O Κάρολος Νόρμαν (Karl Friedrich Lebrecht von Normann-Ehrenfels) συνδέεται στην Ιστορία άρρηκτα με την οργάνωση, τη δράση και τη μοίρα του Τάγματος των Φιλελλήνων.

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο Νόρμαν γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1784 στη Στουτγάρδη, πρωτεύουσα του κρατιδίου της Βυρτεμβέργης. Ο πατέρας του, κόμης Philipp von Normann, ήταν διακεκριμένος νομικός και χρημάτισε πρωθυπουργός της Βυρτεμβέργης κατά το διάστημα 1806-1812. Ο Κάρολος Νόρμαν ακολούθησε διαφορετική πορεία: σε ηλικία δεκαπέντε ετών αποφάσισε να αφοσιωθεί στη στρατιωτική δράση και κατατάχθηκε στον αυστριακό στρατό, όπου σύντομα διακρίθηκε και έγινε αξιωματικός.

Ήταν η εποχή που ο Ναπολέων επέβαλλε στην Ευρώπη τη δική του τάξη πραγμάτων και η γερμανική Πρωσία αναδεικνυόταν σε μεγάλη δύναμη. Το 1803 ο Νόρμαν μετατάχθηκε στο στρατό της πατρίδας του και όταν η Βυρτεμβέργη συμμάχησε με τον Ναπολέοντα το 1805, άρχισε να συμμετέχει στις γαλλικές εκστρατείες. Το 1806 πολέμησε στο πλευρό του Ναπολέοντα κατά της Πρωσίας, σ’ έναν πόλεμο που έληξε με νίκη του γαλλικού συνασπισμού, τo 1809 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη, και το 1810 έγινε διοικητής ενός Συντάγματος Ελαφρού Ιππικού. Ακολούθησε τον Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812 ως επικεφαλής αυτού του σώματος. Εκεί τραυματίσθηκε σοβαρά, αλλά επέζησε και κατάφερε να γυρίσει πίσω με ό,τι είχε απομείνει από το Σύνταγμά του.

Πριν ακόμη επιστρέψουν οι τελευταίοι επιζήσαντες από τη Ρωσία, η Βυρτεμβέργη συγκέντρωνε πάλι δυνάμεις για να στηρίξει τον Ναπολέοντα, που χρειαζόταν στρατό διότι η Πρωσία του είχε κηρύξει πόλεμο. Στη νέα αυτή εκστρατεία συνέβη το γεγονός που σημάδεψε τη στρατιωτική πορεία του Νόρμαν, και ως ένα βαθμό προσδιόρισε την υπόλοιπη ζωή του. Στην πρώτη φάση της μάχης της Λειψίας, σε διάστημα που είχε κηρυχθεί ανακωχή, η ταξιαρχία του Νόρμαν ήλθε αντιμέτωπη με Πρώσους στρατιώτες. Σε κάποια στιγμή, από ένα λάθος του οποίου τον υπαίτιο η Ιστορία ακόμη αναζητά, ξέσπασε μεταξύ τους μάχη. Το αποτέλεσμα ήταν οι Πρώσοι να τραυματισθούν και να αιχμαλωτισθούν και ο Νόρμαν να κατηγορηθεί για παραβίαση της εκεχειρίας. Λίγο αργότερα, στην κύρια φάση της μάχης (Οκτώβριος 1813), ακολουθώντας το παράδειγμα και άλλων γερμανικών κρατών, ο Νόρμαν άλλαξε στρατόπεδο, εγκατέλειψε τον Ναπολέοντα και τάχθηκε υπέρ της Πρωσίας. Έτσι όμως βρισκόταν ταυτόχρονα εκτεθειμένος απέναντι στους Πρώσους, διότι αν και ομοεθνείς του, τους είχε επιτεθεί ενώ πολεμούσαν για την ελευθερία τους, και στον βασιλιά της Βυρτεμβέργης, χωρίς την άδεια του οποίου είχε εγκαταλείψει τον σύμμαχό του Ναπολέοντα. Όταν κατάλαβε ότι κινδύνευε να συλληφθεί για προδοσία, διέφυγε στη Βιέννη.

