τούρκους. Ο Κιουταχής αρνήθηκε, διέταξε να κόψουν τα κεφάλια όλων των Φιλελλήνων και τα έστειλε στον Σουλτάνο μαζί με τις στολές τους, την περικεφαλαία του Βούρβαχη, ένα βλήμα 68 λιτρών που έριξε στο Τουρκικό στρατόπεδο το ατμοκίνητο πλοίο «Καρτερία» που επιχειρούσε στην περιοχή και υποστήριζε τις Ελληνικές δυνάμεις και ψωμί ζυμωμένο από αμερικανικό αλεύρι που διένειμε η φρεγάτα «Ελλάς» στους Έλληνες.

Ο Κιουταχής ήθελε να δείξει με αυτόν τον τρόπο, ότι νίκησε έναν στρατό που ενίσχυαν, τροφοδοτούσαν και διοικούσαν ξένοι, και να χλευάσει τους Φιλέλληνες και τον Φιλελληνισμό. Η βάρβαρη και ανόητη αυτή πράξη, εξόργισε τους Γάλλους αξιωματούχους, αλλά και την κοινή γνώμη διεθνώς.

Το τραγικό τέλος του Βούρβαχη και ο ηρωικός θάνατός του στις 27 Ιανουαρίου / 8 Φεβρουαρίου 1827, σε ηλικία μόλις 40 ετών, εξόργισαν τον Ναύαρχο Δεριγνύ, και όπως αυτός υπογράμμισε στους Τούρκους, αναζωπύρωσε το φιλελληνικό ρεύμα σε όλη την Ευρώπη.

Έτσι, ο μεγάλος αυτός Έλληνας υπηρέτησε έντιμα και γενναία και τη Γαλλία (εκεί τον αποκαλούσαν «Καπετάν Γραικό») και την Ελλάδα, και με τον ηρωικό του θάνατο τίμησε και τις δύο του πατρίδες και τις κοινές τους αξίες.

Στη Γαλλία, ο γιος του, Κάρολος-Σωτήριος Βούρβαχης, συνέχισε το ένδοξο όνομα της οικογένειας, καθώς διέπρεψε αργότερα ως ένας από τους γενναιότερους στρατηγούς του Ναπολέοντα Γ΄.

Ο Διονύσιος Βούρβαχης είχε τιμηθεί στη Γαλλία με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, στις 27 Δεκεμβρίου 1814. Σήμερα, δύο δρόμοι στην Κεφαλονιά και στο Καματερό, φέρουν το όνομά του, ενώ ο δήμος της περιοχής ενίοτε διοργανώνει και αγώνες προς τιμήν του («Βουρβάχεια»). Πεθαίνοντας, ο Διονύσιος Βούρβαχης πρόφερε το όνομα της Ακρόπολης για την οποία θυσίασε τα πάντα, ακόμη και τη ζωή του. Γι’ αυτό και ένας δρόμος στην Αθήνα που οδηγεί προς την Ακρόπολη έχει λάβει το όνομά του για να μας θυμίζει τον μεγάλο αυτόν ήρωα. Ο ηρωικός θάνατός του θα μένει πάντα ανεξίτηλος στην ιστορία για την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Η οδός Βούρβαχη στη γωνία με την Λεωφόρο Συγγρού

 

ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Alevras Constantin, Les volontaires hellènes en France pendant la guerre franco-allemande en 1870, Paris, R. Debresse, 1947.
  • Averoff Michelle, «Les Philhellènes », Bulletin de l’Association Guillaume Budé, no 3, Octobre 1967, σσ. 312-332.
  • Barth Wilhelm – Max Kehrig-Korn, Die Philhellenenzeit, von der Mitte des 18 Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias am 9 Oktober 1831, εκδ. Hueber, Μόναχο
  • Jurien de la Gravière, La station du Levant, tome 2, Paris, Plon, 1876.
  • Άιδεκ Κάρολος, «Τα των Βαυαρών Φιλελλήνων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1826-1829», Αρμονία, τ. 1 (1900) και τ. 2 (1901).
  • Άννινος Μπάμπης, Ιστορικά σημειώματα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1925.
  • Βυζάντιος Χρήστος, Ιστορία των κατά την Ελλην. Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833, χ.ε., Αθήνα 1901.
  • Ηλεκτρονική βάση απονεμηθέντων παρασήμων της Λεγεώνας της Τιμής http://wwwcoulture.gouv.fr/documentation/leonore/leonore.htm, Dossier LΗ321/81.
  • Παπαδόπουλος Στέφανος, «Διονύσιος Βούρβαχης (Denys Bourbaki) ένας Γάλλος φιλέλληνας του 1821 ελληνικής καταγωγής», Παρνασσός, τόμος Ε΄, 1963, σσ. 340-356.
  • Παρεντής Ευάγγελος, Ιστορία Κεφαλονιάς-Κέρκυρας-Ζακύνθου-Ιθάκης-Παξών, Αθήνα, 1978.
  • Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Κείμενο-Εισαγωγή-Σημειώσεις Γιάννη Βλαχογιάννη, έκδοση Β΄, Αθήνα, 1947, τόμος 1.
  • Φορνέζι Ερρίκος, Το μνημείον των Φιλελλήνων, εκδ. Χ. Κοσμαδάκης & σία, Αθήνα 1968 [Απομνημονεύματα αγωνιστών του ΄21, τ. 20].
  • https://www.bourbakipanorama.ch/vermittlung/bourbaki-blog/artikel/ein-echter-bourbaki/ [πρόσβαση Ιούνιος 2020].

 

Στολή Αντισυνταγματάρχη του Ελληνικού Πυροβολικού σαν αυτή που φορούσε ο Pauzié στην Ελλάδα (αρχείο ΓΕΣ)

 

Ο Jean Henri Pierre Auguste Pauzié-Banne, όπως είναι το πλήρες όνομά του, ήταν αξιωματικός του Πυροβολικού στη Γαλλία. Απόφοιτος της Πολυτεχνικής Σχολής του Παρισιού, διετέλεσε διοικητής του Σώματος Πυροβολικού στην Ελλάδα, και, κυρίως, ιδρυτής και πρώτος διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων στο Ναύπλιο.

Ο Pauzié-Banne γεννήθηκε στο Montpellier της περιφέρειας Hérault στην Γαλλία, στις 2 Ιουνίου του 1792. Ο πατέρας του ονομαζόταν François και η μητέρα του Diane Elisabeth Colondre. Στην επετηρίδα των μαθητών του Πολυτεχνικού Σχολείου αναφέρεται, εντούτοις, ως ορφανός και ως διεύθυνση κατοικίας έχει δηλωθεί η διεύθυνση του πεθερού του στο Παρίσι (81 rue du Faubourg du Roule, Paris, Seine). Το ατομικό του δελτίο εξετάσεων στη Σχολή αυτή υποδηλώνει ότι ο Pauzié εισήλθε στο Πολυτεχνείο 83ος, στις 22 Οκτωβρίου 1810, με αριθμό μητρώου 2334, ενώ εξήλθε 32ος στη σειρά των αξιωματικών του Πυροβολικού Ξηράς, τον Ιανουάριο του 1812, με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού.

Επιπλέον, μια μικρή φυσική περιγραφή του, που δίνει το ίδιο δελτίο, μαρτυρά τη μορφή του και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του: είχε μαλλιά και φρύδια ξανθά, μέτωπο καλυμμένο, μύτη μακριά, μάτια μπλε, στόμα μέτριο, πηγούνι στρογγυλό, πρόσωπο γεμάτο και ύψος 1 μ. 69 εκ.

