Άρθρο του Jim Smyth

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο βιβλίο του, Οι Φιλέλληνες, ο C.M Woodhouse σχολιάζει:

«Ξανά και ξανά θα διαπιστωθεί στην ιστορία των Φιλελλήνων ότι κατάγονταν από τις μειονότητες των Βρετανικών Νήσων» (σελ. 64).

Ωστόσο, το μόνο που προσφέρει επ΄αυτού είναι μια επιφανειακή εξήγηση , όπως πράττουν και άλλοι συγγραφείς, οι οποίοι τείνουν να χρησιμοποιούν τον συλλογικό όρο «Βρετανοί» για όλους τους συμμετέχοντες.

Δεδομένου ότι αυτό είναι επισήμως ορθό από τον καιρό που η αγγλική αποικιοκρατία φέρει υπό τον έλεγχό τη το λεγόμενο Celtic Fringe, όσο και αν αμφισβητείται αυτός ο έλεγχος στην πραγματικότητα, τίθεται το ερώτημα τι παρακίνησε αυτή την ομάδα να συμμετάσχει στον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας σε αντίθεση με την ελάχιστη συμμετοχή των ίδιων των Άγγλων.

Εν συνόλω, η συμμετοχή της Ιρλανδίας ήταν ισχνή, αριθμώντας περίπου 40 εθελοντές. Ωστόσο, μεταξύ αυτών υπήρχαν άτομα που συνεισέφεραν σημαντικά σε κρίσιμους τομείς: εράνους, πολιτικές, στρατιωτικές, δημοσιογραφικές και λογοτεχνικές δραστηριότητες, όπως οι Richard Church, Charles Napier, Rowan Hamilton, Edward Blaquiere, Thomas Moore και James Emerson[1].

 

Η ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ: ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Η πραγματική γεωγραφική κατοχή γης είναι ό,τι σημαίνει σε τελική ανάλυση, η αυτοκρατορία Edward Said. [2]

Αν και η Ιρλανδία και η Ελλάδα δεν μοιράζονται μια κοινή ιστορία, και οι δύο υπέκειντο σε κυριαρχία για αιώνες: τέσσερις στην ελληνική περίπτωση και οχτώ στην περίπτωση της Ιρλανδίας. Η «τελική ανάλυση» του Said είναι σαφώς σωστή και σηματοδοτεί ένα σημείο εκκίνησης. Η αποικιακή κυριαρχία αποκτά πολλές μορφές και η αναγκαστική κατοχή και εκμετάλλευση της γης διαφέρει κατά περίπτωση. Αυτές οι διαφορές διαμορφώνουν τόσο την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, όσο και τις μορφές αντίστασης.

Αυτά τα διαφορετικά μοντέλα κυριαρχίας είχαν σημαντικές συνέπειες για την εμφάνιση κοινωνικών κινημάτων που τελικά επρόκειτο να συσπειρωθούν γύρω από έναν αγώνα για τη δημιουργία του Έθνους. Η γεωγραφία έπαιξε ρόλο: η Ιρλανδία, ένα νησί στην άκρη της Ευρώπης, απομονώθηκε από τους αιματηρούς αγώνες που κατέστρεψαν την ηπειρωτική Ευρώπη, ξεκινώντας ήδη από την παρακμή της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η συγγένεια με το ιστορικό παρελθόν -κεντρική πτυχή της εθνικιστικής ιδεολογίας- διασπάστηκε για τους ελληνόφωνους από την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής, η οποία ακολουθήθηκε από την κυριαρχία των Βυζαντινών και εν τέλει με την κατάρρευση  της αυτοκρατορίας το 1453, βρέθηκε επί τέσσερις αιώνες υπό οθωμανική κυριαρχία[3]. Σε αντίθεση η ιρλανδική κουλτούρα αμφισβητήθηκε γενικά μετά την αγγλο-νορμανδική εισβολή του 12ου αιώνα με το γενικό επιχείρημα ότι οι «απλοί Ιρλανδοί» ήταν απολίτιστοι βάρβαροι[4]. Για να επιτύχει τον στόχο της πολιορκίας, της κατάκτησης και της διεκδίκησης της ιδιοκτησίας, η Αγγλία δεν άφησε  καμία επιλογή συμβιβασμού με τους Ιρλανδούς – εκτός από μια μικρή μειοψηφία που θα μπορούσαν, μέσω του εξαναγκασμού ή της δωροδοκίας να την υποτάξουν[5]. Συνέπεια αυτού ήταν η δυσαρέσκεια του πληθυσμού, και η μη αποδοχή του κανόνα μιας μικρής ομάδας – της «Υπεροχής» που είχε κατασχέσει τη γη τους βιαίως και θεωρούσε τις μάζες ως καταπιεσμένες.

Ο αντίκτυπος της Γαλλικής Επανάστασης είχε προκαλέσει αναταραχή σε όλη την Ευρώπη και στην Ιρλανδία. Οι συγκρούσεις στην Ιρλανδία τους δύο προηγούμενους αιώνες ανάγκασαν τους Ιρλανδούς να διασκορπιστούν σε όλη την Ευρώπη ως μισθοφόροι στους στρατούς της Αυστρίας, της Ισπανίας και, ιδιαίτερα της Γαλλίας. Ιρλανδικά Κολλέγια εξαπλώνονται σε όλη την ήπειρο για την εκπαίδευση ιερέων καθώς και εκτοπισμένων Ιρλανδών και των γιων τους. Αυτές οι διασυνδέσεις εξασφάλισαν ότι οι ιδέες της επανάστασης έφτασαν σύντομα στην Ιρλανδία. Όπως και στην προεπαναστατική Γαλλία, η κινητήρια δύναμη για την επανάσταση ήταν η διαμόρφωση της κοινής γνώμης μέσω των εφημερίδων, και των φυλλαδίων. Ένα κείμενο ανατρεπτικού περιεχομένου στα χέρια ενός εγγράμματου ατόμου, ήταν αρκετό για να διαδώσει επαναστατικές ιδέες σε μια ολόκληρη-ήδη δυσαρεστημένη – κοινότητα. Οι Ενωμένοι Ιρλανδοί, ένα ριζοσπαστικό κίνημα που προέκυψε στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης αποτελούνταν -αρχικά- από μέλη της αστικής μεσαίας τάξης στο Μπέλφαστ και το Δουβλίνο ενώ, το σημαντικότερο, η ιδιότητα μέλους ξεπέρασε το θρησκευτικό χάσμα. Η οργάνωση ήταν έμπειρη στο να εκμεταλλεύεται τη δύναμη του έντυπου Τύπου, ώστε μέχρι το 1796 οι εφημερίδες να διαβάζονται «καθολικά» και οι απλοί άνθρωποι να γνωρίζουν τα γεγονότα που συνέβαιναν στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η πρώτη εφημερίδα που εκδόθηκε στην Ιρλανδία ήταν η Belfast News-Letter το 1737 και μετέπειτα, η United Irishmen, που ιδρύθηκε το 1791, έσπευσε να εκδώσει μια-περισσότερο ριζοσπαστικού χαρακτήρα- εφημερίδα, τη The Northern Star, το 1792, στην προσπάθεια να αξιοποιήσει τη νέα μορφή των μέσων ενημέρωσης ως εργαλείο πολιτικής εκπαίδευσης. Μια ανάλογη διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη στο Δουβλίνο:

«Μέχρι τη δεκαετία του 1790 στο Δουβλίνο υπήρχαν τουλάχιστον πενήντα τυπογράφοι, τριάντα τέσσερα ιρλανδικά επαρχιακά έντυπα… και τουλάχιστον σαράντα εφημερίδες σε έντυπη μορφή. Υπήρχαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες και τυπογράφοι στο Dublin Society of the United Irishmen…».[6]