Είχε αποκλεισθεί από την στρατιωτική ζωή, και του επετράπη να επιστρέψει στην πατρίδα του μόνο το 1817. Εν τω μεταξύ είχε νυμφευθεί την Ελβετίδα Frida von Orelli, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, και ζούσε απομονωμένος στο πατρικό κτήμα Ehrenfels στο Metzingen. Εκεί τον προσέγγισαν το 1821, παλιοί σύντροφοί του από το στράτευμα και νεαροί Φιλέλληνες, και του ζήτησαν να βοηθήσει την ελληνική υπόθεση. Τον έπεισαν ότι το όνομά του θα έδινε νέα ώθηση στο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, ότι θα προσέλκυε περισσότερους εθελοντές και ότι θα βοηθούσε να συγκεντρωθούν μεγαλύτερες χρηματικές εισφορές. Πράγματι, αν γινόταν γνωστό ότι ένας επώνυμος στρατιωτικός, αριστοκρατικής καταγωγής, με παιδεία, βετεράνος πολυάριθμων εκστρατειών, θα ηγείτο μίας νέας αποστολής με ευγενείς προθέσεις, αυτό θα ενθουσίαζε την κοινή γνώμη. Ο Νόρμαν δέχθηκε. Πίστευε στην ελληνική υπόθεση, και είχε υψηλό αίσθημα χρέους και αφοσίωσης στον σκοπό που υπηρετούσε το Φιλελληνικό κίνημα της εποχής του. Ήθελε να βοηθήσει την Ελλάδα, αλλά και να αποκαταστήσει το όνομά του. Έτσι άφησε την οικογένειά του και ξεκίνησε για τη Μασσαλία, αφού ορίσθηκε από τα φιλελληνικά κομιτάτα αρχηγός των φιλελλήνων εθελοντών.

O Γερμανός Στρατηγός Karl Friedrich Lebrecht von Normann-Ehrenfels

Ο Κάρολος Nόρμαν επιβιβάσθηκε με 50 περίπου Φιλέλληνες (αυτή ήταν ήδη η 4η αποστολή από το 1821), στο πλοίο Madonna del Rosario με το οποίο ταξίδευσαν στην Ελλάδα. Έφθασαν στο Ναυαρίνο τον Φεβρουάριο του 1822. Μαζί τους είχαν όπλα και πολεμοφόδια, τα οποία είχαν αγοράσει τα φιλελληνικά κομιτάτα της Γερμανίας και της Ελβετίας: δύο κιβώτια με 50 συνολικά τουφέκια γαλλικής κατασκευής, σφαίρες, πυρίτιδα, μολύβι. Εν αναμονή μιας επίσημης πρόσκλησης από την ελληνική κυβέρνηση, ο Νόρμαν άρχισε να εκπαιδεύει τους άνδρες του στα όπλα και έβαλε τεχνίτες να επισκευάσουν τα τείχη.

Τις μέρες εκείνες τουρκικός στόλος εμφανίστηκε στις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου και αποβίβασε στρατό για να καταλάβει το Νεόκαστρο. Οι ελάχιστοι υπερασπιστές του ήδη υπέφεραν από έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων. Όταν έφθασαν και τουρκικές ενισχύσεις από τη Μεθώνη, η κατάσταση έμοιαζε τόσο κρίσιμη, που και οι τελευταίοι άνδρες άρχισαν να λιποτακτούν. Το φρούριο σώθηκε χάρη στην επέμβαση του Νόρμαν, ο οποίος χρησιμοποίησε τα λιγοστά πυροβόλα που υπήρχαν και με εύστοχες ρίψεις ανάγκασε τα τουρκικά πλοία να αποχωρήσουν. Έτσι απέτρεψε την επίθεση και εγκαινίασε με επιτυχία την πολεμική του δράση σε ελληνικό έδαφος.

Τις επόμενες ημέρες ο Νόρμαν επισκέφθηκε στην Τρίπολη την Πελοποννησιακή Γερουσία, όπου έγινε πολλές φορές δεκτός με μεγάλες τιμές. Σε μια επιστολή του που έγραψε κατά το διάστημα της παραμονής του στην πόλη, εκθέτει τις σκέψεις του για την ελληνική κατάσταση: “Ο τρόπος με τον οποίο οι Τούρκοι φέρονταν προηγουμένως στους Έλληνες είναι τόσο εξοργιστικός, που και ο αυστηρότερος άνθρωπος δεν μπορεί να μη συγχωρήσει στους Έλληνες τις ωμότητες που διέπραξαν τις πρώτες ημέρες του αγώνα. Δεν υπάρχει οικογένεια που να μη θέλει να εκδικηθεί για κάποια βαρβαρότητα του παρελθόντος. […]. Κάτι σημαντικό θα συμβεί αυτό το καλοκαίρι, πιστεύω ότι οι Έλληνες πολεμούν πολύ καλά στα βουνά τους και δεν κινδυνεύουν να χάσουν όσα κέρδισαν. Με λίγη πειθαρχία θα σχημάτιζαν το καλύτερο ελαφρύ πεζικό του κόσμου. Είναι δυστυχία που δεν έχουν όπλα”.

Από την Τρίπολη έγραψε και στη γυναίκα του: “Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψω. Ο πόλεμος θα διαρκέσει πολύ καιρό ακόμη. Ελπίζω να μείνω στον Μοριά και αν σταθώ τυχερός όσο στο Ναβαρίνο, θα μπορέσω να σου προσφέρω μια ευχάριστη διαμονή σ’ αυτόν τον όμορφο τόπο”.

Εν τω μεταξύ ο Μαυροκορδάτος, πρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης (Εκτελεστικού) από τον Ιανουάριο 1822, σχεδίαζε την εκστρατεία στην Ήπειρο, με στόχο την κατάληψη της Άρτας και την ανακούφιση των Σουλιωτών. Ο Μαυροκορδάτος οραματιζόταν ένα νεοελληνικό κράτος δυτικοευρωπαϊκού προσανατολισμού, και επιθυμούσε να αποδείξει τη χρησιμότητα των Φιλελλήνων και την αποτελεσματικότητα του τακτικού στρατού. Η παρουσία του Στρατηγού Νόρμαν αποτελούσε μία ευκαιρία για την οργάνωση μίας σημαντικής εκστρατείας στην Ήπειρο.

Έτσι σχηματίστηκαν στην Κόρινθο τρία σώματα τακτικού στρατού:

1) ένα τμήμα Επτανησίων μαχητών υπό τον Σ. Πανά,

2) ένα μικτό Σύνταγμα από Έλληνες και Φιλέλληνες υπό τον Ιταλό Φιλέλληνα Tarella, και

3) το Τάγμα των Φιλελλήνων υπό τον επίσης Ιταλό Φιλέλληνα Dania. Το τάγμα αυτό απαρτιζόταν από δύο λόχους. Ο ένας λόχος αποτελείτο από Γάλλους και Ιταλούς, και ο άλλος από Γερμανούς και Πολωνούς. Η διαίρεση αυτή στο Τάγμα των Φιλελλήνων αντικατόπτριζε τον διαχρονικό ανταγωνισμό μεταξύ Γερμανών και Γάλλων, που δυστυχώς μερικές φορές εκδηλωνόταν με κάποιες παρενέργειες στο Τάγμα, κάποτε και με ιδιαίτερη ένταση.

Στα τακτικά σώματα είχαν ενταχθεί 200 Επτανήσιοι και 320 Φιλέλληνες. Οι δυνάμεις των ατάκτων αποτελούντο από 1500 άτομα, με οπλαρχηγούς από την Πελοπόννησο, την Δυτική Στερεά Ελλάδα, το Σούλι και την Δυτική Μακεδονία.

Ο J.D. Elster, εξιστορεί στο βιβλίο του Das Bataillon der Philhellenen, 1828, το ιστορικό της εκστρατείας των Φιλελλήνων στην Ελλάδα και την μάχη του Πέτα (Συλλογή ΕΕΦ).

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι η συμπαράταξη Γερμανών και Γάλλων σε μία κοινή στρατιωτική μονάδα, με στόχο να πολεμήσουν εναντίον ενός κοινού εχθρού και να υπερασπισθούν μαζί ίδια ιδανικά, μόνο ως ουτοπία μπορούσε να εκληφθεί την εποχή αυτή. Τα φιλελληνικά ιδεώδη, και η πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, λειτούργησαν όμως θαυματουργά σαν συνδετικός κρίκος. Οι λαοί της Ευρώπης χρειάσθηκαν περισσότερα από 100 χρόνια, για να συνειδητοποιήσουν την κοινή τους μοίρα, και με βάση πάλι τις ίδιες αρχές και αξίες, να σχεδιάσουν την Ενωμένη Ευρώπη.

Ειδικά σε ότι αφορά το Τακτικό Σώμα, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό είχε συστήσει πρώτος ο Γάλλος στρατιωτικός, Φιλέλληνας και ηρωική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, Baleste. Παρά τις αντιξοότητες, την έλλειψη υποστήριξης και πόρων, αλλά και την αντίθεση των οπλαρχηγών που δεν επιθυμούσαν την ανάπτυξη τακτικού στρατού, ο Baleste είχε ήδη κάνει πολύ καλή δουλειά σε ότι αφορούσε την εκπαίδευση των στρατιωτών του Τακτικού Σώματος. Στη συνέχεια βοήθησε στην εκπαίδευση και ο Στρατηγός Νόρμαν, και οι αξιωματικοί του, οι οποίοι ήταν όλοι ιδιαίτερα εμπειροπόλεμοι, από την πολυετή συμμετοχή τους σε πολλούς από τους Ναπολεόντιους πολέμους.

Όπως ήδη σημειώθηκε, εκτός από τα τακτικά σώματα, συμμετείχαν στις Ελληνικές δυνάμεις και τμήματα ατάκτων, τα οποία ακολουθούσαν μία σειρά από οπλαρχηγούς, με πρώτο τον Μάρκο Μπότσαρη. Ένας από τους οπλαρχηγούς ήταν και ο Γώγος Μπακόλας. Γενικός αρχηγός των Ελληνικών Δυνάμεων ήταν ο Μαυροκορδάτος, ενώ ο Στρατηγός Νόρμαν είχε ορισθεί διοικητής των τριών τακτικών σωμάτων. Τέλος Μαΐου του 1822 ο στρατός ξεκίνησε από την Κόρινθο για την Ήπειρο, με ένα περιπετειώδες ταξίδι προς την Πάτρα. Οι μονάδες των φιλελλήνων κινούντο σε πολλά σημεία με συντεταγμένο και εντυπωσιακό τρόπο, ενώ παιάνιζε η μπάντα τους. Οι πληθυσμοί που συναντούσαν στο πέρασμά τους, τους υποδέχονταν με μεγάλο ενθουσιασμό. Από την περιοχή της Πάτρας, την οποία τότε πολιορκούσαν Ελληνικές δυνάμεις, πέρασαν με πλοία στην δυτική Στερεά Ελλάδα. Στην πορεία, ο στρατός αυτός κινήθηκε βόρεια, με στόχο να πλησιάσει στην Άρτα.

Ο ιδιαίτερα έμπειρος Στρατηγός Νόρμαν έβλεπε με ανησυχία πολλά προβλήματα στρατηγικής. Για παράδειγμα, τον προβλημάτιζε ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι αποφάσεις και οι κινήσεις ήταν αργές. Αντί να κινηθούν οι Ελληνικές δυνάμεις γρήγορα προς την Άρτα, χωρίς να επιτρέψουν στους Τούρκους να συγκεντρώσουν στρατό και να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, άφησαν να χαθεί πολύτιμος χρόνος. Από την μία οι Τούρκοι συγκέντρωναν ήσυχοι δυνάμεις με άνεση χρόνου, και από την άλλη, ο Ελληνικός στρατός ταλαιπωρείτο, και άρχιζε να αντιμετωπίζει ασθένειες και έλλειψη τροφίμων. Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν η συμπεριφορά των ατάκτων. Και ιδιαίτερα του οπλαρχηγού Μπακόλα. Τον Νόρμαν, και τους επιτελείς του, ανησυχούσε πως θα ενσωματώνονταν στο σχέδιο της μάχης, μονάδες ατάκτων. Μάλιστα ήδη πολλές ημέρες πριν την έναρξη της πορείας προς την Άρτα, είχαν ήδη κυκλοφορήσει φήμες ότι ο Μπακόλας τηρούσε μία παράξενη στάση και ότι είχε σχέση με τους Τούρκους. Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να πιστεύσει ότι θα ήταν δυνατόν, ένας Έλληνες να προδώσει τον αγώνα των συμπατριωτών του. Ο Νόρμαν, για λόγους ευγένειας δεν αμφισβήτησε τις διαβεβαιώσεις και την ηγεσία του Μαυροκορδάτου, και προσπαθούσε να κάνει πάντα το καλύτερο, με δεδομένες τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί.

Αναπαράσταση της μάχης στο Κομπότι. Έργο του Παναγιώτη Ζωγράφου, παραγγελία του Στρατηγού Μακρυγιάννη (Συλλογή ΕΕΦ).

Η πρώτη συνάντηση με τους Τούρκους έλαβε χώρα στο Κομπότι στις 22 Ιουνίου 1822. Πριν τη μάχη ο γενναίος Στρατηγός και μεγάλος Φιλέλληνας Νόρμαν εξέθεσε το σχέδιό του. Σύμφωνα με αυτό, “οι Φιλέλληνες, ως τακτικοί στρατιώτες, δεν πρέπει ν’ αναζητούν τις κορυφές των βουνών για να αμύνονται άνετα, αλλά να μένουν στα σπουδαία και επικίνδυνα σημεία και να μη χάνουν την ευκαιρία να αναμετρηθούν με τον εχθρό”. Γι’ αυτό παρέταξε το Σύνταγμα και το Τάγμα των Φιλελλήνων σε κρίσιμα σημεία στους πρόποδες των υψωμάτων, λαμβάνοντας και ο ίδιος θέση στην πρώτη γραμμή της μάχης. Η εχθρική επίθεση αποκρούστηκε με επιτυχία και οι Τούρκοι απωθήθηκαν προς την Άρτα με σοβαρές απώλειες. Η μάχη αυτή, στην οποία διοίκηση άσκησε μόνον ο Νόρμαν, ήταν η πρώτη λαμπρή επιτυχία της εκστρατείας και αναπτέρωσε το ηθικό των ανδρών. Ο γιατρός του Τάγματος Elster αφηγείται στο έργο του το Τάγμα των Φιλελλήνων, ότι μετά το τέλος της μάχης, όταν ο Νόρμαν επέστρεψε τελευταίος από το πεδίο της μάχης στο στρατόπεδο, ακόμη και οι Γάλλοι στρατιώτες τον υποδέχτηκαν με την κραυγή “Ζήτω ο γενναίος Νόρμαν!”.

Από το Κομπότι οι Φιλέλληνες, ήδη καταπονημένοι από κόπωση, ασθένειες, πείνα και δίψα, έφυγαν εσπευσμένα με νυχτερινή πορεία προς το Πέτα, όπου μετακινούνταν οι Τούρκοι. Εδώ συγκεντρώθηκαν και οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις, και άρχισε η προετοιμασία της μάχης.

Αναπαράσταση της μάχης του Πέτα. Έργο του Παναγιώτη Ζωγράφου, παραγγελία του Στρατηγού Μακρυγιάννη (Συλλογή ΕΕΦ).

Στο πολεμικό συμβούλιο των αρχηγών ανέκυψαν διαφωνίες για δύο ζητήματα: 1) Για τη θέση του τακτικού στρατού σε σχέση με τους ατάκτους. Δηλαδή, ποιοι θα αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή και ποιοι τα μετόπισθεν, και 2) για το αν έπρεπε ή όχι να χρησιμοποιηθούν οχυρώματα (ταμπούρια). Για το πρώτο επικράτησε η άποψη οι δυνάμεις να τοποθετηθούν κυκλικά γύρω από το Πέτα. O Νόρμαν δυσαρεστήθηκε από την απόφαση αυτή και αντιλαμβανόμενος τη μειονεκτική θέση της ελληνικής πλευράς, ένιωσε την υποχρέωση να εκθέσει τις ανησυχίες του με επιστολή προς τον Μαυροκορδάτο. Ο Μαυροκορδάτος, αν και ήταν ο αρχηγός των Ελληνικών δυνάμεων, απουσίαζε από το πεδίο της μάχης. Είχε εγκαταστήσει το αρχηγείο του στη Λαγκάδα, έξι ώρες μακριά από το Πέτα. Στην επιστολή του ο Νόρμαν τόνιζε ότι οι τακτικοί στρατιώτες αριθμούσαν πλέον μόλις 515. Επίσης σημείωνε ότι φοβόταν ότι ο Μπακόλας θα εγκατέλειπε τη θέση του και ότι οι υπόλοιποι άτακτοι δεν θα ήταν σε θέση να βοηθήσουν. Ο Μαυροκορδάτος δεν πείστηκε και το σχέδιο μάχης δεν άλλαξε. Και πάλι ο έμπειρος Νόρμαν, δέχθηκε για λόγους ευγενείας την απόφαση αυτή.

Μετά τη διαφωνία των αρχηγών σχετικά με τα οχυρώματα, επικράτησε η άποψη ότι έπρεπε να κατασκευαστούν. Όπως μάλιστα βεβαιώνουν πολλές πηγές, τα “ταμπούρια” χρησιμοποιήθηκαν και από Φιλέλληνες. Πρόκειται για μία σπάνια περίπτωση κατά την οποία Ευρωπαίοι στρατιώτες πολέμησαν με τον “ελληνικό τρόπο”. Δηλαδή, με τις μεθόδους των ατάκτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Φιλέλληνες είχαν ένα διαφορετικό κώδικα γενναιότητας και τιμής, ο οποίος προκύπτει από μία θέση που αποδίδεται στον Ντάνια: «τα ταμπούρια μας είναι τα στήθη μας».

Έγιναν και άλλα λάθη όμως, τα οποία ο Στρατηγός Νόρμαν δεν μπόρεσε να σταματήσει γιατί δεν είχε τον έλεγχο. Μετά την μάχη στο Κομπότι, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με το Σώμα του, επέστρεψε στην Πελοπόννησο, έπειτα από εντολή τού πατέρα του, πράγμα για το οποίο κατακρίθηκε. Την ίδια στιγμή, αναχώρησαν 1200 μαχητές προς τον βορρά, για να βοηθήσουν τους Σουλιώτες. Μαζί τους ήταν οι Μάρκος Μπότσαρης, Καρατάσος, Αγγελής Γάτσος, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Αλεξάκης Βλαχόπουλος και Αντρέας Ίσκος. Οι 1200 αυτοί μαχητές δεν μπόρεσαν καν να πλησιάσουν το Σούλι. Οι Τούρκοι τους σταμάτησαν στο χωριό Πλάκα στις 29 Ιουνίου 1822 και τους συνέτριψαν. Όσοι επέζησαν επέστρεψαν στο Πέτα. O Olivier Voutier αναφέρει στο βιβλίο του ότι ο Γώγος Μπακόλας («αυτός ο δόλιος γέροντας»), παρέσυρε τον Μάρκο Μπότσαρη να κινηθεί προς το Σούλι, και μόλις αυτός ξεκίνησε, ειδοποίησε τους Τούρκους για να τον παγιδεύσουν στην Πλάκα.

Την ημέρα της μάχης του Πέτα, έφθασε επίσης στην Σπλάντζα ένα Σώμα Μανιατών με τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη για να βοηθήσει τους Έλληνες, το οποίο όμως δεν εντάχθηκε και πάλι σωστά σε ένα ενιαίο στρατηγικό σχέδιο. Ένα σώμα Σουλιωτών έφθασε εκεί και ενώθηκε μαζί τους, για να αντιμετωπίσουν τις Τουρκικές δυνάμεις που εστάλησαν για να τους απωθήσουν. Στην μάχη αυτή εφονεύθη ο ίδιος ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης.