Ο Pauzié, αφού ολοκλήρωσε τη φοίτηση του στη Πολυτεχνική Σχολή, συνέχισε τις σπουδές του στη Στρατιωτική Σχολή του Metz, και το 1813-1814 υπηρέτησε στη Στρατιά του Μεγάλου Ναπολέοντα. Συμμετείχε σε διάφορες μάχες και τραυματίσθηκε σε δύο από αυτές.

Την εποχή που ο Κυβερνήτης Καποδίστριας ζήτησε στρατιωτικούς συμβούλους από τον Γάλλο υπουργό άμυνας, υπηρετούσε στο Υπουργείο Πολέμου και με απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης, του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του στρατιωτικού συμβούλου του Καποδίστρια. Έφθασε στην Ελλάδα στα τέλη του 1827 και ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα στις 28 Ιανουαρίου 1828. Στον Ελληνικό στρατό έφθασε μέχρι τον βαθμό του Συνταγματάρχου.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας επιθυμούσε τη σύσταση ενός ανεξάρτητου Σώματος Πυροβολικού («Τάγματος Πυροβολιστών»). Έτσι ανέθεσε περί το τέλος Ιουνίου 1828, στον λοχαγό τότε Pauzié, τη μελέτη για τη συγκρότηση και τη λειτουργία μιας Σχολής Πυροβολικού. Παράλληλα, ζήτησε να του υποβάλει σχέδιο οργάνωσης και κοστολόγιο της απαιτούμενης για τη Σχολή δαπάνης. Ο Pauzié υπέβαλε πλήρη μελέτη για τη θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση των αξιωματικών του Πυροβολικού. Η μελέτη εκείνη προέβλεπε ότι ο αριθμός των μαθητών θα κυμαινόταν από είκοσι έως είκοσι πέντε, και καθόριζε τη διάρκεια φοίτησης στα δύο χρόνια.

Αρχικά, συστάθηκε το Τάγμα Πυροβολιστών με διάταγμα που εκδόθηκε στις 17 Αυγούστου 1828, και δύο ημέρες αργότερα, η διοίκηση του τάγματος ανατέθηκε στον Συνταγματάρχη Πυροβολικού, κόμη, Νικόλαο Πιέρρη. Δύο μήνες μετά, ανέλαβε τη διοίκηση του τάγματος ο Pauzié, για λίγο όμως διάστημα, οπότε ανέλαβε και πάλι ο Πιέρρης. Ο τελευταίος είχε υποβάλει τον Οκτώβριο του 1828 στον Κυβερνήτη νέο «Σχέδιο Διατάγματος δια το Σχολείον του Τάγματος των Πυροβολιστών». Το σχέδιο αυτό εφαρμόσθηκε τελικά στη Σχολή από την 15η Νοεμβρίου 1828 μέχρι τις 12 Ιανουαρίου 1829, οπότε ένα μέρος της Σχολής συγχωνεύθηκε με τον «Λόχο των Ευελπίδων». Η Σχολή συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τον Μάιο του 1829 ως σχολείο εφαρμογής με το όνομα «Σχολείον του Τάγματος των Πυροβολιστών» (École de Bataillon d’Artillerie), και παρείχε τεχνική και τακτική εκπαίδευση στους αξιωματικούς του Πυροβολικού, υπό τη διοίκηση του Πιέρρη. Ο «Λόχος των Ευελπίδων» είχε συσταθεί τον Ιούλιο του 1828 με στόχο την εκπαίδευση των αξιωματικών αλλά, παρά τις υψηλές προσδοκίες, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί επάξια στο στόχο του με αποτέλεσμα ο Κυβερνήτης να διατάξει τη διάλυσή του και την αναδιοργάνωσή του σε νέες βάσεις.

Πέραν τούτων, στις 2 Δεκεμβρίου του 1828, ο Pauzié, σε συνεννόηση με τον Γάλλο πρόξενο στην Ελλάδα Antoine Juchereau de Saint-Denys, υπέβαλε πρόταση στον Κυβερνήτη για τη δημιουργία ενός στρατιωτικού πολυτεχνικού σχολείου στο Ναύπλιο. Ο Κυβερνήτης, παρότι θεώρησε τολμηρό το εγχείρημα, έδωσε τη συγκατάθεσή του και ονόμασε τον Pauzié «Έφορον», δηλαδή Επιθεωρητή του «Λόχου των Ευελπίδων» και της Σχολής Πυροβολικού επιφορτισμένο με τη συγκρότηση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου. Πράγματι, στις 28 Δεκεμβρίου του 1828, ο Pauzié υπέβαλε λεπτομερές σχέδιο νόμου, με τίτλο «Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο», σχέδιο που εγκρίθηκε από τον Κυβερνήτη με το υπ’ αριθ. 8683 διάταγμα της 12ης Ιανουαρίου 1829. Στη συνέχεια του διατάγματος αυτού, ο «Λόχος των Ευελπίδων», και εν μέρει η Σχολή Πυροβολικού, έπαυαν την λειτουργία τους και οι σπουδαστές τους απορροφούνταν από το ανωτέρω Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο. Διοικητής του Πολεμικού Σχολείου ονομάστηκε ο Pauzié, προαγόμενος από Λοχαγό σε Αντισυνταγματάρχη, με το αιτιολογικό, όπως αναφέρεται στη Γενική Εφημερίδα, ότι έπρεπε να φέρει βαθμό ανάλογο με τα καθήκοντά του.

Ακολούθως, ο Καποδίστριας ζήτησε από τον Pauzié να βρει κατάλληλο κατάλυμα για την εγκατάσταση του Σχολείου στο Ναύπλιο.

Το κτίριο της πρώτης Σχολής Ευελπίδων στο Ναύπλιο

Εύελπις της πρώτης Σχολής Ευελπίδων (αρχείο ΓΕΣ)

Μόλις λύθηκε το πρόβλημα της στέγασης, απομακρύνθηκαν οι ακατάλληλοι μαθητές και οι κενές θέσεις συμπληρώθηκαν από νέους που προέρχονταν από το ορφανοτροφείο της Αίγινας το οποίο φιλοξενούσε ορφανά των αγωνιστών της Επανάστασης. Το Σχολείο είχε σαν πρότυπο την Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού που επηρέασε πολλές άλλες ευρωπαϊκές σχολές στις αρχές του 19ου αιώνα και ο διοικητής της Pauzié ήταν υπόλογος στη Γραμματεία των Στρατιωτικών του κράτους.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Pauzié μεταρρύθμισε το Σχολείο από τη βάση του και αύξησε τη διάρκεια των σπουδών. Η εκπαίδευση των μαθημάτων, την οποία είχε προτείνει ο ίδιος, ήταν εγγεγραμμένη στο καταστατικό του Σχολείου και προέβλεπε τη λειτουργία τριών εκπαιδευτικών τάξεων.

Το πρόγραμμα σπουδών είχε βασισθεί στο αντίστοιχο πρόγραμμα της Γαλλικής Πολυτεχνικής Σχολής, αλλά υλοποιείτο σε κατώτερο επίπεδο και ήταν προσαρμοσμένο στις Ελληνικές ανάγκες. Ο Pauzié, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το Πολεμικό Σχολείο, είχε πολλά εμπόδια να αντιμετωπίσει. Ένα από αυτά ήταν η έλλειψη ελληνικών στρατιωτικών εγχειριδίων. Η πλειονότητα των βιβλίων ήταν στη γαλλική γλώσσα και χρειάζονταν να μεταφραστούν, παρότι η γαλλική γλώσσα κατείχε κυρίαρχη θέση στην εκπαίδευση των Ευελπίδων.

