Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν (1717 – 1768), Γερμανός θεολόγος, Ελληνιστής και επιφανής αρχαιογνώστης. Πατέρας της κλασικής αρχαιολογίας.

Κωνσταντίνος Πολιάς

Η πρώτη πτυχή της φιλελληνικής διάστασης της φιλοσοφίας και της διανόησης στην Ευρώπη κατά το 18ο και 19ο αιώνα έχει να κάνει με τη σχεδόν καθολική αναγνώριση, στην παράδοση του ανθρωπισμού, της αρχαίας Ελλάδας ως πολιτισμικού ιδεώδους θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα της ευρωπαϊκής ή δυτικής νεωτερικότητας. Μια τέτοια πτυχή δεν αποτελεί φιλελληνισμό με τη στενή έννοια της υποστήριξης από αλλοεθνείς της απελευθέρωσης της νεωτερικής Ελλάδας από την τουρκική υποδούλωση, ιδίως κατά την επανάσταση του 1821. Είναι, όμως, ακριβώς αυτή η πτυχή[1], η οποία εδραιώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, παράλληλα με την έναρξη της αναγέννησης της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων,  που καλλιέργησε σε μεγάλο βαθμό το έδαφος για τη δικαιολόγηση του φιλελληνισμού με τη στενή έννοια με βάση το επιχείρημα της πολιτισμικής οφειλής της Ευρώπης ή της Δύσης στην αρχαία Ελλάδα. Όπως σημειώνει ο Τέρενς Σπένσερ, ο φιλελληνισμός «προερχόταν από μια κλασική μεροληψία υπέρ των υποτιθέμενων απογόνων των αρχαίων παγανιστών Ελλήνων και ενέπνεε την ιδέα ότι υπήρχε μια επείγουσα ηθική υποχρέωση για την Ευρώπη να αποκαταστήσει την ελευθερία της Ελλάδας ως ένα είδος πληρωμής για τον πολιτισμό που η Ελλάδα έδωσε κάποτε στον κόσμο.»[2]

Εμβληματικό για την αναγνώριση της αρχαίας Ελλάδας ως ιδεώδους της Ευρώπης ή της Δύσης που έλαβε τη μορφή μιας «Γραικομανίας» ή «Ελληνομανίας»[3] είναι το έργο του Γερμανού κλασικιστή, ιστορικού και θεωρητικού της τέχνης Γιόχαν Γιόακιμ Βίνκελμαν, το οποίο άσκησε μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφία και διανόηση, για παράδειγμα στους Χέρντερ, Kαντ, Γκαίτε και Σίλερ, αλλά και γενικότερα στη γερμανική ιδεαλιστική και ρομαντική φιλοσοφία και διανόηση. Στο έργο του Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και γλυπτική του 1755, ο Βίνκελμαν υποστηρίζει ότι ο «μοναδικός τρόπος για εμάς να γίνουμε μεγάλοι κι επιπλέον, αν αυτό είναι δυνατό, αμίμητοι, είναι η μίμηση των αρχαίων κι αυτό που είπε κάποιος για τον Όμηρο, ότι μαθαίνει να τον θαυμάζει εκείνος που μαθαίνει να τον κατανοεί, ισχύει επίσης για τα έργα των αρχαίων, ιδιαιτέρως των Ελλήνων.»[4]

Επιπλέον στο έργο του Ιστορία της τέχνης της αρχαιότητας του 1764 o Βίνκελμαν αναφέρει ως λόγο που τα έργα των αρχαίων Ελλήνων έχουν το προβάδισμα από τα έργα άλλων λαών να αποτελέσουν το αξιομίμητο ιδεώδες της τέχνης, την πολιτική ελευθερία που χαρακτήριζε την πολιτική συγκρότηση και διακυβέρνησή τους (με απόγειο την αθηναϊκή δημοκρατία) και διαμόρφωσε τη νοοτροπία των ανθρώπων.[5] Με όμοιο τρόπο δίνει ο Ελβέτιος  το 1758 στο έργο Περί του πνεύματος (De l’ ésprit) απάντηση στο ερώτημα γιατί διαφέρουν οι σύγχρονοι Έλληνες από τους αρχαίους, επισημαίνοντας τη διαφορά στη μορφή ή στο πνεύμα της διακυβέρνησής τους που διαμορφώνει το «πνεύμα των εθνών».[6] 

To έργο του Βίνκελμαν είναι μια βασική πηγή της καλλιέργειας του εδάφους, πάνω στο οποίο ο Βολταίρος συνέγραψε, εκφράζοντας πλέον το φιλελληνισμό με τη στενή έννοια, την Πινδαρική Ωδή επ’ αφορμής του παρόντος πολέμου, με αφορμή την εξέγερση των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων το 1770 στο πλαίσιο του ρωσοτουρκικού πολέμου των ετών 1768-1774. Εκεί η Αθηνά Παλλάδα εκφράζει τις ελπίδες του για την έκβασή της:

Θέλω να αναστήσω την Αθήνα,/ Ο Όμηρος να τραγουδήσει τις μάχες σας/

Εκατό φωνές σαν του Δημοσθένη/ Nα αναζωογονήσουν τις καρδιές και τα μπράτσα σας/

Βγείτε έξω, αναγεννηθείτε, αγαπημένες τέχνες,/ Από αυτά τα αξιοθρήνητα ερείπια,/

Που σας κρύβουν κάτω από τα συντρίμμια τους·/ Ξαναπάρτε την αρχαία λάμψη σας.[7]

Όπως επισημαίνει ο Ντέιβιντ Ρέσελ, η ανεξαρτησία της σύγχρονης Ελλάδας δεν αποτελεί εδώ «αυτοσκοπό, αλλά μάλλον πρελούδιο στην αναγέννηση της «Ελλάδας» που αποτελεί ένα καλλιτεχνικό, πνευματικό και/ή πολιτικό ιδεώδες», ενώ σύμφωνα με την Όλγα Αυγουστίνος, η απελευθέρωση δε σήμαινε «τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ελλάδας, αλλά τη νίκη του Λόγου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων».[8] Αυτό το έδαφος της πολιτιστικής κληρονομιάς της αρχαίας Ελλάδας αποτελεί την ερμηνεία και της εμβληματικής φράσης του Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ «Είμαστε όλοι Έλληνες» στον πρόλογο του λυρικού δράματος Ελλάς, που προβλέπει την επιτυχία της εξέγερσης των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων το 1821 και δημοσιεύτηκε το 1822.[9]

Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ. Ελλάς, ένα λυρικό δράμα. Λονδίνο 1822. Συλλογή ΕΕΦ.

Όπως διευκρινίζει ο Σέλλεϋ: «Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας, έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα.»[10] Η άλλη σημασία της φράσης αυτής που ο Ρέσελ αποδίδει και στο ποίημα του Βολταίρου, είναι ότι η απελευθέρωση των Ελλήνων αποτελεί (λόγω και της πολιτιστικής κληρονομιάς) απελευθέρωση και των ίδιων.[11] Κρίσιμο είναι εδώ το ιδεώδες της πολιτικής ελευθερίας των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και της πραγμάτωσης της απελευθέρωσης των σύγχρονων Ελλήνων σε συνθήκες που βιώνονταν ευρύτερα ως ανελεύθερες και για τους ίδιους στις χώρες τους.

Με την ελληνική εξέγερση του 1770 συνδέεται το μυθιστόρημα Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα του Χαίλντερλιν που δημοσιεύτηκε το 1797. Ο ήρωας Υπερίων είναι ένας σύγχρονος Έλληνας πατριώτης που επιστρέφει στην Ελλάδα: «Η αγαπημένη γη της πατρίδας μού ξαναδίνει χαρά και πόνο», ξεκινά το μυθιστόρημα[12]. Το δίπολο χαράς και πόνου ακολουθεί το δίπολο της σπινοζικής εσωστρεφούς «φύσης» και του καντιανού εξωστρεφούς «προορισμού του ανθρώπου» (ελευθερία) κατά χαρακτηριστικό για τον πρώιμο ρομαντισμό τρόπο. Έτσι στη συνέχεια, αφού υμνήσει τη φυσική ομορφιά της «ιερής γης»[13], θα αναρωτηθεί: «Αλλά τι να μου κάνει αυτό; Το ουρλιαχτό του τσακαλιού που ανάμεσα σε σωρούς αρχαίες πέτρες αλυχτάει το άγριο νεκρικό του τραγούδι, με βγάζει με τη φοβέρα του απ‘ το όνειρο.» Και συνεχίζει κάνοντας φανερό το ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη σκλαβωμένη Ελλάδα: «Μακάριος ο άνδρας που μια ανθισμένη πατρίδα δίνει στην καρδιά του χαρά και δύναμη! Νιώθω σαν να με ρίχνουνε σε βάλτο, σαν να κλείνουν πάνω μου το φέρετρο, όταν μου θυμίζουν τη δική μου πατρίδα και όταν με αποκαλεί κανείς Έλληνα νιώθω πάντα σαν να μου σφίγγουν το λαιμό με τη λαιμαριά του σκύλου.»[14]  Στη συνέχεια ο Υπερίων παίρνει μέρος με ενθουσιασμό στο εν τέλει αποτυχημένο απελευθερωτικό κίνημα των Ελλήνων που παραπέμπει στην εξέγερση του 1770 στο πλαίσιο του ρωσοτουρκικού πολέμου των ετών 1768-1774.[15]   O Yπερίων επιστρέφει στην Γερμανία και τη «φύση»[16], αλλά το μυθιστόρημα κλείνει με τη χαρακτηριστική φράση «Προσεχώς περισσότερα»[17], υπονοώντας τον άλλο πόλο του «προορισμού του ανθρώπου» ή της ελευθερίας.

Hyperion oder der Eremit in Griechenland. Δεύτερη έκδοση του 1822. Συλλογή ΕΕΦ. Το 50% των εσόδων από τις πωλήσεις είχε ως προορισμό την ενίσχυση φιλελληνικών οργανώσεων στην Γερμανία.

Μόλις έγινε γνωστό το επαναστατικό κίνημά των Ελλήνων στην Μολδοβλαχία το Φεβρουάριο του 1821 με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο πρώτος που αντέδρασε στην Γερμανία, καλώντας σε υποστήριξη της επανάστασης ήταν ο καντιανός καθηγητής φιλοσοφίας Βίλχελμ Τράουγκοτ Κρουγκ από την Λειψία.

Λιθογραφία με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη με αναφορά Ypsilanti αρχηγός των Ελλήνων (Γερμανία, αρχές δεκαετίας 1820). Συλλογή ΕΕΦ.

Πίπα με παράσταση του Αλέξανδρου Υψηλάντη με Ιερολοχίτες (Γερμανία, αρχές δεκαετίας 1820) η παράσταση ανάγλυφη, επιγραφές στις δυο πλευρές: Ypsilanti και Hetäristen, κεραμικό με μεταλλικά στοιχεία. Συλλογή ΕΕΦ.

Τον Απρίλιο εκφώνησε την Κυριακή των Βαΐων, βρίσκοντας ενθουσιώδη αντίδραση από το κοινό[18], λόγο με τίτλο Η αναγέννηση της Ελλάδας. Ένα πρόγραμμα για την εορτή της Ανάστασης, ο οποίος δημοσιεύθηκε στη συνέχεια με αφιέρωση σε τρεις Έλληνες φοιτητές του[19]. Σε συμφωνία με τη σύνδεση μεταξύ αναγέννησης της Ελλάδας και Ανάστασης που δηλώνει και ο πρόλογος με όρους καντιανού «προορισμού» του ανθρώπου (ελευθερίας)[20], ο Κρουγκ ξεκινά το λόγο του από την έννοια της «χριστιανικής πολιτικής»[21]. Συμπληρώνει έτσι το άλλο βασικό στοιχείο της φιλελληνικής (με τη στενή έννοια) επιχειρηματολογίας, πέραν του χρέους για την πολιτισμική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας[22], δηλαδή, την κοινότητα της χριστιανικής πίστης. ««Η χριστιανική πολιτική» […] έχει εξωτερικά να πολεμήσει με τη μη χριστιανική».[23]  Ο Κρουγκ χρησιμοποιεί ακόμη για πρώτη φορά το επιχείρημα της παράνομης «κυριαρχίας των Τούρκων», καθώς αυτή αποκτήθηκε ενάντια στο διεθνές δίκαιο με επιθετικό πόλεμο, ενώ επιπλέον επικαλείται και το λοκιανό επιχείρημα ότι η τουρκική εξουσία λειτουργεί με όρους αυθαιρεσίας.[24] Από τον Κρουγκ προέρχεται, επίσης, τον Αύγουστο του 1821 το πρώτο κάλεσμα ίδρυσης συλλόγων υποστήριξης των επαναστατημένων Ελλήνων, γεγονός που σε πολλές περιπτώσεις προκάλεσε την αντίδραση των αρχών.[25] Το κάλεσμα του Κρουγκ βρήκε μεγάλη απήχηση και ιδρύθηκαν αρκετοί σύλλογοι.[26]

Τέσσερις μήνες μετά την επανάσταση ενεργοποιήθηκε στο Μόναχο στην ίδια κατεύθυνση ο καθηγητής φιλολογίας Φρήντριχ Τιρς, δημοσιεύοντας μια σειρά από άρθρα στην Allgemeine Zeitung.[27] Και ο Τιρς χρησιμοποιεί, όπως κι ο Κρουγκ, τα δύο βασικά επιχειρήματα δικαιολόγησης του φιλελληνισμού (με τη στενή έννοια), το χρέος για την πολιτισμική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας και την κοινότητα της χριστιανικής πίστης.[28] Επιπλέον ο Τιρς προώθησε το τολμηρό σχέδιο της συγκρότησης κι αποστολής στην Ελλάδα μιας ”γερμανικής λεγεώνας” για να ενισχύσει τους επαναστατημένους Έλληνες.[29]

