Κώστας Α. Λάβδας
Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής & Διευθυντής του Τομέα Διεθνών Σχέσεων
Τμήμα ΔΕΠΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Σημείωση: Η ΕΕΦ προσφέρει ένα βήμα σε επιστήμονες και προσωπικότητες κύρους για να προβάλουν ελεύθερα τις προσωπικές θέσεις τους και το επιστημονικό τους έργο. Η Εταιρεία δεν υιοθετεί τις απόψεις αυτές, δε δεσμεύεται από αυτές και δεν εγγυάται την ορθότητά τους.
Εισαγωγή: υποσχέσεις και δυνατότητες
Οι δυο αιώνες που συμπληρώνονται από την εθνεγερσία του 1821 θα πρέπει να τιμηθούν με επέτειο εορταστική αλλά και -κυρίως- εθνεγερτήριο. Αξίζει να τιμήσουμε τα διακόσια χρόνια ύπαρξης του νεότερου ελληνικού κράτους με διάθεση κριτικά αναστοχαστική αλλά και σταθερά προσανατολισμένη σε ένα μέλλον με περισσότερες – και ουσιαστικότερες – δυνατότητες. Με σεβασμό στα επάλληλα στρώματα της ιστορικής έρευνας αλλά και εξερευνώντας πέρα από τα γνωστά, τα συμβατικά και χιλιοειπωμένα.
Η επίδραση του Αγώνα για την Ελληνική Ανεξαρτησία δεν περιορίζεται στις κρίσιμες πολεμικές διαστάσεις ούτε στις σύνθετες πολιτικές εξελίξεις ούτε στις εμφύλιες συγκρούσεις της δεκαετίας του 1820 ούτε στις εξωτερικές παραμέτρους, παρότι όλες υπήρξαν προφανώς σημαντικές.
Η σημασία της Επανάστασης του 1821 και των ετών που ακολούθησαν στη σύντομη δεκαετία του 1820 αναφέρεται και στο πεδίο του πολιτικού λόγου και των θεσμικών ιδεών όπως αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, στα συνταγματικά κείμενα από το 1822 μέχρι το 1827. Πρόκειται κυρίως για τα κείμενα της Επιδαύρου (1822), του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827). Ενώ αξιοσημείωτα υπήρξαν και τα λεγόμενα «τοπικά πολιτεύματα», τα οποία καταργήθηκαν ύστερα από απόφαση της Β’ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, το 1823.
Αναφερθήκαμε αρχικά στις δυνατότητες. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να επισημάνουμε ότι οι μέχρι σήμερα προσεγγίσεις παρέχουν στέρεο υπόβαθρο για ανάλυση και περαιτέρω έρευνα αλλά δεν εξαντλούν την ουσιαστική συζήτηση για τις πολιτικές και θεσμικές δυνατότητες που παρουσιάστηκαν και – μέχρι ενός σημείου – διαμορφώθηκαν στα επαναστατικά χρόνια, με άλλα λόγια: δεν διερευνούν το πεδίο του δυνητικού αλλά τελικώς μη πραγματοποιηθέντος.
Ιστορικές κοινότητες σε διαμόρφωση
Η εθνεγερσία του 1821 είναι η συνδυαστική έκβαση μιας σειράς εξεγέρσεων και επίπονων αλλά συχνά ατελέσφορων αγώνων που – έστω και σε ένα μόνο τμήμα των εξεγερμένων περιοχών – δικαίωσαν την επιμονή και την στοχοπροσήλωση των Ελλήνων για ελευθερία και ανεξαρτησία. Ο επετειακός αναστοχασμός για την Ελληνική Επανάσταση δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στη γέννηση και την ίδια την ύπαρξη του νεότερου Ελληνικού κράτους. Ωστόσο η γέννηση του νεότερου κράτους δεν σημαίνει και γέννηση του συλλογικού υποκειμένου στο οποίο βασίζεται. Από την ιστορική σχολή Παπαρρηγόπουλου το εκκρεμές κινήθηκε τόσο μακριά που το σημερινό, προσωρινό σημείο ανάπαυσης μοιάζει ακόμη περισσότερο εξωπραγματικό. Τελικώς, η άκριτη μεταφορά και εφαρμογή παραλλαγών της γνωστής προβληματικής για τις «φαντασιακές κοινότητες» (Anderson, 1983/2016) έχει καταστεί παραπλανητική στην περίπτωση της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας.
Κι αυτό γιατί συνέχειες κάθε είδους όχι μόνον υπήρξαν αλλά ήταν κρίσιμες. Όπως έχουν καταδείξει από διαφορετικές οπτικές γωνίες και ανιχνεύοντας διακριτά πολιτικά και πολιτειακά διακυβεύματα ο Γιώργος Κοντογιώργης (για την αρχή της τοπικής πολιτειακής αυτονομίας, που ανάγεται στο ελληνικό παρελθόν της πόλης/κοινού) και ο Νικόλαος Πανταζόπουλος (για την παράδοση του ελληνικού κοινοτισμού), οι τοπικές κοινότητες διαδραμάτισαν κρίσιμους ρόλους στη διαχρονία διαμόρφωσης της ελληνικής ταυτότητας.
Ειδικότερα, όπως έχει επισημάνει διεξοδικά ο Γιώργος Κοντογιώργης, η αρχή της τοπικής πολιτειακής συγκρότησης σημαίνει ότι τα Ελληνικά κοινά και οι πόλεις εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αυτοδιοικούνταν, διατηρούσαν και επεξεργαζόταν την πολιτική κουλτούρα τους και σε σημαντικό βαθμό αποτελούσαν μετεξέλιξη συλλογικών οντοτήτων που προϋπήρχαν. Με αποτέλεσμα στοιχεία των Ελληνικών πολιτικών παραδόσεων να συνεχιστούν σε διάφορα επίπεδα των κοινών και των πόλεων αλλά και της υπερπόντιας ελληνικής παρουσίας. Αυτό, στη συνέχεια, σήμανε την επικράτηση – στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο – μιας πολιτικής μορφολογίας του αγώνα της εθνεγερσίας όπου η ανάπτυξη βάσει των πατριωτισμών των επιμέρους κοινών/πόλεων οδήγησε στο σχεδιασμό της νέας ελληνικής πολιτείας με γνώμονα τα κοινά, ενώ για το κεντρικό σύστημα επιφυλάχθηκε ένας εναρμονιστικός ρόλος (Κοντογιώργης, 1982, 2011, 2015).
Άλλωστε, η στοχοπροσήλωση στη δημιουργία της ανεξάρτητης πολιτείας της Ελλάδας ανέδειξε τις κοινές παραμέτρους – ιδεατές, συναισθηματικές, γλωσσικές, θρησκευτικές – της εθνικής ταυτότητας που μοιράζονταν οι συμμετέχοντες στον αγώνα. Είναι βεβαίως κοινός τόπος ότι θεσμικές ρυθμίσεις και πολιτειακές προτάσεις συχνά εξέφρασαν (και εκφράζουν) στρατηγικούς ή και τακτικούς υπολογισμούς ισχυρών δρώντων. Έτσι και στα χρόνια της Επανάστασης, οι κοινοτικές παραδόσεις σε μεγάλο βαθμό «αντιπροσωπεύτηκαν» από τοπικές ολιγαρχίες που έδρασαν βάσει ιδίων στρατηγικών και συμφερόντων. Αλλά ο πολιτικός λόγος (πέρα από τις κοινοτοπίες των επικοινωνιολόγων αναφορικά με την προσπάθεια εξώθησης του ακροατή-αναγνώστη στη λήψη πολιτικής απόφασης) επιτελεί κρίσιμη ενοποιητική λειτουργία και συνθέτει πεδία πολιτικής έκφρασης και πολιτικής δράσης (Ball & Dagger, 2011). Εν προκειμένω η δυναμική των σχέσεων μεταξύ διαφορετικών πολιτικών ιδεών και ο ρόλος του πολιτικού λόγου ως πολιτικής ενέργειας συγκροτούν ένα πεδίο το οποίο μπορεί να συζητηθεί με σχετική αυτονομία, πέρα από τις ισορροπίες ανάμεσα στους αυτόχθονες και τους ετερόχθονες, πέρα από τη σύγκρουση στρατιωτικών, πολιτικών, προεστών, παλαιών Φιλικών, πέρα από τη σύγκρουση Βουλευτικού και Εκτελεστικού, πέρα από την κατασπατάληση για κομματικούς σκοπούς μεγάλου μέρους του δεύτερου δανείου, πέρα από την υποτιθέμενη «εκσυγχρονιστική» κατεύθυνση ορισμένων δρώντων και την «παραδοσιακή» άλλων.