Οι εξετάσεις των πρώτων υποψηφίων πραγματοποιήθηκαν ενώπιον επιτροπής στην οποία προήδρευε ο Στρατηγός Trézel, αρχηγός του Ελληνικού Τακτικού Στρατού, τον Οκτώβριο του 1829 παρουσία και του Γάλλου Πρόξενου. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων και ο συγχαρητήριος λόγος του διοικητού της Σχολής, δημοσιεύθηκαν στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος, στις 23 Νοεμβρίου 1829. Τον Ιούλιο του 1831, οι πρώτοι μαθητές που είχαν αποφοιτήσει ήταν έτοιμοι να ενταχθούν στις τάξεις του στρατού με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Έλαβαν τις επωμίδες των Ευέλπιδων υπαξιωματικών από τον ίδιο τον Κυβερνήτη. Οι πρώτοι απόφοιτοι ήταν μόλις οκτώ και εντάχθηκαν όλοι στο Πυροβολικό.

Τον Οκτώβριο του 1830, θεσμοθετήθηκε επιπλέον, η δημιουργία ενός «Συμβουλίου εκπαίδευσης και πειθαρχίας» το οποίο απαρτιζόταν από επτά μέλη και είχε επικεφαλής τον διοικητή της Σχολής, κατά τα πρότυπα του «Συμβουλίου Τελειοποίησης» της Πολυτεχνικής Σχολής του Παρισιού. Τον Αύγουστο του 1831, μετά την αποχώρηση του Pauzié, καθορίσθηκε ότι η ηλικία των υποψηφίων θα κυμαινόταν από 15 έως 20 ετών. Γενικά, από τις 12 Ιανουαρίου 1829 και μέχρι το 1834, ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων ανήλθε σε 86 άτομα.

Εύελπις με τη μικρή στολή, 1829 (αρχείο ΓΕΣ)

Εύελπις με τη μεγάλη στολή, 1833 (αρχείο ΓΕΣ)

Σε αντικατάσταση του Πιέρρη, τον Μάρτιο του 1829, ο Pauzié ανέλαβε και πάλι τη διοίκηση του Τάγματος Πυροβολικού, παράλληλα με τη διοίκηση του Πολεμικού Σχολείου. Τα καθήκοντά αυτά τα διατήρησε μέχρι την αναχώρησή του από την Ελλάδα. Ο Pauzié αναδιοργάνωσε το συγκεκριμένο τάγμα που συμπεριέλαβε τελικά πέντε πυροβολαρχίες. Στις 4 Δεκεμβρίου 1829 το Σώμα γιόρτασε για πρώτη φορά, υπό την εποπτεία του Pauzié που είχε προαχθεί σε Συνταγματάρχη, τη μνήμη της Αγίας Βαρβάρας προστάτιδας του Πυροβολικού.

Από τη θέση αυτή, ο Pauzié αναδιοργάνωσε και τη Σχολή του Τάγματος Πυροβολικού που επαναλειτούργησε από τον Μάιο του 1830 μέχρι και τον Ιούνιο του 1831, με εμπλουτισμένο και αναθεωρημένο πρόγραμμα εκπαίδευσης και πρακτικής εξάσκησης.

Σύμφωνα με την έρευνα του Ανδρέα Καστάνη, ο Pauzié, δυστυχώς τον Δεκέμβριο του 1830 ήρθε σε διαμάχη με τον νέο αρχηγό του Τακτικού Στρατού Gerard, που είχε εν τω μεταξύ αντικαταστήσει τον Trézel, για υπηρεσιακούς λόγους. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Pauzié να υποβάλει την παραίτηση του στις 31 Ιουλίου. Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας την έκανε δεκτή στις 12 Αυγούστου 1831. Ακολούθως, ο Pauzié αναχώρησε για τη Γαλλία στις 9 Δεκεμβρίου 1831.

Όταν έφθασε στη Γαλλία, προήχθη καθυστερημένα στον βαθμό του Ταγματάρχη στις 31 Δεκεμβρίου του 1835. Οι βαθμοί που είχε αποκτήσει στην Ελλάδα δεν ίσχυαν στη Γαλλία. Οι επίσημες επετηρίδες του γαλλικού Στρατού Ξηράς τον εμφανίζουν ενεργό μέχρι και το 1847. Το 1840 τον συναντάμε στην Αλγερία και το 1847 τον συναντάμε ως Επιθεωρητή του πυριτιδοποιείου στην πόλη Esquerdes. Επιπλέον, οι ελάχιστες Γαλλικές αναφορές επιβεβαιώνουν την ελληνική βιβλιογραφία, σύμφωνα με την οποία πέθανε ως Ταγματάρχης, στις 9 Φεβρουαρίου 1848.

Ο Pauzié τιμήθηκε με το μετάλλιο του Αγίου Ιωάννη, το παράσημο του Αγίου Λουδοβίκου και το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής στις 21 Μαρτίου του 1831, από το Γαλλικό κράτος. Στην Ελλάδα τιμήθηκε με το χρυσό παράσημο του Σωτήρα στις 20 Μαΐου/1η Ιουνίου 1833.

Η  λειτουργεία και εκπαίδευση της Σχολής Ευελπίδων επηρεάσθηκε από τον Γάλλο Φιλέλληνα Pauzié, η οποία χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα πολλά από τα παραγγέλματα που είχε επιλέξει ο ιδρυτής της.

Το κτίριο της πρώτης Σχολής Ευελπίδων στο Ναύπλιο όπως είναι σήμερα

 

ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Fourcy A. Histoire de l’École Polytechnique, Paris, chez l’auteur, 1828.
  • N. P. Hachette, Correspondance sur l’École Polytechnique à l’usage des élèves de cette école, janvier 1809-janvier 1813, Tome second, Paris, V. Courcier, 1814.
  • Marielle C. P., Répertoire de l’École Impériale Polytechnique, Paris, Mallet-Bachelier, 1855.
  • Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Τόμος Δ΄, Εν Άργει Εθνική Συνέλευση 1828-1829, Αθήνα, 1973.
  • ΓΑΚ Κερκύρας, Αρχείο Ιωάννη Καποδίστρια, Φάκελοι αρ. 70 και 214.
  • Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Αίγινα, αρ. 10, Έτος Δ΄, 2 Φεβρουαρίου 1829.
  • Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Αίγινα, αρ. 79, Έτος Δ΄, 23 Νοεμβρίου
  • ΓΕΣ, Ιστορία Ελληνικού Πυροβολικού, Αθήνα, ΤΥΕΣ, 1997.
  • Ηλεκτρονική βάση απονεμηθέντων παρασήμων της Λεγεώνας της Τιμής http://wwwculture.gouv.fr/documentation/leonore/leonore.htm, Dossier LΗ/2073/34.
  • Καστάνης Ανδρέας, Η Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, 1828-1834, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000
  • Λαλούσης Χαράλαμπος, «O Ελληνικός Στρατός την περίοδο του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια (1828-1831)», Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. 2 2000, σσ. 31-41.
  • Παπαγεωργίου Στέφανος, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια – Δομή, οργάνωση και λειτουργία του Στρατού Ξηράς της Καποδιστριακής περιόδου, εκδ. Εστία, Αθήνα 1986.
  • Φωτόπουλος Χρήστος, «Το Σχολείον της Πυροβολικής, Νοέμβριος 1828-Μάιος 1829» Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. 1. 2015, σσ. 18-37.
  • Φωτόπουλος Χρήστος, Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, 1828-1998 – Αφιέρωμα για τα 170 χρόνια από την ίδρυσή της, τ. Α΄, εκδ. 7ο ΕΓ/ΓΕΣ, Αθήνα 1998. διοικητής του Σώματος Πυροβολικού και, κυρίως, ιδρυτής και πρώτος διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων