Ο κόμης Paul von Normann-Ehrenfels,με την Δήμαρχο Ν. Σκουφά κ. Ροζίνα Βαβέτση, κατά την ομιλία του στα «Φιλελλήνια 2022» στο Πέτα, παρουσία τιμητικού αγήματος αναβιωτών Φιλελλήνων.

 

Στις 9 Νοεμβρίου 2023 έφυγε από τη ζωή ήρεμος και πλήρης ημερών ο κόμης Paul von Normann-Ehrenfels, απόγονος του μεγάλου Φιλέλληνα στρατηγού Νόρμαν, διοικητή του Τάγματος των Φιλελλήνων και του Ελληνικού τακτικού στρατού, μεγάλο μέρος των οποίων θυσιάστηκε στην άτυχη Μάχη του Πέτα τον Ιούλιο του 1822. Με την ευκαιρία της 200ής επετείου της Μάχης του Πέτα, ο πρόεδρος της ΕΕΦ κ. Κωνσταντίνος Βελέντζας και ο καθηγητής και αντιπρόεδρος της ΕΕΦ κ. Κωνσταντίνος Παπαηλιού, απένειμαν πέρυσι στο Πέτα στον κόμη Paul von Normann-Ehrenfels το μετάλλιο Lord Byron και τιμητικό δίπλωμα.

Στη νεκρώσιμη ακολουθία που έλαβε χώρα στις 2 Δεκεμβρίου 2024 στο Tübingen, επικήδειο εκφώνησε ο αντιπρόεδρός της ΕΕΦ κ. Κωνσταντίνος Παπαηλιού, ο οποίος στις 28 Νοεμβρίου 2024, μίλησε για τον στρατηγό Νόρμαν στο φιλοσοφικό σαλόνι Museυm Hegel-Haus στη Στουτγάρδη, γενέτειρα του στρατηγού, και αφιέρωσε τη διάλεξή του, εν είδει μνημοσύνου, στον φίλο του κόμη Paul von Normann-Ehrenfels.

Αιωνία αυτού η μνήμη.

Μέχρι σήμερα, η προσωπικότητα του Βενεζολάνου Don Francisco de Miranda, εθνεγέρτη της Λατινικής Αμερικής, ήταν ιστορικά συνδεδεμένη με αυτή του Ρήγα Βελεστινλή. Και οι δύο συνδέθηκαν με τους αγώνες της ανεξαρτησίας των πατρίδων τους, όπως έχει γράψει ο διάσημος Χιλιανός ελληνιστής Καθηγητής Miguel Castillo Didier στο βιβλίο του, με τίτλο “Δύο πρόδρομοι: Miranda και Ρήγας, Αμερική και Ελλάδα”. Αυτό το άρθρο προτείνει ότι ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, εθνεγέρτης της Ελλάδας, θα μπορούσε να είναι μία ελληνική ιστορική μορφή πιο κοντά στον Francisco de Miranda, από όσο ο Ρήγας, αφού και οι δύο ξεκίνησαν τις επαναστάσεις στις χώρες τους, στις αρχές του 19ου αιώνα.

Οι αρχές του βιβλίου Βίοι Παράλληλοι του Πλουτάρχου, είναι η επιλεγμένη μέθοδος για να οργανωθεί, αναλυθεί, συντεθεί και ολοκληρωθεί το θέμα αυτού του άρθρου. Εφαρμόζοντας αυτή τη μέθοδο, θα γίνει προσπάθεια να επισημανθούν οι ιδιαίτεροι χαρακτήρες του Miranda και του Υψηλάντη. Για το λόγο αυτό συγκρίνεται η προκήρυξη του Miranda: «Στους λαούς κατοίκους της Αμερικο-Κολομβιανής Ηπείρου» με τις προκηρύξεις του Υψηλάντη: «Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί  Πατρίδος» και «Ἄνδρες Γραικοί, ὅσοι εὑρίσκεσθε εἰς Μολδαβίαν καί Βλαχίαν!». Η ανάλυση αποκαλύπτει ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των γραπτών των δύο ηγετών, για την τεκμηρίωση της υπόθεσης περί «Βίων Παραλλήλων».

Η σύγκριση των πολυδιάστατων προσωπικοτήτων των δύο ηρώων ξεκινάει με την παραδοχή ότι και οι δύο αναφερόμενες προσωπικότητες ήταν μέλη της κοινωνικής και οικονομικής ελίτ των χωρών τους: Αφενός, ο Don Francisco de Miranda γεννήθηκε στο Καράκας το 1750. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος έμπορος από τις Καναρίους Νήσους που απέκτησε τον τίτλο του Λοχαγού του Τάγματος των Πολιτοφυλακών των Λευκών του Καράκας. Αφετέρου, ο Πρίγκιπας Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792, από μια φαναριώτικη οικογένεια σημαντική και πλούσια. Ο πατέρας του ήταν ο ηγεμόνας των Πριγκιπάτων της Μολδαβίας και μετέπειτα της Βλαχίας και ο παππούς του ήταν ο Μέγας Δραγουμάνος της Υψηλής Πύλης.

Αμφότεροι Miranda και Υψηλάντης ήταν πολυμαθείς: Ο Miranda σπούδασε Φιλοσοφία, Νομική, Ιστορία, Μαθηματικά και Γεωγραφία ενώ ο Υψηλάντης, έλαβε ευρεία μόρφωση μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806, όταν η οικογένειά του κατέφυγε στη Ρωσία. Ήταν επίσης πολύγλωσσοι: Ο Miranda, εκτός από Ισπανικά, μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά, Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά και ο Υψηλάντης, εκτός από ελληνικά, μιλούσε Ρωσικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ρουμανικά. Και οι δύο ηγέτες έλαβαν στρατιωτική εκπαίδευση. Το 1771, ο Miranda πήγε στη Μαδρίτη, όπου ακολούθησε στρατιωτικές σπουδές για να πάρει το πτυχίο του Λοχαγού του Βασιλικού Στρατού. Το 1810 ο Υψηλάντης εισήλθε στη σχολή του Σώματος των Αυτοκρατορικών Ακολούθων της Τσαρικής Ρωσίας.

Προκήρυξη του Francisco de Miranda

Πριν από την έναρξη των πολέμων της ανεξαρτησίας των χωρών τους, και οι δύο απέκτησαν μεγάλη στρατιωτική εμπειρία σε ξένα στρατεύματα, υπηρετούντες σε υψηλές θέσεις, ακόμη και ως στρατηγοί: Ο Βενεζολάνος Miranda συμμετείχε στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών και τη Γαλλική Επανάσταση. Θήτευσε για λίγο ως στρατηγός στο Γαλλικό στρατό. Ο Έλληνας Υψηλάντης διακρίθηκε στους πολέμους ενάντια στον Ναπολέοντα, ως αντισυνταγματάρχης του Ρωσικού στρατού, όπου έχασε το δεξί του χέρι, σε ηλικία 21 ετών, στη μάχη της Δρέσδης. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Τσάρος τον προήγαγε σε Στρατηγό.

Οι τελικοί τους στόχοι ήταν να αποκτήσουν πολιτικούς και διπλωματικούς συμμάχους για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους για την απελευθέρωση των πατρίδων τους. Και οι δύο φέρεται ότι ανήκαν σε Μασονικές κοινότητες της εποχής τους και μέσα από αυτές, απέκτησαν επαφές με την υψηλή Ευρωπαϊκή κοινωνία, για να οικοδομήσουν συμμαχίες για την επίτευξη του πατριωτικού τους σκοπού. Για αυτό, ο Miranda ταξίδεψε στην Ευρώπη, γνώρισε -μεταξύ άλλων- τη Μεγάλη Αικατερίνη και τον πρίγκιπα Ποτέμκιν της Ρωσίας, τον Γουστάβο Γ΄ της Σουηδίας, τους George Washington, Samuel Adams, Thomas Jefferson, James Madison και Thomas Paine των Ηνωμένων Πολιτειών, τους Danton, Charles du Murieu και Ναπολέοντα Βοναπάρτη της Γαλλίας, τον William Pitt και τον Δούκα του Wellington από το Ηνωμένο Βασίλειο, και τους Simón Bolívar, Andrés Bello και Bernardo O’Higgins της Λατινικής Αμερικής.

Ο Υψηλάντης υπηρέτησε ως υπασπιστής του Τσάρου στο συνέδριο της Βιέννης το 1814 και μεταξύ άλλων γνώρισε τον Κόμη Καποδίστρια, Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, και τους Ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Η έντονη επιθυμία και η φλόγα της ψυχής τους για την ανεξαρτησία της πατρίδας τους, σύντομα τους έφερε στη θέση του Ηγέτη των Επαναστατικών κινημάτων τους. Ο Στρατηγός Miranda ηγήθηκε του πατριωτικού στρατού στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Λατινικής Αμερικής, έγινε Κυβερνήτης της Πρώτης Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, ενώ ο πρίγκιπας Υψηλάντης ανέλαβε την ηγεσία της Φιλικής Εταιρίας, δημιούργησε τον Ιερό Λόχο, αποτελούμενο από 500 φοιτητές και έτσι ξεκίνησε τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας.

Όταν ο Miranda και ο Υψηλάντης έφθασαν στο Κόρο και το Ιάσιο, αντίστοιχα, δημοσίευσαν τις προκηρύξεις τους. Ανάμεσά τους υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες. Στις συγκρούσεις απαιτείται σαφής διάκριση μεταξύ της ταυτότητας των εμπολέμων. Αν και η μετάφραση και δημοσίευση από τον Miranda της «Επιστολής απευθυνόμενης προς τους Ισπανούς Αμερικανούς» του Ιησουίτη Juan Pablo·Viscardo y Guzmán (που δήλωνε ότι «ο Νέος Κόσμος είναι δική μας πατρίδα, η ιστορία της είναι η δική μας»), ήταν ένα σημαντικό βήμα στη Λατινοαμερικανική χειραφέτηση, η χρήση του όρου «Ισπανοί Αμερικανοί» δεν επέτρεπε τη διάκριση μεταξύ των κρεολών (κατοίκων της Λατινικής Αμερικής με ισπανική καταγωγή) και των κατοίκων της Ισπανίας.

Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη

Στην περίπτωση του Υψηλάντη, δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα επειδή υπήρχαν σαφείς διαφορές μεταξύ της Οθωμανικής πλευράς και της δικής του, λόγω της διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής, της γλώσσας, των εθίμων και της θρησκείας. Για αυτό, λέξεις όπως «Έλληνες», «Γραικοί», «Ορθόδοξοι» μπορούσαν να διακρίνουν την πλευρά του από αυτήν του εχθρού. Εκμεταλλευόμενος την κοινή θρησκεία, ο Υψηλάντης συμπεριέλαβε στο κάλεσμά του άλλες ομόθρησκες ομάδες, όπως Σέρβους, Βουλγάρους, Ρουμάνους, κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση του Miranda, η θρησκεία και η γλώσσα των κατοίκων της Αμερικής ήταν ίδιες με αυτές των κατοίκων της Ισπανίας, οι κρεολοί ήταν ισπανικής καταγωγής και η εθνική καταγωγή των ινδιάνων και των μαύρων δεν σχετίζονταν ούτε με αυτή των Ισπανών, ούτε με αυτή των κρεολών. Ως εκ τούτου, ο γενικός μιραντινικός όρος «Αμερικο-Κολομβιανή» θα μπορούσε να προσφέρει μία ξεχωριστή ταυτότητα για όλους τους κατοίκους του νέου κόσμου (κρεολούς, ινδιάνους, μαύρους κ.λπ.), διαχωρίζοντάς τους από τους κατοίκους της Ισπανίας.

Ο Miranda, όπως και ο Υψηλάντης, ζήτησε από όλους τους πολίτες να συμμετάσχουν χωρίς διάκριση τάξεως ή εθνοτικής καταγωγής. Ενδεικτικό της ιδέας του για τη σχέση ενός τόπου με τους πολίτες του, είναι ότι στην αρχή των τόμων του αρχείου του, Colombeia, ο Miranda τοποθέτησε μια ωδή αποδιδόμενη στον Αλκαίο, μεταφρασμένη από τον ίδιο: «Οὐ λίθοι, οὐδέ ξύλα, οὐδέ τέχνη τεκτόνων, αἱ πόλεις εἶεν, ἀλλ᾿ ὅπου ποτ᾿ ἂν ὦσιν ἌΝΔΡΕΣ αὑτούς σῴζειν εἰδότες, ἐνταῦθα καί τείχη καί πόλεις». Μία διαφορά ανάμεσα στις δύο προκηρύξεις είναι η ανταμοιβή στους συμμετέχοντες στην Επανάσταση και η τιμωρία στους ανυπάκουους: ο Miranda υποσχέθηκε ανταμοιβή, τόσο υλική όσο και ηθική και απείλησε με νομική τιμωρία, ενώ η ανταμοιβή και η τιμωρία, σύμφωνα με τον Υψηλάντη, θα ήταν αποκλειστικά ηθικές.

Αν και τα επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα εκείνης της εποχής επηρεάστηκαν από κοσμικά ρεύματα, όπως ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση, ο Miranda και ο Υψηλάντης δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ότι ο Χριστιανισμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας των λαών τους και ότι απευθύνονταν σε πιστούς χριστιανούς. Εξαιτίας αυτού, συμπεριέλαβαν αναφορές στον Χριστιανισμό, όχι μόνο για να διαμορφώσουν μια κοινή ταυτότητα, αλλά και για να αποδείξουν ότι οι πρωτοβουλίες τους ήταν συμβατές με τη χριστιανική πίστη. Ήταν μία ριψοκίνδυνη επιλογή που έπρεπε να κάνουν, στράφηκε όμως εναντίον τους. Η Εκκλησία, ενεργώντας ως θεσμός του καταπιεστικού μηχανισμού, για να τους καταδιώξει, εκμεταλλεύτηκε μία φράση του Αποστόλου Παύλου, που θεωρούσε ότι όλες οι κοσμικές εξουσίες ορίζονται από το Θεό, οπότε όσοι αντιτίθενται σε αυτές, αντιστέκονται στις βουλήσεις του Θεού. Ο Santiago Hernández Milanés, Επίσκοπος της Μέριδας και ο Γρηγόριος Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αφόρισαν τους Miranda και Υψηλάντη αντιστοίχως, συκοφαντώντας τους ως προδότες και εχθρούς της πατρίδας, νόθα τέκνα του Σατανά, αποστάτες, ματαιόδοξους, κλπ.

Οι προκηρύξεις και των δύο κατεδείκνυαν τις τραγικές και άθλιες συνθήκες διαβίωσης των λαών τους, μέσα σε καθεστώς βαρβαρότητας και τυραννίας. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Miranda προσάρτησε στην προκήρυξή του, την φλογερή επιστολή του Ιησουίτη Viscardo y Guzmán, που περιέγραφε όλα όσα υπέφερε ο Νέος Κόσμος για τρεις συναπτούς αιώνες. Επιπλέον, και οι δύο ηγέτες υποσχέθηκαν μία δίκαιη και δημοκρατική κοινωνία, όπου ο λαός θα μπορούσε να επιλέξει τους αντιπροσώπους και τους ηγέτες του. Μία άλλη προφανής ομοιότητα μεταξύ των προκηρύξεων είναι η εκτίμηση ότι η στιγμή της έναρξης των επαναστάσεων ήταν η κατάλληλη. Δήλωναν ότι ο αγώνας για την Ανεξαρτησία θα ήταν εύκολος και ότι οι λαοί θα μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους, με μικρή προσπάθεια. Πιθανώς, η υποτίμηση της ισχύος του εχθρού ήταν σκόπιμη, ώστε να ανυψωθεί το ηθικό του λαού.

Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη

Οι ηγέτες βάσιζαν την αισιοδοξία τους στην υπόσχεση στήριξης της Θείας Πρόνοιας και των ξένων στρατευμάτων: Ο Miranda υποσχέθηκε την παρέμβαση του βρετανικού στόλου και ο Υψηλάντης αυτήν «μίας Κραταιάς δυνάμεως», υπονοώντας τη Ρωσία. Έδειξαν, επίσης, σύγχρονα παραδείγματα από άλλες χώρες που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, ζητώντας από τους λαούς τους να τους μιμηθούν. Στην προκήρυξη του Miranda υπάρχουν αναφορές στον Πόλεμο των Πορτοκαλιών, πιθανώς στον Ογδοηκονταετή Πόλεμο, τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών και την «Πράξη Διαμεσολάβησης». Είναι ενδιαφέρον ότι ο Υψηλάντης χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Ισπανικής συνταγματικής περιόδου 1820-1823, γνωστής ως «Φιλελεύθερη Τριετία». Η αναφορά του στα στρατιωτικά επιτεύγματα της Αρχαίας Ελλάδας, μπορεί να ερμηνευτεί ως αναφορά στην εθνική κληρονομιά των συμπατριωτών του. Παρόλο που δεν υπάρχει τέτοια αναφορά στην προκήρυξη του ήρωα της Βενεζουέλας, ο Miranda ήταν εμπνευσμένος κατά τη νεότητά του, από την ελληνική γραμματεία, ενώ ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1786. Μεταξύ άλλων, ο στρατηγός Miranda επισκέφθηκε τον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, για να εμπνευστεί από τον αγώνα των Ελλήνων κατά του περσικού δεσποτισμού και να μελετήσει τα σχέδια και τις στρατιωτικές τους θέσεις.

Η τελευταία και πιο τραγική ομοιότητα, μεταξύ των βίων των Miranda και Υψηλάντη, ήταν η εγκατάλειψη από τους συμμάχους τους, μετά από μία στρατιωτική ήττα, η παράδοσή τους στα χέρια του εχθρού και η φυλάκισή τους μακριά από τις πατρίδες τους. Μετά την πτώση του Puerto Cabello από το βασιλόφρονα στρατό του Domingo Monteverde, ο Πρόεδρος της Πρώτης Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, Miranda, υπέγραψε την Συνθηκολόγηση του San Mateo, μια ενέργεια που θεωρήθηκε ενδοτική από τους πρώην συμμάχους του. Μετά από μια σειρά από ατυχή γεγονότα, ο Miranda συνελήφθη και τελικά μεταφέρθηκε στη φυλακή των Cuatro Torres όπου πέθανε το 1816. Η μοίρα του Υψηλάντη ήταν παρόμοια: Ο Υψηλάντης δεν είχε ρωσική υποστήριξη, όπως ανέμενε. Μετά την ήττα του Ιερού Λόχου στη μάχη του Δραγατσανίου και την εγκατάλειψη από τους τοπικούς συμμάχους του, κατέφυγε στην Αυστρία, όπου και συνελήφθη. Αν και δεν εκδόθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, φυλακίστηκε στο κάστρο του Munkács, υπό απάνθρωπες συνθήκες και πέθανε πολύ νέος, το 1828. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η μεταφορά της καρδιάς του στην Ελλάδα. Κενοτάφια και των δύο ηρώων έχουν ανεγερθεί στις πατρίδες τους, καθώς η αναγνώριση των λειψάνων τους, δεν ήταν δυνατή. Αλλά για τέτοιους ήρωες αυτό δεν ήταν σημαντικό, καθώς γνώριζαν τη διάσημη φράση του Επιτάφιου του Περικλή, που ο ίδιος ο Miranda μετέφρασε: «Ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος».

Ενώ οι πρόδρομοι Viscardo y Guzmán και Ρήγας Βελεστινλής συνέβαλαν στη διαδικασία χειραφέτησης με φλογερά κείμενα, οι εθνεγέρτες Miranda και Υψηλάντης ήταν αμφότεροι οι Στρατηγοί που ξεκίνησαν την Επανάσταση της Ανεξαρτησίας των πατρίδων τους, Λατινικής Αμερικής και Ελλάδας, αντίστοιχα, ενώ και οι δύο έγιναν Μάρτυρες του Αγώνα τους.  Κατόπιν αυτών, μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί ότι οι βίοι του Francisco de Miranda και του Αλεξάνδρου Υψηλάντη ήταν παράλληλοι. Η θυσία των δύο ηγετών, ευτυχώς, δεν ήταν μάταιη. Άλλοι συνέχισαν τον αγώνα που αυτοί άρχισαν και οι πατρίδες τους εν τέλει απελευθερώθηκαν. Ο Έλληνας ιστορικός Φιλήμων έγραψε για τον Υψηλάντη κάτι που θα μπορούσε να αναφερθεί επίσης για τον Miranda: «Οὕτως ἐγκατελείφθη μέν ὁ Ὑψηλάντης ἀμέσως, προεστατεύθη δέ ἡ ἐπανάστασις ἐμμέσως˙ κατεστράφη τό ἄτομον, ἵνα σωθῇ ἡ Ἑλλάς».

Αντωνία Κυριακουλάκου

Υποψήφια Διδάκτωρ Ισπανικής Φιλολογίας του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ριόχα

Η ΕΕΦ και το Μουσείο Φιλελληνισμού τιμούν την μεγάλη Γαλλίδα Φιλελληνίδα Juliette Récamier.

Η Jeanne Françoise Julie Adélaïde Récamier (1777-1849) γεννήθηκε στη Λυών και υπήρξε μία από τις σημαντικότερες οικοδέσποινες σαλονιού στο Παρίσι, με το φιλολογικό της σαλόνι να αποτελεί σημείο συνάντησης πολιτικών, διανοουμένων, λογοτεχνών και καλλιτεχνών της εποχής. Σπούδασε σε μοναστηριακό σχολείο στη Λυών και υπήρξε σύζυγος του τραπεζίτη Jack Récamier.

Η Récamier ήδη από την ηλικία των 19 ετών είχε αναπτύξει ένα ευρύ δίκτυο σχέσεων με σημαίνουσες προσωπικότητες της υψηλής κοινωνίας των Παρισίων, ενώ η ίδια, χάρη στο χαρακτήρα και τη γοητεία της επηρέασε καταλυτικά τη μόδα των αρχών του 19ου αιώνα. Εμπνεόταν από την Κλασική Αρχαιότητα, ακολούθησε τον Αυτοκρατορικό ρυθμό που επικράτησε κατά την Πρώτη Αυτοκρατορία, ενώ ήταν από τις πρώτες που υιοθέτησαν το «ελληνικό στυλ».

Το 1819 σχετίσθηκε με το Γάλλο λογοτέχνη, πολιτικό και μεγάλο Φιλέλληνα Chateaubriand. Η Récamier ήταν μία από τις πλέον σημαντικές Φιλελληνίδες της Γαλλίας και δραστήριο μέλος του Φιλελληνικού Κομιτάτου στο Παρίσι. Η Madame Recamier αλληλογραφούσε με τον Φιλέλληνα Γάλλο στρατιωτικό Olivier Voutier (1796-1877), όσο εκείνος βρισκόταν στην Ελλάδα, και στη συνέχεια συγκέντρωσε και εξέδωσε τις μακροσκελείς επιστολές, στις οποίες ο Voutier περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων, ιστορικούς τόπους και σκηνές από μάχες, υπό τον τίτλο «Γράμματα για την Ελλάδα». Τα έσοδα από την πώληση του βιβλίου, που συγκίνησε τους Γάλλους υπέρ του Ελληνικής Επανάστασης, προορίζονταν για το Φιλελληνικό Κομιτάτο.

Η Récamier υπήρξε μία επιδραστική προσωπικότητα σε ό,τι αφορά στο φιλελληνικό κίνημα. Η αγάπη της για την Ελλάδα και τους Έλληνες πυροδοτήθηκε από τη σχέση της με τον ρομαντικό συγγραφέα, πολιτικό και φιλέλληνα François-René de Chateaubriand (1768-1848), και διατηρήθηκε καθ’όλη τη διάρκεια του Ελληνικού Αγώνα. Η Recamier στήριξε την Ελληνική Επανάσταση με μεγάλες χρηματικές προσφορές από δικούς της πόρους, καθώς και από έσοδα εράνων.

Η Juliette Récamier πέθανε σε ηλικία 72 ετών, στις 11 Μαΐου 1849 στο Παρίσι, προσβεβλημένη από την επιδημία χολέρας, έχοντας ζήσει μία έντονη ζωή, εμπνέοντας πάθη και καλλιεργώντας φιλίες με μερικές από τις λαμπρότερες προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών της εποχής όπως, οι Victor Cousin, Lamartine, Balzac, François Gérard, ο Canova κ.ά.

 

Η ΕΕΦ και το Μουσείο Φιλελληνισμού τιμούν την μεγάλη Αμερικανίδα Φιλελληνίδα Julia Ward Howe, Julia Ward (1819-1910). Διάσημη ειρηνίστρια, φεμινίστρια, ακτιβίστρια για την κατάργηση της δουλείας και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ποιήτρια. Έγραψε το ποίημα Battle Hymn of the Republic. Σύζυγος του Αμερικανού Φιλέλληνα Samuel Gridley Howe. Στήριξε τον αγώνα των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της επανάστασης στην Κρήτη (1866-1869) με τη σύσταση του “Greek Relief Committee” στη Βοστώνη, συγκεντρώνοντας χρήματα, τρόφιμα και ρούχα. Αφιέρωσε ακόμη και ένα ποίημα στην Ελλάδα. Για να στηρίξει τους επαναστατημένους Κρήτες, οργάνωσε μία μεγάλη εκδήλωση στη Βοστώνη με τη συμμετοχή εξεχόντων μουσικών. Μόνο από την εκδήλωση αυτή, οι εισπράξεις έφθασαν τα 2.000 τάλιρα, και στάλθηκαν στην Ελλάδα. Αργότερα η Julia Ward ήρθε με την οικογένεια της στην Ελλάδα και βοήθησε με χρήματα και ρούχα τους Κρητικούς πρόσφυγες. (Π99).

του Γεωργίου Αργυράκου

 

Ο ευρωπαϊκός φιλελληνισμός, σαν ιστορικό φαινόμενο, είναι κάτι «παραδοσιακό», αφού εμφανίζεται τουλάχιστον από τη ρωμαϊκή εποχή και συνεχίζεται με διάφορες μορφές στο Βυζάντιο, στη Μεσαιωνική Ευρώπη, στον Ορθόδοξο σλαβικό κόσμο, και πάλι στον ευρωπαϊκό Ουμανισμό και Διαφωτισμό κ.ο.κ. Αυτή η συσσώρευση αιώνων φιλελληνικού κεφαλαίου ενεργοποίησε μια ποικιλία κινήτρων για φιλελληνική δράση κατά την Επανάσταση. Ένα από αυτά τα κίνητρα, που πηγάζει από τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήταν το ενδιαφέρον για τον άνθρωπο που αγωνίζεται για τη ελευθερία του. Υπήρξαν χιλιάδες ανώνυμοι και επώνυμοι Φιλέλληνες που είδαν την Επανάσταση μέσα από αυτή την οπτική, με έναν εκ των οποίων θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο.

Ο Ελβετός ιατρός Louis-André Gosse (Λουί Αντρέ Gosse, 1791 – 1873) ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ανιδιοτελούς Φιλέλληνα που προσέφερε πολλά στην Ελλάδα καθαρά για λόγους ιδεολογικούς. Θυσίασε την προσωπική του άνεση και παρ’ ολίγο τη ζωή του απλά για να βοηθήσει ανθρώπους που αγωνίζονταν και υπέφεραν για την ελευθερία τους και τα δικαιώματά τους. Δεν πολέμησε με το σπαθί και το τουφέκι, αλλά με ένα κιβώτιο χειρουργικά εργαλεία (από τα ελάχιστα που υπήρχαν τότε στην Ελλάδα), και με τις γνώσεις του και τις οργανωτικές του αρετές.

Ο Gosse [1] ήταν γνωστός ιατρός της Γενεύης με φιλελεύθερες πεποιθήσεις. Ήταν γιος του φαρμακοποιού Henri Albert Gosse, ενός από τους ιδρυτές της Ελβετικής Εταιρείας Φυσικών Επιστημών. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, απ’ όπου αποφοίτησε το 1816. Από τότε έκανε μια περιοδεία στην Ευρώπη (Ιταλία, Αυστρία, Ολλανδία, Αγγλία και Ιρλανδία) και το 1820 επέστρεψε στη Γενεύη, όπου ασκούσε την ιατρική. Υπήρξε πολιτικά ενεργός με το φιλελεύθερο κόμμα, μέσω του οποίου πρότεινε την κατάργηση της δημόσιας διαπόμπευσης των εγκληματιών και την άρση διαφόρων αντισημιτικών μέτρων. Υπήρξε συνιδρυτής και αρθρογράφος της εφημερίδας «Journal de Genève» που κυκλοφόρησε από τον Ιανουάριο του 1826.

Εκεί δημοσιεύονταν συχνά και ειδήσεις από την Ελληνική Επανάσταση, και επιστολές του ιδίου από την Ελλάδα. Για τους φιλελεύθερους κύκλους της Ευρώπης η Ελλάδα ήταν το τελευταίο προπύργιο στη μάχη υπέρ των πολιτικών ελευθεριών μετά την καταστολή των επαναστάσεων στη Νάπολη, το Πιεμόντε και την Ισπανία, από την Ιερά Συμμαχία. Ταυτόχρονα εκεί δινόταν η μάχη ανάμεσα σε δύο κόσμους: Ένα χριστιανικό ευρωπαϊκό έθνος εναντίον μιας μουσουλμανικής αυτοκρατορίας.

Από το 1825 που αποβιβάστηκαν Αιγυπτιακά στρατεύματα στην Πελοπόννησο η κατάσταση των επαναστατών χειροτέρευσε, με τη βοήθεια και των μεταξύ τους διχονοιών. Η απόπειρα γενοκτονίας που διέπρατταν οι Αιγύπτιοι σε συνεργασία με τους Τούρκους, και η κατάληψη του Μεσολογγίου (22 Απριλίου 1826) αναθέρμαναν το φιλελληνικό ενδιαφέρον στην Ευρώπη το οποίο βρισκόταν σε περίοδο ύφεσης. Προηγουμένως, είχαν γίνει και οι πρώτες κινήσεις για την διπλωματική αναγνώριση της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης, ενώ είχαν αρχίσει συνεννοήσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα. Πρώτες η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία καταλήγουν στις 4 Απριλίου του 1826, στο αγγλορωσικό Πρωτόκολλο της Πετρούπολης το οποίο προέβλεπε ακόμη και στρατιωτική επέμβαση. Το σύμφωνο αυτό επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ακολούθησε η Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827, με την οποία ανατέθηκε σε κοινή ναυτική δύναμη της Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας η ειρηνευτική αποστολή στην Πελοπόννησο. Η Συνθήκη επέβαλε παύση των εχθροπραξιών και προέβλεπε την χρήση στρατιωτικής βίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των δύο μερών. Από τη στιγμή που η Πύλη αρνήθηκε να δεχθεί τη Συνθήκη, η σύγκρουση ήταν πλέον αναπόφευκτη.  Ήταν η παγκοσμίως πρώτη μεγάλη επέμβαση για ανθρωπιστικούς λόγους, δηλαδή ουσιαστικά μια εκδήλωση ευρωπαϊκής ενότητας, στη βάση των ιδίων αξιών στις οποίες στηρίζεται μέχρι και σήμερα το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Ενώ συνέβαιναν αυτά και η Επανάσταση βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ο Gosse αποφάσισε να εγκαταλείψει την λαμπρή καριέρα του και την άνετη ζωή στη Γενεύη για να έλθει στην Ελλάδα. Σ’ αυτή την απόφασή του έπαιξε ρόλο και ο μεγάλος Ελβετός  Φιλέλληνας Jean Gabriel Eynard (Εϋνάρδος). Ο τελευταίος ήταν κορυφαίο στέλεχος του φιλελληνισμού όχι μόνο της Ελβετίας αλλά και όλης της Ευρώπης. Σ’ αυτό του το έργο είχε πολύτιμους συνεργάτες τον Καποδίστρια και τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο. Ο Eynard συγκέντρωνε σημαντική βοήθεια για την Ελλάδα, και χρειαζόταν κάποια έμπιστα άτομα για να τη διαχειριστούν επί τόπου.

Ο Gosse γράφει ότι ο ζήλος του για να έλθει στην Ελλάδα άναψε μια μέρα του 1826 όταν ο Eynard του έδειξε μια συγκινητική επιστολή της χήρας του Μάρκου Μπότσαρη (Bouvier-Bron, σ. 345). Σύντομα ο Ελβετός τραπεζίτης έκρινε ότι ο Gosse ήταν ικανός για να αναλάβει τη μεταφορά και διαχείριση στην Ελλάδα μιας γενναίας χρηματικής και στρατιωτικής βοήθειας που είχε συγκεντρωθεί υπέρ του ελληνικού στόλου. Άλλα έμπιστα άτομα στα οποία είχε ανατεθεί παρόμοιος ρόλος από φιλελληνικές επιτροπές ήταν ο ιατρός Bailly για την επιτροπή του Παρισιού και ο συνταγματάρχης Heideck για τη Βαυαρία. Ο Gosse θα γινόταν το δεξί χέρι του Λόρδου Cochrane ο οποίος είχε ορισθεί διοικητής του ελληνικού στόλου από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (Μάρτιος – Μάιος 1827). Ο Eynard ανέλαβε όλα τα έξοδα της αποστολής του Gosse.

Πριν από την αναχώρησή του, ο Gosse συναντήθηκε με τον Cochrane ο οποίος ήταν περαστικός από τη Γενεύη, και με τον Καποδίστρια. Από τον τελευταίο έλαβε πληροφορίες για την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα. Αναχώρησε από τη Γαλλία στις 20 Δεκεμβρίου 1827, διέσχισε το πέρασμα των Άλπεων Mont-Cenis υπό το φως του φεγγαριού με έλκηθρο και πέρασε στην Ιταλία.

Στις 31 Δεκεμβρίου αναχώρησε από την Ανκόνα και μετά από ένα δύσκολο ταξίδι έφτασε στη Ζάκυνθο την 16 Ιανουαρίου 1828, εξουθενωμένος από τη θαλασσοταραχή και τις αναθυμιάσεις από τη ζύμωση των αλεύρων που μετέφερε το πλοίο. Στις 2 Φεβρουαρίου αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο το οποίο ήταν η έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης και ταυτόχρονα εστία ενδοελληνικών τριβών. Εκεί συναντήθηκε με τον Γάλλο ιατρό φιλέλληνα Bailly (στο βιβλίο του Gosse αναγράφεται και ως Bally, και σε παλαιές ελληνικές πηγές ως Βαλλής).

Κύριος σκοπός του ήταν η διανομή της βοήθειας που μετέφερε, σε χρήμα, όπλα και τρόφιμα. Συνήθως λέγεται ότι οι Αιγύπτιοι υπερίσχυαν των Ελλήνων επαναστατών επειδή ήταν περισσότερο οργανωμένοι ως τακτικός στρατός με Γάλλους εκπαιδευτές.

Από κάποιες πηγές όμως φαίνεται ότι το πρόβλημα των Ελλήνων ήταν πρώτιστα η έλλειψη σε τρόφιμα και πυρομαχικά. Μετά από έξι χρόνια συνεχούς πολέμου η εγχώρια γεωργική παραγωγή είχε εκμηδενισθεί λόγω μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού και καταστροφής των καλλιεργειών και των υποδομών.

Ταυτόχρονα εμποδίζονταν οι μεταφορές διά ξηράς. Στις 27 Φεβρουαρίου 1827 ο πρόεδρος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη Γ. Σισίνης γράφει στον Gosse για την τρομερή έλλειψη τροφίμων που έχουν τα στρατόπεδα στην Αττική, τα οποία κινδυνεύουν να διαλυθούν από την πείνα.

Του ζητά να στείλει στον Καραϊσκάκη στην Ελευσίνα 40 – 50 χιλιάδες οκάδες αλεύρι από αυτό που είχαν δωρίσει οι φιλελληνικές επιτροπές της Ευρώπης. Ο Gosse, που έχει αμέσως πιάσει δουλειά στην επιτροπή διαχείρισης της βοήθειας, ανταποκρίνεται και σε 4 ημέρες στέλνει με καΐκια από την Ύδρα 80 χιλιάδες οκάδες καλαμπόκι. Στις 4 Απριλίου ο Καραϊσκάκης γράφει από το Κερατσίνι προς την κυβέρνηση ότι ήρθε η ώρα να χτυπηθεί ο εχθρός γιατί εκείνη τη στιγμή είναι αδύναμος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Όμως το στράτευμα χρειάζεται 7 χιλιάδες οκάδες αλεύρι την ημέρα, καθώς προστίθενται και Σουλιώτες και Πελοποννήσιοι που έρχονται για βοήθεια. Επίσης χρειάζονται 50-100 χιλ. δεκάρια φυσέκια (Βακαλόπουλος, σ 114-116. Πρβλ. Αρχ. Εθν. Παλιγγενεσίας, τ. 3, σ. 352, 388).

Λόγω των αναταραχών που επικρατούσαν στην Πελοπόννησο ο Gosse προτίμησε να εγκατασταθεί αρχικά στην Ύδρα και εκεί να εκφορτώσει τη βοήθεια σε αποθήκες. Φαίνεται ότι σ’ αυτό διαφώνησαν πλοίαρχοι όπως ο Μιαούλης, ο οποίος προτιμούσε να αποθηκευθεί η βοήθεια στον Πόρο. Από το Μάρτιο του 1827 φτάνει ο Cochrane στην Ελλάδα και ο Gosse διορίζεται «γενικός επιμελητής» του στόλου. Οι αποθήκες με τη βοήθεια μεταφέρονται τελικά στον Πόρο, όπου ιδρύθηκε και ένας πρόχειρος ναύσταθμος. O Πόρος περιγράφεται από τον Gosse ως όαση ηρεμίας μέσα στην εμπόλεμη Ελλάδα. Η διαχείριση των εφοδίων γίνεται από επιτροπή στην οποία εκτός από τους Gosse και Bailly συμμετέχουν επίσης ο Heideck, o Koering, και ο Μιλανέζος εξόριστος Porro.

Με τα χρήματα της βοήθειας αγοράζονται σιτηρά που έρχονται από Ρωσία και Πολωνία μέσω της Οδησσού. Στέλνονται επίσης χρήματα για την επισκευή της ατμοκίνητης φρεγάτας «Καρτερία» και άλλων πλοίων του ελληνικού στόλου.

Παράλληλα προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του και στους μαχόμενους Έλληνες που προσπαθούν να ανακαταλάβουν την Αθήνα και άλλα σημεία της Αττικής. Ήταν ένας από τους ιατρούς που μάταια προσπάθησαν να σώσουν τη ζωή του Καραϊσκάκη μετά τη μάχη του Φαλήρου (22 – 23 Απριλίου 1827). Τότε φρόντισε και άλλους τραυματίες και με τη βοήθεια ενός νεαρού Άγγλου χειρουργού έκανε δύο ακρωτηριασμούς στο στρατόπεδο του ναυάρχου. Γράφει ότι ενώ έκανε αυτούς τους ακρωτηριασμούς (τότε μια φρικτή διαδικασία με ένα πριόνι και χωρίς αναισθητικό), κάποιοι ήρθαν να του ζητήσουν φαγητό. Μη έχοντας γραφική ύλη υπέγραψε κουπόνια τροφίμων χρησιμοποιώντας το αίμα τραυματιών για μελάνι και σπίρτα για γραφίδα. Λίγους μήνες αργότερα προσπάθησε μάταια να σώσει τον 18χρονο Παύλο Βοναπάρτη (Paul Marie Bonaparte), ανιψιό του Ναπολέοντα, που αυτοτραυματίστηκε σοβαρά κατά λάθος με πιστόλι που καθάριζε στη ναυαρχίδα φρεγάτα «Ελλάς» στο Ναύπλιο (Bouvier-Bron, 346).

Μετά την αποτυχία ανακατάληψης της Αθήνας και την ήττα των Ελλήνων στο Φάληρο, τα εφόδια και τα χρήματα εξαντλούνται. Στις 31 Μαΐου 1827 ο Heideck γράφει στον Εϋνάρδο ότι τα χρήματα της επιτροπής έχουν τελειώσει. Έτσι η κυβέρνηση αποφασίζει να επιβάλλει φορολόγηση των νησιών αλλά και να δανεισθεί από πλούσιους εμπόρους προκειμένου να στηρίξει τη λειτουργία του στόλου, ενώ επισήμως δεν υπάρχει ακόμη ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Ο Cochrane διορίζει τον Gosse υπεύθυνο για τη συλλογή φόρων από τα νησιά. Επειδή τα έσοδα από φόρους είναι πενιχρά, ανατίθεται στον ίδιο η σύναψη δανείου από τους εμπόρους της Σύρου.

Και αυτό αποδεικνύεται δύσκολο, καθώς η αποπληρωμή του δανείου είναι τόσο αβέβαιη όσο και το μέλλον της Επανάστασης και οι έμποροι προστατεύονται από τα προξενεία διαφόρων ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Μετά από δαιδαλώδεις συνεννοήσεις με τους διαφόρους παράγοντες των νησιών ο Gosse κατάφερε να συγκεντρώσει ένα ποσό.[2] Μέρος αυτού παρέδωσε στον Cochrane και με το υπόλοιπο οργάνωσε έναν στολίσκο από δύο γολέτες και δύο κανονιοφόρους για να καταπολεμήσει την πειρατεία και τις επιδρομές από μεμονωμένα τουρκικά πλοία αλλά και από ελληνικά. Έτσι ο Gosse, από ιατρός στη χώρα των Άλπεων γίνεται και ναυτικός διοικητής στο Αιγαίο με απόφαση της «επί των Ναυτικών Γραμματείας» τον Ιούνιο του 1827. Φαίνεται ότι είχε αρκετή επιτυχία σ’ αυτό το καθήκον, αφού ο Καποδίστριας με επιστολή του της 20 Μαρτίου 1828 αναγνωρίζει τον Gosse ως έμπειρο σε ναυτικά θέματα και τον συνιστά στον φιλέλληνα πλοίαρχο Hastings ο οποίος αναζητούσε αξιωματικούς για μικρά πλοία.

Στο μεταξύ συνεχίζουν να έρχονται από τους φιλέλληνες της Ελβετίας όπλα, χρήματα και άλλα εφόδια. Ο Gosse τηρεί λογιστικά βιβλία όπου καταγράφει τα δούναι και λαβείν όπως τα έξοδα για μισθούς, αγορά τροφίμων και ζωοτροφών, αγορά πυρίτιδας κτλ. Ταυτόχρονα δέχεται αιτήματα και για παροχή βοήθειας σε Έλληνες πρόσφυγες από διάφορες τουρκοκρατούμενες περιοχές (Βακαλόπουλος, 142, 143). Ο ίδιος ο Gosse περιγράφει τις ποικίλες ασχολίες που είχε στην Ελλάδα:

«Έχω γίνει αληθινός αρλεκίνος με το να είμαι άλλοτε συμφιλιωτής, σύμβουλος, συντονιστής, γενικός επίτροπος, ταμίας, έμπορος, γραμματικός, γιατρός. Ως προς την καρδιά μου, δεν έχει αλλάξει, σας το βεβαιώνω, και δεν θ’ αλλάξει καθόλου, παρά την δύναμη των γεγονότων, παρά τις εναντιότητες …».

Με την έξωθεν βοήθεια, κατασκευάζεται στον Πόρο ένα μικρό σκάφος 35 τόνων, επισκευάζονται άλλα, κατασκευάζονται οχυρώσεις και ιδρύεται ένα εργαστήριο παρασκευής παξιμαδιών (τα οποία τότε ήταν ένα κύριο εφόδιο για το στρατό και το ναυτικό). Άλλα χρήματα δόθηκαν για αγορά χειρουργικών εργαλείων και φαρμάκων, για βοήθεια προς φιλέλληνες, κλπ.

Ενδιάμεσα της ενασχόλησής του ως αξιωματικού «Εφοδιασμού και Μεταφορών», ο Γκός βρήκε το χρόνο να υπηρετήσει ως ιατρός πάνω στην «Καρτερία», και βρέθηκε στο πεδίο της μάχης όταν αυτή κατέστρεψε αρκετά τουρκικά πλοία στον κόλπο της Ιτέας (17 Σεπτεμβρίου 1827). Από τη θητεία του Gosse στην «Καρτερία» έχουμε και κατάλογο που συνέταξε με τα ονόματα 94 μελών του πληρώματος, Έλληνες, Άγγλους και Σουηδούς κυρίως (Βακαλόπουλος, σ. 155, 156).

Τον επόμενο μήνα έγινε η περίφημη ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οποία έδωσε νέες προοπτικές για ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Η Συνθήκη του Λονδίνου προέβλεπε ότι τα σύνορα του κράτους θα οριστούν αργότερα. Έτσι σε περιοχές όπως τα νησιά του Αιγαίου, Δυτική Ελλάδα και Κρήτη αναζωπυρώθηκε το επαναστατικό πνεύμα, καθώς έβλεπαν ότι κινδύνευαν να μείνουν μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία κατά τις επικείμενες διεργασίες.

Μεταξύ άλλων οι Χιώτες που είχαν καταφύγει στη Σύρο και άλλα νησιά, με τη βοήθεια και των Γάλλων υπό τον Φαβιέρο αλλά και του Cochrane, οργάνωσαν εκστρατεία ανακατάληψης της Χίου τον Οκτώβριο του 1827. Ο Gosse βοήθησε και σ’ αυτή την περίπτωση, και ουσιαστικά συμμετείχε στην απόβαση στην τουρκοκρατούμενη Χίο. Εκεί λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του λόγω της αμέλειας κάποιων αξιωματικών του Φαβιέρου. Οι δύο Γάλλοι που τον συνόδευαν σε μια αναγνωριστική αποστολή στην ξηρά, τον άφησαν να κατευθυνθεί μόνος προς μια περιοχή που ήταν μέσα στο βεληνεκές των τουρκικών πυροβόλων του κάστρου της Χίου. Εκεί μια βολή του πήρε το καπέλο και τον ανάγκασε έντρομο να απομακρυνθεί. Τελικά η εκστρατεία στη Χίο αναδιπλώθηκε, κυρίως λόγω αδυναμίας των Ελληνικών δυνάμεων (τακτικοί και άτακτοι), και των τοπικών παραγόντων, να συντονισθούν και να υιοθετήσουν ένα κοινό σχέδιο. Στη συνέχεια, ο Φαβιέρος έλαβε διαταγή από τον Γάλλο ναύαρχο de Rigny (Δεριγνύ) να αποχωρήσει, δεδομένου ότι η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση δεν είχε τις δυνάμεις να στηρίξει την εκστρατεία. Έτσι η Χίος δεν περιελήφθη τότε στο νέο ελληνικό κράτος.

Ο LouisAndré Gosse, σε μεγαλύτερη ηλικία. Λιθογραφία. Συλλογή ΕΕΦ / Μουσείο Φιλελληνισμού

Η επιδημία πανώλης

Ο Gosse διακινδύνευσε και για δεύτερη (τουλάχιστον) φορά τη ζωή του κατά την επιδημία πανώλης που έπεσε γύρω από τον Αργολικό Κόλπο και σε χωριά της Αχαΐας. Η επιδημία ξεκίνησε από το εκστρατευτικό σώμα των Αιγυπτίων στη Μεθώνη. Υπό τον Ιμπραήμ υπηρετούσε ένας σημαντικός αριθμός Ευρωπαίων ιατρών (κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί) οι οποίοι όμως καθυστέρησαν να διαγνώσουν την ασθένεια. Λόγω ανταλλαγών αιχμαλώτων και άλλων μετακινήσεων, το καλοκαίρι του 1828 η επιδημία πανώλης εμφανίστηκε αρχικά στην Αίγινα, και μετά στην Ύδρα, τα Μέγαρα, το Ναύπλιο, άλλες τριγύρω περιοχές και σε μερικά χωριά της Αχαΐας. Πιθανότατα υπήρξε ταυτόχρονη επιδημία και από άλλη ασθένεια που στις πηγές της εποχής αναφέρεται ως «κακοήθης πυρετός», από την οποία προσβλήθηκε και ο Gosse. Ο πληθυσμός ήταν γενικά εξασθενημένος από την πείνα και τις κακουχίες, και ήταν ευάλωτος σε κάθε είδους ασθένειες που ήταν περίπου ενδημικές, όπως η ελονοσία, ο τύφος, κ.ά.

Σημαντικότατη προσφορά του Gosse στην Ελλάδα ήταν ότι βοήθησε στον περιορισμό της επιδημίας. Σ’ αυτό συνέβαλε και η οξυδέρκεια και το προσωπικό ενδιαφέρον του Καποδίστρια, ο οποίος έσπευσε να δώσει στον Ελβετό γιατρό τις απαραίτητες εξουσίες, που τον αναβίβαζαν στην πράξη σε «υπουργό υγείας». Ο κυβερνήτης της Ελλάδας είχε βέβαια ο ίδιος ιατρικές γνώσεις από τις σπουδές του στην Πάδοβα (1794-1797).

Σ’ αυτή τη μάχη συνεισέφεραν και άλλοι ιατροί καθώς και μη ειδικοί πολίτες που επάνδρωσαν τις υπηρεσίες αστυνόμευσης και καραντίνας, την υγειονομική ταφή των νεκρών (οι λεγόμενοι «μόρτηδες»), τη διαχείριση των φαρμάκων κτλ. Όσοι είχαν σπουδάσει στην Ιταλία ή είχαν ιατρική εμπειρία από τα Επτάνησα, γνώριζαν και εφάρμοσαν τα μέτρα καραντίνας τα οποία είχαν αναπτύξει από παλαιότερα οι Ενετοί, οι οποίοι είχαν ιδρύσει και τα διάφορα «λαζαρέτα» στα Βαλκάνια και την Ιταλία (Tsoucalas, 2021). Μετά την έναρξη της επιδημίας κάποιος απέστειλε από την Κέρκυρα στην Αίγινα και μια «Υγειονομική Διάταξη» που περιείχε παλαιότερες σχετικές οδηγίες βενετικές, γαλλικές, τοσκανικές και παπικές. Αυτή αποτέλεσε τη βάση για να συνταχθεί μια ελληνική υγειονομική διάταξη για την περίσταση. O Gosse αναφέρει ότι «ευτυχώς αυτή η διάταξη ήρθε πολύ αργά», καθώς την θεωρούσε άχρηστη και ξεπερασμένη (Gosse, σ. 168, 169).

Είναι αμφίβολο αν οι ξένοι ιατροί από τη Βόρεια Ευρώπη και την Αμερική είχαν ξαναδεί από κοντά θύματα πανώλης. Τουλάχιστον ο Gosse αναφέρει ότι στην Ύδρα ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τέτοιον ασθενή όταν τον κάλεσε εκεί για την περίσταση η κυβέρνηση και τον υποδέχθηκε ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος. Ο τελευταίος (έχων επίσης σπουδάσει ιατρική), είχε ήδη κάνει τη διάγνωση: (Προς τον Gosse) «Σας προειδοποιώ ότι πρόκειται για πανώλη και σας συμβουλεύω να λαδώσετε τα χέρια σας». Η επάλειψη με λάδι ήταν μια διαδεδομένη πρακτική για την προστασία από την πανώλη, την οποία ενώ ο Gosse θεωρεί αμφιλεγόμενη, πιστεύει ότι δεν είναι παντελώς άχρηστη (Gosse, σ. 122, 148). Περιγράφει ότι πλησίασε τον ασθενή «σαν στρατιώτης που βγαίνει στην επίθεση», αλλά δεν μπόρεσε να τον σώσει.

Πριν από τη δεκαετία του 1860 δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα η μικροβιολογία και δεν ήταν γνωστοί οι παράγοντες που προκαλούσαν λοιμώδεις νόσους (στην περίπτωση της πανώλης ένα βακτήριο με ενδιάμεσους ξενιστές τρωκτικά και ψύλλους). Ωστόσο ήταν γνωστό ότι η συναναστροφή και η κοινή χρήση αντικειμένων ευνοούσαν τη διάδοση των επιδημικών ασθενειών, και η απομόνωση ήταν ένας συνήθης τρόπος αντιμετώπισης. Διάφορα φάρμακα της εποχής μπορεί να βοηθούσαν στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων όπως ο πυρετός, αλλά όχι στη ριζική αντιμετώπιση των αιτίων των επιδημιών. Μια από τις επικρατούσες θεωρίες για τις επιδημίες ήταν ότι αυτές οφείλονταν σε κάποιο «μίασμα» (miasma στην ευρωπαϊκή ιατρική ορολογία της εποχής) το οποίο μεταδιδόταν με τον αέρα ή με αντικείμενα ή με τη σωματική επαφή.