Όλες αυτές οι κινήσεις ήταν εκτός γενικού συντονιστικού σχεδίου, και δυσχέραιναν το έργο των Ελληνικών δυνάμεων που θα αντιμετώπιζαν την κύρια επίθεση των Τούρκων. Και πάλι όμως, παρά τον μικρό αριθμό τους, οι δυνάμεις αυτές μπορούσαν ακόμη να νικήσουν.

Στις 16 Ιουλίου 1822 τα χαράματα ξεκίνησε η επίθεση των τουρκικών δυνάμεων που είχαν φθάσει από την Άρτα (7000 με 8000). Ο Νόρμαν ξύπνησε τους άνδρες, τους εμψύχωσε με θερμά λόγια και επιθεώρησε έφιππος όλες τις θέσεις. “Σαν θεός του πολέμου”, κατά τον Elster, διέτρεχε το πεδίο της μάχης για να βοηθήσει όπου υπήρχε ανάγκη. Στην αρχή οι δυνάμεις των Φιλελλήνων και το Τακτικό Σώμα απωθούσαν τα πολυάριθμα στρατεύματα των εχθρών με μεγάλη επιτυχία. Οι διαρκείς και συντονισμένες βολές θέριζαν τους επιτιθέμενους. Το κλειδί της επιτυχίας στον τρόπο αυτό του πολέμου, είναι οι στρατιώτες να παραμένουν ψύχραιμοι, να γεμίζουν διαρκώς και γρήγορα τα όπλα τους, να πυροβολούν με ομοβροντίες, και κυρίως να κρατούν τη θέση τους, χωρίς να επιτρέπουν ρήγμα, στις τάξεις τους. Το Σύνταγμα και το Τάγμα των Φιλελλήνων αποτελούσαν ένα αδιαπέραστο τοίχος. Όπως σημειώνει και ο St Clair στο έργο του, η άριστη εκπαίδευση που είχε αρχίσει ο Γάλλος Φιλέλληνας Baleste, απέδιδε τους καρπούς της.

Δυστυχώς όμως ξαφνικά συνέβη το μοιραίο. Ο οπλαρχηγός Μπακόλας και οι άνδρες του εγκατέλειψαν προδοτικά τις θέσεις του (στη συνέχεια ο Μπακόλας αυτομόλησε οριστικά στους Τούρκους). Οι τουρκικές δυνάμεις εκμεταλλεύθηκαν το κενό αυτό, και προσέβαλαν τα νώτα των συμπαγών θέσεων του Συντάγματος και του Τάγματος των Φιλελλήνων, με αποτέλεσμα τα δύο σώματα να αποκοπούν μεταξύ τους. Στην πρώτη προσπάθεια του Συντάγματος να επανενωθεί με το Τάγμα, ο αρχηγός Tarella έπεσε νεκρός και το Σύνταγμα άρχισε να υποχωρεί. Τότε τέθηκε επικεφαλής ο μεγάλος αυτός άνδρας, Στρατηγός Νόρμαν και το οδήγησε πάλι στη μάχη, με συγκλονιστικά λόγια: “Για τη σωτηρία των Φιλελλήνων! Νίκη ή θάνατος!”. Στην έφοδο που ακολούθησε, ο Νόρμαν δέχτηκε μια σφαίρα στο στήθος και μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν για να αντιμετωπισθεί το σοβαρό τραύμα του. Προοδευτικά το Σύνταγμα άρχισε να υποχωρεί και αποτελούσε πλέον εύκολο στόχο για τους Τούρκους ιππείς. Οι Φιλέλληνες είχαν εγκαταλειφθεί από όλες τις δυνάμεις των ατάκτων. Οι δυνάμεις των Φιλελλήνων και Επτανησίων, γνώρισαν μία θλιβερή και άδικη πανωλεθρία. Περικυκλώθηκαν από τον εχθρό σε ένα εκτεθειμένο σημείο και αποδεκατίσθηκαν.

Ακολούθησαν συγκλονιστικές σκηνές απίστευτου ηρωισμού. Ο Ντάνια που εμψύχωνε τους στρατιώτες του μέχρι τελευταία στιγμή, βρήκε φρικτό θάνατο. Δεκαπέντε Πολωνοί με αρχηγό τους τον Πολωνό αξιωματικό Mierzewski, συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο κέντρο του Πέτα και πολέμησαν με απίστευτη γενναιότητα, φθάνοντας να μάχονται ακόμη και στην σκεπή της εκκλησίας. Σκοτώθηκαν όλοι ηρωικά. Ένας Γάλλος αξιωματικός, ο Mignac (ο οποίος είχε συγκρουσθεί με Γερμανούς φιλέλληνες κατά την διάρκεια της εκστρατείας), πολέμησε και αυτός με μοναδική γενναιότητα. Οι Τούρκοι επιχειρούσαν να τον συλλάβουν ζωντανό επειδή φορούσε εντυπωσιακή στολή και θεωρούσαν ότι αυτός ήταν ο Στρατηγός Νόρμαν, αρχηγός των Φιλελλήνων. Ο Mignac αρνήθηκε να παραδοθεί και μαχόταν γενναία. Στο τέλος, σοβαρά τραυματισμένος στο πόδι, επειδή δεν μπορούσε να σταθεί, στηρίχθηκε στον κορμό μίας ελιάς για να παραμείνει όρθιος και μαχόμενος συνεχώς προς όλες τις κατευθύνσεις, εξουδετέρωσε δεκατέσσερεις Τούρκους. Το σώμα του ήταν γεμάτο πληγές, και όταν έσπασε το σπαθί του, αυτοκτόνησε κόβοντας τον λαιμό του.

Από τους εθελοντές του τακτικού σώματος σκοτώθηκαν 160 Επτανήσιοι και Φιλέλληνες (το ένα τρίτο). Πολλοί ήταν και οι αιχμάλωτοι, που οδηγήθηκαν στην Άρτα και θανατώθηκαν αφού βασανίστηκαν και εξευτελίσθηκαν με φρικτό τρόπο. Πολλοί Φιλέληνες υποχρεώθηκαν να περπατούν επί ώρες γυμνοί, κρατώντας στα χέρια τους τα κομμένα κεφάλια των συντρόφων τους.

Οι λίγοι επιζήσαντες συγκεντρώθηκαν στη Λαγκάδα, ανάμεσά τους και η τραγική φιγούρα της ημέρας, ο ευγενής και γενναίος Στρατηγός Νόρμαν. Όπως και μετά τη μάχη στο Κομπότι, έτσι και αυτή τη φορά έφθασε στο στρατόπεδο τελευταίος πάνω στο ετοιμοθάνατο άλογό του και παρουσιάστηκε στον Μαυροκορδάτο στον οποίο ανέφερε τα εξής: “Τα χάσαμε όλα, Υψηλότατε, εκτός απ’ την τιμή μας!”. Το Τάγμα των Φιλελλήνων, και εκατοντάδες ενθουσιώδεις Ευρωπαίοι Φιλέλληνες, και Επτανήσιοι, δεν υπήρχαν πια.

Μνημείο στο Πέτα, στην μνήμη των πεσόντων Φιλελλήνων στην μάχη του Πέτα.

Με την πικρία της οριστικής ήττας και της προδοσίας που την προκάλεσε, ο Στρατηγός Νόρμαν (ο οποίος έφερε πλέον και ένα βαρύτατο τραύμα) κατευθύνθηκε μαζί με τους συντρόφους του στο Μεσολόγγι. Συνέχισε να προσφέρει και βοήθησε στην οχύρωση της πόλης. Λίγο αργότερα πέθανε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους (1822), νικημένος από τις επιπλοκές του τραύματος, υψηλό πυρετό και το ψυχικό βάρος της ευθύνης για την μάχη στο Πέτα. Είχε παρασύρει με τη φήμη του νέους ανθρώπους να έλθουν να πολεμήσουν για την ελευθερία της Ελλάδας, και είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να τους οδηγήσει στη νίκη. Τον βασάνιζε όμως το ότι είχε διαπιστώσει τα λάθη και τους κινδύνους, και την καταστροφή που θα μπορούσαν να προκαλέσουν, και θα μπορούσε να τα αποφύγει αν είχε επιχειρήσει να επιβάλλει τις απόψεις του και την στρατιωτική του αυθεντία. Δυστυχώς δεν το έκανε από σεβασμό προς την Ελληνική διοίκηση.

Οι κρίσεις των συναγωνιστών στην Ελλάδα του μεγάλου Φιλέλληνα Στρατηγού Νόρμαν για τον αρχηγό τους, όπως καταγράφονται σε ημερολόγια και απομνημονεύματα, είναι πολλαπλές. Πολλοί τον αναφέρουν ως “το άνθος του ιπποτικού σμήνους των Φράγκων”, έναν θαρραλέο και μορφωμένο πολεμιστή, λογικό, προσηνή και αγαπητό σαν πατέρα στους στρατιώτες. Άλλοι του αποδίδουν με βάση τις εξελίξεις στο Πέτα, αλλά και σε γεγονότα που ανάγονται στο 1813 και στις διαφορές μεταξύ Πρώσων και Γάλλων, έλλειψη αυτοπεποίθησης και αναποφασιστικότητα.

Εκείνο πάντως που κανείς δεν του αμφισβητεί, είναι τα γνήσια και ανιδιοτελή φιλελληνικά του αισθήματα, η γενναιότητά του και η ειλικρινής αφοσίωσή του στο συμφέρον της Ελλάδας. Εν τέλει, είναι αυτές οι αρετές του, που δεν του επέτρεψαν να απαιτήσει τον απόλυτο έλεγχο των στρατιωτικών δυνάμεων από τον Μαυροκορδάτο, και να δεχθεί ότι θα μπορούσαν ποτέ Έλληνες να προδώσουν τους συμπολεμιστές τους, Έλληνες και Φιλέλληνες.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μετά την μάχη στο Πέτα, έλαβε χώρα στο Αιτωλικό μία επιβλητική επιμνημόσυνη δέηση, στην οποία συμμετείχε όλος ο κλήρος και ο λαός της περιοχής. Την τελετή αυτή και την οδύνη στα πρόσωπα των Ελλήνων και Φιλελλήνων (μεταξύ άλλων και του ίδιου του Μαυροκορδάτου που ήταν συντετριμμένος), περιγράφει στο έργο του ο Γάλλος φιλέλληνας Raybaud.

Η προσφορά του Νόρμαν στην Ελληνική Επανάσταση τιμήθηκε πρώτα στο Μεσολόγγι, όπου ένα από τα κανονιοστάσια των οχυρωματικών έργων του 1825-26 έφερε το όνομά του. Εκεί τάφηκε η σωρός του μεγάλου Φιλέλληνα. Το σημείο αυτό του οχυρού αυτό ανατινάχθηκε ολοσχερώς κατά την άλωση του Μεσολογγίου από τους Τούρκους.

Το μνημείο των Γερμανών Φιλελλήνων στο Μεσολόγγι. Το όνομα του Στρατηγού Νόρμαν αναφέρεται πρώτο.

Το όνομα του Στρατηγού Νόρμαν κατέχει κεντρική θέση και στο Μνημείο των Φιλελλήνων της Καθολικής εκκλησίας του Ναυπλίου.

Ο καθολικός ναός της Μεταμόρφωσης στο Ναύπλιο και η αψίδα στην μνήμη των Φιλελλήνων στην είσοδο του. Σε αυτήν αναφέρεται και το όνομα του Στρατηγού Νόρμαν.

Ένας μικρός δρόμος στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, κάθετος στην οδό Ερμού, φέρει το όνομά του «Οδός Νορμάνου».

Η οδός Νορμάνου, φέρει το όνομα του Στρατηγού Νόρμαν

Τον αγώνα του για την ελευθερία των Ελλήνων μνημονεύει και μια πέτρινη στήλη του 1830 στο Waldkirchen της Βαυαρίας. Τέλος, το όνομα του είναι επίσης γραμμένο με χρυσά γράμματα, μαζί με αυτό άλλων αγωνιστών του 1821, και Φιλελλήνων, όπως του Λόρδου Βύρωνος και του Φαβιέρου, στα Προπύλαια στο Μόναχο.

Τα Προπύλαια στο Μόναχο. Σύμβολο της Ελληνο-Βαυαρικής φιλίας και μνημείο του Ελληνικού Αγώνα για την Ανεξαρτησία.

Το όνομα του Στρατηγού Νόρμαν στο εσωτερικό των Προπυλαίων του Μονάχου.

Ο Στρατηγός Νόρμαν είχε τιμηθεί από την Γαλλία με το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής στις 10 Δεκεμβρίου 1808.

Η Ελλάδα και οι Έλληνες θα τρέφουν αιωνίως αισθήματα απέραντης ευγνωμοσύνης για τον εμβληματικό αυτόν ευγενή Γερμανό Στρατηγό και θα τον τιμούν πάντα για την ηρωική συμβολή του στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδος.

 

Βιβλιογραφία και πηγές:   

  • William St Clair, That Greece might still be free, 2008 (1972).
  • J.D. Elster, Das Bataillon der Philhellenen, 1828 (ελλην. μετάφραση Χρ. Οικονόμου, 2010).
  • Eugen Schneider, Normann-Ehrenfels, Karl Graf von, Allgemeine Deutsche Biographie 24 (1887).
  • K.Dieterich, Deutsche Philhellenen in Griechenland 1821-1822, 1929.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ΙΒ’, Η ελληνική επανάσταση, 1975.
  • Ν. Κανελλόπουλος – Ν. Τόμπρος, Η στρατιωτική δράση των Φιλελλήνων στη μάχη του Πέτα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού 2017.
  • ανών., Normann-Ehrenfels, Supplément à la Galerie historique des contemporains (tome 2), 1830.
  • Samuel Gridley Howe, Historical Sketch of the Greek Revolution, M.D. New York, 1828.
  • Emil von Normann: Geschichte der Gesammt-Familie von Normann. Ulm 1894, S. 148–152.
  • Regine Quack-Manoussakis: Der Deutsche Philhellenismus während des griechischen Freiheitskampfes 1821–27. München 1984.
  • Frank Ackermann: Von Ehrenfels nach Missolunghi. Das abenteuerliche Leben des Generals Carl Graf von Normann-Ehrenfels. Kilchberg 2012.
  • Graf Normann’sche Familienpapiere. — Starklof, Geschichte des königl. würtembergischen vierten Reiterregiments.