του Γεωργίου Αργυράκου
Ο ευρωπαϊκός φιλελληνισμός, σαν ιστορικό φαινόμενο, είναι κάτι «παραδοσιακό», αφού εμφανίζεται τουλάχιστον από τη ρωμαϊκή εποχή και συνεχίζεται με διάφορες μορφές στο Βυζάντιο, στη Μεσαιωνική Ευρώπη, στον Ορθόδοξο σλαβικό κόσμο, και πάλι στον ευρωπαϊκό Ουμανισμό και Διαφωτισμό κ.ο.κ. Αυτή η συσσώρευση αιώνων φιλελληνικού κεφαλαίου ενεργοποίησε μια ποικιλία κινήτρων για φιλελληνική δράση κατά την Επανάσταση. Ένα από αυτά τα κίνητρα, που πηγάζει από τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήταν το ενδιαφέρον για τον άνθρωπο που αγωνίζεται για τη ελευθερία του. Υπήρξαν χιλιάδες ανώνυμοι και επώνυμοι Φιλέλληνες που είδαν την Επανάσταση μέσα από αυτή την οπτική, με έναν εκ των οποίων θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο.
Ο Ελβετός ιατρός Louis-André Gosse (Λουί Αντρέ Gosse, 1791 – 1873) ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ανιδιοτελούς Φιλέλληνα που προσέφερε πολλά στην Ελλάδα καθαρά για λόγους ιδεολογικούς. Θυσίασε την προσωπική του άνεση και παρ’ ολίγο τη ζωή του απλά για να βοηθήσει ανθρώπους που αγωνίζονταν και υπέφεραν για την ελευθερία τους και τα δικαιώματά τους. Δεν πολέμησε με το σπαθί και το τουφέκι, αλλά με ένα κιβώτιο χειρουργικά εργαλεία (από τα ελάχιστα που υπήρχαν τότε στην Ελλάδα), και με τις γνώσεις του και τις οργανωτικές του αρετές.
Ο Gosse [1] ήταν γνωστός ιατρός της Γενεύης με φιλελεύθερες πεποιθήσεις. Ήταν γιος του φαρμακοποιού Henri Albert Gosse, ενός από τους ιδρυτές της Ελβετικής Εταιρείας Φυσικών Επιστημών. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, απ’ όπου αποφοίτησε το 1816. Από τότε έκανε μια περιοδεία στην Ευρώπη (Ιταλία, Αυστρία, Ολλανδία, Αγγλία και Ιρλανδία) και το 1820 επέστρεψε στη Γενεύη, όπου ασκούσε την ιατρική. Υπήρξε πολιτικά ενεργός με το φιλελεύθερο κόμμα, μέσω του οποίου πρότεινε την κατάργηση της δημόσιας διαπόμπευσης των εγκληματιών και την άρση διαφόρων αντισημιτικών μέτρων. Υπήρξε συνιδρυτής και αρθρογράφος της εφημερίδας «Journal de Genève» που κυκλοφόρησε από τον Ιανουάριο του 1826.
Εκεί δημοσιεύονταν συχνά και ειδήσεις από την Ελληνική Επανάσταση, και επιστολές του ιδίου από την Ελλάδα. Για τους φιλελεύθερους κύκλους της Ευρώπης η Ελλάδα ήταν το τελευταίο προπύργιο στη μάχη υπέρ των πολιτικών ελευθεριών μετά την καταστολή των επαναστάσεων στη Νάπολη, το Πιεμόντε και την Ισπανία, από την Ιερά Συμμαχία. Ταυτόχρονα εκεί δινόταν η μάχη ανάμεσα σε δύο κόσμους: Ένα χριστιανικό ευρωπαϊκό έθνος εναντίον μιας μουσουλμανικής αυτοκρατορίας.
Από το 1825 που αποβιβάστηκαν Αιγυπτιακά στρατεύματα στην Πελοπόννησο η κατάσταση των επαναστατών χειροτέρευσε, με τη βοήθεια και των μεταξύ τους διχονοιών. Η απόπειρα γενοκτονίας που διέπρατταν οι Αιγύπτιοι σε συνεργασία με τους Τούρκους, και η κατάληψη του Μεσολογγίου (22 Απριλίου 1826) αναθέρμαναν το φιλελληνικό ενδιαφέρον στην Ευρώπη το οποίο βρισκόταν σε περίοδο ύφεσης. Προηγουμένως, είχαν γίνει και οι πρώτες κινήσεις για την διπλωματική αναγνώριση της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης, ενώ είχαν αρχίσει συνεννοήσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα. Πρώτες η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία καταλήγουν στις 4 Απριλίου του 1826, στο αγγλορωσικό Πρωτόκολλο της Πετρούπολης το οποίο προέβλεπε ακόμη και στρατιωτική επέμβαση. Το σύμφωνο αυτό επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ακολούθησε η Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827, με την οποία ανατέθηκε σε κοινή ναυτική δύναμη της Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας η ειρηνευτική αποστολή στην Πελοπόννησο. Η Συνθήκη επέβαλε παύση των εχθροπραξιών και προέβλεπε την χρήση στρατιωτικής βίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των δύο μερών. Από τη στιγμή που η Πύλη αρνήθηκε να δεχθεί τη Συνθήκη, η σύγκρουση ήταν πλέον αναπόφευκτη. Ήταν η παγκοσμίως πρώτη μεγάλη επέμβαση για ανθρωπιστικούς λόγους, δηλαδή ουσιαστικά μια εκδήλωση ευρωπαϊκής ενότητας, στη βάση των ιδίων αξιών στις οποίες στηρίζεται μέχρι και σήμερα το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Ενώ συνέβαιναν αυτά και η Επανάσταση βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ο Gosse αποφάσισε να εγκαταλείψει την λαμπρή καριέρα του και την άνετη ζωή στη Γενεύη για να έλθει στην Ελλάδα. Σ’ αυτή την απόφασή του έπαιξε ρόλο και ο μεγάλος Ελβετός Φιλέλληνας Jean Gabriel Eynard (Εϋνάρδος). Ο τελευταίος ήταν κορυφαίο στέλεχος του φιλελληνισμού όχι μόνο της Ελβετίας αλλά και όλης της Ευρώπης. Σ’ αυτό του το έργο είχε πολύτιμους συνεργάτες τον Καποδίστρια και τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο. Ο Eynard συγκέντρωνε σημαντική βοήθεια για την Ελλάδα, και χρειαζόταν κάποια έμπιστα άτομα για να τη διαχειριστούν επί τόπου.
Ο Gosse γράφει ότι ο ζήλος του για να έλθει στην Ελλάδα άναψε μια μέρα του 1826 όταν ο Eynard του έδειξε μια συγκινητική επιστολή της χήρας του Μάρκου Μπότσαρη (Bouvier-Bron, σ. 345). Σύντομα ο Ελβετός τραπεζίτης έκρινε ότι ο Gosse ήταν ικανός για να αναλάβει τη μεταφορά και διαχείριση στην Ελλάδα μιας γενναίας χρηματικής και στρατιωτικής βοήθειας που είχε συγκεντρωθεί υπέρ του ελληνικού στόλου. Άλλα έμπιστα άτομα στα οποία είχε ανατεθεί παρόμοιος ρόλος από φιλελληνικές επιτροπές ήταν ο ιατρός Bailly για την επιτροπή του Παρισιού και ο συνταγματάρχης Heideck για τη Βαυαρία. Ο Gosse θα γινόταν το δεξί χέρι του Λόρδου Cochrane ο οποίος είχε ορισθεί διοικητής του ελληνικού στόλου από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (Μάρτιος – Μάιος 1827). Ο Eynard ανέλαβε όλα τα έξοδα της αποστολής του Gosse.
Πριν από την αναχώρησή του, ο Gosse συναντήθηκε με τον Cochrane ο οποίος ήταν περαστικός από τη Γενεύη, και με τον Καποδίστρια. Από τον τελευταίο έλαβε πληροφορίες για την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα. Αναχώρησε από τη Γαλλία στις 20 Δεκεμβρίου 1827, διέσχισε το πέρασμα των Άλπεων Mont-Cenis υπό το φως του φεγγαριού με έλκηθρο και πέρασε στην Ιταλία.
Στις 31 Δεκεμβρίου αναχώρησε από την Ανκόνα και μετά από ένα δύσκολο ταξίδι έφτασε στη Ζάκυνθο την 16 Ιανουαρίου 1828, εξουθενωμένος από τη θαλασσοταραχή και τις αναθυμιάσεις από τη ζύμωση των αλεύρων που μετέφερε το πλοίο. Στις 2 Φεβρουαρίου αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο το οποίο ήταν η έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης και ταυτόχρονα εστία ενδοελληνικών τριβών. Εκεί συναντήθηκε με τον Γάλλο ιατρό φιλέλληνα Bailly (στο βιβλίο του Gosse αναγράφεται και ως Bally, και σε παλαιές ελληνικές πηγές ως Βαλλής).
Κύριος σκοπός του ήταν η διανομή της βοήθειας που μετέφερε, σε χρήμα, όπλα και τρόφιμα. Συνήθως λέγεται ότι οι Αιγύπτιοι υπερίσχυαν των Ελλήνων επαναστατών επειδή ήταν περισσότερο οργανωμένοι ως τακτικός στρατός με Γάλλους εκπαιδευτές.
Από κάποιες πηγές όμως φαίνεται ότι το πρόβλημα των Ελλήνων ήταν πρώτιστα η έλλειψη σε τρόφιμα και πυρομαχικά. Μετά από έξι χρόνια συνεχούς πολέμου η εγχώρια γεωργική παραγωγή είχε εκμηδενισθεί λόγω μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού και καταστροφής των καλλιεργειών και των υποδομών.
Ταυτόχρονα εμποδίζονταν οι μεταφορές διά ξηράς. Στις 27 Φεβρουαρίου 1827 ο πρόεδρος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη Γ. Σισίνης γράφει στον Gosse για την τρομερή έλλειψη τροφίμων που έχουν τα στρατόπεδα στην Αττική, τα οποία κινδυνεύουν να διαλυθούν από την πείνα.
Του ζητά να στείλει στον Καραϊσκάκη στην Ελευσίνα 40 – 50 χιλιάδες οκάδες αλεύρι από αυτό που είχαν δωρίσει οι φιλελληνικές επιτροπές της Ευρώπης. Ο Gosse, που έχει αμέσως πιάσει δουλειά στην επιτροπή διαχείρισης της βοήθειας, ανταποκρίνεται και σε 4 ημέρες στέλνει με καΐκια από την Ύδρα 80 χιλιάδες οκάδες καλαμπόκι. Στις 4 Απριλίου ο Καραϊσκάκης γράφει από το Κερατσίνι προς την κυβέρνηση ότι ήρθε η ώρα να χτυπηθεί ο εχθρός γιατί εκείνη τη στιγμή είναι αδύναμος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Όμως το στράτευμα χρειάζεται 7 χιλιάδες οκάδες αλεύρι την ημέρα, καθώς προστίθενται και Σουλιώτες και Πελοποννήσιοι που έρχονται για βοήθεια. Επίσης χρειάζονται 50-100 χιλ. δεκάρια φυσέκια (Βακαλόπουλος, σ 114-116. Πρβλ. Αρχ. Εθν. Παλιγγενεσίας, τ. 3, σ. 352, 388).
Λόγω των αναταραχών που επικρατούσαν στην Πελοπόννησο ο Gosse προτίμησε να εγκατασταθεί αρχικά στην Ύδρα και εκεί να εκφορτώσει τη βοήθεια σε αποθήκες. Φαίνεται ότι σ’ αυτό διαφώνησαν πλοίαρχοι όπως ο Μιαούλης, ο οποίος προτιμούσε να αποθηκευθεί η βοήθεια στον Πόρο. Από το Μάρτιο του 1827 φτάνει ο Cochrane στην Ελλάδα και ο Gosse διορίζεται «γενικός επιμελητής» του στόλου. Οι αποθήκες με τη βοήθεια μεταφέρονται τελικά στον Πόρο, όπου ιδρύθηκε και ένας πρόχειρος ναύσταθμος. O Πόρος περιγράφεται από τον Gosse ως όαση ηρεμίας μέσα στην εμπόλεμη Ελλάδα. Η διαχείριση των εφοδίων γίνεται από επιτροπή στην οποία εκτός από τους Gosse και Bailly συμμετέχουν επίσης ο Heideck, o Koering, και ο Μιλανέζος εξόριστος Porro.
Με τα χρήματα της βοήθειας αγοράζονται σιτηρά που έρχονται από Ρωσία και Πολωνία μέσω της Οδησσού. Στέλνονται επίσης χρήματα για την επισκευή της ατμοκίνητης φρεγάτας «Καρτερία» και άλλων πλοίων του ελληνικού στόλου.
Παράλληλα προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του και στους μαχόμενους Έλληνες που προσπαθούν να ανακαταλάβουν την Αθήνα και άλλα σημεία της Αττικής. Ήταν ένας από τους ιατρούς που μάταια προσπάθησαν να σώσουν τη ζωή του Καραϊσκάκη μετά τη μάχη του Φαλήρου (22 – 23 Απριλίου 1827). Τότε φρόντισε και άλλους τραυματίες και με τη βοήθεια ενός νεαρού Άγγλου χειρουργού έκανε δύο ακρωτηριασμούς στο στρατόπεδο του ναυάρχου. Γράφει ότι ενώ έκανε αυτούς τους ακρωτηριασμούς (τότε μια φρικτή διαδικασία με ένα πριόνι και χωρίς αναισθητικό), κάποιοι ήρθαν να του ζητήσουν φαγητό. Μη έχοντας γραφική ύλη υπέγραψε κουπόνια τροφίμων χρησιμοποιώντας το αίμα τραυματιών για μελάνι και σπίρτα για γραφίδα. Λίγους μήνες αργότερα προσπάθησε μάταια να σώσει τον 18χρονο Παύλο Βοναπάρτη (Paul Marie Bonaparte), ανιψιό του Ναπολέοντα, που αυτοτραυματίστηκε σοβαρά κατά λάθος με πιστόλι που καθάριζε στη ναυαρχίδα φρεγάτα «Ελλάς» στο Ναύπλιο (Bouvier-Bron, 346).
Μετά την αποτυχία ανακατάληψης της Αθήνας και την ήττα των Ελλήνων στο Φάληρο, τα εφόδια και τα χρήματα εξαντλούνται. Στις 31 Μαΐου 1827 ο Heideck γράφει στον Εϋνάρδο ότι τα χρήματα της επιτροπής έχουν τελειώσει. Έτσι η κυβέρνηση αποφασίζει να επιβάλλει φορολόγηση των νησιών αλλά και να δανεισθεί από πλούσιους εμπόρους προκειμένου να στηρίξει τη λειτουργία του στόλου, ενώ επισήμως δεν υπάρχει ακόμη ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Ο Cochrane διορίζει τον Gosse υπεύθυνο για τη συλλογή φόρων από τα νησιά. Επειδή τα έσοδα από φόρους είναι πενιχρά, ανατίθεται στον ίδιο η σύναψη δανείου από τους εμπόρους της Σύρου.
Και αυτό αποδεικνύεται δύσκολο, καθώς η αποπληρωμή του δανείου είναι τόσο αβέβαιη όσο και το μέλλον της Επανάστασης και οι έμποροι προστατεύονται από τα προξενεία διαφόρων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Μετά από δαιδαλώδεις συνεννοήσεις με τους διαφόρους παράγοντες των νησιών ο Gosse κατάφερε να συγκεντρώσει ένα ποσό.[2] Μέρος αυτού παρέδωσε στον Cochrane και με το υπόλοιπο οργάνωσε έναν στολίσκο από δύο γολέτες και δύο κανονιοφόρους για να καταπολεμήσει την πειρατεία και τις επιδρομές από μεμονωμένα τουρκικά πλοία αλλά και από ελληνικά. Έτσι ο Gosse, από ιατρός στη χώρα των Άλπεων γίνεται και ναυτικός διοικητής στο Αιγαίο με απόφαση της «επί των Ναυτικών Γραμματείας» τον Ιούνιο του 1827. Φαίνεται ότι είχε αρκετή επιτυχία σ’ αυτό το καθήκον, αφού ο Καποδίστριας με επιστολή του της 20 Μαρτίου 1828 αναγνωρίζει τον Gosse ως έμπειρο σε ναυτικά θέματα και τον συνιστά στον φιλέλληνα πλοίαρχο Hastings ο οποίος αναζητούσε αξιωματικούς για μικρά πλοία.
Στο μεταξύ συνεχίζουν να έρχονται από τους φιλέλληνες της Ελβετίας όπλα, χρήματα και άλλα εφόδια. Ο Gosse τηρεί λογιστικά βιβλία όπου καταγράφει τα δούναι και λαβείν όπως τα έξοδα για μισθούς, αγορά τροφίμων και ζωοτροφών, αγορά πυρίτιδας κτλ. Ταυτόχρονα δέχεται αιτήματα και για παροχή βοήθειας σε Έλληνες πρόσφυγες από διάφορες τουρκοκρατούμενες περιοχές (Βακαλόπουλος, 142, 143). Ο ίδιος ο Gosse περιγράφει τις ποικίλες ασχολίες που είχε στην Ελλάδα:
«Έχω γίνει αληθινός αρλεκίνος με το να είμαι άλλοτε συμφιλιωτής, σύμβουλος, συντονιστής, γενικός επίτροπος, ταμίας, έμπορος, γραμματικός, γιατρός. Ως προς την καρδιά μου, δεν έχει αλλάξει, σας το βεβαιώνω, και δεν θ’ αλλάξει καθόλου, παρά την δύναμη των γεγονότων, παρά τις εναντιότητες …».
Με την έξωθεν βοήθεια, κατασκευάζεται στον Πόρο ένα μικρό σκάφος 35 τόνων, επισκευάζονται άλλα, κατασκευάζονται οχυρώσεις και ιδρύεται ένα εργαστήριο παρασκευής παξιμαδιών (τα οποία τότε ήταν ένα κύριο εφόδιο για το στρατό και το ναυτικό). Άλλα χρήματα δόθηκαν για αγορά χειρουργικών εργαλείων και φαρμάκων, για βοήθεια προς φιλέλληνες, κλπ.
Ενδιάμεσα της ενασχόλησής του ως αξιωματικού «Εφοδιασμού και Μεταφορών», ο Γκός βρήκε το χρόνο να υπηρετήσει ως ιατρός πάνω στην «Καρτερία», και βρέθηκε στο πεδίο της μάχης όταν αυτή κατέστρεψε αρκετά τουρκικά πλοία στον κόλπο της Ιτέας (17 Σεπτεμβρίου 1827). Από τη θητεία του Gosse στην «Καρτερία» έχουμε και κατάλογο που συνέταξε με τα ονόματα 94 μελών του πληρώματος, Έλληνες, Άγγλους και Σουηδούς κυρίως (Βακαλόπουλος, σ. 155, 156).
Τον επόμενο μήνα έγινε η περίφημη ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οποία έδωσε νέες προοπτικές για ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Η Συνθήκη του Λονδίνου προέβλεπε ότι τα σύνορα του κράτους θα οριστούν αργότερα. Έτσι σε περιοχές όπως τα νησιά του Αιγαίου, Δυτική Ελλάδα και Κρήτη αναζωπυρώθηκε το επαναστατικό πνεύμα, καθώς έβλεπαν ότι κινδύνευαν να μείνουν μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία κατά τις επικείμενες διεργασίες.
Μεταξύ άλλων οι Χιώτες που είχαν καταφύγει στη Σύρο και άλλα νησιά, με τη βοήθεια και των Γάλλων υπό τον Φαβιέρο αλλά και του Cochrane, οργάνωσαν εκστρατεία ανακατάληψης της Χίου τον Οκτώβριο του 1827. Ο Gosse βοήθησε και σ’ αυτή την περίπτωση, και ουσιαστικά συμμετείχε στην απόβαση στην τουρκοκρατούμενη Χίο. Εκεί λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του λόγω της αμέλειας κάποιων αξιωματικών του Φαβιέρου. Οι δύο Γάλλοι που τον συνόδευαν σε μια αναγνωριστική αποστολή στην ξηρά, τον άφησαν να κατευθυνθεί μόνος προς μια περιοχή που ήταν μέσα στο βεληνεκές των τουρκικών πυροβόλων του κάστρου της Χίου. Εκεί μια βολή του πήρε το καπέλο και τον ανάγκασε έντρομο να απομακρυνθεί. Τελικά η εκστρατεία στη Χίο αναδιπλώθηκε, κυρίως λόγω αδυναμίας των Ελληνικών δυνάμεων (τακτικοί και άτακτοι), και των τοπικών παραγόντων, να συντονισθούν και να υιοθετήσουν ένα κοινό σχέδιο. Στη συνέχεια, ο Φαβιέρος έλαβε διαταγή από τον Γάλλο ναύαρχο de Rigny (Δεριγνύ) να αποχωρήσει, δεδομένου ότι η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση δεν είχε τις δυνάμεις να στηρίξει την εκστρατεία. Έτσι η Χίος δεν περιελήφθη τότε στο νέο ελληνικό κράτος.
Ο Louis–André Gosse, σε μεγαλύτερη ηλικία. Λιθογραφία. Συλλογή ΕΕΦ / Μουσείο Φιλελληνισμού
Η επιδημία πανώλης
Ο Gosse διακινδύνευσε και για δεύτερη (τουλάχιστον) φορά τη ζωή του κατά την επιδημία πανώλης που έπεσε γύρω από τον Αργολικό Κόλπο και σε χωριά της Αχαΐας. Η επιδημία ξεκίνησε από το εκστρατευτικό σώμα των Αιγυπτίων στη Μεθώνη. Υπό τον Ιμπραήμ υπηρετούσε ένας σημαντικός αριθμός Ευρωπαίων ιατρών (κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί) οι οποίοι όμως καθυστέρησαν να διαγνώσουν την ασθένεια. Λόγω ανταλλαγών αιχμαλώτων και άλλων μετακινήσεων, το καλοκαίρι του 1828 η επιδημία πανώλης εμφανίστηκε αρχικά στην Αίγινα, και μετά στην Ύδρα, τα Μέγαρα, το Ναύπλιο, άλλες τριγύρω περιοχές και σε μερικά χωριά της Αχαΐας. Πιθανότατα υπήρξε ταυτόχρονη επιδημία και από άλλη ασθένεια που στις πηγές της εποχής αναφέρεται ως «κακοήθης πυρετός», από την οποία προσβλήθηκε και ο Gosse. Ο πληθυσμός ήταν γενικά εξασθενημένος από την πείνα και τις κακουχίες, και ήταν ευάλωτος σε κάθε είδους ασθένειες που ήταν περίπου ενδημικές, όπως η ελονοσία, ο τύφος, κ.ά.
Σημαντικότατη προσφορά του Gosse στην Ελλάδα ήταν ότι βοήθησε στον περιορισμό της επιδημίας. Σ’ αυτό συνέβαλε και η οξυδέρκεια και το προσωπικό ενδιαφέρον του Καποδίστρια, ο οποίος έσπευσε να δώσει στον Ελβετό γιατρό τις απαραίτητες εξουσίες, που τον αναβίβαζαν στην πράξη σε «υπουργό υγείας». Ο κυβερνήτης της Ελλάδας είχε βέβαια ο ίδιος ιατρικές γνώσεις από τις σπουδές του στην Πάδοβα (1794-1797).
Σ’ αυτή τη μάχη συνεισέφεραν και άλλοι ιατροί καθώς και μη ειδικοί πολίτες που επάνδρωσαν τις υπηρεσίες αστυνόμευσης και καραντίνας, την υγειονομική ταφή των νεκρών (οι λεγόμενοι «μόρτηδες»), τη διαχείριση των φαρμάκων κτλ. Όσοι είχαν σπουδάσει στην Ιταλία ή είχαν ιατρική εμπειρία από τα Επτάνησα, γνώριζαν και εφάρμοσαν τα μέτρα καραντίνας τα οποία είχαν αναπτύξει από παλαιότερα οι Ενετοί, οι οποίοι είχαν ιδρύσει και τα διάφορα «λαζαρέτα» στα Βαλκάνια και την Ιταλία (Tsoucalas, 2021). Μετά την έναρξη της επιδημίας κάποιος απέστειλε από την Κέρκυρα στην Αίγινα και μια «Υγειονομική Διάταξη» που περιείχε παλαιότερες σχετικές οδηγίες βενετικές, γαλλικές, τοσκανικές και παπικές. Αυτή αποτέλεσε τη βάση για να συνταχθεί μια ελληνική υγειονομική διάταξη για την περίσταση. O Gosse αναφέρει ότι «ευτυχώς αυτή η διάταξη ήρθε πολύ αργά», καθώς την θεωρούσε άχρηστη και ξεπερασμένη (Gosse, σ. 168, 169).
Είναι αμφίβολο αν οι ξένοι ιατροί από τη Βόρεια Ευρώπη και την Αμερική είχαν ξαναδεί από κοντά θύματα πανώλης. Τουλάχιστον ο Gosse αναφέρει ότι στην Ύδρα ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τέτοιον ασθενή όταν τον κάλεσε εκεί για την περίσταση η κυβέρνηση και τον υποδέχθηκε ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος. Ο τελευταίος (έχων επίσης σπουδάσει ιατρική), είχε ήδη κάνει τη διάγνωση: (Προς τον Gosse) «Σας προειδοποιώ ότι πρόκειται για πανώλη και σας συμβουλεύω να λαδώσετε τα χέρια σας». Η επάλειψη με λάδι ήταν μια διαδεδομένη πρακτική για την προστασία από την πανώλη, την οποία ενώ ο Gosse θεωρεί αμφιλεγόμενη, πιστεύει ότι δεν είναι παντελώς άχρηστη (Gosse, σ. 122, 148). Περιγράφει ότι πλησίασε τον ασθενή «σαν στρατιώτης που βγαίνει στην επίθεση», αλλά δεν μπόρεσε να τον σώσει.
Πριν από τη δεκαετία του 1860 δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα η μικροβιολογία και δεν ήταν γνωστοί οι παράγοντες που προκαλούσαν λοιμώδεις νόσους (στην περίπτωση της πανώλης ένα βακτήριο με ενδιάμεσους ξενιστές τρωκτικά και ψύλλους). Ωστόσο ήταν γνωστό ότι η συναναστροφή και η κοινή χρήση αντικειμένων ευνοούσαν τη διάδοση των επιδημικών ασθενειών, και η απομόνωση ήταν ένας συνήθης τρόπος αντιμετώπισης. Διάφορα φάρμακα της εποχής μπορεί να βοηθούσαν στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων όπως ο πυρετός, αλλά όχι στη ριζική αντιμετώπιση των αιτίων των επιδημιών. Μια από τις επικρατούσες θεωρίες για τις επιδημίες ήταν ότι αυτές οφείλονταν σε κάποιο «μίασμα» (miasma στην ευρωπαϊκή ιατρική ορολογία της εποχής) το οποίο μεταδιδόταν με τον αέρα ή με αντικείμενα ή με τη σωματική επαφή.
Αυτή η θεωρία είχε τις ρίζες της στον Ιπποκράτη και ήταν διαδεδομένη στην Ευρώπη σε όλο το Μεσαίωνα και μέχρι τον ύστερο 19ο αιώνα. Ο Gosse πίστευε σ’ αυτή τη θεωρία, την οποία μάλιστα επιβεβαίωσε από τις παρατηρήσεις του στο πεδίο, και έτσι εφάρμοσε επειγόντως μέτρα απομόνωσης, μεταξύ των οποίων και η κατασκευή εγκαταστάσεων καραντίνας. Φρόντισε να κάνει μια λεπτομερή καταγραφή των παρατηρήσεών του επί της επιδημίας, και ανέπτυξε κάποιες νέες ιδέες για τη θεραπεία. Εκτός από το βιβλίο του “Relation de la peste qui a régné en Grèce en 1827 et 1828”, σχετικές λεπτομέρειες καταγράφει και σε εκθέσεις και επιστολές που έστελνε προς τον Καποδίστρια, ενώ συγκέντρωνε αναφορές και από άλλους ιατρούς. Από τα στελέχη της προσωρινής κυβέρνησης ο Ιωάννης Κωλέττης, που ήταν επίσης ιατρός, είχε κι αυτός ενεργό ρόλο στην εφαρμογή των υγειονομικών μέτρων. Στον αγώνα κατά του αόρατου μιάσματος ρίχθηκαν και άλλοι ιατροί, Έλληνες και ξένοι, που βρίσκονταν στην Ύδρα, τον Πόρο, τις Σπέτσες, το Ναύπλιο, το Άργος, την Αίγινα. Προ του κοινού κινδύνου ο Gosse συνεργάστηκε ακόμα και με τους Ευρωπαίους ιατρούς που υπηρετούσαν στο στράτευμα του Ιμπραήμ, τα ονόματα των οποίων κατέγραψε σε κατάλογο, όπως συνήθιζε. Στην Ελλάδα βρισκόταν την ίδια εποχή και ο Αμερικανός φιλέλληνας ιατρός Samuel Howe ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του στο ναυτικό.
Στη Μεγαρίδα είχε πληγεί το εκεί στρατόπεδο των Ελλήνων υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη, όπως και πολλοί άμαχοι που είχαν καταφύγει στη μικρή χερσόνησο στο Βουρκάρι, που προστατεύεται από το Τείχος.[3] Εκεί πήγε ο Gosse για επιθεώρηση της κατάστασης, με βοηθό τον «έξυπνο και ενεργητικό» Παύλο Διαμαντίδη. Μαζί τους μετέφεραν και μερικά απλοϊκά φάρμακα της εποχής, τα οποία ο Gosse αναφέρει σε κατάλογο μαζί με τη δοσολογία: Εμμετικά, που ήταν τρυγικά άλατα για τους ενήλικες και σιρόπι ιπεκακουάνας για τα παιδιά, καυστική σόδα για καυτηριασμούς των ελκών (γαλλ. charbons > άνθραξ) και των βουβωνικών λεμφαδένων, κινίνη για αντιπυρετικό, αμμωνία, θειικό οξύ, βότανα μεταξύ των οποίων και χαμομήλι, σκόνη μουστάρδας για «σιναπισμούς», μέλι, ξύδι, λεμόνια και πορτοκάλια, σύριγγες, νυστέρια, βεντούζες για αφαιμάξεις και άλλα (Bouvier, σ. 350). Ο Gosse χρησιμοποίησε πολύ ως φάρμακο και το φασκόμηλο που φύτρωνε άφθονο στην περιοχή. Λογικά αυτό δεν είχε κάποια φαρμακολογική δράση επί της πανώλης (όπως πιθανότατα δεν είχαν και τα υπόλοιπα), ωστόσο μπορεί να έφερε παρηγοριά σε κάποιους ασθενείς, και ταυτόχρονα, λόγω του βρασμού που είχε προηγηθεί, λειτούργησε ως πηγή υγιεινού νερού απαλλαγμένου από παράσιτα, κάτι δυσεύρετο σ’ εκείνες τις συνθήκες. Δέκα χρόνια αργότερα, συγκεντρώνοντας όλες τις παρατηρήσεις του από την επιδημία, θα γράψει ότι οι περισσότερες από τις θεραπείες που εφάρμοσε ο ίδιος ή άλλοι ιατροί, όπως η κρέμα τρυγικών (crème de tarter), επίδεσμοι, όξινα ποτά, βδέλλες κλπ, δεν έφεραν καμία σημαντική μείωση της θνησιμότητας, εκτός από τον καυτηριασμό με καυστικό κάλιο των ελκών και των βουβωνικών λεμφαδένων (sur les charbons et les bubons) που σταμάτησε άμεσα τη θνησιμότητα (Gosse, σ. 142, 145). Αναφέρει και την περίπτωση ενός «τσαρλατάνου» στη Χίο ο οποίος έδινε στους ασθενείς ένα παρασκεύασμα που περιείχε και μικρή ποσότητα ξηραμένων ιστών από πληγές ασθενών. Διαπιστώνει ότι ούτε αυτή η ομοιοπαθητική θεραπεία είχε αποτέλεσμα. Ήταν ακόμα μια εποχή όπου η ακαδημαϊκή ιατρική δεν είχε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία από την εμπειρική.
Στη μικρή χερσόνησο του Τείχους επικρατούσε μια άθλια κατάσταση αφού ζούσαν συνωστισμένοι υγιείς μαζί με ασθενείς και ετοιμοθάνατους, χωρίς καθαρό νερό κάτω από φοβερή ζέστη «33 βαθμών Ρεομίρου (Réaumur)», δηλ. 40 Κελσίου. Επισκέφθηκε πάνω από 60 ασθενείς και σε αρκετούς έκανε καυτηριασμό των ελκών και χορήγησε εμμετικά και κινίνη. Έδωσε εντολή να κατασκευαστούν πρόχειρα υπόστεγα από κλαδιά για να προφυλάσσονται από τον ήλιο οι ασθενείς, τους οποίους τοποθέτησε σε απόσταση περίπου 2 μέτρων τον έναν από τον άλλο, ώστε να μπορεί κανείς να κυκλοφορεί ανάμεσά τους χωρίς να τους αγγίζει. Παρόμοιες εγκαταστάσεις καραντίνας, αλλά καλύτερα κατασκευασμένες, στήθηκαν στην Αίγινα, σχεδιασμένες από τον πρόξενο της Αυστρίας και αρχαιολόγο Georg Christian Gropius (1776-1850). Παρεμπιπτόντως πρέπει να σημειωθεί ότι η μεγάλη προσφορά του τελευταίου στην Ελλάδα ήταν η διάσωση πολλών αρχαιοτήτων.[4] Ο Gosse άφησε τον Διαμαντίδη στο Τείχος και επέστρεψε στον Πόρο, όπου η επιδημία ελεγχόταν ικανοποιητικά με μέτρα καραντίνας.
Από τη συχνή επαφή του με τους ασθενείς αρρώστησε και ο ίδιος (όχι από πανώλη) παρουσιάζοντας πυρετό και φθάνοντας στα πρόθυρα του θανάτου πολλές φορές. Κατέφυγε για φροντίδα στο νοσοκομείο που είχαν ιδρύσει οι Αμερικανοί Howe και John D. Russ με δωρεές Αμερικανών φιλελλήνων. Εκεί, σε ένα επεισόδιο πυρετού αργά τη νύχτα αποφάσισε να εφαρμόσει στον εαυτό του μια πρωτότυπη θεραπεία: Να βγει για βαρκάδα. Ο ιατρός Russ πίστευε ότι o Gosse παραληρεί και προσπάθησε να τον αποτρέψει. Μετά από την επιμονή του ασθενούς, τον μετέφερε ο ίδιος ο Russ σε μια βάρκα, του έδωσε κάτι δροσιστικό και έκαναν μια βόλτα στον δροσερό θαλασσινό αέρα. Βγήκαν στη στεριά κοντά σε ένα μοναστήρι όπου υπήρχε μια πηγή με κρύο νερό με την οποία ο Gosse έσβησε τη δίψα του και τη φλόγωση και κατάφερε να κοιμηθεί μετά από μέρες αϋπνίας. Θεώρησε ότι το νερό της πηγής ήταν θεραπευτικό και μ’ αυτό ράντισε το δωμάτιό του. Στη συνέχεια μετακόμισε στη Σύρο και στη Νάξο όπου ανάρρωσε.
Επέστρεψε στον Πόρο όπου εργάσθηκε για την τακτοποίηση διαφόρων λογαριασμών, αλλά κατά περιόδους υπέφερε από πυρετό. Όπως γράφει, οι κάτοικοι του Πόρου του πρόσφεραν μεγάλη φροντίδα, στέλνοντάς του προμήθειες και επιστολές συμπαράστασης: «Σεβάσμιοι κληρικοί, παραβλέποντας ότι είμαι Προτεστάντης, έκαναν δημόσιες δεήσεις για την ανάρρωσή μου. … αργότερα με τις συναναστροφές μου στο Μοριά εκτίμησα στ’ αλήθεια τον έντιμο χαρακτήρα της μεγάλης πλειοψηφίας αυτών των ανθρώπων, …» (Gosse, σ. xij). Δεν παραλείπει βέβαια να αναφέρει τις ίντριγκες και την ηθική κατάπτωση που επικρατούσε μεταξύ ολίγων ατόμων που βρίσκονταν σε θέσεις εξουσίας. Όμως το ηθικό του είχε πλέον υποσκαφθεί και άρχισε να σκέπτεται να επιστρέψει στην Ελβετία. Σ’ αυτό τον παρακινούσε με επιστολές και η μητέρα του, στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
Πριν από αυτήν την επιστροφή αναλαμβάνει μια νέα αποστολή επιθεώρησης σε ένα άλλο επίκεντρο της επιδημίας, την Αχαΐα, όπου ενδιαφέρεται να ερευνήσει την πορεία της ασθένειας σε ψυχρό ορεινό κλίμα. Ο Gosse έφυγε από την Αίγινα την ημέρα των Χριστουγέννων του 1828, διέσχισε τον Ισθμό της Κορίνθου και συνέχισε δια θαλάσσης προς την Πάτρα. Αφού συναντήθηκε με Γάλλους αξιωματικούς του στρατηγού Maison συνέχισε προς τα βουνά των Καλαβρύτων. Μέσα από χιονισμένα τοπία στις 4 Ιανουαρίου έφθασε στο χωριό Βισόκα, αφού κινδύνευσε να χαθεί από το κρύο και τον πυρετό στα βουνά. Εξέτασε έναν αριθμό ασθενών και έδωσε οδηγίες για εφαρμογή υγειονομικών μέτρων, αλλά η ασθένεια εξαφανίσθηκε από μόνη της στο τέλος του χειμώνα.
Συνοψίζοντας την περιγραφή της επιδημίας ο Gosse σημειώνει ότι από τους 1113 ασθενείς που εντόπισε, οι 783 πέθαναν και 330 επέζησαν. Σε μερικές περιοχές η θνησιμότητα ήταν 100%, όπως στο στρατόπεδο των Μεγάρων και στο Λιγουριό Αργολίδας, ενώ σε άλλες ήταν χαμηλότερη, όπως 50% στην πόλη του Άργους, και ακόμα χαμηλότερη στο Τείχος (κατάλογος στο Βακαλόπουλος, σ. 205). Η ασθένεια υποχώρησε την άνοιξη του 1829, κατά τη γνώμη του χάρη στο κλίμα της Ελλάδας και τον αραιό πληθυσμό.
“Mission accomplie”
Προς τα τέλη του 1828 οι οικονομικοί πόροι του Gosse έχουν εξαντληθεί και συντηρείται από τον Ηπειρώτη έμπορο της Σύρας Απόστολο Δούμα καθώς και από τον κόμη Φραγκόπουλο της Νάξου. Γι’ αυτή την καλοσύνη που βρήκε έγραψε: «Έδρεψα τους καρπούς της αφοσίωσής μου [στους Έλληνες] και αναγνώρισα πόσο αβάσιμη ήταν η φήμη που υπάρχει για το ελληνικό έθνος, ότι είναι αχάριστοι» (Gosse, σ. xj).
Βρίσκεται στην ανάγκη ακόμη και να δανεισθεί 2.000 πιάστρα από τον Βιάρο Καποδίστρια. Ο Ιωάννης Καποδίστριας κατάφερε να παρατείνει την παραμονή του Gosse στην Ελλάδα επειδή είχε μεγάλη ανάγκη από στελέχη τέτοιας ποιότητας. Έγραψε ακόμη και στη μητέρα του ώστε αυτή να δώσει την έγκρισή της για παράταση της παραμονής του γιού της στην Ελλάδα. Ο Gosse καταπονημένος από την ασθένεια και τα οικονομικά του προβλήματα, αφού είχε κάνει με το παραπάνω το καθήκον του ως ιατρός και ως διαχειριστής της φιλελληνικής βοήθειας, αποφάσισε οριστικά να επιστρέψει και να ξεκουραστεί στην πατρίδα του. Αναχώρησε από την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1829. Ο Καποδίστριας του εξέφρασε εγγράφως την ευγνωμοσύνη του για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει. Ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης των Καλαβρύτων, του Πόρου και της Αθήνας (η οποία δεν κατάφερε ακόμα να δώσει το όνομά του σε κάποια οδό). Από την Ελβετία συνέχισε να αλληλογραφεί με φίλους στην Ελλάδα και να ενδιαφέρεται για τις ελληνικές υποθέσεις. Εξακολουθούσε να συνεργάζεται με τον Eynard ο οποίος συνέχισε να αποστέλλει χρηματική βοήθεια στην Ελλάδα. Αν και από τα μέσα του 1829 ο φιλελληνικός ζήλος των Ευρωπαίων είχε πλέον εξασθενήσει. Άλλωστε η Ελλάδα είχε εξασφαλίσει πλέον την ανεξαρτησία της, ενώ είχαν λιγοστέψει και οι ηρωικές μάχες και οι θυσίες των Ελλήνων που στο παρελθόν τροφοδότησαν τον φιλελληνισμό της Δύσης.
Συνεχιζόταν όμως ο φιλελληνισμός με διαφορετική μορφή. Στόχευε πλέον κυρίως στην εξαγορά και απελευθέρωση Ελλήνων δούλων από τα σκλαβοπάζαρα της Μεσογείου (ο Eynard και ο Λουδοβίκος Α διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και στη φάση αυτή).
Το 1838 ο Gosse επισκέφθηκε με τη σύζυγό του την Ελλάδα και τιμήθηκε από τον βασιλιά Όθωνα με το αριστείο του Αγώνος και τον αργυρό Σταυρό του Σωτήρος. Το ίδιο έτος δημοσίευσε τις παρατηρήσεις του από την επιδημία πανώλης στην Ελλάδα. Εκεί συνοψίζει την προγενέστερη γνώση που υπήρχε στη βιβλιογραφία για τη θεραπεία της πανώλης, τις θεραπείες και τα μέτρα καραντίνας που εφαρμόστηκαν σε διάφορες πανωλόπληκτες περιοχές της Ελλάδας, στατιστικά κλπ. Είναι ένα ενδιαφέρον κείμενο που αφορά την ιστορία της ιατρικής στη σύγχρονη Ελλάδα.
Επίλογος
Η περίπτωση του Αντρέ Λουί Gosse δείχνει μια από τις πολλές όψεις του φιλελληνισμού του 18’21. Δεν ήταν αρχαιολάτρης ούτε «ρομαντικός», δεν ήταν διανοούμενος του Διαφωτισμού, δεν ήταν ούτε Ορθόδοξος με βυζαντινή παιδεία. Ήταν ένας φιλελεύθερος άνθρωπος που έβλεπε με ενθουσιασμό τα εθνικά κινήματα της μετα-ναπολεόντειας εποχής, και ταυτόχρονα ως ιατρός κατανοούσε τις καθημερινές ανάγκες των λαϊκών ανθρώπων που ήταν το υποκείμενο αυτών των κινημάτων. Η επαφή του με την ελληνική πραγματικότητα δεν τον απογοήτευσε και δεν απώλεσε τον ενθουσιασμό του όπως άλλοι πρώην φιλέλληνες. Έβλεπε και σημείωνε τις ενδοελληνικές αντιπαλότητες και τα ελαττώματα των αρχόντων, αλλά τα αντιμετώπιζε με κατανόηση. Αποδίδει αυτά τα φαινόμενα στην προηγηθείσα δουλεία και την καταπίεση από τους Τούρκους, και γενικά εκφράζεται με πολύ θετικό τρόπο για τους Έλληνες. Προφανώς γνώριζε ότι παρόμοια ή και χειρότερα είχαν συμβεί στην πρόσφατη Γαλλική Επανάσταση και στα παρεπόμενά της, με χειρότερο τους Ναπολεόντειους πολέμους που από μια άποψη ήταν ένας εμφύλιος μεταξύ Ευρωπαίων.
Από τους δύο κύριους τομείς στους οποίους εργάσθηκε, η σημαντικότερη προσφορά του ήταν ίσως στον τομέα της διαχείρισης της φιλελληνικής βοήθειας και στη διοίκηση ορισμένων κρατικών μηχανισμών. Το μεγάλο πρόβλημα εκείνη την εποχή (ίσως και πάντα) στην Ελλάδα ήταν να βρεθούν ηθικώς ακέραια άτομα να διαχειρισθούν τα υπάρχοντα οικονομικά κεφάλαια χωρίς αυτά να σπαταληθούν από τη διαφθορά.
Η υγειονομική δουλειά του ήταν επίσης πολύ σημαντική, αλλά είναι ένα ερωτηματικό αν σ’ αυτό τον τομέα ήταν αναντικατάστατος. Πιθανώς και άλλοι Φιλέλληνες και Έλληνες ιατροί να μπορούσαν ισάξια να προσφέρουν από την ίδια θέση, δεδομένου μάλιστα ότι είχαν (ειδικά οι Έλληνες) περισσότερη πείρα από επιδημίες σε ελληνικές συνθήκες. Ενδεχομένως όμως η αίγλη του «ιατρού από την Ελβετία» πρόσφερε στον Gosse ένα κύρος το οποίο δεν θα είχαν οι Έλληνες ιατροί.
Ο Βακαλόπουλος συνοψίζει ωραιότατα την προσφορά του Gosse στην καταληκτική παράγραφο της διατριβής του για τον ελβετικό φιλελληνισμό:
«Ο Gosse, όπως και ο Eynard, αποτελούν δύο χτυπητά παραδείγματα Ευρωπαίων οι οποίοι, παρά τον έντονο φιλελληνισμό τους, αντιμετωπίζουν τα προβλήματα του τόπου με πρακτικότητα και συγκρατημένη αισιοδοξία. Η στάση τους απέναντι των Ελλήνων είναι στάση φίλων προς αγαπητά πρόσωπα, που δυσκολεύονται να βρουν τον δρόμο τους, στάση γεμάτη από βαθιά κατανόηση του κακού παρελθόντος τους, από ήπια αυστηρότητα για ορισμένες παρεκτροπές τους και από ειλικρινή πρόθεση να τα βοηθήσουν θετικά στον μεγάλο τους σκοπό, στην απελευθέρωση της πατρίδας τους.».
Εικόνα του τίτλου της Journal de Geneve, και είδηση για τη διεξαγωγή εράνου υπέρ των Ελλήνων από τον Eynard, 23/3/1826. https://www.letempsarchives.ch.
Σημειώσεις:
[1] Ο Louis-André Gosse δεν πρέπει να συγχέεται με τον ζωγράφο Nicolas Louis François Gosse (1787 –1878) ο οποίος ζωγράφισε και μερικούς πίνακες σχετικούς με την Επανάσταση. Ο πρώτος αναφέρεται σε παλαιές ελληνικές πηγές και ως «Γκόσ(σ)ης».
[2] Για εκτενή περιγραφή των προσπαθειών φορολόγησης και δανεισμού βλ. Βακαλόπουλος, σ. 121 κ.ε.
[3] Τείχος Μεγαρίδας. Στο έργο του Gosse αναφέρεται ως Tycho. Ο Βακαλόπουλος το έχει αποδώσει ως «Τυχώ», αλλά δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω ότι αυτό είναι κάποιο ιστορικώς ορθό όνομα.
[4] Ο Georg Christian Gropius πρέπει να ήταν πρόγονος των ομώνυμων αρχιτεκτόνων, εκ των οποίων γνωστότερος ο Walter Gropius (1883 – 1969), πατέρας της σχολής του Bauhaus. Βλ. “Gropius (family)”, https://de.zxc.wiki/wiki/Gropius (Familie) με σχετική βιβλιογραφία. Για τον G.C. Gropius υπάρχει η μελέτη του Εμμ. Πρωτοψάλτη «Ο Γεώργιος Χριστιανός Gropius και η δράσις αυτού εν Ελλάδι», Αθήνα, 1947.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Bouvier-Bron, Michelle, “La mission médicale de Louis-André Gosse pendant son séjour en Grèce (1827-1829)”, Gesnerus: Swiss Journal of the history of medicine and sciences, 48 (1991), No. 3-4, pp 343- 357. http://doi.org/10.5169/seals-521197
Gosse Louis-André, Relation de la peste qui a régné en Grèce en 1827 et 1828: contenant des vues nouvelles sur la marche et la traitement de cette maladie. Ab. Cherbuliez et Cie, Paris, 1838. https://books.google.gr/
Tsoucalas Gregory et al., “The Greek physician and politician Ioannis Kapodistrias (1776-1831) and the plague of 1828 in Greece”, Le Infezioni in Medicina, 2021, 29(1):157-159. www.researchgate.net
Αρχεία της Εθνικής Παλιγγενεσίας, ψηφιοποιημένα στο https://paligenesia.parliament.gr
Βακαλόπουλος Α. Κωνσταντίνος, «Σχέσεις Ελλήνων και Ελβετών φιλελλήνων κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821», Διδακτορική Διατριβή, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 163, Θεσσαλονίκη, 1975. www.apostoliki-diakonia.gr/