Ο Τιρς είχε δώσει ήδη το 1812 ενώπιον της Ακαδημίας των Επιστημών του Μονάχου διάλεξη για την αναγέννηση της Ελλάδας βασισμένος σ΄ αναφορές από την Ελλάδα.[30] Στο επίκεντρο βρίσκονταν οι προσπάθειες του Ελληνισμού για τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας πολιτιστικής και πολιτικής[31] και ιδίως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα κι οι αναδυόμενες επιστήμες[32]. Το 1814 έγινε στη Βιέννη μέλος της Φιλόμουσου Εταιρείας και γνώρισε τον Καποδίστρια. Συνάντησε, επίσης, τον μητροπολίτη Ιγνάτιο και τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Γαζή, εκδότη του Ερμής ο Λόγιος, και έμαθε από αυτούς για την Ελλάδα και τα σχέδια για την απελευθέρωση.[33] Ως μέλος της Ακαδημίας φρόντισε να γίνουν δεκτά ως αντεπιστέλλοντα μέλη γνωστοί λόγιοι Έλληνες, όπως ο Κοραής, ο Γαζής κι ο Μουστοξύδης[34], αλλά και για την άμεση στήριξη ελληνικών σχολείων στην οθωμανική επικράτεια[35].  Καθώς η Φιλόμουσος Εταιρεία έστελνε νέους Έλληνες με υποτροφία για σπουδές στην Γερμανία, ο Τιρς υλοποίησε το 1815 με έδρα το σπίτι του την ιδέα ενός ειδικού εκπαιδευτικού ινστιτούτου με το όνομα Αθήναιον [Athenäum] που θα τους προετοίμαζε για τις σπουδές.[36] Από τους μαθητές έμαθε να μιλά τη νέα ελληνική γλώσσα σε άριστο επίπεδο.[37] Η δράση του, τόσο στην πρώτη αυτή φάση, όσο και μετά την επανάσταση του 1821 προκάλεσε την αντίδραση της Αυστρίας που μετά την επανάσταση του 1821 τον έθεσε υπό παρακολούθηση[38]. Ιδίως ως προς το ζήτημα της «γερμανικής λεγεώνας» παρενέβη ο ίδιος ο Μέτερνιχ κι έτσι ο Τιρς αναγκάστηκε να απαρνηθεί την ιδέα αυτή δημόσια.[39]

Αργότερα μετά από διετή παραμονή στην Ελλάδα το 1831-1832, οπότε και διαδραμάτισε διαμεσολαβητικό ρόλο στις εμφύλιες διενέξεις μετά τον θάνατο του Καποδίστρια, ο Τιρς εξέδωσε στην Λειψία δίτομο βιβλίο στα γαλλικά με τίτλο Η Ελλάδα του Καποδίστρια. Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833) και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της, όπου μεταξύ άλλων παραινεί τους Έλληνες να ακολουθήσουν γραμμή ουδετερότητας στην εξωτερική πολιτική.[40]

Αξιοσημείωτη είναι η απόφαση του Γκαίτε να συμπεριλάβει 6 δημοτικά ή κλέφτικά τραγούδια σ’ ένα τεύχος του περιοδικού του Über Kunst und Altertum του 1823, πριν, δηλαδή, την έκδοση της περίφημης συλλογής δημοτικών τραγουδιών του Κλωντ Φωριέλ.[41]

FAURIEL (C.). Chants populaires de la Grèce moderne, 1824. Συλλογή ΕΕΦ.

Ακόμη κι αν η πρόθεσή του δεν ήταν να εκφράσει το φιλελληνισμό του με τη στενή έννοια, η κίνησή του να αναδείξει με όλη την αυθεντία του το νεοελληνικό δημοτικό τραγούδι, τον καθιστά, όπως παρατηρεί η Χρυσούλα Καμπά, «βασικό παράγοντα του λογοτεχνικού φιλελληνισμού».[42] Στο επόμενο τεύχος ο Γκαίτε δημοσίευσε το δημοτικό τραγούδι «Χάρος», σημειώνοντας την ιδιαίτερη εντύπωση που του έκανε το ποίημα σ’ όλες τις «ψυχικές δυνάμεις» και «ιδίως στη φαντασία· γιατί δεν υπήρχε κανείς που να μην ήθελε να το δει ως πίνακα ζωγραφικής»[43]:

Το τι ’ναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;/ Μην’ άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;/ Κι ουδ’ άνεμος τα πολεμά κι ουδέ βροχή τα δέρνει·/ Μόνε διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμμένους,/ Σέρνει τους νέους απ’ ομπροστά, τους γέροντες κατόπι/ Και τα μικρά παιδόπουλα στη σελλ’ αργαβιασμένα./ Παρακαλούν οι γέροντες κ’ οι νέοι γονατίζουν·/ «Χάρε μ’, για κόνεψε σ’ χωριό, κόνεψε σ’ κρύα βρύση,/ Να πιουν οι γέροντες νερό κ’ οι νέοι να λιθαρίσουν/ Και τα μικρά  παιδόπουλα να μάσουν τα λουλούδια.»/ «Κι ουδε σ’ χωριό κονεύω ‘γω κι ουδέ σε κρύα βρύση/ Έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους/ Γνωρίζονται τ’ ανδρόγυνα, ξεχωρισμόν δεν έχει.»[44]

Ξεχωριστή θέση κατέχει ο φιλελληνισμός του Λόρδου Μπάυρον, την ποίηση του οποίου θαύμαζε ο Γκαίτε[45], καθώς είναι ένας διανοούμενος που συμμετείχε ο ίδιος από τον Ιανουάριο του 1824 στην Ελληνική Επανάσταση στο Μεσολόγγι ως επίτροπος του δανείου του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου[46] (μαζί  με τον συνταγματάρχη Στάνχοπ και τον Λάζαρο Κουντουριώτη), και μάλιστα πλήρωσε τη συμμετοχή αυτή με την ίδια του τη ζωή.

Λιθογραφία 19ου αιώνα με τον Λόρδο Μπάυρον. Συλλογή ΕΕΦ.

Στο Μεσολόγγι ο Μπάυρον συνεργάστηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κι οργάνωσε στρατό Σουλιωτών και πυροβολικό με δικά του έξοδα.[47] Η σύνδεση του Μπάυρον με τον φιλελληνισμό προέρχεται από τις αναφορές της ποίησής του στην αρχαία και σύγχρονη Ελλάδα που είναι εμπνευσμένες από το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα από το 1809 ως το 1811. Το ταξίδι αυτό μνημονεύεται κυρίως στο δεύτερο άσμα του περίφημου έργου του Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ του 1812 που τον έκανε διάσημο και τον καθιέρωσε ως έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές της Ευρώπης. Οι αναφορές αυτές χαρακτηρίζονται από το θαυμασμό για την αρχαία Ελλάδα και τα μνημεία της κι από προβληματισμό για την κατάσταση των σύγχρονων υπόδουλων Ελλήνων:

Ωραία Ελλάδα, θλιβερό λείψανο μεγαλείου!

Αθάνατη, κι αν όχι πια, μεγάλη, αν και πεσμένη!

Τα σκορπισμένα σου παιδιά ποιος θα τα οδηγήσει

Και τα μακροχρόνια δεσμά τώρα πια θα τα λύσει;[48]

Στον προβληματισμό αυτό ο Μπάυρον θα παρέμβει καλώντας τους Έλληνες να εξεγερθούν βασισμένοι στις δικές τους δυνάμεις, συνδεόμενος έτσι ως προς την πρόσληψή του από το κοινό σαφώς με το φιλελληνισμό με τη στενή έννοια, παρά τη γενικότερα επιφυλακτική του στάση ως προς τις δυνατότητες απελευθέρωσης[49]:

Σκλάβοι από μάνες και γονιούς, ε μάθετέ το, εκείνοι

Που ελεύθεροι θέλουν να ζουν μόνοι χτυπούν, κι αντρίκια

Κ’ έχουν βοήθεια τα όπλα τους τα τίμια και τα δίκια.[50]

Ο θάνατός του στο Μεσολόγγι στις 19 Απριλίου 1824 από πυρετό κι αφαιμάξεις των γιατρών[51] ενίσχυσε σημαντικά το ενδιαφέρον για την ελληνική υπόθεση στη διεθνή κοινή γνώμη και έδωσε σημαντική ώθηση στο φιλελληνικό κίνημα διεθνώς.

Τον Οκτώβριο του 1823 το περιοδικό La Muse française, όργανο του ρομαντισμού υπό τη διεύθυνση του Βίκτωρ Ουγκώ δημοσίευσε ποίημα του ίδιου με φιλελληνικούς στίχους: «[…] παραδομένη στους τυράννους […]/ Η Ελλάδα δείχνει στους χριστιανούς βασιλιάδες το σταυρό της της σκλαβιάς!».[52] Εδώ συνδυάζεται η αγάπη για την ελευθερία με την κοινότητα της χριστιανικής πίστης.[53] Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύθηκε εκεί κείμενο του Ουγκώ που εξυμνεί το θάνατο του μεγάλου ρομαντικού ποιητή Μπάυρον στο Μεσολόγγι.[54]

Βίκτωρ Ουγκώ. Λιθογραφία 19ου αιώνα. Συλλογή ΕΕΦ.

Σύμφωνα με τον Ουγκώ, όπως σημειώνει η Ταμπάκη-Ιωνά, ο θάνατός του τιμά το ρομαντισμό που «σ’ αντίθεση με τον κλασικισμό δεν αναφέρεται πια στους θεούς της αρχαιότητας, αλλά θαυμάζει τη μάχη των σύγχρονων Ελλήνων, πρωταγωνιστών των νέων Θερμοπυλών που έχουν γίνει σύμβολα του ηρωισμού.»[55]

Ιδιαίτερα σημαντική συμβολή στο γαλλικό φιλελληνικό κίνημα είχε ο μεγάλος ρομαντικός συγγραφέας Φρανσουά Ρενέ ντε Σατωμπριάν, αν κι η στήριξη του στην επανάσταση του 1821 ήρθε σχετικά αργά.

Φρανσουά Ρενέ ντε Σατωμπριάν. Λιθογραφία 19ου αιώνα. Συλλογή ΕΕΦ.

Ήδη το 1807 μετά από ταξίδι του στην Ελλάδα δημοσίευσε στο περιοδικό Μercure de France κείμενα που αναφέρονται στην τυραννία της Ελλάδας από τους Τούρκους, ενώ το 1811 δημοσιεύθηκε το περίφημο Οδοιπορικό από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα, όπου με ακόμη πιο έντονο τρόπο «αντιπαραθέτει την ένδοξη γενιά της αρχαιότητας με τους Έλληνες που είδε να υποφέρουν από την τουρκική τυραννία.»[56] Το 1811 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας[57], ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με την πολιτική. Mάλιστα το 1816 εισηγείται στην Βουλή πρόταση για την κατάργηση της δουλείας χριστιανικών πληθυσμών που υπερψηφίστηκε κι αναφέρεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη διαγραφή της ντροπής στην Ευρώπη.

Φρανσουά Ρενέ ντε Σατωμπριάν. Εισήγηση στην Βουλή (1816). Συλλογή ΕΕΦ.

Όμως, το 1822 έγινε υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας.[58] Η δέσμευσή του στην πολιτική της κυβέρνησής του δεν του επέτρεψε να παρέμβει υπέρ της ελληνικής υπόθεσης, αλλά μόλις έφυγε από την κυβέρνηση τον Ιούνιο 1824 και πέρασε στην αντιπολίτευση εντάχθηκε στο γαλλικό φιλελληνικό κίνημα.[59] Το 1825 δημοσίευσε το Yπόμνημα  για την Ελλάδα, όπου υποστηρίζει τη δυνατότητα απελευθέρωσης των Ελλήνων από την προοπτική της εξωτερικής πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων[60], ενώ  χρησιμοποιεί κι αυτός τα δύο προαναφερθέντα βασικά επιχειρήματα για τη δικαιολόγηση του φιλελληνισμού (με τη στενή έννοια)[61].

Φρανσουά Ρενέ ντε Σατωμπριάν. Yπόμνημα για την Ελλάδα (1826). Συλλογή ΕΕΦ.

Όπως είδαμε, πέραν της ευρείας επίδρασης στη φιλοσοφία και τη διανόηση της θέσης για το θεμελιώδη χαρακτήρα του ιδεώδους της αρχαίας Ελλάδας για την αυτοκατανόηση της Ευρώπης ή της Δύσης (φιλελληνισμός με την ευρεία έννοια), αρκετοί εκπρόσωποι της φιλοσοφίας και της διανόησης εξέφρασαν τη στήριξη τους στην Επανάσταση του 1821. Από την Γερμανία οι Κρουγκ και Τιρς, από την Αγγλία οι φίλοι Σέλλεϋ και Μπάυρον, αλλά κι ο φιλόσοφος Τζέρεμυ Μπένθαμ που ανταποκρίθηκε στην πρόταση της Ελληνικής κυβέρνησης το 1823 να υποβάλλει τις παρατηρήσεις του για τον οργανικό νόμο της Επιδαύρου[62], από την Γαλλία ο Σατωμπριάν και ο Ουγκώ συνέβαλλαν κυρίως με τα γραπτά τους σημαντικά στο φιλελληνικό κίνημα με τη στενή έννοια και στην προσπάθεια για την απελευθέρωση από την τουρκική τυραννία και την αναγέννηση του ελληνικού έθνους, ο Μπάυρον μάλιστα πήρε ο ίδιος μέρος στην Επανάσταση. Τα βασικά επιχειρήματα ήταν το χρέος για την πολιτισμική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας και η κοινότητα της χριστιανικής πίστης, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε η αγάπη για την ελευθερία, ιδίως στην περίπτωση της απόφασης του Μπάυρον να συμμετάσχει ο ίδιος στην επανάσταση[63].

 

Υποσημειώσεις

[1][1] Όπως παρατηρεί η Λουκία Δρούλια η «αρχική σημασία του αρχαίου όρου φιλέλλην ήταν φίλος των Ελλήνων, θαυμαστής των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Αυτό ίσχυε και στην Αναγέννηση, όταν π.χ. ο Aldus Manutius απευθυνόταν στους προλόγους του στους “φιλέλληνες”, αυτούς που αγαπούσαν την αρχαία ελληνική λογοτεχνία.» Loukia Droulia,The Revival of the Greek Ideal and Philhellenism. A perambulation”, σε: M. Borowskiej, M. Kalinowskiej, J. Lawskiego (επμλ.), Filhellenizm w Polsce. Rekonesans, Warszawa 2007, 25-38, εδώ: 26.

[2][2] Παρατίθεται σύμφωνα με George Tolias, “The Resilience of Philhellenism, σε: The Historical Review, Section of Neohellenic Research, τόμος XIII (2016), 51-70, εδώ: 55.

[3][3] Evangelos Konstantinou, “Graecomania and Philhellenism”, σε: European History Online (2012), http://ieg-ego.eu/en/threads/models-and-stereotypes/graecomania-and-philhellenism.

[4][4] Johann Joachim Winckelmann, Gedanken über die Nachahmung der griechischen Werke in der Malerey und Bildhauerkunst, Dresden/Leipzig, 1756, 3.

[5][5] Johann Joachim Winckelmann, Geschichte der Kunst des Alterthums, Dresden 1764, 78, 128, 130.

[6][6] David Roessel, In Byron’s Shadow. Modern Greece in the English and American Imagination, Oxford/New York 2002, 23.

[7][7] Παρατίθεται σύμφωνα με Roessel, όπ. π., 14.

[8][8] Roessel, όπ. π., 14-15. Ο Ρέσελ αναφέρεται ακόμη στον Τζέρομ Μάκγκαν, ο οποίος υποστηρίζει ως προς τον Μπάυρον ότι το “Τσάιλντ Χάρολντ (1812) κυριαρχείται από την ιδέα της πολιτισμικής ανανέωσης στην Δύση”, κάτι που αφορά και την Ελλάδα ως «πολιτική οντότητα» με την έννοια του «’αντικειμενικού σύστοιχου’» αυτής της ιδέας (Roessel, όπ. π., 15).

[9][9] Roessel, όπ. π., 15. Ο Ρέσελ τονίζει το γεγονός ότι για τους Έλληνες διανοούμενους η υιοθέτηση του ιδεώδους της αρχαίας Ελλάδας αποτελούσε το μέσο για να πεισθεί η Δύση πως οι Έλληνες ανήκουν στους πολιτισμένους λαούς (Roessel, όπ. π., 16).

[10][10] Percy Bysshe Shelley, Hellas. A lyrical drama, London 1886, Preface, viii-ix.

[11][11] Roessel, οπ. π., 15.

[12][12] Φρήντριχ Χαίλντερλιν, Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα, μτφρ. Λαυρέντιος Γκέμερευ, Αθήνα 1982, 13.

[13][13] Χαίλντερλιν, όπ. π., 15.

[14][14] Χαίλντερλιν, όπ. π., 13.

[15][15] Χαίλντερλιν, όπ. π., 137ff. και 169-171.

[16][16] Χαίλντερλιν, όπ. π., 226-228.

[17][17] Χαίλντερλιν, όπ. π., 231.

[18][18] Regine Quack-Eustathiades, Der deutsche Philhellenismus während des griechischen Freiheitskampfes 1821-1827, München 1989, 19.

[19][19] Wilhelm Traugott Krug, Griechenlands Wiedergeburt. Ein Programm zum Auferstehungsfeste, Leipzig 1821.

[20][20] Krug, όπ. π.,Vorwort [χωρίς σελιδαρίθμηση].

[21][21] Krug, όπ. π., 11.

[22][22] Δες Quack-Eustathiades, όπ. π., 36-37 για το επιχείρημα του Κρουγκ για το χρέος της πολιτισμικής κληρονομιάς και 31 για τη θέση ότι η εξέγερση δείχνει ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απόγονοι των αρχαίων.

[23][23] Krug, όπ. π., 11.

[24][24] Krug, όπ. π., 18-20. Πρβλ. Ludwig Spaenle, Der Philhellenismus in Bayern 1821-1832, München 1984, 37 και Quack-Eustathiades, όπ. π., 220-221.

[25][25] Spaenle, όπ. π., 37 και Konstantinou, όπ. π., 27.

[26][26] Κonstantinou, όπ. π., 27.

[27][27] Spaenle, όπ. π., 37. Τάσος Βουρνάς, ”Φρειδερίκος Τιρς” σε: Φρειδερίκος Τιρς, Η Ελλάδα του Καποδίστρια. Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833) και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της, μτφρ. Α. Σπήλιου, 7-41, εδώ: 14.

[28][28] Δες Hans-Martin Kirchner, Friedrich Thiersch. Ein liberaler Kulturpolitiker und Philhellene in Bayern, München 1996, 171-172 και Quack-Eustathiades, όπ. π., 41.

[29][29] Spaenle, όπ. π., 37.

[30][30] Spaenle, όπ. π., 46.

[31][31] Spaenle, όπ. π., 46.

[32][32] Κirchner, όπ. π., 170.

[33][33] Kirchner, όπ. π., 170.

[34][34] Kirchner, οπ. π., 170.

[35][35] Spaenle, όπ. π., 46.

[36][36] Spaenle,  όπ. π., 46-47.

[37][37] Kirchner, όπ. π., 171.

[38][38] Βουρνάς, όπ. π., 7.

[39][39] Kirchner, όπ. π., 178-179.

[40][40] Βουρνάς, όπ. π., 37-38.

[41][41] Chryssoula Kambas, ”Das griechische Volkslied Charos in Goethes Version und sein Bild des neuen Griechenland”, σε: Gilbert Heß, Elena Agazzi, Elisabet Décultot (επμλ.), Graecomania. Der europäische Philhellenismus, Berlin/New York 2009, 299-328, εδώ: 301-302.

[42][42] Kambas, όπ. π., 302.

[43][43] Kambas, όπ. π., 304-305.

[44][44] Kambas, όπ. π., 309.

[45][45] Βασίλης Λαζανάς, ”Η ζωή του Byron”, σε: Lord Byron, Το έπος ”Η πολιορκία της Κορίνθου”, Αθήνα 1995, 5-24, εδώ: 17-18.

[46][46] C.M. Woodhouse, The Philhellenes, London/Athens 1977, 119-120, 139. Δημήτρης Κακαμπούρας, Η Βρετανική Πολιτική, ο Μπάυρον και οι Έλληνες του 21, Αθήνα 1993, 81.

[47][47] Roderick Beaton, Βyron’s War, Cambridge 2014, 211ff. και 214-216.

[48][48] 2ο Άσμα, lxxiii. Παρατίθεται σύμφωνα με το Terence Spencer, Ο αγγλικός φιλολογικός φιλελληνισμός: από τον Σαίξπηρ ως τον Μπάυρον, μτφρ. Πάνος Καραγιώργος, Αθήνα 1990, 424-425.

[49][49] Roessel, όπ. π., 17, 50.

[50][50] 2ο Άσμα, lxxvi. Παρατίθεται σύμφωνα με Spencer, όπ. π., 425.

[51][51] Beaton, όπ. π., 259-262.

[52][52] Fridériki Tabaki-Iona, Poesie philhellenique et périodiques de la Restauration, Athènes 1993, 23. Πρόκειται για την ωδή ”À mon père“.

[53][53] Fridériki Tabaki-Iona, ”Philhellénisme religieux et mobilisation des Français pendant la révolution grecque de 1821-1827″, σε: Mots. Les langages du politique (2005), https://journals.openedition.org/mots/1348, 19.

[54][54] Tabaki-Iona, Poesie philhellenique et périodiques de la Restauration, Athènes 1993, 25-26.

[55][55] Tabaki-Iona, όπ. π., 26.

[56][56] Émile Malakis, ”Chateaubriand’s Contribution to French Philhellenism”, σε: Modern Philology, τόμος 26, αριθμός 1 (Αύγουστος 1928), 91-105, εδώ: 93-95.

[57][57] The Editors of Encyclopaedia Britannica, ”François-Auguste-René, vicomte de Chateaubriand», σε: Encyclopædia Britannica, https://www.britannica.com/biography/Francois-Auguste-Rene-vicomte-de-Chateaubriand.

[58][58] Malakis, όπ. π., 96-98.

[59][59] Malakis, όπ. π., 98-99.

[60][60] Μ. le Vicomte de Chateaubriand, Note sur la Grèce, Paris 1825, 9-10.

[61][61] Δηλαδή, το χρέος για την πολιτισμική κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων και την κοινότητα της χριστιανικής πίστης. Chateaubriand, όπ. π., 8.

[62][62] Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Φιλήμων Παιονίδης, ”Εισαγωγή”, σε: Ο Ιερεμίας Μπένθαμ και η Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα 2012, 11-45, εδώ: 28ff.

[63][63] William St Clair, That Greece Might Still Be Free. The Philhellenes in the War of independence, Cambridge 2008, https://www.openbookpublishers.com/reader/3#page/1/mode/2up, 151-152.