John Kittmer, Πρώην Βρετανός πρέσβης στην Έλλάδα
24 Μαρτίου 2021

Το μικρό καράβι, το οποίο κουβαλούσε μια ομάδα από περίπου είκοσι Βρετανούς τουρίστες και μαθητές, έγερνε μπροστά στον άνεμο μέσα στα ταραγμένα νερά. Ο Τζέραλντ, ο δάσκαλος και οδηγός μας, μάς διηγούταν ταυτόχρονα δυο ιστορίες και αυτές γίνονταν κάπου-κάπου συγκεχυμένες. Καθώς φεύγαμε από την προκυμαία της ωραίας πόλης, άρχισε η τοπογραφία να ξετυλίγεται σε όλες τις κατευθύνσεις. Πίσω από την πόλη, τοποθετημένη στην άκρη του κόλπου, διαφαινόταν πλέον κι ένα κωνικό όρος. Το νησί, προς το οποίο κατευθυνόμασταν, φαινόταν πλέον ακόμη πιο μεγάλο: με τις πλευρές του απόκρημνες και σκεπασμένες από δάσος. «Η παράδοση της Σπαρτιάτικης φρουράς που βρισκόταν στην Σφακτηρία, ήταν η πρώτη συνθηκολόγηση που έκαναν ποτέ οι Σπαρτιάτες,» δήλωσε ο Τζέραλντ, υψώνοντας τη φωνή του πάνω από τον θόρυβο της μηχανής. «Επρόκειτο για μια συναρπαστική στιγμή για τους Αθηναίους: μια στιγμή που τους έφερε σε αχαρτογράφητα νερά: νερά όπου δυστυχώς παραμόνευαν η Ύβρις και η Νέμεσις.»

 

Τσιχλί-Μπαμπά

 

Στα νερά όπου πλέαμε κι εμείς, φαινόταν να παραμόνευε κι εμάς ένας αυξανόμενος κίνδυνος. Κατά τα φαινόμενα κατευθυνόμασταν τώρα προς την ανοιχτή θάλασσα από το νότιο στενό ανάμεσα στη Σφακτηρία και την ξηρά, και τα κύματα αυξάνονταν εντυπωσιακά. «Σε λίγο θα δούμε το μνημείο προς τιμή των Γάλλων ναυτικών που πέθαναν στο Ναυαρίνο», είπε ο Τζέραλντ, με τον αισιόδοξό του τρόπο. Το πλοίο σκαμπανέβαζε στα θυελλώδη κύματα, όσο πλησιάζαμε την σκάλα που είχε λαξευτεί στον πέτρινο γκρεμό της βραχονησίδας που ονομάζεται Τσιχλί-Μπαμπά. «Είναι πολύ επικίνδυνο να αποβιβαστούμε σήμερα – σύμφωνα με τον καπετάνιο, αλλά θα κάνουμε ένα μικρό περίπλου της νησίδας και ύστερα θα επιστρέψουμε για να βρούμε το αγγλικό μνημείο.»

Ήμασταν στα μέσα του Απρίλη του 1984. Ήμουνα δεκάξι χρονών. Επρόκειτο για την πρώτη εβδομάδα μιας εκδρομής τριών εβδομάδων στην Ελλάδα και κάναμε μια περιήγηση της Πελοποννήσου. Ήταν η ορθόδοξη Σαρακοστή και αναμενόταν να περάσουμε την Μεγάλη Εβδομάδα στην Αίγινα και την εβδομάδα του Πάσχα στη Σίφνο. Δεν είχα ξαναπάει στην Ελλάδα, αλλά εδώ και τρία χρόνια μάθαινα την αρχαία γλώσσα. Πρωί-πρωί της μέρας εκείνης, είχαμε επισκεφτεί το μυκηναϊκά απομεινάρια του Ανακτόρου του Νέστορα στο Επάνω Εγκλιανό.

 

Ανάκτορο του Νέστορα

 

Τώρα μαθαίναμε για τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου το 425πΧ (την άλωση της Σφακτηρίας από τους Αθηναίους) και την Ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20 Οκτώβρη του 1827μΧ. Όσο μπαίναμε και πάλι στον κόλπο, μάς εξήγησε ο Τζέραλντ τη διαρρύθμιση του οθωμανικού στόλου (στην μορφή ενός πετάλου) και την τακτική και τεχνογνωσία των ναυτικών των συμμάχων, όταν ο Κόδρινγκτον, απαντώντας στην πρόκληση από τον στόλο του Ιμπραήμ-Πασά, εξαπέλυσε μια καταστρεπτική και καθοριστική αντεπίθεση. Από το αγγλικό μνημείο, στο Χελωνάκι, βλέπαμε, στο βόρειο τέλος του κόλπου, την επίπεδο λιμνοθάλασσα και το φραγκικό κάστρο του 13ου αιώνα στο Παλιό Ναυαρίνο.

 

Αγγλικό Μνημείο

 

Σε αυτή την μικρή γωνία της Πελοποννήσου φαινόταν ότι κάθε εποχή της ευρωπαϊκής ιστορίας είχε αφήσει το δικό της αποτύπωμα. Η ομηρική μυθολογία, η αρχαία και μεσαιωνική ιστορία, οι θρυλικές μορφές από την εποχή των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών και της ελληνικής επανάστασης, τα φαντάσματα και τα βήματα του παρελθόντος – όλ’ αυτά είχαν μαζευτεί σε αυτό το συμπυκνωμένο περιβάλλον, σ’ αυτό το τοπίο εκθαμβωτικής φυσικής εμορφιάς.

Οι πρώτες εντυπώσεις είναι καθοριστικές. Οι πρώτες μου εντυπώσεις της Ελλάδας άλλαξαν την πορεία της ζωής μου. Σε αυτό δεν είμαι μοναδικός. Ερωτεύτηκε και ο Λόρδος Βύρωνας  – πράγμα κάπως πιο σημαντικό για την πορεία της ελληνικής ιστορίας! – κατά την διάρκεια της πρώτης του εκδρομής στην Ελλάδα το 1809. Πραγματικά ερωτεύτηκε πολλαπλά· ερωτεύτηκε, με τρόπο που έμεινε γνωστός παντού, την Τερέζα Μακρή, την «Κόρη των Αθηνών», αλλά ερωτεύτηκε – ακόμα πιο επίμονα – και την Ελλάδα την ίδια: τα τοπία της, το μυθικό της παρελθόν, τον λαό της και τα έθιμά του. Και προ παντός ερωτεύτηκε την ιδέα της Ελλάδας: μιας Ελλάδας της ριζοσπαστικής ελευθερίας, απελευθερωμένης από τις οθωμανικές χειροπέδες. Σαγηνεύτηκε από την Ελλάδα (παρέθεσα παρακάτω μια αγαπημένη μου στροφή από Το προσκύνημα του Τσιλντ Αρόλδου), αλλά φαίνεται ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν πίστευε πως οι Έλληνες θα εξεγείρονταν πραγματικά για να απαιτήσουν την ελευθερία τους. Ήταν ο φίλος του, ο ποιητής Πέρσι Σέλλεϋ, που τον δίδαξε φιλελληνικό πολιτικό ακτιβισμό ενός πιο δυναμικού είδους. Η ριζοσπαστικότητα και ο ιδεαλισμός του Σέλλεϋ ξεσήκωσε τον Βύρωνα και τον ενέπνευσε στην τελευταία του μεγάλη πρωτοβουλία, το 1823: την περιπέτεια που κατέληξε στον θάνατο του Βύρωνα στο Μεσολόγγι στις 19 Απρίλη του 1824 και στην απελευθέρωση ενός μεγάλου κύματος φιλελληνικού συναισθήματος παντού στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

Ο θάνατος του Βύρωνα, Μεσολόγγι

 

Ο Βύρωνας ήταν φιλελεύθερος και η συνεισφορά του στον ελληνικό αγώνα βασίστηκε στα φιλελεύθερα ιδανικά. Αλλά επί της ουσίας ο Φιλελληνισμός δεν είναι μια πολιτική ιδεολογία, αν και έχει, βέβαια, μια πολιτική διάσταση. Η ιστορία των βρετανικών επαφών με την Ελλάδα αυτούς τους δυο αιώνες που πέρασαν δείχνει ότι ο κατάλογος των παθιασμένων Βρετανών Φιλελλήνων περιλαμβάνει φιλελεύθερους, συντηρητικούς, σοσιαλιστές και τους απολύτως απολιτικούς. Κι επιπλέον θα ήταν λάθος κανείς να φανταστεί ότι ο Φιλελληνισμός, αν και έχει ιστορικές συνδέσεις και βαθιές ιστορικές ρίζες, ανήκει αποκλειστικά στο παρελθόν. Πιστεύω πάντως ότι ο νεαρός Βύρωνας μάς δείχνει από τί αποτελείται ο Φιλελληνισμός. Απλώς, πρόκειται για μια ερωτική σχέση που μεταμορφώνει. Τα εκατομμύρια των συμπατριωτών μου που πηγαίνουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα είναι εξίσου ευάλωτα στη γοητεία της Ελλάδας όσο και ο Βύρωνας το 1809. Το εάν η πρώτη αυτή σπίθα της αγάπης θα εξελιχτεί σε κάτι πιο σταθερό και σημαντικό ή όχι, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της προσωπικής επένδυσης του χρόνου, της προθυμίας να μάθει κανείς την γλώσσα, να αποκτήσει μια γνώση και ένα μερίδιο του πολιτισμού. Για όσους ερχόμαστε στην Ελλάδα και την ερωτευόμαστε πραγματικά, η ερωτική σχέση αυτή διαμορφώνει τη ζωή μας: οδηγεί το παρόν μας και επηρεάζει το μέλλον μας, και γίνεται κι γρήγορα ένα αγαπημένο, αναγκαίο μέρος του προσωπικού μας παρελθόντος.

 

Η ναυμαχία στο Ναυαρίνο

 

Οπότε, σήμερα, μια ημέρα που μνημονεύει την επέτειο των 200 ετών από την έναρξη του αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, σκέφτομαι όχι μόνο τους ήρωες της επανάστασης – όπως τον Μακρυγιάννη, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τη Μπουμπουλίνα, το Μιαούλη, το Μαυροκορδάτο, τον Καποδίστρια, το Βύρωνα, τον Άστιγκα, το Τζώρτζ – και τους «ανώνυμους» Έλληνες που πάλεψαν και επέμεναν, αλλά και τους σημερινούς Έλληνες: τους πολλούς Έλληνες φίλους και γνωστούς μου στην Ελλάδα, τους απόδημους Έλληνες που συναντάω στο Λονδίνο, τους πολύ περισσότερους Έλληνες που δεν γνώρισα ακόμη στην πατρίδα τους: στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη κι αλλού. Σε όλους σας λέω το εξής: αυτή η ημέρα είναι δίκη σας ημέρα, εννοείται ότι μετά από 200 χρόνια της διατήρησης της λευτεριάς, αυτά που πέτυχαν οι πρόγονοί σας είναι δικό σας επίτευγμα. Όσο βαρύ κι αν φαίνεται να είναι το φορτίο του παρελθόντος, το αξίζετε και σας ταιριάζει. Εμείς που αγαπάμε την Ελλάδα, μοιραζόμαστε την χαρά σας και αισθανόμαστε αγαλλίαση για την ένδοξή σας ελευθερία. Σας στέλνω τα θερμότερά μου συγχαρητήρια και την αγάπη μου. Χρόνια πολλά!

Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η λευτεριά των Ελλήνων!
Τζων
Εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, 2021

 

Φραγκικό κάστρο, Παλιό Ναυαρίνο

 

Childe Harold’s Pilgrimage, Canto II.88

Where’er we tread ‘tis haunted, holy ground;
No earth of thine is lost in vulgar mould,
But one vast realm of wonder spreads around,
And all the Muse’s tales seem truly old,
Till the sense aches with gazing to behold
The scenes our earliest dreams have dwelt upon:
Each hill and dale, each deepening glen and wold
Defies the power which crush’d thy temples gone:
Age shakes Athena’s tower, but spares gray Marathon.

 

Προσκύνημα τοῦ Τσὶλνδ Ἁρόλδου, μέρος ΙΙ.88 

Εἰς οἱονδήποτε μέρος καὶ ἂν διευθύνωμεν τὰ βήματά μας, πατοῦμεν γῆν ἱερᾶν·
οὐδὲν μέρος τοῦ ἐδάφους σου καθιερώθη εἰς χυδαῖα μνημεῖα,
ἀλλ᾽ὅλη ἡ χώρα σου εἶναι εὐρὺ θέατρον θαυμάτων·
ὅλα τὰ πλάσματα τῆς μούσης φαίνονται ὡς τόσαι ἀλήθειαι,
οἱ δὲ ὀφθαλμοί μας ἀποκάμνουσι θαυμάζοντες 
τοὺς τόπους τούτους εἰς τοὺς ὁποίους μετεφερόμεθα τόσον συχνάκις
ὑπὸ τῶν ὀνείρων τῆς νεανικῆς ἡλικίας μας·
τὰ ὄρη καὶ αἱ κοιλάδες σου, οἱ λόφοι καὶ αἱ πεδιάδες σου, 
ἀνθίστανται εἰς τὴν καταστρεπτικὴν δύναμιν τοῦ χρόνου,
ὁ ὁποῖος κατηρείπωσε τοὺς ναούς σου.
Οἱ αἰῶνες ἐκλόνησαν τὰς μεγαλοπρεπεῖς οἰκοδομὰς τῶν Ἀθηνῶν,
ἀλλ᾽ἐσεβάσθησαν τὸ πεδίον τοῦ Μαραθῶνος.

 

 

Ο Αλέξανδος Υψηλάντης διέρχεται τον Προύθο, πίνακας του Peter von Hess

 

Η ιστορία του συνθήματος «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος»

Του Γιώργου Αργυράκου

 

Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να διερευνήσει από πότε εμφανίζεται η παρότρυνση για αγώνα υπέρ της θρησκείας και της πατρίδας σε ένα ενιαίο φραστικό σχήμα παρόμοιο με το γνωστό σύνθημα του 1821[1]. Θεωρώ ότι η σύνδεση των δύο εννοιών – θρησκείας και πατρίδας – σε στερεοτυπικές φράσεις για πολεμική χρήση, είναι ένας σημαντικός δείκτης λαϊκής εθνικής συνείδησης. Αυτά τα συνθήματα διακηρύσσονται από πρόσωπα ή θεσμούς που έχουν κάποια εξουσία (πολιτικοί, στρατιωτικοί ή θρησκευτικοί ηγέτες, διανοούμενοι) και απευθύνονται σε μεγάλες λαϊκές μάζες (συνήθως στρατιώτες ή επαναστάτες) υπό πολεμικές συνθήκες όπου έχει μεγάλη σημασία τα μηνύματα να είναι ευκόλως κατανοητά, αποδεκτά και ενωτικά. Η συνεχής χρήση τέτοιων φραστικών σχημάτων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και από διάφορες ευρωπαϊκές εθνότητες δείχνει ότι αυτά αντανακλούν κάποια βασικά ανθρώπινα συναισθήματα και αντιλήψεις και ότι δεν είναι προϊόντα επιτηδευμένης διανόησης και παιδείας.

Δεν έχω υπόψη μου κάποια σχετική ιστορική μελέτη στην ελληνική γλώσσα. Δύο ή τρία άρθρα και κάποιες ολιγόλογες αναφορές του Βασίλη Κρεμμυδά στη γνωστή προκήρυξη του Υψηλάντη δεν εμβαθύνουν στην ιστορία αλλά ασχολούνται κυρίως με την προώθηση του ιδεολογήματος της «αστικής ταξικής επανάστασης», δείχνοντας φανερή αμηχανία μπροστά στον όρο «πίστις».[2] Δεν είναι τυχαίο ότι το πλέον σχετικό κείμενο που έχω εντοπίσει είναι ένα μικρό αλλά υπερπολύτιμο ρωσικό άρθρο το οποίο με βοήθησε να βρω τη συνέχεια του συνθήματος από το ύστερο Βυζάντιο έως το 1821[3].

Δεν σκοπεύω ούτε μπορώ να εμβαθύνω στην ιστορική εξέλιξη αυτού καθεαυτού του εννοιολογικού περιεχομένου των λέξεων πίστη, πατρίδα και συναφών (όμως αμφιβάλλω αν η σημασία τους άλλαξε ουσιαστικά από την αρχαϊκή εποχή), αλλά θα υπενθυμίσω λίγα σημεία της ιστορίας απ’ όπου διαφαίνεται ότι από την αρχαιότητα ένας πόλεμος εθεωρείτο δίκαιος όταν γίνεται υπέρ αυτών. Κατά καιρούς χρησιμοποιούνταν διάφορες συναφείς λέξεις ή περιφράσεις από τις ίδιες εννοιολογικές κατηγορίες, όπως πατρική γή, βασιλέας (ως σύμβολο της πατρίδας), «θεών τε πατρώων έδη (ναοί)» και «θήκες(τάφοι) προγόνων», Θεός ή θεοί, ιερά, εκκλησίες κτλ.

Για την ελληνική λ. πατρίδα είναι διαδεδομένη η άποψη ότι στην κλασική αρχαιότητα συνήθως (αλλά όχι πάντα) αναφέρεται στις μικρές τοπικές πατρίδες. Από το «ευαγγέλιο» της ελληνικής αρχαιότητας, τα έπη του Ομήρου, βλέπουμε ότι εκεί οι «πανέλληνες και Αχαιοί» εμφανίζονται άλλοτε ενωμένοι και άλλοτε διαιρεμένοι με βάση τις τοπικές πατρίδες. Έχει υποστηριχθεί ότι η Ιλιάδα είναι ένα ποίημα γύρω από την πρώιμη πόλη-κράτος (αλλά όχι μόνο αυτό) του 9ου έως 8ου αιώνα πΧ, το οποίο απευθυνόταν σε ανθρώπους των πόλεων. Η σημασία των ομηρικών πόλεων ως τοπικών πατρίδων διαφαίνεται από τον Κατάλογο των Πλοίων, ένα από τα σημαντικότερα τμήματα της Ιλιάδας (Β 493-760). Εκεί παρουσιάζονται συνοπτικά αρκετές υπαρκτές ελληνικές πόλεις, με τον αριθμό των πολεμιστών κάθε μιάς, τους αρχηγούς και τους ήρωές τους, κάποιο τοπικό χαρακτηριστικό (π.χ. πετρώδης Αυλίδα, πολυστάφυλη Άρνη, περιτειχισμένη Τίρυνθα κτλ), και τη σχέση τους με κάποιον θεό ή μύθο. Ήταν δηλαδή σημαντική η ιδιαίτερη ταυτότητα κάθε πόλης. Στις μάχες της Ιλιάδας οι οπλίτες συμπεριφέρονται ως πολίτες (δηλ. κάτοικοι πόλεων), αχώριστοι από τον αρχηγό τους (βασιλέα), και όχι ως ακόλουθοι φυλάρχων μιας προϊστορικής εποχής.[4] Μετά από 9 χρόνια άκαρπης πολιορκίας της Τροίας, ο Αγαμέμνων καλεί τους Αχαιούς να φύγουν και να επιστρέψουν στην «φίλην πατρίδα γαίαν» (σε ενικόν αριθμό), όπως τον συμβούλευσε ο Δίας σε όνειρο (Ιλ. Β, 140).

Από την κλασική εποχή έχουμε μερικά ακόμα δείγματα όπου η πατρίδα συνδέεται με τη θρησκευτική πίστη ως κίνητρο πολεμικής αρετής. Στις ωδές του Τυρταίου (7ος αι. πΧ) με τις οποίες ο ποιητής ενθάρρυνε τους Σπαρτιάτες στον πόλεμο κατά των Μεσσηνίων, συναντάμε αυτό το μοτίβο, αν και το αυθεντικό κείμενο δεν σώζεται ακέραιο αλλά σε αποσπάσματα:

ἀθανάτοισι θεοῖσ’ ἐπὶ πάντ[α τιθέντες] / [ιερώ] ατερμονίῃ πεισόμεθ’ ἡγεμ[όνι].

[…]

τεθνάμεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προμάχοισι πεσόντα / ἄνδρ’ ἀγαθὸν περὶ ᾗ πατρίδι μαρνάμενον [5]

Στους Πέρσες του Αισχύλου συναντούμε ίσως για πρώτη φορά την προτροπή για αγώνα υπέρ πατρίδος και ιερών σε μια φράση:

Ώ παίδες Ελλήνων, ίτε,
ελευθερούτε πατρίδ᾽, ελευθερούτε δε
παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη,
θήκας τε προγόνων· νυν υπέρ πάντων αγών»[6]

Η ίδια ιδέα διατυπώνεται θεσμικά στον Όρκο των Αθηναίων Εφήβων, έναν στρατιωτικό-πολιτικό όρκο που μαρτυρείται από πηγές του 4ου αιώνα πΧ αλλά πιθανολογείται ότι είναι αρχαιότερος:

Ού καταισχυνώ όπλα τα ιερά, …, αμυνώ δε και υπέρ ιερών και οσίων, […] την πατρίδα δε ούκ ελάσσω παραδώσω.

Από τον όρκο σημαντικότερους θεωρώ όχι τους ανωτέρω στίχους – που περιέχουν κάτι κοινότυπο – αλλά αυτούς που αναφέρονται στην πολιτική διάσταση της πατρίδας και την ταύτισή της με το κράτος:

και τοις θεσμοίς τοις ιδρυμένοις πείσομαι και ούστινας αν άλλους το πλήθος ιδρύσηται ομοφρόνως, καί αν τις αναιρή τους θεσμούς ή μη πείθηται ουκ επιτρέψω, αμυνώ δε και μόνος και μετά πολλών.[7]

Η υψηλή αξία της πατρίδας στην αρχαϊκή και κλασσική εποχή προβάλλεται και στις ελληνικές θεότητες, αφού κι αυτές έχουν επίσης «πατρίδες», δηλαδή συγκεκριμένες μόνιμες εστίες (Όλυμπος, Ελικώνας, Μαίναλο κ.ά.) αλλά και προγόνους (π.χ. Ζεὺς Κρονίδης). Στην Ιλιάδα, δια στόματος του Έκτορα, η μάχη υπέρ πατρίδος περιγράφεται ως ύψιστο καθήκον και σύμφωνο με τη θέληση του Δία, (είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης, Μ, 234-244). Οι νεκροί ομηρικοί ήρωες αποδημούν προς ένα είδος παραδείσου, το Ηλύσιο Πεδίο,[8] και γίνονται αντικείμενο λατρείας (cult) για τους ζωντανούς, δηλαδή κατά μία έννοια αποθεώνονται. Δεκάδες ήρωες (μυθικοί και ιστορικοί) λατρεύονταν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας  σε ναούς, ηρώα, τάφους, βωμούς κτλ. Η σχέση του αγώνα και του θανάτου τους με την πατρίδα προκύπτει έμμεσα από το ότι λατρεύονται κυρίως στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. [9]

Η αξία της ιδιαίτερης ή και της διευρυμένης πατρίδας μπορεί να θεμελιωθεί και με τα χριστιανικά δογματικά κείμενα, εφ’ όσον είναι επιθυμητό. Κατά τα Ευαγγέλια, ο Χριστός ως άνθρωπος είχε σταθερή σχέση με την πατρίδα του, στην οποία επέστρεψε και έζησε συνεχώς μετά την προσωρινή διαμονή του στην Αίγυπτο, χωρίς να μετακινηθεί ποτέ σε μακρινές αποστάσεις. Μάλιστα ο ίδιος κηρύσσει ότι έχει (επίγεια) πατρίδα (Μτ. 13,57, Ιω. 4,44). Αυτό έχει σημασία είτε εξετάζουμε το Ευαγγέλιο ως ιστορικό κείμενο είτε ως Διαθήκη του Θεού. Και στις δύο περιπτώσεις είναι συμβατό με την Παλαιά Διαθήκη, η οποία είναι και μια εξιστόρηση της σχέσης ενός λαού (του Ισραήλ) με την πατρίδα του, με τους άλλους λαούς και με τις πατρίδες των άλλων. Για τη διαφορά των Ευαγγελίων από την Π.Δ. ως προς τη νομιμοποίηση του πολέμου, και τη χριστιανική επανασημασιοδότηση του «Ισραήλ» θα αναφερθώ πιο κάτω.

Η εμφάνιση και η ζύμωση του πρώιμου χριστιανισμού μέσα σε ένα παγανιστικό περιβάλλον προκάλεσε αναγκαστικά και φαινόμενα συγκρητισμού ή σύγκρισης του Χριστού με διάφορους προ-χριστιανικούς ήρωες, ιδίως αυτούς που κατά τον μύθο κατέβηκαν στον Άδη και επανήλθαν στον Πάνω Κόσμο. Μερικοί από αυτούς ήταν και ήρωες πολεμιστές, όπως ο Ηρακλής ή ο Πρωτεσίλαος.[10] Ενώ ο ίδιος ο Χριστός δεν προβάλλεται επισήμως ως πολεμιστής ήρωας, το πολεμικό πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης, κάποια χωρία της Κ.Δ., οι παραδόσεις και ίσως το συλλογικό υποσυνείδητο επέτρεψαν να ενσωματωθούν στον Χριστιανισμό οι παλαιότερες ιδέες περί δικαίου. Αυτό εκδηλώνεται σαφέστερα στους στρατιωτικούς Αγίους και τους Αρχαγγέλους, όπου διακρίνουμε μια συνέχεια της προχριστιανικής λατρείας των πολεμιστών και έναν παράγοντα που μέσα από τις αγιογραφίες και τα αγιολογικά κείμενα ενίσχυε την αντίληψη των Χριστιανών περί του δίκαιου πολέμου υπέρ της πίστης. Σε μερικούς Αγίους μάλιστα, όπως ο πολιούχος της Θεσσαλονίκης Αγ. Δημήτριος, αλλά και στην περίπτωση των θρύλων περί την Παναγία, φαίνεται ότι η λαϊκή αγιολογική παράδοση προσαρμόστηκε στην ανάγκη για πολεμική υπεράσπιση μιας πατρίδας και της θρησκείας. Σε μια φάση όπου μεγάλοι πληθυσμοί της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας περνούσαν από τις παγανιστικές θρησκείες στον Χριστιανισμό, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος (ο Μέγας) ή η Σύγκλητος χρησιμοποίησε έναν συμβιβαστικό όρο που να ικανοποιεί όλους, για να αποδώσει τη νίκη του κατά του Μαξεντίου (312 μΧ) στον θεϊκό παράγοντα και στο καθήκον υπεράσπισης του κράτους. Στην αψίδα του θριάμβου του που βρίσκεται στη Ρώμη, η κεντρική επιγραφή αναφέρεται σε “INSTINCTU DIVINITATIS” (θεία έμπνευση), κάτι που ήταν αποδεκτό από παγανιστές και Χριστιανούς, και σε “REMPUBLICAM ULTUS”, δηλ. υπεράσπιση του κράτους, το οποίο ήταν (ή σταδιακά γινόταν) πατρίδα για όλους.[11]

Το ότι στην κλασσική και ρωμαϊκή αρχαιότητα ως πατρίς και patria νοείται συνήθως η τοπική πατρίδα, πιθανώς σχετίζεται με κάποια πρακτικά ζητήματα της εποχής, όπως οι περιορισμοί στις επικοινωνίες και η κυριαρχία των επαγγελμάτων που ήταν δεμένα με τη σταθερή κατοίκηση. Υπενθυμίζω ότι η λέξη στην κυριολεξία σημαίνει την πατρική γη, και εννοιολογικά και ετυμολογικά σχετίζεται με τους προγόνους (parens), τους συγγενείς (πατριά), και τα πατρο-παράδοτα.[12] Στα τελευταία κατηγορία περιλαμβάνεται η λατρεία των οικογενειακών («πατρώων») θεοτήτων, τα ξόανά τους, οι τάφοι των προγόνων κτλ.

Στην ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή υπήρξαν συνθήκες γεωπολιτικής ενοποίησης, δηλαδή μεγάλες επικράτειες με έναν ηγεμόνα, ένα νομικό σύστημα, ένα νόμισμα, μια επίσημη γλώσσα κτλ. Αυτό διευκόλυνε τη γεωγραφική επέκταση της σημασίας της πατρίδας, ενώ ταυτόχρονα διατηρήθηκε (μέχρι και σήμερα) και η σημασία της ιδιαίτερης τοπικής πατρίδας. Ταυτόχρονα όμως η τότε «παγκοσμιοποίηση» διευκόλυνε και την επαφή κάθε εθνότητας με άλλους, και συνεπώς τη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος είναι χωρισμένος σε εθνότητες, γλώσσες, θρησκείες και ήθη. Αυτό πρέπει να ήταν ένας παράγων που ενίσχυσε τα εθνικά συναισθήματα, ώστε μετά τη διάλυση των αυτοκρατοριών ήλθε σαν ομαλή εξέλιξη η δημιουργία ή απόπειρα δημιουργίας εθνικών κρατών/πατρίδων.

Ο Χριστιανισμός έδρασε παγκοσμιοποιητικά και ενοποιητικά με πολλούς τρόπους. Έφερε ορισμένες θρησκευτικές καινοτομίες, όπως η σύγχρονου τύπου θρησκευτική πίστη (fide), τα δογματικά κείμενα, και η έννοια της κοινής «ουράνιας πατρίδας»[13]. Η πίστη αναφέρεται στην προσωπική, σταθερή και έμμονη σχέση του ανθρώπου με έναν «ζηλότυπο» Θεό ο οποίος απαιτεί την αποκλειστικότητα, κάτι που δεν απαιτούσαν οι παγανιστικές θεότητες του παρελθόντος. Το δόγμα αυτό οδήγησε στη συγκρότηση των Χριστιανών σε μια μεγάλη «φαντασιακή κοινότητα», όπου όλοι, ανεξάρτητα της μεταξύ τους γεωγραφικής και κοινωνικής απόστασης, διάβαζαν ή ακροώνταν το ίδιο δογματικό βιβλίο, αποτελούσαν ένα Νέο Ισραήλ, είχαν κοινούς Πατέρες και Πατριάρχες, μια κοινή ουράνια πατρίδα, και όλοι ήταν μέλη του Μυστικού (=Μυστηριακού) Σώματος (Corpus Μysticus) του Χριστού. Αυτό βοήθησε και στην εδαφική ενοποίηση πολλών μικρών πατρίδων έτσι ώστε, για παράδειγμα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή η Ρωσία αναφέρονται ως πατρίδες όπως θα δούμε.

Ιδέες περί διευρυμένης πατρίδας υπήρχαν και πριν τη χριστιανική εποχή, οι οποίες αποδίδονταν σε διαφόρους φιλοσόφους. Για παράδειγμα, στον Δημόκριτο αποδίδεται η άποψη ότι «ψυχής αγαθής πατρίς ο ξύμπας κόσμος».[14] Τον 2ο μΧ αιώνα ο Λουκιανός πιστεύει ότι «όσα σεμνά και θεία νομίζουσιν άνθρωποι, τούτων πατρίς αιτία και διδάσκαλος»[15], όπερ υποννοεί ότι πληθυσμοί με κοινούς θεούς και ήθη μπορεί να έχουν κοινή πατρίδα. Έτσι η διευρυμένη πατρίδα δεν ήταν κάτι ξένο για τον πρώιμο Χριστιανισμό. Τον 4ο αιώνα ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός φαίνεται να θεωρεί κοινώς αντιληπτή και αποδεκτή την έννοια της διευρυμένης (γήινης) πατρίδας, αφού την αναφέρει σε μια επιστολή του σε σχέση με κάποιο κοσμικό ζήτημα.[16]

Η ύπαρξη επίγειων πατρίδων με υλικές ανάγκες και κινδύνους έφερε τους Χριστιανούς μπρος σε ένα σοβαρό θεολογικό ερώτημα, όταν αυτοί ανέλαβαν τις ευθύνες διοίκησης του ρωμαϊκού κράτους: Είναι [;] σωστό και δίκαιο για τον Χριστιανό να συμμετέχει σε πόλεμο; Στον προχριστιανικό ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο, ο πόλεμος (και επομένως και αυτός υπέρ της πατρίδας ή των ιερών) ήταν κατ’ αρχήν κάτι αποδεκτό. Για τους Εβραίους επίσης είναι επιτρεπτός ο πόλεμος. Στην Παλαιά Διαθήκη είναι σαφές ότι «ο Κύριος είναι δυνατός πολεμιστής» (Εξ. 15,3) και σε πλείστες περικοπές επιτρέπει την εξολόθρευση των αντιπάλων με πόλεμο.[17] Όμως στην Καινή Διαθήκη δεν ευρίσκονται σημεία όπου ρητά αναφέρεται ο πόλεμος ως κάτι επιτρεπτό, χωρίς όμως και να απαγορεύεται (π.χ. Λκ. 3,33), ενώ ορισμένα σημεία μπορούν να ερμηνευθούν ως αντιπολεμικά (π.χ. Ιω. 18,35, Ιακ. 4, 1-3 ).[18] Έτσι, τουλάχιστον κάποιοι από τους πρώτους Χριστιανούς Πατέρες (όπως ο Τερτυλιανός) ήταν αντίθετοι προς κάθε πόλεμο. Ο πρώτος Πατέρας της Εκκλησίας που προσπάθησε να συμβιβάσει τον πόλεμο με τη χριστιανική ζωή ήταν ο Άγιος Αμβρόσιος (2ο μισό του 4ου αιώνα), ο οποίος τόνισε και την έννοια του «δίκαιου πολέμου». Αυτή την έννοια διεύρυνε ο Άγιος Αυγουστίνος (354-430)[19] και την επεξεργάστηκαν πολλοί άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας και θεολόγοι αργότερα. Από τις ελάχιστες συναφείς περικοπές που υπάρχουν στο Ευαγγέλιο, ο Αυγουστίνος παραπέμπει στο περιστατικό όπου ο Πέτρος είναι έτοιμος να υπερασπιστεί τον Χριστό με το μαχαίρι (Μτ. 26,51, Λκ. 22,50). Αυτό οδήγησε στην ερμηνεία ότι και οι Χριστιανοί μπορούν να υπερασπιστούν την πίστη τους με τα όπλα.[20] Κατά ορισμένους θεολόγους, η αμαρτία του Πέτρου δεν ήταν η ίδια η πράξη, αλλά το ότι έδρασε χωρίς να έχει την αρμοδιότητα. Στην ίδια περίπου εποχή εμφανίζεται το λατινικό απόφθεγμα pugna pro patria (μάχου υπέρ πατρίδος), το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολύ τον Μεσαίωνα, συνήθως με την προσθήκη και της πίστης (fide). Βρίσκεται σε μια συλλογή λατινικών αποφθεγμάτων, τα «Δίστιχα», που αποδίδονταν σε κάποιον Διονύσιο Κάτωνα (Dionysius Cato), του 3ου ή 4ου αιώνα μΧ.

 

Η εμφάνιση του συνθήματος το Μεσαίωνα

Από τον Μεσαίωνα αρχίζει να εμφανίζεται όλο και συχνότερα η ρητή προτροπή για πόλεμο υπέρ πατρίδος και θρησκείας. Αυτή η αύξηση των αναφορών δεν αντανακλά απαραίτητα μια ιδεολογική αλλαγή σε σχέση με την αρχαιότητα, αλλά ίσως οφείλεται στο ότι διαθέτουμε περισσότερες γραπτές πηγές από το Μεσαίωνα και μετά.

Το 853 ο Πάπας Λέων Δ’ βεβαιώνει τον αυτοκράτορα Λόθαρ Α’ και τους Φράγκους ότι θα αμειφθούν με τον Παράδεισο όσοι σκοτωθούν «για την αληθινή πίστη, τη σωτηρία της πατρίδας και την υπεράσπιση των Χριστιανών» σε πιθανή επίθεση των Αράβων κατά της Ιταλίας.[21] Στην καθ’ ημάς Ανατολή, περί το έτος 900, ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός ορίζει στα Τακτικά ότι πριν από τη μάχη πρέπει να γίνονται προτροπές (δημηγορίες) προς τους στρατιώτες ώστε να μάχονται υπέρ της πίστης, του έθνους, της πατρίδας και της οικογένειας. Οι προτροπές αυτές εκφωνούνται από «καντάτορες» τους οποίους επέλεγαν οι άρχοντες. Συγκεκριμένα, αυτοί έπρεπε να θυμίζουν στους στρατιώτες ότι:

«… ο αγών υπέρ Θεού εστί, και της εις αυτόν αγάπης, και υπέρ όλου του έθνους. Πλέον δε υπέρ αδελφών των ομοπίστων, εί τυχοι, και υπέρ γυναικών, και τέκνων, και πατρίδος»[22].

Επίσης, τα Τακτικά ορίζουν ότι ο στρατηγός οφείλει να είναι έτοιμος να δώσει ο ίδιος και την ψυχή του για την πατρίδα και την ορθή πίστη των Χριστιανών, και όλοι πρέπει να εθίζονται ώστε να υπομένουν τις κακουχίες του πολέμου «διά Χριστόν τον Θεόν ημών, και υπέρ συγγενών και φίλων και πατρίδος και του όλου των Χριστιανών έθνους».[23]

Άλλοι συγγραφείς της μέσης βυζαντινής εποχής συνιστούν επίσης ότι στις πολεμικές δημηγορίες πρέπει να γίνονται αναφορές στη θρησκεία και την πατρίδα. Σύγγραμμα στρατιωτικής ρητορικής που αποδίδεται στον Συριανό Μάγιστρο (μέσα 9ου αι.) εξηγεί προς τους ρήτορες ότι

«λαμβάνεται δε το δίκαιον [του πολέμου] από του ζήλου της πίστεως, από της πατρίδος, από της προς ομοφύλους αγάπης [και] από της των αδικησάντων τιμωρίας».[24]

Ομοίως στο «Βιβλίον Τακτικόν» που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο (10ος αι.) υπάρχουν παραινέσεις ουσιαστικά ίδιες με τις προαναφερθείσες των Τακτικών του Λέοντος. Αξιοσημείωτη είναι η έκφραση «υπέρ πάσης της πατρίδος» που δείχνει ότι υπήρχε η έννοια της αυτοκρατορίας ως μιας κοινής πατρίδας:

«υπέρ του θεού εστίν το αγωνίζεσθαι […] και υπέρ του έθνους ημών, πλέον δε υπέρ των ημετέρων αδελφών των ομοπίστων και υπέρ των γυναικών και τέκνων, και υπέρ πάσης ημών της πατρίδος».[25]

Δεν μπορεί να υποτεθεί ότι αυτές οι παραινέσεις είναι ευρήματα κάποιων συγγραφέων του βασιλικού περιβάλλοντος, αφού προορίζονται για ευρεία χρήση στο στρατό, και επομένως έπρεπε να είναι κατανοητές από χαμηλής μόρφωσης νέους του λαού. Πιστεύω ότι αυτοί είχαν το πολιτισμικό υπόβαθρο να αποδεχθούν αυτές τις έννοιες, εκπαιδευμένοι κυρίως μέσα από λαϊκές χριστιανικές διδαχές, λαϊκά αναγνώσματα, παραδόσεις ή άλλα στοιχεία λαϊκού πολιτισμού.

Η ιδέα του πολέμου υπέρ πίστεως και πατρίδος εκφραζόταν και στις στρατιωτικές τελετές και στην εικονογραφία, όπου η πίστη αντιπροσωπευόταν από τα θρησκευτικά σύμβολα και η πατρίδα από τον αυτοκράτορα. Ήδη από την εποχή του Μαυρικίου (βασιλεία 582-602) ο Σταυρός πάνω σε χρυσή λόγχη προπορεύεται του αυτοκράτορα στις μάχες. Ο Σταυρός εικονίζεται και στις σημαίες σύμφωνα με βυζαντινές πηγές του 10ου αιώνα.[26] Από τον 12ο αι. και συχνότερα από το 1204, συνηθίζεται η εικονογραφική συνύπαρξη του αυτοκράτορα  με πολεμικούς αγίους ή τον Αρχάγγελο Μιχαήλ σε σημαίες (φλάμουλα), αγιογραφίες και σε νομίσματα. Σε κάποια νομίσματα εικονίζεται ο αυτοκράτορας μαζί με τον Αρχάγγελο να κρατούν το λάβαρο.[27] [28] Η παράδοση της απεικόνισης στρατιωτικών Αγίων και Σταυρού σε πολεμικές σημαίες (φλάμπουρα) συνεχίστηκε σε όλη τη μεταβυζαντινή περίοδο από Έλληνες και άλλους Βαλκάνιους πολεμιστές που βρέθηκαν στη Δύση (ιδίως ο Αγ. Γεώργιος από τους stradioti) και βεβαίως τηρήθηκε κατά την Επανάσταση.

Μετά τον 12ο αιώνα πυκνώνουν στη Δυτική Ευρώπη οι αναφορές για τον δίκαιο πόλεμο υπέρ πίστεως και πατρίδος, όπου ως πίστη διευκρινίζεται η «ορθή πίστη» (vera fide), δηλαδή ο καθολικισμός αρχικά, και ως patria διάφορες επικράτειες με πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές. Πολλές από αυτές τις αναφορές βρίσκονται σε νομικές πραγματείες γύρω από το ποιος έχει την εξουσία και την αρμοδιότητα να καλεί τους Χριστιανούς σε πόλεμο- ο πολιτικός ή ο εκκλησιαστικός άρχων; – και υπό ποιες προϋποθέσεις. Έτσι, για παράδειγμα ο Ιταλός επίσκοπος Σικάρδος της Κρεμόνα (Sicardus Cremonensis, 1155–1215) πιστεύει ότι ο Πάπας και οι εξουσιοδοτημένοι από αυτόν ιερωμένοι έχουν τη δυνατότητα να καλούν τους πρίγκιπες και τους Χριστιανούς στα όπλα για να υπερασπιστούν «την πίστη και την ειρήνη της Εκκλησίας και της πατρίδας» (sancte fidei pacis ecclesie et patrie). Ως εχθροί της πίστης και της πατρίδας νοούνταν είτε διάφοροι αιρετικοί (περιλαμβανομένων των Ορθοδόξων) είτε παγανιστές και Μουσουλμάνοι, ειδικά στις Σταυροφορίες. Σε κάποιες μάχες επιστρατευόταν ακόμα και ο πατριωτισμός των Αγίων. Στη λεγόμενη Μάχη του Στάνταρ (Battle of Standard) το 1138 μεταξύ Αγγλο-Νορμανδών και Σκώτων, οι πρώτοι έφεραν λάβαρα με τις εικόνες τοπικών Αγίων της Νορθούμπρια, πιστεύοντας ότι οι Άγιοι θα υπερασπίζονταν τις ιδιαίτερες εκκλησίες (ναούς) και πατρίδες τους (pro eius ecclesia ac sua patria defendenda susceperunt).[29]

Στο ιστορικό έργο Flores Historiarum (Άνθη Ιστορίας) του 13ου αιώνα (του οποίου τα κείμενα μπορεί να είναι και προγενέστερα) περιγράφεται ο πόλεμος του βασιλιά και μετέπειτα Μάρτυρα Εδμόνδου (Edmund) ο οποίος τo 869 ή 870 αντιμετώπισε στην Ανατολική Αγγλία την εισβολή Δανών (Βίκιγκς). Πριν από τη μάχη καλεί τους στρατιώτες του να αγωνιστούν «και για την πίστη και για την πατρίδα» (pro fide pariter pugnare et patria). Ο στρατός του ηττήθηκε και πολλοί σκοτώθηκαν κατακτώντας την κορώνα του μαρτυρίου (martyrio coronatos) αφού πολέμησαν «για την πατρίδα, το γένος και την πίστη του Ιησού Χριστού» (pro patria, gente et fide Jesu Christi).[30] Στα τέλη του 11ου αιώνα στη Γαλλία πολλά εκκλησιαστικά κείμενα επαινούσαν τον Καρλομάγνο γιατί «δεν φοβόταν να πεθάνει για την πατρίδα (patrie) ούτε για την Εκκλησία».[31]

Εκτός από τις ιδιαίτερες πατρίδες, ως patria νοούνταν στη μεσαιωνική Δύση και μεγάλες επικράτειες, όπως ολόκληρη η Ιταλία στην εποχή του Δάντη και του Πετράρχη (13ος – 14ος αι.) αλλά και η Εκκλησία ως παγκόσμια πατρίδα,[32] ενώ σε διάφορες πηγές χαρακτηρίζονται ως πατρίδες η Γαλικία τον 9ο-10ο αι., η Δανία τον 9ο αι., η Γαλλία (patria Francorum) τον 10ο-11ο αι. κλπ.[33]

Δεν χρειάζεται να επεκταθώ σε περισσότερα παραδείγματα πολεμικής επίκλησης της πίστης και της πατρίδας στη Δυτική Ευρώπη μετά τον ύστερο Μεσαίωνα, καθώς οι αναφορές πληθαίνουν και είναι σαφές ότι υπάρχει μια συνέχεια μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Από τη Δυτική (ή Κεντρο-ευρωπαϊκή) ιστορία θα προσθέσω μόνο λίγες περιπτώσεις από την Ουγγαρία του ύστερου Μεσαίωνα, οι οποίες γεωγραφικά και πολιτισμικά μας φέρνουν στα Βαλκάνια και στα όρια του ορθόδοξου κόσμου, και χρονικά στην εποχή όπου το σύνθημα διαδίδεται στη Ρωσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι το σύνθημα έφτασε στα Βόρεια Βαλκάνια και τη Ρωσία μέσω των Ούγγρων, αλλά ότι υπήρχαν οι συνθήκες ώστε αυτό να είναι αποδεκτό από όλα τα χριστιανικά δόγματα και εθνότητες της περιοχής.

Το Ουγγρικό βασίλειο μετά τις αρχές του 16ου αιώνα, αν και ουσιαστικά διαιρεμένο και πολιτικά ασταθές, περιλάμβανε και τη σημερινή Ρουμανία πριν αυτή περάσει στον έλεγχο των Οθωμανών. Το 1514 συνέβη η εξέγερση του György Dózsa στο χώρο της σημερινής Ουγγαρίας. Αυτός ήταν Ούγγρος ευγενής από την Τρανσυλβανία, όπως και πολλοί από τους χαϊντούκους του (οι «Κλέφτες» των Βορείων Βαλκανίων), οι οποίοι ήταν κυρίως γεωργοί και μοναχοί ή ιερωμένοι. Ο σκοπός τους αρχικά ήταν η άμυνα κατά των Τούρκων, αλλά μετά στράφηκαν κατά των καταχρήσεων των ευγενών και γαιοκτημόνων του βασιλείου της Ουγγαρίας, με τους οποίους είχαν και εθνικο-θρησκευτικές διαφορές. Οι Φραγκισκανοί ιερωμένοι, κηρύσσοντας ότι οι μόνοι σωστοί Χριστιανοί ήταν οι ενάρετοι αγρότες, καλούσαν τους αγρότες-χαϊντούκους να πολεμήσουν για την χριστιανική πίστη και για τη χώρα τους (pro religionis Christiane et presertim huius regni defensione) εναντίον των ευγενών. [34]

Το 1552, κατά την κατάληψη της Τιμισοάρα της Ρουμανίας από τους Τούρκους, ο ηγέτης ενός σώματος Ούγγρων πριν από μια ύστατη μάχη χωρίς ελπίδα, ενθαρρύνει τους πολεμιστές του λέγοντας ότι θα αγωνιστούν για έναν ένδοξο θάνατο υπέρ πίστεως και πατρίδος (pro fide, pro patria). To ιστορικό αυτού του πολέμου γράφηκε από τον σύγχρονο των γεγονότων Ούγγρο Franz von Forgách-Ghymes (1530 -1577).[35]

Το 1605 συνέβη η εξέγερση των Ούγγρων Καλβινιστών χαϊντούκων της Τρανσυλαβανίας υπό τον Ούγγρο Προτεστάντη πρίγκηπα Istvan Bocksai κατά του Καθολικού αυτοκράτορα της Ουγγαρίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ροδόλφου Β’ (Rudolf II). Σε επιστολή του ο Bocskai εξηγεί ότι η ανταρσία έγινε για την υπεράσπιση της «αρχαίας ελευθερίας του έθνους και της πίστης» και ότι επιθυμούν την πρόοδο της πατρίδας τους (patria) Τρανσυλβανίας την οποία θεωρούν «το φώς του έθνους». Το ίδιο εξηγούν και δύο άλλοι οπλαρχηγοί των χαϊντούκων σε δική τους επιστολή:

«Εξεγερθήκαμε λοιπόν και πήραμε τα όπλα για τη Χριστιανική θρησκεία, και για το όνομα του Ιησού Χριστού, του Σωτήρα μας και για τη γλυκυτάτη μας πατρίδα».[36] (Insureximus igitur, et pro fide christiana, et pro nominae Iesu Christi Saluatoris nostri, proque dulcissima patria nostra, arma sumsimus).[37]

Το 1703-1711 έγινε η εξέγερση του Ούγγρου Francis (Ferenc) Rákóczi II (1676 – 1735) κατά των Αυστριακών «με τον Θεό για την πατρίδα και την ελευθερία» ’ (cum Deo pro patria et libertate), που είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή ανεξαρτησία της Ουγγαρίας και της Τρανσυλβανίας. Με τον στρατό του Rákóczi πολέμησαν και ένοπλα σώματα από διάφορες εθνότητες των Βορείων Βαλκανίων και της Αν. Ευρώπης.[38] Μία ιστορική σύμπτωση συνδέει τον Rákóczi  με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη: Ο πρώτος έζησε την παιδική του ηλικία στο κάστρο του Μουγκάτς (σήμερα στη Δυτ. Ουκρανία) και αργότερα πολέμησε γύρω από αυτό. Στο ίδιο κάστρο φυλακίστηκε ο Υψηλάντης από τους Αυστριακούς και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Στις γραπτές ελληνικές πηγές, δεν είναι εύκολο να βρεθεί το νήμα της συνέχειας του συνθήματος από την Άλωση μέχρι την Ελληνική Επανάσταση. Ο τουρκοκρατούμενος ελληνισμός δεν είχε την ελευθερία ούτε τα μέσα της γραπτής αναπαραγωγής και κυκλοφορίας τέτοιων ιδεών. Όμως η συνέχεια τηρήθηκε μέσω δύο άλλων διαδρομών: Η μία προφορική και συγκαλυμμένη στον τουρκοκρατούμενο χώρο, και η άλλη γραπτή, επίσημη και πανηγυρική μέσω Ρωσίας.

Από τις γραπτές πηγές της Επανάστασης φαίνεται ότι η έννοια του μάχεσθαι υπέρ πίστεως και πατρίδος ήταν ήδη εμπεδωμένη και διαδεδομένη, κάτι που δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στις κατηχήσεις της Φιλικής Εταιρείας και στις προκηρύξεις του Υψηλάντη, οι οποίες δεν είχαν ιστορικό βάθος.[39] Υπάρχει ένα παράλληλο φαινόμενο που μας δείχνει ότι ορισμένες επαναστατικές ιδέες και πρακτικές διαδίδονταν κρυφά και προφορικά συνεχώς από το ύστερο Βυζάντιο μέχρι την Επανάσταση χωρίς να καταγράφονται σε κείμενα: Είναι το έθιμο της ευλογίας των σημαιών (βάνδων) και των πολεμιστών πριν από τη μάχη. Αυτό δεν αναφέρεται σε γραπτές πηγές της τουρκοκρατίας για προφανείς λόγους, ωστόσο ήταν κάτι αυτονόητο κατά την Επανάσταση, όπου οι αγωνιστές εφαρμόζουν ακριβώς τις διατάξεις του Λέοντος ΙΣΤ΄ και τις ακόμα παλαιότερες του Μαυρικίου (6ος αι.):

Στρατηγικόν Μαυρικίου, B1: «Χρη παρασκευάζειν του μεράρχας τα βάνδα αδνουμιάζειν προ μιας ή δευτέρας ημέρας του πολέμου και ούτως επιδιδόναι τοις βανδοφόροις των ταγμάτων».[40]

Τακτικά Λέοντος: «Διάταξις ΙΓ’.α’. Περί της προ πολέμου ημέρας.  Ώστε παρασκευάζειν τους τουρμάρχας προ μιας ή δευτέρας ημέρας του πολέμου τα βάνδα, αγιάζειν δια των ιερέων και ούτως επιδιδόναι τοις βανδοφόροις των ταγμάτων».

Κ’.172: «Ηνίκα δε τας δυνάμεις εξάγειν μέλλεις προς πόλεμον, δει μεν καθαράς αυτάς εξαμαρτημάτων είναι, φροντίσεις δε δια ιερέων καθαγνίσαι αυτάς δι’ ευλογίας, και ούτως μετά θάρσους επί της μάχης αποκινήσαι.» [41]

Οπλαρχηγός Αναγνώστης Γιαννόπουλος, τέλη Μαρτίου 1821: «…εκάστου χωρίου ο καπετάνιος έκαμε την σημαίαν του. Την επιούσαν άπαντες οι κάτοικοι των ανωτέρω χωρίων [Κλουκίνες Καλαβρύτων] μικροί τε και μεγάλοι συνήλθον εις την εκκλησίαν και εγένετο λειτουργία. Μετά το τέλος της λειτουργίας έκαμαν παράκλησιν εις τον Ύψιστον, και μετά το τέλος αυτής έλαβον οι ιερείς εν τω χωρίω Περιστέρα, ο μεν Οικονόμος το ευαγγέλιον εις τας χείρας του, άλλος δε τον σταυρόν και ο τρίτος, ήτοι ο Σπυρίδων ιερεύς, ο και Προεστόπουλος καλούμενος, εβάστα την σημαίαν εις την δεξιάν χείρα του, και ιστάμενοι κατά σειράν έψαλλον ενδεδυμένοι τας ιερατικάς των στολάς […] ο Σπυρίδων ιερεύς Προεστόπουλος, συνάμα με τον ασπασμόν ενεχείρισε στον Πάτζο και την σημαίαν ….».[42]

Σημαντικός σταθμός στη ροή της ελληνικής ιστορίας είναι η άμυνα και η άλωση της Κωνσταντινούπολης χωρίς συνθηκολόγηση. Λίγο πριν την Άλωση ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κάνει παραίνεση για μάχη υπέρ πίστεως και πατρίδος. Ο σύγχρονος της άλωσης χρονικογράφος Γεώργιος Φραντζής (ή Σφραντζής) αναφέρει ότι σε μια από τις τελευταίες δημηγορίες του ο αυτοκράτορας κηρύσσει προς τους στρατιώτες τα εξής:

«δια τέσσαρά τινα οφείλεται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμε αποθανείν μάλλον ή ζην, πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού Κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων[43]

Αυτή η παραίνεση του αυτοκράτορα επιβεβαιώνεται και από άλλον χρονικογράφο της Άλωσης, τον ρωσόφωνο Νέστορα-Ισκεντέρ, ο οποίος πιστεύεται ότι βρισκόταν μέσα στην Κωνσταντινούπολη κατά την πολιορκία (αν και ο ίδιος γράφει ότι ήταν κρυπτοχριστιανός στο στρατό των Μουσουλμάνων). Έγραψε το χρονικό στα τέλη του 15ου αιώνα σε ρωσική γλώσσα. Σε διάσπαρτες παραγράφους του χρονικού αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας καλεί τους πολεμιστές να αγωνιστούν μέχρι θανάτου για την πατρίδα (от(е)чество) (§ C.244, C.245), την ορθόδοξη πίστη (за православную веру) (§ C.231, 251, 259) και τις εκκλησίες (§ C. 251, passim). Στα δύο αυτά χρονικά βρίσκουμε και μια μορφή του γνωστού από την Επανάσταση συνθήματος «ελευθερία ή θάνατος» (Νέστωρ § C.241). Στο ρωσικό χρονικό αναφέρεται πιθανότατα για πρώτη φορά η προφητεία για το «ξανθό γένος» (Русый же род) που θα ελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη (§ C.265). Λόγω ηχητικής, ετυμολογικής και νοηματικής συνάφειας, θεωρήθηκε ότι «ξανθό γένος» είναι οι Ρώσοι. [44]

Την ίδια περίπου εποχή, την αξία του μάχεσθαι υπέρ της πατρίδας και των ιερών προ του τουρκικού κινδύνου βρίσκουμε και σε ομιλία του Ιωάννη Αργυρόπουλου (1415 – 1487) προς τον ίδιο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Ο Αργυρόπουλος, αφού στην αρχή της μακροσκελούς ομιλίας του χαιρετίζει τον αυτοκράτορα ως «των Ελλήνων αγαθή τύχη νυνί βεβασιλευκότος», σε άλλο σημείο αναφέρει:

«… πολίτην μεν οντινούν ο φυσικός ηνάγκασε νόμος ανδρείως υπέρ πατρίδος αυτής μάχεσθαι και γονέων και παίδων και ιερών και τάφων και νόμων …»[45]

Ενώ στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό το σύνθημα συνεχίζει τη διαδρομή του υπογείως, στη Ρωσία η αξία του αγώνα για την πίστη (веру, ‘μπέρου’) και την πατρίδα (отечество, ‘οτέτσεστβο’) ήταν ήδη γνωστή πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα μέσα από αγιολογικά κείμενα. Δεν μπορεί να ήλθε στη μεσαιωνική Ρωσία μέσω της ρωμαϊκής λογοτεχνίας όπως συνέβη στη Δύση. Πιστεύεται ότι ήλθε μέσω ελληνικών προτύπων, και ιδίως με το βίο του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης ο οποίος θυσιάστηκε για την κοινότητα της πόλεως, που ήταν μια μικρή πατρίδα.[46] Η Άλωση πρέπει να ενίσχυσε της σχέση της Εκκλησίας (και επομένως της πίστης) με την (ρωσική) πατρίδα, καθώς η Ρωσία γινόταν αντιληπτή σαν κληρονόμος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τότε περίπου εμφανίζεται και έννοια της «Αγίας Ρωσίας».[47]

Η ρωσική λ. отечество (μια από τις δύο ή τρείς ρωσικές λέξεις που σημαίνουν πατρίδα) παράγεται από τη λ. отец (otets, πατέρας) και την παραγωγική κατάληξη -ество (-estvo). Σχετικές είναι και οι λ. Отчизна (otsizna), η παλαιά ανατολικο-σλαβική отьчизна, η πολωνική ojczyzna κλπ, με κύριες σημασίες πατρίδα και πρόγονοι.[48]Το отец είναι συγγενές με το αρχαίο ελληνικό άττα που στον Όμηρο (Ιλ. Ι,607, Οδ. π,31) είναι φιλοφρονητική προσφώνηση νεωτέρου προς μεγαλύτερο, μεταφραζόμενο συνήθως ως γέροντα, πατέρα, παππούλη, κυρούλη.[49]

Ο θάνατος στον αγώνα υπέρ πατρίδος καθαγιάζεται στη Ρωσία από τους πρώτους Ρώσους μάρτυρες, τους Αγίους Πρίγκηπες Μπόρις και Γκλεμπ, που δολοφονήθηκαν σε διαμάχες μεταξύ των Ρώσων του Κιέβου τον 11ο αιώνα. Το σύνθημα που μας ενδιαφέρει εμφανίζεται με την παραλλαγή «ρωσική γη» αντί «πατρίδα» στα επικά ποιήματα που γράφηκαν για την ιστορική μάχη του Κουλίκοβο του 1380. Σ’ αυτή τη μάχη οι ενωμένοι Ρώσοι πρίγκηπες υπό τον Ντμίτρι Ντόνσκοϊ της Μόσχας νίκησαν του Μουσουλμάνους Τατάρους υπό τον Μαμάι, γεγονός που θεωρείται η αφετηρία της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας. Στο επικό ποίημα Χρονική Ιστορία (αγγλ. Chronicle Story, ρωσ. летописная повесть, (Letopisnaia povest)) που γράφηκε πριν το 1409, ο Ντμίτρι μάχεται «για την Αγία Εκκλησία, την ορθή χριστιανική πίστη, και τη ρωσική γή».[50] Ομοίως, στο έπος Ζαντόντσινα (Задонщина), που κατά διάφορες εκτιμήσεις γράφηκε μεταξύ των αρχών του 14ου και των μέσων του 15ου αιώνα[51], οι Ρώσοι μάχονται «για τη ρωσική γη και τη χριστιανική πίστη»:

Ας δώσουμε τη ζωή μας για τη ρωσική γη και τη χριστιανική πίστη. […]
Κύριε, Βασιλεύ, οι άπιστοι Τάταροι άρχισαν
να εισβάλλουν στη χώρα μας […]
Οι γενναίοι πολεμιστές μας θα δοκιμαστούν
για τη ρωσική γη και τη χριστιανική πίστη […]
Και ο πρίγκηπας Ντιμίτρι Ιβάνοβιτς χαιρέτισε τους νεκρούς: […]
Δώσατε τη ζωή σας για την Αγία Εκκλησία,
για τη ρωσική γη και τη χριστιανική πίστη. [52]

Η έκφραση «ρωσική γή» (ρούσκαϊα ζέμλια) εκείνη την εποχή σήμαινε το πρώτο ρωσικό κράτος του Κιέβου και την κληρονομιά των ηγεμόνων του, και πρακτικά η έννοιά της δεν διαφέρει από την πατρίδα. Στο ίδιο έπος υπάρχει και το «καλύτερα να σκοτωθούμε στη μάχη παρά να γίνουμε σκλάβοι αυτών των άπιστων».[53] Η μάχη του Κουλίκοβο αποτελεί ένα πολύ σημαντικό σταθμό της ρωσικής εθνικής ιστορίας, και γι’ αυτό έχει αναπαρασταθεί αμέτρητες φορές στη ρωσική ιστοριογραφία μέχρι σήμερα. Το υπό συζήτηση σύνθημα έχει σταθερά τη θέση του και στα πρώτα ακαδημαϊκά έργα της ρωσικής ιστοριογραφίας, όπως στην «Ιστορία του Ρωσικού Κράτους» του ιστορικού N.Μ. Karamzin (1766-1826) η οποία χρονικά πλησιάζει την Επανάσταση του ‘21. Στον 5ο τόμο που εκδόθηκε το 1816, η αφήγηση της μάχης αναφέρει και πάλι ότι οι γενναίοι Ρώσοι πολεμιστές είναι έτοιμοι να πεθάνουν «για την πατρίδα και την πίστη».[54] Η αντικατάσταση της «ρωσικής γης» με την «πατρίδα» δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, γιατί αυτές οι δύο λέξεις χρησιμοποιούνται εναλλακτικά τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα (βλ. κατωτέρω περί της εφημερίδας «Ρωσικό Δελτίο»).

To 1622 o ιερωμένος Sakovych Kasiian (γεν. π. 1578 στη σημερινή Δυτική Ουκρανία) σε ένα ποίημα που υμνεί τους Κοζάκους ιππότες, γράφει:

Χρυσή ελευθερία – έτσι την ονομάζουν.
Όλοι παλεύουν να την αποκτήσουν. Όμως δεν δίνεται στον καθένα,
παρά μόνο σ΄αυτούς που υπερασπίζονται την πατρίδα και τον Θεό.[55]

Οι αρχηγοί των Κοζάκων θεωρούσαν τον εαυτό τους μέρος του θρησκευτικά προσδιοριζόμενου έθνους των Ορθόδοξων Ρους.[56]

Από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου το σύνθημα ακούγεται όλο και συχνότερα (ή αυξάνουν οι διαθέσιμες πηγές που το αναφέρουν) και υιοθετείται από την επίσημη τσαρική προπαγάνδα. Το 1709 πριν από τη Μάχη της Πολτάβα εναντίον των Σουηδών, ο Μ. Πέτρος καλεί το στρατό του να πολεμήσει για την πατρίδα, την ορθόδοξη πίστη και την Εκκλησία (за Отечество, за Православную нашу веру и Церковь).[57] Το 1711, κατά την αποτυχημένη εκστρατεία του Προύθου, ο Μ. Πέτρος καλεί τους Χριστιανούς των Βαλκανίων, Καθολικούς και Ορθόδοξους, να ενωθούν μαζί του και να πολεμήσουν «για την πίστη και την πατρίδα, για την τιμή και τη δόξα» και να ελευθερωθούν από τους Μουσουλμάνους.[58] Στο κάλεσμα αυτό ανταποκρίθηκε μόνο ο βλαντίκα (πρίγκηπας-επίσκοπος) του Μαυροβουνίου και μερικοί Σέρβοι.

To 1742, κατά την ενθρόνιση της τσαρίνας Ελισάβετ Α’ (κόρης του Μ. Πέτρου), ο αρχιεπίσκοπος Αμβρόσιος του Νόβγκοροντ την καλεί «να μη λυπηθεί ούτε την τελευταία σταγόνα του αίματός της για να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της πίστης και της πατρίδας».[59]

Το σύνθημα «Για τη σωτηρία της πίστης και της πατρίδας» (За спасение веры и отечества, (Za spasenye Very i Otechestva)) προβλήθηκε ιδιαίτερα κατά τις τελετές γύρω από τη στέψη της Αικατερίνης Β’ το 1762. Αναγραφόταν πάνω σε διάφορες επιφάνειες, από αψίδες μέχρι νομίσματα και μετάλλια.

 

Ασημένιο μετάλλιο του 1762 για τη στέψη της Μεγάλης Αικατερίνης. Στην πίσω όψη γράφει «За спасение веры и отечества» (Για τη σωτηρία της πίστης και της πατρίδας)

 

To 1769, στη διάρκεια του πολέμου κατά Τούρκων και Πολωνών, καθιερώνεται ειδική Θεία Λειτουργία που θα τελείται κατά την εορτή Αποτομής Κεφαλής του Αγ. Ιωάννου του Βαπτιστού (Παλαιό Ημ. 18 Αυγούστου) στη μνήμη των στρατιωτών που έπεσαν υπέρ πίστεως και πατρίδος.[60] Κατά την εποχή της Αικατερίνης συλλαμβάνεται και το «Ελληνικό Σχέδιο» για διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανασύσταση της Βυζαντινής, όπου για αυτοκράτωρας προοριζόταν ένας από τους γιούς της Αικατερίνης ονόματι Κωνσταντίνος.

Το 1785, η Μεγάλη Αικατερίνη εξέδωσε χάρτα που αναφέρει τα δικαιώματα των ευγενών της Ρωσίας. Εκεί επαινεί την ετοιμότητά τους να κινηθούν «για την πίστη και την πατρίδα» (за веру и отечество), και τους αγώνες που έδωσαν στο παρελθόν εναντίον των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών «της πίστης, του μονάρχη και της πατρίδας» (веры, монарха и отечества).[61] [62]

Κατά την εποχή της Αικατερίνης ισχυροποιούνται οι επαφές και η συνεργασία των Ελλήνων με τους Ρώσους, με κορυφαίο γεγονός την επανάσταση του 1770 («Ορλωφικά»). Το εν λόγω σύνθημα εμφανίζεται σε ένα αυθεντικό λαϊκό στιχούργημα της εποχής, το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», που συντέθηκε μεταξύ 1770 και 1786 από τον αγράμματο ριμαδόρο Μπάρμπα Πατζελιό και καταγράφηκε από τον κτηνοτρόφο Παπα-Σκορδύλη, όπου εξιστορείται η εξέγερση των Σφακίων:

(Μιλάει ο Δασκαλογιάννης στον Πασά)

γι’ αυτά κ’ εγώ ‘ποφάσισα την Κρήτη να σηκόσω,
κι΄ απού τα ‘νύχια των Τουρκώ να την ελευτερώσω,
πρώτο για την πατρίδα μου, δεύτερο για την πίστι,
τρίτο για τσ’ άλλους χρισθιανούς ‘που κάθουνται ς την Κρήτη

Παρά την απογοητευτική στάση της Ρωσίας σε εκείνη την επανάσταση, η χώρα αυτή είχε γίνει πλέον η ελπίδα των Ελλήνων για απελευθέρωση, καθώς είχε αναδειχθεί σε μεγάλη αντιτουρκική χριστιανική δύναμη. Για λίγο εμφανίστηκε σαν πιθανή ελπίδα και ο Ναπολέων, αλλά αυτή η προοπτική ήταν εφήμερη, και οι επαφές που είχε το ελληνικό γένος με τη Γαλλία ήταν ισχνές, με εξαίρεση κάποιες ελίτ που ζούσαν κυρίως εκτός Ελλάδος. Ακόμα και στα Ιόνια Νησιά, κατά τη σύντομη γαλλική διοίκηση, μετά από την πρώτη ευφορία εκδηλώθηκε δυσαρέσκεια κατά των Γάλλων.

Το 1807, στη διάρκεια των Ναπολεοντείων Πολέμων, ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ κάλεσε να καταταγούν στο στρατό βετεράνοι αξιωματικοί και στρατιώτες, και να αγωνιστούν «για την πίστη και την πατρίδα». Την ίδια χρονιά για να τιμηθεί η πολιτοφυλακή Zemsky εκδόθηκε μετάλλιο σε χρυσό και ασήμι το οποίο στη μια όψη έφερε το προφίλ του τσάρου και στην άλλη το σύνθημα «Για την πίστη και την πατρίδα». Την ίδια περίπου εποχή, δηλαδή λίγο πριν την Ελληνική Επανάσταση, στη Ρωσία εκδίδονταν και άλλα μετάλλια με παραλλαγές του συνθήματος, όπως «για την πίστη, τον τσάρο και την πατρίδα» ή «για την πίστη και τον τσάρο» (За веру и Царя).[63]

 

Μπρούτζινο στρατιωτικό μετάλλιο του 1807. Πρόσθια όψη: Τσάρος Αλέξανδρος Α’. Πίσω όψη: «За веру и Отечество» (Για την πίστη και την πατρίδα).

 

Η χρήση του συνθήματος δεν περιοριζόταν στο στρατό και την κρατική μηχανή αλλά είχε και ευρύτερη χρήση. Στην εφημερίδα Ρωσικό Δελτίο (Русский Вестник), η οποία διαπνεόταν από ρωσικό εθνικισμό και ταυτόχρονα από αντι-δυτικό αίσθημα, στο πρώτο φύλλο του κρίσιμου για τους Ναπολεοντείους πολέμους έτους 1812 συναντάται το παράγγελμα «πολεμήστε μέχρι θανάτου για την πίστη, τον τσάρο και τη ρωσική γή» (биться досмерти за веру, за царя, за землю русскую). Η εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία άρχισε τον Ιούνιο του ίδιου έτους, και η εφημερίδα επαναλάμβανε το σύνθημα με τις γνωστές του παραλλαγές, μαζί με επίμονη ρητορεία κατά των Γάλλων, του Διαφωτισμού και των Δυτικών επιρροών στη Ρωσία. [64]

Όταν ο Ρωσικός Στρατός μαζί με τον Αυστριακό και τον Πρωσσικό κατέλαβε το Παρίσι στις 19 Μαρτίου (Παλ. Ημ.) 1814, σε μια διακήρυξη εγκωμιαζόταν μεταξύ άλλων ο ανώνυμος Ρώσος στρατιώτης-χωρικός που υπερασπίστηκε «την πίστη, την πατρίδα και τον ηγεμόνα» (Веру, Отечество и Государя) έναντι της εισβολής του Ναπολεόντα.[65] Στην περίπτωση αυτή το σύνθημα ενίσχυε και μια νέα εικόνα του ρωσικού καθεστώτος που θέλησε να προβάλλει ο τσάρος Αλέξανδρος A’, η οποία περιγραφόταν με το τρίπτυχο «Ορθοδοξία, Αυτοκρατορία, Εθνικότητα» (Pravoslavie, Samoderžavie, Narodnost). Η προβαλλόμενη ιδέα ήταν ότι ο ρωσικός λαός διαχρονικά είναι αφοσιωμένος στον αυτοκράτορα, κάτι το οποίο αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ρωσικής εθνικής ταυτότητας και εθνικής ιστορίας.[66]

Από τους άλλους εμπόλεμους κατά του Ναπολέοντα, o Πρωσσικός στρατός και ο βασιλιάς της Πρωσσίας Φραγκίσκος Γουλιέλμος Γ’ χρησιμοποίησαν επίσης την παραλλαγή «Με τον Θεό για τον Βασιλιά και την Πατρίδα» (Mit Gott für König und Vaterland).[67] Κυκλοφόρησαν μετάλλια, σταυροί, κράνη, έντυπα κλπ με το σύνθημα, μέχρι και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

Σταυρός της Πρωσίας, 1813, με την επιγραφή “Mit Gott für König und Vaterland” (Με τον Θεό για τον Βασιλιά και την Πατρίδα)

 

Η χρήση συνθημάτων για αγώνα υπέρ θρησκείας και πατρίδας ήταν αρκετά διαδεδομένη στη Ρωσία, και ειδικά στο στρατό, κατά τους Ναπολεοντείους πολέμους. Είναι σίγουρο ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που υπηρέτησε εκείνη την εποχή στο Ρωσικό Στρατό, όπως και άλλοι Έλληνες που είτε υπηρέτησαν επίσης είτε είχαν άλλες επαφές με τη Ρωσία, γνώριζαν αυτά τα συνθήματα πριν το 1821. Αλλά και στους υπόλοιπους Έλληνες το σύνθημα του Υψηλάντη ήταν ευνόητο λόγω της Ορθόδοξης και αντιτουρκικής παράδοσης. Έτσι επαναλαμβανόταν στη διάρκεια της Επανάστασης, άλλοτε αυτούσιο και άλλοτε περιφραστικά. Ανευρίσκεται σε επαναστατικά έγγραφα ως παράγγελμα ή αγωνιστικός χαιρετισμός από διοικητικά όργανα, και δείχνει να είναι ευρύτερα αποδεκτό:

«Σας παραγγέλομεν το μάχεσθαι υπέρ πίστεως και υπέρ πατρίδος και γυναικών και τέκνων» (Μινίστρος των Εσωτερικών προς Χίους, 1/4/1822),

«… σας παραγγέλλομεν το ‘Μάχεσθε υπέρ πίστεως και υπέρ πατρίδος’ και σας ευχόμεθα ελληνικήν ανδρείαν …» (3 Μαρτίου «και πρώτω της Ανεξαρτησίας» [1822], Γερουσιαστές της Δυτικής Ελλάδος προς Καπητάνους, προκρίτους και λοιπούς ομογενείς κατοίκους Θεσσαλίας).[68]

Χρησιμοποιείται και από ιδιώτες, όπως:

«Δύω χρόνους σχεδόν αγωνιζόμεθα εις τον ιερόν τούτον αγώνα τον υπέρ πίστεως και πατρίδος», (Π. Ζαφειρόπουλος προς Μινίστρο του Πολέμου, 16/3/1823). [69]

Η αναζήτηση στα ψηφιοποιημένα Αρχεία Εθνικής Παλιγγενεσίας δίνει περί τα 45 αποτελέσματα με μικρές ορθογραφικές και συντακτικές παραλλαγές του συνθήματος, κυρίως «υπέρ (της) πίστεως και (υπέρ της) πατρίδος», ή «διά (την) πίστιν και (την) πατρίδα» ή «υπέρ πατρίδος και πίστεως» κτλ. Ενίοτε συναντάται και ο όρκος «μα τον Θεόν και την πατρίδα» (Φροντιστηριακή Εφορία Σαλαμίνος, προς τους εν Ερμιόνη πληρεξουσίους, 1827). Σε επιστολή πέντε επισκόπων της Πελοποννήσου προς την Εθνική Συνέλευση, αναπτύσσεται η αξία του αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδος το οποίο και «διακελεύεται» προς κάθε Χριστιανό. Η επιστολή αρχίζει ως εξής:

«Αναφέρομεν, ότι η πίστις προς τον Θεόν και η αγάπη εις την πατρίδα, ότι είναι τα τιμιώτατα εις τον άνθρωπον, υπάρχει πασίδηλον. Διά τοι τούτο διακελεύεται έκαστος των χριστιανών, ένεκα τούτων, πίστεως και πατρίδος, αντιπραττόμενος να μάχηται μέχρι θανάτου.» (Ερμιόνη, 21/2/1827).[70]

Λογικά το σύνθημα διαδιδόταν κυρίως προφορικά μεταξύ των επαναστατών, σε μια εποχή όπου η εγχώρια τυπογραφία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και ο οιονεί κρατικός μηχανισμός πολύ ανίσχυρος για να το αναπαράγει. Είναι δεδομένο ότι η Επανάσταση είχε έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και ότι οι επαναστάτες είχαν στόχο την απελευθέρωση μιας υπαρκτής πατρίδας, κάτι που διατυπώνεται και σε κείμενα όπως ο όρκος των Φιλικών και οι διακηρύξεις των Εθνοσυνελεύσεων. Σε μια ομιλία που εκφωνήθηκε στις 8 ή 20 Μαρτίου 1821 από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα, και η οποία δημοσιεύθηκε σε αρκετές ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής, υπάρχουν οι γνωστοί παραλληλισμοί των υπόδουλων Ελλήνων με τους Ισραηλίτες, της Ελλάδας με την Ιερουσαλήμ, και επίσης ο στίχος:

«έκαστος εξ υμών ας ζωσθή την ρομφαίαν του, διότι είναι προτιμώτερον να αποθάνη τις με τα όπλα ανά χείρας, παρά να καταισχύνη τα ιερά της πίστεώς του και την πατρίδα του».[71]

 

Μετάλλιο του Konraad Lange του 1836 με τον Π. Π. Γερμανό. Το απόφθεγμα «ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ …» και η τελετή ευλογίας των επαναστατών στα Καλάβρυτα την 25 Μαρτίου 1821, συμπυκνώνουν την ιδεολογία του πολέμου για την πίστη και την πατρίδα. Το απόφθεγμα παραπέμπει στο 15ο κεφάλαιο της Εξόδου, ένα από τα πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης με πολεμικό μήνυμα.

 

Μεταξύ της ρωσικής και της ελληνικής περίπτωσης υπάρχει μια σημαντική διαφορά: Από την εποχή του Μ. Πέτρου η έννοια της ρωσικής πατρίδας είναι στενά δεμένη με το ρωσικό κράτος και τον τσάρο, ενώ οι Έλληνες δεν είχαν ακόμα δικό τους ελεύθερο εθνικό κράτος ούτε εθνικό ηγεμόνα. Φαίνεται όμως ότι μεταξύ των Ελλήνων υπήρχε η πίστη σε μια κατεχόμενη μυστική πατρίδα, λόγος για τον οποίο άλλωστε οι Τούρκοι αποκαλούνταν «αγαρηνοί», δηλαδή αποβλητέοι ξένοι χωρίς δικαιώματα. Αυτή η πατρίδα, ελληνο-βυζαντινή σε χαρακτήρα, είχε τα βασικά στοιχεία ενός σκαιώδους κράτους, δηλ. ηγέτες (Πατριάρχη, αρχιερείς, διαδόχους αυτοκρατορικών οικογενειών), πρωτεύουσα (Κωνσταντινούπολη), περιφερειακές διοικητικές δομές (κοινότητες, δημογεροντίες, ενορίες, ισνάφια), εθνική-θρησκευτική ενότητα, επίσημη γλώσσα, και τους νόμους «των αειμνήστων Χριστιανών αυτοκρατόρων» όπως αναφέρεται στις πρώτες εθνοσυνελεύσεις. Πέρα από τη λαϊκή βούληση, η μάχη υπέρ πατρίδος είχε και ισχυρή θρησκευτική νομιμοποίηση, μέσω κατάλληλης ερμηνείας των Γραφών και των μεσσιανικών προφητειών που αναπαράγονταν από ανθρώπους της Εκκλησίας. Η Ιερουσαλήμ και οι υπόδουλοι Ισραηλίτες ήταν μια συνηθισμένη αλληγορία για την ελληνική πατρίδα και το έθνος/γένος, που συναντάται και σε επαναστατικές ομιλίες. Σύμφωνα με τον Κολοκοτρώνη, «Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα. […] Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά».[72] Ο Κολοκοτρώνης τονίζει και την ιεραρχία των λέξεων («πρώτα πρώτα είπαμε υπέρ Πίστεως και ύστερα υπέρ Πατρίδος»).

Στην προκήρυξη του Υψηλάντη προς τους Έλληνες με τον τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» περιέχονται ισορροπημένες αναφορές στην πατρίδα, την αρχαία ιστορία, τα πολιτικά δικαιώματα και τα θρησκευτικά δικαιώματα. Γίνεται αναφορά στους καταπατημένους ναούς, το Σταυρό, την πίστη, τους ιερείς και το σέβας προς την ιερά θρησκεία, και επαναλαμβάνεται το πνεύμα του τίτλου («να εκδικήσωμεν την πατρίδα, και την ορθόδοξον ημών πίστιν»). Η καταληκτική παράγραφος της προκήρυξης δείχνει τον αντικειμενικό στόχο, ο οποίος είναι η «ελευθερία εις την κλασικήν γην της Ελλάδος». Είναι σαφές ότι ο Υψηλάντης θεωρεί ως πατρίδα του την Ελλάδα (στην οποία δεν είχε ζήσει), αφού σε άλλη προκήρυξή του προς τους Ρουμάνους αναφέρει:

«Άνδρες Δάκες! Σήμερον αφήνω την ευλογημένην γην της Μολδαϋίας και πατώ εις το έδαφος της αγαπητής σας πατρίδος. […] Άνδρες Δάκες! Πορευόμενος όπου η φωνή της πατρίδος μου με προσκαλεί, …» (Ιάσιο, 3/3/1821).[73]

Αυτή η φράση του Υψηλάντη ίσως βοηθάει να λυθούν και τυχόν απορίες για το ποια γεγονότα μπορούν να θεωρούνται κατά κυριολεξία Ελληνική Επανάσταση και ποια όχι.

 

Πίνακας του Γερμανού ζωγράφου Paul Emil Jacobs. Συμβολίζει τον αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδος μέχρις εσχάτων. Ο Τούρκος έχει πυρπολήσει την εκκλησία και έχει αποσπάσει ιερά άμφια και σκεύη (η θρησκεία). Στο πλαίσιο αρχαίες κολώνες (η πατρίδα). Ο πατέρας νεκρός, ο Τούρκος αρπάζει την μάνα, και ο γιός ετοιμάζεται να κάνει χρήση της τελευταίας σφαίρας.

Πιάτο από πορσελάνη, από την Γαλλία της σειράς Montereau, πρώτο μέρος 19ου αιώνα. Οι Ελληνες λαμβάνουν τις ευλογίες του αρχιεπισκόπου στο Μεσολόγγι για τον αγώνα τυς υπέρ της θρησκείας (ο σταυρός στο χέρι του αρχιεπισκόπου) και της πατρίδας (η σημαία στο χέρι του αγωνιστή)

 

Συμπέρασμα

Το επαναστατικό σύνθημα του ’21 «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» έχει προϊστορία τουλάχιστον μιας χιλιετίας στο Βυζάντιο και τη Δυτική Ευρώπη, όπως τεκμηριώνεται από τις γραπτές πηγές. Οι καταβολές του είναι ακόμα αρχαιότερες, όπως διαφαίνεται από τις λίγες προ-μεσαιωνικές ελληνικές και ρωμαϊκές πηγές που σώζονται. Οι δύο ιδεολογικοί στυλοβάτες του, δηλαδή η έννοια της πατρίδας (με όποιες αποχρώσεις είχε κατά καιρούς) και η πίστη στην ύπαρξη θείων και ιερών οντοτήτων, είναι επίσης αρχαίοι. Στον ελληνικό χώρο το σύνθημα παύει να ακούγεται μετά την Άλωση, αλλά έχει μια λαμπρή συνέχεια στη Ρωσία, όπως και στη Δυτική Ευρώπη. Το σύνθημα περίπου όπως μας είναι γνωστό από την προκήρυξη του Υψηλάντη και τα έγγραφα της Επανάστασης ήταν πολύ διαδεδομένο στη Ρωσία μετά την εποχή του Μεγάλου Πέτρου. Στην επαναστατημένη Ελλάδα είχε μια ευρεία αποδοχή, που λογικά οφείλεται στην προφορική και κρυφή εθνική κατήχηση που γινόταν στη διάρκεια της τουρκοκρατίας.

 

Παραπομπές

[1]  Βλ. πλήρες κείμενο και εικόνα του πρωτοτύπου της προκήρυξης στο www.ypsilantio.gr.
[2] Ο Κρεμμυδάς γράφει ότι η λέξη πατρίδα «έρχεται κατ’ευθείαν από τη Γαλλική Επανάσταση», χωρίς να σχολιάζει την λ. πίστις. Κρεμμυδάς Β., 2017, σ. 61, 63. Βλ. περισσότερα στο Γ. Λουκίδης «Η μικρότητα του μαρξιστή ιστορικού  …», 5 Ιουλ. 2017. Αλλού είχε γράψει ότι η λ. πατρίδα ήταν «νέα λέξη» κατά την Επανάσταση (ΤΑ ΝΕΑ, 24/3/2011), και σε άλλο σχετικό άρθρο ισχυρίζεται ότι το υπέρ πίστεως είναι «παραπλανητικό». Κρεμμυδάς Β., «Υποδοχή των ευρωπαϊκών ιδεών …», σ. 1.
[3] Gaida Fedor, «For Faith, Tsar and Fatherland» …, 2013, www.pravoslavie.ru/61882.html
[4] Bowden, Hoplites and Homer, 1993, σ. 45-63, ιδίως 60, 61.
[5] Καραπλή Κατερίνα, «Οι καντάτορες», 1996, σ. 243, υποσημ. 70, 71. Επίσης στο  http://maronas480.blogspot.com/p/blog-page_12.html. ● Οι στίχοι «τεθνάμενον γαρ καλόν …» που εκφράζουν την αξία του θανάτου στη μάχη υπέρ πατρίδος, είναι το πρότυπο του λατινικού “Dulce et decorum est pro patria mori” (Οράτιος), και της γνωστής διασκευής από τον Σπ. Τρικούπη «Τί τιμή στο παλικάρι όταν πρώτo στη φωτιά, / σκοτωθή για την Πατρίδα …». Οι στίχοι «ἀθανάτοισι θεοῖσ’ … ἡγεμ[όνι]» προέρχονται από αποσπάσματα σε πάπυρο που δημοσιεύτηκαν μεταγενέστερα, το 1918. Η Κ. Καραπλή παρατηρεί τις ιδεολογικές αναλογίες των ποιημάτων του Τυρταίου με τις προτροπές των βυζαντινών Τακτικών, και το ότι και τα δύο χρησιμοποιούνταν σαν ψυχική προετοιμασία πριν από τη μάχη. Μαρνάμενον = μαχόμενον.
[6] Αισχύλου, Πέρσαι, 402-405, www.greek-language.gr/
[7] Καθομολογήσεις Ἁρχαίων Ἑλλήνων, http://users.uoa.gr.
[8] Οδύσσεια, δ, 564 ● Βιργίλιος, Αινειάς, 6.660.
[9] Ο Παυσανίας αναφέρει πάνω από 100 ήρωες (πολεμιστές και μη) που λατρεύονταν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Μεταξύ αυτών ο Αίας στη Σαλαμίνα, ο Καίσαρ και ο Αύγουστος στη Σπάρτη, ο Μενέλαος και ο Αχιλλέας στη Θεραπνή Λακωνίας, η Ιφιγένεια στην Αιγείρα Αχαΐας, ο Πρωτεσίλαος κλπ.. Marshal F., “The late antique hero”, 2011 [2008], σ. 172, 173.
[10] Marshal F., “The late antique hero”, 2011 [2008], σ. 172, 173.
[11] Egan Eileen, Peace Be with You ,,,, Wipf & Stock Publishers, 2004  σ. 64. https://books.google.gr/
[12] Στον Όμηρο η πάτρη, εκτός από την πατρίδα, σημαίνει και τον πατέρα (Ιλ. Ν, 354).
[13] Π.χ. κατά τον Κοσμά τον Αιτωλό «… ο Θεός μας έβαλεν τον νουν εις το επάνω μέρος, δια να στοχαζώμεθᾳ πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας» Κατά τη χριστιανική αντίληψη, η ουράνια πατρίδα είναι ιεραρχικά ανώτερη από την επίγεια, αλλά δεν καταργεί την τελευταία.  π. Μεταλληνός Γ., 26/3/2005.
[14] Στοβαίος III 40, 7, στο Ιωάννου Στοβαίου Ανθολόγιον, Thomas Gaisford, Lipsiae, 1823, τόμ. 2, 40, 7, σ. 231. https://archive.org
[15] Λουκιανός, Πατρίδος εγκώμιον, 1. https://el.wikisource.org
[16] «Μήτηρ δε άλλη μεν άλλου· κοινὴ δε πάντων, πατρίς.» Γρηγόριος ο Θεολόγος (π. 369), Επιστολή 37 προς Σωφρόνιο, Migne J.P., Patrologia Graeca, 1862, τόμ. 37, σ. 77-78.
[17] Π.χ. Κριταί 3,1-2, Ι.Ναυή 8, Δευτ. 7,1-2 κλπ.
[18] Οι περισσότερες σύγχρονες μελέτες γύρω από τη σχέση των πρώτων Χριστιανών με τον πόλεμο ερμηνεύουν τις πηγές αναχρονιστικά, μέσα από ένα σύγχρονο ιδεολογικό-ηθικό bias. Όμως μια μειονότητα σύγχρονων μελετητών κρίνει ότι δεν υπήρχε κάποια σαφής και ενιαία στάση των πρώτων Χριστιανών υπέρ ή κατά του (δίκαιου) πολέμου. Huttunen N., 2020, σ. 138-357, ιδίως σ. 138, 183, 184.
[19] Binkley Olin T., 1961, σ. 93–94.
[20] Οι απόψεις των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας, και κυρίως του Αυγουστίνου, γύρω από τον πόλεμο συνοψίζονται στο Russel Frederick H., The Just War in the Middle Ages, 1975, σ. 1-40.
[21]pro veritate fidei, et salvation patriae, ac defensione Christianorum”. Gaines Post, 1953, σ. 282. O Kantorowicz (1951, σ. 481) το αποδίδει στον Πάπα Νικόλαο Α’ (858-867).
[22] Migne J.P., Ελληνική Πατρολογία, 1863, τόμ. 107, σ. 828.
[23] Ό.π., 107, σ. 949, ιστ’, ιθ’.
[24] Anonymus Byzantinus, Rhetorica militaris, έκδοση 1855, σ. 8, ΙΧ,2. Επισήμως το κείμενο αποδίδεται σε «Ανώνυμο Βυζαντινό», που παλαιότερα πιστευόταν ότι ήταν του 6ου αι. Νεώτερες έρευνες το αποδίδουν στον Συριανό Μάγιστρο που έζησε τον 9ο αιώνα. Ωστόσο, κάποια τμήματα πιθανότατα προέρχονται από παλαιότερα συγγράμματα.
[25] Meursius J. «Βιβλίον Τακτικόν …», 1745, τόμ. 6, στ. 1288.
[26] Κωνσταντινίδης Κ., Τα στρατιωτικά εγχειρίδια των Βυζαντινών …, 2011, σ. 68, 69. Για Θείες Λειτουργίες πριν τη μάχη 69, 70.
[27] Giakoumis Konstantinos, “Byzantine coins in Berat …”, 2018, σ. 66 κ.ε.
[28] Οι πολεμικοί άγιοι (Δημήτριος, Γεώργιος, Προκόπιος, Θεόδωροι κ.ά.) και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ απεικονίζονταν σε πολεμικές σημαίες τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα, όπως προκύπτει από το «Περί των οφφικιαλίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως …» που αποδίδεται στον Γεώργιο Κωδινό (Ψευδοκωδινό). Saxby M.S., 2018, σ. 53.
[29] Bachrach David S., Religion and the Conduct of War, 2003, σ. 156.
[30] Aποδίδεται στα σύγχρονα αγγλικά ως “for their country and race, and for the faith of Jesus Christ”. Frantzen Allen J., 2004, σ. 65.
[31]  Dupont-Ferrier, G. 1940, σ. 93.
[32]  Για την Εκκλησία ως πατρίδα βλ. Russel, 1975, σ. 39. Για περισσότερα παραπέμπει στο Kantorowicz Ε., The Kings Two Bodies, 1985, σ. 232-49.
[33] . Dupont-Ferrier, G. 1940, σ. 92, 93. Από το Μεσαίων χρησιμοποιείται στη Γαλλία και η λέξη pays εναλλακτικά με την patrie.
[34] Varga Β., 2010, σ. 302.
[35] Forgath F., Rerum Hungaricum …, 1788, σ. 49 ● Varga B., 2010, σ. 303.
[36] Varga Β., 2010, σ. 304-306. Ως έθνος αποδίδω το “nation” του αγγλικού κειμένου.
[37] Ribini Joannes, Memorabilia …, 1787,  σ. 330.
[38] Zoltan Bodolai Hungarica : 1983. Κεφ. 16, “The lost century” (χωρίς αριθ. σελίδας)
[39] Οι προκηρύξεις υπάρχουν στο Φωτεινός Ηλίας, Οι άθλοι της εν Βλαχία ελληνικής επαναστάσεως, 1846. Προκηρύξεις προς Δάκες κτλ, σ. 33 κ.ε. Στις προκηρύξεις είναι διακριτές οι πατρίδες των Ελλήνων, των Δακών (Ρουμάνων) και των Μολδαβών.
[40] Arriani Tactica & Mauricii Artis militaris libri dvodecim, έκδοση σχολιασμένη Johannes Schefferus, Ουπσάλα, 1664, Λόγος 7ος, κεφ. Β’, σ. 138. Αδνουμιάζω = αγιάζω.
[41] Migne, Πατρολογία, 1863, τόμ. 107, σ. 844  και σ. 1060 αντίστοιχα.
[42] Φωτόπουλος Αθ., «Βιογραφία του αγωνιστού Αναγνώστη Γιαννοπούλου», [1983], 1986, σ. 330, 331. Η Περιστέρα Καλαβρύτων και τα πέριξ χωριά, γνωστά και ως Κλουκίνες, κατά τον Α. Φραντζή ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης με τους προκρίτους την 24 Μαρτίου 1821.
[43] Φραντζής (ή Σφραντζής) Γεώργιος , Χρονικό Majus, κεφ. B’, 1477, στο Κείμενα Νεοελλ. Λογοτεχνίας (Α’ Γεν. Λυκείου), σ. 66.
[44] Nestor-Iskender, The Tale of Constantinople. Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν «ξανθά γένη» και άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, όπως τους Φράγκους και τους Λογγοβάρδους (Τακτικόν Ψευδο-Μαυρικίου, αναφέρεται στο Καραπλή Κ., σ. 250).
[45] Λάμπρος Σ.Π., Αργυροπούλεια, 1910, σ. 39, στ. 14-16. Το παλαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο της ομιλίας είναι του 15ου αιώνα.
[46] Kharkhordin Oleg, “What Is the State? …”, 2000,  p. 15.
[47] Bartlett Rosamund, “The Meaning of Motherland”, 2006, σ. 4.
[48] Το λεξικό SLOVNIK STAROUKRAINSKOI MOVI XIV-XV ST., T. 2, Kiiv: Naukova Dumka, (1978), σ. 111, 112, (https://archive.org) στο λήμμα Отчизна έχει αρκετές παραπομπές σε σλαβικά κείμενα του 15ου αιώνα με παραδείγματα της χρήσης της λέξης, αλλά το εμπόδιο της γλώσσας δεν μου επιτρέπει να τα διερευνήσω.
[49] Έπη Ομήρου, πρωτότυπο και νεοελληνικές μεταφράσεις, στο http://users.sch.gr/
[50] History of Russian Literature, The Chronicle Story of the Battle of Kulikovo (κεφ. “14th-15th century, 1st half”) www.rusliterature.org/
[51] Crummey Robert O. The Formation of Muscovy…, 2014, κεφ. 7 (σελίδες άνευ αριθ.). Στα έπη της μάχης του Κουλίκοβο χρησιμοποιούνται φραστικά σχήματα που βρίσκονται σε αγιολογικά κείμενα των ετών 1396 έως 1418 του ιερομονάχου Επιφανείου του Σοφού, ο οποίος είχε ασκηθεί στην Ιερουσαλήμ και το Άγιον Όρος.
[52] Ελεύθερη μετάφραση από το αγγλικό που υπάρχει στο Stoyanov Yuri, “Eastern Orthodox Christianity”, στο G. M. Reichberg & H. Syse (eds.), 2014, σ. 192.
[53] Halperin Charles J. “The Concept of the Russian Land …”, 1975, σ. 36.
[54] Karamzin Nikolay, Istoriia gosudarstva Rossiiskogo, τομ. 5, σ. 35. Αναφέρεται στο Parppei Kati M.J., The Battle of Kulikovo Refought…, 2017, σ. 124.
[55] Plokhy S., The Cossacks and Religion …, 2001, σ. 168.
[56] Plokhy S., The Origins of the Slavic Nations, 2006, σ. 193
[57] Kharkhordin, σ. 14 και σημ. 56. Την ίδια εποχή (1710), οι Σουηδοί πολεμούσαν και κατά των Δανών, επικαλούμενοι κι αυτοί τον ίδιο Θεό, τον δικό τους βασιλέα και τη δική τους πατρίδα. (Marklund Α., 2013, σ. 158, 159).
[58] Zdenko Zlatar, The Poetics of Slavdom…, 2007, τ. 2, σ. 686.
[59] Gaida F., “For Faith, Tsar and Fatherland…”
[60] Betsy Perabo, Russian Orthodoxy and the Russo-Japanese War, 2017, σ.  70, 71.
[61] Грамота на права, вольности и преимущества благородного российского дворянства, 21 Απρ. 1785, στο  https://constitution.garant.ru/history/act1600-1918/2400
[62] McBurney Erin, “Art and Power in the Reign of Catherine the Great, 2014, σ. 28, 152, 154, 155.
[63] Kupryushkin Sergey, Наградные медали России … (Απονομή μεταλλίων της Ρωσίας κατά τους Ναπολεοντείους πολέμους του 1807-1814)  ● Gaida F., 2013. ● Frary Lucien J., Russia and the Making of Modern Greek Identity, 2015, σ.20, αναφέρεται στο Αργυράκος Γ. & Αργυράκου Κ.Κ, Η Επανάσταση του ’21 στην Gazette de Lausanne, 2017, σ. 36, υποσημ. 7.
[64] Zamotin Ivan I. «Russian Bulletin by Glinka”, στο «Отечественная война и Русское общество» 1812-1912 (Πατριωτικός Πόλεμος και Ρωσική Κοινωνία: 1812-1912), έκδοση 1912, τόμ. 5, σ. 130-138. (σε ρωσική γλώσσα, με δυνατότητα αυτόματης μετάφρασης στα αγγλικά).
[65] APPA, “Manifesto after the capture of Paris …”, 18-3-2018, http://news.ap-pa.ru/.
[66] Wortman Richard S., 2012, σ. 1099.
[67] Wikipedia (γερμανικά), άρθρο «Mit Gott für König und Vaterland».
[68] Ό.π., τ. 1, σ. 406 και σ. 463 αντίστοιχα.
[69] Αρχεία Ελλ. Παλιγγενεσίας. τ. 1, σ. 434.
[70] Ό.π., τ. 3, σ. 341.
[71] Λουκίδης Γ. Δύο ομιλίες …,  2018, σ. 18. Η ομιλία σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είναι γνήσια, και αν δεν έχει γραφεί από τον ίδιο το Γερμανό πάντως προέρχεται από Ελληνορθόδοξη πηγή. Μπορεί να εκφωνήθηκε στις 20 Μαρτίου 1821, μια μέρα πριν την εξέγερση των Καλαβρύτων.
[72] Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, Καταγραφή Γ. Τερτσέτη,επιμέλεια Τάσος Βουρνάς, Αθήνα 1983, σ.178. Αναφέρεται στο Κολιόπουλος Ι. κ.ά., Ιστορία …, βιβλίο μαθητή ΣΤ’ Δημοτικού, τ. 2, σ. 29. ● Αναφορές του Κολοκοτρώνη όπως «Η Γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε κατὰ την γνώμην μου να ανοίξη τα μάτια του κόσμου …» πρέπει να είναι παρεμβάσεις του Τερτσέτη (ο οποίος κατέγραψε τα απομνημονεύματα), αφού είναι απίθανο ότι η μεγάλη μάζα του λαού (και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης) ήταν σε θέση να γνωρίζει ή να κατανοεί τα της Γαλλ. Επανάστασης. Είναι χαρακτηριστική η ισχνή παρουσία στην Ελλ. Επανάσταση συνθημάτων περί ισότητας, δημοκρατίας και συναφών εννοιών οι οποίες ήταν κεντρικές στη Γαλλική Επανάσταση.
[73] Φωτεινός Ηλίας, 1846, σ. 36.

 

Βιβλιογραφία

  • Anonymus Byzantinus, Rhetorica militaris ή Δημηγορίαι προτρεπτικαί προς ανδρείαν, έκδ. Köchly Hermann, Turici (Ζυρίχη) 1855, https://reader.digitale-sammlungen.de/
  • APPA, “Manifesto after the capture of Paris on March 19, 1814”, http://news.ap-pa.ru/news/ 18-3-2018, και http://nlr.ru/e-res/law_r/search.php
  • Arriani Tactica & Mauricii Artis militaris libri dvodecim, έκδοση σχολιασμένη Johannes Schefferus, Ουπσάλα, 1664. https://books.google.gr/
  • Bartlett Rosamund, “The Meaning of Motherland”, 2006. Στο www.simoncroberts.com
  • Betsy Perabo, Russian Orthodoxy and the Russo-Japanese War, Bloomsbury Publishing, 2017.
  • Binkley Olin T., επισκόπηση του βιβλίου του Roland H. Bainton. Christian Attitudes Toward War and Peace, N. York and Nashville: Abingdon Press, 1960, στο Journal of Church and State, Vol. 3, Issue 1, May 1961, σ. 93–94, doi.org/10.1093/jcs/3.1.93 και https://academic.oup.com
  • Bachrach David S., Religion and the Conduct of War, C. 300-1215, Boydell Press, 2003. https://books.google.gr
  • Bowden, “Hoplites and Homer: Warfare, hero cult, and the ideology of the polis”, στο Rich, D., Rich, J., Shipley, G. (Eds.), War and Society in the Greek World. London: Routledge, 1993, https://doi.org/10.4324/9780203431467, σ. 45-63. https://books.google.gr
  • Crummey Robert O. The Formation of Muscovy 1300–1613, Routledge, 2014. https://books.google.gr
  • Dupont-Ferrier, Gustave. “Le sens des mots Patria, Patrie, dans la France du Moyen Âge …”. Revue Historique, 188/189, no. 1, 1940, pp. 89–104. JSTOR.
  • Egan Eileen, Peace Be with You: Justified Warfare or the Way of Nonviolence, Wipf and Stock Publishers, 18 Αυγ 2004  p. 64. https://books.google.gr/
  • Forgath F., Rerum Hungaricum sui temporis Commentarii, 1788, http//books.google
  • Frantzen Allen J., Bloody Good: Chivalry, Sacrifice, and the Great War, University of Chicago Press, 2004. https://books.google.gr.
  • Gaida Fedor, «For Faith, Tsar and Fatherland»: to the history of the famous military motto.», ρωσικά «ЗА ВЕРУ, ЦАРЯ И ОТЕЧЕСТВО»: К ИСТОРИИ ЗНАМЕНИТОГО ВОИНСКОГО ДЕВИЗА», 31/5/2013, στο http://pravoslavie.ru/61882.html , με δυνατότητα μετάφρασης μηχανής στα αγγλικά.
  • Gaines Post, “Two notes on nationalism in the Middle Ages”, Traditio, vol. 9, 1953, pp. 281–320. www.jstor.org.
  • Gaisford Thomas (εκδ.), Ιωάννου Στοβαίου Ανθολόγιον, Lipsiae, 1823, https://archive.org
  • Giakoumis Konstantinos, “Byzantine coins in Berat …”, στο “The role of money in wartime”, 2nd Conference of the Museum of the Bank of Albania, Tirana, 2018, www.bankofalbania.org/Publications
  • Halperin Charles J. “The Concept of the Russian Land from the Ninth to the Fourteenth Centuries.” Russian History, vol. 2, no. 1, 1975, pp. 29–38. JSTOR.
  • History of Russian Literature. WordPress, 2020, www.rusliterature.org/
  • Huttunen Niko, Early Christians Adapting to the Roman Empire, Brill, 2020, κεφ. 4, “Brothers in Arms: Soldiers in Early Christianity”, σ. 138-357. https://helda.helsinki.fi/
  • Kantorowicz Ernst H, “Pro Patria Mori in Medieval Political Thought”, The American Historical Review, Vol. 56, No. 3 (Apr., 1951), pp. 472-492. JSTOR.
  • Kantorowicz Ernst H., The King’s Two Bodies, Princeton University Press, 1985. https://books.google.gr
  • Kharkhordin Oleg, “What Is the State? The Russian Concept of Gosudarstvo in the European Context”, XVIII World Congress of the International Political Science Association, 2000, https://eusp.org/, και στο www.academia.edu/
  • Kupryushkin Sergey, Наградные медали России периода Наполеоновских войн 1807-1814 гг (Απονομή μεταλλίων της Ρωσίας κατά τους Ναπολεοντείους πολέμους του 1807-1814) http://www.museum.ru/museum/1812/Army/Awards1/index.html
  • Marklund Andreas, ‘The Manly Sacrifice: Martial Manliness and Patriotic Martyrdom in Nordic Propaganda during the Great Northern War’, Gender & History, Vol.25 No.1, 2013, pp. 150–169. www.libraryofsocialscience.com/assets/pdf/Marklund-2–gend12005.pdf
  • Marshal Francisco, “The late antique hero” στο P. Brown & R. Lizzi Testa (eds.) Pagans and Christians in the Roman Empire: The Breaking of a Dialogue, LIT, Zürich 2011 [2008]. https://books.google.gr
  • McBurney Erin, “Art and Power in the Reign of Catherine the Great: The State Portraits”, διδακτορική διατριβή, School of Arts and Sciences, Columbia University, 2014. https://academiccommons.columbia.edu/doi/10.7916/D8CC0XT5
  • Meursius Joannes, «Βιβλίον Τακτικόν … όπερ συνέγραψε Κονσταντίνος Βασιλεύς …», Florentiae, 1745, τόμ. 6, στ. 1288. https://books.google.gr
  • Migne Jacques Paul, Ελληνική Πατρολογία (Patrologiae cursus completus), έκδοση 1862 https://books.google.gr, έκδ. 1863. http://graeca.patristica.net/.
  • Nestor-Iskender, The Tale of Constantinople.  Σε παλαιά ρωσικά, παράγραφοι με ζυγούς αριθμούς, στο http://myriobiblion.byzantion.ru/romania-rosia/nestor1.htm. Σε νέα ρωσική γλώσσα, § C με μονούς αριθ., στο http://myriobiblion.byzantion.ru/romania-rosia/nestor2.htm,  Επίσης στο http://lib.pushkinskijdom.ru/Default.aspx?tabid=5059.
  • Parppei Kati M.J., The Battle of Kulikovo Refought: “The First National Feat”, Brill, 2017, https://books.google.gr
  • Plokhy Serhii, The Cossacks and Religion in Early Modern Ukraine, Oxford Univ. Press, 8 Νοε 2001. https://books.google.gr
  • Plokhy Serhii, The Origins of the Slavic Nations, Cambridge Univ. Press, 2006.
  • Ribini Joannes, Memorabilia Augustanae Confessionis in regno Hungariae a Ferdinando  I, 1787. https://books.google.gr.
  • Russel Frederick H., The Just War in the Middle Ages, Cambridge University Press, 1975. https://books.google.gr
  • Saxby Michael-Stephen, Remilitarising the Byzantine Imperial image: a study of numismatic evidence and other visual media 1042-1453. Ph.D. Thesis, University of Birmingham, 2018.
  • SLOVNIK STAROUKRAINSKOI MOVI XIV-XV ST., T. 2, Kiiv: Naukova Dumka, 1978, https://archive.org/
  • Stoyanov Yuri, “Eastern Orthodox Christianity”, στο Gregory M. Reichberg, Henrik Syse (eds.), Religion, War, and Ethics: A Sourcebook of Textual Traditions, Cambridge University Press, 2014. https://books.google.gr.
  • Varga Benedek, “Political humanism and the corporate theory of state: Nation, Patria And Virtue In Hungarian Political Thought Of The Sixteenth Century”, στο Balazs Trencsenyi & M. Zászkaliczk (eds.), Whose Love of Which Country ? …, Brill, 2010
  • Wikipedia, άρθρο “Mit Gott für König und Vaterland” (γερμ.).
  • Wortman Richard S., “1812 in the Evocations of Imperial Myth”, Revue des études slaves, 83 (4) 2012. doi : https://doi.org/10.3406/slave.2012.8296
  • Zamotin Ivan I. «Russian Bulletin» by Glinka, στο Отечественная война и Русское общество 1812-1912, έκδοση 1912, τ. 5, www.museum.ru/museum/1812/Library/Sitin/book5_07.html
  • Zdenko Zlatar, The Poetics of Slavdom: The Mythopoeic Foundations of Yugoslavia, 2007, τ. 2, https://books.google.gr
  • Zoltan Bodolai, Hungarica: a chronicle of events and personalities from the Hungarian past, 1983. Κεφ. 16, www.hungarianhistory.com/lib/timeless2/Timeless16.pdf

 

Ελληνική βιβλιογραφία

  • Αργυράκος Γεώργιος & Αργυράκου Κωνσταντίνα Κορασόν, Η Επανάσταση του ’21 στην Gazette de Lausanne, Εκδ. «Ελίκρανον», Αθήνα 2017
  • Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 1971-2001, ψηφιοποιημένο στο https://paligenesia.parliament.gr.
  • Βαρδίδης Εμμανουήλ «ο Κρής» (εκδ.), Κρητικαί ρίμαι: Tα τραγούδια Δασκαλογιάννη και Αληδάκη, β’ έκδ.,  Χανιά, 1905. http://repository.academyofathens.gr/document/171635.pdf
  • Βικιθήκη, https://el.wikisource.org
  • Έπη Ομήρου, http://users.sch.gr/
  • Καλλιβρετάκης Λεωνίδας «Η Επανάσταση και το τραγούδι του Δασκαλογιάννη», ΤΑ ΝΕΑ, 30 Αυγ. 2000, σ. 16, 17. http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/8776
  • Καραπλή Κατερίνα, «Οι καντάτορες», Εώα & Εσπέρια, 1996, 2, 229-252, doi.org/10.12681/eoaesperia.34
  • Κολιόπουλος Ιωαννης κ.ά., Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου, βιβλίο μαθητή ΣΤ’ Δημοτικού, 2ος τόμος. http://prosvasimo.iep.edu.gr/Books
  • Κρεμμυδάς Βασίλης, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Gutenberg, 2017, https://issuu.com/.
  • Κρεμμυδάς Βασίλης, «Το ιδεολογικό στίγµα του 1821» ΤΑ ΝΕΑ, 24/3/2011, www.tanea.gr/
  • Κρεμμυδάς Βασίλης, «Υποδοχή των ευρωπαϊκών ιδεών από τον ελληνισμό στο τέλος της τουρκοκρατίας»,  Θέσεις – τριμηνιαία επιθεώρηση (χωρίς ημερ/νία), www.theseis.com
  • Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος, Τα στρατιωτικά εγχειρίδια των Βυζαντινών ως πηγή πολιτιστικών στοιχείων και αντιλήψεων, …, Μεταπτυχ. Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή, 2011, http://ikee.lib.auth.gr/record/126532?ln=el
  • Λάμπρος Σπυρίδων Π., Αργυροπούλεια, 1910, https://Books.google.gr
  • Λουκίδης Γεώργιος, «Η μικρότητα του μαρξιστή ιστορικού  μπροστά στο 1821», Αντίβαρο, 5 Ιουλ. 2017. www.antibaro.gr/article/17246.
  • Λουκίδης Γεώργιος Δύο ομιλίες του Παλαιών Πατρών Γερμανού στην Αγία Λαύρα το Μάρτιο 1821, Αθήνα, Ελίκρανον, 2018.
  • Μαυρικίου Τακτικά, βλ. Arriani Tactica …
  • Μεταλληνός Γεώργιος, «Έθνος-Εθνικισμὸς & Ορθόδοξο φρόνημα». Ἱερὰ Μητρόπολις Γερμανίας (26/3/2005), http://users.uoa.gr.
  • Φραντζής (ή Σφραντζής) Γεώργιος, Χρονικό Majus, 1477, στο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α’ Γεν. Λυκείου), Α’ τεύχος – Βιβλίο Μαθητή. ebooks.edu.gr
  • Φωτεινός Ηλίας, Οι άθλοι της εν Βλαχία ελληνικής επαναστάσεως το 1821 …, Λειψία, 1846.». https://anemi.lib.uoc.gr.
  • Φωτόπουλος Θ. Αθανάσιος, «Βιογραφία του αγωνιστού Αναγνώστη Γιαννοπούλου», Πρακτικά Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αχαϊκών Σπουδών (Καλάβρυτα, 1983), Πελοποννησιακά, Παράρτ. 11, Αθήνα, 1986.

 

Ιστοχώροι.

  • http://constitution.garant.ru/history/act1600-1918/2400/ Грамота на права, вольности и преимущества благородного российского дворянства, 21 Απρ. 1785
  • http://maronas480.blogspot.com/p/blog-page_12.html, Τυρταίος. Πρόσβαση 19-9-2020.
  • www.greek-language.gr, Αισχύλου, Πέρσαι.
  • www.ypsilantio.gr. Προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως …»
  • http://users.uoa.gr/~nektar/history/1antiquity/oaths_antiquity.htm

 

Η βασιλική οικογένεια της Βαυαρίας θαυμάζει τον πίνακα του Von Hess, με θέμα την άφιξη του Οθωνος στο Ναύπλιο

 

Δρ. Ελένη Λεοντίδου και Επιστημονική Επιτροπή ΕΕΦ

 

Η διεθνής συγκυρία στην αρχή της Ελληνικής επανάστασης δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή: μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, οι ηγέτες των ευρωπαϊκών δυνάμεων συναντήθηκαν στη Βιέννη, όπου συναίνεσαν σε μία κοινή γραμμή πολιτικής για τη διατήρηση του εδαφικού και κοινωνικού καθεστώτος των μοναρχιών της Ευρώπης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γαλλική Επανάσταση είχε οδηγήσει σε καθεστώς τρομοκρατίας, ενώ εν τέλει έφερε στην εξουσία τον Ναπολέοντα, ο οποίος προκάλεσε σειρά πολέμων που είχαν μεγάλο κόστος για την Ευρώπη. Εξ΄αιτίας αυτής της εμμονής με τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης και της ισορροπίας των δυνάμεων, για την αποφυγή νέων συρράξεων, οι μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, και ιδιαίτερα οι Πρωσία, Ρωσία και Αυστρία, ιδρυτικά μέλη της «Ιεράς Συμμαχίας», ανέπτυξαν μια εχθρική πολιτική απέναντι σε εθνικά ή φιλελεύθερα κινήματα.

Οι Έλληνες επαναστάτες είχαν όμως σε μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη της Ευρώπης με το μέρος τους. Οι ευρωπαϊκές ελίτ θαύμαζαν τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και τον αναγνώριζαν ως το υπόβαθρο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, ενώ έβλεπαν τους Οθωμανούς ως βάρβαρους και απάνθρωπους δυνάστες.

Αυτό ίσχυε και για τις βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης, μέλη των οποίων είχαν αναπτύξει φιλελληνικά αισθήματα ήδη πριν την έναρξη της επανάστασης.  Ένα παράδειγμα αποτελεί η Caroline von Braunschweig-Wolfenbüttel (1768 – 1821), η σύζυγος του πρίγκιπα της Ουαλίας και αργότερα βασιλέα της Βρετανίας Γεωργίου Δ΄, η οποία είχε μεγάλη αγάπη για την κλασσική Ελλάδα και τους Έλληνες. Το 1816, κατά τη διάρκεια μίας περιοδείας της στην Ανατολή μάλιστα επισκέφθηκε την Αθήνα όπου ενήργησε ανασκαφές και εκδήλωσε την υποστήριξη της προς την Εταιρεία Φιλομούσων, εταιρεία υπό Βρετανική προστασία που είχε ως στόχο την μόρφωση των νέων, και την καλλιέργεια εθνικής συνειδήσεως.[1]

 

Caroline von Braunschweig-Wolfenbüttel (1768-1821)

 

Τα φιλελληνικά αισθήματα των μελών των βασιλικών οικογενειών  εκδηλώνονταν κυρίως με γενναιόδωρες εισφορές σε διάφορους εράνους που διοργάνωναν τα φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης για την οικονομική στήριξη των επαναστατημένων Ελλήνων. Μάλιστα, υπήρχε και περίπτωση μέλους βασιλικής οικογενείας που πρωτοστάτησε στην ίδρυση και χρηματοδότηση φιλελληνικού κομιτάτου. Πρόκειται για την αδελφή του Σουηδού βασιλέα, πριγκίπισσα Sophia Albertina της Σουηδίας, η οποία είχε μεταβάλει τα ανάκτορα σε κέντρο φιλελληνισμού και ίδρυσε, μετά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, γυναικείο κομιτάτο.[2]

 

Sophia Albertina της Σουηδίας (1753 – 1829)

 

Ο διάδοχος του θρόνου της Δανίας, πρίγκιπας Χριστιανός Φρειδερίκος, μετέπειτα Χριστιανός Η΄, ήταν και αυτός υποστηρικτής της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1814 ανταποκρίθηκε ανώνυμα σε διοργάνωση εράνου του Δανού ιερέα Hans Bastholm συνεισφέροντας το ποσό των 500 ταλήρων.

 

Christian VIII, Βασιλέας της Δανίας (1786 – 1848)

 

Τον Αύγουστο του 1821 απέστειλε στην Ελλάδα τον C. L. J. Von Wedekind  Υπολοχαγό του Δανικού Στρατού. Αυτός, στις αρχές του 1822, πήγε στο Παρίσι, ούτως ώστε να έρθει σε επαφή με το Φιλελληνικό Κομιτάτο των Παρισίων. Στη συνέχεια γύρισε πίσω στην πατρίδα του αλλά αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα. Για την Φιλελληνική του δράση, ο Χριστιανός Φρειδερίκος τον έκανε υπασπιστή του. Ο Χριστιανός ήταν επίσης συνδρομητής της Δανικής φιλελληνικής εφημερίδας «Graekervennen» (ο Φιλέλλην).[3] Όταν οι Δανοί φιλέλληνες επέστρεψαν στη χώρα τους, ο βασιλέας ανέλαβε να πληρώσει ο ίδιος τα χρέη τους.[4]

 

Charles X (Charles Philippe), Βασιλέας της Γαλλίας (1757 – 1836)

 

Η Γαλλία του βασιλιά Καρόλου Ι’ ήταν ενεργό μέλος της Ιεράς Συμμαχίας αλλά ήταν επίσης πατρίδα ενός μεγάλου αριθμού φιλελλήνων που μετέβησαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν. Το ισχυρό φιλελληνικό ρεύμα που ακολούθησε τις σφαγές της Χίου, και ιδιαίτερα αργότερα την Έξοδο του Μεσολογγίου, ενίσχυσαν περαιτέρω το ρεύμα συμπάθειας προς την ελληνική υπόθεση. Μετά από την νίκη των Ευρωπαϊκών συμμαχικών δυνάμεων στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, ο Κάρολος Ι’ υποστήριξε με χρήματα την Ελληνική Επανάσταση και το 1828 έστειλε στην Ελλάδα στρατιωτική αποστολή 14000 ανδρών με αρχηγό τον στρατηγό Maison με αποστολή να θέσει ένα τέλος στις επιχειρήσεις του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Ο Maison μετέφερε μαζί του αρχαιολόγους και επιστήμονες οι οποίοι χαρτογράφησαν την περιοχή, ετοίμασαν τα πολεοδομικά σχέδια των περισσοτέρων πόλεων, κατέγραψαν τα αρχαία μνημεία της και προσέφεραν τεχνογνωσία στον τοπικό πληθυσμό.[5]

Ακόμη, ο οίκος της Ορλεάνης είχε επίσης ταχθεί υπέρ των Ελλήνων. Ο δούκας της Ορλεάνης, ο οποίος αργότερα έγινε και βασιλέας των Γάλλων, Λουδοβίκος-Φίλιππος προσέφερε σημαντικά χρηματικά ποσά σε φιλελληνικούς εράνους. Σε ένα μόνο έρανο η πριγκίπισσα της Ορλεάνης  προσέφερε 3000 Φράγκα υπέρ των Ελλήνων.[6]

 

Louis Philippe I Βασιλέας των Γάλλων (1773 – 1850)

Louise Marie Thérèse Charlotte Isabelle d’Orléans (1812-1850)

 

Ο Φιλελληνισμός ήταν επίσης ιδιαίτερα διαδεδομένος και στους βασιλικούς οίκους στα Γερμανικά κρατίδια. Για παράδειγμα, ο Γουλιέλμος Α’, δεύτερος βασιλέας της Βυρτεμβέργης (1816-1864) υπήρξε σημαντικός φιλέλληνας[7].

 

William I, Βασιλέας του Württemberg (1781 – 1864)

 

Ο σημαντικότερος φιλέλληνας μονάρχης ήταν όμως ο βασιλέας της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α’.

 

Ludwig I, Βασιλέας της Βαυαρίας (1786 – 1868)

 

Ο Eυρωπαίος ηγέτης που πήρε από την αρχή και ανοικτά θέση υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Ο Λουδοβίκος, πατέρας του Όθωνα, του μελλοντικού βασιλέα της Ελλάδος, ήταν φανατικός ελληνιστής, φίλος των τεχνών, και οραματίστηκε την πρωτεύουσα του, το Μόναχο, ως κέντρο νεοκλασικού φιλελληνικού ανθρωπισμού.  Από τη θέση ισχύος στην οποία βρισκόταν διευκόλυνε την δημιουργία του Φιλελληνικού Συλλόγου του Μονάχου, έγραφε προκηρύξεις υπέρ της Ελλάδος και δημοσίευε πύρινα άρθρα υπέρ της Επανάστασης στον τύπο. Έγραψε επίσης 32 φιλελληνικά ποιήματα και δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, τα έσοδα των οποίων ετίθεντο στη διάθεση της επαναστατημένης Ελλάδας.[8] Μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου συνεισέφερε 2 εκατομμύρια φράγκα για τους σκοπούς της Επανάστασης.[9]

Ο βασιλέας της Βαυαρίας έστειλε ο ίδιος ένα σώμα φιλελλήνων υπό τη διοίκηση του Karl  Heideck για να πολεμήσουν στην Ελλάδα.[10] Κατά την ίδια περίοδο έστειλε επίσης στην Αθήνα τον διάσημο ζωγράφο τοπίων Carl Rottmann (1797-1850), ο οποίος ζωγράφισε ελληνικά ιστορικά τοπία για να τοποθετηθούν στο Hofgarten του Μονάχου.[11] Οι διάσημοι φιλελληνικοί ζωγραφικοί πίνακες του Peter von Hess (39 σκηνές από την Ελληνική Επανάσταση έγιναν μετά από παραγγελία του.[12]

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι αντιλήψεις των πριγκίπων έρχονταν σε αντίθεση με την πολιτική του κράτους. Ενώ δυο από τους πρίγκιπες του βασιλείου των Κάτω Χωρών ήταν φιλέλληνες, στρατηγικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εμποδίζαν την βασιλική οικογένεια από το να υποστηρίξει ανοικτά την Ελληνική υπόθεση. Επίσης ο Ολλανδός βασιλέας δεν ήθελε να ενδυναμώσει τις φωνές που ζητούσαν ανεξαρτησία μέσα στο ίδιο του το βασίλειο, και συγκεκριμένα στο Βέλγιο, το οποίο τελικά κέρδισε την ανεξαρτησία του το 1830.[13] Παρόλα αυτά, το φιλελληνικό κίνημα εξελίχθηκε στις Κάτω Χώρες και προσέφερε πολλά στον αγώνα των Ελλήνων.

Ο πρίγκιπας της Πρωσίας ήταν θετικά διατεθειμένος έναντι στους Έλληνες επαναστάτες, αλλά η πρωσική κυβέρνηση ήταν από τις πιο εχθρικές προς τον αγώνα των Ελλήνων στις αρχές του. Οι φιλελληνικοί έρανοι και η συστράτευση φιλελλήνων μαχητών ήταν απαγορευμένοι στην Πρωσία μέχρι το 1826.[14] Τότε, ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος, ο βασιλέας της Πρωσίας διέταξε την άρση της απαγόρευσης των Εράνων, και μάλιστα φαίνεται ότι προσέφερε ανώνυμα 1.200 χρυσά φρειδερίκια προς για τους Χριστιανούς στην Ελλάδα.[15]

 

Frederick William III, βασιλέας της Πρωσίας (1770 – 1840)

 

Ενώ στη Δυτική Ευρώπη, τα φιλελληνικά αισθήματα των μοναρχών στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην αγάπη και τον θαυμασμό για τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, στη Ρωσία έπαιζε μεγάλο ρόλο η κοινή πίστη στην ορθοδοξία. Το θέμα των Ελλήνων είχε προκύψει πολύ νωρίτερα και πολιτικά υπήρξε μέρος του Ανατολικού ζητήματος, καθώς η μεγάλη εξασθένηση  της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήδη από τον 18ο αιώνα άνοιγε το δρόμο για τη διαμοίραση των εδαφών της σε σφαίρες επιρροής. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη είχε απεργαστεί ένα φιλόδοξο σχέδιο για τη δημιουργία μίας ορθόδοξης αυτοκρατορίας: τη διχοτόμηση και διανομή των εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα ακολουθούσε η αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας υπό Ρωσική προστασία και κυριαρχία.

Μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους όμως, οι πολιτικές ισορροπίες άλλαξαν: η Ρωσική κυβέρνηση είδε στην αρχή αρνητικά την Ελληνική επανάσταση καθώς άνηκε στις δυνάμεις που δεν επιθυμούσαν την αλλαγή του status quo στην Ευρώπη. Έτσι ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ τήρησε ουδέτερη στάση. Εντούτοις, τον Ιούλιο του 1821 ενέκρινε το πρόγραμμα συλλογής βοήθειας για τους Έλληνες που κατέφυγαν στην Οδησσό και τη Βεσσαραβία, στο οποίο συνέδραμε και η σύζυγός του τσαρίνα Ελισάβετ. Τόσο ο τσάρος όσο και η τσαρίνα προσέφεραν σημαντικά ποσά στη Φιλόμουσο Εταιρεία της Βιέννης, που ήταν φιλολογική εταιρεία αντίστοιχη σε δράσεις και ιδεολογία με αυτή των Αθηνών, αλλά υπό Ρωσική επιρροή. Συγκεκριμένα, ο τσάρος προσέφερε 200 Ολλανδικά δουκάτα και η Τσαρίνα 100, ενώ προσέφεραν επίσης και οι περισσότεροι παραδουνάβιοι ηγεμόνες.[16]

Αρκετοί λοιπόν βασιλείς και πρίγκιπες της Ευρώπης υπήρξαν υποστηρικτές και εκφραστές του φιλελληνικού πνεύματος από την αρχή της Ελληνικής Επανάστασης. Στην αρχή τα φιλελληνικά τους αισθήματα δεν αρκούσαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, για να διαμορφώσουν την πολιτική των χωρών τους. Εν τούτοις, η συνεισφορά τους ήταν σημαντική, ιδιαίτερα στο βαθμό που ενεθάρρυναν την ανάπτυξη των φιλελληνικών κομιτάτων.

Ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας είναι ο πρώτος βασιλέας που προσέφερε αμέριστη ηθική, οικονομική, ανθρωπιστική, διπλωματική και στρατιωτική στήριξη. Τα έργα τέχνης που παρήγγειλε διέδωσαν την ρομαντική εικονογραφία της επανάστασης που ενέπνευσε και συνεπήρε την Ευρώπη.

Στη συνέχεια, το 1826 δύο μοναρχικά καθεστώτα (της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας), υπέγραψαν το Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης (που αποσκοπούσε στην στήριξη της Ελλάδος), ενώ ένα χρόνο αργότερα, με την προσθήκη Γαλλικής μοναρχίας, οι τρείς πλέον μεγάλες δυνάμεις της εποχής κατέληξαν στη Συνθήκη του Λονδίνου που άνοιγε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Ελλάδος, η οποία ουσιαστικά σφραγίσθηκε με την ναυμαχία στο Ναυαρίνο.

Αλλά και μετά το Ναυαρίνο, τα φιλελληνικά αισθήματα του Γάλλου βασιλέα, οδήγησαν σε ουσιαστική στρατιωτική στήριξη, και την απομάκρυνση των Τούρκων από την Πελοπόννησο.

Η μία μετά την άλλη, σχεδόν όλοι οι βασιλικοί οίκοι ταυτίσθηκαν με το φιλελληνικό κίνημα, και μετατράπηκαν σε σημαντικούς εκφραστές ιδεών που υπερέβαιναν τις σκοπιμότητες και τις πολιτικές ισορροπίες της εποχής και για αυτό κυρίως αξίζει να μνημονεύουμε τη στάση και τα έργα τους.

 

Παραπομπές

[1] Α. Μηλιαράκης, «Η Φιλόμουσος εταιρεία εν Αθήναις και η πριγγιπέσσα της Ουαλλίας (1816)», Εστία
683 (29.1.1889).
[2] William St Clair, That Greece may still be free, p. 271.
[3] Βλ. Αριστέα Παπανικολάου-Κρίστενσεν, Το Φιλελληνικό κίνημα στην Δανία.
[4] St Clair, Greece, p. 112.
[5] Ξένη Μπαλωτή, Μαιζών, ένας μεγάλος φιλέλληνας. Η εκστρατεία του στην Πελοπόννησο (Αθήνα 1993). Νίκος Τζανάκος, Η Γαλλική Εκστρατεία στον Μοριά και ο Στρατάρχης Μαιζών (Πάτρα, 2017).
[6] Στέφανος Παπαδόπουλος, «Το Μεσολόγγι και ο Φιλελληνισμός, ομιλία στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για τον εορτασμό της 150ετηρίδος της Εθνικής Παλιγγενεσίας (27.11.1971)», Ιωάννινα 1971.
[7] Παύλος Καρολίδης, Ο γερμανικός φιλελληνισμός (Αθήνα, 1917).
[8] Λουδοβίκος Α’ (βασιλιάς της Βαυαρίας), Ποιήματα περί Ελλάδος, μτφρ. Σοφοκλής Καρύδης, (Αθήνα, 1868).
[9] Σεβαστή Κεφαλίδου, «Πώς βλέπουν οι Ευρωπαίοι Φιλέλληνες Περιηγητές και τεχνοκράτες τους υπόδουλους Έλληνες και την ελληνική πραγματικότητα (κοινωνία-πολιτική- παιδεία)», Μεταπτυχιακή εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (2005), σελ. 36, 82-3. Στέφανος Παπαδόπουλος, «Το Μεσολόγγι και ο Φιλελληνισμός», σ. 15, 32-4.
[10] Gahlen, Gundula: The Deployment of Bavarian Officers to Greece in the 19th Century, (2015), URL: http://www.mwme.eu/essays/index.html. Reinhard Heydenreuter, Die erträumte Nation. Griechenlands Staatswerdung zwischen Philhellenismus und Militärintervention, in: Reinhard Heydenreuter (ed.), Die erträumte Nation. Griechenlands Wiedergeburt im 19. Jahrhundert. Begleitband zur Ausstellung (München 1993), pp. 47-78.
[11] Markella-Elpida Tsichla, «The Semiotics of the Imagery of the Greek War of Independence. From Delacroix to the Frieze in Otto’s Palace, The Current Hellenic Parliament», cf. Kalligas, Μ. (1977) Images of Greek space after the Liberation. Watercolors and drawings by C. Rottmann and L. Lange. (Athens, 1977).
[12] Μιλτιάδης Παπανικολάου, «Εικόνες από την Ελληνική Επανάσταση: τα 39 πρωτότυπα σχέδια του Peter Von Hess»,  ΕΕΣΑΠΘ, ΙΖ’ (1978), σελ.  335-344.
[13] Β. J. Slot, «Σχέσεις μεταξύ Ολλανδίας και Ελλάδος από τον ΙΖ’ αιώνα μέχρι τον Καποδίστρια, «Παρνασσός, τ. 19.2 (1977), σελ. 281-282.
[14] St Clair, Greece, σ. 64.
[15] Παπαδόπουλος, «Το Μεσολόγγι και ο Φιλελληνισμός», σ. 17
[16] Theophilus C. Prousis, «Russian Philorthodox Relief During The Greek War Of Independence», University of North Florida, History Faculty Publications, (1985) http://digitalcommons.unf.edu/ahis_facpub/17, σελ. 41-42.

 

Βιβλιογραφία – Πηγές

  • Λουδοβίκος Α’ (βασιλιάς της Βαυαρίας), ‘’Ποιήματα περί Ελλάδος’’, μτφρ. Σοφοκλής Καρύδης (Αθήνα, 1868).
  • Gahlen, Gundula. The Deployment of Bavarian Officers to Greece in the 19th Century, (2015), URL: http://www.mwme.eu/essays/index.html.
  • Heydenreuter, Reinhard. «Die erträumte Nation. Griechenlands Staatswerdung zwischen Philhellenismus und Militärintervention» in Reinhard Heydenreuter (ed.), Die erträumte Nation. Griechenlands Wiedergeburt im 19. Jahrhundert. Begleitband zur Ausstellung, (München, 1993), σελ. 47-78.
  • Kalligas, Μ. Images of Greek space after the Liberation. Watercolors and drawings by C. Rottmann and L. Lange (Athens, 1977).
  • Prousis Theophilus C., «Russian Philorthodox Relief During The Greek War Of Independence», University of North Florida, History Faculty Publications, σελ. 31-62. (1985) http://digitalcommons.unf.edu/ahis_facpub/17.
  • Slot Β. J., «Σχέσεις μεταξύ Ολλανδίας και Ελλάδος από τον ΙΖ’ αιώνα μέχρι τον Καποδίστρια», Παρνασσός, τ. 19.2 (1977), σελ. 263-284.
  • St Clair, William. That Greece Might Still Be Free: The Philhellenes in the War of Independence (Cambridge, 2008).
  • Tsichla, Markella-Elpida. «The Semiotics of the Imagery of the Greek War of Independence. From Delacroix to the Frieze in Otto’s Palace, The Current Hellenic Parliament». American Research Journal of Humanities & Social Science 3.1, σελ. 36-41 (2020).
  • Καρολίδης, Παύλος Ο γερμανικός φιλελληνισμός (Αθήνα, 1917).
  • Εταιρεία για τον Ελληνισμό και Φιλελληνισμό, «Ελληνίδες και φιλελληνίδες: η συμβολή τους στην Ελληνική Ανεξαρτησία», https://www.eefshp.org/ellinides-kai-filellinides-i-symvoli-toys-stin-elliniki-anexartisia/
  • Κεφαλίδου, Σεβαστή. «Πώς βλέπουν οι Ευρωπαίοι Φιλέλληνες Περιηγητές και τεχνοκράτες τους υπόδουλους Έλληνες και την ελληνική πραγματικότητα (κοινωνία-πολιτική- παιδεία)» Μεταπτυχιακή εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2005.
  • Μηλιαράκης, Α. «Η Φιλόμουσος Εταιρεία εν Αθήναις και η πριγγιπέσσα της Ουαλλίας (1816)», Εστία 683 (29.1.1889).
  • Μπαλωτή, Ξένη. Μαιζών, ένας μεγάλος φιλέλληνας. Η εκστρατεία του στην Πελοπόννησο (Αθήνα 1993).
  • Παπαδόπουλος, Στέφανος Ι. Το Μεσολόγγι και ο Φιλελληνισμός, Ομιλία στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για τον εορτασμό της 150ετηρίδος της Εθνικής Παλιγγενεσίας (27.11.1971), (Ιωάννινα, 1971).
  • Παπανικολάου-Κρίστενσεν. Αριστέα. Το Φιλελληνικό κίνημα στην Δανία (Αθήνα, 2010).
  • Παπανικολάου, Μιλτιάδης. «Εικόνες από την Ελληνική Επανάσταση: τα 39 πρωτότυπα σχέδια του Peter Von Hess»,  ΕΕΣΑΠΘ, ΙΖ’ (1978), σελ.  335-344.
  • Τζανάκος, Νίκος. Η Γαλλική Εκστρατεία στον Μοριά και ο Στρατάρχης Μαιζών (Πάτρα, 2017).

 

 

 

Ο μυθικός ήρωας Θησέας μάχεται τον Μινώταυρο. Έργο του Antoine-Louis BARYE (1795-1875) (συλλογή ΕΕΦ).

 

Για να επικρατήσει η Επανάσταση του 1821 έπρεπε να κερδίσει την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό της διεθνούς πολιτικής σκηνής και της κοινής γνώμης. Στην κατεύθυνση αυτή διαδραμάτισε καθοριστικής σημασίας ρόλο μία σειρά από σημαντικές προσωπικότητες από την Ελλάδα.

Πρόκειται ιδιαίτερα για τέσσερεις Έλληνες αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης, των οποίων η ζωή και η δράση είχαν ιδιαίτερα στοιχεία, που επέτρεπαν στην κοινή γνώμη να τους ταυτίσει με ηρωικές μορφές της Ελληνικής μυθολογίας και των Ομηρικών επών.

Υπενθυμίζεται ότι ο δυτικός κόσμος είχε υιοθετήσει προοδευτικά από τα τέλη του 18ου αιώνα μία Ελληνοκεντρική παιδεία. Η παιδεία αυτή είχε περάσει προοδευτικά στο εκπαιδευτικό σύστημα της κάθε κοινωνίας.

Βασικό στοιχείο της παιδείας αυτής, ήταν ο Ομηρικός ήρωας, ο οποίος ενθουσίαζε τότε τους νέους. Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι στις μυθολογίες των Ευρωπαίων, η κεντρική μορφή ήταν συνήθως ο μάγος. Όλοι γνωρίζουμε τον μάγο Μέρλιν στην Αγγλία ή ακόμη και σήμερα τον Χαρυ Πότερ.

 

Video me to trailer της πρόσφατης ταινίας με θέμα τον Μέρλιν https://www.youtube.com/watch?v=er_LjKgkO08

Video me to trailer της πρώτης ταινίας με θέμα τον Harry Potter https://www.youtube.com/watch?v=VyHV0BRtdxo

 

Ο Ομηρικός ήρωας εντάσσεται σε μία διαφορετική κατηγορία. Είναι γενναίος, ανιδιοτελής, αγωνιστής με υψηλά ιδανικά, και παίρνει την τύχη του στα χέρια του. Αγωνίζεται για τις αξίες του και για την κοινότητά του.

Ο ήρωας αυτός συγκλονίζει τους νέους ανθρώπους στην Ευρώπη, ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με τον πολιτιστικό πλούτο της αρχαίας Ελλάδας και την κλασσική Αθήνα. Κατά την δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, τις αξίες αυτές προβάλει με το έργο του ο μεγάλος ρομαντικός ποιητής και Φιλέλληνας, Λόρδος Byron.

Έτσι όταν ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση, η κοινή γνώμη αναζητά στην Ελλάδα αυτόν ακριβώς τον τύπο του Ομηρικού ήρωα. Και τον βρίσκει κυρίως στα πρόσωπα δύο ανδρών, και δύο γυναικών.

Οι δύο άνδρες είναι οι ήρωες της Επανάστασης Μάρκος Μπότσαρης και Κωνσταντίνος Κανάρης. Είναι και οι δύο γενναίοι και ανιδιοτελείς. Μάχονται για τα ιδανικά τους χωρίς να αναζητούν προσωπικά οφέλη, ενώ δεν εμπλέκονται σε εμφύλιες συγκρούσεις.

Αντίστοιχα στοιχεία ηρωίδας, βρήκε η κοινή γνώμη στο πρόσωπο δύο Ελληνίδων. Αυτές ήταν η Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους. Η πρώτη ξεχώρισε για την μαχητικότητα και την αγωνιστικότητα της. Η δεύτερη για την παιδεία της, την ανιδιοτέλειά της και την μεγαλοψυχία της. Και οι δύο προσέφεραν τα πάντα στον αγώνα των Ελλήνων.

Οι ιστορίες των τεσσάρων αυτών ηρώων, έγιναν αντικείμενο λογοτεχνικών, θεατρικών και μουσικών έργων, ενώ οι μορφές τους και σκηνές από την ζωή τους, αποτυπώθηκαν στην φιλελληνική τέχνη.

Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο ηρωικός θάνατός του, αλλά και η ζωή και η δράση του Κωνσταντίνου Κανάρη, έχουν αποτυπωθεί σε πίνακες, λογοτεχνικά έργα, ποιήματα, έργα τέχνης, μουσικά έργα, κλπ.

 

Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη (19ος αιώνας). Βασισμένο σε έργο του Jean-Charles Langlois (1789-1870) (συλλογή ΕΕΦ).

Ο όρκος του Λόρδου Βύρωνα στον τάφο του Μ. Μπότσαρη. Παραλλαγή σε σμίκρυνση του έργου του Ludovico Lipparini (1800-1856) (συλλογή ΕΕΦ).

Επιστολή του Αμερικανού Στρατηγού και γερουσιαστή William Rosecrans (1819-1898), που εξηγεί το 1891 ότι ταυτίσθηκε στη ζωή του με τον Έλληνα ήρωα Μάρκο Μπότσαρη τον οποίο ύμνησε με εμβληματικό ποίημα ο Αμερικανός ποιητής Halleck (συλλογή ΕΕΦ).

Ο Κανάρης και ο Μπότσαρης. Γαλλικά πιάτα από πορσελάνη. Δεύτερο τέταρτο 19ου αιώνα (συλλογή ΕΕΦ).

Victor Hugo, “Les Orientales”, 1829 (συλλογή ΕΕΦ).

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ποιητική συλλογή Les Orientales”, του Victor Hugo που αναφέρεται αποκλειστικά στην Επανάσταση του 1821 και δημοσιεύεται στο Παρίσι στα πλαίσια της αλληλεγγύης του στο δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό προβάλλοντας το φιλελληνικό πνεύμα στην Ευρώπη. Συμπλέει με τις απόψεις του λόρδου Βύρωνα και δημοσιοποιεί τις επαναστατικές δράσεις των Ελλήνων για ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό, επιλέγοντας να προβάλει γεγονότα που θα συγκινήσουν περισσότερο, όπως η πολιορκία του Μεσολογγίου, τα κατορθώματα του Κανάρη και του Μπότσαρη, κλπ.

«Στην Ελλάδα, εμπρός, ω φίλοι! Εκδίκηση και λευτεριά!».

Ο Victor Hugo αποκαλεί την Ελλάδα μητέρα του δυτικού πολιτισμού:

«(…)Ελλάδα του λόρδου Μπάιρον, Ελλάδα του Ομήρου
Εσύ γλυκιά αδελφή, εσύ δική μας μάνα».

Το παρακάτω απόσπασμα εμφανίζει τον Κανάρη να λέει:

«Αδέλφια μου, αν πίσω γυρίσω ζωντανός, το Μεσολόγγι αν γλιτώσει,
Τάζω καινούργια εκκλησιά του Ιησού Χριστού να κτίσω.
Αν πεθαμένος στου Χάροντα τη μαύρη νύχτα πέσω
Από κείνη που κανείς επιστροφή δεν έχει
Κι αν όλο το αίμα μου χυθεί, αυτό που έχει απομείνει
Σε χώματα ελεύθερα τη στάχτη μου να θάψετε
Στου ήλιου το φως, την ξαστεριά, το μνήμα μου να σκάψετε».

 

Επιτραπέζιο ρολόι με τον Κανάρη στο πυρπολικό του. Δεύτερο τέταρτο 19ου αιώνα (συλλογή ΕΕΦ).

Ο Κανάρης στο πυρπολικό του. Γαλλική πιατέλα από πορσελάνη. Δεύτερο τέταρτο 19ου αιώνα (συλλογή ΕΕΦ).

Ο Κανάρης με τον Πιπίνο στο πυρπολικό τους. Σύνθεση σε μπρούντζο. Έργο του Benedetto Civiletti (1846-1899) (συλλογή ΕΕΦ).

Το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά, με τίτλο «CANARIS» και την επιγραφή «Canaris dithyrambe par Alexandre Dumas. Au profit des Grecs» (Διθύραμβος. Πωλείται υπέρ των Ελλήνων), Γαλλία 1826. Το αντίτυπο αυτό το στέλνει ο Δουμά με προσωπική ιδιόχειρη αφιέρωση στον Δούκα της Ορλεάνης, βασιλέα της Γαλλίας Λουδοβίκο – Φίλιππο (συλλογή ΕΕΦ).

 

Η Μαντώ Μαυρογένους χαρακτηρίσθηκε “Ελληνίδα Ζαν ντ’Αρκ”, είχε διαρκή επικοινωνία και αλληλογραφία με πολλές φιλελληνίδες, τις οποίες ενημέρωνε τακτικά για την πορεία του αγώνα και τις ανάγκες των Ελλήνων. Στη Γαλλία και σε άλλα μέρη, ολόκληρη η γυναικεία μόδα είχε επηρεασθεί από τις δύο αυτές ηρωίδες. Οι γυναίκες φορούσαν προς τιμή τους ρούχα εμπνευσμένα από την αρχαία ή και την νέα Ελλάδα. Ενώ κτένιζαν ακόμη και τα μαλλιά τους με ένα ελληνοπρεπή τρόπο (bobeline). Ακόμη και λικέρ κυκλοφορούσαν με το όνομά τους.

 

Μπουμπουλίνα – Μαντώ Μαυρογένους. Γαλλικά πιάτα από πορσελάνη. Δεύτερο τέταρτο 19ου αιώνα (συλλογή ΕΕΦ).

Crême de Bobelina [Λυών, δεκαετία 1820], χαλκόγραφη ετικέτα φιάλης λικέρ. Κάτω από το πλοίο της Μπουμπουλίνας η επιγραφή: “Bobelina faisant jurer à ses enfans de venger la mort de leur Père” [Η Μπουμπουλίνα βάζει τα παιδιά της να ορκιστούν ότι θα πάρουν εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα τους]. Δεξιά και αριστερά του τίτλου, η ναυμαχία της Τενέδου και η πολιορκία του Ναυπλίου αντίστοιχα. Κάτω τα στοιχεία της ποτοποιίας: Fab(ri)que de Liqueurs / de Roche Meunier & Mejasson / de Lyon (συλλογή ΕΕΦ).

Η Μπουμπουλίνα. Δοχείο με μορφή γυναικείας κεφαλής, πορσελάνη επιχρωματισμένη. Εργο βασισμένο σε λιθογραφία του Adam Friedel, The Greeks (συλλογή ΕΕΦ).

 

Η δράση ειδικά των τεσσάρων αυτών ηρώων, μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του Ευρωπαϊκού τύπου και ενέπνευσε το φιλελληνικό κίνημα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και για όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Αν εξετάσει κανείς τον αριθμό λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, που αφορούν από το 1821 έως και σχεδόν τα τέλη του 19ου αιώνα, τα πρόσωπα αυτά, και την επίπτωση θα καταλάβει σε ποιο βαθμό τους οφείλει η Ελλάδα την ελευθερία της.

Παράλληλα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι όλες οι κοινωνίες, σε όλες τις εποχές, αναζητούν πρότυπα που επιβεβαιώνουν τις κλασσικές αξίες και αρχές.

 

 

Έχει επισημανθεί ότι η ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος ξεκινά από το τέλος του 18ου αιώνα, όταν η Ευρώπη ανακαλύπτει χάρη στον Winckelman, τον Barthelemy και άλλους λογίους και ιστορικούς της εποχής, την αρχαία Ελλάδα, η οποία περνά προοδευτικά στο εκπαιδευτικό σύστημα του δυτικού κόσμου.

Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα το κίνημα του φιλελληνισμού εισέρχεται σε μία ώριμη φάση και συγχρονίζεται πλέον με το αίτημα για την απελευθέρωση της Ελλάδος.

Στην φάση αυτή τρείς είναι οι παράγοντες που διαμορφώνουν τον φιλελληνισμό, και αυτοί είναι:

– η αίσθηση χρέους προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό,

– τα φιλελεύθερα αισθήματα κατά της τυραννίας και

– η κοινή πίστη των χριστιανικών εθνών.

Στο άρθρο αυτό παρουσιάζουμε μέσα από μία σειρά από αντικείμενα της συλλογής της ΕΕΦ, τεκμήρια που προβάλουν την σημασία και συμβολή της κοινής χριστιανικής πίστης στη διαμόρφωση του φιλελληνικού κινήματος. Έχουν επιλεγεί αντικείμενα και έγγραφα από την Γαλλία, την Αγγλία, την Ιταλία και την Γερμανία, με στόχο να γίνει κατανοητό ότι η πρόσληψη αυτή ήταν κυρίαρχη σε όλη την Ευρώπη.

Το πρώτο αντικείμενο, αποτελεί ένα σημαντικό ντοκουμέντο για την γέννηση του φιλελληνισμού πολύ πριν την κήρυξη της Επανάστασης του 1821.

Πρόκειται για μία εισήγηση που υπέβαλε το 1815 ο βουλευτής François de Chateaubriand στην Γαλλική Βουλή (Chambre des Pairs de France). Η εισήγηση αυτή συζητήθηκε στην συνεδρίαση της 9ης Απριλίου 1816 και εγκρίθηκε μετά από ψηφοφορία. Το έγγραφο έχει τυπωθεί το 1816 από τον εκδοτικό οίκο P. Didot.

 

Το ψήφισμα που υπέβαλε το 1815 ο βουλευτής François de Chateaubriand στην Γαλλική Βουλή (συλλογή ΕΕΦ).

 

Στην εισήγηση αυτή, που υποβάλει ο Chateaubriand προς τον Βασιλέα, γίνεται αναφορά στις “βάρβαρες δυνάμεις” (Οθωμανική  αυτοκρατορία) και το καθεστώς δουλείας των χριστιανών. Η εισήγηση περιγράφει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι υπόδουλοι Έλληνες. Το κείμενο αυτό αποτελεί την πρώτη επίσημη πολιτική πρωτοβουλία στην Ευρώπη υπέρ των Ελλήνων, και στηρίζεται στην κοινή χριστιανική πίστη των λαών της Ευρώπης με τους Έλληνες.

Στο κείμενο διαβάζουμε τα εξής: «Πρόκειται για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων της ανθρωπότητας και για τη διαγραφή […] της ντροπής της Ευρώπης».

Σύμφωνα με το σχέδιο ψηφίσματος: “ζητείται ταπεινά από την Αυτού Μεγαλειότητα να διατάξει τον Υπουργό Εξωτερικών του να γράψει σε όλες τις βασιλικές αυλές στην Ευρώπη, με σκοπό την έναρξη γενικών διαπραγματεύσεων με τις Βάρβαρες Δυνάμεις, για να ζητήσει από αυτές τις δυνάμεις να σέβονται τις σημαίες των ευρωπαϊκών εθνών και να θέσουν ένα τέλος στη δουλεία των χριστιανών».

Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από το Σώμα των Ομότιμων και έχει καταγραφεί ως η πρώτη πολιτική παρέμβαση μιας μεγάλης δύναμης στην Ευρώπη υπέρ των Ελλήνων που ήταν εκείνη την εποχή υπό τον έλεγχο των Οθωμανών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το κυρίαρχο στοιχείο για να ενδιαφερθεί ο πολιτικός κόσμος για την Ελλάδα ήταν η κοινή χριστιανική πίστη και τα δεινά των σκλάβων χριστιανών στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση. Και πάλι τα πρώτα ερεθίσματα που προσελκύουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης έχουν να κάνουν με την κοινή χριστιανική πίστη και τα δεινά των χριστιανών. Στον τύπο και την τέχνη καταγράφονται οι σφαγές, οι λεηλασίες και τα δεινά που υφίστανται οι χριστιανοί. Ένα από τα πρώτα γεγονότα που σοκάρει την κοινή γνώμη, και εγκαινιάζει ουσιαστικά το φιλελληνικό κίνημα, είναι ο μαρτυρικός απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε.

 

Πίνακας του 19ου αιώνα, πιθανώς από την Αγγλία, με θέμα το μαρτύριο του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε (συλλογή ΕΕΦ).

Friedrich Campe (εκδότης, 1825-35), Τουρκικές αγριότητες στη Χίο (στο βάθος φλέγεται χριστιανική εκκλησία, ενώ δεξιά δολοφονείται ιερέας). Χαλκογραφία επιχρωματισμένη στο χέρι (συλλογή ΕΕΦ).

 

Από την αρχή της Επανάστασης, και σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1820, ο Ευρωπαϊκός και ο Αμερικανικός τύπος προβάλει διαρκώς ως κεντρικό θέμα τα δεινά των χριστιανών και παρουσιάζει τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, ως αγώνα για την απελευθέρωση των χριστιανών από την σκλαβιά των Τούρκων μουσουλμάνων. Εντελώς ενδεικτικά, παρουσιάζουμε άρθρα από τρείς εφημερίδες, από το αρχείο των 1000 και πλέον εφημερίδων της περιόδου αυτής που διαθέτει η ΕΕΦ.

 

Εφημερίδα ALLGEMEINE PREUSSISCHE STAATS ZEITUNG, της 30 Ιουνίου 1821. Μεταξύ άλλων αναφέρει: ”Διαταγή για εκτέλεση χριστιανών κληρικών και καταστροφή εκκλησιών εκτελείται σε πολλές πόλεις. Η θανάτωση του Πατριάρχη στρέφει τους κληρικούς και το λαό της Θεσσαλίας εναντίον του Ομέρ πασά. Στις μάχες χάνει τη ζωή του ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος” (συλλογή ΕΕΦ).

Εφημερίδα Journal des Debats, της 24 Αυγούστου 1821. Αναφέρει τα εξής: “Ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη ζήτησε από τις οθωμανικές αρχές να σταματήσουν τις δολοφονίες αθώων Ελλήνων, τον αφοπλισμό των μουσουλμάνων, να ανοικοδομήσουν τις βανδαλισμένες εκκλησίες και να σεβαστούν τη χριστιανική θρησκεία. Στην τελευταία μάχη στη Μολδαβία, οι περικυκλωμένοι Έλληνες πολέμησαν μέχρι την τελευταία τους ανάσα σε ένα μοναστήρι”. Και εδώ προβάλλεται ως κεντρικό συγκινησιακό στοιχείο, οι διωγμοί των χριστιανών και η αυτοθυσία τους (συλλογή ΕΕΦ).

Εφημερίδα SCHWAEBISCHER MERKUR, της 19 Φεβρουαρίου 1824. Μεταξύ άλλων αναφέρεται στην πολιορκία του Μεσολογγίου όπου 20.000 Τούρκοι δεν μπόρεσαν να νικήσουν 500 Έλληνες, και προβάλλει, μία χαρακτηριζόμενη παράξενη σύμπτωση. “Φανερώθηκε παλιά μεγάλη πηγή μέσα στο Μεσολόγγι με άφθονο φρέσκο νερό όταν η πρώτη σφαίρα των πολιορκητών έπεσε πάνω στην εκκλησία του αρχάγγελου. Γεγονός άξιο προσοχής”. Η περιγραφή υπονοεί σαφώς ότι ο Θεός των χριστιανών έχει πάρει θέση υπέρ του αγώνα των Ελλήνων (συλλογή ΕΕΦ).

 

Από την στιγμή που ξεσπά η Επανάσταση, ένα άλλο σημαντικό θέμα που κάνει την εμφάνισή του είναι η ευλογία που δέχονται οι Έλληνες αγωνιστές από ιερείς και επισκόπους. Οι σκηνές αυτές αποτελούν ένα από τα πλέον δημοφιλή θέματα της φιλελληνικής τέχνης κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Παραθέτουμε δύο δείγματα από την Γαλλία και την Ιταλία, από θέματα που έχουν σημαντική κυκλοφορία στην Ευρώπη.

 

Φιλελληνικό πιάτο από την Γαλλία, από πορσελάνη, των αρχών του 19ου αιώνα, από το εργοστάσιο «P. & H./Choisy», με θέμα την ευλογία των Ελλήνων μαχητών (συλλογή ΕΕΦ).

Λιθογραφία βασισμένη στον πίνακα του Ιταλού ζωγράφου Ludovico Lipparini (1800-1856). “Ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός στηρίζων την σημαίαν του σταυρού επί τα ερείπια των Καλαβρύτων την 25ην Μαρτίου του 1821. Προς την Αυτού Μεγαλειότητα τον Βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα Α΄, εις τεκμήριον βαθυτάτου σέβας ο Εκδ. Ιωσήφ Αντωνέλλης Δ. Χ. Α. (Βενετία, Giuseppe Antonelli, π. 1838)”. Το ζωγραφικό πρότυπο καταστράφηκε σε βομβαρδισμό του Μιλάνου στις 14 Φεβρουαρίου 1943 (συλλογή ΕΕΦ).

 

Ένα άλλο σχετικό θέμα που κυριαρχεί στην φιλελληνική τέχνη, έχει να κάνει με τον όρκο του Έλληνα μαχητή. Ο όρκος αυτός λαμβάνει χώρα πάντα μπροστά σε ένα σταυρό. Ο Έλληνας αγωνιστής ορκίζεται, παρουσία της οικογένειάς του ή παρουσία της αρραβωνιαστικιάς του. Οι σκηνές αυτές πάντα θυμίζουν ότι οι Έλληνες μάχονται ως χριστιανοί προκειμένου να απελευθερωθούν από τον μωαμεθανό τούρκο δυνάστη. Αυτό ήταν το κεντρικό μήνυμα που συγκινούσε την κοινή γνώμη στην Ευρώπη.

 

Ο όρκος στον σταυρό του νεαρού αγωνιστή. Αποδίδεται στον Michel-Philibert Genod (1796-1862). Αρχές 19ου αιώνα (συλλογή ΕΕΦ).

Ο όρκος στον σταυρό του νεαρού αγωνιστή. Το θέμα αποτυπώνεται στην Γαλλία σε κουτί, πιάτο και σουπιέρα. Αρχές 19ου αιώνα (συλλογή ΕΕΦ).

 

Το θέμα αυτό της κοινής χριστιανικής πίστης προβάλλεται στην κοινή γνώμη με όλες τις ευκαιρίες σε όλες τις εμβληματικές εκδηλώσεις. Για παράδειγμα, στην μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση στο σαλόνι των Παρισίων το 1822, παρουσιάζεται ένας πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Charles-Edouard Le Prince, γνωστός ως Crespy-Le Prince (1784-1851). Ο πίνακας έχει ως θέμα «Inspiration d’un prêtre grec pendant l’orage» (Έμπνευση Έλληνα ιερέα κατά τη διάρκεια της καταιγίδας). Ο Έλληνας ιερέας κρατά στο χέρι του τον 103ο ψαλμό του Δαβίδ που αναφέρεται στο μεγαλείο του Θεού. Ο πίνακας αυτός είναι χαρακτηριστικός των μηνυμάτων που ζητούσε να λάβει η κοινή γνώμη για να ταχθεί στο πλευρό των Ελλήνων.

 

Πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Charles-Edouard Le Prince, γνωστού ως Crespy-Le Prince (1784-1851). Ο πίνακας έχει ως θέμα «Inspiration d’un prêtre grec pendant l’orage» (Έμπνευση Έλληνα ιερέα κατά τη διάρκεια της καταιγίδας) (συλλογή ΕΕΦ).

 

Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα που προβλήθηκε πολύ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, και αποτυπώθηκε στην φιλελληνική τέχνη, έχει να κάνει με την ιστορία του Έλληνα Διάκου. Η ιστορία αυτή αποτελεί το αντικείμενο ποιήματος του Γάλλου ποιητή Casimir Delavigne. Η μορφή αποτυπώθηκε σε έργο του Antoine (Tony) Johannot (1803-1852), στο οποίο βασίστηκαν διάφορα αντικείμενα, όπως το επιτραπέζιο ρολόι που ακολουθεί.

 

Επιτραπέζιο ρολό από μπρούντζο των αρχών του 19ου αιώνα, με θέμα τον Έλληνα Διάκο (συλλογή ΕΕΦ).

Victor Hugo, “Les Orientales”, 1829 (συλλογή ΕΕΦ).

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η ποιητική συλλογή Les Orientales”, του Victor Hugo που αναφέρεται αποκλειστικά στην Επανάσταση του 1821 και δημοσιεύεται στο Παρίσι στα πλαίσια της αλληλεγγύης του στο δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό προβάλλοντας το φιλελληνικό πνεύμα στην Ευρώπη. Δημοσιοποιεί τις επαναστατικές δράσεις των Ελλήνων για ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό, και προβάλει θέματα και στοιχεία που θα συγκινήσουν περισσότερο, όπως η αρχαία Ελλάδα, η χριστιανική πίστη, η πολιορκία του Μεσολογγίου, τα κατορθώματα του Κανάρη και του Μπότσαρη, κλπ.

“Στην Ελλάδα, εμπρός, ω φίλοι! Εκδίκηση και λευτεριά!”.

Ο Victor Hugo αποκαλεί την Ελλάδα μητέρα του δυτικού πολιτισμού:

“(…)Ελλάδα του λόρδου Μπάιρον, Ελλάδα του Ομήρου
Εσύ γλυκιά αδελφή, εσύ δική μας μάνα”.

Το παρακάτω απόσπασμα εμφανίζει τον Κανάρη να λέει:

“Αδέλφια μου, αν πίσω γυρίσω ζωντανός, το Μεσολόγγι αν γλιτώσει,
Τάζω καινούργια εκκλησιά του Ιησού Χριστού να κτίσω.
Αν πεθαμένος στου Χάροντα τη μαύρη νύχτα πέσω
Από κείνη που κανείς επιστροφή δεν έχει
Κι αν όλο το αίμα μου χυθεί, αυτό που έχει απομείνει
Σε χώματα ελεύθερα τη στάχτη μου να θάψετε
Στου ήλιου το φως, την ξαστεριά, το μνήμα μου να σκάψετε”.

Τέλος, ο υπέροχος πίνακας που ακολουθεί, του μεγάλου Γερμανού ζωγράφου Paul Emil Jacobs (1802-1866), συμπυκνώνει σε μία εικόνα τα κεντρικά μηνύματα της φιλελληνικής τέχνης. Ο Τούρκος έχει σκοτώσει τον πατέρα, έχει λεηλατήσει και κάψει την εκκλησία από την οποία έχει κλέψει τα ιερά σκεύη και απαγάγει τη μητέρα ως σκλάβα. Ο γιός έχει το όπλο του με μία σφαίρα, και άρα μια ελπίδα να εξουδετερώσει τον δυνάστη του. Η σκηνή έχει ως φόντο αρχαίες κολώνες και τον φλεγόμενο ναό, και παντρεύει το αρχαίο ελληνικό με το χριστιανικό στοιχείο. Αυτό ήταν το κεντρικό μήνυμα της φιλελληνικής προπαγάνδας κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και σχεδόν για όλο τον 19ο αιώνα.

 

Πίνακας του μεγάλου Γερμανού ζωγράφου Paul Emil Jacobs (1802-1866) (συλλογή ΕΕΦ).

 

Στις περισσότερες εκκλησίες όλων των δογμάτων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ελάμβαναν χώρα κηρύγματα και έρανοι υπέρ των Ελλήνων. Πολλοί ιερείς ήταν μέλη Φιλελληνικών κομιτάτων με σημαντική δράση, και πολλοί ιεραπόστολοι έφθασαν στην Ελλάδα και στήριξαν τους Έλληνες και την ανάπτυξη της εθνικής παιδείας.

Εντελώς ενδεικτικά, παραθέτουμε μερικά παραδείγματα.

Bastholm, Hans (1774-1856), Δανός ιερέας που συμπαραστάθηκε στους αγωνιζόμενους Έλληνες διοργανώνοντας εράνους, τους οποίους διοργάνωσε, παρά την απαγόρευσή τους, μέσω της εφημερίδας Vestsjællandske Avis.

Holstein, κόμης Frederik Adolph, Δανός Φιλέλλην, υποστήριξε δημόσια τη θέση ότι οι φιλελληνικοί έρανοι δεν θα έπρεπε να είναι παράνομοι, όπως εκείνοι που διοργάνωσε ο ιερέας Hans Bastholm. To 1827 εξέδωσε ένα 24-σέλιδο έντυπο υπό τον τίτλο «Η υπόθεση των Ελλήνων στη Δανία. Μια τολμηρή παρατήρηση», τα έσοδα από την πώληση του οποίου προορίζονταν για την ενίσχυση των Ελλήνων.

Christian VIII ή Christian Frederick (1786-1848), βασιλέας της Δανίας (1839-1848) και βασιλέας της Νορβηγίας το 1814, ανταποκρίθηκε ανώνυμα σε διοργάνωση εράνου του Δανού ιερέα Hans Bastholm συνεισφέροντας το ποσό των 500 ταλήρων και ήταν συνδρομητής της φιλελληνικής εφημερίδας «Graekervennen» (ο Φιλέλλην).

Bendell, Gregory, Αμερικανός Φιλέλλην, πάστορας στην εκκλησία St. Andrew στη Φιλαδέλφεια με φιλελληνική δραστηριότητα.

Beskow B. von, Σουηδός Φιλέλλην, συνέθεσε την καντάτα «Η Σουηδία στα παιδιά της Ελλάδας» που ακούστηκε σε συναυλία που διοργάνωσαν Σουηδοί Φιλέλληνες στην εκκλησία της περιοχής Λάντουγκόρντ (17.06.1826).

Crussel, Σουηδός Φιλέλλην, συνθέτης του «Ύμνου στην απελευθέρωση της Ελλάδας», ο οποίος περιλήφθηκε σε συναυλία στην εκκλησία της περιοχής Λάντουγκόρντ που διοργάνωσαν Σουηδοί Φιλέλληνες (17.06.1826).

Edwards Dwight, Sereno (1786-1850), πάστορας της εκκλησίας Park Street Church στη Βοστώνη, την 1η Απριλίου 1824 απηύθηνε έκκληση με τον τίτλο «The Greek Revolution» υπέρ του Ελληνικού Αγώνα.

Gender, Γερμανός Φιλέλληνας, ιερέας από το Augsburg, διατηρούσε επιστολική επικοινωνία με τον Άγγλο Φιλέλληνα Warren, o οποίος τον ενημέρωνε για την πορεία της Ελληνικής Επανάστασης.

Hildebrandt, Johann Andreas Christoph (1763-1846), βοηθητικός ιερέας στο Halberstadt, ιεροκήρυκας στο Welferlingen και συγγραφέας μυθιστορημάτων. Έγραψε το φιλελληνικό έργο «Die Sklavin in Anatolis Wüste» (Η σκλάβα στην έρημο της Ανατολής, 1822), το οποίο αναφέρεται στις τουρκικές αγριότητες και στην επιθυμία των Ελλήνων για ξεσηκωμό.

Κeun, Bernard (1733-1801), Ολλανδός πάστορας της λουθηρανικής εκκλησίας της Σμύρνης, επηρέασε διανοητικά τον διαφωτιστή Αδαμάντιο Κοραή, του οποίου χρηματοδότησε τις σπουδές, δίδαξε λατινικά και ενθάρρυνε στη μελέτη των αρχαίων κλασικών.

Münter, Friedrich Christian Carl Heinrich (1761-1830), Δανός λουθηρανός επίσκοπος, μέλος της Ιονίου Ακαδημίας, ο οποίος στη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως αλληλογραφούσε με ορθόδοξους ιερείς για να τους δίνει θάρρος.

Parkes Cadman, Dr. S., πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου Εκκλησιών του Χριστού στην Αμερική, σε λόγους του αναφερόταν στην ηθική υποχρέωση της Αμερικής να βοηθήσει τους αγωνιζόμενους Έλληνες.

White, William, επίσκοπος και πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής της Philadelphia.

Στο πνεύμα και στην γραμμή αυτή της κοινής χριστιανικής πίστης, εμφανίζονται οι Φιλέλληνες να προστρέχουν στο πλευρό των Ελλήνων, με σημαία τον σταυρό.

 

Friedrich Campe (εκδότης, 1825-35), θερμή υποδοχή Φιλελλήνων στην Ελλάδα. Χαλκογραφία επιχρωματισμένη στο χέρι (συλλογή ΕΕΦ).

 

Μία ενδελεχής μελέτη των βασικών εκφράσεων της φιλελληνικής τέχνης και κίνησης πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, επιβεβαιώνει ότι η κοινή χριστιανική πίστη απετέλεσε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του φιλελληνικού κινήματος και της σημαντικής βοήθειας που έλαβαν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια του αγώνα τους.

 

 

 

Πριν ορισθεί η ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας (3.10.2005), είχαν γίνει πολλές συζητήσεις κατά πόσον η Τουρκία πρέπει ή μπορεί να έχει θέση στην ΕΕ.

Κύριος εκφραστής της άποψης ότι η Τουρκία δεν μπορεί να έχει θέση στην ΕΕ ήταν ο πρ. Πρόεδρος της Γαλλίας  Valery Giscard d’Estaing. Την άποψη του D’Estaing αντέκρουσε με άρθρο του στην έγκυρη γαλλική εφημερίδα Le Monde ο Κώστας Σημίτης. Ήταν την εποχή της τελευταίας πρωθυπουργικής θητείας του Κώστα Σημίτη κατά την οποία εγκαινιάστηκε η κραυγαλέα ελληνική υποστήριξη της «ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας». Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε με τις επόμενες κυβερνήσεις για να καταλήξει στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με τη συναίνεση της Ελλάδας χωρίς κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα. Έτσι, παραμένει ακόμα το περιβόητο casus belli, δηλαδή η τουρκική απειλή πολέμου στην περίπτωση επέκτασης του θαλασσίου χώρου μας από τα έξι στα δώδεκα μίλια. Ένα δικαίωμα που απορρέει από το δίκιο της θάλασσας και του οποίου δεν τολμήσαμε ακόμα να κάνουμε χρήση.

Ιδού τα καίρια σημεία του άρθρου Σημίτη στην εφημερίδα Le Monde : «Η Τουρκία είναι μία μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη από τον 16ο αιώνα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπαιξε ένα ρόλο στη δημιουργία της Ευρώπης που υπάρχει σήμερα (…). Ο Φραγκίσκος Α’ συνήψε συμμαχία με τον Σουλεϊμάν, υπήρχε αυτός ο γαλλοοθωμανικός άξονας εναντίον των Αψβούργων. Ο κ. Giscard d’Estaing ξέχασε επομένως ότι είναι η Γαλλία που εισήγαγε την Τουρκία στην Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία μπορεί να είναι μέλος της ΕΕ». (Το Βήμα 19.1.2003 μετφρ. Θ. Πάγκαλος).

Το ερώτημα που γεννάται είναι με τι τρόπο έπαιξε ρόλο η Οθωμανική Αυτοκρατορία «στη δημιουργία της Ευρώπης που υπάρχει σήμερα», όπως δηλώνει ο Κώστας Σημίτης. Απλούστατα με τον δοκιμασμένο τρόπο της εισβολής, των σφαγών και της υποδούλωσης των λαών.

Ήταν πράγματι παρούσα η Οθωμανική Αυτοκρατορία  στην κεντρική Ευρώπη τον 16ο αιώνα. Είχε εισβάλει με τον Σουλεϊμάν στην Ουγγαρία το 1526, αφού εξολόθρευσε το σύνολο του ουγγρικού πεζικού και ιππικού στη μάχη του ΜΑΧΑΤΣ. Παρέμεινε ως στυγνός κατακτητής στην Ουγγαρία επί 174 χρόνια με αποτέλεσμα η χώρα αυτή να χάσει το 50% του πληθυσμού της. « Εκατομμύρια άνθρωποι αφανίστηκαν από τους λιμούς ή πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Βόρειας Αφρικής», αναφέρει ο διάσημος Ούγγρος Συγγραφέας Στίβεν Βιζίνσευ. Τα γνωρίζει αυτά ο σημερινός Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτωρ Όρμπρον ο οποίος είναι όλο γλύκες με τον Ερντογάν ; Έχει αντιληφθεί τα νεοοθωμανικά όνειρα του Ερντογάν ;  Γνωρίζει ότι τον φίλο του δεν τον αφήνουν να ησυχάσει τα τρόπαια του Σουλεϊμάν ; Τους Όρμπρον και Ερντογάν συνδέει το γεγονός ότι αμφότεροι έχουν παρόμοιες αυταρχικές τάσεις. «Όμοιος ομοίω αεί πελάζει» έλεγαν οι αρχαίοι μας. Ο όμοιος έρχεται πάντα κοντά στον όμοιό του.

Τρία χρόνια αργότερα (1529) μετά την κατάκτηση της Ουγγαρίας (1525), οι Τούρκοι πολιορκούσαν ανεπιτυχώς τη Βιέννη. Συνεπώς, δεν είναι «η Γαλλία που εισήγαγε την Τουρκία στην Ευρώπη» μέσω Φραγκίσκου Α’ , όπως αναφέρει ο Κώστας Σημίτης. Η Τουρκία ήταν ήδη παρούσα στην Κεντρική Ευρώπη όταν ο Φραγκίσκος Α’ συνήψε πράγματι συμμαχία με τον Σουλεϊμάν. Ευρισκόμενος σε πολυετή πόλεμο με τους Αψβούργους, σε κάποια φάση βρέθηκε τόσο στριμωγμένος που θα συμμαχούσε και με το διάβολο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισέβαλε στην Ευρώπη συνεχίζοντας τη γνωστή κατακτητική της τακτική. Αυτό βέβαια δεν της προσδίδει ευρωπαϊκή ταυτότητα κατά τη λογική Σημίτη. Κατά την ίδια λογική, θα πρέπει να διεκδικήσει ευρωπαϊκότητα και το Τουρκεστάν, από τις στέπες του οποίου ξεκίνησαν οι Ούννοι του Αττίλα τον 4ο αιώνα και κατέκλυσαν την Ευρώπη !

Ο Κώστας Σημίτης, για να στηρίξει την ευρωπαϊκότητα της Τουρκίας δεν δίστασε να συγκρουστεί με έναν δοκιμασμένο φίλο. Είναι πασίγνωστο πόσο στήριξε τη χώρα μας πριν και καθόλη τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ο Giscard d’Estaing. Ήταν τότε που ο Κώστας Σημίτης είχε ταχθεί εναντίον της ένταξης, ακολουθώντας τη γνωστή αντιενταξιακή πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Αυτό δείχνει το άρθρο του στο έγκυρο περιοδικό «Πολιτικά θέματα» με τίτλο «Γιατί είμαστε εναντίον» (αριθμός τεύχους 335 – 336, 2.9.1980).

Το ανωτέρω άρθρο του Κώστα Σημίτη στην εφημερίδα Le Monde καταλήγει : «Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία μπορεί να είναι μέλος της ΕΕ». Όμως, οι πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκία με τις διώξεις κατά παντός αντιφρονούντος και με τις νεοοθωμανικές διακηρύξεις της τουρκικής ηγεσίας δείχνουν ότι υπάρχει γεωπολιτική ασυμβατότητα της Τουρκίας προς την Ευρώπη.

 

Άγγελος Ζαχαρόπουλος

Επίτιμος Διευθυντής Ευρωπαϊκής Επιτροπής

πρ. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ( ο τελευταίος επιζών).

 

 

Με θλίψη, προβληματισμό και ανησυχία πληροφορηθήκαμε την πρόθεση του τουρκικού κράτους να μετατρέψει το μνημείο-μουσείο της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης σε τζαμί.

Ανεξάρτητα από θρησκευτικές – ή όποιες άλλες, όπως εθνοτικές – πεποιθήσεις και καταβολές, υπενθυμίζουμε και υπογραμμίζουμε ότι η Αγία Σοφία αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ενταγμένο στον κατάλογο της UNESCO από το 1985 ως μουσείο, χρήση που έχει από το 1934.

Τα πολιτιστικά μνημεία είναι φορείς υψηλών συμβολισμών και αποτελούν κοινό κτήμα του παγκόσμιου πολιτισμού. Είναι φορείς ανθρωπιστικών και διαχρονικών αξιών που δεν θα έπρεπε να υπόκεινται αλλοιώσεις και καταστροφές ή να γίνονται εργαλεία προπαγάνδας.

Καλούμε τους συναδέλφους μας ιστορικούς της τέχνης και ευρύτερα τους επιστήμονες των ανθρωπιστικών, πολιτισμικών και ιστορικών σπουδών, αλλά και κάθε άνθρωπο που θίγεται, να διαμαρτυρηθούν και να δραστηριοποιηθούν προκειμένου να ακυρωθεί η πρόθεση της τουρκικής κυβέρνησης. Από πλευράς μας θα γνωστοποιήσουμε την αντίθεσή μας σε αυτή την πράξη προς πάσα κατεύθυνση, με την ελπίδα να μην αλλάξει το status του μνημείου και να μην απωλέσει η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης τον πολυπολιτισμικό και καλλιτεχνικό της χαρακτήρα.

Καλούμε επίσης όλους τους επίσημους φορείς, καθώς και την UNESCO, να προβούν σε αυστηρές κυρώσεις για την επιχειρούμενη ενέργεια του τουρκικού κράτους που θίγει τον ιστορικό και πολιτιστικό χαρακτήρα του μνημείου.

Η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης ανήκει στον οικουμενικό και πανανθρώπινο πολιτισμό.

Αθήνα, 17 Ιουλίου 2020
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης

 

25 Απριλίου 1871, Πρόγραμμα για τον εορτασμό των πενήντα χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, με δοξολογία στη Μητρόπολη Αθηνών, παρουσία του βασιλικού ζεύγους, υπουργικού συμβουλίου και λοιπών βουλευτών, της Ιεράς Συνόδου, καθώς και αντιπρόσωπων των ξένων δυνάμεων (Συλλογή ΕΕΦ).

Ξένη Δ.Μπαλωτή

 

– «Όχι!Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση υπήρξε η Αγγλική του 1688», διαμαρτυρήθηκε η Πρωθυπουργός M.Thatscher όταν πληροφορήθηκε ότι ο Πρόεδρος της Γαλλίας ήθελε να συνδέσει τη Σύνοδο των G7, το 1989, με τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση!

– «Είναι εκπληκτικό που κάποιοι επιθυμούν πρώτοι αυτοί να χρεωθούν την πρακτική των καρατομήσεων», της απάντησε πονηρά χαμογελώντας ο Fr.Mitterrand, χωρίς βεβαίως να την κατονομάσει, απολαμβάνοντας, δίκαια, την επιτυχία της διεθνοποίησης των εορτασμών.

Το 1989 και μόνο για να παραστούν στους εορτασμούς των «200 χρόνων» έφτασαν στη Γαλλία 43 εκατ. επισκέπτες, ενώ έγιναν περισσότερες από 3000 εκδηλώσεις σε 115 χώρες για να τιμηθεί το 1789.

Το εγχείρημα της διεθνοποίησης των «200 χρόνων» δεν ήταν εύκολο, όμως δεν ήταν και το δυσκολότερο καθώς πολλές πτυχές της Γαλλικής Επανάστασης ακόμη και σήμερα, προκαλούν έντονες αντιπαραθέσεις. Γι’αυτό, το 1986 που ξεκίνησε η οργάνωση των εορτασμών, αποφασίστηκε για να μη διχαστεί ο γαλλικός λαός ανάμεσα στις λαμπρές και τις μαύρες σελίδες της Επανάστασης του, πως αυτοί θα εστιάζονταν στην πτώση της Βαστίλλης και την υιοθέτηση της «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του πολίτη», μετατρέποντας ταυτόχρονα τις εκδηλώσεις σε φόρο τιμής προς το τρίπτυχο «Ελευθερία-Ισότης-Αδελφότης» ώστε να συνεχίσει να αποτελεί σημείο αναφοράς των λαών που προσβλέπουν σε ένα καλλίτερο μέλλον.

Με αυτή τη χρυσή τομή, κάθε Γάλλος αισθάνθηκε ότι η υπόθεση των «200 χρόνων» τον αφορά και έτσι βρέθηκαν οι περισσότεροι, επί της αρχής, να συμφωνούν!

Για να διατηρηθεί αυτή η «συμφωνία» διορίστηκε από τον Πρωθυπουργό της Γαλλίας η «Επιτροπή για τους εορτασμούς των 200 χρόνων της Γαλλικής Επανάστασης και της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» (εις το εξής θα αναφέρεται ως «Επιτροπή 1789»), εντός της οποίας λειτουργούσε μία δεύτερη επιτροπή, η Διυπουργική.

Σ’αυτή, την εκ πρώτης όψεως προβληματική σύνθεση της «Επιτροπής 1789», κρύβεται στην πραγματικότητα η επιτυχία των εορτασμών.

Επικεφαλής της «Επιτροπής 1789» ορίστηκε ο ιστορικός και πολιτικός Jean-Noël Jeanneney, αλλά όλα τα μέλη της Διυπουργικής επιτροπής τελούσαν υπό την ευθύνη του Υπουργού Πολιτισμού, του γνωστού Jacques Lang. Βεβαίως, αυτή η άτυπη διαρχία δεν άρεσε σε κανέναν. Όμως πρυτάνευσε το συμφέρον της Γαλλίας και όπως αργότερα είπε ο J-N Jeanneney «ο J.Lang έβαλε το προσωπικό του πολιτικό βάρος στην επιτυχία της Επιτροπής και τα σχέδια μας προχώρησαν γρήγορα σε κυβερνητικό επίπεδο.Η Επιτροπή δεν λειτούργησε με καρτεσιανή οργάνωση, αλλά εν τέλει δεν πήγε και άσχημα».

Το επόμενο μεγάλο ζητούμενο ήταν το περιεχόμενο των εορτασμών. Η Γαλλία θα ομφαλοσκοπούσε ανάμεσα στα «ναι μεν, αλλά..» της Επανάστασης ή θα επέτρεπε στους ανθρώπους του 1989 να γιορτάσουν την «μητέρα των επαναστάσεων» και να προβληματιστούν για τις συνέπειες της; Εδώ, το επίσημο Κράτος αντί να πάρει θέση, επέλεξε να ορίσει μέλη της «Επιτροπής 1789» 46 διακεκριμένους επιστήμονες, ιστορικούς και πρυτάνεις, οι οποίοι αποφάνθηκαν πως: οι εορτασμοί στόχευαν να θυμίσουν στους νέους την ιστορία της Γαλλίας κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, τις βασικές αξίες που ανέδειξε αυτή η ιστορική περίοδος και να συσχετίσουν την κληρονομιά του 1789 με τα μεγάλα διακυβεύματα της σύγχρονης εποχής τους.

Η «Επιτροπή 1789» αποφάσισε επίσης πως: α) δεν θα όριζε επίσημο τελετουργικό των εορτασμών, β) θα αποδεχόταν να της υποβληθούν σχέδια και προτάσεις, από φορείς και ιδιώτες, τα οποία εφόσον κρίνονταν αξιόπιστα για να υλοποιηθούν θα τους παρείχετο το δικαίωμα να φέρουν το Σύμβολο της «Επιτροπής 1789», δηλ. 3 πουλιά που πετούν με τα χρώματα της γαλλικής σημαίας, γ) θα αποκέντρωνε τους εορτασμούς, επιτρέποντας σε κάθε περιφέρεια της Γαλλίας να  γιορτάσει το 1789 ανάλογα με τις τοπικές ιστορικές της προσλαμβάνουσες, δ) θα όριζε δίκτυο ανταποκριτών της σε όλη τη Γαλλία προκειμένου να συμβάλει οργανωτικά και ε) με την έκδοση ενός «Οδηγού της Επανάστασης» θα βοηθούσε την Τοπική Αυτοδιοίκηση στην προώθηση της ενεργής συμμετοχής του κόσμου και του εθελοντισμού.

Η «Επιτροπή 1789», εκ του αποτελέσματος, αποδείχθηκε πως λειτούργησε ως μία άρτια μηχανή. Δεν υπήρχε Διεύθυνση Υπουργείου που να μην δραστηριοποιήθηκε και να μην άφησε πίσω της παραδοτέο έργο, ούτε Διοικητική Περιφέρεια που να υστέρησε σε συμμετοχή. Έγιναν σε περιφερειακό επίπεδο 7500 εκδηλώσεις και συμμετείχαν σε αυτές περίπου 2500 πολιτιστικοί σύλλογοι!

Όσο για το εορταστικό έργο της ίδιας της «Επιτροπής 1789», εκτός από την παρακολούθηση της ολοκλήρωσης των «Μεγάλων Έργων», δηλ. Πυραμίδας του Λούβρου, Αψίδας της Defense, Όπερα Βαστίλλης κά, είχε την ευθύνη της οργάνωσης της στρατιωτικής παρέλασης της 14ης Ιουλίου με κεντρικό θέμα «ο Στρατός του έθνους», τη νυκτερινή καλλιτεχνική παρέλαση, επινόησης του Jean-Paule Goude και την μουσική εκδήλωση στην Place de la Concorde με την Jessye Norman. Εκείνο το βράδυ της 14ης Ιουλίου 1989, 7500 άνθρωποι από όλο τον κόσμο είχαμε συγκεντρωθεί κατά μήκος των Ηλυσίων Πεδίων, ενώ τα τηλεοπτικά δίκτυα αναμετέδιδαν σε 112 χώρες τις εκδηλώσεις.

Σχεδόν ένα χρόνο μετά, η «Επιτροπή 1789» ολοκλήρωσε το έργο της καταθέτοντας στο Γάλλο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον οικονομικό και διοικητικό απολογισμό της και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους όλο το αρχειακό υλικό που αφορούσε την λειτουργία της και που είναι πλέον προσβάσιμο από κάθε ερευνητή.

Ο αναγνώστης που έχει φτάσει έως εδώ, λογικά διερωτάται εάν υπήρχε και ερευνητικό, ιστορικό έργο που παρήχθηκε τότε. Βεβαιότατα! Μάλιστα, ήταν τόσο παραγωγικό που 31 χρόνια μετά παραμένει ανεξάντλητο. Όμως, αυτή η πτυχή των εκδηλώσεων ανήκε σε μία άλλη Επιτροπή με Πρόεδρο τον M.Vovelle, αποτελούμενη αποκλειστικά από ιστορικούς, ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα, η συμβολή των οποίων στην ανανέωση της ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης αξίζει να παρουσιαστεί σε ένα άλλο άρθρο, μαζί με τα «όπλα» που έβγαλε από τα θηκάρια της μόλις άρχισε η ανάλυση των ιδιαίτερων πτυχών της δεκαετίας 1789-1799!

Αν θέλουμε να συγκρίνουμε στο σημείο εκκίνησής τους τη γαλλική «Επιτροπή 1789» και την «Ελληνική 2021», θα βρούμε πολλά κοινά στοιχεία. Αν θα καταλήξει η «Επιτροπή 2021» να αποτελεί μοντέλο για κάθε επετειακό εορτασμό, όπως αποτελεί για τη Γαλλία η «Επιτροπή 1789», αυτό είναι ένα ζητούμενο που εξαρτάται από τους  στόχους που έχουμε ορίσει, τον εξής ένα: Να δουλέψουμε μόνο για την ελληνική ιστορία.

 

Η καταστροφή των Ψαρών, Suzanne Elisabeth Eynard (1775-1844), νύφη του μεγάλου Φιλέλληνα και φίλου του Ι. Καποδίστρια, Jean Gabriel Eynard (Συλλογή ΕΕΦ)

 

Γεώργιος Αργυράκος – Ιούνιος 2020

 

Φιλέλληνες και Φιλελληνισμός. Όροι οι οποίοι αν υποβάλλονταν σε μια ολοκληρωμένη των ονομάτων επίσκεψιν θα οδηγούσαν αναγκαστικά σε μια επισκόπηση όλης σχεδόν της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στον Ηρόδοτο (5ος αι. πΧ) βρίσκουμε την πρώτη αναφορά σε φιλέλληνα, τον Αιγύπτιο φαραώ Άμασι Β’ (6ος αι. πΧ). Η ίδια λέξη είχε και τη σημασία του Έλληνα πατριώτη, γι’ αυτό και ο Ξενοφών (στο Αγησίλαος 7.4) χαρακτηρίζει φιλέλληνα τον Σπαρτιάτη στρατηγό Αγησίλαο. Το αντώνυμο ήταν ο μισέλλην, και ο Ξενοφών πρώτος αντιπαραθέτει αυτούς τους δύο
όρους σε μία φράση, αναφερόμενος σε ηγέτες των Αιγυπτίων που άλλοι είναι φιλέλληνες και άλλοι μισέλληνες (Αγησίλαος, 2.31). Πολλά άλλα σημαντικά πρόσωπα της κλασσικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας αναφέρονται ως φιλέλληνες (μεταξύ αυτών και ο Νέρων), αλλά απείρως περισσότερα είναι τα πρόσωπα που έμπρακτα ήταν φίλοι του ελληνισμού ή των Ελλήνων, χωρίς τυπικά να χαρακτηρίζονται φιλέλληνες (υπήρχαν όμως ελληνίζοντες, και αργότερα γραικομάνοι, γραικομανία, ελληνιστές, φιλογενείς κλπ). Καθώς γύρω από τη Μεσόγειο σταδιακά διαμορφώνονταν δύο διακριτές γεωπολιτισμικές ενότητες (ιδίως μετά την εξάπλωση του Ισλάμ), ο φιλελληνισμός εντοπίστηκε κυρίως στον ευρασιατικό χώρο βόρεια της Μεσογείου, μετά τον 11ο αι. περιέλαβε τη Ρωσία, και μετά τον 18ο αι. απλώθηκε και σε ολόκληρη την Αμερικανική ήπειρο.

Η κυρίαρχη ιστοριογραφία τοποθετεί στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό την ισχυρή επαναφορά της κλασσικής παιδείας στην Ευρώπη. Αυτή η εποχή συμπίπτει περίπου με τη γέννηση και την ανάπτυξη της βιομηχανίας της τυπογραφίας, η οποία λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής  μιας προϋπάρχουσας τάσης, που ανευρίσκεται τουλάχιστον στη σχολαστική φιλοσοφία και θεολογία του Μεσαίωνα. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο για τα έργα του Αριστοτέλη μαζί με τα σχόλιά τους υπήρχαν ήδη 590 εκδόσεις μέχρι το έτος 1500, όταν η τυπογραφία βρισκόταν ακόμα στη βρεφική της ηλικία. Στην περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους ο φιλελληνισμός (Ελλήνων το γένος και μη) είχε μια διαφορετική πορεία και μορφή, καθώς τμήματα του πληθυσμού σταδιακά αποκτούσαν εθνική ελληνική συνείδηση μετά τον 13ο αιώνα.[1] Η σύγχρονη ιστοριογραφία έχει αναθεωρήσει τις απόψεις περί «θεοκρατικού Βυζαντίου» εχθρικού προς τον ελληνισμό, και δείχνει ότι η ελληνοφιλία δεν υποχώρησε κατά τη βυζαντινή περίοδο. Για το θέμα μας δεν έχει μεγάλη σημασία ο χαρακτήρας της σχέσης που είχαν οι Βυζαντινοί με την αρχαιότητα, αν δηλαδή ήταν μιμητισμός, ρομαντισμός, συνείδηση συνέχειας, κτλ, κάτι το οποίο αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής αντιπαράθεσης.[2] Σημασία έχει ότι με τον έναν ή άλλο τρόπο διατηρήθηκε η επαφή με την κλασσική και ελληνιστική αρχαιότητα, το οποίο είχε και παράπλευρα αποτελέσματα σε ευρασιατική κλίμακα, κυρίως μέσω των σχέσεων με τους Σλάβους.

Στο παρόν άρθρο υποστηρίζω ότι ο Φιλελληνισμός του 1821 (με «Φ» κεφαλαίο) έγινε εφικτός κυρίως λόγω των εξής παραγόντων: (α) Του κοινού πολιτισμικού υποβάθρου που είχαν Έλληνες και Ευρωπαίοι (περιλαμβανομένων των Ρώσων), (β) της διάδοσης των εντύπων και ειδικά των εφημερίδων, και (γ) της επιμονής των Ελλήνων στον απελευθερωτικόν αγώνα και στις θυσίες.

Είναι περίπου αυτονόητο ότι δεν θα ανθούσε ο στενά νοούμενος Φιλελληνισμός κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, αν δεν υπήρχε ένα υπέδαφος μακρόχρονης ελληνικής καλλιέργειας του Δυτικού/χριστιανικού κόσμου. Οι Χριστιανοί Σέρβοι επαναστάτησαν και αυτοί, και μάλιστα πριν από το 1821,  όπως και άλλες εθνότητες των Βαλκανίων αργότερα, αλλά δεν υπήρξε «φιλοσερβισμός» (εκτός της Ρωσίας) ή «φιλοαλβανισμός» κτλ. πόσο μάλλον στο βαθμό που να συγκρίνεται με τον Φιλελληνισμό. Επίσης, εξ ορισμού δεν θα υπήρχε Φιλελληνισμός, αν οι επαναστάτες δεν δήλωναν και αισθάνονταν οι ίδιοι Έλληνες («Ημείς το ελληνικόν έθνος των χριστιανών…», Διακήρυξη προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων, Πάτρα, 26/3/1821) και αν αυτό δεν ήταν προφανές προς τρίτους λόγω της χρήσης της ελληνικής γλώσσας και της συνεχούς κατοίκησης στον ιστορικό ελλαδικό χώρο. Αυτά τα εμφανή στοιχεία εθνικής ταυτότητας, μαζί με την αντοχή των επαναστατών σε ένα μακρόχρονο αιματηρόν αγώνα, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην εμφάνιση του σύγχρονου φιλελληνικού κινήματος, το οποίο βάρυνε αποφασιστικά στην πολιτική πλάστιγγα υπέρ της ανεξαρτησίας των Ελλήνων.

Από τις διάφορες μορφές του Φιλελληνισμού έχουν προβληθεί περισσότερο η προσέλευση εθελοντών μαχητών, τα λογοτεχνικά και εικαστικά έργα, και οι αποστολές χρημάτων και εφοδίων από φιλελληνικές οργανώσεις, όλα από τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Εδώ θα αναφερθούμε σε ορισμένες όψεις του Φιλελληνισμού που συνήθως δεν διατυμπανίζονται πολύ πέραν της ακαδημίας, όπως ο σημαντικότατος φιλελληνικός ρόλος της Ρωσίας, και το ενδιαφέρον του παγκόσμιου αντι-δουλοκτητικού κινήματος για τη δουλεία των Ελλήνων.

Η Επανάσταση κηρύχθηκε μόλις έξι χρόνια μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων (1803-1815), από τους οποίους η Ευρώπη είχε υποστεί τεράστιες ανθρώπινες και υλικές καταστροφές και πολιτικές αναστατώσεις. Τα άμεσα ή έμμεσα θύματα ήταν της τάξης των 3 έως 6 εκατομμυρίων νεκροί, σε μια εποχή που ο πληθυσμός της Ευρώπης ήταν 3 ή 4 φορές μικρότερος από τον σημερινό. Με τη λήξη των πολέμων τέθηκαν οι βάσεις για τη διεθνή συνεννόηση κρατών με σκοπό την ειρήνη και τη σταθερότητα. Το Συνέδριο της Βιέννης (1814-15) και η σύμπηξη της Ιεράς Συμμαχίας ήταν τα θεμέλια αυτής της πολιτικής. Στην Ανατολική Ευρώπη είχε φανεί οριστικά ως Μεγάλη Δύναμη η Ρωσία, και η ανησυχία της Δύσης ήταν ότι η Επανάσταση μπορούσε να κινητοποιήσει έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο, που με τη σειρά του θα έφερνε γεωπολιτικές ανακατατάξεις και ίσως έναν νέο μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο. Λόγω αυτής της κατάστασης, στους πρώτους μήνες της Επανάστασης οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, ήταν από αδιάφορες έως αρνητικές. Οι εν δυνάμει φιλελληνικοί παράγοντες ήταν μειοψηφίες, που σε μερικές χώρες καταστέλλονταν από τη λογοκρισία ανθελληνικών κυβερνήσεων, όπως αυτή του Μέτερνιχ, που ήλεγχε όχι μόνο την Αυστρία αλλά και μεγάλο μέρος του γερμανόφωνου κόσμου, μέρος της Ιταλίας, το Βατικανό, και μέρος των Βαλκανίων.

Παρά τις αρχικές εκτιμήσεις των Ευρωπαίων και τις ελπίδες των Ελλήνων, η Ρωσία δεν βοήθησε στρατιωτικά τους επαναστάτες, γεγονός που καταδίκασε σε αποτυχία το (έτσι κι αλλιώς ελλιπώς προετοιμασμένο) κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία. Αυτή η πολιτική οφείλεται κυρίως στις διεθνείς συνθήκες που προαναφέραμε, στην επιρροή που ασκούσε ο Μέτερνιχ στον τσάρο, και σε εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Ρωσίας. Αντίθετα όμως με την ευρέως διαδεδομένη άποψη, στο παρασκήνιο της διπλωματίας η Ρωσία έδειξε διάθεση για μια διεθνή επέμβαση υπέρ των Ελλήνων. Μετά το πρώτο μούδιασμα, τον Ιούλιο του 1821 πρότεινε στη Γαλλία μια συμμαχία ώστε η Ελλάδα να γίνει γαλλικό προτεκτοράτο, και μια παρόμοια πρόταση έκανε το Σεπτέμβριο και προς τις άλλες Δυνάμεις. Το ρωσικό επιχείρημα ήταν ότι «υπάρχει χώρος για όλους από το Βόσπορο μέχρι το Γιβραλτάρ», δηλαδή μπορούσε να γίνει μια διανομή της Νότιας Ευρώπης. Συνάντησε όμως την άρνηση όλων των λοιπών Δυνάμεων, οι οποίες φοβούνταν η μία την άλλη και όλες μαζί τη Ρωσία. Η τελευταία επανέφερε και πάλι ένα παρόμοιο σχέδιο τον Ιανουάριο του 1824.[3] Πρωταγωνιστής της φιλελληνικής ρωσικής τάσης ήταν (μέχρι την παραίτησή του τον Αύγουστο του 1822), ο Καποδίστριας και ο λιγότερο γνωστός συνεργάτης του Αλέξανδρος Στούρτζας.

Ευτυχώς ο τσάρος δεν ήταν το μόνο κέντρο εξουσίας στη Ρωσία. Σημαντική εξουσία είχαν και η Εκκλησία, ο στρατός και αρκετοί πολιτικοί και ευγενείς, ακόμα και μέλη της βασιλικής οικογένειας, οι οποίοι σχημάτιζαν το λεγόμενο «φιλοπόλεμο κόμμα». Υπήρχε δηλαδή μια εύρωστη φιλελληνική πυραμίδα με ευρεία λαϊκή βάση και κορυφή έως το εσωτερικό του παλατιού. Μελετητές της ρωσικής πολιτικής έναντι της Επανάστασης θεωρούν ότι η Ρωσία ακολούθησε μια διπρόσωπη στάση, τηρώντας μια επίσημη πολιτική και μία ανεπίσημη,[4] ή αλλιώς, ότι η Ρωσία έβλεπε τους μεν άμαχους Έλληνες σαν αδελφούς Ορθόδοξους, τους δε επαναστάτες ως επικίνδυνους.[5] Το τί ακριβώς συνέβαινε στα ανώτατα κλιμάκια της ρωσικής κυβέρνησης και του παλατιού παραμένει σχεδόν άγνωστο, λόγω της δυσκολίας στη μελέτη των ρωσικών αρχείων. Από τις γνωστές πηγές όμως προκύπτουν καθαρά δύο γεγονότα, που έσωσαν την Επανάσταση: Πρώτον, η συνεχής απειλή για εισβολή ρωσικού στρατού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (στο εξής Οθ.Α), και δεύτερον, η στήριξη των Ελλήνων από τη Ρωσική Εκκλησία και το λαό. Σε σύγκριση με τις πολιτικές των άλλων Δυνάμεων, φαίνεται ότι η Ρωσία (επισήμως ως κράτος) ήταν η μόνη που έστω έμμεσα στήριξε την Επανάσταση κατά τα πρώτα χρόνια, όταν οι υπόλοιπες ουσιαστικά στήριζαν την Οθ.Α. Η επίσημη στροφή της Ρωσίας προς την ενεργή στήριξη των Ελλήνων άρχισε να εκδηλώνεται από τις αρχές του 1824, όταν πρότεινε στις άλλες Δυνάμεις μια ημιαυτόνομη Ελλάδα, ανάλογα με τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Οι Έλληνες ηγέτες έμαθαν αυτή την πρόταση από την γαλλική εφημερίδα Constitutionnel (31-5-1824, Νέο Ημ.), δεν αποδέχτηκαν την ιδέα της μη πλήρους ανεξαρτησίας, και οι περισσότεροι πρότειναν να τεθούν υπό την βρετανική προστασία. Φοβούνταν ότι η επιρροή της Ρωσίας θα καθιστούσε την Ελλάδα μια απόλυτη μοναρχία υπό διοίκηση Φαναριωτών, έναντι της οποίας προτιμούσαν μια συνταγματική μοναρχία δυτικού τύπου. Αυτό σήμανε και μια υποβάθμιση των σχέσεών τους με τη Ρωσία. Ίσως ήταν το πρώτο επίσημο «ανήκομεν εις την Δύσιν».

Είναι αυτονόητο ότι η φιλελληνική διάθεση των Ρώσων στηριζόταν κυρίως στους δεσμούς της θρησκείας και της ιστορίας, καθώς και στην ύπαρξη ενός κοινού εχθρού. Δευτερευόντως, σε φιλελεύθερους κύκλους όπως οι Δεκεμβριστές, μέτρησε η κοινωνική όψη της Επανάστασης.[6] Μεγάλο σοκ και ενδιαφέρον προκάλεσε στη ρωσική κοινή γνώμη και η εκτέλεση του πατριάρχη Γρηγορίου E’. Σε σχέση με το δυτικό Φιλελληνισμό, ο ρωσικός ήταν περισσότερο «πολυσυλλεκτικός» στις αναφορές του, στηριζόμενος όχι μόνο στην αρχαιότητα, αλλά και στη βυζαντινή, τη μεταβυζαντική και τη σύγχρονη εμπειρία. Στην τελευταία περιλαμβανόταν το ζωντανό ενδιαφέρον και οι σχέσεις με ιερούς τόπους όπως το Άγιον Όρος, η Ιερουσαλήμ και τα ανατολικά πατριαρχεία, χώροι με έντονο ελληνικό χαρακτήρα που λειτουργούσαν ως κέντρα ορθόδοξων διεθνικών επαφών. Οι Ρώσοι γνώριζαν καλύτερα από τους Δυτικούς την ελληνική και ευρύτερη βαλκανική γενεαλογία της αντιτουρκικής επαναστατικότητας, όπου μάλιστα υπήρξαν και φάσεις συνεργασίας όπως στην επανάσταση του 1770 (Ορλωφικά).[7] Πιθανότατα μέσω του Αγίου Όρους έμαθαν για τους Έλληνες Νεομάρτυρες αγίους, ένα ιδιαίτερο φαινόμενο αντι-ισλαμικής αντίστασης, που ήταν σχεδόν άγνωστο στη Ρωσία έως τον 18ο αιώνα.[8] Επίσης πρέπει να γνώριζαν και την αντι-ισλαμική μεσσιανική γραμματεία του Βυζαντίου, η οποία αρχίζει από τον 8ο αιώνα.[9] Σ’ αυτή την αντίσταση (ή μη συνθηκολόγηση) των Ελλήνων, το «φιλοπόλεμο κόμμα» της Ρωσίας έδωσε προεκτάσεις διεθνούς δικαίου: Κρίσιμο σημείο της ιστορίας ήταν η μη συνθηκολόγηση της Κων/πολης το 1453. Ένα από τα επιχειρήματα των Καποδίστρια και Στούρτζα, προκειμένου να κάμψουν τις αμφιβολίες του τσάρου περί της νομιμότητας της επανάστασης, ήταν το ότι «οι Έλληνες ποτέ δεν ορκίστηκαν πίστη στον σουλτάνο … [και] …  επαναστατούν εναντίον ενός παράνομου μονάρχη».[10]

Ατυχώς, η ελληνική ιστοριογραφία του 20ού αιώνα απέφυγε να φωτίσει επαρκώς αυτό το ρόλο της Ρωσίας λόγω διαφόρων πολιτικών σκοπιμοτήτων, που παλαιότερα ήταν η Δυτική επιρροή στην Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, και μετέπειτα η κυριαρχία μιας ιστοριογραφικής σχολής προσκολλημένης στη θεωρία του υποτιθέμενου “big bang” της Γαλλικής Επανάστασης. Για τους ίδιους λόγους ρίχθηκαν στη λήθη και διαχωρίστηκαν από την Επανάσταση του ’21 οι παλαιότερες επαναστάσεις ή εξεγέρσεις. Μέχρι τη δεκαετία του 1990 υπήρξαν σχετικά λίγες μελέτες που αναδείκνυαν τον βαρύνοντα ρόλο της Ρωσίας στην Επανάσταση, όπως αυτές των Γκριγκόρι Αρς,[11] Θεόφιλου Προύση (T. Prous(s)is), και Δημ. Λουλέ[12].[13] Τελευταία όμως υπάρχει ένα αυξημένο ενδιαφέρον για το θέμα, και έχουν γίνει πολλές σύγχρονες δημοσιεύσεις, χάρη και στο άνοιγμα των ρωσικών αρχείων.

Η Ρωσία ουσιαστικά έσωσε την Επανάσταση και πολλούς άμαχους με μερικές κινήσεις που επιγραμματικά ήταν οι εξής:  Από την αρχή της Επανάστασης μετακινήθηκαν ισχυρά ρωσικά στρατεύματα στην αριστερή όχθη του ποταμού Προύθου, που ήταν το σύνορο με τη Βλαχία και τη Μολδαβία (σήμερα στα σύνορα Ρουμανίας – Μολδαβίας). Τον Ιούλιο του 1821 ο Ρώσος πρέσβης στην ΚΠολη επέδωσε στον σουλτάνο το πρώτο μήνυμα έμμεσης στήριξης των Ελλήνων, υπενθυμίζοντας τις προηγούμενες ρωσοτουρκικές συνθήκες. Ήταν ένα τελεσίγραφο, πιθανότατα αποτέλεσμα των ενεργειών των Καποδίστρια και Στούρτζα. Μ’ αυτό η Ρωσία δήλωνε ότι με βάση τις συνθήκες είναι προστάτιδα των Χριστιανών, απαιτούσε την αποχώρηση των Τούρκων από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, και την προστασία των άμαχων Χριστιανών και των περιουσιών τους. Από τότε άρχισε να παίζεται σχεδόν καθημερινά μια διπλωματική παρτίδα στην Κωνσταντινούπολη, την Πετρούπολη και τις πρωτεύουσες της Ευρώπης, με τη Βρετανία και την Αυστρία να μεσολαβούν ώστε να αποφευχθεί μια στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας.[14] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μετριασθούν τα τουρκικά αντίποινα κατά των Ελλήνων της ΚΠολης και των αμάχων περιοχών. Ο σουλτάνος έλαβε σοβαρά υπόψη όχι μόνο τις ρωσικές απαιτήσεις αλλά και τις συμβουλές των Δυτικών πρέσβεων που τον προειδοποιούσαν ότι δεν αποκλείεται μια ρωσική εισβολή ή κάθοδος στο Αιγαίο. Αυτή η προσδοκία ήταν διάχυτη σε όλο το σώμα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, δηλ. το λαό, τους εμπορικούς και τραπεζικούς οίκους, τους διανοούμενους και τους πολιτικούς, και ήταν καθημερινό θέμα των εφημερίδων. Η φημολογούμενη ρωσική επίθεση δεν συνέβη πριν το 1828,  αλλά ήταν διαρκώς στο τραπέζι ως κάτι πολύ πιθανό. Έτσι η Οθ.Α. ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί ισχυρό στρατό στο σύνορο του Προύθου, στη δεξιά όχθη του Δούναβη, και γύρω από την πρωτεύουσα. Ουσιαστικά ο μεγάλος και αξιόμαχος όγκος των τουρκικών δυνάμεων ήταν δεσμευμένος μακριά από την επαναστατημένη νότια Ελλάδα, στην οποία η Οθ.Α. μπόρεσε να διαθέσει μικρές και όχι καλά οργανωμένες δυνάμεις. Αυτό κυριολεκτικά έσωσε την Επανάσταση μέχρι που οι Μεγάλες Δυνάμεις άλλαξαν πολιτική.

Ταυτόχρονα στο εσωτερικό της Ρωσίας, στελέχη της κυβέρνησης και η Εκκλησία οργάνωσαν ένα ευρύ πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους Έλληνες. Αυτό το πρόγραμμα στηρίχθηκε από όλες τις κοινωνικές ομάδες, και βεβαίως από τη μεγάλη μάζα των Χριστιανών υπηκόων που ήταν αγράμματοι και δεν είχαν επαφές με την κλασσική παιδεία όπως οι Δυτικοί. Ο Θ. Προύσης (1985) χαρακτηρίζει αυτό το κίνημα ως «φιλορθόδοξο». Από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες από περιοχές της Ρουμανίας, της Κωνσταντινούπολης, κλπ κατέφευγαν σε ρωσικά εδάφη, «διασώζοντας μόνο τη ζωή τους και την τιμή των γυναικών και των παιδιών τους».  Τον Ιούλιο του 1821 ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ ενέκρινε το πρόγραμμα συλλογής βοήθειας για τους Έλληνες που κατέφυγαν στην Οδησσό και τη Βεσσαραβία. Μεγάλη βοήθεια προσέφεραν και οι Έλληνες που ήδη ζούσαν εκεί. Πρωτεργάτης του προγράμματος ήταν ο πρίγκηπας και υπουργός Αλέξανδρος Νικολάγιεβιτς Γκολίτσιν, ο οποίος αναγνώριζε ρητά το ηθικό χρέος της Ρωσίας και της Δυτ. Ευρώπης «να βοηθήσουν τα τέκνα της χώρας που έδωσε τα φώτα στην Ευρώπη και στην οποία η Ρωσία είναι περισσότερο υπόχρεη αφού δανείστηκε από αυτή τα φώτα της πίστης, η οποία στερέωσε τη σωτήρια σημαία του Ευαγγελίου πάνω στα ερείπια του παγανισμού». Εκατομμύρια ρούβλια συγκεντρώθηκαν απ’ όλες τις περιοχές της Ρωσίας, και από όλες τις τάξεις, από το παλάτι μέχρι το λαό. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η βοήθεια διήρκεσε καθ’ όλη τη δεκαετία μέχρι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, ενώ στην Ευρώπη παρατηρήθηκε μια κόπωση του φιλελληνικού κινήματος μετά τα πρώτα 4-5 χρόνια.[15]

Το φύλλο της 19 Φεβρουαρίου 1827 της Γερμανικής εφημερίδας Allgemeine Zeitung, παρουσιάζει ένα πλήρη απολογισμό της οικονομικής βοήθειας που έστειλε στην Ελλάδα κατά τα έτη 1825 και 1826.

Tο φιλελληνικό κίνημα στη Δύση και πιθανότατα και στη Ρωσία[16] τροφοδοτήθηκε, εκτός των άλλων, από τη δημοσιότητα που έλαβε η Επανάσταση μέσω των εφημερίδων και από τον ηρωισμό και τις θυσίες των επαναστατών. Ο τελευταίος παράγων υποτιμάται από τη σύγχρονη ακαδημαϊκή ιστοριογραφία για χάρη πιο «σύγχρονων» κοινωνικο-οικονομικών αναλύσεων, αποστειρωμένων από ήρωες και μάρτυρες. Η πραγματικότητα είναι ότι αν οι επαναστάτες δεν άντεχαν μέχρι και τον χειμώνα του 1822-23, ο Φιλελληνισμός δεν θα είχε αντικείμενο. Ας δούμε γιατί, κάνοντας παράλληλα μια ενδεικτική παρουσίαση ειδήσεων από ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής, οι οποίες ήταν η κύρια πηγή διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Θα παραπέμψω κυρίως στην γαλλόφωνη Gazette de Lausanne (στο εξής GdL), μια ελβετική φιλελληνική εφημερίδα που συχνά αναδημοσίευε ειδήσεις και από άλλες εφημερίδες.[17] Υπενθυμίζω ότι μέχρι την Επανάσταση δεν εκδίδονταν ελληνικές εφημερίδες στην Ελλάδα, ούτε τουρκικές, και πιθανότατα ούτε σε άλλες γλώσσες.

Οι πρώτες ειδήσεις για το κίνημα του Υψηλάντη στη Βλαχία εμφανίζονται στις εφημερίδες στα τέλη Μαρτίου 1821, και γρήγορα παίρνουν θέση δίπλα στις στήλες για τις πολιτικές επαναστάσεις στη Νάπολη, το Πιεμόντε, την Ισπανία και τη Λατινική Αμερική. Την 1η Μαΐου 1821 (όλες οι ημερ/νίες είναι Νέου Ημ/γίου), το πρωτοσέλιδο της GdL γράφει για τους πρώτους Έλληνες πρόσφυγες που καταφεύγουν στη Ρωσία και στις ξένες πρεσβείες της ΚΠολης για να σωθούν.[18] Δημοσιεύει (όπως και πολλές άλλες εφημερίδες) και μια από τις διακηρύξεις του Αλ. Υψηλάντη, τη γνωστή «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» σε ελεύθερη απόδοση. Το «υπέρ Πίστεως», το οποίο δεν ακουγόταν στις άλλες επαναστάσεις της εποχής, έδωσε στην Ευρώπη να καταλάβει ότι εδώ συνέβαινε κάτι διαφορετικό. Ολόκληρο το σύνθημα είναι υστεροβυζαντινής προέλευσης, καθώς περιέχεται στην τελευταία ομιλία  (δημηγορία) του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως την παραδίδει ο Γεώργιος Φραντζής στο Χρονικό του (1477).[19] Επίσης περιέχεται (όχι ενιαίο) σε αποσπάσματα ομιλιών του ιδίου του αυτοκράτορα που κατέγραψε στα ρωσικά ο χρονικογράφος Νέστορας-Ισκεντέρ, επίσης σύγχρονος της Άλωσης.[20] Περίπου στη γνωστή του μορφή το σύνθημα αποδίδεται στον Μεγάλο Πέτρο, και μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε στη Ρωσία με μικρές παραλλαγές μέχρι τουλάχιστον την εποχή της Επανάστασης. Ο Υψηλάντης δεν μπορεί παρά να το γνώρισε υπηρετώντας στο ρωσικό στρατό, τότε τυποποιημένο ως «Για την πίστη, τον τσάρο και την πατρίδα».[21] Η προκήρυξη του Υψηλάντη τελειώνει με αναφορές σε ηρωικά αρχαία πρόσωπα και γεγονότα, πολύ γνωστά στους Ευρωπαίους και ήδη χρησιμοποιούμενα ως σύμβολα πολιτικών ιδεών: Θερμοπύλες, Μιλτιάδης, Λεωνίδας, Αθήνα, αγώνες κατά τυράννων και Περσών κτλ. Αυτά και άλλα κλασσικά ονόματα, επανέρχονταν συχνά στις ειδήσεις, αφού τα πολεμικά γεγονότα πράγματι λάμβαναν χώρα σε περιοχές με κλασσικά τοπωνύμια τα οποία δεν είχαν αλλάξει από την αρχαιότητα. Ειδικά οι Θερμοπύλες, λόγω του υψηλού συμβολισμού, αναφέρονταν συχνά στις εφημερίδες, ακόμα και όταν δεν είχαν άμεση σχέση με τα γεγονότα. Η «έμμονη ιδέα» των Ευρωπαίων με τις Θερμοπύλες είχε ξεκινήσει από το 1737 με το πολύ δημοφιλές επικό ποίημα «Λεωνίδας» του Άγγλου ποιητή και πολιτικού Richard Glover, το οποίο ήταν μια αλληγορία για τα τότε φιλελεύθερα αιτήματα μερίδας των πολιτικών του Λονδίνου.[22]

Μετά από τις πρώτες συγκεχυμένες ειδήσεις όπου η Ελληνική Επανάσταση συσχετιζόταν με αυτές που γίνονταν περίπου ταυτόχρονα στη Νάπολη, στην Ισπανία ή τη Νότια Αμερική, η εικόνα ξεκαθαρίζει. Στο φύλλο της 8 Μαΐου 1821 η GdL κάνει σαφές ότι δεν πρόκειται για μια πολιτική επανάσταση αλλά για τη σύγκρουση εθνών, θρησκειών και πολιτισμών. Αναφέρει ένα βασικό χαρακτηριστικό της Επανάστασης: Οι Έλληνες δεν ζητούν κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις, αλλά ανεξαρτησία και απελευθέρωση από ένα ζυγό. Οι εφημερίδες περιγράφουν ένα πολεμικό σκηνικό διαφορετικό από αυτά των πολιτικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων: Οι ιερείς με σταυρούς και εικόνες προπορεύονται των μαχητών. Οι σημαίες φέρουν το σταυρό και εικόνες αγίων, οι πολεμιστές ορκίζονται σε Ευαγγέλια. Ο κορυφαίος ιεράρχης της Πελοποννήσου, ο Πατρών Γερμανός, και άλλοι ιεράρχες, ξεσηκώνουν το λαό και τους πολεμιστές και  συμμετέχουν στις πολιορκίες (GdL 1/6/1821). Μερικές εφημερίδες δημοσιεύουν μια επαναστατική ομιλία του Γερμανού στην Αγία Λαύρα (Constitutionnel Παρισίων, 6/6/21, Times Λονδίνου 11/6/21 κ.ά.)[23]. Αντίστοιχη ιεροποίηση του πολέμου κάνουν και οι Μουσουλμάνοι, με τους δικούς τους ιερείς να ευλογούν τους πολεμιστές, να υψώνουν την πολεμική σημαία του Προφήτη, και να επικαλούνται το Κοράνιο και τη σωτηρία του Ισλάμ (GdL 8/6/1821,  1/1, 26/4 και 24/5/1822). Ζωηρή εντύπωση προκαλούν και τα νέα για την εκτέλεση του Πατριάρχη κατά την ημέρα του Πάσχα, και τη σφαγή πολλών Ελλήνων (και Αρμενίων) στην ΚΠολη, τη Σμύρνη και τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) (GdL 29/5, 5/6, 15/6, 31/7/1821 κλπ). Χριστιανοί πετιούνται στη θάλασσα δεμένοι για να πνιγούν, ώστε να μη χυθεί αίμα κατά την εορτή του Ραμαζανίου (π.χ. GdL, 3 και 7/8/1821). Σάκοι γεμάτοι κεφάλια, αυτιά, μύτες και γλώσσες στέλνονται στην Κων/πολη (GdL, 7 και 21/8/21). [24] Ο εθνικο-θρησκευτικός χαρακτήρας της Επανάστασης επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές της βρετανικής πρεσβείας της Κωνσταντινούπολης.[25] Αυτές οι ειδήσεις ενεργοποιούν τα θρησκευτικά και πολιτισμικά ανακλαστικά των Ευρωπαίων. Παρά τις δογματικές  διαφορές, Καθολικοί και Προτεστάντες δεν μένουν ασυγκίνητοι, καθώς τα γεγονότα έχουν «ενωτικό» χαρακτήρα, παραπέμποντας στην εποχή των πρώτων μαρτύρων, πολύ προ του Σχίσματος. Στο θέμα αυτό Δυτικοί και Ελληνορθόδοξοι μιλούν την ίδια γλώσσα: Μια ανταπόκριση από την Ελλάδα λέει ότι οι Έλληνες ιερείς θεωρούν μάρτυρες τις γυναίκες που ατιμάστηκαν από τους Τούρκους (GdL 4/1/1822).

Σύντομα εμφανίζονται τα πρώτα δημοσιογραφικά σχόλια και παραινέσεις υπέρ μιας φιλελληνικής πολιτικής των κυβερνήσεων.[26] Στις 8/6/21 η GdL γράφει ότι μια επιχείρηση για την καταστροφή της φοβερής τουρκικής δύναμης θα ήταν συμβατή με τις ευρωπαϊκές πολιτικές περί προστασίας των λαών από κατακτητές. Στις 22 Ιουνίου 1821 γράφει ότι είναι υποχρέωση της χριστιανικής Ευρώπης και θέμα τιμής του χριστιανισμού και της ανθρωπότητας, να βάλει ένα τέλος στις διώξεις των Χριστιανών της Κωνσταντινούπολης. Ανθελληνικές εφημερίδες όπως η Oesterreichische Beobachter (Αυστριακός Παρατηρητής, κυβερνητικό όργανο της Βιέννης) τονίζουν κάποια αρνητικά στοιχεία της Επανάστασης, όπως τη στροφή των Ρουμάνων κατά του Υψηλάντη και την υποτιθέμενη σχέση της Φιλικής Εταιρείας με παρόμοιες μυστικές εταιρείες της Ευρώπης (η  GdL με αντικειμενικότητα αναπαράγει και τέτοιες ειδήσεις, π.χ. την 22/6/21), αλλά αυτά δεν αλλάζουν σημαντικά τη γενικότερη εικόνα και τα συναισθήματα.  Η Oesterreichische Beobachter, όπως και άλλες γερμανόφωνες εφημερίδες, είναι περισσότερο εφημερίδες ειδήσεων και λιγότερο γνώμης, κι έτσι  παρουσιάζουν ταυτόχρονα και μερικές επαναστατικές διακηρύξεις και ομιλίες της Επανάστασης. Για παράδειγμα, η Algemeine Preussische Staat Zeitung στις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1821 δημοσιεύει την επαναστατική προκήρυξη της Μεσσηνιακής Γερουσίας, τις σφαγές στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, την εξέγερση των Ελλήνων του Μοριά με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο και τους ιερείς, την εκτέλεση του Πατριάρχη.[27] Πολλές γερμανικές και ελβετικές εφημερίδες καλούν τους αναγνώστες να προσφέρουν χρηματική και στρατιωτική βοήθεια.[28] Από νωρίς γερμανόφωνοι διανοούμενοι παίρνουν θέση υπέρ της Επανάστασης, το ίδιο και μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινής γνώμης. Ο ποιητής Wilhelm Müller με ένα ποίημα απαντά στον Αυστριακό Παρατηρητή εκ μέρους των Ελλήνων. Ατυχώς η λογοκρισία και οι απαγορεύσεις περιόρισαν πολλές δραστηριότητες του γερμανικού φιλελληνικού κινήματος, όπως και την πληροφόρηση που έχουμε γι’ αυτές.[29] Όπου δεν υπάρχει λογοκρισία (κυρίως σε Βρετανία και ΗΠΑ), εκδηλώνεται πιο ελεύθερα το φιλελληνικό συναίσθημα, τρεφόμενο από το υπόστρωμα αιώνων ελληνικής παιδείας, κάτι που ο Percy Shelley συμπύκνωσε σε τέσσερεις λέξεις: “We are all Greeks”. Αλλά και εφημερίδες που αρχικά υπήρξαν ανθελληνικές, όπως οι γαλλικές Gazette de France και Drapeau Blanc, σταδιακά γέρνουν προς την πλευρά των Ελλήνων υπό την επιρροή προσωπικοτήτων όπως ο Σατωβριάνδος,[30] ο οποίος σε επιστολή του προς τον εκδότη εφημερίδας έγραφε το 1826: «Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, θέλω να πεθάνω σαν Έλληνας»[31]. Για την ευρωπαϊκή ειδησεογραφία περί την Επανάσταση και την επιρροή της στην κοινή γνώμη, υπάρχει μια σειρά μελετών, με πρωτοπόρες αυτές των Ι. Δημάκη και Αριστείδη Δημόπουλου από τη δεκαετία του 1960.[32]

Είναι γνωστή η απογοήτευση και οι ταλαιπωρίες πολλών Φιλελλήνων από την επαφή τους με την ελληνική πραγματικότητα, ειδικά στα πρώτα τρία χρόνια. Οι περισσότεροι είχαν ενθουσιασμό αλλά όχι εκπαίδευση και σκληραγωγία, ούτε μπορούσαν να κατανοήσουν τους Έλληνες. Οι τελευταίοι επίσης δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τους Ευρωπαίους. Όπως έγραφε και ο Λόρδος Byron, οι περισσότεροι Φιλέλληνες γνώριζαν μόνο τους καλούς τρόπους και την προσκόλληση στα τελετουργικά και τους κανονισμούς που είχαν μάθει στις πατρίδες τους.[33] Δεν είναι σίγουρο αν όλοι οι Φιλέλληνες εφάρμοζαν τα ευρωπαϊκά «σαβουάρ-βίβρ» και αν όλοι έμειναν πράγματι απογοητευμένοι. Από τις αντιπαραθέσεις μεταξύ ορισμένων (μερικές «ξεκαθάρισαν» με μονομαχίες) και τις αφηγήσεις άλλων, μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι μετά την άλωση της Τριπολιτσάς οι περισσότεροι Φιλέλληνες πλαισιώθηκαν με νεαρές Τουρκάλες, και μάλιστα ότι ένας Ιταλός διατηρούσε χαρέμι από δέκα Τουρκάλες και Ελληνίδες.[34] Άλλοι αναφέρουν με θαυμασμό την αντοχή των Ελλήνων μαχητών σε μακρές πορείες και κακουχίες, και τη λιτότητά τους στο φαγητό και τη διαβίωση. Φιλέλληνες και περιηγητές περισσότερο αντικειμενικοί και μορφωμένοι, διαπιστώνουν ότι οι Έλληνες που συνάντησαν εφαρμόζουν συνήθειες πολιτισμού που αναφέρει και ο Όμηρος, όπως το πλύσιμο των χεριών πριν από μια συνεστίαση, κάτι που δεν το έκαναν απαραίτητα όλοι οι Ευρωπαίοι.[35]

Από τον Ιούνιο του 1821 εμφανίζονται οι πρώτες ειδήσεις για προώθηση ρωσικών δυνάμεων στα σύνορα του Προύθου και στο Αιγαίο (GdL, 5, 19, 22 Ιουν., 6 και 27  Ιουλ., 21 & 28/8/21 κλπ). Στη συνέχεια, οι ειδήσεις για επικείμενη ρωσική εισβολή στα οθωμανικά εδάφη είναι σχεδόν καθημερινές, και μερικές φορές μάλιστα λέγεται ότι η εισβολή άρχισε. Γινόταν επίσης γνωστό ότι και ο αυστριακός στρατός ενισχυόταν στα σύνορα με την Οθ.Α. για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κατάσταση. Οι ειδήσεις αυτές, αν και όχι πάντα ακριβείς στις λεπτομέρειές τους, έσπερναν την ανησυχία στους Ευρωπαίους οι οποίοι δεν ήθελαν να ζήσουν ένα νέο πόλεμο. Λογικά θα έφθαναν και στην Υψηλή Πύλη. Ταυτόχρονα γινόταν αντιληπτό ότι η πολιτική της αυστηρής ουδετερότητας (ουσιαστικά η στήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) δεν ήταν μονόδρομος, αφού η Ρωσία παρενέβαινε για να εμποδίσει τις σφαγές των Χριστιανών. Στις 29/6/21 η GdL γράφει ότι ο πρέσβης της Ρωσίας επέδωσε στην Πύλη μια νότα σχετικά με την παραβίαση των άρθρων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812) λόγω των διωγμών των Χριστιανών και των καταστροφών των εκκλησιών. Στο ίδιο φύλλο δημοσιεύει απόσπασμα από το οδοιπορικό του Σατωβριάνδου (1811) όπου περιγράφεται η εξολόθρευση του Μοριά από τους Αλβανούς μετά τα Ορλωφικά. Στις 11/9/21 συνοψίζει τους περιορισμούς και τις ταπεινώσεις που διαχρονικά επιβάλλει το ισλαμικό δίκαιο στους μη Μουσουλμάνους. Οι ρωσικές απαιτήσεις για σεβασμό των Χριστιανών επαναλαμβάνονται συχνά ως είδηση.

Ειδικά σε χώρες με Κοινοβούλια, όπως η Βρετανία και η Γαλλία, η άποψη της κοινής γνώμης είχε πολιτικό αποτέλεσμα. Βουλευτές της αντιπολίτευσης έφερναν τα θέματα στα Κοινοβούλια και πίεζαν τις κυβερνήσεις να λάβουν θέση (π.χ. ερώτηση του  βουλευτή Wortley στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, GdL 3/7/21). Αλλά και εκτός των κρατικών οργάνων, πόλοι εξουσίας όπως οι Προτεσταντικές Εκκλησίες και οι διανοούμενοι, ενεργοποιούνταν υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Την 1/7/1821 ανακοινώνεται η πρώτη ήπια φιλελληνική κίνηση της Βρετανίας (GdL 10/8/1821): Μέχρι εκείνη τη στιγμή πλοία από τη Βόρεια Αφρική (τύποις υπαγόμενη στην Οθ.Α.) εκτελούσαν επιδρομές εις βάρος του ελληνικού στόλου και σε περίπτωση κινδύνου κατέφευγαν για προστασία αλλά και ανεφοδιασμό σε λιμάνια του Ιονίου που ήταν υπό βρετανική διοίκηση (το ίδιο έκαναν και τουρκικά πλοία). Τα ελληνικά πλοία, ως στερούμενα οποιασδήποτε διεθνούς νομιμότητας, δεν μπορούσαν να πλησιάσουν σε βρετανικά λιμάνια. Η Βρετανία επανενεργοποίησε παλαιότερη συνθήκη του 1800 σύμφωνα με την οποία τα πλοία της Β. Αφρικής πρέπει να τηρούν απόσταση 40 μιλίων από τα Ιόνια Νησιά. Εδώ μέτρησε και ο πατριωτισμός των Επτανησίων, οι οποίοι προβλημάτιζαν τον Βρετανό διοικητή γιατί παρά τις απαγορεύσεις περνούσαν κατά χιλιάδες στην Ελλάδα για να πολεμήσουν ή ασκούσαν άλλες φιλελληνικές δραστηριότητες. Τότε άρχισαν στην Ευρώπη και οι πρώτες σοβαρές συζητήσεις για το «Ανατολικό Ζήτημα», οι οποίες ουσιαστικά τελείωσαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Courier του Λονδίνου, που απηχεί κυβερνητικές θέσεις, την 30/7/21 θέτει θέμα διάλυσης και διαδοχής της Οθ.Α., εκφραζόμενη θετικά υπέρ της ανεξαρτησίας των Ελλήνων (GdL 10/8/21). Ανταποκρίσεις από το Λονδίνο αναφέρουν ότι «η πίεση της κοινής γνώμης απ’ όλη την Αγγλία αρχίζει να δίνει αποτελέσματα» (GdL 4/1/1822).

Η άφιξη Φιλελλήνων πολεμιστών ήταν μόνο μια από τις όψεις του φιλελληνισμού, η πιο ηρωική και μυθιστορηματική αλλά όχι απαραίτητα η πιο αποτελεσματική. Από αυτούς άλλοι ήταν πραγματικά φίλοι της Ελλάδας, και άλλοι ήταν περισσότερο επαγγελματίες στρατιωτικοί, βετεράνοι των Ναπολεοντείων Πολέμων που αναζητούσαν μία νέα καριέρα. Έδειξαν ηρωισμό και πολλοί θυσιάστηκαν, γι’ αυτό και δικαίως τιμώνται. Παρά το ότι ο αριθμός τους ήταν σχετικά μικρός, πολλές φορές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις μάχες. Οφείλουμε πολλά και στα απομνημονεύματα που άφησαν ορισμένοι, και στις ειδήσεις που έστελναν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ με επιστολές από την Ελλάδα.[36] Συχνές ήταν οι προσκλήσεις μέσω εφημερίδων για οικονομική ενίσχυση του αγώνα των Ελλήνων, στρατολόγηση εθελοντών, και οι σχετικές ειδήσεις. Περιγράφονται συγκεντρώσεις και αναχωρήσεις Φιλελλήνων για την Ελλάδα, όπως η αναχώρηση πλοίου από τη Μασσαλία υπό τις ευλογίες του τοπικού Ορθοδόξου επισκόπου (GdL 17 & 24/8/21), οι προετοιμασίες Γερμανών Φιλελλήνων (GdL, 4 & 11 & 14/9/21, κλπ.), η αναχώρηση Γερμανών και Γάλλων υπό τον στρατηγό Νόρμαν (GdL, 1 & 8/2/1822) κ.ά.

Είναι γνωστό από τη ρωμαϊκή εποχή και τις σταυροφορίες, ότι ο φιλελληνισμός  είχε και την παρενέργεια της απόσπασης ελληνικών και ελληνιστικών έργων τέχνης ή της νομότυπης αγοράς τους από τους εκάστοτε «ιδιοκτήτες». Η τάση αυτή συλλογής Ελληνικών αρχαιοτήτων από την νότιο Ιταλία και τον Ελλαδικό χώρο, συνεχίσθηκε και κατά την αναγέννηση, αλλά και τον 18ο και 19ο αιώνα. Για παράδειγμα το Βατικανό ήταν ο μεγαλύτερος συλλέκτης αρχαιοτήτων, όπου και τις μελέτησε ο ιδρυτής της επιστήμης της αρχαιολογίας Winkelman, ο οποίος έδωσε ώθηση στο ρεύμα του νεοκλασικισμού και στη συνέχεια του ρομαντισμού που γέννησαν τον Φιλελληνισμό του 19ου αιώνα. Και βέβαια, η παρουσία των Ελληνικών μνημείων στο Λονδίνο και στο Παρίσι, διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο για την ταύτιση του κάλλους της αρχαίας Ελληνικής τέχνης και του Ελληνικού πολιτισμού, με το αίτημα της απελευθέρωσης του Ελλάδος. Πέρα όμως από τις αρπαγές, δεν έλειψαν και μερικές σωτήριες παρεμβάσεις. Το 1821, μετά από αίτημα του Βρετανού πρέσβη στην ΚΠολη, λόρδου Στράνγκφορντ, ο Μέγας Βεζύρης (το αντίστοιχο του πρωθυπουργού) δίνει αυστηρή διαταγή στον οθωμανικό στρατό που οδεύει για ανακατάληψη της Αθήνας να σεβαστεί τα αρχαία μνημεία «για τα οποία πάντα είχαν υψηλό ενδιαφέρον οι μορφωμένοι της Ευρώπης».[37] Δεν αποκλείεται αυτό να έσωσε κάποια από τα μνημεία, και αξίζει να μνημονεύεται παράλληλα με όποιες άλλες αναφορές στον Ελγίνο.[38]

Το φύλλο της 27 Ιουλίου 1821 της εφημερίδας Journal des Debats αναφέρεται στο έργο ενός Γάλλου, ο οποίος κατέγραψε με λεπτομέρειες τα πολιτιστικά μνημεία της Αθήνας, εκφράζοντας φόβο για τις ζημίες που μπορούν να υποστούν κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις (Συλλογή ΕΕΦ).

Από τα μέσα του 1821 διαφαινόταν μία αλλαγή στο κλίμα υπέρ των Ελλήνων, τουλάχιστον στο επίπεδο της κοινής γνώμης, των διανοούμενων και ορισμένων πολιτικών κύκλων. Όμως αυτό για να αποκτήσει αντίκρισμα θα έπρεπε οι επαναστάτες να αντέξουν στο πεδίο της μάχης. Αν είχαν καταθέσει τα όπλα με αντάλλαγμα τη συγχώρεση που υπόσχονταν οι Τούρκοι, δεν θα είχε νόημα οποιαδήποτε φιλελληνική κίνηση. Αποφασιστικής σημασίας υπήρξε η κατάληψη της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821, καθώς και η έμπρακτη επίδειξη ότι ο ελληνικός στόλος μπορούσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον τουρκικό. Εκείνη την εποχή οι εχθροπραξίες γίνονταν κυρίως μεταξύ άνοιξης και φθινοπώρου, ενώ ο χειμώνας ήταν περίοδος ανασύνταξης δυνάμεων. Οι Έλληνες, με βαριές απώλειες μάχιμων και αμάχων ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, τη Βλαχία και τη Μικρά Ασία, κράτησαν με επιτυχία μια ελεύθερη εστία εδάφους στη Νότια Ελλάδα, έως ότου μπήκε ο χειμώνας του 1821-22. Οι ελπίδες των Τούρκων και των αντεπαναστατικών κύκλων της Ευρώπης μετατέθηκαν για την επόμενη άνοιξη.

Το 1822 ξεκίνησε άσχημα για την Επανάσταση, λόγω της εξουδετέρωσης του Αλή Πασά, γεγονός που απαγκίστρωσε οθωμανικές δυνάμεις από την Ήπειρο. Ωστόσο, στα πεδία των μαχών οι αγωνιστές άντεξαν και πάλι. Αποφασιστική ήταν η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη το καλοκαίρι, γεγονός που έδειξε ότι ούτε μέσα στο 1822 θα έσβηνε η Επανάσταση. Είχε προηγηθεί η άτυχη εκστρατεία στην Ήπειρο όπου σκοτώθηκαν τουλάχιστον 60 Φιλέλληνες και πολλοί Επτανήσιοι στη μάχη του Πέτα. Αυτό το στρατιωτικό σώμα που είχε οργανώσει ο Balestre, πολέμησε με ηρωισμό αλλά η μάχη χάθηκε, είτε από προδοσία είτε από στρατηγικά λάθη.

Τεράστια σημασία για το φιλελληνικό κίνημα είχε η μαζική θυσία των Ελλήνων της Χίου το Μάρτιο του 1822. Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους και πολλοί άλλοι πουλήθηκαν ως δούλοι, χωρίς να υπάρξει σχεδόν καμία εθελοντική αλλαξοπιστία («τούρκεμα»). Όπως όλες σχεδόν οι εφημερίδες, η GdL στις 21 και 28/5/22 αναφέρει τους εμπρησμούς και τις σφαγές. Γράφει ότι οι νεκροί ξεπερνούν τις 50.000 και ότι οι Τούρκοι της Σμύρνης περνούν με βάρκες στη Χίο για πλιάτσικο. Άλλη είδηση γράφει ότι τα πλοία δυσκολεύονται να πλεύσουν στο λιμάνι λόγω των πτωμάτων που επιπλέουν. Ο Γάλλος πρέσβης με ηρωισμό έσωσε μερικές εκατοντάδες γυναικόπαιδα. Κάποιοι πίστευαν ότι η σφαγή μπορούσε να γίνει αφορμή για επέμβαση της Ρωσίας (GdL 7/6/22). Χιλιάδες γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν και πουλήθηκαν στα παζάρια της Κων/πολης, και πολλοί αυτοκτόνησαν καθ’ οδόν. «Καμία μάχη των τελευταίων πολέμων δεν προκάλεσε τόση αιματοχυσία όσο η απόβαση του Καπετάν-πασά στη Χίο. Ένας πόλεμος που θα σταματούσε αυτή την αιματοχυσία θα ήταν δικαιολογημένος» (GdL 11/6/22). Δημοσιεύονταν ειδήσεις για παρόμοιες φρικαλεότητες και στη Βουλγαρία[39]: «Πάνω από 2.000 κεφάλια μαζί με μύτες και αυτιά στάλθηκαν μέσα σε σάκους στην Κωνσταντινούπολη και περίπου 6.000 γυναίκες πουλήθηκαν μέσω δημοπρασίας σε Εβραίους οι οποίοι πλήρωσαν για κάθε θύμα 4 έως 15 πιάστρα. Τα νέα αγόρια υποβλήθηκαν σε αναγκαστική περιτομή και δόθηκαν σε Τούρκους. Υπάρχει αγανάκτηση για τους Ευρωπαίους πολιτικούς που παρακολουθούν απαθείς τον σφαγιασμό των Ελλήνων χριστιανών» (GdL 25/6/22). Η σφαγή της Χίου έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο από τις εφημερίδες, και αργότερα από τον γνωστό και εμβληματικό πίνακα του Ντελακρουά.  Η μαζική αιχμαλώτιση Ελλήνων και η πώλησή τους ως δούλων γινόταν συστηματικά από τις αρχές έως το τέλος της Επανάστασης, και είχε σημαντικό αντίκτυπο στα αισθήματα των λαών και τις πολιτικές των κυβερνήσεων. Το ότι η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν ασχολήθηκε πολύ με την προηγηθείσα σφαγή των Τούρκων στην Τριπολιτσά, απλά δείχνει ότι τα αισθήματα ήταν σαφώς υπέρ των Ελλήνων, ενώ οι Τούρκοι θεωρούνταν κατακτητές και θύτες εν αδίκω. Μάλιστα συχνά τα κείμενα της εποχής διευκρίνιζαν ότι ενώ τις πράξεις βίας Ελλήνων εναντίον των Τούρκων τις διέπραττε οργισμένος όχλος, οι σφαγές των Τούρκων ήταν οργανωμένες από ένα επίσημο κράτος.

Η δουλεία των Ελλήνων ήταν μείζον γεγονός της Επανάστασης, και ένα από αυτά που ανάγκασαν τους πολιτικούς να λάβουν θέση. Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική βρισκόταν σε άνοδο το κίνημα υπέρ της κατάργησης της δουλείας, και σταδιακά λαμβάνονταν νομικά μέτρα για την παύση ενός θεσμού τόσο αρχαίου όσο και ο πολιτισμός. Το 1807 η Βρετανία και οι ΗΠΑ απαγόρευσαν το εμπόριο σκλάβων, και το 1833 απαγορεύθηκε γενικά η δουλεία στη Βρετανία.

Εισήγηση στη Γαλλική Βουλή του 1816, του Σατωβριάνδου υπέρ της κατάργησης της δουλείας χριστιανικών πληθυσμών. Η πρόταση αυτή, που υπερψηφίσθηκε, αναφέρεται στα δικαιώματα της ανθρωπότητας και τη διαγραφή της ντροπής αυτής από την Ευρώπη (Συλλογή ΕΕΦ).

Στην εποχή της Ελληνικής Επανάστασης βρετανικά πλοία εκτελούσαν νηοψίες στους ωκεανούς συλλαμβάνοντας πλοία που μετέφεραν σκλάβους, τους οποίους ελευθέρωναν. Ταυτόχρονα ανάγκαζαν τους Αφρικανούς φυλάρχους να σταματήσουν τις πωλήσεις ανθρώπων.[40] Στο αντιδουλοκτητικό κίνημα είχαν πρωτοστατήσει περίπου οι ίδιοι κύκλοι που ήταν ευνοϊκοί και προς την Επανάσταση, δηλαδή Προτεσταντικές Εκκλησίες με τους πιστούς τους, και πολιτικοί όλου του φάσματος από τους φιλελεύθερους μέχρι τους συντηρητικούς. Σε πολλές εφημερίδες υπήρχαν ξεχωριστές στήλες με νέα για το ζήτημα της δουλείας.

Μέσα σ’αυτό το κλίμα, έρχονταν σαν σοκ οι αναφορές ότι Χριστιανοί της Ανατολής πωλούνται σαν ζώα σε παζάρια της Κων/πολης, της Σμύρνης, της Αλεξάνδρειας, κλπ. Μόνο κατά την καταστροφή της Χίου, το οθωμανικό τελωνείο κατέγραψε την εξαγωγή περί των 45.000 δούλων (GdL 13/9/22). Πολλοί αιχμαλωτίσθηκαν ως δούλοι και κατά την κατάληψη του Μεσολογγίου, την εκστρατεία των Αιγυπτίων στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιστάσεις. Δούλοι ήταν και Έλληνες ναυτικοί που αναγκαστικά υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο, μια πτυχή της Επανάστασης που περιμένει κι αυτή να λάβει το μερίδιο ενδιαφέροντος που της πρέπει.

Το φύλλο της 10 Ιουνίου 1826 της Γαλλικής εφημερίδας La Quotidienne, με πλήρη ανταπόκριση από το Μεσολόγγι και αναφορά στην πολιορκία.

Ευθύς από τις πρώτες ειδήσεις για την Επανάσταση, ορισμένοι αρθρογράφοι επισήμαναν ότι όλοι οι Έλληνες είναι ουσιαστικά δούλοι των Τούρκων, και ότι σύμφωνα με τις τότε αρχές Δικαίου η δουλεία είναι μια κατάσταση πολέμου.[41]  Ο οίκτος για τα θύματα της δουλείας τροφοδοτούσε τα φιλελληνικά αισθήματα των λαών και δημιουργούσε πιέσεις στις κυβερνήσεις για να παρέμβουν. Στη Βουλή των Κοινοτήτων της Βρετανίας, η αντιπολίτευση ρωτούσε πιεστικά την κυβέρνηση αν γνωρίζει ότι «οι αγορές της Σμύρνης και της Κων/πολης έχουν γεμίσει από Ελληνίδες που προσφέρονται στις ορέξεις των βάρβαρων μωαμεθανών» (GdL 9 και 30/7/22). Στη Ρωσία επίσης η δουλεία των Ελλήνων προκάλεσε νέο κύμα ανθρωπιστικής κινητοποίησης. Με πρωτοβουλία τριών Ορθοδόξων επισκόπων συγκεντρώθηκαν χρήματα για εξαγορά δούλων, με την εκτίμηση ότι κάθε εξαγορά θα κόστιζε περίπου 5 ρούβλια. Δωρεές, ακόμα και σε εκκλησιαστικά σκεύη, προσφέρθηκαν απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, όλες τις χριστιανικές εθνότητες και τα δόγματα της Ρωσίας, ακόμα και από μακρινές περιοχές της Σιβηρίας.[42] Το δουλεμπόριο ήταν μια από τις όψεις της γενοκτονίας στην Πελοπόννησο, που αργότερα προκάλεσε την ανθρωπιστική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ναυαρίνο. Περιέργως, η σύγχρονη ελληνική κοινή γνώμη γνωρίζει ελάχιστα για τη δουλεία των Ελλήνων. Και όμως η δουλεία των Ελλήνων απετέλεσε ένα από τους ακρογωνιαίους λίθους του Φιλελληνικού κινήματος κατά την δεκαετία του 1820 αλλά και πολύ αργότερα. Πολλοί έρανοι φιλελλήνων λάμβαναν χώρα διαρκώς και πολλοί εύποροι Ευρωπαίοι διέθεταν μεγάλα ποσά, για την εξαγορά και απελευθέρωση Ελλήνων σκλάβων, των οποίων μάλιστα οι τιμές ανέβαιναν επειδή υπήρχε μεγάλη ζήτηση. Το θέμα αυτό απεικονίζεται εμφατικά και στην Φιλελληνική τέχνη ακόμη και μετά τα μέσα του 19ου αιώνος.

Αποκόμματα ειδήσεων από τη φιλελληνική δράση διαφόρων «Ελληνικών Επιτροπών» στις ΗΠΑ. Πάνω: ένα δωδεκάχρονο παιδί χαρίζει το ρολόι του στην φιλελληνική επιτροπή του Pittsburgh, με την παράκληση τα έσοδα να δοθούν στους πεινασμένους Έλληνες (Εφημερίδα Freedom’s Journal).

Αφού μπήκε και ο χειμώνας του 1822 προς 1823 χωρίς να ηττηθεί η Επανάσταση, οι συνθήκες ωρίμαζαν για μια αλλαγή πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν μπορούσε κανείς να αποκλείσει ότι την επόμενη άνοιξη του 1823 θα συνέβαινε η απειλούμενη επέμβαση της Ρωσίας, η οποία δεν θα έβρισκε μεγάλες αντιρρήσεις από τους λαούς της Ευρώπης, αν δεν προκαλούσε και ζητωκραυγές. Στη Σύνοδο της Βερόνας (τελείωσε τον Δεκέμβριο 1822) όπου συγκεντρώθηκαν οι κορυφαίοι ηγέτες της Ευρώπης, συζητήθηκε πολύ λίγο το ελληνικό ζήτημα, χωρίς να ληφθεί  κάποια ευνοϊκή απόφαση. Όμως στη συνέχεια, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του υπουργού εξωτερικών από τον George Canning, η Βρετανία άλλαξε πολιτική μονομερώς και την άνοιξη του 1823 και αναγνώρισε τους Έλληνες ως εμπολέμους, ενώ έως τότε τους θεωρούσε ως παράνομους αντάρτες εναντίον μιας νόμιμης κυβέρνησης. Η ιδιότητα του εμπόλεμου κερδήθηκε και από τους Έλληνες, αφού πληρούσαν τα τότε κοινώς αποδεκτά κριτήρια: αντοχή επί αρκετό χρόνο, σταθερό έλεγχο ενός υπολογίσιμου εδάφους, λειτουργία μιας μορφής κυβέρνησης.[43]  Αυτό έδωσε κάποια δικαιώματα του διεθνούς δικαίου στους  Έλληνες, όπως το δικαίωμα να κάνουν νηοψίες και ναυτικούς αποκλεισμούς. Ήταν ένα από τα βήματα που θα οδηγούσαν στην αναγνώριση της προσωρινής κυβέρνησης της Ελλάδας. Το επόμενο βήμα ήταν η χορήγηση των περίφημων βρετανικών δανείων (1824, 1825), τα οποία συνήθως χαρακτηρίζονται «ληστρικά», αλλά σύμφωνα με μία πρόσφατη τεχνική ανάλυση ήταν σε ότι αφορά τον σχεδιασμό τους και τους όρους τους, με βάση και τα δεδομένα της εποχής, ιδιαίτερα ευνοϊκά και ουσιαστικά μια πράξη που εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των φιλελληνικών δράσεων.[44] Μπορεί στην πορεία να έγιναν λάθη και κακοί ή και κακόβουλοι χειρισμοί στην διαχείριση των ποσών, όμως οι αρχικοί όροι ήταν οι βέλτιστοι δυνατοί, και η χορήγηση των δανείων αυτή καθαυτή, αποτέλεσε την πρώτη πράξη επίσημης αναγνώρισης του Ελληνικού κράτους. Αυτό καταγράφηκε έντονα και από τον ευρωπαϊκό τύπο, ο οποίος πλέον παρακολουθούσε την πορεία των επιτοκίων των Ελληνικών ομολόγων στο City, ανάλογα με τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Για παράδειγμα, όταν ανακοινώθηκε ότι ο Ναύαρχος Cohrane (ο ναυτικός θρύλος της εποχής), ερχόταν στην Ελλάδα να αναλάβει την διοίκηση του Ελληνικού στόλου, τα επιτόκια έπεσαν κατά 15%.

Η τύχη έπαιξε κι’ αυτή το ρόλο της όταν ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Castlereagh αυτοκτόνησε τον Αύγουστο του 1822 και αντικαταστάθηκε από τονCanning, ο οποίος ήταν φίλος και θαυμαστής του Λόρδου Byron (είχαν θητεύσει μαζί στην Βουλή των Λόρδων), και έβλεπε με συγκρατημένη συμπάθεια τους Έλληνες και την Επανάσταση. Ο ίδιος έκανε και τον πολιτικό υπολογισμό ότι ένα νέο κράτος γεννιέται, το οποίο η Βρετανία θα είχε συμφέρον να θέσει υπό την επιρροή της. Δεν προχώρησε άμεσα σε θεαματικές διπλωματικές πρωτοβουλίες, και το 1825 πρότεινε στην Πύλη τη δημιουργία μιας ημιαυτόνομης ελληνικής επικράτειας. Η πρότασή του όχι μόνο απορρίφθηκε, αλλά ταυτόχρονα άρχισε η εκστρατεία του Ιμπραήμ με την οποία επιχειρήθηκε εποικισμός της Πελοποννήσου με Αιγυπτίους και η μεταφορά όλου του γηγενούς Ελληνικού πληθυσμού στα σκλαβοπάζαρα της Μεσογείου. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε αυτός, ούτε οι Ρώσοι, ούτε άλλοι Ευρωπαίοι. Ο εξάδελφος του Canning, Stratford, πρέσβης στην Κων/πολη, ενημέρωνε τον υπουργό του ότι οι Αιγύπτιοι μεταφέρουν σκλάβους τους Έλληνες στην Αίγυπτο και εξισλαμίζουν τα παιδιά.  Στις Μεγάλες Δυνάμεις άρχισε να συζητείται η ιδέα της στρατιωτικής επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους, για την οποία η κοινή γνώμη ήταν προετοιμασμένη από τις εφημερίδες, όπως είδαμε. Στα τέλη του 1825 η Ρωσία έδειχνε επίσης έτοιμη να επέμβει μονομερώς, πράγμα που επιτάχυνε τις αποφάσεις και στο Λονδίνο. Τον Απρίλιο του 1826 Ρωσία και Βρετανία πρότειναν πάλι στην Οθ.Α. τη δημιουργία ενός ημιανεξάρτητου ελληνικού κράτους, η δε Ρωσία δήλωνε ότι σε περίπτωση άρνησης μπορούσε να επέμβει μόνη της. Σχεδόν ταυτόχρονα έφθασε στην Ευρώπη η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1826) και ο θάνατος του διάσημου στην Ευρώπη Λόρδου Byron. Αυτό προκάλεσε νέες εκδηλώσεις Φιλελληνισμού με τη συμμετοχή κορυφαίων λογοτεχνών, ζωγράφων (πάλι ο Delacroix), μουσικών (Rossini) και άλλων προσωπικοτήτων. Εκείνη περίπου την εποχή άρχισε να χρησιμοποιείται μαζικά και η λέξη «Φιλέλληνας», πρώτα στη Γαλλία. Η πίεση προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν τέτοια, ώστε κάμφθηκε και η φιλο-αιγυπτιακή πολιτική ορισμένων κύκλων της Γαλλίας. Και πάλι η τύχη τα έφερε να γίνει ο Canning πρωθυπουργός, αντικαθιστώντας τον σοβαρά ασθενή Λίβερπουλ στα μέσα του 1827. Επιτέλους οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν στη Σύμβαση του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1827, μετά από μακρές συζητήσεις που κράτησαν μερικούς μήνες (εκείνη την εποχή για να μεταφερθεί μια επιστολή από το Λονδίνο στην Πετρούπολη και να έλθει πίσω η απάντηση, μπορεί να χρειαζόταν και ένας μήνας). Η Σύμβαση ήταν η πρώτη παγκοσμίως που διατύπωνε ρητά τη δυνατότητα μιας στρατιωτικής επέμβασης “by sentiments of humanity”.[45] Οι όροι και οι εκτελεστικές οδηγίες που δόθηκαν στους ναυάρχους των τριών Δυνάμεων ήταν ασαφείς (τουλάχιστον οι γραπτές), αλλά φαίνεται ότι ανεπίσημα είχε δοθεί το πράσινο φως να επέμβουν υπέρ των Ελλήνων, ή τουλάχιστον δεν τους είχε απαγορευθεί. Η επέμβαση ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε, όταν οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί και ναυτικοί, μετά από μερικών ετών φιλελληνικό γαλβανισμό, βρέθηκαν στην Πελοπόννησο και είδαν ιδίοις όμμασι τους Έλληνες σε άθλια κατάσταση και στα όρια του αφανισμού. Στα μέσα Οκτωβρίου του 1827, αξιωματικοί που αποβιβάσθηκαν στην Πελοπόννησο για αναγνώριση, ενημέρωναν το ναύαρχο Codrington ότι ο Ιμπραήμ καίει τα χωριά, κόβει τα δένδρα, καταστρέφει τις καλλιέργειες και ότι οι τοπικοί πληθυσμοί κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου ήλθε με την αναγκαιότητα φυσικού φαινομένου.

Gazette de France 10/3/1827. «Ο George Canning έστειλε ένα νέο επίσημο υπόμνημα στον σουλτάνο για την ειρήνευση στην Ελλάδα. Ζήτησε την άμεση παύση των εχθροπραξιών στη ξηρά και τη θάλασσα και διαπραγματεύσεις για μια διπλωματική λύση στο ελληνικό πρόβλημα. Φαίνεται ότι η Αγγλία και η Ρωσία θα έκαναν οτιδήποτε για να σταματήσουν τον πόλεμο». Συλλογή ΕΕΦ.

Τα νέα της ναυμαχίας έγιναν δεκτά από τους λαούς της Ευρώπης και των ΗΠΑ με ενθουσιασμό, αλλά από τις κυβερνήσεις με ανάμικτα αισθήματα, συχνά αρνητικά, λόγω της ανησυχίας για τις εξελίξεις και την ανατροπή τους status quo που είχε διασφαλίσει η ιερά συμμαχία, αλλά και του νέου ρόλου που μπορούσε να διαδραματίσει η Ρωσία στην περιοχή. Οι περισσότερες εφημερίδες ήταν ικανοποιημένες. Η φιλελληνική Morning Chronicle έγραψε ότι η νίκη ήταν δικαίωση της φιλελληνικής πολιτικής που έπρεπε από την αρχή να είχε ακολουθήσει η Βρετανία.[46] Δεν ήταν ακριβώς το τέλος της Επανάστασης, αλλά ήταν η αρχή του τέλους, αφού είχε λυθεί ο γόρδιος δεσμός της στρατιωτικής επέμβασης. Στη συνέχεια η Γαλλία βρήκε την ευκαιρία να δράσει και πάλι σαν Μεγάλη Δύναμη, αναλαμβάνοντας τον κατά ξηράν πόλεμο κατά του Ιμπραήμ. Ενώ οι Δυτικές κυβερνήσεις παρέμεναν αναποφάσιστες για το μέλλον της Ελλάδας, η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθ.Α. τον Ιούνιο του 1828 ο οποίος έληξε με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (14/9/1829), όπου η Οθ.Α. αναγκάστηκε να βάλει την πρώτη υπογραφή για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Στις κυρίαρχες εκλαϊκευμένες αφηγήσεις γύρω από την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και την ελληνική ανεξαρτησία, επικρατεί η απλοϊκή εικόνα ενός τριμερούς σχήματος: Ο ελληνισμός ήταν μια ξεχωριστή μικρή οντότητα, η Οθ.Α. ένα μεγάλο και ισχυρό ενιαίο κράτος, και οι χριστιανικές Μεγάλες Δυνάμεις ήταν ένα τρίτο μέρος, το οποίο επενέβη λόγω φιλελληνισμού και γεωπολιτικών συμφερόντων. Αυτή περίπου είναι και η άποψη των Τούρκων ιστορικών, οι οποίοι θεωρούν ότι στο Ναυαρίνο «τους έκλεψαν τη νίκη μέσα από τα χέρια»[47], δηλαδή η Αίγυπτος εμφανίζεται ως μέλος της Οθ.Α. και οι ξένοι παρεμβαίνουν σε μια εσωτερική τους υπόθεση. Νομίζουμε ότι αυτή η ανάλυση δεν αντέχει το τεστ των γεγονότων. Μακρο-ιστορικά είναι περισσότερο χρήσιμο το μοντέλο της σύγκρουσης δύο κόσμων, με τους Έλληνες να είναι αναπόσπαστο μέρος της γεωπολιτισμικής Ευρώπης, και αντίστοιχα η Αίγυπτος, η Β. Αφρική και η Οθ.Α. μέρη μιας μεσανατολικής/ισλαμικής οντότητας. Είναι αλήθεια ότι δεν υπήρξε ποτέ μια ισχυρή ευρωπαϊκή συλλογική ταυτότητα που να πλησιάζει την έννοια ενός «ευρωπαϊκού έθνους», όπου θα περιλαμβάνονταν και οι Έλληνες. Αλλά το ίδιο περίπου ισχύει και για την Οθ.Α., ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη μόνο τους μουσουλμάνους υπηκόους της. Υπήρχαν όμως τα ενοποιητικά στοιχεία για μια χαλαρή ενότητα των εθνοτήτων σε κάθε μιας από τις δύο πλευρές, που ήταν κυρίως οι θρησκείες, οι γλωσσικές συγγένειες, τα αλφάβητα, οι ιστορικές αναφορές. Αυτή η εικόνα αποδεικνύεται και δημογραφικά, αλλά θεωρούμε ότι είναι αυτονόητη και σε κάποιο βαθμό διαιωνίζεται μέχρι σήμερα. Οι δύο κόσμοι είχαν συγκρουστεί πολεμικά και στο παρελθόν, με σημαντικότερες πολυεθνικές μάχες αυτές του Κοσσυφοπεδίου, της Βιέννης και της Ναυπάκτου, ενώ στην εποχή της Επανάστασης η σύγκρουση είχε λάβει έντονο οικονομικό χαρακτήρα, καθώς η Οθ.Α. πιεζόταν για συνεχείς οικονομικές και πολιτικές παραχωρήσεις. Η ελληνική Επανάσταση ήταν το σοκ που ώθησε την αυτοκρατορία σε μια σειρά ημι-αποτυχημένων προσπαθειών εκσυγχρονισμού, που συνεχίσθηκαν μέχρι τη διάλυσή της, αφού δεν ήταν δυνατόν να γεφυρωθούν  οι εσωτερικές της διαιρέσεις. Όμως οι ευρωπαϊκές εσωτερικές διαιρέσεις και αντιπαλότητες ήταν ο κύριος παράγων που έδωσε παράταση ζωής στην Οθ.Α. μέχρι τη δεκαετία του 1910.

Στα προαναφερθέντα στοιχεία που συνθέτουν την ενότητα «Ευρώπη», είναι σαφείς και παντού παρούσες οι παρακαταθήκες της κλασσικής και μεσαιωνικής Ελλάδας. Στη Δυτική Ευρώπη της εποχής της Επανάστασης, οι κλασσικές αξίες τροφοδότησαν, εκτός των άλλων, και τα ριζοσπαστικά και φιλελεύθερα πολιτικά κινήματα. Αυτά, φέρονται να έχουν την αφετηρία τους στα συμβατικά ορόσημα της Γαλλικής Επανάστασης ή του Διαφωτισμού, όπου είναι γνωστό ότι συνέβη (πάλι) μια στροφή προς την κλασσική ελληνική φιλοσοφία. Ωστόσο, σύγχρονοι μελετητές του Διαφωτισμού τείνουν να ανατρέψουν την κατεστημένη ιστοριογραφία που παρουσιάζει αυτήν την εποχή ως τομή στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και ως αρχή ενός νέου επιστημολογικού και πολιτικού παραδείγματος. Οι αναθεωρητές αμφισβητούν τον Διαφωτισμό σαν σημείο καμπής και αφετηρία της «νεωτερικότητας», και υποστηρίζουν ότι αυτός ήταν μια περίοδος ομαλής μετάβασης. Πιστεύεται ότι η τότε ενασχόληση με την αρχαιότητα δεν ήταν μια επιλογή που έκαναν κάποιοι διανοούμενοι για ειδικούς λόγους, αλλά ότι ο «ο αρχαίος κόσμος ήταν πανταχού παρών και επέβαλε τον εαυτό του σαν το κύριο φίλτρο μέσα από το οποίο οι μορφωμένοι Ευρωπαίοι δομούσαν και έβλεπαν την πραγματικότητα, όπως έκαναν από την Αναγέννηση. Μάλιστα, η αρχαιότητα αποτελούσε ένα αναπόφευκτο […] υπόβαθρο για τη διανόηση της εποχής».[48] Για τους αναθεωρητές ο «Διαφωτισμός» (συχνά σε εισαγωγικά δικά τους) θεωρείται μια γαλλοκεντρική εκδοχή της ιστορίας, ή και ένας όρος που σταδιακά χάνει το νόημά του.[49] Αλλά και αυτές οι αναλύσεις περί Διαφωτισμού παραμένουν «δυτικο-κεντρικές» αφού περιορίζονται στα της Δυτικής Ευρώπης.

Στον ελληνικό χώρο η συνέχεια με την κλασσική αρχαιότητα ήταν περισσότερο μια ζώσα κοινωνική εμπειρία, κυρίως λόγω των παραδόσεων και της γλώσσας (δημώδους και εκκλησιαστικής) η οποία μάλιστα είχε επεκταθεί «οικουμενικώς» και στα Βαλκάνια.[50] Η επαφή με την κλασσική αρχαιότητα δεν έπαυσε στη διάρκεια της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, αφού «το Βυζάντιο ήταν ο διασφαλιστής της ιστορικής ροής του ελληνικού κόσμου».[51] Αρκεί να αναφέρω ότι το 95% των κλασσικών ελληνικών συγγραμμάτων που γνωρίζουμε και διαβάζουμε σήμερα, προέρχονται από βυζαντινά χειρόγραφα μεταγενέστερα του 9ου αιώνα, τα οποία αναπαράγονταν συνεχώς από ελληνομαθείς Βυζαντινούς γραφείς για ελληνομαθείς αναγνώστες.[52] Ακόμα και όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ανθούσε πλέον η τυπογραφία, σε τουρκοκρατούμενες περιοχές του ελληνισμού, μοναχοί συνέχιζαν να αντιγράφουν με το χέρι κλασσικά συγγράμματα χάριν σπουδής. O ρωσικός κόσμος έπιασε το νήμα της ελληνικής συνέχειας περίπου από τον 11ον αιώνα, υιοθετώντας το αλφάβητο, την ορθόδοξη θρησκεία και θρησκευτική τέχνη, και αργότερα την κλασσική παιδεία. Από τότε έπαυσαν και οι επιθέσεις των Ρώσων κατά του Βυζαντίου.

Στο φιλελληνικό κίνημα της δεκαετίας του 1820,  διακρίθηκαν μορφές που εκτός από κλασσική μόρφωση είχαν και ενεργό συμμετοχή στα τότε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της Ευρώπης. Θα ήταν κοινοτυπία να αναφέρω την τριμερή σχέση μεταξύ των φιλελεύθερων κινημάτων, της κλασσικής παιδείας, και του Φιλελληνισμού. Αυτές οι σχέσεις είναι παραπάνω από εμφανείς σε εμβληματικά έργα, όπως στο ποίημα «Ελλάς» του Percy Shelley (απ’ όπου το «είμαστε όλοι Έλληνες») που βασίζεται στους Πέρσες του Αισχύλου και είναι μια αλληγορία για τη σύγχρονη πάλη μεταξύ ελευθερίας και τυραννίας.[53] Υπάρχουν και λιγότερο εμφανείς σχέσεις, που πλέχτηκαν στο παρασκήνιο της δημοσιότητας και διαφαίνονται από κάποιες ενδιαφέρουσες προσωπικές ιστορίες, όπως π.χ. τον φιλικό κύκλο των Byron και P. Shelley με την πρωτοπόρο φεμινίστρια Mary Wollstonecraft, τον αναρχικό φιλόσοφο William Godwin και  τον ουτοπιστή σοσιαλιστή Robert Owen.[54] Ένας άλλος φιλελληνικός κύκλος που παραμένει σχετικά άγνωστος στην Ελλάδα ήταν αυτός των Ιρλανδών και Σκωτσέζων ριζοσπαστών. Ακόμα και ο γνωστότερος εξ αυτών, ο Ιρλανδός Richard Church, συχνά αναφέρεται ως «Άγγλος». Αυτοί  είχαν μια ξεχωριστή σχέση με τους αγωνιζόμενους Έλληνες, επειδή έβλεπαν μια αναλογία με τις πατρίδες τους που ήταν υπό αγγλική διοίκηση.[55] Πολλοί Ιρλανδοί και Σκωτσέζοι συμμετείχαν στη φιλελληνική  Ελληνική Επιτροπή (Greek Committee) του Λονδίνου, όπου κύριο «διαπιστευτήριο» για τη συμμετοχή ήταν ο εθνικισμός και η αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση, σε βαθμό ώστε η Επιτροπή να χαρακτηρίζεται από τον ιστορικό David Brewer ως «κίνημα διαμαρτυρίας».[56] Μάλιστα ο Church, και απ’ ότι φαίνεται και άλλοι Βρετανοί των οποίων δεν γνωρίζουμε τα ονόματα, ενίσχυαν χρηματικά τη Φιλική Εταιρεία πολύ πριν το 1821.[57]  Ο Ιρλανδός Φιλέλληνας Sir Edward Lowe, αν και δεν πολέμησε στην Επανάσταση, αγάπησε την Ελλάδα όταν υπηρετούσε στα Ιόνια νησιά, όπου υπήρξε συμπολεμιστής των Church και Κολοκοτρώνη στη Λευκάδα, και εκπαιδευτής ταγμάτων Ελλήνων. Μετέπειτα, ως διοικητής στη νήσο της Αγ. Ελένης (1816-1821) ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του Ναπολέοντα, αλλά και πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση των δούλων που είχαν απομείνει στο νησί. Ο φυλακισμένος Ναπολέων (στον οποίον ήλπισαν οι Έλληνες) τον εκτιμούσε επειδή «ίσως αντάλλαξαν μεταξύ τους κάποιες κανονιές» στον πόλεμο. Ένας αφανής Φιλέλληνας ήταν ο ήρωας της Γαλλικής και της Αμερικανικής Επανάστασης Ζιλμπέρ Λαφαγιέτ. Δεν μπόρεσε να δράσει φανερά γιατί είχε προηγουμένως σχετισθεί με τον καρμποναρισμό, όμως επηρέαζε την Ελληνική Επιτροπή του Παρισιού μέσω των μελών της οικογενείας του που συμμετείχαν, και του στενού φίλου του, στρατηγού Guillaume-Mathieu Dumas.[58]

Παράθεσα μερικές λιγότερο πανηγυριζόμενες όψεις του Φιλελληνισμού του 1821, υποστηρίζοντας την άποψη ότι αυτός ήταν η εκδήλωση μιας θεμελιώδους, αλλά όχι ισχυρής και αρραγούς, ευρωπαϊκής ενότητας και ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος παρέλαβε από την κλασσική αρχαιότητα την αξία της ελευθερίας και τις βάσεις για τις έννοιες του φυσικού νόμου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[59] Μακρύτερα από την Ευρώπη ίσως υπήρξαν και μη ευρωκεντρικές προσλήψεις της Επανάστασης, σε μια εποχή όπου υπήρχε ήδη μια παγκοσμιοποίηση στη διάδοση των ιδεών και των ειδήσεων. Κλείνω με μια ενδιαφέρουσα δι-εθνική (trans-national) περίπτωση, ήτοι τον αντίκτυπο που είχε η Επανάσταση στην πρώτη εφημερίδα των απελεύθερων Αφροαμερικανών, την Freedoms Journal, που κυκλοφορούσε από τον Μάρτιο του 1827 στη Νέα Υόρκη. Η εφημερίδα,  που είχε ως κύριο ενδιαφέρον τον αγώνα κατά της δουλείας, είδε στην Ελληνική Επανάσταση έναν αγώνα σκλάβων εναντίον αφεντικών, και στις ειδήσεις από την Ελλάδα έδινε βαρύτητα ανάλογη με τις ειδήσεις από την Αϊτή, την Αφρική και τις Δυτικές Ινδίες. Μεταξύ άλλων, με μεγάλη ικανοποίηση την 21/12/1827 δημοσίευσε την είδηση για τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Ενδιαφέρον είναι το ότι έβλεπε με συμπάθεια και τους γενιτσάρους, τους οποίους (όχι αβάσιμα) θεωρούσε σκλάβους που σφαγιάσθηκαν από τον «τύραννο» Μαχμούτ Β’ (το 1826), καθώς και τις γυναίκες των χαρεμιών που επίσης τις θεωρούσε σκλάβες. Στα φιλελληνικά ποιήματα “Greek Song” και “To Greece” που δημοσίευσε η εφημερίδα, απηχείται το σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος» και περιέχεται η εικόνα των αλυσίδων, το τυπικό σύμβολο σκλαβιάς.[60] Μερικοί στίχοι σε ελεύθερη απόδοση:

Στην Ελλάδα (F.J. 12/10/1827)

Χαίρε, χώρα του Λεωνίδα,  […]

Μη δειλιάζετε, απόγονοι των ηρώων του Μαραθώνα.

Καλύτερα να πέσετε εκεί όπου οι πρόγονοί σας αναπαύονται,

παρά να σέρνετε τις φοβερές οθωμανικές αλυσίδες. […]

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΣΜΑ (F.J. 7 Σεπ. 1827)

Στρατιώτη, σέλωσε το γενναίο άλογο.

Τρέξε, τρέξε στη φωτιά του πολέμου.

Είναι καλύτερα εκεί να ματώσεις και να πεθάνεις,

παρά να σέρνεις την άμαξα του τύραννου. […]

Χτύπα! Χτύπα! Μη θαρρείς ότι πάει χαμένο

το χτύπημα που σπάζει τις αλυσίδες. […]

Εκεί, εκεί που δείχνει ο Καραϊσκάκης!

Εκεί που κυματίζει η ημισέληνος, […]

Το τραγούδι του Γενίτσαρου  (F.J., 4/5/1827)

Για λίγο μόνο, ο τύραννος θα νικήσει,

αλλ’ αυτός και οι πασάδες του, μπροστά μας θα πέσουν.

Η μοίρα που κύλισε τον Σελίμ από το θρόνο μέσα στα αίματα,

θα είναι και δικιά σου, ξιπασμένε Μαχμούτ, τ’ ορκιζόμαστε. […]

Πρόσεχε, σκληρέ Μαχμούτ! Η ώρα σου έφτασε […].

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Barau Denys. “La mobilisation des philhellènes en faveur de la Grèce, 1821-1829”, στο: Cambrézy Luc, Véronique Lassailly-Jacob (eds.) Populations réfugiées: De l’exil au retour [online]. Marseille: IRD Éditions, 2001. Στο https://books.google.gr/ και http://books.openedition.org/irdeditions/6650
  • Brewer David, The Greek War of Independence, Abrams, 2011, κεφ. 14. https://books.google.gr
  • Comerford Patrick, “Sir Richard Church and the Irish Philhellenes in the Greek War of Independence”, στο John Victor Luce et al. (eds.) The Lure of Greece: Irish Involvement in Greek Culture, Literature, History and Politics, εκδ. Hinds, 2007, κεφ. 1. www.hinds.ie/samplePages/52273b8f54149.pdf
  • Craig Calhoun, The Roots of Radicalism: Tradition, The Public Sphere, and Early Nineteenth-Century Social Movements, University of Chicago Press, 2012, https://books.google.gr
  • Crawley C. W., The Question of Greek Independence, Cambridge University Press, 2014, σ. 22, 23, 30, 31. https://books.google.gr
  • Dieli Marta, “The Enlightenment and the Teaching of Ancient Greek Grammar in Greece”, στο  Loughlin F. and Johnston A. (eds.) Antiquity and Enlightenment Culture, Brill, 2020, σ. 173–192. https://brill.com
  • Dimakis Jean, «Το πρόβλημα των ειδήσεων περί της Ελληνικής Επαναστάσεως εις τον Γαλλικόν τύπον», Ελληνικά, 19 (1966), σ. 54-91.
  • Dimakis Jean, La guerre de l’independence Grecque vue par la presse française, …, Paris, 1974.
  • Dimakis Jean, “La presse de Vienne et la question d’orient: 1821-1827”. Balkan Studies, ΙΜΧΑ, 16, (1975), σ. 35-43.
  • Dimopoulos Aristide G., L’opinion publique Francaise et la revolution Grecque, Nancy, 1962
  • Edelstein Dan, συνέντευξη προς τον Alex Shashkevich, “Stanford scholar examines the roots of human rights” για το βιβλίο Edelstein D., “On the Spirit of Rights“ [University of Chicago Press, 2018], 4/1/2019, https://news.stanford.edu/2019/01/04/roots-human-rights/
  • Erdem Güven, “The Image and the Perception of the Turk in Freedom’s Journal”, Journalism History, (2016) 41:4, σ. 191-199, www.academia.edu
  • Gell William, Narrative of a Journey in the Morea, London, 1823. Στο https://books.google.gr.
  • Ghervas Stella, «Le philhellénisme d’inspiration conservatrice en Europe et en Russie», στο Peuples, etats et nations dans le Sud-Est de l’Europe, Bucarest, 2004.  www.academia.edu.
  • Heraclides Alexis and Ada Dialla, Humanitarian Intervention in the Long Nineteenth Century, Manchester University Press, 2015. JSTOR.
  • Jelavich Barbara, Russia’s Balkan Entanglements, 1806-1914, Cambridge University Press, Mar 11, 2004 [1993], σ. 49-76.
  • Kaldellis Anthony, Hellenism in Byzantium. The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition. Cambridge University Press. 2008.
  • Klausing, Kyle J., «We Are All Greeks: Sympathy and Proximity in Shelley‘s Hellas», Scholarly Horizons: University of Minnesota, Morris Undergraduate Journal: (2015) Vol. 2: 2, Art. 3. http://digitalcommons.morris.umn.edu
  • Konstantinou Evangelos, “Graecomania and Philhellenism”, στο European History Online (EGO), έκδοση Leibniz Institute of European History (IEG), Mainz 2012-11-23. http://www.ieg-ego.eu/konstantinoue-2012-en
  • Loosemore Jo, Sailing against slavery, 2008, http://www.bbc.co.uk
  • Loughlin F. & Johnston A., Antiquity and Enlightenment Culture, Brill, 2020. https://books.google.gr
  • Loukides George (ή Γ. Λουκίδης), Δύο ομιλίες του Π. Πατρών Γερμανού στην Αγ. Λαύρα το Μάρτιο 1821,  Academia.edu. 2019.
  • Lucien J. Frary, Russian consuls and the Greek war of independence (1821–31), Mediterranean Historical Review, (2013) 28:1, 46-65, www.tandfonline.com/
  • Maioli, Roger. Review of The Specter of Skepticism in the Age of Enlightenment, by Anton M. Matytsin. The Scriblerian and the Kit-Cats, vol. 51 no. 2, (2019), p. 158-160. Project MUSE, doi:10.1353/scb.2019.0065.
  • Malatras Christos, “The making of an ethnic group: the Romaioi in 12th-13th century”, στο Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα), Δ’ Ευρωπ. Συνέδριο Νεοελλ. Σπουδών, Γρανάδα, 9-12 Σεπ. 2010, επιμ. Κων. Α. Δημάδης.
  • Maltézou Chryssa, «Η διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας στη λατινοκρατούμενη Ελλάδα», Études balkaniques, (1999), 6, σ. 103-119
  • Morris, Ian Macgregor, ‘To Make a New Thermopylae’: Hellenism, Greek Liberation, and the Battle of Thermopylae. Greece & Rome, 2000, vol. 47, 2, pp. 211–230. JSTOR,
  • Nestor-Iskender, The Tale of Constantinople, http://myriobiblion.byzantion.ru/romania-rosia/nestor2.htm. Υπάρχει έκδοση και στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα.
  • Penn Virginia, “Philhellenism in Europe, 1821-1828”. The Slavonic and East European Review, (1938), 16(48), 638–653. www.jstor.org
  • Prousis Theophilus C., «Russian Philorthodox Relief During The Greek War Of Independence», University of North Florida, History Faculty Publications, (1985), 17, σ. 31-62. http://digitalcommons.unf.edu/ahis_facpub/17
  • Prousis, Theophilus C., «British Embassy Reports on the Greek Uprising in 1821-1822: War of Independence or War of Religion?», University of North Florida, History Faculty Publications. (2011). http://digitalcommons.unf.edu/ahis_facpub/21
  • Quack-Μανουσάκη Ρεγγίνα, «Ελληνική Επανάστασις: Η πολιτική του Metternich και η κοινή γνώμη στη Γερμανία». Πελοποννησιακά, Δ’ (1996-97) [1995], σ. 329-338.
  • Swatek-Evenstein Mark, A History of Humanitarian Intervention, Cambridge University Press, 2020, https://books.google.gr
  • Tabaki-Iona Frédérique, “Philhellénisme religieux et mobilisation des Français pendant la révolution grecque de 1821-1827”, Mots. Les langages du politique, 79 / 2005, http://journals.openedition.org/mots/1348.
  • Tachiaos Anthony-Emil N. “The national regeneration of the Greeks as seen by the Russian intelligentsia”, Balkan Studies, (1989) τ. 30, n. 2, p. 291-310. https://ojs.lib.uom.gr/index.php/BalkanStudies/article/view/2211
  • Αποστολίδης Νίκος &  Βελέντζας Κωνσταντίνος, «Ήταν ληστρικά τα δάνεια που λάβαμε από την Αγγλία;», Καθημερινή, 31-3-2020. www.kathimerini.gr/
  • Αργυράκος Γεώργιος & Αργυράκου Κωνσταντίνα-Κορασόν, Η Επανάσταση του ’21 στην Gazette de Lausanne. Ανασκόπηση – Περίληψη των ειδήσεων (Απρίλιος 1821 – Φεβρουάριος 1823). Ελίκρανον, Αθήνα, 2017.
  • Αργυρίου Αστέριος, Les exégeses grecques de lApocalypse a lepoque turque (1453-1821), Εταιρεία Μακεδ. Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1982. http://thesis.ekt.gr/
  • Αρς Γκριγκόρι (1925-2017), σύντομο βιογραφικό, www.dardanosnet.gr/
  • Ευθυμιάδης Απόστολος, «Προσφορά αίματος και θυσιών της Θράκης 1361 – 1829», 1971. http://ainites.gr/wp-content
  • Ιωαννίδου – Μπιτσιάδου Γεωργία, Η ρωσική διπλωματία στη δεύτερη φάση της Ελληνικής Επαναστάσεως (από τα τέλη του 1825 μέχρι το 1830), Βαλκανικά Σύμμεικτα, (1989), 3, σ. 62. https://ojs.lib.uom.gr
  • Καραθανάσης Αθανάσιος Ε. «Γύρω από το γερμανικό φιλελληνισμό. Μαρτυρίες και δοκουμέντα της περιόδου 1821-23». Βαλκανικά Σύμμεικτα, (1981)  τομ. Α’, 45-60.
  • Κατσιαρδή-Hering Όλγα, «Από τις εξεγέρσεις στις επαναστάσεις των χριστιανών υποτελών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (περ. 1530-1821). Μια απόπειρα τυπολογίας», Στο: Τα Βαλκάνια, Εκσυγχρονισμός, ταυτότητες, ιδέες, Συλλογή κειμένων προς τιμήν της καθ. Ν.Ντάνοβα, Herakleio 2014, 575-618. www.academia.edu.
  • Κοντογιώργης Γιώργος, τηλεοπτική ιστορική σειρά «’21. Η Αναγέννηση των Ελλήνων», κανάλι MEGA, 18/19 Απρ. 2019, περίπου 6ο λεπτό. www.megatv.com/21/default.asp?catid=43549
  • Κρεμμυδάς Βασίλης, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Αθήνα, Gutenberg, 2006.
  • Λούβη-Κίζη Ασπασία, «Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο», Αρχαιολογία, (1987), τχ. 25, σ. 26-30. https://www.archaiologia.gr/
  • Λούκος Χρήστος, βιβλιοκρισία του Theophilus C. Prousis (1994) Russian Society and the Greek Revolution. Μνήμων, (1998) 20, σ. 337-340
  • Λουλές Δημ., «Η Ελληνική Επανάσταση και ο βρετανικός τύπος  …», Δωδώνη, 12 (1983), σ. 99-138.
  • Λουλές Δημήτρης, Ο ρόλος της Ρωσίας στη διαμόρφωση του Ελληνικού Κράτους. Αθήνα 1981.
  • Λουλές Δημήτρης, «Ο Βρετανικός τύπος για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου», Μνήμων, 7 (1979), σ. 1-11.  https://ejournals.epublishing.ekt.gr/
  • Μαλατράς Χρήστος, «H Ελληνικότητα του Βυζαντίου στη μεταπολεμική ιστοριογραφία», Ιστορικά Θέματα 104, (2011), 25-37.
  • Παπαγεώργιος Σπυρίδων, «Του Μητροπολίτου Άρτης  Ιγνατίου Α’ Αλληλογραφία», Επετηρίς, Φιλολογ. Σύλλ. Παρνασσός, 1917, σ. 207, 208.
  • Παπουλίδης Κωνσταντίνος Κ., Η Ρωσία και η Ελληνική Επανάσταση τού 1821-1822. 1983, https://ojs.lib.uom.gr
  • Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21, Πολιτιστικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2004.
  • Στείρης Γεώργιος, Οι απαρχές της νεοελληνικής ταυτότητας στο ύστερο Βυζάντιο, 2017. http://indeepanalysis.gr.
  • Τσελίκας Αγαμέμνων, προσωπική επικοινωνία (email), 13/4/2020
  • Φραντζής (ή Σφραντζής) Γεώργιος, Χρονικό Majus, Νέα Ελληνική Λογοτεχνία (Α’ Λυκείου) – Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο), ebooks.edu.gr

Εφημερίδες

  • Algemeine Preussische Staat Zeitung, 1821, στο https://digi.bib.uni-mannheim.de/
  • Freedom’s Journal, στο Wisconsin Historical Society, https://www.wisconsinhistory.org/Records/Article/CS4415
  • Galignani’s Messenger, 1821. https://books.google.gr/
  • Gazette de Lausanne, στο https://www.letempsarchives.ch/
  • Gentleman’s Magazine, στο https://catalog.hathitrust.org/Record/006056643.
  • Moskovskiye Vedomosti (Νέα της Μόσχας), Ιούλ. – Δεκ. 1821, στο https://books.google.cz/

 

[1] Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι ρίζες της ελληνικής εθνικής συνείδησης βρίσκονται στον 13ο αιώνα, λόγω της πολεμικής αντιπαράθεσης με τους Φράγκους. Βλ. π.χ. Maltézou Chryssa, «Η διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας στη λατινοκρατούμενη Ελλάδα», Études balkaniques, 1999, 6, σ. 103-119, επίσης Kaldellis A. (2008). Άλλοι τοποθετούν αυτή την εξέλιξη στο ύστερο Βυζάντιο, π.χ. Στείρης Γεώργιος, «Οι απαρχές της νεοελληνικής ταυτότητας στο ύστερο Βυζάντιο», 2017.

[2] Για μια σύνοψη των διαφόρων απόψεων μέχρι το 2011 βλ. Μαλατράς Χρήστος Μαλατράς Χρήστος, «H Ελληνικότητα του Βυζαντίου στη μεταπολεμική ιστοριογραφία», Ιστορικά Θέματα, 104, Ιούλ. 2011, 25-37. ● Επισκόπηση της θέσης του ελληνισμού στο Βυζάντιο στο Kaldellis Anthony, Hellenism in Byzantium. The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition, 2008. ● Λούβη-Κίζη Ασπασία, «Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο», Αρχαιολογία, 1987, 25, σ. 26-30. ● Malatras Chr., “The making of an ethnic group: the Romaioi in 12th-13th century”, 2010.

[3] Crawley C. W., The Question of Greek Independence, 2014, σ. 22, 23, 30, 31.

[4] Παπουλίδης Κωνσταντίνος Κ., Η Ρωσία και η Ελληνική Επανάσταση…, 1983.

[5] Ιωαννίδου – Μπιτσιάδου Γεωργία, «Η ρωσική διπλωματία στη δεύτερη φάση της Ελληνικής Επαναστάσεως …», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 1989, 3, σ. 62. ● Lucien J. Frary, Russian consuls and the Greek war of independence …, Mediterranean Historical Review, (2013), 28:1, 46-65.

[6] Λούκος Χρήστος, βιβλιοκρισία του Theophilus C. Prousis (1994) Russian Society and the Greek Revolution. Μνήμων, (1998) 20, σ. 337-340.

[7] Συνοπτική παράθεση των εξεγέρσεων, αποπειρών εξεγέρσεων ή επαναστάσεων των Χριστιανών των Βαλκανίων από τον 16ο αιώνα έως και το ’21 υπάρχουν στο Όλγα Κατσιαρδή-Hering, «Από τις εξεγέρσεις στις επαναστάσεις των χριστιανών υποτελών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας …», 2014, σ. 587-603.

[8] Tachiaos Anthony-Emil, “The national regeneration of the Greeks as seen by the Russian intelligentsia”, Balkan Studies, v. 30, n. 2, p. 294-296, 1989.  https://ojs.lib.uom.gr/

[9] Αργυρίου Αστέριος, Les exégeses grecques de l’ Apocalypse a l’epoque turque (1453-1821), 1982, σ. 22-25.

[10] Ghervas Stella, «Le philhellénisme d’inspiration conservatrice en Europe et en Russie”, 2004, σ.105, 106.

[11] Αρς Γκριγκόρι (1925-2017), σύντομο βιογραφικό, www.dardanosnet.gr/

[12] Λουλές Δ., Ο ρόλος της Ρωσίας στη διαμόρφωση του Ελληνικού Κράτους. Αθήνα 1981.

[13] Παραπομπές σε σχετικές μελέτες, πολλές σε ρωσική γλώσσα, μέχρι το 1983, υπάρχουν στο Παπουλίδης Κ., Η Ρωσία και η Ελληνική Επανάσταση, 1983.

[14] Jelavich Barbara, Russia’s Balkan Entanglements, 1806-1914, CUP, Mar 11, 2004 [1993] σ. 49-76.

[15] Prousis Theophilus, Russian Philorthodox Relief During The Greek War Of Independence, 1985.

[16] Ο αριθμός των εφημερίδων στη Ρωσία ήταν σαφώς μικρότερος απ’ ότι στη Δ. Ευρώπη και υπόκειντο σε κρατική λογοκρισία. Μη γνωρίζοντας τη ρωσική έχω μόνο αμυδρά εικόνα των σχετικών ειδήσεων. Παρατηρώ ότι η εφημ. Moskovskiye Vedomosti (Νέα της Μόσχας) που υπάρχει ψηφιοποιημένη στο διαδίκτυο, είχε εκτεταμένες ειδήσεις για την Επανάσταση σε κάθε φύλλο της (2 την εβδομάδα) στο 2ο εξάμηνο του 1821.

[17] Από το βιβλίο Αργυράκος Γ. & Αργυράκου Κ.Κ., Η Επανάσταση του ’21 στην Gazette de Lausanne.– … (Απρίλιος 1821 – Φεβρουάριος 1823). Ελίκρανον, Αθήνα, 2017.

[18] Τότε οι ειδήσεις από την Ανατολή έφταναν στη Δυτ. Ευρώπη με καθυστέρηση έως και ένα μήνα. Ταυτόχρονα, το Νέο Ημερολόγιο της Ευρώπης ήταν 12 ημέρες μπροστά από το Παλαιό της Ελλάδας.

[19] Φραντζής (ή Σφραντζής) Γεώργιος, Χρονικό Majus, κεφ. B’. Νέα Ελληνική Λογοτεχνία (Α’ Λυκείου) – Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο), ebooks.edu.g

[20] Nestor-Iskender, The Tale of Constantinople.  http://myriobiblion.byzantion.ru/romania-rosia/nestor2.htm.

[21] Αργυράκος Γ. & Αργυράκου Κ.Κ., 2017, σ. 36, σημ. 7. … Βλ. π.χ.. Κρεμμυδάς Β., Η Ελληνική Επανάσταση του 1821), 2006, σ. 63.

[22] Morris, Ian Macgregor, ‘To Make a New Thermopylae’: Hellenism, Greek Liberation, and the Battle of Thermopylae. Greece & Rome, (2000), vol. 47, 2, pp. 211–230. JSTOR.

[23] Λεπτομερείς πληροφορίες για τις δημοσιεύσεις εφημερίδων περί Γερμανού υπάρχουν στο Loukides George (ή Γ. Λουκίδης),  «Δύο ομιλίες του Π. Πατρών Γερμανού στην Αγ. Λαύρα το Μάρτιο 1821»,  2019, Academia.edu.

[24] Δεν πρόκειται για υπερβολές. Συνηθιζόταν η αποστολή από την περιφέρεια προς την πρωτεύουσα «τεκμηρίων» ότι ο στρατός κάνει τη δουλειά του. Τέτοιες μακάβριες αποστολές επιβεβαιώνονται από πολλές πηγές.

[25] Prousis Th. C., «British Embassy Reports on the Greek Uprising in 1821-1822: War of Independence or War of Religion?» . Univ. N. Florida, History Faculty Publications, 2011.

[26] Για τη χριστιανική διάσταση του Φιλελληνισμού της Γαλλίας βλ. Tabaki-Iona Frédérique, “Philhellénisme religieux et mobilisation des Français pendant la révolution grecque de 1821-1827”, Mots. Les langages du politique , 79, 2005, http://journals.openedition.org/

[27] Algemeine Preussische Staat Zeitung, 7 & 12 Ιουν. 1821. στο https://digi.bib.uni-mannheim.de/

[28] Penn Virginia (1938). “Philhellenism in Europe, 1821-1828”. The Slavonic and East European Review, 16(48), 638–653. www.jstor.org

[29] Quack-Μανουσάκη Ρεγγίνα, «Ελληνική Επανάστασις: Η πολιτική του Metternich και η κοινή γνώμη στη Γερμανία». Πελοποννησιακά, Δ’ (1996-97) [1995], 329-338. ● Καραθανάσης Αθανάσιος Ε. «Γύρω από το γερμανικό φιλελληνισμό». Βαλκανικά Σύμμεικτα, (1981) τομ. Α’, 45-60.

[30] Penn V. (1938), σ. 649.

[31] Konstantinou Evangelos, “Graecomania and Philhellenism”, στο: European History Online (EGO), Mainz 2012-11-23. www.ieg-ego.eu/konstantinoue-2012-en

[32] Μη εξαντλητική βιβλιογραφία: Dimakis Jean (α) La guerre de l’ independence Grecque vue par la presse française, …, Paris, 1974. (β) La presse de Vienne et la question d’orient: 1821-1827. Balkan Studies, ΙΜΧΑ, 16, (1975), σ. 35-43. (γ) Το πρόβλημα των ειδήσεων περί της Ελληνικής Επαναστάσεως εις τον Γαλλικόν τύπον, Ελληνικά, 19 (1966), σ. 54-91.● Dimopoulos Aristide G., L’opinion publique Francaise et la revolution Grecque, Nancy, 1962. ● Λουλές Δημ., «Η Ελληνική Επανάσταση και ο βρετανικός τύπος  …», Δωδώνη, 12 (1983), σ. 99-138.

[33] Penn V. (1938), σ, 645.

[34] Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, , Α’, 399, Αθήνα, 2004.

[35] Gell William, Narrative of a Journey in the Morea, London, 1823, σ. 13, 14. Ο ίδιος σχολιάζει καυστικά και τη συνήθεια των Ευρωπαίων να φτύνουν στο πάτωμα, κάτι που απεχθάνονται Έλληνες και Τούρκοι (σ. 11, 12).

[36] Πολλές παραπομπές σε απομνημονεύματα και άλλα γραπτά Φιλελλήνων υπάρχουν στο 5/τομο έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21.  Αρκετά τέτοια απομνημονεύματα διατίθενται στο διαδίκτυο ελεύθερα ψηφιοποιημένα στο https://books.google.gr, στο archive.org κ.ά.

[37] Gentleman’s Magazine, Ιούλιος-Δεκ. 1821, vol. 91, part 2, σ. 366.

[38] Η μόδα της διακόσμησης των μεγαλουπόλεων δια της αρπαγής έργων τέχνης, στη νεώτερη εποχή άρχισε από το Παρίσι του Ναπολέοντα. Το Λονδίνο «σύρθηκε» σ’ αυτή τη μόδα από την ανάγκη να ανταγωνιστεί το Παρίσι σαν παγκόσμιο κέντρο τέχνης.

[39] Μάλλον αναφέρονταν σε διωγμούς και εκτελέσεις που έγιναν στην Φιλιππούπολη το 1822. Βλ. Ευθυμιάδης Απόστολος, 1971, σ. 14.

[40] Loosemore Jo, Sailing against slavery, 2008, www.bbc.co.uk.

[41] Άρθρο της St. James’s Chronicle (Λονδίνο) αναδημοσιευμένο στην Galignani’s Messenger, 11 Απρ. 1821. Η G.M. εκδιδόταν σε αγγλική γλώσσα στο Παρίσι από τον Ιταλό Giovanni Antonio Galignani.

[42] Prousis Theophilus, 1985, σ. 40-49.

[43] Heraclides Alexis and Ada Dialla, Humanitarian Intervention in the Long Nineteenth Century, Manchester University Press, 2015, σ. 106. JSTOR.

[44] Αποστολίδης Νίκος &  Βελέντζας Κωνσταντίνος, «Ήταν ληστρικά τα δάνεια που λάβαμε από την Αγγλία;», Καθημερινή, 31-3-2020. www.kathimerini.gr

[45] Swatek-Evenstein Mark, A History of Humanitarian Intervention, 2020, σ. 58. Books.google.gr

[46] Λουλές Δ., «Ο Βρετανικός τύπος για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου», Μνήμων, 7 (1979), σ. 1-11.

[47] Heraclides A. & Ada Dialla, Humanitarian Intervention …, σ. 117.

[48] Loughlin F. & Johnston A., Antiquity and Enlightenment Culture, 2020, σ. 5, 6.

[49] Maioli, Roger. Review of The Specter of Skepticism in the Age of Enlightenment, by Anton M. Matytsin. The Scriblerian and the Kit-Cats, vol. 51 no. 2,(2019), p. 158-160.

[50] Dieli M., “The Enlightenment and the Teaching of Ancient Greek Grammar …”, 2020, σ. 174.

[51] Κοντογιώργης Γιώργος, τηλεοπτική ιστορική σειρά «’21. Η Αναγέννηση των Ελλήνων», κανάλι MEGA, 18/19 Απρ. 2020, περίπου 6ο λεπτό. www.megatv.com/21/default.asp?catid=43549

[52] Τσελίκας Αγαμέμνων, προσωπική επικοινωνία (email), 13 Απρ. 2020.

[53] Klausing, Kyle J. (2015) «‘We Are All Greeks:’ Sympathy and Proximity in Shelley‘s Hellas,» Scholarly Horizons: Univ. of Minnesota, Morris Undergraduate J. vol. 2: 2, art. 3, σ. 16, 17.

[54] Craig Calhoun, The Roots of Radicalism: …, 2012, σ. 272.

[55] Comerford Patrick, “Sir Richard Church and the Irish Philhellenes in the Greek War of Independence”, 2007, κεφ. 1.

[56] Brewer David, The Greek War of Independence, Abrams, 2011, κεφ. 14. Books.google.gr

[57] Προκύπτει από επιστολή του Δημητρίου Σχινά προς τον Μητροπολίτη Άρτης Ιγνάτιο Α’, τον Ιανουάριο του 1816. Παπαγεώργιος Σπυρίδων, «Του Μητροπολίτου Άρτης Ιγνατίου Α’ Αλληλογραφία», Επετηρίς, Φιλολογ. Σύλλ. Παρνασσός, 1917, σ. 207, 208.

[58] Barau Denys. “La mobilisation des philhellènes en faveur de la Grèce, …”, 2001, σ. 48.

[59] Edelstein Dan, συνέντευξη “Stanford scholar examines the roots of human rights”, 4/1/2019, https://news.stanford.edu

[60] Freedom’s Journal, ψηφιοποιημένο, Wisconsin Historical Society. www.wisconsinhistory.org/ ● Erdem Güven, “The Image and the Perception of the Turk in Freedom’s Journal”, Journalism History, (2016), 41:4, σ. 191-199, academia.edu. Το άρθρο επεκτείνεται και σε ιστορικά θέματα μη σχετικά με τον τίτλο, και εμφανώς προωθεί μια ωραιοποιημένη εικόνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 

 

Η ΕΕΦ παρουσιάζει από την συλλογή της, μία ιδιαίτερα σημαντική επιστολή του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη προς τον γιό του Ιωάννη (Γενναίο) Κολοκοτρώνη, η οποία εστάλη τον Ιούλιο του 1826, όταν ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει σχεδόν όλη την Πελοπόννησο, και οι Έλληνες είχαν χάσει το ηθικό τους.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Σχέδιο του Γερμανού Φιλέλληνα στρατιωτικού Karl Krazeisen, (1794-1878).

Ιωάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνη. Γιός του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη.

Από την επιστολή αυτή συγκρατούμε δύο σημεία.

Το πρώτο είναι ότι ο Κολοκοτρώνης ζητά από τον γιό του να γράψουν σε όλα τα χωριά, να βγουν οι κάτοικοι από «τις τρύπες τους», και να έρθουν βοηθήσουν, διότι «αυτό που θα τους σώσει είναι τα στήθη τους». Δηλαδή ο αγώνας τους και οι προσπάθειές τους.

Το δεύτερο είναι μία αναφορά που κάνει ο Κολοκοτρώνης στα Φιλελληνικά Κομιτάτα της Ευρώπης. Σημειώνει στην επιστολή του ότι έλαβε στο Άστρος ένα φορτίο με ζωοτροφές που προερχόταν από τα υπό Αγγλική διοίκηση Κύθηρα. Στη συνέχεια ενημερώνει τον γιό του, ότι ο πρόεδρος των Φιλελληνικών κομιτάτων, του είπε «να ζητήσει ότι θέλει και θα το έχει». Όπλα, πολεμοφόδια, τροφές. «Φθάνει μόνο και εμείς να κινούμεθα και να μην κοιμούμεθα».

Το αίτημα αυτό έχει πολλές αναγνώσεις. Πέραν της προφανούς, υπάρχει και μία πολύ σημαντικότερη.

Τρείς μήνες  μετά την πτώση του Μεσολογγίου, και ενώ η φλόγα της Επανάστασης άρχιζε να σβήνει, τα Φιλελληνικά κομιτάτα ήταν παρόντα, και έτοιμα να προσφέρουν πλήρη βοήθεια όλων των ειδών στους Έλληνες. Μάλιστα τα Φιλελληνικά κομιτάτα είχαν στήσει μηχανισμούς για την αποστολή των εφοδίων και του εξοπλισμού και την ασφαλή παράδοσή τους στους Έλληνες.

Όμως οι Έλληνες όφειλαν να κινούνται και να μην κοιμούνται και για έναν άλλο λόγο.

Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ήταν ζήτημα απόλυτης προτεραιότητας να αποδείξουν οι Έλληνες ότι η Επανάσταση δεν είχε σβήσει, διότι σε αντίθετη περίπτωση δεν θα μπορούσε το αίτημα σύστασης ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους να παραμείνει στην ημερήσια διάταξη των διπλωματικών φόρουμ και διαπραγματεύσεων.

Η δράση, η άσκηση πίεσης προς τις κυβερνήσεις που ασκούσαν οι Φιλέλληνες σε όλη την Ευρώπη, δεν θα είχαν κανένα λόγο ύπαρξης εάν οι Έλληνες είχαν συνθηκολογήσει ή συμβιβαστεί με τους Τούρκους, και οι συγκρούσεις είχαν σταματήσει.

H επιστολή αυτή αποτελεί ένα αποδεικτικό στοιχείο ιστορικής σημασίας, σχετικά με τη προσήλωση και τη σπουδαιότητα του φιλελληνικού κινήματος στην Ευρώπη, κάτι για το οποίο η Ελλάδα θα εκφράζει αιώνια την ευγνωμοσύνη της.

 

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της επιστολής.

 

«Τω Γενναιοτάτω Καπ(ετάν) Ιωάννη Θ. Κολοκοτρώνη.
                                                                   εις στεμνίτζαν

παιδί μου Γιάννη σε εύχομαι πατρικώς.

από το προχθεσινόν μου κοινόν προς τους τρεις σας επληροφορήθης όσα έως τότε διέτρεχον ενταύθα. τώρα δε σε ειδοποιώ ότι σήμερον ελπίζω άφευκτα να πάρη τέλος κάθε ομιλία μας, και ν΄ αναχωρήσωμεν έως αύριον. και τούτο εστάθη αιτία της αργητάς μου, διότι να έλθω επίτηδες κάτι να κάμω, και να φύγω χωρίς να κατορθώσω τίποτε δεν το εκρίναμεν καλόν. από τον κερασιώτην και από άλλα μέρη πληροφορούμαι ότι ο εχθρός άρχισε και μετακομίζει εις  τριπολιτζάν τας τροφάς του ολοένα, και ότι ευρίσκεται τεντωμένος εις του σινάνου τον Κάμπον. το κατά του Μάνεσι στρατόπεδον μετέβη μεταξύ λογγανίκου και Κοτίζας δια να παρατηρή πλησιέστερον τα κινήματα του εχθρού. το προχθεσινόν σας γράμμα έλαβον με τον παρόντα, και ίδα ότι και σεις μετέβητε εις στεμνίτζαν και εκάματε καλά, πλήν πρέπει να συναγροικηθήτε με τον  θείον σου Κολιόπουλον, να μην φύγη από τον ατζίχολον, και να σταθής και του λόγου σου αυτού με τον αδελφόν κυρ΄ Δημητράκην ον και ασπάζομαι, δια να παρατηρήτε συμφώνως τα εχθρικά κινήματα, και γράψατε εις όλα τα χωρία και βιάσατε τους όλους να έλθουν τι εσκόρπισαν εις ταις τρύπαις των. αυταί δεν θα τους γλυτώσουν αλλά τα στήθη των. ο αντιστράτηγος Νοταράς ελπίζω να έφθασεν αυτού, και αν δεν έφθασε αγροικηθήτε με αυτόν να φθάση, καθώς θέλετε αγροικηθήτε και με κάθε άλλον τον οποίον γνωρίζετε πατριώτην. ζωοτροφίαι μου εστάλησαν κατά το παρόν από τζερίγον, ένα φορτίον εις άστρος, και κατόπιν μου στέλνουν και άλλαις όπου τους γράψω. μου γράφει ο πρόεδρος των κομιτάτων της ευρώπης από φιορέντζα ότι να του γράψω να μου στείλει ό,τι θέλω, τροφάς πολεμοφόδια άρματα και ό,τι άλλο, φθάνει μόνον να κινούμεθα και ημείς, και να μην κοιμούμεθα. περί του ερχομού σου παιδί μου οπού μου γράφεις να σου δώσω την άδειαν, στοχάσου το και μόνος σου αν ήναι καλόν εις αυτόν τον βρασμόν, αν μας δίδει καλήν υπόληψιν. εγώ αν δεν με προσκαλούσαν δεν ηρχόμουν ποτέ, δια τούτο στάσου αυτού και αναβαίνοντας και εγώ επάνω αγροικούμεθα πάλιν, και όπως κριθή εύλογον τότε γίνεται εύκολα.  κατά το παρόν δεν συμφέρει καθόλου. κανένα νέον δεν έχομεν να σου φανερώσω, μένω δε

ο πατήρ σου
Θ. κολοκοτρώνης
τη 8 Ιουλίου 1826
Ναύπλιον»