O Συνταγματάρχης Κάρολος – Νικόλαος Φαβιέρος (Charles – Nicolas Fabvier) παραμένει αναμφισβήτητα ο πιο σημαντικός ανάμεσα στους Γάλλους Φιλέλληνες που έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση.
Γεννήθηκε το 1782 στην πόλη Pont-à-Mousson της Γαλλίας. Προερχόταν από οικογένεια νομικών με ευγενή καταγωγή και είχε αποκτήσει τον τίτλο του βαρόνου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Jean-Charles και η μητέρα του Anne-Christine Richard. Αποφοίτησε από την Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού το 1804 ως αξιωματικός του Πυροβολικού και συμμετείχε στους ναπολεόντειους πολέμους. Το 1806-1807 πολέμησε στη Δαλματία μαζί με τον Στρατάρχη Marmont. Ακολούθως, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1808 στην Περσία, προκειμένου να οργανώσει τον Περσικό στρατό. Το 1811 πολέμησε στον στρατό του Ναπολέοντος μαζί με τις μονάδες των Πολωνών και τον αξιωματικό Poniatovski. Την περίοδο αυτή τραυματίστηκε.
Το ίδιο έτος επέστρεψε στη Γαλλία, εντάχθηκε εκ νέου στον Γαλλικό στρατό με τον βαθμό του λοχαγού, και χρίσθηκε υπασπιστής του Στρατάρχη Marmont, στο πλευρό του οποίου συμμετείχε στην εκστρατεία στην Ισπανία. Το 1812 πολέμησε με τη Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα στη Ρωσία, όπου τραυματίστηκε και πάλι. Στη συνέχεια, έλαβε μέρος στην εκστρατεία του 1813, πάλι στο πλευρό του Marmont, όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητα του και προήχθη στον βαθμό του Συνταγματάρχη σε ηλικία μόλις 31 ετών. Το 1814, ο Ναπολέων τον τίμησε με το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής. Ήταν μάλιστα ο νεότερος που έλαβε ποτέ το μετάλλιο αυτό. Παράλληλα, ο Ναπολέων του ανέθεσε να υπογράψει την παράδοση της πόλης του Παρισιού στους αντιπάλους του της Ιεράς Συμμαχίας.
Έκτοτε, παρέμεινε στη Γαλλία. Από το 1817 μέχρι και το 1823, συμμετείχε σταδιακά και ενεργά σε συνωμοσίες εναντίον του καθεστώτος των Βουρβόνων, για τις οποίες τιμωρήθηκε. Το 1818 τέθηκε εκτός υπηρεσίας, όπως οι περισσότεροι αξιωματικοί του ναπολεόντειου στρατού. Το 1820 συμμετείχε σε μια ακόμη αποτυχημένη εξέγερση κατά των Βουρβόνων, γεγονός που επέφερε την καταδίκη του. Το ίδιο επαναλήφθηκε και το 1822. Το έτος αυτό συνδέθηκε με την μυστική οργάνωση των καρμπονάρων, μέλη της οποίας υπήρξαν και επιφανείς Έλληνες που διέμεναν στην Ιταλία. Ακολούθως, μετέβη στην Ισπανία και έλαβε μέρος στην επανάσταση κατά του μοναρχικού καθεστώτος. Κυνηγημένος από τη γαλλική αστυνομία, βρήκε καταφύγιο στην Αγγλία, και από εκεί ταξίδευσε στην Ελλάδα.
Ο Φαβιέρος ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα τέλη του 1823 με το ψευδώνυμο «Borel». Ο βιογράφος του, Debidour, αναφέρει ότι από εκείνη τη στιγμή ο Φαβιέρος άρχισε να μαθαίνει την ελληνική γλώσσα την οποία είχε διδαχθεί στην αρχαία της μορφή στην παιδική του ηλικία. Αποβιβάσθηκε στο Ναβαρίνο με στόχο να εξετάσει τις συνθήκες και να επιχειρήσει να δημιουργήσει «μια γεωργική και βιομηχανική αποικία» για τους εξόριστους συντρόφους του. Δηλαδή, τους βοναπαρτιστές Γάλλους και Ιταλούς που είχαν σε πρώτη φάση καταφύγει κυρίως στην Ισπανία και την Αγγλία.
Στην Ελλάδα συνεργάσθηκε με τις Ελληνικές δυνάμεις, και μάλιστα συμμετείχε στην μάχη για την κατάληψη του φρουρίου της Κορώνης, η οποία απέτυχε. Στη συνέχεια ταξίδευσε σε όλη την χώρα, μυστικά, για να καταλήξει τελικά στο Ναύπλιο, το 1825.
Η Ελληνική Κυβέρνηση ενέκρινε τα σχέδιό του για την οργάνωση αποικίας, και του παραχώρησε μια έκταση 3.000 με 4.000 εκταρίων (30.000 – 40.000 στρέμματα), για τη δημιουργία της. Μάλιστα συμφωνήθηκε ένα τίμημα και ορίσθηκε ότι η πρώτη δόση έπρεπε να καταβληθεί την 1η Ιανουαρίου 1826. Παράλληλα, ο Φαβιέρος ανέλαβε να καταρτίσει ένα πρόγραμμα, σκοπός του οποίου ήταν να μυήσει τους Έλληνες στις σύγχρονες τεχνικές της γεωργίας και της βιομηχανίας. Ο στόχος ήταν να μπορέσει η Ελλάδα να παράγει προϊόντα τα οποία μέχρι τότε εισήγαγε από το εξωτερικό. Επιπλέον, ο Φαβιέρος ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει ολοκληρωμένη στρατιωτική βοήθεια, να συμβάλει στην κατασκευή οπλοστασίων και οχυρωματικών έργων, να προσφέρει εκπαίδευση στρατιωτικής τακτικής και να εγκαθιδρύσει μια στρατιωτική ακαδημία.
Η κρισιμότητα της κατάστασης, οι διαρκείς συγκρούσεις στην Ελλάδα, και στη συνέχεια η άφιξη του τουρκο-αιγυπτιακών στρατευμάτων, δεν επέτρεψαν την υλοποίηση του πρώτου σχεδίου. Προχώρησε όμως η οργάνωση του στρατού. Ο Φαβιέρος μετέβη και πάλι στην Ευρώπη προκειμένου να συνεννοηθεί με τα Φιλελληνικά Κομιτάτα, να συγκεντρώσει χρήματα από τους Γάλλους υποστηρικτές της Ελληνικής Επανάστασης, να στρατολογήσει εθελοντές και να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες για τη μετάβασή τους στην Ελλάδα. Την περίοδο αυτή, η γαλλική μυστική αστυνομία τον παρακολουθούσε στενά. Χάρη στις προτροπές του Φαβιέρου, ένα πλήθος από στρατιωτικούς της Γαλλικής Επανάστασης, κυρίως βοναπαρτιστές, κατέφθασαν στην Ελλάδα κατά τα έτη 1824 και 1825. Οι Φιλέλληνες αυτοί ξεχώριζαν από τους προηγούμενους συναδέλφους τους, από το γεγονός ότι σχεδόν όλοι ήταν αξιωματικοί μιας ορισμένης ηλικίας με μεγάλη στρατιωτική πείρα στα θέατρα της μάχης και όχι ρομαντικοί σπουδαστές.
Το 1825 ο Φαβιέρος μετέβη εκ νέου στην Αγγλία για λίγο καιρό για να ολοκληρώσει τις επαφές του, και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα την εποχή που ο Ιμπραήμ είχε ήδη φθάσει στην Πελοπόννησο. Η Ελληνική Κυβέρνηση είδε στο πρόσωπο του Φαβιέρου το άτομο εκείνο που ήταν κατάλληλο και έμπειρο προκειμένου να οργανώσει ένα Τακτικό Στρατό ανάλογο με αυτόν του Ιμπραήμ. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Φαβιέρος ανέλαβε τη διοίκηση, καθώς και την εκπαίδευση του τακτικού στρατεύματος (την οποία είχε μέχρι τότε ο Συνταγματάρχης Παναγιώτης Ρόδιος), στο Ναύπλιο, στις 30 Ιουλίου 1825. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι πριν τον Ρόδιο, την ευθύνη είχε ο άλλος μεγάλος Γάλλος φιλέλλην, Joseph Baleste .
Στη συνέχεια, και χάρη στη στρατολόγηση ενός μεγάλου αριθμού εθελοντών από την Ελλάδα, άλλα και την άφιξη αρκετών νέων Ελλήνων και Φιλελλήνων που κατέφθαναν από την Ευρώπη, σχηματίσθηκαν δύο τάγματα. Καθένα εκ των οποίων αποτελείτο από τέσσερεις λόχους. Στο Τακτικό αυτό Σώμα εντάχθηκε επίσης ένα μικρό τμήμα Ιππικού κι ένα τμήμα Πυροβολικού. Επίσης οργανώθηκε και μία μικρή μουσική μπάντα. Παράλληλα, από τον Σεπτέμβριο του 1825, άρχισε να λειτουργεί στο Ναύπλιο ένα οπλοστάσιο, το οποίο ήταν επιφορτισμένο με την επισκευή των παλαιών τυφεκίων και πυροβόλων, αλλά και με την κατασκευή οπλισμού και οβίδων προς χρήση του Πυροβολικού. Επιπλέον, παραγγελθήκαν στολές και οπλισμός από το εξωτερικό.
Στις 5 Οκτωβρίου 1825, ο Φαβιέρος και το Τακτικό Σώμα του, με εξαίρεση ένα τάγμα το οποίο έμεινε στο Ναύπλιο ως τάγμα φρουράς, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Άμα τη αφίξει του, ο Φαβιέρος κυκλοφόρησε προκήρυξη προς τους κατοίκους της πόλης στην οποία υπογράμμιζε την αξία του Τακτικού Σώματος και τους παρακινούσε να καταταγούν στον στρατό. Σύντομα, η δύναμη του στρατεύματος ανήλθε στους 4.000 άνδρες, γεγονός που οδήγησε τον Φαβιέρο στην αύξηση της δύναμης των υφιστάμενων ταγμάτων και στη συγκρότηση νέων. Χάρη στη διοίκηση του Φαβιέρου, το Τακτικό Σώμα ασκείτο συστηματικά από φιλέλληνες αξιωματικούς, ακολουθώντας το γαλλικό πρότυπο ασκήσεων και κατάφερε να καταστεί αξιόμαχο μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Οι αξιωματικοί προάγονταν ύστερα από εισήγηση του Φαβιέρου, κατ’ αρχαιότητα ή κατ’ επιλογή γι’αυτούς που θα διακρίνονταν στην υπηρεσία τους. Η ιεραρχία των βαθμών ήταν η γαλλική. Ο Φαβιέρος επιθεωρούσε όλο το Σώμα και σύμφωνα με τον Χρήστο Βυζάντιο, μεριμνούσε για τα πάντα.
Τον Σεπτέμβριο του 1825, ο Φαβιέρος με τον Τακτικό Στρατό πήρε μέρος στις πολιορκία της Τριπολιτσάς (την οποία είχε καταλάβει ο Ιμπραήμ). Κατά τα τέλη του Οκτωβρίου, ο Τακτικός Στρατός έλαβε μέρος σε εκστρατεία στις Σπέτσες. Το επόμενο έτος εξαντλήθηκαν οι οικονομικοί πόροι, και το Τακτικό Σώμα αντιμετώπισε προβλήματα στην συντήρησή του. Την περίοδο αυτή το Σώμα συμμετείχε σε μία εκστρατεία στην Κάρυστο, η οποία τελικά απέτυχε. Η έλλειψη πόρων, οι απώλειες λόγω των στρατιωτικών επιχειρήσεων, των ασθενειών και της λιποταξίας, οδήγησαν σε μείωση της δύναμης του Σώματος. Έτσι ο Φαβιέρος προχώρησε στην αναδιοργάνωσή του, στις 20 Ιουλίου 1826. Ακολούθως, το Σώμα έλαβε μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Αττικής υπό την ανώτατη διοίκηση του Καραϊσκάκη. Ενδεικτική της συνεργασίας αυτήν την περίοδο, είναι μία επιστολή που απευθύνει στον τελευταίο ο Φαβιέρος στις 12 Οκτωβρίου 1826 και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα.
Στη μάχη στο Χαϊδάρι, το Τακτικό Σώμα πολέμησε γενναία. Μετά από αυτό, το Σώμα εγκαταστάθηκε στα Μέθανα, όπου ο Φαβιέρος οργάνωσε μόνιμες εγκαταστάσεις για τη διαμονή και την εκπαίδευση των στρατιωτών τις οποίες ονόμασε «Τακτικούπολη».
Η βασική, και πιο ηρωική πράξη του Τακτικού Σώματος, ήταν τον Δεκέμβριο του 1826, η ενίσχυση της φρουράς της Ακροπόλεως την οποία απειλούσε και πολιορκούσε τότε ο Ρεσχίδ Πασάς. Ο Συνταγματάρχης Φαβιέρος, επικεφαλής 650 ανδρών, τη νύκτα της 13ης Δεκεμβρίου, κατάφερε να σπάσει τον αποκλεισμό και να ενισχύσει τη φρουρά της Ακρόπολης με άνδρες και πολεμοφόδια. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης αυτής, κινδύνευσε η ζωή του, καθώς προσβλήθηκε από τύφο. Αυτή η τολμηρή πράξη, η οποία παρέτεινε για τέσσερις μήνες την άμυνα της Ακρόπολης, είχε πολύτιμη αξία για την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης, καθώς η αντίσταση στην Ακρόπολη διευκόλυνε τις εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο που κατέληξαν στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, ναυμαχία εξαιρετικά σημαντική για την ιστορία του Ελληνικού έθνους.
Παρά τις προσπάθειες της Κυβέρνησης, η κατάσταση του Τακτικού Σώματος το 1827 δεν βελτιώθηκε καθόλου. Η δύναμή του μειωνόταν συνεχώς, εξαιτίας της έλλειψης πόρων και μέσων, και κυρίως λόγω του ασταθούς πολιτικού κλίματος που επικρατούσε στην Ελλάδα. Ο Φαβιέρος, προκειμένου να αποφύγει την ολοκληρωτική διάλυση του στρατού, δέχθηκε πρόταση των Προεστών της Χίου να οργανώσει μία εκστρατεία για την απελευθέρωση του νησιού. Η άφιξη του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, βρήκε επομένως το Τακτικό Σώμα να πολεμά στη Χίο. Δυστυχώς, η εκστρατεία αυτή απέτυχε και το Τακτικό Σώμα επέστρεψε στα Μέθανα. Οι λόγοι της αποτυχίας, όπως και στην περίπτωση της Καρύστου, είναι πολλοί. Κυρίως η κακή συνεργασία μεταξύ του Τακτικού Σώματος και των ατάκτων, και η έλλειψη συντονισμού. Ακόμη, στην περίπτωση της Χίου διεκόπη και η τροφοδοσία (ο Μιαούλης ήταν απασχολημένος με την καταπολέμηση της πειρατείας και δεν ήταν σε θέση να τους συνδράμει από θαλάσσης). Παράλληλα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ήταν δύσκολο να ενταχθεί η Χίος στις διεκδικήσεις των Ελλήνων για τα σύνορα του μελλοντικού Ελληνικού κράτους. Ο Φαβιέρος κατηγορήθηκε ότι ανέλαβε μια άσκοπη πολεμική επιχείρηση, και μάλιστα παράνομη, και οδηγήθηκε σε δίκη.
Η αποτυχία αυτή ήταν η πρώτη αφορμή για να τεθούν σε δοκιμασία οι σχέσεις ανάμεσα στον Φαβιέρο και τον νέο Κυβερνήτη, παρότι στην αρχή αυτές φαίνονταν αρκετά φιλικές. Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας είχε διαφορετικές απόψεις για τον χαρακτήρα του στρατού, ενώ φαίνεται ότι τον ενοχλούσαν οι φιλελεύθερες πεποιθήσεις του Φαβιέρου. Η κατάσταση αυτή ενόχλησε τον Φαβιέρο, ο οποίος υπέβαλε την παραίτησή του στις 22 Μαΐου 1828. Η διαφωνία αυτή οξύνθηκε όταν ο Φαβιέρος επέστρεψε αργότερα στην Ελλάδα με το Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του Μοριά, και ζήτησε να του ανατεθεί εκ νέου η αρχηγία του Τακτικού Στρατού. Ο Καποδίστριας απέρριψε τις προτάσεις του και ο Φαβιέρος, απογοητευμένος, εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα για τη Γαλλία στις αρχές του 1829, παίρνοντας μαζί του και τον Έλληνα υπηρέτη του, έναν δεκανέα ονόματι Θηραμένη.
Στη Γαλλία, το 1830, ο Φαβιέρος συμμετείχε στην Ιουλιανή Επανάσταση και κατόπιν, έγινε φρούραρχος στο Παρίσι. Το 1831, παντρεύτηκε την Ισπανίδα Maria de las Nieves-Catherine Martinez de Harvas, με την οποία απέκτησε έναν υιό, τον Louis-Eugène, το ίδιο έτος. Το 1839 έγινε Γενικός Επιθεωρητής του Γαλλικού στρατού, το 1845 μέλος της γαλλικής εθνοσυνέλευσης και το 1849 βουλευτής της Meurthe. Τέθηκε σε αποστρατεία το 1848, και ορίσθηκε πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία στη Δανία. Το 1851 αποσύρθηκε οριστικά από τον δημόσιο βίο. Πέθανε το 1855 στο Παρίσι, έχοντας αποκομίσει έντεκα πληγές στο κορμί του από τη συμμετοχή του σε μάχες κατά τη διάρκεια της ζωής του.Στην Ελλάδα, η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας τον ανακήρυξε Έλληνα πολίτη και ο βασιλέας Όθων τον τίμησε με τον Μεγάλο Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος. Την ημέρα του θανάτου του, 15 Σεπτεμβρίου 1855, επιβλήθηκε πένθος τριών ημερών στον Ελληνικό Στρατό και η Ακρόπολη φωταγωγήθηκε ανάλογα. Επιπλέον, το Ελληνικό κράτος έθεσε σε κυκλοφορία αναμνηστικά μετάλλια και γραμματόσημα εξ αφορμής της εκατονταετηρίδας από την ηρωική μάχη στην Ακρόπολη.
Για την πλειονότητα των Ελλήνων ιστορικών, ο Συνταγματάρχης Φαβιέρος παραμένει μια σύνθετη και πολύπλοκη προσωπικότητα. Παρά τις αντιφατικές απόψεις τους, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ήταν άνδρας μεγάλης πολεμικής πείρας, θαρραλέος και γενναίος αξιωματικός, που διέθετε οργανωτικό ταλέντο. Αγνοούσε όμως εν μέρει τη μέθοδο και τις τεχνικές πολέμου των οπλαρχηγών, οι οποίοι αρνούνταν να ενταχθούν στον Τακτικό Στρατό και απέφευγαν τη συνεργασία και τον συντονισμό μαζί του. Πράγμα που δημιουργούσε μία σοβαρή δυσλειτουργία.
Ο Φαβιέρος πάντως αναγνώριζε την γενναιότητα των Ελλήνων οπλαρχηγών, ενώ από την άλλη, πολλοί οπλαρχηγοί κατανοούσαν το πρόβλημα αυτό. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη: «Καθίσαμεν καμπόσο εἰς τὴ Νύδρα. Μὄδωσαν ἕνα καλὸ ἀποδειχτικὸν κι᾿ ἄλλο διὰ τὰ χρήματά μου, πῆρα κι᾿ ἀπ᾿ οὕλους τοὺς στρατιῶτες ὁποῦ τἄλαβαν ἐξ ἰδίων μου καὶ σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὴν Διοίκηση καὶ τῆς εἶπα ὅτι θὰ διαλύσω τὸ σῶμα μου καὶ θὰ μπῶ εἰς τὸ ταχτικὸν ἁπλὸς στρατιώτης (μ᾿ εἶχαν κάμη καὶ στρατηγόν). Τοὺς εἶπα: ‘’Ἡ πατρὶς χωρὶς ταχτικὸν δὲν πάγει ὀμπρὸς καὶ θὰ μπῶ ῾σ αὐτό’’. Πάσκισαν, δὲν μπόρεσαν νὰ μὲ βαστήξουν. Πέταξα τὸν βαθμό μου καὶ διάλυσα τὸ σῶμα μου· πῆρα καμπόσους ἀξιωματικούς μου νὰ πάγω εἰς τὴν Ἀθήνα, ὁποὖναι ὁ Φαβγές (Φαβιέρος), νὰ γυμναστῶ ὡς ἁπλὸς στρατιώτης».