Άμεσα σχετιζόμενη με τις προηγούμενες είναι και η τελευταία σχετική επισήμανση. Στην προσπάθεια εισαγωγής νέων θεσμών για τη ρύθμιση «του επικρατούντος εν τη μαχομένη χώρα νομικού χάους» (Πανταζόπουλος, 1947/1995: 128) δεν διαπιστώθηκαν απλές, άκριτα μιμητικές μεταφορές ευρωπαϊκών και ατλαντικών προτύπων αλλά προσπάθεια δημιουργικού συνδυασμού ιδεατών, εννοιολογικών και υλικών δεδομένων, παραδόσεων και επιρροών. Πράγματι, οι πολιτειακές προσεγγίσεις και αντιλήψεις στη σύντομη δεκαετία του 1820 εμφανίζονται να διανύουν «εισέτι το στάδιον της διαμορφώσεως» (Νάκος, 1974: 15), πράγμα που και αυτό καταδεικνύει ότι δεν επρόκειτο για απλή μεταφορά προτύπων. Σε αυτή την προσπάθεια δημιουργικού συνδυασμού και διαμόρφωσης νέων προτύπων και τις δυνατότητες της θα αναφερθούμε στη συνέχεια στο πλαίσιο του παρόντος εισαγωγικού σημειώματος μας.
Πολιτικός φιλελευθερισμός και πολυαρχία
Τα επαναστατικά συντάγματα δέχθηκαν από νωρίς σφοδρή κριτική για την αδυναμία τους να συμβάλουν στη διαμόρφωση ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας και την καταπολέμηση του τοπικισμού. Όπως γράφει το 1907 ο Νικόλαος Σαρίπολος, συντασσόμενος εν προκειμένω με τον Παπαρρηγόπουλο, στην Επίδαυρο ο Μαυροκορδάτος συνετέλεσε «εις την ψήφισιν πολιτεύματος πολυαρχικού, ίνα μη είπωμεν αναρχικού», καθιστώντας αδύνατη «την συγκρότησιν αληθούς κυβερνήσεως» για όλη την επαναστατημένη επικράτεια (Σαρίπολος, 1907: 18).
Όμως παρά την κριτική, η οποία φαίνεται να προϋποθέτει μια προϋπάρχουσα ενότητα η οποία απέτυχε να εκφραστεί θεσμικά, οι συναρπαστικά καινοτόμες πτυχές των επαναστατικών συνταγμάτων δεν πέρασαν απαρατήρητες. Αντίθετα, από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα ως σήμερα, έχει διαμορφωθεί – με ασυνέχειες και διαφοροποιήσεις – μια ερμηνευτική γραμμή που ανιχνεύει και αναδεικνύει τα διακριτά εκείνα στοιχεία που εκφράζουν τον φιλελεύθερο, τον δημοκρατικό και τον πολυαρχικό χαρακτήρα των επαναστατικών συνταγμάτων (Αλιβιζάτος, 1981: 43-47, Αναστασιάδης, 2001: 17-19).
Το «δημοκρατικό» στοιχείο αναφέρεται στην «λαϊκή κυριαρχία» που εισήγαγε για πρώτη φορά το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» (Τροιζήνα) στο άρθρο 5: «η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος· πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού, και υπάρχει υπέρ αυτού». Η διακήρυξη αυτή επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσια σε όλα τα Συντάγματα, από το 1864 μέχρι σήμερα. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας καθιέρωσε την διάκριση των εξουσιών (άρθρ. 36 – 42 Σ. Τροιζ.): «Η κυριαρχία του Έθνους διαιρείται εις τρεις εξουσίας· Νομοθετικήν, Νομοτελεστικήν και Δικαστικήν».
Ως προς την ατομική ελευθερία, γνωρίζουμε ότι η κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων ξεκίνησε πράγματι με τα πρώτα επαναστατικά Συντάγματα. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822), προέβλεπε την ισότητα έναντι των νόμων και την προστασία της ιδιοκτησίας. Στο Σύνταγμα του Άστρους (1823) προβλέπονταν η ελευθερία της έκφρασης και του τύπου και η αρχή του νόμιμου δικαστή. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) επέκτεινε τις εγγυήσεις αυτές, ενώ κατοχύρωσε την θρησκευτική ελευθερία, καθώς και το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου.
Είναι λοιπόν προφανές ότι αποτελεί πια κοινό τόπο η διαπίστωση για τις «φιλελεύθερες» διαστάσεις των συνταγμάτων της δεκαετίας του 1820, ιδιαιτέρως δε αυτού της Τροιζήνας. Κατά την εμβληματική διατύπωση του Αλεξάνδρου Σβώλου, στο Σύνταγμα της Τροιζήνας το πολίτευμα είναι «εμπνευσμένον τόσον εντόνως από τας δημοκρατικάς και φιλελεύθερας ιδέας, ώστε δικαίως ελέχθη ότι υπερέβαινε τα ισχύοντα τότε εν Ευρώπη». Ενώ και ο Χαράλαμπος Φραγκίστας είχε επισημάνει ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας υπήρξε ένα από τα «πλέον φιλελεύθερα» πολιτεύματα της εποχής του (Φραγκίστας, 1971: 69). Το «δημοκρατικό και φιλελεύθερο πνεύμα της παλιγγενεσίας» (Αναστασιάδης, 2014: 77) αποτελεί από καιρό – πόσο μάλλον σήμερα – σαφέστατη κοινή παραδοχή.
Η ελευθερία πέρα από τον φιλελευθερισμό
Ας θυμηθούμε όμως ένα από τα τοπικά πολιτεύματα, το σημαντικότερο από την άποψη των πολιτικών ιδεών. Στη Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, η οποία οδήγησε στο προσωρινό καθεστώς του «Αρείου Πάγου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας». Στο 2ο κεφάλαιο του πρώτου μέρους της Διακήρυξης υπάρχει με μορφή Πίνακα και μια «Διακήρυξη Δικαιωμάτων και Χρεών του Έλληνος». Διακηρύσσονται οκτώ (8) δικαιώματα και οκτώ (8) αντίστοιχα καθήκοντα, σε μια προσπάθεια προσαρμογής της Γαλλικής «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων και Καθηκόντων του Ανθρώπου και του Πολίτη» του 1795. Δεν πρόκειται για απλή αντιγραφή, με δεδομένο μάλιστα ότι η Γαλλική Διακήρυξη είναι πολύ αναλυτικότερη. Αλλά εμπεριέχονται ιδέες συναρπαστικές όσο και δηλωτικές της ζωντανής ευρωπαϊκής και αμερικανικής ρεπουμπλικανικής παράδοσης.
Δύο μόνο παραδείγματα:
– «ο Έλλην είναι ανεξάρτητος» (Δικαιώματα) και εννοεί ως πολίτης ατομικά, διότι συμπληρώνει με αντιστοίχιση (στα Καθήκοντα): «ο Έλλην χρεωστεί ευπείθειαν εις τους Νόμους».
– «Ο Έλλην δεν ενοχοποιείται δια τα θρησκευτικά και πολιτικά του φρονήματα» (Δικαιώματα) – είναι το πρώτο κείμενο της επαναστατικής περιόδου στο οποίο περιλαμβάνεται μια αναφορά στην πολιτική και θρησκευτική ανεκτικότητα, με την εμβληματική αυτή διατύπωση. Και (στα Καθήκοντα): «ο Έλλην χρεωστεί να υποφέρη όλα τα θρησκευτικά και πολιτικά φρονήματα των ομοίων του».
Ποιος όμως είναι ο Έλλην ο οποίος «είναι ανεξάρτητος»; Ενώ στο σχεδίασμα του Ρήγα για την Βαλκανική ομοσπονδία και τον «αυτοκράτορα λαό» οι πολίτες οριζόταν «χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου», όπως το έθετε ο Βελεστινλής, η νέα Πολιτεία της επαναστατημένης Ελλάδας θεμελιώθηκε σε μια εθνική – ρεπουμπλικανική προσέγγιση του πολίτη.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Σύνταγμα της Τροιζήνας όριζε: «καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως και δια την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν. Η δε της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι θρησκεία της Επικρατείας». Πράγματι, αφενός η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώθηκε ως δικαίωμα όλων, ενώ αφετέρου η αρχική προσέγγιση στην ιδιότητα του Έλληνα πολίτη συνδυάστηκε με την Χριστιανική πίστη, στο μέτρο που η Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία παρέμεινε συστατικό στοιχείο της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Επρόκειτο για μια ενδιαφέρουσα ισορροπία η οποία (με την Τροιζήνα και τη διατύπωση «θρησκεία της Επικρατείας») απέφυγε τη διαμόρφωση μιας αμιγώς Χριστιανικής Πολιτείας, μιας Res publica Christiana.
Το αίτημα για Ελευθερία οδήγησε στη διαμόρφωση ενός κεντρικού πεδίου προβληματισμού, διακηρύξεων και ρύθμισης στα χρόνια των επαναστατικών συνταγμάτων. Η Ελευθερία στη σύντομη δεκαετία του 1820 αναφέρεται σε τρεις όψεις:(α) ανεξαρτησία, (β) ατομική ελευθερία στο πλαίσιο των ατομικών δικαιωμάτων και (γ) πολιτειακή συγκρότηση μέσω της οποίας μπορεί να ολοκληρωθεί η ελευθερία.
Όπως διαπιστώσαμε, ως προς την ατομική ελευθερία, η κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων ξεκίνησε με τα επαναστατικά Συντάγματα. Υπάρχει, ωστόσο, μια άλλη διάσταση που συχνά λανθάνει της προσοχής των παρατηρητών. Διότι στη σύντομη δεκαετία του 1820, η Ελευθερία αντιμετωπίζεται με τρόπο συνολικότερο από αυτό που αναφέρεται στο κρισιμότατο, βεβαίως, πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων. Η άμεση σύνδεση, την οποία διαπιστώσαμε, της Ελευθερίας με την Ανεξαρτησία από τη Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος (όπου Ελεύθερος είναι ο Ανεξάρτητος), σηματοδοτεί μια γενικότερη προσέγγιση που επιβιώνει μέχρι και την Τροιζήνα: την ιδέα του ανεξάρτητου και με αυτή την έννοια ελεύθερου Πολίτη που μπορεί να υπάρξει μόνο σε μια ανεξάρτητη και ελεύθερη Πολιτεία. Είναι σε αυτό το παλίσιο που η δομική προσέγγιση που υιοθετείται από το Σύνταγμα της Επιδαύρου και τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, περιλαμβάνει την ελευθερία σαν αξία και καταδικάζει την δουλεία.
Δεν πρόκειται για την «αρνητική ελευθερία» του εξελισσόμενου φιλελευθερισμού, στο όνομα του οποίου – και με σειρά αναδρομικών θεμελιώσεων – επιχειρείται να αντιπαρατεθούν τόσο σχηματικά οι «εθνικές», «ταξικές» και «φιλελεύθερες» ερμηνείες της Επανάστασης.
Πρόκειται για την αναδυόμενη αντίληψη για μια ελληνική Res publica, μια αντίληψη που αντανακλάται με διαφορετικές αποχρώσεις και στα τρία Συντάγματα. Στα δύο πρώτα, η πολυαρχία (με συλλογική ηγεσία της Πολιτείας) εκφράζει τόσο την επίδραση των Συνταγμάτων της Γαλλικής Επανάστασης (με το Διευθυντήριο) όσο και την υποκείμενη ελληνική πολιτική μορφολογία των επιμέρους κοινών. Ενώ με το τρίτο, το Σύνταγμα της Τροιζήνας, η προσέγγιση του υποδείγματος του Συντάγματος των ΗΠΑ εκφράζει τόσο την αγωνία των κρίσιμων στιγμών για την έκβαση του Αγώνα, λίγους μήνες πριν το Ναβαρίνο, όσο και την προσωρινή σύγκλιση ρωσόφιλων και αγγλόφιλων πρωταγωνιστών κάτω από ένα αμερικανικής έμπνευσης θεσμικό σχεδίασμα.
Η ελεύθερη και συνειδητή προσήλωση στα κοινά ως απόλυτη αξιακή πυξίδα – μείζον χαρακτηριστικό της ρεπουμπλικανικής παράδοσης στον ευρωατλαντικό πολιτικό πολιτισμό – εξηγεί και το ειδικότερο φαινόμενο της αποδοχής της ατομικής υλικής υποβάθμισης υπό συνθήκες εθνικής κρίσης. Μέσα στην ένταση, την παραζάλη και την αυθεντικότητα του αγώνα, πολλοί πρωταγωνιστές (από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο μέχρι την Μπουμπουλίνα και από τον Νικηταρά μέχρι την Μαντώ Μαυρογένους), διέθεσαν όλη την περιουσία τους για την Εθνεγερσία, τελειώνοντας τον βίο πένητες. Μια γλυκόπικρη ιστορική ειρωνεία εγγράφει στη συνέχεια του ελληνικού λόγου περί πολιτείας την εγκατάλειψη της ατομικής υλικής ωφέλειας ως πρακτική συνέπεια της απόλυτης αφοσίωσης στον κοινό στόχο. Μια κατηγορία πρωταγωνιστών του Αγώνα υλοποίησε εκ των πραγμάτων – αντιμετωπίζοντας ως αποκλειστική προτεραιότητα την εξυπηρέτηση των αναγκών της Ανεξαρτησίας – την πλατωνική πρόταση για την ακτημοσύνη της τάξης που ασχολείται με τα κοινά.
Πράγματι, παρά τις ποικίλες παρερμηνείες αναγνώσεων όπως αυτή του Karl Popper, στην πλατωνική ιδεαλιστική αντίληψη η ακτημοσύνη αυτή αποτελεί επακόλουθο της απόλυτης αφοσίωσης στα κοινά, όχι ανιστορικό «προάγγελο» μιας κομμουνιστικής, καταπιεστικής κοινωνίας. Σε αυτό όπως και σε άλλα κρίσιμα σημεία (δες π.χ. την παρερμηνεία της πλατωνικής κριτικής στον «πλούτο» και την «πενία» ως στοιχείων που διαφθείρουν τη σχέση με τα κοινά ή την λανθασμένη αντίληψη περί απόλυτης έλλειψης κινητικότητας μεταξύ των τάξεων), η Ποππεριανή ανάγνωση επιχειρεί να προσαρμόσει το πλατωνικό σχεδίασμα σε μια ιδεολογική κλίνη του Προκρούστη. Ιδεολογική κλίνη χρήσιμη ίσως για τους επιπόλαιους εκλαϊκευτές του σύγχρονου φιλελευθερισμού αλλά σίγουρα απορριπτέα από τους σοβαρούς μελετητές του.
Αλλά για το εκρηκτικό περιεχόμενο και τη δυνητική εμβέλεια της επαναστατικής σκέψης και των συνταγμάτων της δεκαετίας του 1820 θα συνεχίσουμε στο επόμενο και καταληκτικό κείμενο μας (όπου παρατίθενται συνολικά και οι βιβλιογραφικές αναφορές).
Περιγραφή εικόνας: Ludwig Michael von Schwanthaler, η Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο, 1836,τοιχογραφία, Ανατολικός Τοίχος, Αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου, Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων