Προσωπογραφία του Στρατηγού Sir Richard Church, του ζωγράφου Σπυρίδωνος Προσαλέντη (1830-1895). 19ος αιώνας (συλλογή ΕΕΦ)

 

Ο Richard Church (1784- 1873), ήταν Βρετανός στρατιωτικός, σημαντικός Φιλέλληνας, καθώς και εκ των πρώτων οργανωτών του Ελληνικού Στρατού.

Ήταν δευτερότοκος γιος του Matthew Church, εμπόρου από το Cork της Ιρλανδίας και της Anne Dearman[1].

Στις 3 Ιουλίου 1800, σε ηλικία 16 ετών, κατατάχθηκε στον Βρετανικό Στρατό ως ανθυπασπιστής  και τοποθετήθηκε στο 13ο Σύνταγμα Πεζικού του Somerset[2]. Πολέμησε κατά των Γάλλων στη μάχη του Φερρόλ στη Βόρειο Ισπανία το 1800 και στην εκστρατεία στην Αίγυπτο υπό τον στρατηγό sir Ralph Abercromby, το 1801[3]. Μετά την αποχώρηση των Γαλλικών στρατευμάτων από την Αίγυπτο, επέστρεψε στην Μεγάλη Βρετανία, και το 1802 τοποθετήθηκε στο 37ο Σύνταγμα Πεζικού ως υπολοχαγός[4].

Στο πλαίσιο των Ναπολεόντειων Πολέμων, το 1805 η μονάδα του Church στάλθηκε για να υπερασπισθεί τη Σικελία, ενώ στις 7 Ιανουαρίου του 1806, ο ίδιος ο Church, φέρων το βαθμό του λοχαγού, τοποθετήθηκε στο Βασιλικό Σύνταγμα Κυνηγών της Κορσικής. Εκεί ήταν για πρώτη φορά υπεύθυνος για την διοίκηση ξένων στρατευμάτων, στρατολογημένων από τον τοπικό πληθυσμό. Τον Οκτώβριο του 1808 έγινε Βοηθός Γενικός Φροντιστής στη Σικελία. Το 1809 προήχθη σε Γενικό Φροντιστή και τοποθετήθηκε ως αξιωματικός στην αποστολή που κατέλαβε τα Ιόνια νησιά υπό τον στρατηγό Sir John Oswald[5]. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1809, τοποθετήθηκε ως ταγματάρχης στο Ελληνικό Ελαφρύ Πεζικό του Βρετανικού στρατού, ενώ στις 19 Νοεμβρίου 1812 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη στο 1ο  Ελληνικό Σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού του Δούκα της Υόρκης[6].

Ο Richard Church ως αξιωματικός του Ελληνικού Ελαφρού Πεζικού του Δούκα της Υόρκης στα Επτάνησα σε πίνακα του 1813.

Ο Church ήταν ήδη ιδιαίτερα έμπειρος στη διοίκηση ξένων στρατευμάτων και έκανε χρήση της εμπειρίας του αυτής για να διοικήσει αποτελεσματικά τα στρατεύματα που είχαν στρατολογηθεί από Έλληνες. Μάλιστα η εμπειρία του αυτή, συνέβαλε στο να δημιουργηθεί το 2ο Ελληνικό Σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού του Δούκα της Υόρκης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε το 1813 για την κατάληψη των Παξών[7]. Στις τάξεις των μονάδων αυτών που διοικούσε ο Church, συμμετείχαν στρατιώτες και αξιωματικοί, που προέρχονταν από φυγάδες αρματωλούς από την ηπειρωτική Ελλάδα, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Church είχε καλλιεργήσει φιλική σχέση με τον μετέπειτα στρατιωτικό ηγέτη της Ελληνικής επανάστασης, και διατηρούσε τακτική αλληλογραφία, η οποία συνέβαλε στην διαρκή ενημέρωσή του και στην καλλιέργεια του Φιλελληνισμού του[8].

Αφού τελείωσαν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, μετά από παράπονα της οθωμανικής διοίκησης, διαλύθηκαν τα ελληνικά στρατεύματα τα οποία είχε οργανώσει ο Church με άλλους Βρετανούς αξιωματικούς. Τα μέλη τους όμως είχαν ήδη αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία από την λειτουργία, οργάνωση και εκπαίδευση τακτικού στρατού. Την εμπειρία αυτή αξιοποίησε ο Κολοκοτρώνης, αλλά και άλλοι αγωνιστές που έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πριν και μετά την Επανάσταση του 1821, ο Church υπηρέτησε στη Μάλτα, στη Νάπολη, στη Σικελία, στην Καλαβρία. Ήταν παρών στην μάχη της Μάιντα, στην άμυνα του Κάπρι, όπου τραυματίσθηκε στο κεφάλι, στην κατάληψη της Ίσκιας, στην αποστολή στα Επτάνησα, στην κατάληψη της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς. Στη μάχη της Αγίας Μαύρας τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό του χέρι, το οποίο χτυπήθηκε από σφαίρα[9].

Μετά τη θητεία του στα Επτάνησα, ο Church τοποθετήθηκε σε αποστολή της Βρετανικής κυβέρνησης στους συμμαχικούς στρατούς Αυστρίας και Πρωσίας και στη συνέχεια υπηρέτησε ως σύνδεσμος μεταξύ των Βρετανικών και των Αυστριακών Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες είχαν ως ορμητήριο την Ιταλία, το 1814 -1815[10]. Ταυτόχρονα, έλαβε μέρος ως στρατιωτικός εμπειρογνώμων στο Συνέδριο της Βιέννης, όπου υποστήριξε την παραμονή των Επτανήσων υπό Βρετανική διοίκηση, αλλά και της Πάργας και άλλων πρώην βενετικών πόλεων, που ήταν τότε υπό την κατοχή του Αλή Πασά[11]. Για τη δράση του στα Επτάνησα, την Ιταλία και την Βιέννη, έλαβε το 1815 από τη Βρετανική κυβέρνηση τον τίτλο του Εταίρου του Τάγματος του Λουτρού[12].

Ο Church επέστρεψε στην Ιταλία το 1817, μετά από προσφορά της κυβέρνησης του Βασιλείου των Δύο Σικελιών. Με την άδεια της βρετανικής κυβέρνησης, ανέλαβε στην Ιταλία τη θέση υποστρατήγου στο Σικελικό Στρατό, καθώς και τη θέση του επιθεωρητή των στρατευμάτων των ξένων, στην υπηρεσία του βασιλιά Φερδινάνδου Α΄ των Δύο Σικελιών. Υπηρέτησε στην Απουλία με έδρα το Λέτσε, όπου κατάφερε να σταματήσει τη δράση των τοπικών ληστάρχων οι οποίοι δρούσαν μέχρι τότε ανεξέλεγκτοι. Η επιτυχημένη θητεία του, του έφερε αναγνώριση και τους τίτλους του ιππότη του Τάγματος του Αγίου Φερδινάνδου της Νάπολης και το Μεγαλόσταυρο του Ευγενεστάτου Στρατιωτικού Τάγματος του Αγίου Γεωργίου των Δύο Σικελιών[13].

Το τέλος της σταδιοδρομίας του Church στην Ιταλία υπαγορεύθηκε από τις πολιτικές αναταραχές που ξέσπασαν εκεί. Μετά από την επιτυχημένη θητεία του στην Απουλία, δόθηκε στον Church η διοίκηση του 9ου Τάγματος στη Σικελία με έδρα το Παλέρμο, στις αρχές Ιουλίου του 1820. Όταν ο Church πήγε στο Παλέρμο, δεν του επετράπη να πάρει μαζί του το στράτευμα των ξένων, παρά την επιθυμία του, δεδομένου ότι τους εμπιστευόταν ότι θα είναι πιστοί σε αυτόν. Έτσι, όταν άρχισε τοπικά η επανάσταση, οι καρμπονάροι επαναστάτες θέλησαν να τον συλλάβουν. Ο Church κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη και γύρισε στη Νάπολη στις 23 Ιουλίου 1820, όπου συνελήφθη από τους επαναστάτες, οι οποίοι είχαν πάρει και εκεί την εξουσία. Φυλακίσθηκε εκεί για ένα χρονικό διάστημα και ελευθερώθηκε μετά από δίκη στην οποία βρέθηκε αθώος. Έτσι το 1821 επέστρεψε στην Μεγάλη Βρετανία, όπου τιμήθηκε με τον τίτλο του Ιππότη Διοικητή του Βασιλικού Τάγματος των Γουέλφων του Ανοβέρου[14].

Ο Church παντρεύτηκε στις 17 Αυγούστου 1826 στο Worthing, την Marie-Anne Wilmot, κόρη του Robert Wilmot, 2ου βαρονέτου του Osmaston[15]. Την  ίδια περίοδο δημοσίευσε τις αναμνήσεις του από την επανάσταση στο Παλέρμο[16].

Παράλληλα, όλον αυτόν τον καιρό διατηρούσε αλληλογραφία με τον Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε μία σχέση αλληλοεκτίμησης. Μάλιστα, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Γ’ Εθνοσυνέλευσης, οι οποίες ξεκίνησαν  στην Επίδαυρο στις 6 Απριλίου 1826, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να αναλάβει ο Church  αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού. Η συνέχιση των προπαρασκευαστικών εργασιών της Εθνοσυνέλευσης που είχε προγραμματισθεί για τον Αύγουστο του 1826, καθυστέρησε, εξαιτίας της δυσμενούς κατάστασης της χώρας. Η τελική ημερομηνία για την επίσημη έναρξη της Γ’ Εθνοσυνέλευσης αποφασίσθηκε μετά από διαβουλεύσεις του Church με τον Κολοκοτρώνη (τον οποίο συνάντησε στο Καστρί της Κυνουρίας[17]), του Βρετανού ναυάρχου Thomas Cochrane (ο οποίος ανέλαβε αρχηγός του Ελληνικού Στόλου[18]) και του Βρετανού ναυάρχου Rowan Hamilton. Εν τέλει η Γ’ Εθνοσυνέλευση συγκλήθηκε και τυπικά στην Τροιζήνα, στις 19 Μαρτίου 1827[19], και έλαβε χώρα εκεί, από τον Μάρτιο ως τον Απρίλιο του  1827[20].

Η πρόταση του Κολοκοτρώνη υπέρ του Church υπερψηφίσθηκε κατά την διάρκεια της Γ’ Εθνοσυνέλευσης. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, ότι την πρόταση αυτή υποστήριξε και ο άλλος μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, ο Γ. Καραϊσκάκης. Πράγμα που επιβεβαιώνει επιστολή με την υπογραφή του («καραησκάκις») προς την Γ’ Εθνοσυνέλευση, που έχει σταλεί από το Κερατσίνι, στις 2 Απριλίου 1827. Σε αυτήν, κατά την διάρκεια της Γ’ Εθνοσυνέλευσης, ο Γ. Καραϊσκάκης προτείνει να ανατεθεί η αρχιστρατηγία στον Richard Church: «… Διά τοῦτο βάζω ὑπόψιν τῆς Σ(εβαστῆς) Συνελεύσεως, τό ἄτομον τοῦ ἐξοχωτάτου στρατηγοῦ ῥικάρδου ζόρζι, τό ὁποῖον ἔχομεν βεβαίας πληροφορίας ὅτι εἶναι τό ὄντι ἄξιον τοιούτου ἐπιφορτίσματος, ὅστις ἔχων τελείαν ἰδέαν τῶν Ἑλλ. στρατιωτικῶν φρονημάτων, ἔχω ὅλην τήν βεβαιότητα ὅτι θέλει διευθύνει τά Ἑλλ. στρατεύματα, θέλει τά ἑνώσει, καί θέλει τά συγκεντρώσει πρός ἀντίκρουσιν τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ, καί ἑπομένως θέλει προξενήσει τήν ἐλευθέρωσιν τῶν ἀθηνῶν καί ὅλης τῆς πατρίδος…».

Ιδιόχειρη επιστολή του Γ. Καραϊσκάκης, με την οποία υποστηρίζει και αυτός την τοποθέτηση του Church στην θέση του αρχιστρατήγου του Ελληνικού Στρατού. (συλλογή ΕΕΦ).

Πρώτη αποστολή των Cochrane και Church, ήταν η ενίσχυση του Καραϊσκάκη που μαχόταν στο Φάληρο και το Κερατσίνι, για να λύσουν την πολιορκία της Ακρόπολης. Στην φάση αυτή, οι Τουρκικές δυνάμεις είχαν υπεροπλία, ενώ τους ευνοούσε και η μορφολογία του εδάφους που αποτελούσε ένα ανοικτό πεδίο μάχης. Έτσι, η αποστολή αυτή ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις των  Ελλήνων[21] να υφίστανται σημαντικές απώλειες. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη και τη διάλυση του Ελληνικού στρατού, ο Church έδειξε τόλμη και μέγιστη σύνεση. Κατάφερε να σώσει τους άνδρες που ήταν σκορπισμένοι στα παράλια, φρόντισε για την επιβίβασή τους σε πλοία και τη συγκέντρωσή τους στο Φάληρο και στον Πειραιά και στη συνέχεια οργάνωσε την μεταφορά τους στη Σαλαμίνα, όπου συγκεντρώθηκε μετά από λίγο το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων[22].