Αυτή η θεωρία είχε τις ρίζες της στον Ιπποκράτη και ήταν διαδεδομένη στην Ευρώπη σε όλο το Μεσαίωνα και μέχρι τον ύστερο 19ο αιώνα. Ο Gosse πίστευε σ’ αυτή τη θεωρία, την οποία μάλιστα επιβεβαίωσε από τις παρατηρήσεις του στο πεδίο, και έτσι εφάρμοσε επειγόντως μέτρα απομόνωσης, μεταξύ των οποίων και η κατασκευή εγκαταστάσεων καραντίνας. Φρόντισε να κάνει μια λεπτομερή καταγραφή των παρατηρήσεών του επί της επιδημίας, και ανέπτυξε κάποιες νέες ιδέες για τη θεραπεία. Εκτός από το βιβλίο του “Relation de la peste qui a régné en Grèce en 1827 et 1828”, σχετικές λεπτομέρειες καταγράφει και σε εκθέσεις και επιστολές που έστελνε προς τον Καποδίστρια, ενώ συγκέντρωνε αναφορές και από άλλους ιατρούς. Από τα στελέχη της προσωρινής κυβέρνησης ο Ιωάννης Κωλέττης, που ήταν επίσης ιατρός, είχε κι αυτός ενεργό ρόλο στην εφαρμογή των υγειονομικών μέτρων. Στον αγώνα κατά του αόρατου μιάσματος ρίχθηκαν και άλλοι ιατροί, Έλληνες και ξένοι, που βρίσκονταν στην Ύδρα, τον Πόρο, τις Σπέτσες, το Ναύπλιο, το Άργος, την Αίγινα. Προ του κοινού κινδύνου ο Gosse συνεργάστηκε ακόμα και με τους Ευρωπαίους ιατρούς που υπηρετούσαν στο στράτευμα του Ιμπραήμ, τα ονόματα των οποίων κατέγραψε σε κατάλογο, όπως συνήθιζε. Στην Ελλάδα βρισκόταν την ίδια εποχή και ο Αμερικανός φιλέλληνας ιατρός Samuel Howe ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του στο ναυτικό.

Στη Μεγαρίδα είχε πληγεί το εκεί στρατόπεδο των Ελλήνων υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη, όπως και πολλοί άμαχοι που είχαν καταφύγει στη μικρή χερσόνησο στο Βουρκάρι, που προστατεύεται από το Τείχος.[3] Εκεί πήγε ο Gosse για επιθεώρηση της κατάστασης, με βοηθό τον «έξυπνο και ενεργητικό» Παύλο Διαμαντίδη. Μαζί τους μετέφεραν και μερικά απλοϊκά φάρμακα της εποχής, τα οποία ο Gosse αναφέρει σε κατάλογο μαζί με τη δοσολογία: Εμμετικά, που ήταν τρυγικά άλατα για τους ενήλικες και σιρόπι ιπεκακουάνας για τα παιδιά, καυστική σόδα για καυτηριασμούς των ελκών (γαλλ. charbons > άνθραξ) και των βουβωνικών λεμφαδένων, κινίνη για αντιπυρετικό, αμμωνία, θειικό οξύ, βότανα μεταξύ των οποίων και χαμομήλι, σκόνη μουστάρδας για «σιναπισμούς», μέλι, ξύδι, λεμόνια και πορτοκάλια, σύριγγες, νυστέρια, βεντούζες για αφαιμάξεις και άλλα (Bouvier, σ. 350). Ο Gosse χρησιμοποίησε πολύ ως φάρμακο και το φασκόμηλο που φύτρωνε άφθονο στην περιοχή. Λογικά αυτό δεν είχε κάποια φαρμακολογική δράση επί της πανώλης (όπως πιθανότατα δεν είχαν και τα υπόλοιπα), ωστόσο μπορεί να έφερε παρηγοριά σε κάποιους ασθενείς, και ταυτόχρονα, λόγω του βρασμού που είχε προηγηθεί, λειτούργησε ως πηγή υγιεινού νερού απαλλαγμένου από παράσιτα, κάτι δυσεύρετο σ’ εκείνες τις συνθήκες. Δέκα χρόνια αργότερα, συγκεντρώνοντας όλες τις παρατηρήσεις του από την επιδημία, θα γράψει ότι οι περισσότερες από τις θεραπείες που εφάρμοσε ο ίδιος ή άλλοι ιατροί, όπως η κρέμα τρυγικών (crème de tarter), επίδεσμοι, όξινα ποτά, βδέλλες κλπ, δεν έφεραν καμία σημαντική μείωση της θνησιμότητας, εκτός από τον καυτηριασμό με καυστικό κάλιο των ελκών και των βουβωνικών λεμφαδένων (sur les charbons et les bubons) που σταμάτησε άμεσα τη θνησιμότητα (Gosse, σ. 142, 145). Αναφέρει και την περίπτωση ενός «τσαρλατάνου» στη Χίο ο οποίος έδινε στους ασθενείς ένα παρασκεύασμα που περιείχε και μικρή ποσότητα ξηραμένων ιστών από πληγές ασθενών. Διαπιστώνει ότι ούτε αυτή η ομοιοπαθητική θεραπεία είχε αποτέλεσμα. Ήταν ακόμα μια εποχή όπου η ακαδημαϊκή ιατρική δεν είχε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία από την εμπειρική.

Στη μικρή χερσόνησο του Τείχους επικρατούσε μια άθλια κατάσταση αφού ζούσαν συνωστισμένοι υγιείς μαζί με ασθενείς και ετοιμοθάνατους, χωρίς καθαρό νερό κάτω από φοβερή ζέστη «33 βαθμών Ρεομίρου (Réaumur)», δηλ. 40 Κελσίου. Επισκέφθηκε πάνω από 60 ασθενείς και σε αρκετούς έκανε καυτηριασμό των ελκών και χορήγησε εμμετικά και κινίνη. Έδωσε εντολή να κατασκευαστούν πρόχειρα υπόστεγα από κλαδιά για να προφυλάσσονται από τον ήλιο οι ασθενείς, τους οποίους τοποθέτησε σε απόσταση περίπου 2 μέτρων τον έναν από τον άλλο, ώστε να μπορεί κανείς να κυκλοφορεί ανάμεσά τους χωρίς να τους αγγίζει. Παρόμοιες εγκαταστάσεις καραντίνας, αλλά καλύτερα κατασκευασμένες, στήθηκαν στην Αίγινα, σχεδιασμένες από τον πρόξενο της Αυστρίας και αρχαιολόγο Georg Christian Gropius (1776-1850). Παρεμπιπτόντως πρέπει να σημειωθεί ότι η μεγάλη προσφορά του τελευταίου στην Ελλάδα ήταν η διάσωση πολλών αρχαιοτήτων.[4] Ο Gosse άφησε τον Διαμαντίδη στο Τείχος και επέστρεψε στον Πόρο, όπου η επιδημία ελεγχόταν ικανοποιητικά με μέτρα καραντίνας.

Από τη συχνή επαφή του με τους ασθενείς αρρώστησε και ο ίδιος (όχι από πανώλη) παρουσιάζοντας πυρετό και φθάνοντας στα πρόθυρα του θανάτου πολλές φορές. Κατέφυγε για φροντίδα στο νοσοκομείο που είχαν ιδρύσει οι Αμερικανοί Howe και John D. Russ με δωρεές Αμερικανών φιλελλήνων. Εκεί, σε ένα επεισόδιο πυρετού αργά τη νύχτα αποφάσισε να εφαρμόσει στον εαυτό του μια πρωτότυπη θεραπεία: Να βγει για βαρκάδα. Ο ιατρός Russ πίστευε ότι o Gosse παραληρεί και προσπάθησε να τον αποτρέψει. Μετά από την επιμονή του ασθενούς, τον μετέφερε ο ίδιος ο Russ σε μια βάρκα, του έδωσε κάτι δροσιστικό και έκαναν μια βόλτα στον δροσερό θαλασσινό αέρα. Βγήκαν στη στεριά κοντά σε ένα μοναστήρι όπου υπήρχε μια πηγή με κρύο νερό με την οποία ο Gosse έσβησε τη δίψα του και τη φλόγωση και κατάφερε να κοιμηθεί μετά από μέρες αϋπνίας. Θεώρησε ότι το νερό της πηγής ήταν θεραπευτικό και μ’ αυτό ράντισε το δωμάτιό του. Στη συνέχεια μετακόμισε  στη Σύρο και στη Νάξο όπου ανάρρωσε.

Επέστρεψε στον Πόρο όπου εργάσθηκε για την τακτοποίηση διαφόρων λογαριασμών, αλλά κατά περιόδους υπέφερε από πυρετό. Όπως γράφει, οι κάτοικοι του Πόρου του πρόσφεραν μεγάλη φροντίδα, στέλνοντάς του προμήθειες και επιστολές συμπαράστασης: «Σεβάσμιοι κληρικοί, παραβλέποντας ότι είμαι Προτεστάντης, έκαναν δημόσιες δεήσεις για την ανάρρωσή μου. … αργότερα με τις συναναστροφές μου στο Μοριά εκτίμησα στ’ αλήθεια τον έντιμο χαρακτήρα της μεγάλης πλειοψηφίας αυτών των ανθρώπων, …» (Gosse, σ. xij). Δεν παραλείπει βέβαια να αναφέρει τις ίντριγκες και την ηθική κατάπτωση που επικρατούσε μεταξύ ολίγων ατόμων που βρίσκονταν σε θέσεις εξουσίας. Όμως το ηθικό του είχε πλέον υποσκαφθεί και άρχισε να σκέπτεται να επιστρέψει στην Ελβετία. Σ’ αυτό τον παρακινούσε με επιστολές και η μητέρα του, στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία.

Πριν από αυτήν την επιστροφή αναλαμβάνει μια νέα αποστολή επιθεώρησης σε ένα άλλο επίκεντρο της επιδημίας, την Αχαΐα, όπου ενδιαφέρεται να ερευνήσει την πορεία της ασθένειας σε ψυχρό ορεινό κλίμα. Ο Gosse έφυγε από την Αίγινα την ημέρα των Χριστουγέννων του 1828, διέσχισε τον Ισθμό της Κορίνθου και συνέχισε δια θαλάσσης προς την Πάτρα. Αφού συναντήθηκε με Γάλλους αξιωματικούς του στρατηγού Maison συνέχισε προς τα βουνά των Καλαβρύτων. Μέσα από χιονισμένα τοπία στις 4 Ιανουαρίου έφθασε στο χωριό Βισόκα, αφού κινδύνευσε να χαθεί από το κρύο και τον πυρετό στα βουνά. Εξέτασε έναν αριθμό ασθενών και έδωσε οδηγίες για εφαρμογή υγειονομικών μέτρων, αλλά η ασθένεια εξαφανίσθηκε από μόνη της στο τέλος του χειμώνα.

Συνοψίζοντας την περιγραφή της επιδημίας ο Gosse σημειώνει ότι από τους 1113 ασθενείς που εντόπισε, οι 783 πέθαναν και 330 επέζησαν. Σε μερικές περιοχές η θνησιμότητα ήταν 100%, όπως στο στρατόπεδο των Μεγάρων και στο Λιγουριό Αργολίδας, ενώ σε άλλες ήταν χαμηλότερη, όπως 50% στην πόλη του Άργους, και ακόμα χαμηλότερη στο Τείχος (κατάλογος στο Βακαλόπουλος, σ. 205). Η ασθένεια υποχώρησε την άνοιξη του 1829, κατά τη γνώμη του χάρη στο κλίμα της Ελλάδας και τον αραιό πληθυσμό.

Mission accomplie”

Προς τα τέλη του 1828 οι οικονομικοί πόροι του Gosse έχουν εξαντληθεί και συντηρείται από τον Ηπειρώτη έμπορο της Σύρας Απόστολο Δούμα καθώς και από τον κόμη Φραγκόπουλο της Νάξου. Γι’ αυτή την καλοσύνη που βρήκε έγραψε: «Έδρεψα τους καρπούς της αφοσίωσής μου [στους Έλληνες] και αναγνώρισα πόσο αβάσιμη ήταν η φήμη που υπάρχει για το ελληνικό έθνος, ότι είναι αχάριστοι» (Gosse, σ. xj).

Βρίσκεται στην ανάγκη ακόμη και να δανεισθεί 2.000 πιάστρα από τον Βιάρο Καποδίστρια. Ο Ιωάννης Καποδίστριας κατάφερε να παρατείνει την παραμονή του Gosse στην Ελλάδα επειδή είχε μεγάλη ανάγκη από στελέχη τέτοιας ποιότητας. Έγραψε ακόμη και στη μητέρα του ώστε αυτή να δώσει την έγκρισή της για παράταση της παραμονής του γιού της στην Ελλάδα. Ο Gosse καταπονημένος από την ασθένεια και τα οικονομικά του προβλήματα, αφού είχε κάνει με το παραπάνω το καθήκον του ως ιατρός και ως διαχειριστής της φιλελληνικής βοήθειας, αποφάσισε οριστικά να επιστρέψει και να ξεκουραστεί στην πατρίδα του. Αναχώρησε από την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1829. Ο Καποδίστριας του εξέφρασε εγγράφως την ευγνωμοσύνη του για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει. Ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης των Καλαβρύτων, του Πόρου και της Αθήνας (η οποία δεν κατάφερε ακόμα να δώσει το όνομά του σε κάποια οδό). Από την Ελβετία συνέχισε να αλληλογραφεί με φίλους στην Ελλάδα και να ενδιαφέρεται για τις ελληνικές υποθέσεις. Εξακολουθούσε να συνεργάζεται με τον Eynard ο οποίος συνέχισε να αποστέλλει χρηματική βοήθεια στην Ελλάδα. Αν και από τα μέσα του 1829 ο φιλελληνικός ζήλος των Ευρωπαίων είχε πλέον εξασθενήσει. Άλλωστε η Ελλάδα είχε εξασφαλίσει πλέον την ανεξαρτησία της, ενώ είχαν λιγοστέψει και οι ηρωικές μάχες και οι θυσίες των Ελλήνων που στο παρελθόν τροφοδότησαν τον φιλελληνισμό της Δύσης.

Συνεχιζόταν όμως ο φιλελληνισμός με διαφορετική μορφή. Στόχευε πλέον κυρίως στην εξαγορά και απελευθέρωση Ελλήνων δούλων από τα σκλαβοπάζαρα της Μεσογείου (ο Eynard και ο Λουδοβίκος Α διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και στη φάση αυτή).

Το 1838 ο Gosse επισκέφθηκε με τη σύζυγό του την Ελλάδα και τιμήθηκε από τον βασιλιά Όθωνα με το αριστείο του Αγώνος και τον αργυρό Σταυρό του Σωτήρος. Το ίδιο έτος δημοσίευσε τις παρατηρήσεις του από την επιδημία πανώλης στην Ελλάδα. Εκεί συνοψίζει την προγενέστερη γνώση που υπήρχε στη βιβλιογραφία για τη θεραπεία της πανώλης, τις θεραπείες και τα μέτρα καραντίνας που εφαρμόστηκαν σε διάφορες πανωλόπληκτες περιοχές της Ελλάδας, στατιστικά κλπ. Είναι ένα ενδιαφέρον κείμενο που αφορά την ιστορία της ιατρικής στη σύγχρονη Ελλάδα.

Επίλογος

Η περίπτωση του Αντρέ Λουί Gosse δείχνει μια από τις πολλές όψεις του φιλελληνισμού του 18’21. Δεν ήταν αρχαιολάτρης ούτε «ρομαντικός», δεν ήταν διανοούμενος του Διαφωτισμού, δεν ήταν ούτε Ορθόδοξος με βυζαντινή παιδεία. Ήταν ένας φιλελεύθερος άνθρωπος που έβλεπε με ενθουσιασμό τα εθνικά κινήματα της μετα-ναπολεόντειας εποχής, και ταυτόχρονα ως ιατρός κατανοούσε τις καθημερινές ανάγκες των λαϊκών ανθρώπων που ήταν το υποκείμενο αυτών των κινημάτων. Η επαφή του με την ελληνική πραγματικότητα δεν τον απογοήτευσε και δεν απώλεσε τον ενθουσιασμό του όπως άλλοι πρώην φιλέλληνες. Έβλεπε και σημείωνε τις ενδοελληνικές αντιπαλότητες και τα ελαττώματα των αρχόντων, αλλά τα αντιμετώπιζε με κατανόηση. Αποδίδει αυτά τα φαινόμενα στην προηγηθείσα δουλεία και την καταπίεση από τους Τούρκους, και γενικά εκφράζεται με πολύ θετικό τρόπο για τους Έλληνες. Προφανώς γνώριζε ότι παρόμοια ή και χειρότερα είχαν συμβεί στην πρόσφατη Γαλλική Επανάσταση και στα παρεπόμενά της, με χειρότερο τους Ναπολεόντειους πολέμους που από μια άποψη ήταν ένας εμφύλιος μεταξύ Ευρωπαίων.

Από τους δύο κύριους τομείς στους οποίους εργάσθηκε, η σημαντικότερη προσφορά του ήταν ίσως στον τομέα της διαχείρισης της φιλελληνικής βοήθειας και στη διοίκηση ορισμένων κρατικών μηχανισμών. Το μεγάλο πρόβλημα εκείνη την εποχή (ίσως και πάντα) στην Ελλάδα ήταν να βρεθούν ηθικώς ακέραια άτομα να διαχειρισθούν τα υπάρχοντα οικονομικά κεφάλαια χωρίς αυτά να σπαταληθούν από τη διαφθορά.

Η υγειονομική δουλειά του ήταν επίσης πολύ σημαντική, αλλά είναι ένα ερωτηματικό αν σ’ αυτό τον τομέα ήταν αναντικατάστατος. Πιθανώς και άλλοι Φιλέλληνες και Έλληνες ιατροί να μπορούσαν ισάξια να προσφέρουν από την ίδια θέση, δεδομένου μάλιστα ότι είχαν (ειδικά οι Έλληνες) περισσότερη πείρα από επιδημίες σε ελληνικές συνθήκες. Ενδεχομένως όμως η αίγλη του «ιατρού από την Ελβετία» πρόσφερε στον Gosse ένα κύρος το οποίο δεν θα είχαν οι Έλληνες ιατροί.

Ο Βακαλόπουλος συνοψίζει ωραιότατα την προσφορά του Gosse στην καταληκτική παράγραφο της διατριβής του για τον ελβετικό φιλελληνισμό:

«Ο Gosse, όπως και ο Eynard, αποτελούν δύο χτυπητά παραδείγματα Ευρωπαίων οι οποίοι, παρά τον έντονο φιλελληνισμό τους, αντιμετωπίζουν τα προβλήματα του τόπου με πρακτικότητα και συγκρατημένη αισιοδοξία. Η στάση τους απέναντι των Ελλήνων είναι στάση φίλων προς αγαπητά πρόσωπα, που δυσκολεύονται να βρουν τον δρόμο τους, στάση γεμάτη από βαθιά κατανόηση του κακού παρελθόντος τους, από ήπια αυστηρότητα για ορισμένες παρεκτροπές τους και από ειλικρινή πρόθεση να τα βοηθήσουν θετικά στον μεγάλο τους σκοπό, στην απελευθέρωση της πατρίδας τους.».

Εικόνα του τίτλου της Journal de Geneve, και είδηση για τη διεξαγωγή εράνου υπέρ των Ελλήνων από τον Eynard, 23/3/1826. https://www.letempsarchives.ch.

Σημειώσεις:

[1] Ο Louis-André Gosse δεν πρέπει να συγχέεται με τον ζωγράφο Nicolas Louis François Gosse (1787 –1878) ο οποίος ζωγράφισε και μερικούς πίνακες σχετικούς με την Επανάσταση. Ο πρώτος αναφέρεται σε παλαιές ελληνικές πηγές και ως «Γκόσ(σ)ης».

[2] Για εκτενή περιγραφή των προσπαθειών φορολόγησης και δανεισμού βλ. Βακαλόπουλος, σ. 121 κ.ε.

[3] Τείχος Μεγαρίδας. Στο έργο του Gosse αναφέρεται ως Tycho. Ο Βακαλόπουλος το έχει αποδώσει ως «Τυχώ», αλλά δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω ότι αυτό είναι κάποιο ιστορικώς ορθό όνομα.

[4] Ο Georg Christian Gropius πρέπει να ήταν πρόγονος των ομώνυμων αρχιτεκτόνων, εκ των οποίων γνωστότερος ο Walter Gropius (1883 – 1969), πατέρας της σχολής του Bauhaus. Βλ. “Gropius (family)”, https://de.zxc.wiki/wiki/Gropius (Familie) με σχετική βιβλιογραφία. Για τον G.C. Gropius υπάρχει η μελέτη του Εμμ. Πρωτοψάλτη «Ο Γεώργιος Χριστιανός Gropius και η δράσις αυτού εν Ελλάδι», Αθήνα, 1947.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Bouvier-Bron, Michelle, “La mission médicale de Louis-André Gosse pendant son séjour en Grèce (1827-1829)”, Gesnerus: Swiss Journal of the history of medicine and sciences, 48 (1991), No. 3-4, pp 343- 357.  http://doi.org/10.5169/seals-521197

Gosse Louis-André, Relation de la peste qui a régné en Grèce en 1827 et 1828: contenant des vues nouvelles sur la marche et la traitement de cette maladie. Ab. Cherbuliez et Cie, Paris, 1838. https://books.google.gr/

Tsoucalas Gregory et al., “The Greek physician and politician Ioannis Kapodistrias (1776-1831) and the plague of 1828 in Greece”, Le Infezioni in Medicina, 2021, 29(1):157-159. www.researchgate.net

Αρχεία της Εθνικής Παλιγγενεσίας, ψηφιοποιημένα στο https://paligenesia.parliament.gr

Βακαλόπουλος Α. Κωνσταντίνος, «Σχέσεις Ελλήνων και Ελβετών φιλελλήνων κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821», Διδακτορική Διατριβή, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 163, Θεσσαλονίκη, 1975. www.apostoliki-diakonia.gr/

 

 

 

O William Townsend Washington (1802-1827) ήταν Αμερικανός Φιλέλληνας με καταγωγή από την πολιτεία της Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ήταν υπολοχαγός του 4ου Συντάγματος Πυροβολικού του Αμερικανικού Στρατού. Μετά την αποφοίτησή του από την Στρατιωτική Ακαδημία (West Point Military Academy), πέρασε ένα διάστημα στη Γαλλία, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Στρατηγό Lafayette (Gilbert du Motier de Lafayette, 1757-1834). Με την επάνοδό του στις ΗΠΑ, ο Υπουργός Στρατιωτικών, John C. Calhoun (1782-1850) του ανέθεσε μία θέση διδασκαλίας στον αμερικανικό στρατό.

Συγκινημένος από το ελληνικό ζήτημα, ο Washington παραιτήθηκε από τη θέση του στον αμερικανικό στρατό, προκειμένου να μεταβεί στην Ελλάδα. Είχε επίγνωση, ότι το επώνυμο είχε βαρύνουσα σημασία, εξαιτίας της συγγένειας του με τον πρώτο πρόεδρο των ΗΠΑ, George Washington. Αυτό το κεφάλαιο αξιοποίησε ο Washington, ώστε να προωθήσει τα σχέδια του για την Ελλάδα.

Ο William Townsend Washington έφθασε στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1825 ως απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου της Βοστώνης. O Edward Everett (1794 -1865), ιδρυτής του κομιτάτου, τον σύστηνε στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο με θερμά λόγια για την αφοσίωση του νεαρού στον ελληνικό σκοπό. Όταν έφθασε στην Ελλάδα, φορούσε μία εντυπωσιακή στολή Ουσάρου αξιωματικού.

Πρόκειται μάλλον για τον έκτο κατά σειρά Αμερικανό Φιλέλληνα που ήλθε στην Ελλάδα ως απεσταλμένος των κομιτάτων, με βάση όσα καταγεγραμμένα στοιχεία διαθέτουμε ως σήμερα. Είχαν προηγηθεί ο πρωτοπόρος George Jarvis (το 1822), ο αξιωματικός Jonathan Peckham Miller, ο αξιωματικός ναυτικού John M. Allen και ο Richard W. Ruddock. Και οι τρεις τους έφθασαν το έτος 1824. Ο κορυφαίος Αμερικανός Φιλέλληνας, ο ιατρός Samuel Gridley Howe, έφθασε στις αρχές Ιανουαρίου του 1825.

Την περίοδο που δραστηριοποιήθηκε στην Ελλάδα ο Washington, έφθασε και ο Αμερικανός Φιλέλληνας Merrett Bolles από το Ohio, πλοίαρχος του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος υπηρέτησε στον Τακτικό Στρατό υπό τις διαταγές του Γάλλου Φιλέλληνα Στρατηγού Charles Fabvier,  από το 1825 ως τον Ιούλιο του 1826.

Ο Washington φθάνει στην Ελλάδα σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο του ελληνικού Αγώνα. Τον χειμώνα 1824-1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στην Πελοπόννησο. Οι ελληνικές δυνάμεις είναι διασπασμένες, με πολλούς οπλαρχηγούς να βρίσκονται στη φυλακή. Ο Παπαφλέσσας αποφασίζει να οχυρωθεί στο Μανιάκι Μεσσηνίας και να εμποδίσει τις δυνάμεις του Ιμπραήμ να διαχυθούν στην Πελοπόννησο. Πέφτει ηρωικά στη Μάχη στο Μανιάκι τον Μάιο του 1825. Η κυβέρνηση διορίζει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο των δυνάμεων των ατάκτων. Οι δυνάμεις των Ελλήνων αδυνατούν όμως να αντιμετωπίσουν τον τακτικό στρατό του Ιμπραήμ.

O Γάλλος Φιλέλληνας Φαβιέρος αναλαμβάνει την οργάνωση τακτικού στρατού (από τον Ιούλιο του 1825).

Προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, το Βουλευτικό είχε ζητήσει ήδη από τον Μάιο την ενίσχυση των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων με την αποστολή 4.000 ανδρών από την Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου.

Ήδη από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους, τα φιλελληνικά κομιτάτα στις ΗΠΑ είχαν προτείνει στη Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου τον σχηματισμό σώματος Φιλελλήνων εθελοντών στην Ελλάδα, το οποίο και θα χρηματοδοτούσαν. Από το Λονδίνο ζητήθηκε η έγκριση της Ελληνικής κυβέρνησης. Η πρόταση αυτή δεν υλοποιήθηκε, πιθανόν επειδή οι Έλληνες στρατιωτικοί θεωρούσαν ότι συγκεκριμένοι Έλληνες πολιτικοί θα χρησιμοποιούσαν αυτό το σώμα για να επιβάλλουν τη δική τους κυριαρχία. Οι άτακτοι πολεμιστές ανησυχούσαν ότι η ύπαρξη οργανωμένου σώματος στρατού θα σήμαινε πως και οι ίδιοι πρέπει να υπαχθούν σε κανόνες πειθαρχίας.

Για την αναγκαιότητα δημιουργίας ξένου σώματος τακτικού στρατού, έγραφαν επίσης από το Λονδίνο οι διαπραγματευτές του πρώτου εθνικού δανείου, Ανδρέας Λουριώτης και Ιωάννης Ορλάνδος. Τις επιχειρήσεις αυτού του σώματος πρότειναν να συντονίζει ο Βρετανός Charles James Napier (1782-1853), στρατιωτικός και τοποτηρητής των βρετανικών αρχών στην Κεφαλονιά. Διάφοροι Φιλέλληνες έβλεπαν επίσης θετικά την προοπτική δημιουργίας σώματος εθελοντών. Γνωρίζουμε ότι ο Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός Roche προσπαθούσε με πολλά επιχειρήματα να πείσει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη σχετικά με το ζήτημα.

Ο Washington φθάνει τον Ιούνιο του 1825 στην Ελλάδα, και ανακινεί το ζήτημα της δημιουργίας μιας «Λεγεώνας Ξένων» για να ενισχυθούν περαιτέρω οι αγωνιζόμενοι Έλληνες. Δεν ονειρεύεται ένα σώμα αποκλειστικά στελεχωμένο από Αμερικανούς εθελοντές. Στην έρευνα του για τους Αμερικανούς Φιλέλληνες, ο Θάνος Βαγενάς παραθέτει ένα απόσπασμα των λόγων του Washington: «Προβάλλω να γεμίσω το σώμα αυτό από αξιωματικούς κάθε γένους, Αμερικανούς, Γάλλους, Ιταλούς, Γερμανούς και Ιρλανδούς και εάν η Ελληνική Διοίκησις ζητήση να είναι αναλογία τις μεταξύ των διαφόρων εθνών, αποδέχομαι αυτήν την συμφωνίαν. Οι στρατιώται αυτής της Λεγεώνας πρέπει να ευρεθούν εις την Ιρλανδίαν, εάν δε εμποδίση τούτο η Αγγλική Διοίκησις, προβάλλω την Ελβετίαν και τελευταίαν την Αμερικήν». Είναι προφανές, ότι η μετάβαση εθελοντών από την Ιρλανδία και την Ελβετία ήταν ασύγκριτα πιο εύκολη από την αντίστοιχη Αμερικανών εθελοντών.

Ο Washington είχε συγκεκριμένες ιδέες για την σύσταση αυτού του σώματος, και πιθανότατα φιλοδοξούσε να τεθεί επικεφαλής του, δεδομένου ότι έφερε ο ίδιος ένα βαρύ ιστορικό όνομα.

Στην  Ύδρα συνάντησε τους Κουντουριώτηδες, έπειτα πήγε στο Ναύπλιο για να βρει τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τον Ιούλιο του 1825 ανακοινώνει το πλήρες σχέδιο του γραπτώς στον Μαυροκορδάτο, παραθέτοντας έναν αναλυτικό υπολογισμό των εξόδων για τη συντήρηση και τη μεταφορά του στρατεύματος. Για τους εθελοντές που θα πολεμούσαν στην Ελλάδα ζητά να λάβουν δικαιώματα Έλληνα πολίτη, εφόσον εκείνοι θα ήθελαν να παραμείνουν στη χώρα μετά την απελευθέρωσή της. Με το γράμμα του προς τον Μαυροκορδάτο ζητά επισήμως την έγκριση της Ελληνικής Διοίκησης για το σχέδιο του, ώστε να μεταβεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Λονδίνο, Παρίσι και Δουβλίνο) και να συγκεντρώσει τους αξιωματικούς του. Κατόπιν θα οδηγούσε τη Λεγεώνα ως επικεφαλής της ο ίδιος στην Ελλάδα.

Εν τέλει, για λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, το σχέδιο του Washington εγκαταλείφθηκε.

Όταν οι Έλληνες υπέβαλαν την Πράξη Υποτελείας στην Μεγάλη Βρετανία ο Washington, από κοινού με άλλους Φιλέλληνες, αντέδρασε έντονα στο ενδεχόμενο να τεθεί η Ελλάδα υπό αγγλική προστασία (όπως ίσχυε για τα Επτάνησα), μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς. Οι Αμερικανοί Φιλέλληνες, σε συνεννόηση με τον Γάλλο στρατηγό Roche, παρέδωσαν γραπτή διαμαρτυρία στο Εκτελεστικό σώμα, ζητώντας τους να μην προχωρήσουν σε αυτήν την κατεύθυνση.

Μάλιστα ο Washington υιοθέτησε μία σκληρή στάση εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας, και προωθούσε στην Ελλάδα, σε συνεργασία με τον Γάλλο στρατηγό Roche, την ανάθεση του θρόνου σε μέλος της βασιλικής οικογένειας της Γαλλίας. Και οι δύο τους επιχείρησαν να επιβάλουν την πολιτική αυτή γραμμή στα Φιλελληνικά κομιτάτα στις ΗΠΑ και την Γαλλία. Στάση την οποία όμως αποκήρυξαν και οι δύο χώρες.

Εξαιτίας της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα, ο Washington αποφάσισε να αποχωρήσει στα μέσα του 1825. Μάλιστα ξεκίνησε το ταξίδι του μέσω της Σμύρνης, όπου φορούσε ελληνική ενδυμασία, κάτι που προκαλούσε το μισητό βλέμμα των Οθωμανών. Στην πορεία πληροφορήθηκε ότι η Αγγλία δεν θα αναλάμβανε τελικά την προστασία της Ελλάδας. Έτσι ζήτησε να μεταβεί στο Μεσολόγγι (Οκτώβριος 1825). Εκεί ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο.

 

27 Αυγούστου 1825: William Townshend Washington, επιστολή από τη Σμύρνη

 

Η στάση της χώρας του σχετικά με το θέμα, τον πλήγωσε τόσο πολύ, που έγραψε μία σκληρή επιστολή με την οποία ασκεί σκληρή κριτική την πατρίδα του.

Τον Μάιο του 1827 μετέβη στην υπό βρετανική διοίκηση Ζάκυνθο. Εκεί, λέγεται ότι ερωτεύθηκε την κόρη του νεκρού ήρωα Μάρκου Μπότσαρη, Βασιλική, την οποία ζήτησε να παντρευτεί. Ο αδελφός του Μάρκου, Κώστας Μπότσαρης, αρνήθηκε όμως να τη δώσει για γάμο.

 

Η κόρη του Μάρκου Μπότσαρη (συλλογή ΕΕΦ / Μουσείο Φιλελληνισμού)

 

Μετά τη Ζάκυνθο μετέβη στο Ναύπλιο, και εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Φωτομάρα. Μάλιστα αναφέρεται ότι πολεμούσε γενναία. Παράλληλα εργάσθηκε για να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις των Ελλήνων.

 

Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Νάσος Φωτομάρας (- 1841)

 

Εν τέλει σκοτώθηκε σε μία συμπλοκή στο Ναύπλιο στις 16 Ιουλίου 1827, από πυρά που εκτοξεύθηκαν από το Παλαμήδι προς την πόλη του Ναυπλίου. Μεταφέρθηκε στο Βρετανικό πλοίο Ασία, όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Έχασε τη ζωή του σε ηλικία μόλις 25 ετών, υπηρετώντας με πάθος τα ιδανικά στα οποία πίστεψε και την Ελλάδα που υπεραγαπούσε.

Ο τάφος του Αμερικανού Φιλέλληνα, William Townsend Washington, βρίσκεται στην Ύδρα, τον τόπο όπου φιλοξενήθηκε όταν έφθασε στην Ελλάδα.

 

O πρέσβης των ΗΠΑ G. Pyatt στον τάφο του William Townsend Washington στην Υδρα

 

Ένα πράγμα είναι σίγουρο για τον Αμερικανό Φιλέλληνα, William Townsend Washington. Πολέμησε γενναία για την Ελλάδα, την οποία αγαπούσε με απίστευτο πάθος.

 

Πηγές – Βιβλιογραφία:

  • Barth, Wilhelm-Kehrig-Korn, Max, Die Philhellenenzeit. Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias‘ am 9. Oktober 1831, Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960
  • Βαγενάς, Θάνος, Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, Αμερικανοί Φιλέλληνες Εθελοντές στο Εικοσιένα, Μάτι, Αθήνα, 2017
  • Μαζαράκης-Αινιάν, K. Iωάννης, Αμερικανικός Φιλελληνισμός 1821-1831, Iστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος, χ.ημ.
  • Αρχείο ΕΕΦ

 

 

Gramsi Michele (1786-1873). Ιταλός Φιλέλληνας από τη Νάπολη. Λοχαγός του Πυροβολικού του Στρατού του Βασιλείου της Νεαπόλεως. Έφθασε στις 1 Μαΐου 1821 στην Καλαμάτα και εντάχθηκε στο πρώτο τακτικό στρατιωτικό σώμα, υπό τις διαταγές του Γάλλου Φιλέλληνα αξιωματικού Joseph Baleste. Από τις 15 Μαΐου ως τις 16 Ιουνίου 1821 συμμετείχε στην πολιορκία του Ναυαρίνου. Στις 4 Δεκεμβρίου 1821, τραυματίσθηκε κατά την πολιορκία του Ναυπλίου. Τον Απρίλιο του 1822 ήταν αξιωματικός υπεύθυνος επιστράτευσης της Επαναστατικής Κυβέρνησης σε νησιά του Αιγαίου και συνέβαλε στην επιστράτευση 282 ανδρών. Πολέμησε στη μάχη των Δερβενακίων στις 26 Ιουλίου 1822, φέροντας τον βαθμό του ταγματάρχη. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1822 υπηρέτησε στο Ναύπλιο. Τον Μάρτιο του 1823, η Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους του απένειμε τον βαθμό του συνταγματάρχη. Για τη δράση του τιμήθηκε με εύφημο μνεία του Εκτελεστικού Σώματος τον Δεκέμβριο του 1823. Τον Δεκέμβριο του 1825 συμμετείχε στη δεύτερη πολιορκία της Τριπολιτσάς. Από τον Φεβρουάριο του 1826 ως τον Μάιο του 1827, έλαβε μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών, ως αρχηγός του Πυροβολικού του Τακτικού Στρατού, υπό τις διαταγές του Γάλλου Φιλέλληνα στρατηγού Charles Fabvier.

Τιμήθηκε με δύο μετάλλια για την συμμετοχή του στην Ελληνική Επανάσταση.

Με το πέρας της Εθνεγερσίας, συνέχισε να υπηρετεί στον Ελληνικό Στρατό ως αξιωματικός. Απεβίωσε το 1873 στην Αθήνα.

Η ΕΕΦ τιμά τον μεγάλο Φιλέλληνα και τη συμβολή του στον αγώνα της Ελλάδας.

 

Πηγές – Βιβλιογραφία:

  • Fornèsy, Henri, «Οι Φιλέλληνες», περ. Εβδομάς, Αθήνα, 1884, Έτος Α΄, αριθ. Φ. 1, κ.ε.
  • Κασιμάτης, Μανόλο, Italiani filelleni 1821-1897. Ιταλοί Φιλέλληνες-εθελοντές 1821-1897, ιδ. εκδ., Αθήνα, 2011.

 

 

Ο Franciszek Mierzewski ή Mierzejewski (1786 – 1822), ήταν Πολωνός από τη Βαρσοβία, που υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Γαλλικό Στρατό.

Το 1807, μετά την συνθήκη του Tilsit, η οποία οδήγησε στην απελευθέρωση της Πολωνίας από τους Ρώσους και στην εγκαθίδρυση του Δουκάτου της Βαρσοβίας από τους Γάλλους[1], ο Mierzewski κατατάχθηκε στο Ιππικό του Γαλλικού Στρατού και έλαβε τον βαθμό του ανθυπιλάρχου[2].

Το 1808 τοποθετήθηκε στο 1ο Πολωνικό Σύνταγμα Ελαφρού Ιππικού της Γαλλικής Αυτοκρατορικής Φρουράς και υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Πολωνού κόμη Wincenty Krasinski[3]. Από τη θέση αυτή, διακρίθηκε στη νικηφόρα για τους Γάλλους μάχη της Somosierra της Ισπανίας, στις 30 Νοεμβρίου 1808[4].

Τον Φεβρουάριο του 1809 συμμετείχε στην εκστρατεία της Πορτογαλίας, υπό τον Γάλλο στρατάρχη Jean Soult[5], και στη συνέχεια ανέλαβε επιχειρησιακή δράση στη Βαυαρία και στην Αυστρία. Εκεί διακρίθηκε στις νικηφόρες για τους Γάλλους μάχες του Essling της Βαυαρίας και του Wagram της Αυστρίας, στις 22 Μαΐου 1809 και στις 5 Ιουλίου 1809 αντίστοιχα[6].

Τον Ιανουάριο του 1810, η μονάδα του αποχώρησε από την Βαυαρία και μεταστάθμευσε στο Chantilly της Γαλλίας προς αναδιοργάνωση[7]. Εκεί παρέμεινε ως τον Φεβρουάριο του 1812 και προήχθη σε υπίλαρχο[8].

Στα τέλη Φεβρουαρίου 1812 μετατέθηκε στο Torun, στα σύνορα του Δουκάτου της Βαρσοβίας με την Ρωσία[9], στην Γαλλική Αυτοκρατορική Φρουρά σωματοφυλακής του Γάλλου στρατάρχη Louis – Nicholas Davout και του επιτελείου του[10].

Ο Mierzewski διακρίθηκε ιδιαίτερα κατά την εκστρατεία της Ρωσίας από τον Ιούνιο ως τον Δεκέμβριο του 1812[11]. Για τη δράση του στη Ρωσία, καθώς και για την ανδρεία του στη μάχη του Weissenfelds / Lützen στις 2 Μαΐου 1813, τιμήθηκε στις 14 Μαΐου 1813, με τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής[12].

Μετά την συνθήκη του Fontainebleau στις 4 Απριλίου 1814, η οποία οδήγησε στην πρώτη παραίτηση του Γάλλου αυτοκράτορα Ναπολέοντος Α’ από το Γαλλικό θρόνο και στην εξορία του στην Έλβα της Ιταλίας[13], το 1ο Πολωνικό Σύνταγμα Ελαφρού Ιππικού της Γαλλικής Αυτοκρατορικής Φρουράς διαλύθηκε[14]. Παρέμεινε ενεργή μόνο μία ίλη του, η οποία ακολούθησε τον Γάλλο αυτοκράτορα στην εξορία του[15]. Στην ίλη αυτή, υπηρέτησε ο Mierzewski ως υπίλαρχος[16].

Με την επιστροφή του Ναπολέοντος από την εξορία και την επάνοδό του στο Γαλλικό θρόνο στις 20 Μαρτίου 1815[17], η ίλη αυτή εντάχθηκε στην Μεραρχία των Ερυθρών Λογχοφόρων του Γαλλικού Στρατού υπό τον Γάλλο στρατηγό Colbert[18]. Ως αξιωματικός της ίλης αυτής, ο Mierzewski συμμετείχε στις μάχες του Ligny και του Waterloo, στις 16 Ιουνίου 1815 και στις 18 Ιουνίου 1815 αντίστοιχα[19].

Μετά την μάχη του Waterloo, η οποία οδήγησε στην οριστική παραίτηση του Ναπολέοντος από το Γαλλικό θρόνο στις 22 Ιουνίου 1815, στην παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβόνων στις 8 Ιουλίου 1815 και στην εξορία του Ναπολέοντος στην Νήσο της Αγίας Ελένης στις 15 Ιουλίου 1815[20], άρχισε η σταδιακή αποστράτευση των ξένων στρατιωτικών, οι οποίοι υπηρετούσαν στο Γαλλικό Στρατό. Στο πλαίσιο αυτό, την 1η Οκτωβρίου 1815, οι Πολωνοί στρατιωτικοί αποστρατεύθηκαν από τον Γαλλικό Στρατό[21]. Ανάμεσά τους και ο Mierzewski, ο οποίος αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ιλάρχου[22].

Μετά το 1815 ο Mierzejewski έφυγε πάλι από την Πολωνία. Ταξίδεψε στη Νότια Αμερική, όπου συμμετείχε στην απελευθέρωση της Νέας Γρανάδας και της Βενεζουέλας, ισπανικών αποικιών, υπό τη διοίκηση του Simon Bolívar. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ευρώπη, και συμμετείχε στις επαναστάσεις που πυροδότησαν οι Ιταλοί Carbonari στο Βασίλειο των Δυο Σικελιών (07.1820) και στο Πιεμόντε (01-03.1821). Μετά την καταστολή των επαναστάσεων άφησε την Ιταλία και ταξίδευσε μέσω της Νάπολης στην Ελλάδα.

Ο Mierzewski προερχόταν από μία υπόδουλη χώρα, για την ελευθερία της οποίας πολέμησε ως αξιωματικός του Γαλλικού Στρατού. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση ο Mierzewski ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκε στο φιλελληνικό κίνημα, και ταξίδευσε στην Ελλάδα στις αρχές του 1822 για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως εθελοντής.

Την 1η Απριλίου 1822, το Βουλευτικό ψήφισε στο Ναύπλιο το Νόμο “Περί Οργανώσεως του Στρατού”, ο οποίος οδήγησε στην ίδρυση του Τακτικού Στρατού, με γενικό διοικητή τον εμβληματικό Γερμανό Φιλέλληνα στρατηγό, κόμη Karl Friedrich Leberecht von Normann-Ehrenfels. Ο νόμος αυτός απετέλεσε τη βάση της κατοπινής στρατιωτικής νομοθεσίας[23].

Στο πλαίσιο αυτό συστάθηκε το Τάγμα Φιλελλήνων με διοικητή τον Ιταλό Φιλέλληνα επίλαρχο Andrea Dania. O Mierzewski τοποθετήθηκε διοικητής του 2ου Λόχου του Τάγματος Φιλελλήνων[24]. Ταυτόχρονα με το Τάγμα Φιλελλήνων, συγκροτήθηκε το 1ο Σύνταγμα Πεζικού, υπό την διοίκηση του Ιταλού Φιλέλληνα αντισυνταγματάρχη Pietro Tarella.

Η πρώτη αποστολή του Τακτικού Στρατού ήταν η λύση της πολιορκίας του Σουλίου από τις Οθωμανικές δυνάμεις. Η επιτυχία της αποστολής αυτής, θα οδηγούσε στην ανανέωση του Αγώνα στην Ήπειρο, στην διαρκή ενίσχυση των Ελληνικών Δυνάμεων με έμπειρα κι αξιόμαχα στελέχη, καθώς και στην αποσόβηση του κινδύνου της ταχείας προέλασης των Οθωμανών στη νότιο Ελλάδα[25].

Το πρώτο λάθος που διέπραξε η Ελληνική διοίκηση, ήταν ότι δεν επέτρεψε την γρήγορη προώθηση των Ελλήνων και των Φιλελλήνων προς την Άρτα, που θα απέτρεπε την συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων. Επίσης, σημαντικό πρόβλημα ήταν οι ασθένειες και η έλλειψη τροφίμων. Ενώ, ένα άλλο ακανθώδες ζήτημα ήταν η συμπεριφορά των ατάκτων, ιδιαίτερα του οπλαρχηγού Μπακόλα. Μάλιστα, ήδη πολλές ημέρες πριν την έναρξη της πορείας προς την Άρτα, υπήρχαν φήμες περί σχέσεων του Μπακόλα με τους Τούρκους, εξαιτίας της στάσης του. Ήταν βέβαια αδύνατο να πιστέψει κανείς, ότι ένας Έλληνας θα πρόδιδε τον αγώνα των συμπατριωτών του[26].

Οι Ελληνικές δυνάμεις αντιμετώπισαν τους Τούρκους στο Κομπότι, στις 22 Ιουνίου 1822. Το πολεμικό σχέδιο προέβλεπε ότι, “οι Φιλέλληνες, ως τακτικοί στρατιώτες, δεν πρέπει ν’ αναζητούν τις κορυφές των βουνών για να αμύνονται άνετα, αλλά να μένουν στα σπουδαία και επικίνδυνα σημεία και να μη χάνουν την ευκαιρία να αναμετρηθούν με τον εχθρό”[27]. Βάσει αυτού, το 1ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον Tarella και το Τάγμα των Φιλελλήνων υπό τον Dania, τοποθετήθηκαν σε ζωτικά σημεία στους πρόποδες των υψωμάτων. Η εχθρική επίθεση αποκρούσθηκε επιτυχώς και οι Οθωμανοί οπισθοχώρησαν στην Άρτα με πολλές απώλειες[28].

 

Αναπαράσταση της μάχης στο Κομπότι. Έργο του Παναγιώτη Ζωγράφου, παραγγελία του Στρατηγού Μακρυγιάννη (Συλλογή ΕΕΦ).

 

Από το Κομπότι οι Φιλέλληνες, εξασθενημένοι από κόπωση, ασθένειες, πείνα και δίψα, κινήθηκαν την νύχτα εσπευσμένα προς το Πέτα, όπου συγκεντρώνονταν οι Τούρκοι. Εκεί έφθασαν και άλλες ελληνικές δυνάμεις και άρχισε η προετοιμασία της μάχης.

Στο πολεμικό συμβούλιο των αρχηγών ανέκυψαν διαφωνίες για το αν οι άτακτοι ή ο Τακτικός Στρατός , θα αποτελούσαν την αιχμή των Ελληνικών Δυνάμεων, καθώς και για την χρήση ή μη, οχυρωμάτων (ταμπουρίων). Για το πρώτο, επικράτησε η άποψη της περιμετρικής τοποθέτησης προς το Πέτα. O Normann δυσαρεστήθηκε από την απόφαση αυτή και αντιλαμβανόμενος τη δυσχερή θέση της ελληνικής πλευράς, εξέθεσε τις ανησυχίες του με επιστολή προς τον Μαυροκορδάτο[29]. Ο Μαυροκορδάτος, αν και ήταν ο αρχηγός των Ελληνικών δυνάμεων, απουσίαζε από το πεδίο της μάχης. Είχε εγκαταστήσει το αρχηγείο του στη Λαγκάδα που απείχε 6 ώρες από το Πέτα[30].

Στην επιστολή του ο Normann τόνιζε ότι οι τακτικοί στρατιώτες αριθμούσαν πλέον μόλις 515[31]. Επίσης, σημείωνε τους φόβους του περί εγκατάλειψης θέσης από τον Μπακόλα και αδυναμίας ενίσχυσης από τους υπολοίπους ατάκτους. Ο Μαυροκορδάτος δεν αξιοποίησε τον έμπειρο αυτό στρατιωτικό και επέμεινε στον σχεδιασμό του. Οι Φιλέλληνες τον δέχθηκαν από σεβασμό προς την διοίκηση[32].

Σχετικά με το δεύτερο σκέλος, τελικά επιβλήθηκε η κατασκευή των οχυρωμάτων, τα οποία, όπως βεβαιώνουν και ξένες πηγές, χρησιμοποίησαν και οι Φιλέλληνες, παρά την θέση του Dania, ότι «τα ταμπούρια μας είναι τα στήθη μας»[33].

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη πειθαρχίας και συντονισμού των στρατευμάτων. Μετά την μάχη στο Κομπότι, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με το σώμα του, κατά διαταγή του πατέρα του επέστρεψε στην Πελοπόννησο, πράξη για την οποία επικρίθηκε[34]. Την ίδια στιγμή, αναχώρησαν 1.200 μαχητές προς τον βορρά, για να βοηθήσουν τους Σουλιώτες. Μαζί τους ήταν οι Μάρκος Μπότσαρης, Καρατάσος, Αγγελής Γάτσος, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Αλεξάκης Βλαχόπουλος και Ανδρέας Ίσκος. Απέτυχαν όμως να προσεγγίσουν το Σούλι και ανακόπηκαν από τους Τούρκους στην Πλάκα, στις 29 Ιουνίου 1822. Οι επιζώντες επανέκαμψαν στο Πέτα. O Γώγος Μπακόλας παρέσυρε τον Μάρκο Μπότσαρη προς το Σούλι, με σκοπό την παγίδευσή του στην Πλάκα από τους Τούρκους, τους οποίους είχε ειδοποιήσει[35].

Την ημέρα της μάχης του Πέτα, έφθασε επίσης στην Σπλάντζα ένα τμήμα Μανιατών υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη για να βοηθήσει τους Έλληνες. Όμως δεν εντάχθηκε και πάλι αρμονικά σε ένα πλήρες στρατηγικό πλαίσιο. Το σώμα των Σουλιωτών οπλαρχηγών Λάμπρου Βέϊκου και Βασιλείου Ζέρβα ενώθηκε μαζί τους προς αντιμετώπιση των Οθωμανών που εστάλησαν για να τους απωθήσουν. Στην μάχη αυτή σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά ο ίδιος ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης[36].

Όλες αυτές οι κινήσεις ήταν σπασμωδικές και δεν οργανώθηκαν σωστά οι Ελληνικές δυνάμεις που θα αντιμετώπιζαν την κύρια επίθεση των Τούρκων.

Το πρωί της 4ης Ιουλίου 1822, ξεκίνησε η επίθεση των 7.000 – 8.000 Οθωμανών που είχαν αφιχθεί από την Άρτα, εναντίον των Ελληνικών θέσεων. Ο Normann εμψύχωσε με θερμά λόγια τους άνδρες του Τακτικού Στρατού και επιθεώρησε έφιππος όλες τις θέσεις.

Αρχικά οι Φιλέλληνες και το Τακτικό Σώμα απωθούσαν επιτυχώς τον εχθρικό στρατό. Οι συνεχείς και συντονισμένες βολές προκαλούσαν απώλειες στους επιτιθέμενους. Παράγοντας επιτυχίας αυτής της πολεμικής τακτικής, είναι η ψυχραιμία των μαχητών, το συνεχές και γρήγορο γέμισμα των όπλων τους, οι αδιάκοπες ομοβροντίες και η διατήρηση των θέσεων άνευ ρήγματος των τάξεών τους. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού και το Τάγμα των Φιλελλήνων αποτελούσαν ένα αδιαπέραστο τείχος, καθώς η εκπαίδευση που τους είχε δώσει ο Baleste (ο ιδρυτής του πρώτου τακτικού στρατού στην Ελλάδα) απέδιδε τους καρπούς της[37].

 

Αναπαράσταση της μάχης του Πέτα. Έργο του Παναγιώτη Ζωγράφου, παραγγελία του Στρατηγού Μακρυγιάννη (Συλλογή ΕΕΦ).

 

Ξαφνικά όμως συνέβη το μοιραίο. Ο Μπακόλας και οι άνδρες του εγκατέλειψαν προδοτικά τις θέσεις τους, με αποτέλεσμα να πλευροκόπησουν οι Τούρκοι το 1ο Σύνταγμα Πεζικού και το Τάγμα Φιλελλήνων[38]. Ο Tarella προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άνδρες του Συντάγματός του. Περικυκλώθηκε από τους Οθωμανούς, οι οποίοι τον αποκεφάλισαν[39]. Ο Mierzewski πολεμούσε γενναία στην πρώτη γραμμή μέχρι το τέλος.

Τότε τέθηκε επικεφαλής του 1ου Συντάγματος Πεζικού ο ίδιος ο στρατηγός Normann, ο ένδοξος Φιλέλληνας, και το οδήγησε ξανά στη μάχη, με συγκλονιστικά λόγια: “Για τη σωτηρία των Φιλελλήνων! Νίκη ή θάνατος!”. Στην έφοδο που ακολούθησε, τραυματίσθηκε στο στήθος και διακομίσθηκε στα μετόπισθεν για να αντιμετωπισθεί το σοβαρό τραύμα του[40].

Προοδευτικά το Σύνταγμα άρχισε να υποχωρεί και αποτελούσε πλέον εύκολο στόχο των Τούρκων ιππέων. Οι Φιλέλληνες είχαν εγκαταλειφθεί από τα άτακτα σώματα. Οι Φιλέλληνες και οι Επτανήσιοι, υπέστησαν σαν μία ζοφερή πανωλεθρία. Περικυκλώθηκαν από τον εχθρό σε ένα εκτεθειμένο σημείο και αποδεκατίσθηκαν.

Εκτυλίχθηκαν σκηνές συγκλονιστικού ηρωισμού. Ο Dania, εμψύχωνε έφιππος τους στρατιώτες του Τάγματος Φιλελλήνων μέχρις εσχάτων, αποκεφαλίσθηκε περικυκλωμένος από τους Οθωμανούς[41].

Ο Mierzewski, επικεφαλής 15 Πολωνών από τον 2ο Λόχο του Τάγματος Φιλελλήνων, οχυρώθηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο κέντρο του Πέτα και μαχόμενος ηρωικά, προσπάθησε να διευκολύνει την υποχώρηση των Ελληνικών Δυνάμεων[42]. Μάλιστα έφθασαν να πολεμούν ακόμη και στη σκεπή της εκκλησίας, την οποία πυρπόλησαν οι Οθωμανοί, καθώς ήταν αδύνατον να τους καταβάλλουν. Έπεσαν όλοι ηρωικά[43].

Επίσης, ο Γάλλος ίλαρχος του Γαλλικού Στρατού Jean Mignac, αξιωματικός του 1ου Συντάγματος Πεζικού αγωνίσθηκε με απαράμιλλη γενναιότητα. Οι Τούρκοι επιχειρούσαν να τον αιχμαλωτίσουν, καθώς λόγω της εντυπωσιακής στολής του υπέθεσαν πως ήταν ο στρατηγός Normann. Αρνούμενος να παραδοθεί, πολέμησε ηρωικά. Τραυματισμένος σε όλο του το σώμα, αντιμετώπισε τους Οθωμανούς στηριζόμενος στον κορμό μίας ελιάς. Περικυκλωμένος από πλήθος εχθρών, εξουδετέρωσε 14 εξ αυτών[44]. Όταν έσπασε το σπαθί του, αυτοκτόνησε κόβοντας τον λαιμό του[45].

Από τους εθελοντές του Τακτικού Στρατού, έπεσαν ηρωικά 160 Επτανήσιοι και Φιλέλληνες. Πολλοί ήταν και οι αιχμάλωτοι που οδηγήθηκαν στην Άρτα και θανατώθηκαν μετά από φρικτά βασανιστήρια και βάναυσους εξευτελισμούς. Πολλοί Φιλέλληνες υποχρεώθηκαν να περπατούν επί ώρες γυμνοί, κρατώντας στα χέρια τους τα κομμένα κεφάλια των συμπολεμιστών τους[46].

Οι ελάχιστοι επιζώντες συγκεντρώθηκαν στη Λαγκάδα, ανάμεσά τους και η τραγική μορφή του ευγενούς ήρωα στρατηγού Normann, ο οποίος , όπως και μετά τη μάχη στο Κομπότι, έφθασε τελευταίος στο στρατόπεδο και παρουσιάσθηκε στον Μαυροκορδάτο, στον οποίο ανέφερε τα εξής: “Τα χάσαμε όλα, Υψηλότατε, εκτός απ’ την τιμή μας!”[47]. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού, το Τάγμα των Φιλελλήνων και πλήθος ενθουσιωδών Ευρωπαίων Φιλελλήνων και Επτανησίων, δεν υπήρχαν πια.

 

Μνημείο στο Πέτα προς τιμήν των πεσόντων Φιλελλήνων την 4η Ιουλίου 1822.

 

O Πολωνός αξιωματικός Franciszek Mierzewski, και οι Πολωνοί σύντροφοί του, ήταν από τις πλέον ηρωικές μορφές της μάχης του Πέτα.

Η Ελλάδα και η ΕΕΦ τιμούν την ένδοξη μνήμη του Franciszek Mierzewski και των ηρώων συμπολεμιστών του, οι οποίοι αγωνίσθηκαν μέχρις εσχάτων για την Ελευθερία των Ελλήνων και τρέφουν αιώνια ευγνωμοσύνη για την θυσία τους.

 

Παραπομπές

[1] Grab, Alexander, “Napoleon and the Transformation of Europe”, εκδ. McMillan, Νέα Υόρκη, 2003, σελ. 180.
[2] Sinko, Thadeusz, “Udzial Polakow w bojach I pracach Hellady”, εκδ. περ. “Przeglad Wspolczesny”, Βαρσοβία, 1932, τεύχος 125, σελ. 285.
[3] Kwaśniewski, Włodzimierz, “Dzieje szabli w Polsce”, εκδ. Bellona, Βαρσοβία, 1999.
[4] Nieuważny, Andrzej, “Najpiękniejsza z szarż”, εκδ. περ. “Rzeczpospolita“, Βαρσοβία, 2006, τεύχος 123.
[5] Pawly, Ronald, “Napoleon’s Polish Lancers of the Imperial Guard”, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 2007.
[6] Chłapowski, Dezydery, “Memoirs of a Polish Lancer”, εκδ. Emperor’s Press, Chicago, 1992.
[7] Brandys, Marian, “Kozietulski i inni”, εκδ. Iskry, Βαρσοβία, 1982, σελ. 222.
[8] Βλ. στο ίδιο, σελ. 225.
[9] Chłapowski, Dezydery,”Memoirs of a Polish Lancer”, εκδ. Emperor’s Press, Chicago, 1992.
[10] Brandys, Marian, “Kozietulski i inni”, εκδ. Iskry, Βαρσοβία, 1982, σελ. 271.
[11] Kukiel, Marian, “Dzieje oręża polskiego w epoce napoleońskiej 1795-1815”, εκδ. Kurpisz, Poznań, 1912.
[12] Συλλογικό, “Greckie źródła do dziejów Rzeczypospolitej”, εκδ. Hellenopolonica, Αθήνα, 2014.
[13] Lieven, Dominic, “Russia Against Napoleon: The True Story of the Campaigns of War and Peace”, εκδ. Penguin, Λονδίνο, 2010, σελ. 484.
[14] Pawly, Ronald, “Napoleon’s Polish Lancers of the Imperial Guard”, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 2007.
[15] Kukiel, Marian, “Dzieje oręża polskiego w epoce napoleońskiej 1795-1815”, εκδ. Kurpisz, Poznań, 1912, σελ. 468.
[16] Συλλογικό, “Greckie źródła do dziejów Rzeczypospolitej”, εκδ. Hellenopolonica, Αθήνα, 2014.
[17] Chandler, David, “Waterloo: The Hundred Days”, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 1981.
[18] Kukiel, Marian, “Dzieje oręża polskiego w epoce napoleońskiej 1795-1815”, εκδ. Kurpisz, Poznań, 1912, σελ. 470.
[19] Βλ. στο ίδιο, σελ. 475.
[20] Alexander, Robert S., “Bonapartism and Revolutionary Tradition in France: The Federes of 1815”, εκδ. Cambridge University Press, Λονδίνο, 1991.
[21] Pawly, Ronald, “Napoleon’s Polish Lancers of the Imperial Guard”, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 2007.
[22] Barth, Wilhelm – Kehrig-Korn, Max, “Die Philhellenenzeit. Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias‘ am 9. Oktober 1831”, εκδ. Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960, σελ. 44.
[23] Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, “Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού”, εκδ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Αθήνα, 1997.
[24] Elster, Daniel – Johann, “Το Τάγμα των Φιλελλήνων. Η ίδρυση, η εκστρατεία και η καταστροφή του”, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, 2010.
[25] “Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου”, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα, τόμος 1, φακ. 197, σελ. 254.
[26] Κουτσονίκας, Λάμπρος, “Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863, δ’ τόμος, σελ. 177.
[27] Βυζάντιος Χρήστος, “Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833”, εκδ. Κ. Αντωνιάδου, Αθήνα, 1874, σελ. 203.
[28] Συλλογικό, “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000, 12ος τόμος, σελ. 232.
[29] “Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου”, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα, τόμος 2, φακ. 548, σελ. 135.
[30] Φωτιάδης, Δημήτρης, “Η Επανάσταση του ’21”, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1971, β’ τόμος, σελ. 211.
[31] Βλ. στο ίδιο.
[32] Woodhouse, Christopher Montague, “The Philhellenes”, εκδ. Fairleigh Dickinson University Press, Madison, 1971.
[33] Βλ. στο ίδιο.
[34] Κολοκοτρώνης, Γενναίος, “Απομνημονεύματα”, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2006.
[35] Voutier, Olivier, “Απομνημονεύματα του συνταγματάρχη Olivier Voutier από τον πόλεμο των Ελλήνων”, μετ. Ειρήνη Τζουρά, επιμ. Παναγιώτα Παναρίτη, εκδ. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα, 2019.
[36] Περραιβός, Χριστόφορος, “Πολεμικά Απομνημονεύματα. Μάχες του Σουλίου και της Ανατολικής Ελλάδας 1820 -1829”, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2003, σελ. 160.
[37] St Clair, William, “That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence”, εκδ. Open Books, Λονδίνο, 2008, σελ. 277.
[38] Κουτσονίκας, Λάμπρος, “Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863, δ’ τόμος, σελ. 178.
[39] St Clair, William, “That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence”, εκδ. Open Books, Λονδίνο, 2008.
[40] Gridley Howe, Samuel, “An Historical Sketch of the Greek Revolution”, εκδ. White, Gallaher & White, Νέα Υόρκη, 1828.
[41] Fassino, Pier Giorgio, “Andrea Dania”, εκδ. περ.”Accademia Urbense”, Ovada, Σεπτέμβριος 2006, σελ. 188.
[42] Συλλογικό, “Greckie źródła do dziejów Rzeczypospolitej”, εκδ. Hellenopolonica, Αθήνα, 2014.
[43] Treiber, Heinrich, “Αναμνήσεις από την Ελλάδα 1822-1828”, επιμ. δρ. Χρήστος Ν. Αποστολίδης, ιδ. εκδ., Αθήνα, 1960.
[44] Pouqueville. F.C.H.L., “Histoire de la régénération de la Grèce, 1740-1824”, επιμ. Albert Schott, J. P. von Hornthal, εκδ. Univ.- Bibl. Heidelberg, Χαϊδελβέργη, 1825.
[45] Raybaud Maxime, “Mémoires sur la Grèce pour servir à l’histoire de la guerre de l’Indépendance, accompagnés de plans topographiques, avec une introduction historique par Alph. Rabbe”, εκδ. Tournachon-Molin Libraire, Παρίσι, 1824, τόμος 1.
[46] Στο ίδιο.
[47] Στο ίδιο.

 

Βιβλιογραφία – πηγές

  • Συλλογικό, “Greckie źródła do dziejów Rzeczypospolitej “, εκδ. Hellenopolonica, Αθήνα, 2014.
  • Grab, Alexander, “Napoleon and the Transformation of Europe“, εκδ. McMillan, Νέα Υόρκη, 2003.
  • Sinko, Thadeusz, “Udzial Polakow w bojach I pracach Hellady“, εκδ. περ. ‘’Przeglad Wspolczesny’’, Βαρσοβία, 1932, τεύχος 125.
  • Kwaśniewski, Włodzimierz, “Dzieje szabli w Polsce“, εκδ. Bellona, Βαρσοβία, 1999.
  • Nieuważny, Andrzej, “Najpiękniejsza z szarż“, εκδ. περ. “Rzeczpospolita“, Βαρσοβία, 2006, τεύχος 123.
  • Pawly, Ronald, “Napoleon’s Polish Lancers of the Imperial Guard“, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 2007.
  • Chłapowski, Dezydery, “Memoirs of a Polish Lancer“, εκδ. Emperor’s Press, Chicago, 1992.
  • Brandys, Marian, “Kozietulski i inni“, εκδ. Iskry, Βαρσοβία, 1982.
  • Kukiel, Marian, “Dzieje oręża polskiego w epoce napoleońskiej 1795-1815“, εκδ. Kurpisz, Poznań, 1912.
  • Lieven, Dominic, “Russia Against Napoleon: The True Story of the Campaigns of War and Peace“, εκδ. Penguin, Λονδίνο, 2010.
  • Chandler, David, “Waterloo: The Hundred Days“, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 1981.
  • Alexander, Robert S., “Bonapartism and Revolutionary Tradition in France: The Federes of 1815“, εκδ. Cambridge University Press, Λονδίνο, 1991.
  • Barth, Wilhelm – Kehrig-Korn, Max, “Die Philhellenenzeit. Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias‘ am 9. Oktober 1831“, εκδ. Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960.
  • Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, “Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού”, εκδ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Αθήνα, 1997.
  • Elster, Daniel – Johann, “Το Τάγμα των Φιλελλήνων. Η ίδρυση, η εκστρατεία και η καταστροφή του“, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, 2010.
  • “Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου“, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα, τόμος 1, φακ. 197.
  • Κουτσονίκας, Λάμπρος, “Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως“, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863, δ’ τόμος.
  • Βυζάντιος Χρήστος, “Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833 “, εκδ. Κ. Αντωνιάδου, Αθήνα, 1874.
  • Συλλογικό, “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους“, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000, 12ος τόμος.
  • “Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου“, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα, τόμος 2, φακ. 548.
  • Φωτιάδης, Δημήτρης, “Η Επανάσταση του ’21“, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1971, β’ τόμος.
  • Woodhouse, Christopher Montague, “The Philhellenes“, εκδ. Fairleigh Dickinson University Press, Madison, 1971.
  • Κολοκοτρώνης, Γενναίος, “Απομνημονεύματα“, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2006.
  • Voutier, Olivier, “Απομνημονεύματα του συνταγματάρχη Olivier Voutier από τον πόλεμο των Ελλήνων“, μετ. Ειρήνη Τζουρά, επιμ. Παναγιώτα Παναρίτη, εκδ. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα, 2019.
  • Περραιβός, Χριστόφορος, “Πολεμικά Απομνημονεύματα. Μάχες του Σουλίου και της Ανατολικής Ελλάδας 1820 -1829“, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2003
  • St Clair, William, “That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence“, εκδ. Open Books, Λονδίνο, 2008.
  • Gridley Howe, Samuel, “An Historical Sketch of the Greek Revolution“, εκδ. White, Gallaher & White, Νέα Υόρκη, 1828.
  • Fassino, Pier Giorgio, “Andrea Dania“, εκδ. περ.”Accademia Urbense”, Ovada, Σεπτέμβριος 2006.
  • Treiber, Heinrich, “Αναμνήσεις από την Ελλάδα 1822-1828“, επιμ. δρ. Χρήστος Ν. Αποστολίδης, ιδ. εκδ. , Αθήνα, 1960.
  • Pouqueville. F.C.H.L., “Histoire de la régénération de la Grèce, 1740-1824“, επιμ. Albert Schott, J. P. von Hornthal, εκδ. Univ.- Bibl. Heidelberg, Χαϊδελβέργη, 1825.
  • Raybaud Maxime, “Mémoires sur la Grèce pour servir à l’histoire de la guerre de l’Indépendance, accompagnés de plans topographiques, avec une introduction historique par Alph. Rabbe “, εκδ. Tournachon-Molin Libraire, Παρίσι, 1824, τόμος 1.

 

Πορτραίτο του Βέλγου Φιλέλληνα De Lannoy Augustin (συλλογή ΕΕΦ)

 

Ο De Lannoy, (Guillaume) Augustin (αναφέρεται επίσης ως Delannoy, Delannoi, Delanoi), ήταν εθελοντής από τις Βρυξέλλες, του Βελγίου. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές (πχ. Fornezy), ένας εθελοντής με το όνομα «Delannoi» αναφέρθηκε ότι συμμετείχε στην δύναμη του τάγματος των Φιλελλήνων που διοικούσε ο στρατηγός Norman. Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν ότι πολέμησε στο Πέτα τον Ιούλιο του 1822.

Ωστόσο, σύμφωνα με Βελγικές εφημερίδες (π.χ. Le Courrier de la Meuse της 5ης Ιουνίου 1826), ο Augustin De Lannoy και ο N.J. Trumper αναχώρησαν από το Βέλγιο το 1824 για την Ελλάδα.

Ο De Lannoy συμμετείχε σε πολλές συναυλίες και εράνους για την συγκέντρωση χρημάτων και τιμητικές εκδηλώσεις, για να υποστηρίξει τα ελληνικά δίκαια, και το όνομά του εμφανιζόταν συχνά στον ευρωπαϊκό τύπο.

 

Το πρόγραμμα της 3ης Ιουνίου 1826, μιας από τις πολλές συναυλίες που πραγματοποιήθηκαν υπέρ των Ελλήνων στην Ευρώπη. Ο στόχος αυτών των εκδηλώσεων ήταν να συγκεντρώσει χρήματα για την οικονομική υποστήριξη των Ελλήνων και να προωθήσει τα δίκαια των Ελλήνων (συλλογή ΕΕΦ).

 

Από την άφιξή του στην Ελλάδα το 1824, έγινε μέλος του Τακτικού Στρατού υπό τον Στρατηγό Fabvier και διορίστηκε Λοχαγός του Πεζικού του Τρίτου Ελληνικού τάγματος. Το 1826 μετακόμισε με τις στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν στην Τροιζίνα, με αποστολή να σταματήσουν τις δυνάμεις του «Ιμπραήμ-Πάσα». Στο πλαίσιο αυτό, συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις μέχρι τον Ιούνιο του 1826 και πιθανότατα και στη μάχη των Μύλων, όπου 500 Έλληνες μαχητές και Φιλέλληνες νίκησαν έναν στρατό 6600 Οθωμανών με επικεφαλής τον ίδιο τον Ιμπραήμ-Πάσχα.

Ο De Lannoy πέθανε λίγο αργότερα στο νησί της Άνδρου στις 6 Ιουλίου 1826.

Η συνεισφορά του αναγνωρίσθηκε και το όνομά του αναγράφεται στο μνημείο του Τουρέ στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στο Ναύπλιο.

 

Η Καθολική Εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (The Transfiguration of the Saviour) στο Ναύπλιο και το μνημείο των Φιλελλήνων γνωστό ως αψίδα του Τουρέ στην είσοδό του ναού.

 

Η ΕΕΦ και ο Ελληνικός λαός αποτίουν φόρο τιμής σε αυτόν τον μεγάλο Βέλγο Φιλέλληνα, και τιμούν τη μνήμη του, μαζί με αυτήν όλων των Βέλγων συντρόφων του που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, ακόμη και τη ζωή τους, κατά την Ελληνική Επανάσταση, ως εθελοντές στην Ελλάδα ή με τη συμμετοχή τους το φιλελληνικό κίνημα στο Βέλγιο.

 

 

Ο Carl Anton Joseph Rottmann ήταν διάσημος Γερμανός τοπιογράφος και αγαπημένος ζωγράφος του Βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ (Ludwig I., 1786 – 1868). Φημιζόταν για την ζωγραφική του με μυθικά – ηρωικά θέματα. Το σπουδαιότερο καλλιτεχνικό επίτευγμα του Rottmann υπήρξε η δημιουργία του «Ελληνικού Κύκλου» (Griechenlandzyklus). Μίας σειράς έργων ρομαντικής τοπιογραφίας με θέμα την Ελλάδα, που φιλοτέχνησε μετά από ανάθεση του Λουδοβίκου Α´. Θεωρήθηκε ως ο «σπουδαιότερος τοπιογράφος του Μονάχου», και ήταν από τους πρώτους μάλιστα που προσέφερε στο Γερμανικό κοινό, ρεαλιστικές εικόνες από την Ελλάδα (όπως σημείωσε ο Γερμανός αρχιτέκτων, Leo von Klenze, 1784-1864).  Η σπουδαιότητα της προσφοράς του αναγνωρίσθηκε στην εποχή του, και την επαύριο του θανάτου του μία αίθουσα της Νέας Πινακοθήκης του Μονάχου (Νeue Pinakothek) αφιερώθηκε στην αποκλειστική έκθεση των έργων του «Ελληνικού Κύκλου» (1853). Πρόκειται για τον μοναδικό καλλιτέχνη στον οποίον επιφυλάχθηκε τέτοια τιμή στη Νέα Πινακοθήκη.

Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1797 στη συνοικία Handschuhsheim της Χαϊδελβέργης και μαθήτευσε στο πλευρό του πατέρα του, Friedrich Rottmann, o οποίος εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο της πόλης διδάσκοντας ζωγραφική. Ο νεότερος αδελφός του Carl, Leopold, έγινε επίσης ζωγράφος, χωρίς ωστόσο να αγγίξει τη διασημότητα του μεγαλύτερου σε ηλικία αδελφού του. Ήδη στα πρώτα έργα του Carl Rottmann διακρίνεται η δεξιοτεχνία του στην ακουαρέλα και η δύναμη των συνθέσεων του. Ο ίδιος επηρεάστηκε από τους Ολλανδούς τοπιογράφους, τον Γάλλο Claude Lorrain (1600 – 1682), και τον Άγγλο George Augustus Wallis (1761-1847), με τον οποίον συνδέθηκε κατά την παραμονή του τελευταίου στην Χαϊδελβέργη. Ο Rottmann ανήκε, μαζί με τους συμπατριώτες του, Philipp Fohr (1795 – 1818)  και Ernst Fries (1801 – 1833), στους κορυφαίους ρομαντικούς ζωγράφους της Χαϊδελβέργης, και επηρέασε μία σειρά νεοτέρων τοπιογράφων.

Η μετακόμιση του στο Μόναχο το 1821 απετέλεσε σταθμό καθοριστικής σημασίας για την ανάδειξη του ως καλλιτέχνη. Μέσω της συζύγου του, Friedericke Sckell, και του κύκλου γνωριμιών της οικογένειάς της, ήλθε σε επαφή με τον Βαυαρό μονάρχη, Λουδοβίκο Α΄. Το ιδεολογικό και καλλιτεχνικό πρόγραμμα του Λουδοβίκου προέκρινε την προβολή και την εδραίωση της κυριαρχίας του Οίκου των Wittelsbach στο Μόναχο, όπως και την υπογράμμιση της κοινής πολιτισμικής κληρονομίας που συνέδεε το αναδυόμενο νέο ελληνικό κράτος και την Βαυαρία. Τα αρχιτεκτονικά κτήρια και ο πολεοδομικός ανασχεδιασμός της «Αθήνας του Ίζαρ», όπως και τα νέα έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν, απετέλεσαν προνομιακά πεδία προβολής αυτού του προγράμματος. Ως μαικήνας των τεχνών, ο Λουδοβίκος σύντομα δημιούργησε γύρω του έναν κύκλο ευνοούμενων ζωγράφων και αρχιτεκτόνων. Ένας από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες (από το 1841 επίσημος «ζωγράφος της βασιλικής Αυλής» – Hofmaler), ήταν ο Rottmann, στον οποίον ανέθεσε την εικονογράφηση των στοών του κήπου του Μονάχου (Hofgarten) με ιταλικά τοπία. Oι προσβάσιμοι σε όλους κήποι θα προσέφεραν ένα «δωρεάν μάθημα Ιστορίας». Ο Βαυαρός μονάρχης επέλεξε να υπογραμμισθεί εδώ η σχέση της πατρίδος του με την Ιταλία μέσω μίας εικαστικής περιήγησης στη γείτονα χώρα. Προκειμένου δε ο Rottmann να εμπλουτίσει το ρεπερτόριο των εικόνων του με αληθοφάνεια, του ανέθεσε ένα ταξίδι στην Ιταλία (1826-1827). Έτσι, ως το 1828 δημιούργησε 28 ειδυλλιακές τοπογραφίες (νωπογραφίες), προορισμένες αρχικά να εκτεθούν στο Hofgarten.

Ο κύκλος με τα «ιταλικά έργα» άνοιξε το δρόμο για ακόμη μία σημαντική ανάθεση του Λουδοβίκου στον Rottmann. Ο πρωτότοκος υιός του μονάρχη, Όθων, είχε ήδη στεφθεί βασιλιάς της Ελλάδος το 1832, και μαζί αναφάνηκε η ανάγκη δημιουργίας μνημειωδών έργων που θα υπογράμμιζαν τους συμμαχικούς δεσμούς φιλίας μεταξύ των χωρών. Ετσι λοιπόν, ανέθεσε στον Rottmann, και χρηματοδότησε, την μετάβασή του στο νεόδμητο ελληνικό κράτος (1834-1835), με σκοπό τη συλλογή υλικού για την δημιουργία αντιστοίχων «ελληνικών έργων» στη βόρεια πτέρυγα των στοών του Hofgarten. Τα έργα αυτά θα ολοκλήρωναν το πρόγραμμα της ειδυλλιακής – ρομαντικής τοπιογραφίας που εγκαινιάσθηκε με τα ιταλικά του θέματα.  Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία 38 σκηνών. Εκτός από τον Rottmann, απεσταλμένοι του Λουδοβίκου στην Ελλάδα υπήρξαν αντίστοιχα οι ζωγράφοι Ferdinand Stademann (1791-1873), Ludwig Lange (1808-1868), Peter von Hess (1792-1871), oι στρατιωτικοί και ζωγράφοι Karl Wilhelm Freiherr von Heideck (1788 – 1861) και Karl Krazeisen (1794 – 1878), καθώς και ο αρχιτέκτων Leo von Klenze (1784 – 1864). Στον Peter von Hess είχε ανατεθεί επίσης από τον Λουδοβίκο Α, η δημιουργία παραστάσεων από την Ελληνική Επανάσταση, οι οποίες θα κοσμούσαν τη βόρεια στοά του Hofgarten.

O Ludwig Lange υπήρξε σημαντικός συνοδοιπόρος του Rottmann στην Ελλάδα, που του παρείχε πολύτιμες συμβουλές για τα αρχιτεκτονικά του σχέδια. Ο Rottmann αντιμετώπισε δυσκολίες στη διάρκεια του μονοετούς ταξιδιού του, όπως μαρτυρείται από πλήθος επιστολών που συνέταξε εκείνη την περίοδο. Περιηγήθηκε τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα (Αθήνα, Κόρινθος, Ναυπλία, Τίρυνθα, Μυκήνες, Επίδαυρο, Νεμέα, Σπάρτη, Θήβα), όσο και σε νησιά (Εύβοια, Νάξος, Δήλος), και δημιούργησε εκατοντάδες προσχέδια για τα τοπία που επισκέφθηκε, ενίοτε δε ορισμένες πανοραμικές παραστάσεις με μολύβι και ακουαρέλα.

 

Ηλιοβασίλεμα στην Επίδαυρο, Carl Rottmann, λάδι σε καμβά (συλλογή ΕΕΦ).

 

Η εικόνα της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ελλάδος που γνώρισε κατά τη δωδεκάμηνη παραμονή του ο ζωγράφος απείχε πολύ από την εξιδανικευμένη «Αρκαδία» που επιθυμούσε να προβάλει ο αρχαιολάτρης Λουδοβίκος Α. Για τις απεικονίσεις τόπων με βαρύνουσα ιστορική σημασία (π.χ. “Schlachtfeld von Marathon“, το πεδίο μάχης του Μαραθώνα), ο Rottmann απέφυγε την «αφήγηση» των γεγονότων μέσω της απεικόνισης προσώπων, αναθέτοντάς την περισσότερο στα στοιχεία της φύσης, τα ζώα ή τα καιρικά φαινόμενα, με τα οποία μας «εκμυστηρεύεται» ατμοσφαιρικά τα ιστορικά γεγονότα. Προσπάθησε επίσης να «συμβιβάσει» εικονογραφικά τα σημάδια της αρχαιότητας με τεκμήρια της σύγχρονης παρουσίας των Ελλήνων (π.χ. “Athen, vom Brunnen aus”, θέα της Αθήνας από πηγή). Αυτές οι επιλογές του τον έκαναν εισηγητή μίας νέας «ρομαντικής, ηρωικής τοπιογραφίας». Τα έργα του ξεχωρίζουν για την επιδέξια απόδοση του φωτός και των λεπτών αποχρώσεων του ουρανού. Στο Μόναχο επιβιώνει ως σήμερα ο χαρακτηρισμός «ουρανός του Rottmann» (Rottmannhimmel) ως αναφορά σε έναν καταγάλανο ουρανό.

Αφού επέστρεψε στο Μόναχο τον Οκτώβριο του 1834, μετέφερε τα προσχέδιά του σε ακουαρέλες, με σκοπό να τις παρουσιάσει στον Λουδοβίκο, ώστε να προεγκριθούν για τη μεταφορά τους στο Hofgarten. Για τον «Ελληνικό Κύκλο» προτίμησε αρχικά τη μέθοδο της εγκαυστικής, ή οποία εγγυόταν μακροβιότητα στα έργα, έπειτα πειραματίστηκε με τη χρήση ρητίνης στη ζωγραφική. Ως το 1849 δημιούργησε 23 τοπιογραφίες, μειώνοντας τον αρχικά προβλεπόμενο αριθμό των έργων. Η ιδέα για την υπαίθρια έκθεση τους εγκαταλείφθηκε. Από το 1853 οι παραστάσεις βρίσκονταν εκτεθειμένες σε ειδική αίθουσα της Νέας Πινακοθήκης στο Μόναχο που έφερε το όνομά του (Rottmann-Saal, Neue Pinakothek). H αίθουσα αυτή, μαζί με το κτήριο της Νέας Πινακοθήκης, έκλεισαν με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Λόγω του βάρους τους, οι παραστάσεις μπορούσαν να μεταφερθούν μόνο στο υπόγειο του μουσείου, όπου υπέστησαν όμως σημαντικές ζημιές. Το 2003 δημιουργήθηκε μία νέα αίθουσα Rottmann, στο καινούργιο κτήριο της Νέας Πινακοθήκης (1981), όπου παρουσιάστηκαν 14 από τους 19 πίνακες του που αποκαταστάθηκαν.

O Carl Rottmann πέθανε στο Μόναχο στις 7 Ιουλίου 1850, λίγες μόλις εβδομάδες αφού είχε ολοκληρώσει την τελευταία του εικόνα από τον «Ελληνικό κύκλο». Ο τάφος του βρίσκεται στο Alter Südfriedhof του Μονάχου.

 

Προτομή του Carl Rottmann, Λιθογραφία, 19ος αιώνας.

 

Η ΕΕΦ τιμά τον σπουδαίο ζωγράφο και Φιλέλληνα Carl Rottmann, o oποίος με την ατμοσφαιρική του τοπιογραφία διέσωσε την εικόνα της Ελλάδας που αντίκρυσε, μεταφέροντας στις νεότερες γενιές ένα σημαντικό εικαστικό τεκμήριο για τη χώρα μας.

 

Πηγές – Βιβλιογραφία

  • Fuhrmeister, Christian; Jooss, Birgit (Hrsg.), Isar/Athen Griechische Künstler in München – Deutsche Künstler in Griechenland, Μόναχο 2008.
  • Kepetzis, Ekaterini, „Imagination und Wirklichkeit. Griechenlandrezeption in der westeuropäischen Malerei“, στο: Κonstantinou, Evangelos (Hrsg.), Das Bild Griechenlands im Spiegel der Völker (17. bis 18. Jahrhundert), Philhellenische Studien Band 14, Peter Lang, Frankfurter am Main 2008.
  • Kepetzis, Ekaterini, Rezension von: Herbert W. Rott / Renate Poggendorf / Elisabeth Stürmer: Carl Rottmann. Die Landschaften Griechenlands, Ostfildern: Hatje Cantz 2007, στο KUNSTFORM 9 (2008), Nr. 1, https://www.arthistoricum.net/kunstform/rezension/ausgabe/2008/1/
  • Μιχαήλ, Γιάννης, «Δέκα τόνοι Ελλάδα», Το Βήμα, 25.11.2008.
  • https://www.pinakothek.de/kunst/carl-rottmann/kopaissee