Ο François Graillard (Φραγκίσκος Γκραιγιάρ ή Γραλλιάρδος), υπήρξε ένας από τους Γάλλους Φιλέλληνες που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε την 23η Αυγούστου 1792 από οικογένεια Γάλλων ευγενών, στην πόλη Dijon της Γαλλίας και ήταν μονογενής γιος ένδοξου συνταγματάρχου του Γαλλικού Πυροβολικού. Σύμφωνα με το ατομικό στρατιωτικό του μητρώο στη Γαλλία, που μνημονεύει η Χ. Δημακοπούλου στη μελέτη της για τον Graillard και το έργο του, ο Graillard σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή του Παρισιού και κατετάγη ως εθελοντής στη γαλλική Εθνοφυλακή στις 15 Μαΐου 1812. Μετά από δύο μήνες προβιβάσθηκε σε δεκανέα, και μετά από τρείς, σε λοχία. Στις αρχές του 1813 προβιβάσθηκε σε ανθυπασπιστή και την 29η Σεπτεμβρίου 1813 σε ανθυπολοχαγό. Στην Εθνοφυλακή είχε λάβει την ειδικότητα του Μηχανικού.
Κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα εναντίον της Ολλανδίας το 1812 διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και προήχθη σε υπολοχαγό επί του πεδίου της μάχης. Υπηρέτησε στο Επιτελείο της Μεγάλης Στρατιάς και έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Αυστρίας και της Πρωσίας το 1813. Στην μάχη στο Leipzig τραυματίσθηκε σοβαρά και πιάσθηκε αιχμάλωτος, αλλά στη συνέχεια διέφυγε την αιχμαλωσία. Συμμετείχε στην εκστρατεία κατά της Ρωσίας, επίσης όπου αιχμαλωτίσθηκε. Στη συνέχεια, κατάφερε να επανέλθει στη Γαλλία το 1814, έτος κατά το οποίο πέθανε ο πατέρας του, αφήνοντάς του μία σημαντική περιουσία. Ακολούθως, προήχθη σε λοχαγό των Γενικών Επιτελών και συνέχισε την στρατιωτική του σταδιοδρομία συμμετέχοντας στην εκστρατεία του Μεγάλου Ναπολέοντα στη Γαλλία το 1815.
Στη συνέχεια τέθηκε σε διαθεσιμότητα και εκδιώχθηκε και φυλακίσθηκε επανειλημμένα στη Γαλλία έως το 1820. Ο Graillard ήταν οπαδός του Γάλλου φιλοσόφου Saint-Simon, του οποίου η θεωρία προωθούσε νέες ιδέες για αναδιοργάνωση της κοινωνίας στη βάση μίας αρχικής μορφής σοσιαλιστικών αρχών, και υποστηρικτής της Γαλλικής Επανάστασης.
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, ενθουσιασμένος για τον ευγενικό σκοπό της ελευθερίας της Ελλάδας και προσηλωμένος στις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης τις οποίες πάντα πρέσβευε βαθιά, αποφάσισε να εγκαταλείψει την άνετη ζωή του και να λάβει μέρος στον Αγώνα των Ελλήνων.
Σύμφωνα με τον Γάλλο Φιλέλληνα Μ. Raybaud, ο Graillard έφτασε στο Άργος στις 20 Νοεμβρίου του 1821, αφού αποβιβάσθηκε αρχικά στην Καλαμάτα μαζί με άλλους Γάλλους, τους πρώτους φιλέλληνες που έφθασαν στην Ελλάδα. Συμμετείχε στην πολιορκία και έφοδο του Ναυπλίου και διακρίθηκε στην άλωση της Κορίνθου. Υπηρετούσε ως Λοχαγός στο Επιτελείο του Μαυροκορδάτου, και έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα, όπου ανδραγάθησε, τραυματίσθηκε και λίγο έλειψε να συλληφθεί αιχμάλωτος. Από την εμπειρία του αυτή, ο Graillard κατανόησε τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις που θα είχαν για την Ελλάδα οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων.
Ακολούθως, συμμετείχε σε μια αποστολή στην Αθήνα μαζί με τον Raybaud. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, τον Οκτώβριο του 1822, όπως αναφέρει o τελευταίος. Σε εμπλοκή με Τούρκους στην κοίτη του Αχελώου ποταμού, τραυματίστηκε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, και παραλίγο να χάσει το αριστερό του πόδι.
Ανέπτυξε σχέση φιλίας με τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον οποίο θεωρούσε μαζί με τον Κολοκοτρώνη, ως τους φυσικούς ηγέτες της Επανάστασης. Η ανδρεία του και το ήθος του, οδήγησαν τον Υψηλάντη, που εκτίμησε την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, να του αναθέσει εμπιστευτικές αποστολές στην Ευρώπη υπέρ της Ελλάδος.
Έτσι, το φθινόπωρο του 1823 έφυγε με εντολή του Υψηλάντη για τη Γαλλία συνοδευόμενος από τον συμπατριώτη του Louis Stanislas Daniel. Για τον σκοπό αυτό είχε λάβει παρατεταμένη άδεια. Τον Ιανουάριο του 1824 επέστρεψε στο Μεσολόγγι, και λίγο αργότερα έφυγε πάλι για τη Γαλλία, μαζί με τον Daniel, με νέες εντολές. Η αποστολή τους ήταν να κινητοποιήσουν τους φιλελληνικούς κύκλους του Παρισιού προς όφελος του ελληνικού ζητήματος, όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και σε διπλωματικό επίπεδο, όπως μαρτυρά ο Σπηλιάδης.
Ο Γάλλος Φιλέλληνας Graillard είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διοργάνωση των πρώτων κομιτάτων στη Γαλλία, που αργότερα στήριξαν επίσημα το κίνημα του Φιλελληνισμού, διοργάνωναν εράνους και ανέλαβαν την αποστολή εφοδίων και όπλων στην Ελλάδα. Αυτά προκύπτουν από την μακρά αλληλογραφία του Graillard, και επιβεβαιώνονται και από τον Ιωάννη Κόνιαρη, δήμαρχο Αθηναίων, αδελφικό του φίλο και κληρονόμο του. Μάλιστα ο Κόνιαρης εκφώνησε τον επικήδειο λόγο στην κηδεία του Graillard, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ραδάμανθυς.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Υψηλάντης εκτιμώντας την προσφορά του, τον προσέλαβε υπασπιστή του. Ακολούθως, ο Graillard έλαβε μέρος στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, και στη Μάχη των Μύλων τον Ιούνιο του 1825 , κατά την οποία τραυματίσθηκε και προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη επ΄ανδραγαθεία, ύστερα από πρόταση του Υψηλάντη. Όπως σημειώνει η Χαρίκλεια Δημακοπούλου, φημολογείτο, μάλιστα, ότι τέθηκε επικεφαλής ενός κινήματος τον Δεκέμβριο του 1826 που είχε ως σκοπό την εγκαθίδρυση στρατιωτικής Κυβέρνησης υπό τον Υψηλάντη. Κατά την καποδιστριακή περίοδο, ο Υψηλάντης προσέλαβε τον Graillard ως αρχηγό του Επιτελείου της Στρατιάς της Ανατολικής Ελλάδας, της οποίας στρατάρχης – διοικητής ήταν ο ίδιος ο Υψηλάντης. Ο Graillard συμμετείχε στη Μάχη των Θηβών, τον Μάιο του 1829, αλλά και στην τελευταία μάχη του Αγώνα, εκείνη της Πέτρας, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας είχε εμπιστευθεί στον Υψηλάντη τη διοίκηση των Ατάκτων στρατευμάτων, που αργότερα μετασχηματίσθηκαν σε χιλιαρχίες, και ο Graillard προσπάθησε να συνδράμει τον Κυβερνήτη στο έργο του για την «τακτικοποίηση» των Ατάκτων. Ο Graillard ήταν ένθερμος οπαδός του Τακτικού Στρατού, και εξέδωσε ημερήσιες διαταγές με τις οποίες καλούσε τους Χιλίαρχους να υποβάλλουν καθημερινά εκθέσεις δραστηριοτήτων. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι διαταγές αυτές δεν εκτελέσθηκαν και γρήγορα θεωρήθηκαν άχρηστες από τους Ατάκτους πολεμιστές, οι οποίοι ήταν ελάχιστα διατεθειμένοι να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους. Παρόμοια αποτέλεσμα είχε και η προσπάθεια του Graillard να εισάγει στο στράτευμα τους κανόνες του Εσωτερικού Οργανισμού του Γαλλικού Στρατού, οι οποίοι παρέμειναν νεκρό γράμμα, καθώς οι Έλληνες, ήταν ξένοι με αυτές τις δομές ευρωπαϊκού τύπου.
Σύμφωνα με τη Χαρίκλεια Δημακοπούλου, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Graillard ανέλαβε τη μυστική αποστολή να διαβιβάσει στον Στρατηγό Guéhéneuc, αντικαταστάτη του στρατηγού Maison στην Πελοπόννησο, παράκληση των φιλογαλλικών κύκλων του Ναυπλίου να προταθεί να αναλάβει Γάλλος μονάρχης το στέμμα της Ελλάδας. Η αποστολή αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς έλαβε χώρα σε περίοδο κατά την οποία, μετά την παραίτηση του δούκα Λεοπόλδου του Saxe-Cobourg, πραγματοποιούνταν διαρκώς συσκέψεις στο Λονδίνο στις οποίες προτείνονταν δύο υποψηφιότητες για τον ελληνικό θρόνο, του πρίγκιπα Παύλου της Βυρτεμβέργης και του πρίγκιπα Όθωνα της Βαυαρίας.
Μετά την αναχώρηση του Αυγουστίνου, η Κυβερνητική Επιτροπή ανέθεσε τη διοίκηση του Τακτικού Στρατού στον Graillard, ύστερα από εισήγηση του Υψηλάντη, όπως αναφέρει η Χ. Δημακοπούλου. Στα καθήκοντά του αυτά συνεπικουρούταν από τον υπολοχαγό Σκαρλάτο Σούτσο. Ο Graillard υπέβαλε υπόμνημα σχετικά με τη γενική κατάσταση του Τακτικού Σώματος για την περίοδο από τον Νοέμβριο του 1831 μέχρι τον Νοέμβριο του 1832. Η κατάσταση του Σώματος ήταν αξιοθρήνητη. Η έλλειψη των οικονομικών πόρων είχε πλήξει το σύνολο των στρατιωτικών μονάδων, το ηθικό ήταν χαμηλό, το Τυπικό Τάγμα, το οποίο είχε συγκροτηθεί ύστερα από εξαιρετικά μεγάλη προσπάθεια, διαλύθηκε. Μέσα σε αυτό το κλίμα αναταραχής, τα Ελαφρά Τάγματα μετασχηματίσθηκαν εκ νέου σε Άτακτα στρατεύματα, και μάλιστα σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα.
Η τραγικότητα της κατάστασης μαρτυρείται σε σειρά επιστολών που συνέταξε ο Graillard υπό την ιδιότητά του ως αρχηγού του Τακτικού Σώματος προς τον υπουργό Πολέμου Ιωάννη Κωλέττη. Στις επιστολές αυτές απευθύνει απεγνωσμένη έκκληση και τον παρακαλεί να ρυθμισθεί, «για όνομα του Θεού», το οικονομικό πρόβλημα του Στρατού, προκειμένου να αποφευχθεί η λιποταξία των στρατευμάτων, η οποία κόντευε πλησίαζε να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Η Κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να σώσει το στράτευμα, παραχώρησε τις εισπράξεις του τελωνείου του Ναυπλίου στη διεύθυνση του Τακτικού Σώματος. Δυστυχώς όμως η κατάσταση επιδεινώθηκε, καθώς οι Άτακτοι απείλησαν να εισβάλουν στην πόλη του Ναυπλίου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να λάβουν τους μισθούς τους. Υπό την απειλή της επικράτησης πλήρους αναρχίας, ο Κωλέττης αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τη γαλλική στρατιά, μέρος της οποίας είχε παραμείνει στην Πελοπόννησο υπό τις διαταγές του Στρατηγού Guéhéneuc. Αυτή η επέμβαση οδήγησε σε αιματηρές συγκρούσεις και επέφερε ολέθρια αποτελέσματα.
Κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα, τον Φεβρουάριο του 1833, ο Graillard διορίσθηκε αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του Όθωνα, και στη συνέχεια τέθηκε επικεφαλής της πρώτης Εθνικής Χωροφυλακής που ο ίδιος οργάνωσε, βάσει του γαλλικού προτύπου, τον Ιούνιο του 1833. Ο Graillard φρόντισε να επιλέξει ο ίδιος με αξιοκρατικά και δίκαια κριτήρια τα πρώτα στελέχη της Χωροφυλακής, τόσο ανάμεσα στους πρώην Ατάκτους πολεμιστές και στους γνωστούς οπλαρχηγούς, όσο και στους Τακτικούς στρατιωτικούς και στους Φιλέλληνες που είχαν διακριθεί για την ανδρεία τους και τη συμπεριφορά τους. Παρέμεινε σε αυτήν τη θέση μέχρι το 1834. Στη συνέχεια τέθηκε σε διαθεσιμότητα, πιθανότατα λόγω των σαινσιμονιστικών ιδεών του, τις οποίες η Αντιβασιλεία ασφαλώς δεν ενέκρινε. Μάλιστα είχε εκδοθεί σχετικά και βασιλικό διάταγμα που κατήγγειλε τον σαινσιμονισμό ως σέχτα ή αίρεση (secte).
Ένας άλλος σοβαρός λόγος που από ό,τι φαίνεται τον έφερε σε αντιπαράθεση με την Αντιβασιλεία, ήταν το πάγιο αίτημά του για αύξηση του αριθμού των στελεχών της Χωροφυλακής και για τη μη συμμετοχή της πολιτικής εξουσίας και του στρατού στο έργο της. Ήδη από την μάχη του Πέτα και μετά, ο Graillard μελέτησε και ανέλυσε σε βάθος τη δομή της Ελληνικής κοινωνίας, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τις στρατιωτικές υποθέσεις όφειλαν να τις διεκπεραιώνουν μόνο οι στρατιωτικοί, χωρίς παρεμβάσεις από πολιτικούς (κάτι που επιχείρησε να διασφαλίσει κάθε φορά που αναλάμβανε μία θέση ευθύνης).
Για όλους αυτούς τους λόγους υπέβαλε την παραίτησή του στις 12 Ιανουαρίου 1835, δίνοντας υπερήφανο παράδειγμα τους υφισταμένους του. Και αυτό γιατί σύμφωνα με τον Ι. Κόνιαρη, ο Graillard ήταν «αμείλικτος εχθρός της ραδιουργίας και πιστός εις το καθήκον», «βάδιζε την ευθείαν οδόν˙ η τιμή ήτο η πυξίς του, και το καθήκον ο κανών της διαγωγής του. Ταύτα έθετε υπεράνω πάσης φιλοδοξίας».
Ο Graillard δεν τερμάτισε όμως εκεί τη σταδιοδρομία του και συνέχισε να προσφέρει σε άλλους τομείς τις υπηρεσίες του, αφού λίγο αργότερα κλήθηκε να αναλάβει εκ νέου δράση. Διετέλεσε διαδοχικά Φρούραρχος Μεσολογγίου, Φρούραρχος Αθηνών-Πειραιώς, Προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών, Πρόεδρος της Επιτροπής για την αναθεώρηση των περί του Στρατού διατάξεων, διοικητής ταξιαρχίας, κ.α. Την 19η Φεβρουαρίου του 1848 διορίσθηκε και πάλι αρχηγός της Χωροφυλακής, και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την κατάργηση του Αρχηγείου του Σώματος την 24η Ιουνίου του ίδιου έτους. Το Αρχηγείο ανασυγκροτήθηκε την 29η Νοεμβρίου 1848 με αρχηγό τον Α. Βλαχόπουλο. Την 19η Μαΐου 1854 μετετάχθηκε στο στράτευμα και προβιβάσθηκε σε υποστράτηγο. Έκτοτε παρέμεινε σε διαθεσιμότητα, για λόγους υγείας, και ιδιώτευσε στην Κηφισιά.
Η πιο σημαντική προσπάθειά που κατέβαλε ο Graillard στην Ελλάδα, καταγράφεται αναμφισβήτητα, στον τομέα της ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας, την οποία είχε μελετήσει σε βάθος κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης παραμονής του σε αυτήν. Ο καρπός των σκέψεών του οδήγησε στη συγγραφή ενός έργου με τίτλο Υπόμνημα σχετικά με τον νόμο για την ανάπτυξη του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού (Mémoire sur la loi du développement de la civilisation hellénique moderne). Το υπόμνημα αυτό, το υπέβαλε στον Όθωνα το 1835, λίγο πριν εκείνος αναλάβει τα καθήκοντά του ως μονάρχης, προκειμένου να το λάβει υπόψη του για τη διακυβέρνηση του νέου ελληνικού κράτους. Ωστόσο, οι αρκετά προοδευτικές προτάσεις του δεν εισακούσθηκαν.
Την εποχή αυτή, μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου, με πρώτο τον Όθωνα, έδιναν προτεραιότητα στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας και την ανάπτυξη του στρατού. Η πρόταση του Graillard ήταν να επικεντρωθεί η κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των καταστροφών που είχε επιφέρει ο πόλεμος, στην οργάνωση της παραγωγής και της οικονομίας, για να επιτευχθεί η ανάπτυξη και η ευημερία του Ελληνικού λαού, έτσι ώστε το νέο κράτος να μπορεί να διαδραματίσει εκ νέου ένα σημαντικό ρόλο ως κληρονόμος του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Στο σημείο αυτό συνεργαζόταν με ένα άλλο Φιλέλληνα σαινσιμονιστή, τον Gustave Séligmann d’Eichthal (1804 – 1886), που έζησε στην Ελλάδα από το 1832 έως το 1835. Σε αυτόν είχε αναθέσει ο πρωθυπουργός Ι. Κωλέττης να οργανώσει το Γραφείο της Δημοσίου Οικονομίας (η μετεξέλιξη του οποίου ήταν η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία).
Οι προσπάθειες των Γάλλων Σαινσιμονιστών, που είχαν αρχίσει να έρχονται στην Ελλάδα, δεν ευοδώθηκαν, και όλοι απομακρύνθηκαν από δημόσιες θέσεις.
Έκτοτε ο Graillard ανέλαβε άλλες διοικητικές θέσεις.
Αξιοσημείωτη για τον συγκεκριμένο φιλέλληνα είναι η πηγαία και αυθόρμητη αγάπη του για το ελληνικό έθνος. Χωρίς ποτέ να απαρνηθεί τη γαλλική καταγωγή του, επιθυμούσε και επιδίωκε την ανάπτυξη και την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Ο Graillard ήταν ιδεαλιστής και λάτρης της Ελλάδας. Σύμφωνα με άρθρο του στρατηγού (ε.α.) της Αστυνομίας Ναπολέοντα Δοκανάρη, υπήρξε ο πρώτος Φιλέλληνας που απέρριψε τον συγκεκριμένο τίτλο του «Φιλέλληνα», και, κατ’ επέκταση, τα προνόμια που τον συνόδευαν, σε αντίθεση με πολλούς άλλους. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε πολλά έγγραφα, και ιδίως σε επιστολές προς τους φίλους του, υπέγραφε ελληνικά «Γραλλιάρδος». Eν τω μεταξύ είχε αποκτήσει επάξια την ελληνική υπηκοότητα.
