Ludwig I, βασιλέας της Βαυαρίας. Επιχρωματισμένη λιθογραφία (συλλογή ΕΕΦ)

Ο Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας (γερμανικά: Ludwig I, 25 Αυγούστου 1786, Στρασβούργο – 29 Φεβρουαρίου 1868, Νίκαια), διετέλεσε Βασιλέας της Βαυαρίας από το 1825, μέχρι τις επαναστάσεις του 1848 στα γερμανικά κράτη.

Γεννημένος στο Hôtel des Deux-Ponts στο Στρασβούργο, ήταν πρωτότοκος γιος του Μαξιμιλιανού Ιωσήφ, διαδόχου του δουκικού θρόνου του Zweibrücken (αργότερα Μαξιμιλιανός Ιωσήφ Α’ της Βαυαρίας) από την πρώτη του σύζυγο, πριγκίπισσα Αυγούστα Βιλελμίνη της Έσσης – Ντάρμσταντ. Τη στιγμή της γέννησής του, ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του γαλλικού στρατού και υπηρετούσε στο Στρασβούργο. Ήταν αναδεξιμιός του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου του 16ου (1754-1793).

Την 1η Απριλίου 1795, ο πατέρας του διαδέχθηκε τον θείο του Λουδοβίκου, Κάρολο II, ως δούκας του Zweibrücken. Στη συνέχεια, στις 16 Φεβρουαρίου 1799 έγινε εκλέκτορας της Βαυαρίας, παλατίνος κόμης του Ρήνου, αρχιθαλαμηπόλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και δούκας του Berg, όταν εξέλιπε ο εκλεκτορικός οίκος του Sulzbach μετά το θάνατο του εκλέκτορα Καρόλου Θεοδώρου. Τέλος ανεδείχθη βασιλέας της Βαυαρίας την 1η Ιανουαρίου 1806.

Από τις αρχές του 1803 ο Λουδοβίκος σπούδασε στο Λάντσχουτ, με καθηγητή τον αρχιεπίσκοπο του Regensburg Johann Michael Sailer, καθώς και στο Γκέτινγκεν. Στις 12 Οκτωβρίου 1810 παντρεύθηκε την Θηρεσία, δούκισσα του Saxe-Hildburghausen (1792–1854), κόρη του Φρειδερίκου, δούκα του Saxe-Hildburghausen. Ο γάμος ήταν η ευκαιρία του πρώτου Oktoberfest.

Ο Λουδοβίκος επέκρινε έντονα τη συμμαχία του πατέρα του με τον Ναπολέοντα Α της Γαλλίας. Παρά την αντιγαλλική του πολιτική, ως διάδοχος του Βαυαρικού θρόνου, αναγκάστηκε το 1806 να συμμετάσχει στους πολέμους του αυτοκράτορα με συμμαχικά βαυαρικά στρατεύματα. Ως διοικητής της 1ης Βαυαρικής Μεραρχίας του Γαλλικού VII Σώματος Στρατού, υπηρέτησε υπό τον στρατάρχη François Joseph Lefebvre το 1809[1]. Οδήγησε τη μεραρχία του στη νικηφόρα για τους Γάλλους μάχη του Abensberg, την 20η Απριλίου 1809, εναντίον των Αυστριακών[2].

Με τη Συνθήκη του Ried της 8ης Οκτωβρίου 1813 η Βαυαρία εγκατέλειψε τη Συνομοσπονδία του Ρήνου και συμφώνησε να συμμετάσχει στον Έκτο Συνασπισμό εναντίον του Ναπολέοντα, με αντάλλαγμα την εγγύηση του συνεχιζόμενου κυρίαρχου και ανεξάρτητου καθεστώτος της. Στις 14 Οκτωβρίου, η Βαυαρία κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στη Γαλλία. Η Συνθήκη του Ried, υποστηρίχθηκε με πάθος από τον διάδοχο Λουδοβίκο και το Βαυαρό στρατάρχη von Wrede.