Ο μεγάλος Γάλλος φιλέλληνας ήταν ένας ειλικρινής και ανιδιοτελής φίλος της Ελλάδας, εμπνευσμένος από τις αξίες του Ελληνικού πολιτισμού, υπόδειγμα ηγέτη, που ασκούσε τα καθήκοντά του με δικαιοσύνη, ευσυνειδησία και γενναιοφροσύνη. Είχε ισχυρό χαρακτήρα, πείσμα και επιμονή. Λάμβανε πάντα μέριμνα για τους στρατιώτες του, καθώς τους αγαπούσε πολύ, όπως καταμαρτυρεί τόσο ο Χρήστος Βυζάντιος, όσο και ο Henri Fornèsy. Την ίδια εκτίμηση εκφράζει και ο Victor Hugo όταν περιγράφει τον Φαβιέρο μέσα στη Γαλλική εθνοσυνέλευση στο έργο του Choses Vues. Όπως αναφέρει ο Hugo, οι στρατιώτες του τον έβλεπαν όχι σαν αρχηγό, άλλα σαν θεό. Μάλιστα του αφιερώνει κι ένα ποίημα στη συλλογή του Orientales. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Φαβιέρος φόρεσε από την πρώτη στιγμή φουστανέλα και μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι, παρόμοιο εκείνων που φορούσαν οι Έλληνες στρατηγοί Νικηταράς και Μακρυγιάννης. Ο Φαβιέρος γενικά είχε προσαρμοσθεί τόσο πολύ στη ζωή των Ελλήνων αγωνιστών, ώστε όταν τον έβλεπαν άγνωστοι δεν μπορούσαν πιστέψουν ότι δεν ήταν Έλληνας.
Η βαθιά αγάπη του Φαβιέρου για τους στρατιώτες του φαίνεται και από το γεγονός ότι τους αποκαλούσε «παιδιά του» και κατ’ επέκταση, οι στρατιώτες του τον αποκαλούσαν «πατέρα». Αυτό καταγράφεται σε πολλές επιστολές που έχουν σωθεί και απευθύνονται στον Φαβιέρο το 1840. Άλλες επιστολές του, διάσπαρτες στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, μαρτυρούν τη μέριμνά του για τον φτωχό ελληνικό πληθυσμό και την ασφάλεια των κατοίκων των διάφορων ελληνικών πόλεων. Ακόμη και μετά την αναχώρησή του και μέχρι τον θάνατό του δεν έπαψε, να αγαπά την Ελλάδα και να την υπερασπίζεται σε κάθε ευκαιρία.
Σε ανάμνηση της μάχης στην Αττική κατά την πολιορκίας της Ακροπόλεως, τοποθετήθηκε στο προαύλιο του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, μια στήλη η οποία τιμά τη δράση του Φαβιέρου και του υπαρχηγού του ταγματάρχη Ροβέρτο, που φονεύθηκε κατά την είσοδο στην Ακρόπολη. Η στήλη έχει χαραγμένες στις δύο πλευρές της τις εξής αναφορές:
«ΤΩ, ΦΑΒΙΕΡΩ, ΠΡΟΜΑΧΩ, ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ Η ΕΛΛΑΣ 1826 – 1926»
«ΕΙΣ ΤΟΝ ΗΡΩΙΚΟΝ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΝ ΦΡΑΓΚ. ΡΟΒΕΡΤΟΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΤ ΑΥΤΟΥ ΘΑΝΟΝΤΑΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ Η ΕΛΛΑΣ 1826 – 1926».
ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Debidour Antonin, Le général Fabvier, sa vie militaire et politique, εκδ. Plon-Nourrit et Cie, Παρίσι
- Le Spectateur Militaire, Recueil de science, d’art et d’histoire militaires, 27e volume, XXVII, quatorzième année, Παρίσι, Noirot, 15 avril 1839, σελ. 552-556.
- Œuvres Complètes de Victor Hugo, Choses Vues I, A la Chambre des Pairs, 1846-1848, Παρίσι, Imprimerie Nationale, 1913.
- Pellion Jean Pierre, La Grèce et les Capodistrias pendant l’occupation française de 1828 à 1834, Librairie Militaire, Παρίσι
- St-Clair William, That Greece might still be free – The Philhellenes in the War of Independence, τ. 1, εκδ. Oxford University Press, Λονδίνο-Νέα Υόρκη
- Victor Hugo, Orientales, “Enthousiasme” 1827.
- Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας, «Φαβιέρος Κάρολος (1782-1855)» διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://argolikivivliothiki.gr,
- Βυζάντιος Σ. Χρήστος, Ιστορία του Τακτικού Στρατού της Ελλάδος από της πρώτης συστάσεώς του κατά το 1821 μέχρι των 1832, εκδ. Κ. Ράλλης, Αθήνα 1837.
- Βυζάντιος Σ. Χρήστος, Ιστορία των κατά την Ελλην. Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833, εκδ. Κ. Αντωνιάδης, Αθήνα 1874.
- Βυζάντιος Σ. Χρήστος, Ιστορία των κατά την Ελλην. Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833, χ.ε., Αθήνα 1901.
- ΓΑΚ, Συλλογή Βλαχογιάννη, κατηγορία Ε, κυτίο 5, αρ. 885, Αρχείο Καραϊσκάκη (Γράμμα εκ της Ακροπόλεως).
- Εκατονταετηρίς Φαβιέρου 1826-1926, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον «Εστία», 1927.
- Θεμελή-Κατηφόρη Δέσποινα, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια, 1828-1831, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1985.
- Ιστορία της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού, 1821-1954, εκδ. ΓΕΣ, Αθήνα 1955.
- Ιστορία του Ελληνικού Στρατού, 1821-1997, εκδ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1997.
- Καρατζάς Γεώργιος, «Ο Φιλέλλην Φαβιέρος και ο Τακτικός Στρατός επί Επαναστάσεως», περιοδικό Εστία, τ. 7, τεύχ. 159 (14 Ιανουαρίου 1879), σσ. 17-22.
- Κρεμμυδάς Βασίλης, «Ο Γαλλικός Στρατός στην Πελοπόννησο. Συμβολή στην ιστορία της Καποδιστριακής περιόδου», Πελοποννησιακά, τ. ΙΒ΄ (1976-1977), σσ. 75-102.
- Λουκάτος Σπυρίδων, «Ιω. Καποδίστριας και Καρ. Φαβιέρος», Μνημοσύνη, Τόμος Β’, Αθήνα, 1968-1969, σσ. 217-277.
- Μονόφυλλα του Αγώνος, 1821-1827 – Προκηρύξεις, θεσπίσματα, διατάγματα, τ. 1, πρόλογος: Ιωάννης Α. Μελετόπουλος, εισαγωγικό κείμενο: Ιωάννης Κ. Μαζαράκης Αινιάν, εκδ. ΙΕΕΕ, Αθήνα 1973.
- Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την νέαν ελληνικήν ιστορίαν (1821-1843), τ. 1-2, εκδ. Παναγιώτου Φ. Χριστοπούλου, Αθήνα 1972.
- Φορνέζι Ερρίκος, Το μνημείον των Φιλελλήνων, εκδ. Χ. Κοσμαδάκης & σία, Αθήνα 1968 [Απομνημονεύματα αγωνιστών του ΄21, τ. 20].