Στη συνέχεια η Αντικυβερνητική Επιτροπή, ανέθεσε στον Church τη στρατιωτική διοίκηση του Ναυπλίου. Μετά από μερικούς μήνες ο Church τοποθετήθηκε στο φρούριο της Κορίνθου. Από εκεί μετατέθηκε στο Διακοπτό της Βοστίτσας (σημερινό Αίγιο) και ύστερα στην Ανατολική Ελλάδα, όπου έμεινε μέχρις ότου αφίχθηκε στην Ελλάδα ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας[23].

Μετά την άφιξη του Καποδίστρια, ο Church στάλθηκε στη Δυτική Στερεά Ελλάδα. Η αποστολή του ήταν να ελευθερώσει το μεγαλύτερο δυνατό τμήμα της ευρύτερης περιοχής, προκειμένου να διευκολυνθεί ο Καποδίστριας κατά την διαπραγμάτευση των συνόρων του ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Την περίοδο 1828 – 1829, ο Church συντόνισε πολλές επιχειρήσεις των στρατευμάτων της Δυτικής Ελλάδος σε συνεργασία και με τη βοήθεια του Ελληνικού στόλου στον οποίο συμμετείχε ο μεγάλος Φιλέλληνας Hastings με την «Καρτερία» και άλλα πέντε πολεμικά[24]. Με τις κινήσεις αυτές επετεύχθη ο αποκλεισμός του Αμβρακικού Κόλπου, κυριεύθηκε η Βόνιτσα, το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι. Οι επιχειρήσεις αυτές απετέλεσαν, τις τελευταίες πράξεις του πολέμου για την απελευθέρωση της Ελλάδος, που καθόρισαν και τα σύνορα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους στη Στερεά Ελλάδα.

Με την έλευση του Όθωνoς στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Σπυρίδωνος Τρικούπη προσέφερε στον Church τη θέση του πρέσβη στη Ρωσία, κάτι που δεν αποδέχθηκε όμως ο Ρώσος Τσάρος[25].

Η Ελλάδα τίμησε το 1833 τον Church με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ιπποτών του Σωτήρος[26]. Στη συνέχεια ο Church διορίσθηκε  Σύμβουλος της Επικρατείας και το 1836, τοποθετήθηκε Γενικός Επιθεωρητής του Ελληνικού Στρατού. Τον Φεβρουάριο του 1843, προΐστατο επί του τιμητικού αγήματος στην κηδεία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη[27].

Στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, ο Church επιλέχθηκε ανάμεσα από τους Συμβούλους της Επικρατείας που ήταν επαναστάτες, ως διαμεσολαβητής μεταξύ αυτών και του Όθωνος. Μάλιστα, την επόμενη ημέρα συνυπέγραψε την προκήρυξη του Συμβουλίου της Επικρατείας που ευχαριστούσε το λαό και τη φρουρά των Αθηνών για τη συμπεριφορά τους, και ανακήρυσσε την 3η Σεπτεμβρίου ως εθνική εορτή. Ήταν ο τέταρτος υπογράφων μετά τον Μαυρομιχάλη, τον Κουντουριώτη και το Νοταρά[28].

Ένα μήνα μετά, τον Οκτώβριο του 1843, εξελέγη πληρεξούσιος του Ζυγού Αιτωλίας στην Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση της Γ’ Σεπτεμβρίου, αντιπροσωπεύοντας μια περιοχή από τα μέρη της Δυτικής Ελλάδας που απελευθέρωσε το 1828-1829 και επιλέχθηκε ως μέλος της Γερουσίας[29].