Ήδη στο Συνέδριο της Βιέννης του 1815, ο Λουδοβίκος υποστήριξε μια γερμανική εθνική πολιτική[3]. Μέχρι το 1816 υπηρέτησε ως γενικός κυβερνήτης του Δουκάτου του Σάλτσμπουργκ, ως προς την παραχώρηση του οποίου στην Αυστρία αντιτάχθηκε έντονα. Ο δεύτερος γιος του Όθων (1815-1867), ο μεταγενέστερος βασιλέας της Ελλάδας, γεννήθηκε εκεί. Την περίοδο 1816 και 1825, έζησε στο Würzburg. Έκανε επίσης πολλά ταξίδια στην Ιταλία και έμεινε συχνά στη Villa Malta στη Ρώμη, την οποία αργότερα αγόρασε επίσης (1827).

Το 1817 ο Λουδοβίκος συμμετείχε επίσης στην πτώση του γαλλόφιλου πρωθυπουργού κόμη Max Josef von Montgelas, στου οποίου τις πολιτικές είχε αντιταχθεί. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στο θρόνο το 1825.

Η βασιλεία του Λουδοβίκου σημαδεύθηκε από τον έντονο Φιλελληνισμό του και από το γεγονός ότι ήταν μαικήνας των τεχνών.

Χαρακτηριστικά, από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο Λουδοβίκος, ως διάδοχος του Βαυαρικού θρόνου αρχικά και ύστερα ως βασιλέας της Βαυαρίας, ήταν ένα από τα ίσως λίγα μέλη ηγεμονικού οίκου της Ευρώπης, το οποίο τάχθηκε ανοικτά και ενεργά υπέρ της Ελληνικής υπόθεσης. Σύμφωνα με το υφιστάμενο status quo της εποχής, τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά ανακτοβούλια και οι κυβερνήσεις τους ήταν, είτε εχθρικές (εξαιτίας της Ιεράς Συμμαχίας), είτε ουδέτερες / αδιάφορες. Μολαταύτα, ο Λουδοβίκος διευκόλυνε την δημιουργία του φιλελληνικού Συλλόγου του Μονάχου υπό τους Θείρσιο και Σένκ[4]. Παράλληλα, ως προστάτης του πολιτισμού, δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, τα έσοδα των οποίων ετίθεντο στη διάθεση της επαναστατημένης Ελλάδας[5]. Η δράση του ήταν πολυεπίπεδη, και ο Λουδοβίκος είχε φθάσει να συγγράφει ο ίδιος άρθρα και προκηρύξεις και να τα δημοσιεύει άλλοτε επώνυμα και άλλοτε ανώνυμα. Ακόμη, ο Λουδοβίκος δαπάνησε από την προσωπική του περιουσία, 1.500.000 φιορίνια για τους αγωνιζομένους Έλληνες.

Εμβληματικός πίνακας με αλληγορική παρουσίαση της μητέρας Ελλάδας μετά την απελευθέρωση, από την βασιλική οικογένεια της Βαυαρίας (συλλογή ΕΕΦ)

Επίσης, σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση, ο Λουδοβίκος για να βοηθήσει καλύτερα τον Αγώνα, το 1825, ήρθε σε επαφή μέσω του Ελβετού τραπεζίτη Ιωάννη Εϋνάρδου, με το φιλελληνικό κομιτάτο των Παρισίων και συνεργάσθηκε με αυτό. Μάλιστα, κατά το διάστημα 1825-1826, έστειλε αρκετούς αξιωματικούς του Βαυαρικού Στρατού ανεπίσημα στην Ελλάδα, ούτως ώστε να βοηθήσει και στρατιωτικά τον Αγώνα. Οι πλέον προβεβλημένοι εξ αυτών, ήσαν ο συνταγματάρχης Καρλ Χάϊντεκ (1788-1861) (μετέπειτα μέλος της Αντιβασιλείας του Όθωνος) και ο υπολοχαγός Καρλ Κρατσάϊζεν (1794-1878), χάρη στον οποίο υπάρχουν οι αυθεντικές μορφές των αγωνιστών του 1821, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, αλλά και πολλών Φιλελλήνων[6].

Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Λουδοβίκος, άρχισε να από το 1823 να χορηγεί υποτροφίες στα παιδιά των αγωνιστών του 1821 (κυρίως σε ορφανά, όπως οι μετέπειτα στρατηγοί και υπουργοί Δημήτριος Μάρκου Μπότσαρης και Σκαρλάτος Σούτζος). Τα παιδιά αυτά σπούδαζαν, είτε στη Βαυαρική Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία, είτε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου[7]. Ταυτόχρονα ο Λουδοβίκος προικίζει (είτε άμεσα, είτε έμμεσα δια του γιου του Όθωνα), και κόρες αγωνιστών, όπως η Πηνελόπη Νοταρά, κόρη του Γεωργίου Καραϊσκάκη[8].

Ακόμη, ο Λουδοβίκος παραχώρησε και μία από τις Ρωμαιοκαθολικές Εκκλησίες του Μονάχου για να τελούν οι Έλληνες τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Η εκκλησία αυτή, η οποία υπάρχει ακόμη και σήμερα, είναι ο Ιερός Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.

Με αφορμή την Έξοδο του Μεσολογγίου την 10η Απριλίου 1826, ο βασιλέας της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α’, είναι ο πρώτος Ευρωπαίος ηγεμόνας, ο οποίος ζητά κατάπαυση του πυρός και την απόδοση ανεξαρτησίας στους Έλληνες[9]. Όταν ανέλαβε κυβερνήτης της Ελλάδος ο Ιωάννης Καποδίστριας, αρνήθηκε (παρά την επιμονή του Θείρσιου), να υποδείξει ως μέλλοντα βασιλέα της Ελλάδας τον δευτερότοκο γιο του Όθωνα, σεβόμενος κατά τούτο την τότε διαμορφωθείσα κατάσταση στην Ελλάδα[10].

Για την δράση του στην ευόδωση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο Λουδοβίκος Α’, βασιλέας της Βαυαρίας, τιμήθηκε το 1833 από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ιπποτών του Σωτήρος[11].

Τέλος, τον Φιλελληνισμό του Λουδοβίκου, επιβεβαιώνουν και πολλά κτίρια τόσο των Αθηνών, όπως τα Παλαιά Ανάκτορα (Βουλή των Ελλήνων), που σχεδιάσθηκε από τον αρχιτέκτονα Φρειδερίκο φον Γκέρτνερ και χρηματοδοτήθηκε από τον Λουδοβίκο Α’ της Βαυαρίας, όσο και μνημεία του Μονάχου, όπως τα Προπύλαια, κλπ.

Τον Μάρτιο του 1848 αναγκάζεται σε παραίτηση υπέρ του γιου του Μαξιμιλιανού του Β’, εξαιτίας των καταγγελιών εις βάρος του για τη χορήγηση από το βαυαρικό κρατικό ταμείο, χωρίς την έγκριση της βουλής, της τρίτης δόσης του δανείου ύψους 20.000.000 φράγκων προς ενίσχυση των οικονομικών της Ελλάδος, που οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν υποχρεωμένες να δώσουν και είχαν αρνηθεί. Έκτοτε, μετά την εκθρόνισή του, έζησε απομονωμένος και αφοσιωμένος στα φιλολογικά και συγγραφικά του ενδιαφέροντα. Απεβίωσε στη Νίκαια της Γαλλίας στις 29 Φεβρουαρίου 1868 και τάφηκε στο ναό του Αγίου Βονιφατίου στο Μόναχο.

Στον προσωπικό του βίο, ο Λουδοβίκος Α’ της Βαυαρίας, παρά το υψηλό του αξίωμα, ήταν ένας ηγεμόνας, ο οποίος ζούσε ιδιαίτερα λιτά και ο οποίος ήταν ιδιαίτερα προσιτός στους πολίτες.

Από το γάμο του με την δούκισσα Θηρεσία του Saxe-Hildburghausen (1792–1854), απέκτησε τους κάτωθι απογόνους:

  • Μαξιμιλιανός Ιωσήφ Β’ (1811-1864). Βασιλέας της Βαυαρίας το 1848-1864. Νυμφεύθηκε το 1842 την πριγκίπισσα Μαρία της Πρωσσίας. Απέκτησε απογόνους.
  • Ματθίλδη (1813-1862). Μεγάλη δούκισσα της Έσσης το 1848-1862. Σύζυγος του μεγάλου δούκα της Έσσης Λουδοβίκου Γ’. Δεν απέκτησε απογόνους.
  • Όθων (1815-1867). Βασιλέας της Ελλάδος το 1833. Σύζυγος της δούκισσας του Ολδεμβούργου Αμαλίας (1818-1875). Δεν απέκτησε απογόνους.
  • Θεοδολίνδη (1816-1817). Απεβίωσε βρέφος.
  • Λεοπόλδος (1821-1912). Αντιβασιλέας της Βαυαρίας το 1886-1912. Παντρεύθηκε την Αυστριακή αρχιδούκισσα Αυγούστα των Αψβούργων το 1844. Απέκτησε απογόνους.
  • Αδελγούνδη Αυγούστα (1823- 1914). Σύζυγος του αρχιδούκα της Μοδένας Φραγκίσκου Ε’ (1819-1875). Απέκτησε απογόνους.
  • Θηρεσία (1825-1864). Σύζυγος του Αυστριακού αρχιδούκα Αλβέρτου των Αψβούργων (1817-1895). Απέκτησε απογόνους.
  • Αλεξάνδρα (1826-1875). Δεν απέκτησε απογόνους.
  • Αδαλβέρτος (1828-1875). Σύζυγος της πριγκίπισσας Αμαλίας της Ισπανίας. Απέκτησε απογόνους.

Ο Λουδοβίκος Α αποτελεί μία ευγενή και εμβληματική μορφή Φιλέλληνα, και έναν μεγάλο εθνικό ευεργέτη και φίλο της Ελλάδας και των αξιών του Ελληνισμού. Η Ελλάδα και οι Έλληνες θα τιμούν αιώνια τον Λουδοβίκο τον Α, και η ΕΕΦ θα αναλάβει σειρά πρωτοβουλιών για την προβολή του έργου του και της συνεισφοράς του στην απελευθέρωση της Ελλάδας και την καλλιέργεια Ελληνικής εθνικής συνείδησης, στην βάση των αξιών στις οποίες στηρίζεται σήμερα το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Αναμνηστικό μετάλλιο του 1836, με αφορμή το ταξίδι του Λουδοβίκου Α στην Ελλάδα (συλλογή ΕΕΦ)

Αναμνηστικό μετάλλιο του 1832. Ο Λουδοβίκος Α και στην δεύτερη όψη ο γιός του Οθων που αναλαμβάνει τον θρόνο στην Ελλάδα (συλλογή ΕΕΦ)

Πίνακας που απεικονίζει την οικογένεια του Λουδοβίκου Α να θαυμάζει τον πίνακα του Γερμανού ζωγράφου Peter Von HESS με θέμα την άφιξη του Οθωνος στο Ναύπλιο (συλλογή ΕΕΦ)

 

Παραπομπές

[1] Bowden, Scotty & Tarbox, Charlie. ‘’Armies on the Danube 1809’’, εκδ. Empire Games Press, Arlington, Texas, 1980, σελ. 61

[2] Petre, F. Loraine, ‘’Napoleon and the Archduke Charles’’, εκδ. Hippocrene Books, Νέα Υόρκη, 1909 (ανατ. 1976), σελ.134.

[3] Metternich, Klemens Lothar von, ‘’Memoirs of Prince Metternich’’, επιμ. Richard Fuerst (πρίγκιπας) von Metternich, εκδ. Richard Bentley & Son, Λονδίνο, 1880, β’ τόμος, σελ.572, 578, 589-590.

[4] Καρολίδης, Παύλος, ‘’Ο Γερμανικός Φιλελληνισμός’’, ιδ. έκδ., Αθήνα, 1917, σελ. 19.

[5] Λουδοβίκος Α’ (βασιλιάς της Βαυαρίας), ‘’Ποιήματα περί Ελλάδος’’, μτφρ. Σοφοκλής Καρύδης, εκδ. Σοφοκλέους Κ. Καρύδου, Αθήνα, 1868.

[6] Τρικούπης, Σπυρίδων, ‘’Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως’’, εκδ. Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 2007,  δ’ τόμος, σελ.118.

[7] Οικονόμου, Δημήτριος (ναύαρχος), ‘’Το Σούλι,οι Σουλιώται και η οικογένεια Μπότσαρη’’, εκδ. ‘’Ναυτική Ελλάς’’, Αθήνα, 1952, σελ.196-197. Επίσης, βλ. εφ. ‘’Αλήθεια’’, φύλλα 11ης Μαΐου 1867 και 24ης Αυγούστου 1871 και π. ‘’Εστία’’,σελ.595, Αθήνα, 1867,1871,1888.

[8] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Φ.Ε.Κ. 22ας Απριλίου 1835, Αθήνα, σελ.1.

[9] Κουτσονίκας, Λάμπρος, ‘’Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως’’, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863-1865, δ’ τόμος, σελ.283.

[10] Καρολίδης, Παύλος, ‘’Ο Γερμανικός Φιλελληνισμός’’, ιδ. έκδ., Αθήνα, 1917, σελ.25.

[11]  Ιστοσελίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, Αθήνα, 2015.

 

Πηγές – Βιβλιογραφία

  • Bowden, Scotty & Tarbox, Charlie. ‘’Armies on the Danube 1809’’, εκδ. Empire Games Press, Arlington, Texas, 1980.
  • Petre, F. Loraine, ‘’Napoleon and the Archduke Charles’’, εκδ. Hippocrene Books, Νέα Υόρκη, 1909 (ανατ.1976).
  • Metternich, Klemens Lothar von, ‘’Memoirs of Prince Metternich’’, επιμ. Richard Fuerst (πρίγκιπας) von Metternich, εκδ. Richard Bentley & Son, Λονδίνο, 1880, β’ τόμος.
  • Καρολίδης, Παύλος, ‘’Ο Γερμανικός Φιλελληνισμός’’, ιδ. έκδ., Αθήνα, 1917.
  • Λουδοβίκος Α’ (βασιλιάς της Βαυαρίας), ‘’Ποιήματα περί Ελλάδος’’, μτφρ. Σοφοκλής Καρύδης, εκδ. Σοφοκλέους Κ. Καρύδου, Αθήνα, 1868.
  • Τρικούπης, Σπυρίδων, ‘’Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως’’, εκδ. Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 2007,  δ’ τόμος.
  • Οικονόμου, Δημήτριος (ναύαρχος), ‘’Το Σούλι, οι Σουλιώται και η οικογένεια Μπότσαρη’’, εκδ. ‘’Ναυτική Ελλάς’’, Αθήνα, 1952.
  • Εφ. ‘’Αλήθεια’’, φύλλα 11ης Μαΐου 1867 και 24ης Αυγούστου 1871, Αθήνα, 1867, 1871.
  • Περ. ‘’Εστία’’, Αθήνα, 1888.
  • Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Φ.Ε.Κ. 22ας Απριλίου 1835, Αθήνα, 1835.
  • Κουτσονίκας, Λάμπρος, ‘’Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως’’, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863-1865, δ’ τόμος.
  • Ιστοσελίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, Αθήνα, 2015.