Ο Κόνιαρης, στον επικήδειο λόγο του, τον περιγράφει ως «πνεύμα ζωηρόν και τερπνότατον, χαρακτήρα υψηλό, ψυχή συνάμα σταθερά και εύκαμπτη, νου κεκοσμημένο με την καλλιέργεια των γραμμάτων», και «με τα θέλγητρα του πνεύματος», και υπογραμμίζει ότι διέθετε «όλαις τας ισχυράς αρετάς αίτινες επιβάλλουσι το σέβας, και τας γλυκείας αρετάς, αίτινες εφέλκουσι την αγάπην».
Πέθανε στην Κηφισιά, στις 9 Μαΐου του 1863. Έφερε τον βαθμό του αρχιστράτηγου εν αποστρατεία. Τιμήθηκε με το παράσημο του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής από την Γαλλία, με το Αργυρό Αριστείο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος.
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Raybaud Maxime, Mémoires sur la Grèce – Pour servir à l’histoire de la guerre de l’indépendance, τ. 2, εκδ. Tournachon-Molin, Παρίσι
- Ανέκδοτη επιστολή του «Αρχείου Ιωάννη Κωλέττη» (Αρχειακή Συλλογή ΚΕΙΝΕ, Ακαδημία Αθηνών, Φ. 149Γ, έγγραφο 0014), την οποία απευθύνει ο Graillard στον Κωλέττη στις 8 Ιουλίου του 1832 και η οποία αποτελεί μέρος σειράς επιστολών του Graillard για το ίδιο θέμα.
- Αντωνίου Σ. Κωνσταντίνος, Ιστορία Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής 1833-1967, τόμ. Α΄, εκδ. Χρηματιστήριον του Βιβλίου, Αθήνα 1964.
- Ασπρέας Γεώργιος, Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος (1821-1912), εκδ. Χρήσιμα βιβλία, Αθήνα 1930.
- Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, εκδ. ΟΕΔΒ, Αθήνα 1971.
- Βακαλόπουλος Απόστολος, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
- ΓΑΚ, Γραμματεία Στρατιωτικών, Φ. 121, υπόμνημα με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1832, το οποίο περιγράφει ο Ανδρέας Καστάνης (ό.π. [υποσημ. 349], σσ. 36-39).
- Δημακοπούλου Χαρίκλεια, Ο σαινσιμονιστής François Graillard περί των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων – Παρατηρήσεις και προτάσεις [ανάτυπο από το Δελτίον της ΙΕΕΕ, τ. 22 (1979), σσ. 367-450]. Το Υπόμνημα του Graillard προς τον Όθωνα βρίσκεται στο ίδιο, σσ. 395 κ.ε.
- Δοκανάρης Ναπολέων, «Ο Γάλλος Φιλέλληνας Φραγκίσκος Γκραγιάρ και το μεγαλειώδες σχέδιό του για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της μεταπελευθερωτικής Ελλάδας», Στρατιωτική Επιθεώρηση, Ιούλιος-Αύγουστος 1991, σσ. 73-84.
- Εθνική Βιβλιοθήκη, Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων, χειρόγραφο 1.697: Henri Fornèsy, «Le monument des philhellènes», 1860.
- Εφημερίδα Παλιγγενεσία, Αθήνα, αρ. φ. 141, 16 Μαΐου 1863.
- Εφημερίδα Ραδάμανθυς, Αθήνα, αρ. φ. 17, 16 Μαΐου 1863.
- Κτενιάδης Σ. Νικόλαος, Ελληνική Χωροφυλακή – Ιστορικαί σελίδες, τ. Α΄, χ.ε., Αθήνα 1960.
- Λαλούσης Χαράλαμπος, «O Ελληνικός Στρατός την περίοδο του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια (1828-1831)», Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. 2 (2000), σσ. 31-41.
- Ν. Κτενιάδης, «Φραγκίσκος Γκραγιάρ, 1792-1863, Ο πρώτος Αρχηγός της Ελληνικής Χωροφυλακής», Αστυνομική Ανασκόπηση, τόμος 9, 1978, σσ. 319-321.
- Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την νέαν ελληνικήν ιστορίαν (1821-1843), τ. 1-2, εκδ. Παναγιώτου Φ. Χριστοπούλου, Αθήνα 1972.