Μία συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης του 1844 στην οποία συμμετείχε ο Church, έχει μείνει στην ιστορία. Σε αυτήν κορυφώθηκε η σύγκρουση των αυτοχθονιστών με τους ετεροχθονιστές. Οι πρώτοι υποστήριζαν πως στο Δημόσιο μπορούσαν να διορίζονται μόνον όσοι κατάγονταν από τις απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδος. Οι υποστηρικτές των ετεροχθόνων ζητούσαν τα δικαιώματα να ισχύουν για όλους τους Έλληνες. Ο Church τάχθηκε με την πλευρά των ετεροχθόνων, συνεπής με το πνεύμα του φιλελληνισμού και όχι αυτό των σκοπιμοτήτων. Παραμένει θρυλική η αγόρευσή του για το ζήτημα αυτό, διότι αυτή περιείχε μόνο μια λέξη: «Γκαϊντούρια!», που εξέφραζε την αγανάκτησή του από τη στάση των αυτοχθονιστών βουλευτών.

Ο Church αποσύρθηκε σε ηλικία 60 ετών το 1844 από τα στρατιωτικά πράγματα. Παρέμεινε όμως γερουσιαστής μέχρι την κατάργηση της Γερουσίας το 1864[30].

Το 1854, προήχθη σε επίτιμο στρατηγό του Ελληνικού Στρατού[31], προκειμένου να τιμηθεί για τις υπηρεσίες του κατά τη διάρκεια του Αγώνα και στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του νέου Ελληνικού κράτους.

Ο στρατηγός Richard Church απολάμβανε την εκτίμηση της Ελληνικής και της Βρετανικής κοινωνίας της εποχής του και τον επεσκέπτετο τακτικά ο βασιλέας Γεώργιος Α’, κατά τα τελευταία έτη της ζωής του[32]. Ο Church απεβίωσε μετά από ασθένεια την Πέμπτη 8 Μαρτίου 1873 και τάφηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη στις 15 Μαρτίου 1873[33]. Η κηδεία έγινε με καθυστέρηση σε αναμονή του ανιψιού του, που αναμενόταν από την Αγγλία. Η νεκρώσιμη ακολουθία έλαβε χώρα στον προτεσταντικό ναό στην οδό Φιλελλήνων παρουσία του βασιλέως και πλήθους επισήμων. Το μνημείο του τάφου, απέναντι από τον ιερό ναό του Αγίου Λαζάρου, φέρει αγγλική επιγραφή στο μπροστινό τμήμα και την αντίστοιχη ελληνική στο πίσω μέρος: «Richard Church, General, who having given himself and all he had, to rescue a Christian race from oppression, and to make Greece a nation, lived for her service, and died among her people, rests here in peace and faith» «Ώδε κείται εν ειρήνη και πίστει ο Στρατηγός Ριχάρδος Τσωρτζ αφιερώσας εαυτόν και πάντα τα εαυτού υπέρ της από της δουλείας απελευθερώσεως φυλής χριστιανικής, συντελέσας ίνα η Ελλάς κατασταθή έθνος, ζήσας όπως υπηρετήση αυτήν και αποβιώσας μεταξύ του λαού αυτής». Επιτάφιο λόγο εκφώνησε στις 15 Μαρτίου 1873, ο υπουργός Δικαιοσύνης Παναγιώτης Χαλκιόπουλος[34] και μετά στα αγγλικά, ο μετέπειτα Εθνικός Ευεργέτης και τότε διπλωμάτης, Ιωάννης Γεννάδιος[35].

Η ΕΕΦ και η Ελλάδα τιμούν τη μνήμη του στρατηγού Richard Church, σημαίνοντος ευγενούς Βρετανού Φιλέλληνα, ο οποίος αγωνίσθηκε για τα Ελληνικά δίκαια και που τιμήθηκε για τη δράση του αυτή με υψηλές θέσεις ευθύνης στο νέο Ελληνικό κράτος, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την εκτίμηση και το σεβασμό της τότε Ελληνικής κοινωνίας.

Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Ο τάφος του στρατηγού Richard Church.

 

Παραπομπές

[1] Jewers, Arthur John, “Wells Cathedral: its monumental inscriptions and heraldry: together with the heraldry of the palace, deanery, and vicar’s close: with annotations from wills, registers, etc., and illustrations of arms”, εκδ.  Nichel and Hughes, Λονδίνο, 1892.
[2] Philipart, John, “The Royal Military Calendar”, εκδ. A.J. Valpy, Λονδίνο, 1820, δ’ τόμος, σελ. 436 -437.
[3]  Βλ. στο ίδιο.
[4] Jewers, Arthur John, “Wells Cathedral: its monumental inscriptions and heraldry: together with the heraldry of the palace, deanery, and vicar’s close: with annotations from wills, registers, etc., and illustrations of arms”, εκδ.  Nichel and Hughes, Λονδίνο, 1892.
[5] Dakin, Douglas, “The Greek struggle for independence, 1821-1833”, εκδ. University of California Press, Berkley, 1973, σελ. 33.
[6]  Βλ. στο ίδιο.
[7]  Chartrand, Rene, Courcelle, Patrice, “Émigré & Foreign Troops in British Service 1803 – 1815”, εκδ. Osprey, Λονδίνο, 2000, σελ. 20.
[8] “Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη”, εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα,  1931, 12ος τόμος.
[9] Philipart, John, ‘’The Royal Military Calendar’’, εκδ. A.J. Valpy, Λονδίνο, 1820, δ’ τόμος, σελ. 436 -437.
[10] Church, R. W., “Occasional Papers selected from the ‘’Guardian’’, the ‘’Times’’ and the ‘’Saturday Review’’ 1846-1890”, εκδ. Macmillan, Λονδίνο, 1897.
[11] Church, E.M., “Chapters in an Adventurous Life: Sir Richard Church in Italy and Greece”, εκδ. William Blackwood & Sons, Λονδίνο, 1895.
[12] Εγκυκλοπαίδεια ’Brittanica’, εκδ. Cambridge University Press, Λονδίνο, 1911, 6ος τόμος, σελ. 325.
[13] Jewers, Arthur John, “Wells Cathedral: its monumental inscriptions and heraldry: together with the heraldry of the palace, deanery, and vicar’s close: with annotations from wills, registers, etc., and illustrations of arms”, εκδ.  Nichel and Hughes, Λονδίνο, 1892.
[14]
[15] Περ. ‘’The Gentleman’s Magazine’’, φύλλο Αυγούστου 1826, Λονδίνο, 1826.
[16] Church, Richard, “Lieutenant General Sir Richard Church’s personal narrative of the revolution at Palermo, in the year 1820”, εκδ. περ. ‘’Monthly Magazine’’, Λονδίνο, 1826.
[17] St Clair, William, “That Greece Might Still Be Free. The Philhellenes in the War of Independence”, εκδ. Open Book Publishers, Λονδίνο, 2008, σελ. 326.
[18] ‘’Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας’’, εκδ. Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 1971, γ’ τόμος, σελ. 421.
[19] Μάμουκας, Ανδρέας, “Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος. Ήτοι, συλλογή των περί την αναγεννώμενην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι του 1832”, εκδ. Τυπογραφίας Ηλίου Χριστοφίδου ‘’Η αγαθή τύχη’’, Πειραιάς, 1839, τόμος 7ος.
[20] ‘’Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας’’, εκδ. Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 1971, γ’ τόμος, σελ. 410.
[21] Κουτσονίκας, Λάμπρος, “Γενική ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως”, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863, δ’ τόμος, σελ. 331.
[22] Χρυσανθόπουλος, Φώτιος  (Φωτάκος), “Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των εξώθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της επαναστάσεως”, εκδ. Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1888, σελ. 260.
[23] Βλ. στο ίδιο.
[24]  Αλληλογραφία Church – Υψηλάντη, Συλλογή Βλαχογιάννη, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα, Φάκελος 290.
[25] Church, E.M., ‘’Chapters in an Adventurous Life: Sir Richard Church in Italy and Greece’’, εκδ. William Blackwood & Sons, Λονδίνο, 1895.
[26] Κλάδης, Α. Ι., ‘’Επετηρίς του Βασιλείου της Ελλάδος’’, εκδ. Βασιλική Τυπογραφία & Λιθογραφία, Αθήνα, 1837.
[27]  Εφ. ‘’Η Ταχύπτερος Φήμη’’, φύλλο 3ης Φεβρουαρίου 1843, Αθήνα, 1843.
[28] Church, E.M., ‘’Chapters in an Adventurous Life: Sir Richard Church in Italy and Greece’’, εκδ. William Blackwood & Sons, Λονδίνο, 1895.
[29]  Βλ. στο ίδιο.
[30]  Γράψας, Κ.Μ. , ‘’Ελληνική Πολιτική Εγκυκλοπαίδεια’’, εκδ. Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1948, β’ τόμος, σελ. 12.
[31] ‘’Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος’’ , ΦΕΚ 10ης Φεβρουαρίου 1854, Αθήνα, 1854 , Β.Δ. 6/1854.
[32] Εφ. ‘’Αιών’’, φύλλο 5ης Μαρτίου 1873, Αθήνα, 1873.
[33] Εφ. ‘’Αλήθεια’’, φύλλο 9ης Μαρτίου 1873, Αθήνα, 1873.
[34] Εφ. ‘’Αιών’’, φύλλο 21ης  Μαρτίου 1873, Αθήνα, 1873.
[35] Εφ. ‘’Εφημερίς των Συζητήσεων ‘’, φύλλο 15ης Μαρτίου 1873, Αθήνα, 1873.

 

Βιβλιογραφία – Πηγές

  • Jewers, Arthur John, “Wells Cathedral: its monumental inscriptions and heraldry: together with the heraldry of the palace, deanery, and vicar’s close: with annotations from wills, registers, etc., and illustrations of arms”, εκδ. Nichel and Hughes, Λονδίνο, 1892.
  • Philipart, John, “The Royal Military Calendar”, εκδ. J. Valpy, Λονδίνο, 1820, δ’ τόμος.
  • Dakin, Douglas, “The Greek struggle for independence, 1821-1833”, εκδ. University of California Press, Berkley, 1973.
  • Chartrand, Rene, Courcelle, Patrice, “Émigré & Foreign Troops in British Service 1803 – 1815”, εκδ. Osprey, Λονδίνο, 2000.
  • “Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη”, εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα, 1931, 12ος τόμος.
  • Church, R. W., “Occasional Papers selected from the ’Guardian’, the ’Times’ and the ’Saturday Review’ 1846-1890”, εκδ. Macmillan, Λονδίνο, 1897.
  • Church, E.M., “Chapters in an Adventurous Life: Sir Richard Church in Italy and Greece”, εκδ. William Blackwood & Sons, Λονδίνο, 1895.
  • Εγκυκλοπαίδεια ‘’Brittanica’’, εκδ. Cambridge University Press, Λονδίνο, 1911, 6ος τόμος.
  • Περ. “The Gentleman’s Magazine”, φύλλο Αυγούστου 1826, Λονδίνο, 1826.
  • Church, Richard, “Lieutenant General Sir Richard Church’s personal narrative of the revolution at Palermo, in the year 1820”, εκδ. περ. “Monthly Magazine”, Λονδίνο, 1826.
  • “Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας”, εκδ. Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 1971, γ’ τόμος.
  • St Clair, William, “That Greece Might Still Be Free. The Philhellenes in the War of Independence”, εκδ. Open Book Publishers, Λονδίνο, 2008.
  • Μάμουκας, Ανδρέας, “Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος. Ήτοι, συλλογή των περί την αναγεννώμενην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι του 1832”, εκδ. Τυπογραφίας Ηλίου Χριστοφίδου “Η αγαθή τύχη”, Πειραιάς, 1839, τόμος 7ος.
  • Κουτσονίκας, Λάμπρος, “Γενική ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως”, εκδ. Δ.Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863, δ’ τόμος.
  • Χρυσανθόπουλος, Φώτιος (Φωτάκος), “Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των εξώθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της επαναστάσεως”, εκδ. Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1888.
  • Αλληλογραφία Church – Υψηλάντη, Συλλογή Βλαχογιάννη, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα, Φάκελος 290.
  • Κλάδης, Α. Ι., “Επετηρίς του Βασιλείου της Ελλάδος”, εκδ. Βασιλική Τυπογραφία & Λιθογραφία, Αθήνα, 1837.
  • Εφ. “Η Ταχύπτερος Φήμη”, φύλλο 3ης Φεβρουαρίου 1843, Αθήνα, 1843.
  • Γράψας, Κ.Μ., “Ελληνική Πολιτική Εγκυκλοπαίδεια”, εκδ. Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1948, β’ τόμος.
  • “Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος”, ΦΕΚ 10ης Φεβρουαρίου 1854, Αθήνα, 1854 , Β.Δ. 6/1854.
  • Εφ. “Αιών”, φύλλο 5ης Μαρτίου 1873, Αθήνα, 1873.
  • Εφ. “Αλήθεια”, φύλλο 9ης Μαρτίου 1873, Αθήνα, 1873.
  • Εφ. Αιών”, φύλλο 21ης Μαρτίου 1873, Αθήνα, 1873.
  • Εφ. “Εφημερίς των Συζητήσεων”, φύλλο 15ης Μαρτίου 1873, Αθήνα, 1873.