Η ώθηση για αλλαγή ξεκίνησε στις πόλεις του Μπέλφαστ και του Δουβλίνου. Το τελευταίο ήταν ήδη η «δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας» με περισσότερους από εκατό χιλιάδες κατοίκους, κέντρο εμπορίου και διοίκησης. Μέσω του τυπογραφικού μέσου το κίνημα εξαπλώθηκε στη χώρα ως ένας τρόπος εισαγωγής μυστικών εταιρειών όπως οι Defenders, που αρχικά δημιουργήθηκαν να πετύχουν αγροτικές μεταρρυθμίσεις. Η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν αρκετά διαφορετική[7]. Οι εφημερίδες, αρχικά χειρόγραφες, άρχισαν να εμφανίζονται στην Ελλάδα γύρω στο 1821 με τα πρώτα τυπογραφεία να φτάνουν από το εξωτερικό περίπου την ίδια ημερομηνία. Η πρώτη έντυπη εφημερίδα Σάλπιξ Ελληνική (Salpinx Eliniki) εμφανίστηκε στην Καλαμάτα τον Αύγουστο του 1821, ωστόσο διεκόπη η έκδοση της μετά από τρία τεύχη. Μόλις το 1828 η έντυπη δημοσιογραφία άρχισε να εμφανίζεται, αλλά εξακολουθούσε να παρεμποδίζεται από τις ελλείψεις σε εκτυπωτικό υλικό, την κακή κυκλοφορία και τις πολιτικές παρεμβάσεις. Η γενική στάση φαίνεται να ήταν: «Ο Τύπος είναι ελεύθερος, αρκεί να μη γράφεις».[8]

Η εμφάνιση της αστικοποίησης, της ανάγνωσης και του ριζοσπαστισμού στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ιρλανδία σχετιζόταν άμεσα με το ζήτημα της γης. Ενώ οι Οθωμανοί ήταν ικανοποιημένοι με την εξαγωγή των φόρων και των ενοικίων, η γη στην Ιρλανδία κατέστη γρήγορα εμπόρευμα προς αγορά και πώληση. Από πολλές απόψεις η Ιρλανδία θεωρείτο ιδανική για την εφαρμογή του αποικιακού σχεδίου, το οποίο επρόκειτο να εξελιχθεί σε μια παγκόσμια αυτοκρατορία[9]. Τούτο καθίσταται εμφανές από τη μορφή που αναπτύχθηκε για τη δήμευση και τον έλεγχο της γης. Οι Οθωμανοί ήταν άποικοι υπό το πρίσμα της απόκτησης του ελέγχου της γης με τη βία, χωρίς όμως να εκτοπίσουν σε μεγάλο βαθμό, όσους δούλευαν σε αυτή υπό τη βυζαντινή φεουδαρχική κυριαρχία. Ενώ η ιδιοκτησία των κατακτημένων εδαφών ανατέθηκε στον Σουλτάνο και επιβλήθηκε ένα σύνθετο σύστημα φορολογίας, η ιδιοκτησία γης απαγορεύτηκε, παρόλο που εξακολουθούσε να μεταβιβάζεται από τον πατέρα στο γιο[10]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιβραδύνει την εμφάνιση ενός οργανωμένου και δυσαρεστημένου πληθυσμού, όπως συνέβη στην Ιρλανδία, και ικανού να επαναστατήσει με κάθε ευκαιρία[11]. Καθώς η γη δεν ήταν εμπόρευμα υπό την Οθωμανική κυριαρχία, υπήρχε μια μικρή βάση για την εμφάνιση μιας αστικής μεσαίας τάξης όπως στην Ιρλανδία ως πιθανή πηγή ριζοσπαστικών ιδεών.

Σε αντίθεση με τους Οθωμανούς, το αγγλικό κράτος δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει τον άμεσο έλεγχο των κατεχόμενων εδαφών στην Ιρλανδία. Οι πολυάριθμες στρατιωτικές εκστρατείες είχαν σχεδόν χρεοκοπήσει το κράτος και μέχρι το πέρας μιας άλλης στρατιωτικής εκστρατείας στη δεκαετία του 1690 το ερώτημα παρέμενε κρίσιμο: πώς να διαθέσει τα κατασχεμένα ιρλανδικά κτήματα για να πληρώσει το δημόσιο χρέος[12]. Ουσιαστικά, τα εδάφη τέθηκαν προς πώληση ανοίγοντας έτσι μια αγορά γης, που εξόργισε έτι περαιτέρω τον γηγενή πληθυσμό, με εξαίρεση κάποιους που κατάφεραν, με δόλια μέσα, να αποκτήσουν γη, δημιουργώντας μια μεσαία τάξη μεσιτών, λογιστών, δικηγόρων κ.λπ. καθώς και μια διευρυμένη κρατική γραφειοκρατία και στρατό. Αυτό οδήγησε στον περαιτέρω σχηματισμό μιας αστικής μεσαίας τάξης και στην κυκλοφορία επαναστατικών ιδεών που επρόκειτο να επικρατήσουν την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα[13].

Οι στόχοι των Ηνωμένων Ιρλανδών ήταν ριζοσπαστικοί, αναδείκνυαν την «ελευθερία της Ιρλανδίας» και απέρριπταν σαφώς την κυριαρχία της Αγγλίας. Η ηγεσία της εξέγερσης ήταν κυρίως της αστικής μεσαίας τάξης -τόσο προτεστάντες όσο και καθολικοί- ενώ παράλληλα τεχνίτες, τυπογράφοι και άλλοι έμποροι προσέφεραν ουσιαστική στήριξη. Οι αντιαποικιοκράτες[14] κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα απόψεων τόσο στην Ιρλανδία όσο και στην Αγγλία, συμπεριλαμβανομένων προσωπικοτήτων όπως ο Ιρλανδός  Edmund Burke, φιλόσοφος και πολιτικός, και ο Richard Brinsley Sheridan, εξέχων θεατρικός συγγραφέας[15] με έδρα το Λονδίνο και γεννημένος στην Ιρλανδία. Και οι δύο ήταν βουλευτές και το φυλλάδιο του Burke Reflections on the Revolution in France, έγινε κεντρικό και καθοριστικό κείμενο του βρετανικού συντηρητισμού.

Τόσο για τους ριζοσπάστες όσο και για τους συντηρητικούς το πρόβλημα εντοπιζόταν στη μικρή ομάδα των μεγαλοϊδιοκτητών, την Προτεσταντική Υπεροχή[16]. Από τη σκοπιά του Burke, η Υπεροχή, που αυτοπροσδιοριζόταν με βάση τη θρησκεία, ήταν η αιτία του προβλήματος που μπορούσε να επιλυθεί μόνο με τη χειραφέτηση του καθολικού πληθυσμού και την επιστροφή των εδαφών τους. Κατέληξε, κάπως αισιόδοξα, ότι αυτό θα τους οδηγούσε να αποδεχτούν το status quo. Για άλλους, η επιτυχημένη εξέγερση θα οδηγούσε στην αποκοπή της Ιρλανδίας  από την Αγγλία και στην εμφάνιση μιας Καθολικής μεσαίας τάξης, δεσμευμένης από το Ποινικό Δίκαιο, που απαγόρευε την ιδιοκτησία γης, την είσοδο στα επαγγέλματα και τη δημόσια διοίκηση και την άσκηση της θρησκείας τους, αν και αυτοί οι νόμοι σταδιακά εξασθενούσαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1790 και ύστερα[17].

Στην πραγματικότητα η εξέγερση απέτυχε. Η γαλλική υποστήριξη δεν υλοποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό και οι αντάρτες, ανεπαρκώς οπλισμένοι και ανεκπαίδευτοι, δεν αποτελούσαν σοβαρό αντίπαλο για τον βρετανικό στρατό, που ήταν επαρκώς εξοπλισμένος με όπλα, κανόνια και έφιππο ιππικό. Πάνω από 10.000 (τουλάχιστον) Ιρλανδοί κείτονταν νεκροί, αριθμός, που σε σχέση με το μέγεθος του πληθυσμού υπερέβαινε τους νεκρούς της Γαλλικής Επανάστασης[18].

Οι συνέπειες της αποτυχημένης εξέγερσης ήταν σοβαρές. Η ρητορική της ανεξαρτησίας και της αποκοπής από την Αγγλία ήταν πλέον σταθερά στην ημερήσια διάταξη, αλλά η φρικτή φύση της καταστολής της εξέγερσης οδήγησε άλλους να πιέσουν για μεταρρυθμίσεις αντί για επανάσταση και το μαζικό κίνημα για την Καθολική Χειραφέτηση με επικεφαλής τον Daniel O’ Connell επρόκειτο να κυριαρχήσει στην πολιτική για μια γενιά. Για τους φιλελεύθερους Προτεστάντες, τους συμμετέχοντες και τους συμπαθούντες, η αποτυχία της εξέγερσης οδήγησε στην απομάκρυνσή τους από την πολιτική. Πολλοί από αυτούς εκτελέστηκαν, άλλοι απέφυγαν τα αντίμετρα, ενώ όπως θα δούμε, η πλειοψηφία των Ιρλανδών φιλελλήνων ήταν παιδιά του 1798, γεννημένα μεταξύ 1780 και 1800 από γονείς που συμμετείχαν άμεσα ή έμμεσα στην εξέγερση.

 

ΔΥΟ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ: CHARLES NAPIER, RICHARD CHURCH ΚΑΙ GAWAN WILLIAM ROWAN HAMILTON

Αυτοί οι τρεις ανώτεροι αξιωματικοί του Βρετανικού Στρατού και του Ναυτικού, όλοι αγγλο-ιρλανδικής καταγωγής, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον ελληνικό αγώνα.

Ο Charles Napier γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1782, αλλά έχοντας μετακομίσει στην Ιρλανδία σε ηλικία τριών ετών πέρασε τα παιδικά του χρόνια εκεί. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του Στρατού με περιορισμένα μέσα, αλλά, αντίθετα, η μητέρα του, η Λαίδη Sarah Lennox, είχε στενές επαφές με την αγγλική βασιλική οικογένεια ούσα δισέγγονη του Καρόλου του Β’ και ο βασιλιάς Γεώργιος Γ, τη ζήτησε σε γάμο. Η ίδια, και άλλα μέλη της οικογένειάς της, ήταν γνωστά για τον ριζοσπαστισμό τους. Προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να προσλάβει τον Jean Jacques Rousseau ως δάσκαλο για τα παιδιά της. Μία από τις αδερφές της παντρεύτηκε τον Αγγλο-Ιρλανδό Δούκα του Leinster, ο οποίος ηγείτο του ριζοσπαστικού Κόμματος των Πατριωτών. Ένα από τα παιδιά τους, πρώτος ξάδερφος του Napier, ήταν ο Λόρδος Edward Fitzgerald, ηγέτης των Ηνωμένων Ιρλανδών που πέθανε στη φυλακή κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 1798. Μια άλλη αδερφή ήταν παντρεμένη με τον Thomas Conolly, έναν καθολικό μεταρρυθμιστή πολιτικό, κάτι που έσπρωξε την οικογένεια του Napier στην καρδιά της ιρλανδικής ριζοσπαστικής/μεταρρυθμιστικής πολιτικής, καθώς ζούσαν κοντά στην έπαυλή του στο Celbridge, στην κομητεία Kildare[19]. Κεντρική προτεραιότητα των Ριζοσπαστών, που έμελλε να αφήσει μόνιμη εντύπωση στον Κάρολο, ήταν το ζήτημα της αγροτικής μεταρρύθμισης προς το συμφέρον των φτωχών της υπαίθρου. Αυτό, φυσικά, ήταν ένα κεντρικό ζήτημα στην Ιρλανδία, καθώς η τάξη των γαιοκτημόνων, έχοντας ως πηγή εσόδων τη μίσθωση γης, δεν ενδιαφερόταν για οποιαδήποτε αλλαγή. Τω όντι, η πραγματικότητα ήταν ότι, εάν ένας ενοικιαστής βελτίωνε τη νοικιασμένη γη του, ο ιδιοκτήτης θα αύξανε ανάλογα το ενοίκιο του.

Το οικογενειακό υπόβαθρο και οι ριζοσπαστικές τους πεποιθήσεις δεν τους εμπόδισαν να εξασφαλίσουν, μέσω χρηματικής αμοιβής από τον Charles, την ένταξη τους στον βρετανικό στρατό σε ηλικία έντεκα ετών. Αυτή ήταν μια  ασυνήθιστη πρακτική μεταξύ των αγγλικών οικογενειών ανώτερης τάξης. Οι νεότεροι γιοι δεν είχαν δικαιώματα κληρονομιάς και η επιλογή ήταν μεταξύ του κλήρου, ενός επαγγέλματος ή των ενόπλων δυνάμεων[20].

Καθώς ο Napier ανερχόταν στην ιεραρχία, ο ριζοσπαστισμός του δεν φαινόταν να φθίνει όπως μαρτυρεί μια επιστολή προς τη μητέρα του τον Ιούνιο του 1816[21]. Ωστόσο, αυτός ο ριζοσπαστισμός υπερκεράστηκε από τον ρόλο του ως Βρετανού αξιωματικού και αποικιακού διαχειριστή. Διορίστηκε τον Μάρτιο του 1822 στρατιωτικός στην Κεφαλλονιά με την ισχύ του στρατιωτικού νόμου που βασιζόταν στην Αρχή της μη εμπιστοσύνης στην ανάθεση εξουσίας στους γηγενείς[22]. Εδώ αρχίζει να διαφαίνεται η φύση του ριζοσπαστισμού του Napier. Όπως και στην κριτική του προς τους πολιτικούς και τους γαιοκτήμονες στην Ιρλανδία και την Αγγλία, κατηγόρησε τους κατόχους της εξουσίας, και όχι τους απλούς ανθρώπους όπως θα έκανε ένας σωστός αποικιοκράτης. Του άρεσε να κυριαρχεί[23].

Έγραψε επίσης για τους Έλληνες: «Βλέποντας πόσο κατάλληλος και ακατάλληλος ήταν ένας τέτοιος λαός για πόλεμο, λαχταρούσα να τους οδηγήσω και αποφάσισα να το κάνω. Συνεχώς προέκυπτε η ιδέα ότι το πεπρωμένο μου ήταν να διοικήσω έναν ελληνικό στρατό εναντίον της ποταπής τουρκικής ορδής»[24].

Πράγματι, του προσφέρθηκε η θέση του αρχηγού των ελληνικών δυνάμεων, αλλά εις μάτην[25]. Αν και ο Napier ήταν ισχυρός και ένθερμος υποστηρικτής της ελληνικής ανεξαρτησίας, αυτό μετριάστηκε από την αυτοκρατορική του νοοτροπία, καθώς πίστευε ότι τα Επτάνησα έπρεπε να παραμείνουν υπό αγγλικό έλεγχο λόγω της στρατηγικής σημασίας τους για τον έλεγχο της Μεσογείου. Ωστόσο, η ριζοσπαστική του τάση τον ξεχώριζε από το μεγαλύτερο μέρος των συναδέλφων του αξιωματικών και όταν διατάχθηκε να αντιμετωπίσει το κίνημα των Χαρτιστών (Chartists) στη Βόρεια Αγγλία – μια υπόθεση η οποία τον ενδιέφερε – φαίνεται ότι κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση χωρίς να αποκαταστήσει τη βία σε αντίθεση με κάποιους άλλους Στρατηγούς. Ίσως η νοοτροπία του συνοψίζεται καλύτερα από το ακόλουθο απόσπασμα: «… αλλά οι Έλληνες μοιάζουν περισσότερο με τους Ιρλανδούς από οποιονδήποτε άλλο λαό. Υπομένουν τέτοια καταπίεση, ώστε εάν δεν μπορούσα να βοηθήσω την Ιρλανδία, η επόμενη χαρά μου θα ήταν να υπηρετήσω ανθρώπους που στενάζουν κάτω από παρόμοια τυραννία» [26].

 

Πορτρέτο του αντιστράτηγου Sir Charles James Napier

 

O ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ RICHARD CHURCH

Εάν οι πληροφορίες για την πρώιμη ζωή του Charles Napier είναι εκτενείς και προσβάσιμες, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον Richard Church. Γεννήθηκε στο Κορκ της Ιρλανδίας το 1784 σε οικογένεια κουακέρων εμπόρων και εγκατέλειψε την οικία του στην ηλικία των δεκαέξι ετών προκειμένου να ενταχθεί στον Βρετανικό Στρατό. Δεδομένου ότι οι Κουάκεροι είναι ειρηνιστές, και αυτός και η οικογένειά του αποκηρύχτηκαν από αυτούς, ωστόσο φαίνεται ότι παρέμεινε ένθερμος Χριστιανός κατά τη διάρκεια της ζωής του – και διατηρούσε επίσης καλές σχέσεις με την οικογένειά του.

Κατά την πρώτη του απόσπαση -σε ηλικία δεκαέξι ετών- στην Αίγυπτο κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους το 1801-  εκτίμησε ιδιαίτερα τους Έλληνες και μίσησε τους Τούρκους[27]: «Οι Έλληνες, σκλάβοι των Τούρκων και Χριστιανοί, είναι ένας γενναίος, τίμιος, ανοιχτός γενναιόδωρος λαός… Αν βιοπορίζεται από το εμπόριο, ο Τούρκος ανά πάσα στιγμή μπορεί να του τα υφαρπάσει, κι αν διαμαρτυρηθεί, ο θάνατος να είναι η τιμωρία του. Ω, πόσο μισώ τους Τούρκους».

Δεν μπορεί να μην συγκρίνει κανείς τη στάση του απέναντι σε Έλληνες και Τούρκους με αυτή του Napier. Αν και οι δύο απεχθάνονταν τη μεταχείριση των Ελλήνων από τους Οθωμανούς, μια κατανοητή αντίδραση δεδομένου του ιστορικού και της ανατροφής τους[28] σε μια χώρα που πρόσφατα καταστράφηκε από μια αποικιακή δύναμη, ο Napier φαίνεται να παρασύρθηκε από τη φιλοδοξία και τον πόθο για φήμη, ενώ ο Church αφιέρωσε τη ζωή του στην ελληνική υπόθεση με προσωπικό και επαγγελματικό κόστος. Έχει περιγραφεί ως: «… ένας φλογερός Ιρλανδός που διαβάζει τη Βίβλο με μια ασυνήθιστα βαθιά σύνδεση με τους Έλληνες[29]».

Αν και ο Church ήταν κάτι παραπάνω από υποστηρικτής προς την ελληνική υπόθεση και ξόδεψε μεγάλο μέρος της λιτής περιουσίας του για να την υποστηρίξει, η συμμετοχή του πλαισιώθηκε από προβλήματα που αντιμετώπιζαν όλοι οι φιλέλληνες που δεν ήταν εξοικειωμένοι με την πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής. Αυτό περιελάμβανε τη δυσκολία αντιμετώπισης της αποσπασματικής και διχαστικής φύσης της ελληνικής πολιτικής και των εσωκομματικών συγκρούσεων, το πρόβλημα της συγκρότησης ενός στρατού τακτικού τύπου σε αυτό το πλαίσιο και, τις διαμάχες μεταξύ των ίδιων των ξένων συμμετεχόντων. Η επιτυχία του ως στρατιωτικός διοικητής ήταν ανάμεικτη, από την αποτυχημένη προσπάθεια διάσωσης της ελληνικής φρουράς στην Αθήνα μέχρι την επιτυχημένη αντάρτικη εκστρατεία του στη δυτική Ελλάδα, η οποία είχε σκοπό την επέκταση των συνόρων μιας ανεξάρτητης Ελλάδας προσπάθεια, που αμαυρώθηκε από πολιτικές παρεμβάσεις και πολιτικές εσωτερικές διαμάχες.

Ωστόσο, κέρδισε τον σεβασμό των ίδιων των Ελλήνων και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Αθήνα στο σπίτι που αγόρασε από τον Σκωτσέζο ιστορικό, Τζορτζ Φίνλεϊ[30]. Πέθανε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου, εκατόν πενήντα χρόνια πριν. Του έγινε η κρατική κηδεία και η επιγραφή στο μνημείο του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών γράφει: «Ο Richard Church, Στρατηγός αναπαύεται εδώ με ειρήνη και πίστη, έχοντας δώσει τον εαυτό του και ό,τι είχε, για να σώσει μια χριστιανική φυλή από την καταπίεση και να δημιουργήσει ελληνικό έθνος, έζησε για την υπηρεσία της και πέθανε ανάμεσα στο λαό της».

Γενικά, τα περισσότερα από τα μέλη των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων που αγκάλιασαν την ελληνική υπόθεση ήταν είτε Ιρλανδοί είτε Σκωτσέζοι. Από όλους τους Βρετανούς αξιωματικούς που υπηρέτησαν στα Επτάνησα, οι Ιρλανδοί ήταν αυτοί που υποστήριξαν περισσότερο την ελληνική υπόθεση. Μαζί με τον αξιωματικό του μηχανικού, John Pitt Kennedy, ο οποίος ήταν επίσης Ιρλανδός, ο Church συνοδεύτηκε στα Ιόνια Νησιά και από έναν άλλο Ιρλανδό αξιωματικό, τον Hudson Lowe [31]. Όταν ο Church επέστρεψε στην Ελλάδα το 1827 ως Διοικητής των ελληνικών χερσαίων δυνάμεων, οι δύο υπασπιστές του ήταν Ιρλανδοί: ο Charles O’ Fallon και ο Francis Castle.

 

Πορτρέτο του Richard Church

 

Πιστόλια του Richard Church

 

Επιστολή του Καραϊσκάκη με την οποία αποδέχεται τον διορισμό του Church στη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων

 

Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ GAWIN WILLIAM ROWAN HAMILTON

Ο Hamilton (1783-1834) γεννήθηκε στο Παρίσι και η οικογένειά του επέστρεψε στην Ιρλανδία αμέσως μετά τη γέννησή του. Ο πατέρας του, Archibald Hamilton (1751-1834) έζησε μια περιπετειώδη ζωή, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του στους Ενωμένους Ιρλανδούς. Φυλακίστηκε για εξέγερση το 1792. Λόγω των περαιτέρω δραστηριοτήτων του στη φυλακή του Δουβλίνου, η κυβέρνηση φαινόταν αποφασισμένη να τον εκτελέσει. Ωστόσο, δραπέτευσε και κατάφερε να βρει μια βάρκα για να τον μεταφέρει στη Γαλλία. Βρίσκοντας λίγη υποστήριξη για την ιρλανδική υπόθεση στη Γαλλία, μετακόμισε στην Αμερική και παρέμεινε εξόριστος εκεί μέχρι την τελική επιστροφή του στην Ιρλανδία το 1804. Παρέμεινε αφοσιωμένος σε ριζοσπαστικούς σκοπούς και ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Καθολικής Χειραφέτησης. Συνέχισε να είναι αγκάθι στο αγγλικό κατεστημένο που περιγράφεται δημοσίως στο κοινοβούλιο του Λονδίνου ως επιβεβαιωμένος προδότης –από τον Robert Peel- και ως καταδικασμένος προδότης από άλλο βουλευτή. Είχε δέκα παιδιά και ο γιος του, Gawin William, εντάχθηκε στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις, και συγκεκριμένα στο Βασιλικό Ναυτικό[32].

Αν και ο Hamilton δεν μνημονεύεται αρκετά στις περισσότερες γραπτές μαρτυρίες για τον πόλεμο, εντούτοις έπαιξε σημαντικό ρόλο, όπως αναγνωρίζεται στο πιο πρόσφατο βιβλίο για αυτήν την περίοδο[33]. Ο Mazower γράφει: «Ο Gawen Hamilton είναι μια ζωτικής σημασίας προσωπικότητα στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης». Διετέλεσε διοικητής της βρετανικής μοίρας στο Αιγαίο και, ως άτομο εμπιστοσύνης τόσο από Έλληνες όσο και από Τούρκους, συμμετείχε σε πολυάριθμες διαπραγματεύσεις και με τις δύο πλευρές. Ο Deakin τον περιγράφει, κάπως ρομαντικά, ως: «Ένας αξιαγάπητος, εγκάρδιος Ιρλανδός από το County Down και ένας ένθερμος Φιλέλληνας[34]». Όπως έχει επισημάνει ο Woodhouse, οι αξιωματικοί του βρετανικού στρατού και του ναυτικού ήταν σε μεγάλο βαθμό ανθέλληνες. Ο Hamilton περιγράφει τους αξιωματικούς της μοίρας του ως «ανεξαιρέτως, βιαίως ανθέλληνες». Ο Crawley υποθέτει ότι μπορεί να σκέφτηκε να αφήσει το Βασιλικό Ναυτικό και να ενταχθεί στην ελληνική αντίσταση. Δεδομένης της καταγωγής του, κάτι που είναι κοινό για πολλούς από τους Ιρλανδούς φιλέλληνες, αυτό δεν προκαλεί έκπληξη.

 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ: THOMAS MOORE, JAMES EMERSON TENNANT, EDWARD BLANQUERIE ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ

Ο James Emerson Tennant γεννήθηκε στο Μπέλφαστ το 1804, με τον πατέρα του να ήταν πλούσιος έμπορος καπνού χωρίς προφανείς πολιτικές διασυνδέσεις. Η πρώτη του επαφή με την Ελλάδα ήταν μια επίσκεψη το 1824 στο πλαίσιο μιας μεγάλης περιοδείας στη Γαλλία και την Ιταλία. Πριν την αναχώρησή του κατάφερε να πάρει συστατικές επιστολές από την Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου και ένα συμβόλαιο από την εφημερίδα Times για να αναφέρει την πορεία του πολέμου. Ίσως οδηγούμενος από ρομαντισμό παρά σαφείς πολιτικές πεποιθήσεις[35] κατά την άφιξή του στο Μεσολόγγι, εντάχθηκε στο σώμα πυροβολικού του Βύρωνα, αν και δεν είχε στρατιωτική εμπειρία, και επέστρεψε στην Αγγλία μετά το θάνατο του Βύρωνα τον Απρίλιο του 1824. Επανήλθε για λίγο στην Ελλάδα το 1825 και διορίστηκε λοχαγός πυροβολικού. Και πάλι η παραμονή του ήταν σύντομη, ωστόσο το βιβλίο του Picture of Greece (1826) και μια σειρά άρθρων σε αγγλικές εφημερίδες συνέβαλαν στην υποστήριξη του ελληνικού αγώνα. Ακολούθησαν άλλα δύο βιβλία – Γράμματα από το Αιγαίο (1829) και Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας (1830). Επρόκειτο να παντρευτεί τη Letitia Tennant, την κόρη του James Tennant, ενός εξέχοντος και πλούσιου  Ιρλανδού[36]. Στη συνέχεια ακολούθησε μια πολιτική σταδιοδρομία και αργότερα έπρεπε να εγκαταλείψει τις ελληνικές του δραστηριότητες ως «μια παράλογη ανοησία»[37].

Από πολλές απόψεις ο Tennant κινήθηκε στον ίδιο ιδεολογικό κόσμο όπως, για παράδειγμα, ο Napier. Διορίστηκε Αποικιακός Γραμματέας της Κεϋλάνης το 1845 και έτεινε να δει το αποικιακό σχέδιο μέσα από την οπτική της θρησκείας. Για αυτόν, ο προτεσταντισμός ήταν η μόνη αληθινή θρησκεία καθώς η ρήξη με τον καθολικό σκοταδισμό τον κατέστησε ως θρησκεία της προόδου, του πολιτισμού, του διαφωτισμού και της υγιούς κυβέρνησης. Αυτή η βασική στάση εμπλούτισε τις απόψεις του για την Ιρλανδία. Από τη μια πλευρά αντιτάχθηκε στη δουλεία, υποστήριξε την Καθολική Χειραφέτηση, αλλά από την άλλη απέρριψε ολοσχερώς τα αιτήματα για ένα ξεχωριστό ιρλανδικό κοινοβούλιο με το σκεπτικό ότι θα οδηγούσε σε αυτό που αποκαλούσε πολιτική παπισμού, με το οποίο εννοούσε έναν κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική για την Καθολική Εκκλησία[38].

 

Παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος και μετάλλιο της Ελληνικής Επανάστασης (Αριστείο του Αγώνος) που απονεμήθηκαν στον James Emerson Tennent από τον Βασιλέα Όθωνα και πένθιμη επισμαλτωμένη μεταλλιοθήκη με δείγμα μαλλιών του Λόρδου Byron που δόθηκαν στον James Emerson Tennent από το φίλο του Byron, Gamba

 

Πορτρέτο του James Emerson Tennent

 

THOMAS MOORE

Ο Thomas Moore, γνωστός ως εθνικός βάρδος της Ιρλανδίας, γεννήθηκε στο Δουβλίνο σε μια καθολική οικογένεια το 1779. Εισήλθε στο Trinity College του Δουβλίνου το 1794 ένα χρόνο μετά την άδεια που δόθηκε στους Καθολικούς να εισέλθουν στο Κολλέγιο[39]. Σύντομα συνδέθηκε με συμφοιτητές κοντά στους Ηνωμένους Ιρλανδούς. Αν και δεν συμμετείχε στην Εξέγερση του 1798, ήταν συμπαθών προς τους επαναστάτες και το άσμα του O Breathe Not his Name γράφτηκε στη μνήμη του συμφοιτητή και φίλου του Robert Emmet που εκτελέστηκε για τη συμμετοχή του στην αποτυχημένη εξέγερση του 1803. (youtube: 6 Irish folksongs op.78:).

Ο Moore ήταν ένας πολύπλοκος χαρακτήρας. Υποστήριξε κάθε κίνηση προς την ιρλανδική ανεξαρτησία και, παρόλο που δεν ήταν ένθερμος – ή ακόμη και ασκούμενος – Καθολικός περιφρονούσε «την αλαζονεία με την οποία οι περισσότεροι προτεστάντες εφημέριοι… πιστώνονται ότι είναι οι μόνοι αληθινοί Χριστιανοί»… και ήταν περισσότερο υπέρ των πραγμάτων που μισούσε ο ιερός προτεσταντισμός: «τη μουσική, τη θεατρικότητα, τον συμβολισμό των ειδωλολατρών». Σε αυτό, φυσικά, η πολιτική του διέφερε θεμελιωδώς από εκείνη του Emerson Tennant.

Ο Moore ήταν πρώιμο μέλος της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου – αν και ήταν επικριτικός για την αποτελεσματικότητα της επιτροπής[40] και ήταν ίσως η ποίηση και τα τραγούδια του που είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή. Εκτός από τα τραγούδια και τα ποιήματά του που αναφέρονταν απευθείας στην Ελλάδα, οι Ιρλανδικές μελωδίες και η Lalla Rookh, ειδικότερα, είχαν σημαντική επιρροή στους ριζοσπάστες σε όλη την Ευρώπη από τη Ρωσία μέχρι την Ελλάδα και «βοήθησαν να σφυρηλατηθεί η πολιτική αλλαγή σε μια κοσμική αρμονική κοινωνία που ζούσε υπό σοσιαλδημοκρατία»[41].

 

Προτομή του Thomas Moore, Ιρλανδού ποιητή (1779-1852)

 

EDWARD BLAQUIERE

Ο Edward Blaquiere (1779-1832) γεννήθηκε στο Δουβλίνο με καταγωγή από Ουγενότο. Λίγα είναι γνωστά για το οικογενειακό του υπόβαθρο ή την ανατροφή του[42]. Εντάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό και ανήλθε στον βαθμό του Καπετάνιου βλέποντας δράση στη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων. Εξήγησε τα κίνητρά εμπλοκής του στον ελληνικό αγώνα γράφοντας: «Ότι υποστήριξε με ενθουσιασμό την ελληνική ελευθερία εξίσου με το θρησκευτικό αίσθημα, παρά από την ευγνωμοσύνη προς τους προγόνους τους»[43].

Ό,τι κι αν σκεφτόταν κανείς για τις μεθόδους του Blaquiere, λίγοι θα αρνούνταν την επιρροή του στην υποστήριξη του ελληνικού αγώνα. Η συνάντησή του με τον Βύρωνα τον Απρίλιο του 1823 αποδείχθηκε αποφασιστική για να τον πείσει, τον Βύρωνα, να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στον πόλεμο[44] και ήταν αποτελεσματικός στο να πείσει τον Jeremy Bentham να υποστηρίξει την ελληνική υπόθεση και να παρευρεθεί στις συνεδριάσεις της νεοσύστατης Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου[45]. Σύντομα έγινε η κινητήρια δύναμη πίσω από την Ελληνική Επιτροπή που πραγματοποιούσε συνεδριάσεις σε όλη τη χώρα και εκδίδοντας τρία βιβλία και έναν αριθμό φυλλαδίων μεταξύ 1823 και 1828. Τα γραπτά του και οι άλλες δραστηριότητές του προσομοίαζαν ελάχιστα στην πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά ως προπαγάνδα για τον σκοπό ήταν μάλλον αποτελεσματικά.

Πέθανε σε ναυάγιο το 1832 σε ένα ταξίδι στην Πορτογαλία.

BLAQUIÈRE Edward. Αφήγημα της δεύτερης επίσκεψης στην Ελλάδα με συμπερίληψη γεγονότων σχετικών με τις τελευταίες ημέρες του Λόρδου Βύρωνα

 

Επιστολή του John Bowring προς Blaquière 1 p. in-4. “Greek Committee Room», 31 Μαρτίου 1825. Κόκκινη σφραγίδα με ισπανικό κηρό. Η σύσταση στην πίσω σελίδα. «Η Ελληνική επιτροπή μου έδωσε εντολή να διαβιβάσω την ευγνωμοσύνη της προς εσάς για τη συνδρομή των 200 φράγκων εκ μέρους σας που παραδόθηκε από τον πλοίαρχο Blaquiere […]. Η θερμή και ενεργή συμπάθεια που έχετε εκδηλώσει στην υπόθεση της Ελλάδας είναι μια από αυτές τις ανταμοιβές που, δίπλα στη συνέχιση της εξασφάλισης αυτής της υπόθεσης, τους ανταμείβουν καλύτερα για τις δικές τους προσπάθειες […]».

 

WILLIAM BENNETT STEVENSON

Ο William Bennett Stevenson, γεννημένος περίπου το 1787, θεωρείται Ιρλανδός και η γενέτειρά του λέγεται  ότι είναι η κομητεία Cork. Τα στοιχεία που το υποστηρίζουν είναι ελάχιστα και το όνομα δεν είναι συνηθισμένο στην κομητεία. Ωστόσο, το μεσαίο του όνομα, Bennett, είναι κοινό στην πόλη του Cork.

Ο Stevenson έφτασε στη Νότια Αμερική περίπου το 1803 -σε ηλικία περίπου 16 ετών- όταν η αντίσταση στην ισπανική κυριαρχία αυξανόταν σε όλη την ήπειρο. Πέρασε 20 περιπετειώδη χρόνια εκεί, μερικά στη φυλακή ως ύποπτος Ισπανός κατάσκοπος. Γρήγορα φάνηκε ότι ήταν άνθρωπος με εξαιρετικά ταλέντα και ικανότητες. Το 1808 έγινε ιδιωτικός γραμματέας του Προέδρου και του Γενικού Διοικητού του Quito και με το ξέσπασμα του Πολέμου της Ανεξαρτησίας του Ισημερινού εντάχθηκε στους εξεγερμένους. Το 1810 έγινε Κυβερνήτης της επαρχίας Εσμεράλντα.

Στη συνέχεια εμφανίζεται στη Χιλή ως γραμματέας του ναυάρχου Cochrane που ήταν επικεφαλής του χιλιανού ναυτικού που ιδρύθηκε από τον Bernardo O Higgins ο οποίος ηγήθηκε της εξέγερσης ενάντια στην ισπανική κατοχή[46]. Υπηρέτησε ενεργά σε ναυτικές επιχειρήσεις κατά της Ισπανίας υπό τον Cochrane μεταξύ 1818 και 1822. Τόσο αυτός όσο και ο Cochrane επέστρεψαν στην Αγγλία περίπου το 1824. Το τρίτομο βιβλίο του Stevenson για τη Νότια Αμερική εκδόθηκε το 1825 και σύντομα μεταφράστηκε στα γερμανικά και στα γαλλικά[47]. Μια ανασκόπηση του βιβλίου στο Monthly Review 1825 σχολιάζει την παντελή απουσία πληροφοριών για το υπόβαθρο του William Bennett Stevenson: «Υπάρχει ένα μυστήριο για όλη αυτή την αρχή της αφήγησης του κ. Stevenson, το οποίο δεν έχει ακόμη εξηγήσει». Αυτό φαίνεται να δείχνει ότι λίγα ήταν γνωστά για αυτόν στο Λονδίνο εκείνη την εποχή[48].

Περίπου αυτή την περίοδο ο Cochrane στρατολογήθηκε για να οργανώσει και να διοικήσει το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Αναχώρησε για την Ελλάδα, συνοδευόμενος από τον Stevenson και έφθασε στην Αίγινα τον Μάρτιο του 1827. Ενώ ο Cochrane ενεπλάκη σε άκαρπες διαπραγματεύσεις με τις διάφορες ελληνικές φατρίες (δεν ήταν γνωστός για την υπομονή του), ο Stevenson πίεζε για αγροτική μεταρρύθμιση, καθώς ο λιμός ήταν έντονος στην περιοχή. Ειδικότερα, πρότεινε την ίδρυση φυτειών πατάτας στην Αίγινα, και την Απαθία, ακριβώς απέναντι από τον Πόρο. Είχε την αμέριστη υποστήριξη του Έλληνα Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια. Ο Ζωγράφος στην Ιστορία της Ελληνικής Γεωργίας γράφει:

«Ο Ιρλανδός Stevenson συνδέεται πολύ στενά με την αναβίωση της κτηνοτροφίας στη χώρα. Ήταν από την αρχή στενός συνεργάτης του Έλληνα Προέδρου, ο οποίος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία και η τεχνογνωσία του αναζητήθηκε από τον τελευταίο για την άσκηση της αγροτικής του πολιτικής… Και πρέπει να σεβαστούμε αυτόν τον άνθρωπο ανάμεσα σε πολλούς άλλους που είχαν βοηθήσει τη χώρα μας στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης των νέων εθνών»[49].

Ο William Bennett Stevenson πέτυχε να δημιουργήσει μεγάλες φυτείες πατάτας – καθώς και σιτάρι και σίκαλη, απασχολώντας μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Η παραμονή του διακόπηκε λόγω ασθένειας και στην τελευταία του επιστολή προς τον Πρόεδρο τον Ιούλιο του 1828 γράφει ότι πρέπει να επιστρέψει στο Λονδίνο για « λόγους υγείας και προσωπικούς λόγους».  Δεν φαίνεται να υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του μετά την αποχώρησή του από την Ελλάδα[50].

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αυτό που μας έρχεται αμέσως στο μυαλό όταν εξετάζουμε τη φύση της ιρλανδικής συμμετοχής, είναι η ετερογένεια αυτών που εμπλέκονται ως κοινωνική ομάδα. Το υπόβαθρό τους ήταν σε γενικές γραμμές παρόμοιο, κάποιοι πήγαιναν μαζί σχολείο ή πανεπιστήμιο και κινούνταν στους ίδιους κοινωνικούς και οικογενειακούς κύκλους.

Το γενικό τους κίνητρο δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κοινή τους εμπειρία από την αγγλική κυριαρχία στην Ιρλανδία και τον αντίκτυπο της αποτυχημένης εξέγερσης του 1798. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί οι περισσότεροι από αυτούς που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο προέρχονταν από την τάξη των Αγγλο-Ιρλανδών, με εξαίρεση τον Τhomas Moore. Ο δρόμος της κοινωνικής κινητικότητας που απολάμβανε η προτεσταντική ελίτ δεν ήταν ανοιχτή στα μέλη του καθολικού πληθυσμού, ακόμη κι αν ήταν πρόθυμα να ξεκινήσουν μια τέτοια πορεία. Επίσης, η πολιτική στην Ιρλανδία τη δεκαετία του 1820 κυριαρχήθηκε από το μεταρρυθμιστικό κίνημα με επικεφαλής τον χαρισματικό Daniel O Connell. Ο Hobsbawm περιγράφει το κίνημα ως μοναδικό: «Μπορούμε στην πραγματικότητα να μιλήσουμε μόνο για ένα εθνικό κίνημα οργανωμένο σε συνεκτική μορφή πριν από το 1848, το οποίο βασιζόταν πραγματικά στις μάζες»[51]. Η συμμετοχή στο κίνημα ήταν μαζική και διέσχισε όλες τις τάξεις απορροφώντας τόσο ριζοσπάστες όσο και μετριοπαθείς. Τελικά οδήγησε στην Καθολική Χειραφέτηση το 1829. Ως εκ τούτου, υπήρχαν λίγα κίνητρα για να εμπλακούν άμεσα στον ελληνικό αγώνα μεταξύ του γενικού πληθυσμού, καθώς εμπλέκονταν βαθιά σε έναν δικό τους αγώνα[52].

Τα κίνητρα των Φιλελλήνων ήταν πολύπλοκα και ποικίλα. Για τους Ευρωπαίους ο ρομαντισμός έπαιξε μεγάλο ρόλο[53], κάτι που απουσίαζε από το ιρλανδικό σώμα. Η ιδέα της υποστήριξης ενός χριστιανικού λαού ενάντια στην οθωμανική και ισλαμική καταπίεση είναι ένα κοινό νήμα, ένα κίνητρο που είχε τις ρίζες του στην κοινωνικο-ιστορική εμπειρία: στην περίπτωση των Γερμανών η καταστολή που ακολούθησε τους Ναπολεόντειους Πολέμους και για τους Ιρλανδούς η εμπειρία της αποικιακής κυριαρχίας. Οι Ιρλανδοί γενικά δεν συμμερίζονταν την αρνητική στάση των άλλων απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό αλλά ταυτίζονταν στενά μαζί του τόσο πολιτιστικά όσο και πολιτικά. Εν συντομία, αξίζει να σημειωθεί ότι το αριθμητικά κατώτερο ιρλανδικό σώμα είχε δυσανάλογη επίδραση στην πορεία και την έκβαση του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, κάτι για το οποίο η Ελλάδα θα είναι πάντα ευγνώμων.

 

Επιστολή του Sir John Bowring στον Henry Kane, Πρόξενο στην Ανκόνα, με την οποία συστήνει τον Emerson Tennent, που κατευθύνεται στην Ελλάδα, με την επιθυμία να προσφέρει τις υπηρεσίες τους στον Ελληνικό αγώνα, ζητώντας τη βοήθεια του. 1 side 4to, London, 1st October 1824.

 

Φύλλο της εφημερίδας Gazette de France της 15ης Ιουνίου 1827. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι οι διοικητές των Γάλλων και των Βρετανών De Rigny και Hamilton κατέφθασαν στον Πειραιά και προσπάθησαν να διαπραγματευτούν μια έντιμη παράδοση των Ελλήνων, αλλά ο Reshid Pasha δε δέχθηκε να προσφέρει οποιαδήποτε πρόταση στους Έλληνες. Τίποτα ακόμα δεν είναι βέβαιο για τη μεγάλη ήττα των Ελλήνων. Αν και αρχικά, οι πρώτες μάχες απέβησαν θετικές για τους Έλληνες, μετά την άφιξη 8.000 ή και περισσότερων τουρκικών στρατευμάτων από τη Θεσσαλονίκη, οι Έλληνες έχασαν τον πόλεμο.

 

«ΠΟΣΗ ΑΙΜΑΤΟΧΥΣΙΑ ΔΕΝ ΠΡΟΚΑΛΕΣΑΜΕ ΑΘΕΛΑ ΜΑΣ»
Μεσολόγγι, «Εσπέρα Κυριακής» (Πιθανώς 6 Ιουνίου 1824) 4to.3pp.on bifolium.
Ιδιόχειρη υπογεγραμμένη επιστολή του Murray Charles, Σκωτσέζου περιηγητή και Φιλέλληνα (1799-1824), μάρτυρα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, προς τον συγγραφέα και Φιλέλληνα Edward Blaquiere (1779-1832), αναφορικά με την αλγεινή κατάσταση στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του ελληνικού πολέμου της ανεξαρτησίας, με μνεία του τυφοειδούς πυρετού, καθώς και της πενίας και του λιμού.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] For the most comprehensive list of Irish Philhellenes see www.Patrickcomerford.com/2008/11/irish-anglicans-and -greek-war-of-.html?m=1

[2] Culture and Imperialism, (NY, 1993). p.78

[3] For a more extended discussion on the question of affinity and identity see Beaton, R., Greece: Biography of a Modern Nation, London, 2020, Ch.1-2.

[4] The seminal text dates from around 1188: Gerald of Wales, Topographia Hiberniae, His claims resonate down the centuries and inform English conceptions of the Irish: ‘The Irish are animalistic in their passions, sinful and ignorant in their irreligiosity, deficient in proper technological advancement, husbandry, and industry, and lacking proper human cultivation and social relations, all of which properly signal their properly subordinate status.’ See Sarah E McKibben, In their “owne countrie”: Deriding and Defending the Early Irish Nation after Gerald of Wales, in, Eolas, The Journal of the American Society of Early Irish Medieval Studies, 8, 2015, 39-70. Hiram Morgan, Giraldus Cambrensis and the Tudor Conquest of Ireland, in Morgan, H, (ed.) Political Ideology in Ireland, Dublin, 1999.

[5] Occupation is, of course, a complex process. One feature of the original Anglo-Norman invasion was their gradual integration into Irish society forcing London to introduce legislation to call a halt to this process.

[6] Whelan, K, The Tree of Liberty, (Cork, 1996), p.63.

[7] This is not to deny that there was a considerable level of literacy among the general population in both countries. In Greece the Orthodox Church was primarily responsible for this while in Ireland it was illegal ‘hedge schools’ that kept education alive.

[8] See Argyropoulos, R., The Press, in The Greek Revolution, Kitromilides, P, Tsoukalas, Eds.,(London, 2021), 2021,p496-509.The activities of Leicester Stanhope and his almost maniacal focus in bringing the newspaper(s) to Greece throw an interesting light on the diverse nature of Philhellenism. St, Clair describes him thus: ….it is to Stanhope that belongs the doubtful credit of being the only man who went to Greece during the war whose political ideas were not modified by the experience, p.185ff. Stanhope was born in Dublin in 1784. His father was commander of the British Army in Ireland and he- Stanhope- joined the British Army in 1799. He had no further connection with Ireland.

[9] Morgan, Political Ideology p. 9.

[10] Halil Inalcik, The Ottoman Empire, 1300-1600, (London, 1973 Ch. 13.

[11] It should be pointed out here that, like the Greeks, some Irish (mainly men, Protestant and Catholic) were not averse to contributing to the imperial cause. While the Greeks largely confined themselves to the Ottomans, the Irish were rather more promiscuous in their choice of colonial masters: they served Portugal, Spain, France, Denmark, Holland as well as England. See Ohlmeyer, Making Empire, ch.4.

[12] See Philip Stern, Empire Incorporated: the Corporations That Built British Colonialism, (Harvard, 2023), Stuart Bell, A Masterpiece of Knavery? The activities of the Sword Blade Company in London’s Early Financial Markets. Business History, 54,4, 2012, 623-638, Simms, J.G, The Williamite Confiscation in Ireland, 1690-1703, (Westport, 1976).

[13] English colonialism- as well as that of Spain, Holland, and Portugal used similar methods of granting charters and patens to traders and settler. Also, while the Ottomans established fortified garrisons few would later develop into large towns and cities unlike in other colonial situations.

[14] Terry Eagleton, Were does culture come from?. London Review of Books , 46,8,2024, p.6

[15] Burke’s stance was a conservative one. He believed that by introducing reforms the Irish would be more likely to accept British rule. Sheridan was a more active supporter of the. United Irishmen and a close friend of Thomas Moore and part of the Byron circle. His son, Charles was an active member of the Greek Committee in London.

[16] The use of the terms Protestant and Catholic should not be taken to suggest that the conflict was about religion. It is simply the most convenient marker of difference between the two groups. In other colonial situations the main marker might be skin colour.

[17] This was fundamentally different from Ottoman policy. One exception was the ban on the ownership of horses- above a certain valve in the Irish case- probably for both symbolic and military reasons.

[18] The literature on 1798 is extensive. See Curtin, N, The United Irishmen, Oxford, 1998. Whelan, K,

The Tree of Liberty, (Cork, 1997).

[19] Basically, the difference between the ‘reform’ and’ ‘radical‘ position was that the former, while highly critical of English rule in Ireland wanted more autonomy without separation. The radicals were tending more towards separation and also embrace radical social policies such as land reform.

[20] To go into any long established Protestant Church in Ireland is a harrowing experience. The walls are lined with memorial plaques of younger sons who died in British colonial wars most in their early twenties or younger.

[21] Napier, W, The Life and Opinions of General Sir Charles James Napier (London, 1857), p.268-9.

[22] Napier, 1857, p.305.

[23] Napier, p.306. The life of being an ‘enlightened despot’ is rather a contradictory one. He wrote that his time in Kephalonia was probably the happiest in his life. He had two daughters by a Greek woman, Anasatasia. As part of his public works project he had a garden constructed as a playground for his children. It exists to this day as ‘Napier Gardens’.

[24] Napier, P. 366.

[25] St.Clair, W., That Greece Might Still be Free, (Oxford, 1972), 302-3. St. Clair’s judgement is stark: “Greece was fortunate to escape him.”

[26] Napier, p.366.

[27] Lane- Poole, S, Sir Richard Church, (London, 1890),, p.6.

[28] Although, unlike Napier, little is known about Church’s upbringing it is clear that his family saw itself as Irish and two of his senior officers, Captain Charles O’Fallon (his A.D.C) and Francis Castle. Were Irish. Other members of his staff, Frances Kirkpatrick and Gibbon Fitzgibbon were also Irish.

[29] Mazower, M., The Greek Revolution, (London,2021), p.367. Hamilton (see below) describes Church as a fine fellow, but a complete Irishman.

[30] Finlay, G, History of the Greek Revolution, 2 Vol. (Edinburgh, 1860). Finlay was rather dismissive of Church’s contribution in this book. The now restored house in the Plakta now displays a plaque devoted to Finlay although there seems to be no mention of Church having resided there.

[31] Better known as Napoloen’s goaler on St. Helena. Comerford writes that, as a tribute to his help in ‘liberating’ the Ionian Islands, the population presented him with a sword of honour. Comerford, P, Sir Richard Church and the Irish Philhellenes in the Greek War of Independence, in Luce, J, et al., The Lure of Greece, Dublin, 2007. This is a concise and informative survey of the life and times of Church.

[32] Dictionary of National Biography, 1885-1900.

[33] Mazower, p.279.

[34] Dakin, D, The Greek Struggle for Independence, 1821-1833, (London, 1973).,

[35] He is referred to by one commentator as a young man on the make. Wright, J, Priestcraft, ‘Political Popery’ and the Transnational Anti-Catholicism of Sir James Emerson Tennant in Whelan, N, (ed) Transnational Perspectives on Modern Irish History, London, 2015.

[36] The Tennant family were committed United Irishmen and social reformers. Letitia’s father had spent three years in a Scottish prison as a result of his activities in 1798.

[37] Wright, Priestcraft.

[38] He applied the same arguments to criticize the independence of Belgium from Holland in his book Belgium, 2 Vols, London, 1841. One wonders what he would have made of the role of the Orthodox Church in an independent Greece.

[39] Although Catholics were allowed entry they were barred from receiving “emoluments”- any form of financial or other aid and also could not become Fellows or Professors. Numbers remained small. A number of Trinity Anglo-Irish graduates did join the Greek cause: Arthur Gore Winter, Gibbon Fitzgibbon, Francis Kirkpatrick and William Scanlan were among them.

[40] Woodhouse, p.92. Woodhouse also points out that the Committee was mainly made up of Scottish and Irish members, although he is also critical of their effectiveness.

[41] O’Donnell, K, Translations of Ossian, Thomas Moore and the Gothic by 19th Century Intellectuals in

Lubin Studies in Modern Languages and Literature, 43, 4, 2019, p.102.

[42] Stanford speculates that he might have been one of the numerous children, or grandson, of John Blaquiere (1732-1812)-later Baron Blaquiere- who was part of the British administration in Ireland. If so, his influence could have eased Edward’s entrance into the RN. See Stanford, W., Ireland and the Classical Tradition, Dublin, 1976.

[43] Blaquierie, E., Narrative of a Second Visit to Greece, (London, 1825), p.116.

[44] Brewer, D, The Flame of Freedom, (London, 2001), p.197.

[45] Beaton, R, Byron’s War, (Cambridge, 2023), p.125, 128-9.

[46] O’Higgins was the illegitimate son of the Irish born Spanish officer, Ambrosio O’Higgins.

[47] A Historical and Descriptive Narrative of Twenty Years Residence in South America (London, 1825).

[48] His publisher, Hurst, Robinson and Company went bankrupt in 1826.

[49] Zografos, D.L. A History of Greek Agriculture, (Athens, 1921), p.283. Quoted in Vacalopoulos, C, Contribution of the Irish Philhellene Stevenson to the Agricultural Development of Greece in 1828, Balkan Studies, 13,1,1972, 129-155. This article describes, in some detail, the activities of WBS during his sojourn in Greece.

[50] For a short summary of his time in South America see Penny Dransart, Stevenson, William Bennett (ca. 1787-?) in Pillsbury, J., Guide to Documentary Sources for Andean Studies 1530-1900 Vol.3 ,2008, 656-7.

[51] Hobsbawm, E., The Age of Revolution, 1789-1848, London 2020, p.170-1. The Chartist Movement in Britain, which had the sympathy of Napier who was sent to repress it, was another mass movement- if ultimately unsuccessful- led by an Irishman, Feargus O’Connor.

[52] The use of the word ‘catholic’ to describe the Irish is something of a misnomer. Ireland was not beset by wars of religion as in continental Europe. It suited the English to use religion as a tag for ethnic identity. In fact, the Roman Church had little power and religious observance sporadic during this period.

[53] For France, see Thompson, C., French Romantic Travel Writing, Oxford. 2012, and Germany Roche, Helen, the Peculiarities of German Philhellenism, The Historical Journal, 61,2, 2018, 541-560.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Anderson, B., Imagined Communities, London, 2016.
  • Argyropoulos, R., The Press in Kitromilides, P., Tsoukalas, C., (Eds.) The Greek Revolution, Beaton, R., Greece: Biography of a Modern Nation, London, 2020.
  • Byron’s War, Cambridge, 2023.
  • Bell, S., A Masterpiece of Knavery? The Activities of the Sword Blade Company in London’s early Financial markets, Business History, 54, 4, 2012.
  • Blaquierie, E., Narrative of a second visit to Greece, London, 1825.
  • Brewer, D., The Flame of Freedom, London, 2001.
  • Bennet-Stevenson, W., A Historical and Descriptive Narrative of Twenty Years’ Residence In South America, London, 1825.
  • Chatzopoulis, C., Secret Societies: The Society of Friends and Its Forerunners, in Kitromilides. Comerford, P., Sir Richard Church and the Irish Philhellenes in the Greek War of Independence, in Luce, J., et al., Dublin, 2007.
  • Curtin, N., The United Irishmen, Oxford, 1998.
  • Dakin, D., The Greek Struggle for Independence, 1821-1833, London, 1973.
  • Derricke, J., Image of Ireland, 1581.
  • Dransart, P., Stevenson, Willliam Bennet. ca 1787- 1828 in Phillsbury, J., 2008.
  • O’ Donnell, K., Translations of Ossian: Thomas Moore and the Gothic by 19th Intellectuals in Lubin Studies in Modem Languages and Literature, 43,4,2019.
  • Eagleton, T., Where does culture Come From?, in London Review of Books, 46,8,2024.
  • Emerson Tennant, J., Letters from the Aegean, New York, 1829.
  • History of Modem Greece, London, 1830.
  • Belgium, 2vol., 1841.
  • Finlay G., History of the Greek Revolution, 2 Vol., Edinburgh, 1860.
  • Gerald of Wales, Topographia Hiberniae, London, 1983.
  • Hobsbawm, E., Ranger, T., The Invention of Tradition, Cambridge, 1983.
  • Hobsbawm, E., The Age of Revolution, 1789-1848, London, 2020.
  • Inalcik, H., The Ottoman Empire, 1300-1600, London, 1973.
  • McKibben, S., In their «owne countrie»: Deriding and Defending the Early Irish nation after Gerald of Wales, in Eolas, The Journal of the American Society of Early Irish Medieval Studies, 8, 2015.
  • Lane-Poole, S., Sir Richard Church, London, 1890.
  • Luce, J., et al., The Lure of Greece, Dublin, 2007.
  • Mazower, M., The Greek Revolution, London, 2021.
  • Morgan, H., Political Ideology in Ireland, 1541-1641, Dublin, 1999.
  • Napier, W., The Life and Opinions of General Sir Charles James Napier, London, 1857. Ohlmeyer, J., Making Empire: Ireland, Imperialism and the Early Modern World, Oxford, 2023.
  • Pilsbury, J., (Ed.) A Guide to Documentary Sources for Andean Studies 1530-1900, Vol 3, University of Oklahoma Press, 2008.
  • Quinn, J., How the World Made the West, London, 2024.
  • Roche, H., The Peculiarities of German Philhellenism, The Historical Journal, 61,2,2018.
  • Simms, J., The Williamite Confiscation in Ireland, 1690-1793, Westport, 1976.
  • Spencer, H., A View of the Present State of Ireland, Oxford, 1970.
  • Stanford, W., Ireland and the Classical Tradition, Dublin, 1976.
  • Stern, P., Empire Incorporated: the Corporations that Built British Colonialism, Harvard, 2023. St. Clair, W., That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence, Oxford, 1972.
  • Thompson, C., French Romantic Travel Writing, Oxford, 2012.
  • Vacalopoulos, C., Contribution of the Irish Philhellene Stevenson to the Agricultural Development of Greece, Balkan Studies, 13,1,1972.
  • Whelan, K., The Tree of Liberty, Cork, 1997.
  • Woodhouse, C., Modem Greece: A Short History, London, 1991.
  • Zografos, D., A History of Greek Agriculture, Athens, 1921.