Ο Κάρολος Γουλιέλμος φον Χάυντεκ (Karl Wilhelm Freiherr von Heideck), γνωστός και ως Έιδεκ, Έυδεκ ή Heidegger (συνεπωνυμία με τον περίφημο φιλόσοφο του 20ου αιώνα), συνδέεται με τη μοίρα της θεμελίωσης του νέου ελληνικού κράτους, με τη διττή του ιδιότητα ως στρατιωτικός και ζωγράφος.
Ως έμπειρος στρατιωτικός έλαβε μέρος στην επανάσταση κατά την περίοδο 1826 – 1829, ενώ κατά τα έτη 1833 – 1835 χρημάτισε μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα. Ως πεπαιδευμένος και χαρισματικός ζωγράφος δημιούργησε εντυπωσιακές πολεμικές συνθέσεις αντλώντας φυσικά έμπνευση από τους επαναστατημένους Έλληνες σε συνδυασμό με το ελληνικό τοπίο. Το έργο του προσέδωσε μία ηρωική διάσταση στον αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους. Σφυρηλατημένος στα πεδία των μαχών των ναπολεόντειων πολέμων, έχαιρε εκτίμησης ως ικανός στρατιωτικός που κατείχε συν τοις άλλοις και σημαντικές διοικητικές ικανότητες. Αυτός ο εκλεκτός συνδυασμός ήταν που οδήγησε τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, να του εμπιστευθεί το απαιτητικό έργο της αναδιοργάνωσης του στρατού. Η δημιουργία της πρώτης στρατιωτικής σχολής, που στη συνέχεια εξελίχθηκε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στον Heideck.
Γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1788 στο Sarralbe (Lothringen, Département Moselle) και ήταν γιος του Ελβετού – Γάλλου αξιωματικού και ερασιτέχνη ζωγράφου Hartmann Heidegger. Έλαβε την πρώτη του εκπαίδευση στη σχολή Καλών Τεχνών της Ζυρίχης, και το 1801 μετοίκησε στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε να επισκέπτεται τη στρατιωτική Ακαδημία, δίχως να διακόψει τις σπουδές ζωγραφικής. Το 1805, αφού πολιτογραφήθηκε Βαυαρός, κατατάχθηκε στον βαυαρικό στρατό και έλαβε μέρος ως υπολοχαγός του πυροβολικού στις εκστρατείες του 1805, 1806 και 1809 εναντίον της Αυστρίας, της Πρωσίας και του Τιρόλου. Το 1810 βρέθηκε ως εθελοντής υπολοχαγός του γαλλικού στρατού στην Ισπανία, ενάντια στο Ναπολέοντα, και προβιβάσθηκε σε λοχαγό. Οι πρώτες εμπειρίες στα πεδία της μάχης, τού έδωσαν υλικό για κάποια από τα ζωγραφικά του έργα, τα οποία, ωστόσο, θα φιλοτεχνήσει αργότερα. Ένα από αυτά είναι η Γέφυρα της Κουένκα (Die Brücke von Cuenca, 1825) από την περιοχή της Καστίλλης- Λα Μάντσα, ενώ το έργο Σκηνή από τη Σφαγή στο Χάναου στις 30 Οκτωβρίου 1813 (Szene aus der Schlacht von Hanau am 30 Oktober 1813, 1840) σχετίζεται με τη συμμετοχή του στους λεγόμενους Γερμανικούς Απελευθερωτικούς Πολέμους (Befreiungskriege). Το 1814 συνόδευσε στην Αγγλία, με τον βαθμό του ταγματάρχη, τον τότε ακόμη Πρίγκιπα, Λουδοβίκο της Βαυαρίας (Ludwig I), πατέρα του μετέπειτα βασιλιά Όθωνα της Ελλάδας. Ακόμη, συμμετείχε και στο Συνέδριο της Βιέννης (18 Σεπτεμβρίου 1814 – 9 Iουνίου 1815).
Ο Λουδοβίκος Α´ της Βαυαρίας, στο πλευρό του οποίου θήτευσε επί έτη ο Heideck, διακατεχόταν, ως θερμός ελληνιστής, από ειλικρινή φιλελληνικά αισθήματα, τα οποία εκδήλωνε ανοικτά από τη στιγμή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Ενδεικτική της στάσης του είναι η ιστορική αναφορά ότι, πληροφορούμενος τη νίκη του Καραϊσκάκη στη μάχη της Αράχωβας (18-24 Nοεμβρίου 1826), αναφώνησε με ενθουσιασμό: “Ανεστήθη η Ελλάς μου!”.
O Heideck επηρεάσθηκε, ως έμπιστος του Λουδοβίκου, από τα φιλελληνικά του αισθήματα. Ο ίδιος ο Βαυαρός μονάρχης σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια (12 Αυγούστου 1826) ανέφερε την επιθυμία του Heideck να έλθει αυτοπροσώπως στην Ελλάδα, και μαζί με αυτόν οι αξιολογότεροι αξιωματικοί του στρατού του, με τη βαυαρική τους στολή και μισθό που θα πλήρωνε η μοναρχία: “Διψώντες μόνον να υπηρετήσωσι το συμφέρον της ανθρωπότητος, άλλο δεν φιλοτιμούνται ειμή να σας χρησιμεύσωσι, συμπαρέχοντες υμίν την δεξιότητα, τας γνώσεις και την ανδρίαν των”, έγραφε και παρακαλούσε τα μέλη της ελληνικής κυβερνήσεως να τους δεχθούν. Η βαυαρική φιλελληνική αποστολή προς την Ελλάδα έλαβε τελικά χώρα το φθινόπωρο του 1826 και συντονίσθηκε από τον επικεφαλής του ευρωπαϊκού φιλελληνικού κινήματος, τον τραπεζίτη της Γενεύης Jean Gabriel Eynard (Εϋνάρδο).
Όταν ο συνταγματάρχης Heideck συναντήθηκε με τους συνολικά δεκατέσσερις αξιωματικούς του τον Δεκέμβριο του 1826 στην Ελλάδα, βρέθηκε στη δίνη των πολεμικών συγκρούσεων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά την τραγική Πτώση του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του ιδίου έτους. Ο σερασκέρης της Ρούμελης, Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς ή Κιουταχής, είχε κατευθύνει τον στρατό του στην κεντρική Ελλάδα με τελικό στόχο την Αθήνα, συγκεντρώνοντας 10.000 ιππείς, πεζούς και πολυβόλα. Οι πολιορκούμενοι Έλληνες, που ήταν μόλις 1.400, αντλούσαν ηθική δύναμη από το παράδειγμα του «Ελεύθερου Πολιορκημένου» Μεσολογγίου. Όταν η Αθήνα καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα τον Αύγουστο του ιδίου έτους, οι Αθηναίοι οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη με αρχηγό τον φρούραρχό της, Γιάννη Γκούρα, και ανέμεναν βοήθεια από τον Καραϊσκάκη και τον Γάλλο φιλέλληνα στρατηγό Φαβιέρο.
O Heideck είχε καταφθάσει με χρήματα και πολεμοφόδια, και το ξεκάθαρο σχέδιο του ήταν να οργανώσει ένα σώμα τακτικού στρατού από Έλληνες και τους Φιλέλληνες άνδρες του. Ήταν, μάλιστα, πρόθυμος να πολεμήσει υπό τις διαταγές Ελλήνων διοικητών, προκειμένου να Πετύχει η αποστολή του, ενώ αναφέρεται ότι δεν είχε στενά προσωπικές φιλοδοξίες να ικανοποιήσει. Ωστόσο, η προθυμία και ο ενθουσιασμός του να υπηρετήσει έμπρακτα τον φιλελληνικό σκοπό του δε βρήκε αρχικά πρόσφορο έδαφος στα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης. Μάλιστα, ο Γάλλος Φιλέλληνας Dr. Βailly τον απέτρεψε με τη σειρά του, εξηγώντας του πόσο δύσκολο ήταν να συνταχθούν οι Έλληνες επαναστάτες σε ένα ξένο σώμα. Ένα ενδεχόμενο ήταν πως όσοι δέχονταν να πολεμήσουν φορώντας στολή τακτικού στρατού, την κρίσιμη στιγμή θα αποσκιρτούσαν για να ενωθούν με τις δυνάμεις των Ελλήνων ατάκτων μαχητών. Aντιλαμβανόμενος αυτές τις αντικειμενικές δυσκολίες, ο Heideck επέλεξε ορθώς να παραμείνει διακριτικά στο πλευρό των Ελλήνων αγωνιστών, ακολουθώντας τις συμβουλές τους.
Έτσι, έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία του Αγώνα, ακολουθώντας αρχικά την αναδίπλωση των ελληνικών στρατευμάτων στον Πειραιά και το Φάληρο υπό την ηγεσία του Καραϊσκάκη. Η επιτακτική ανάγκη να λυθεί η πολιορκία της Ακρόπολης ( αν έπεφτε, θα υποτασσόταν όλη η Στερεά Ελλάδα), οδήγησε στη λήψη πολεμικών πρωτοβουλιών και από θαλάσσης. Την περίοδο αυτή αφίχθη στην Ελλάδα από την Αμερική η υπερσύγχρονη φρεγάτα Ελλάς, ενώ λίγο νωρίτερα είχε φθάσει το πρώτο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο Καρτερία, που είχε κυβερνήτη τον Άγγλο Φιλέλληνα Frank Abney Hastings,. Τα δύο εμβληματικά πλοία είχαν αγορασθεί με τα πρώτα δάνεια που είχε λάβει η Ελλάδα, και θα χρησίμευαν σε ένα σχέδιο αντιπερισπασμού για τον ανεφοδιασμό των Ελληνικών δυνάμεων στην ξηρά, ώστε να ανακουφισθεί η πολιορκία της Ακρόπολης. Η φρεγάτα Ελλάς θα μπλόκαρε τη βόρεια ακτή της Αττικής και η Καρτερία θα παρείχε υποστήριξη πυροβολικού από τον Πειραιά. Ταυτόχρονα δύο σώματα θα αποβιβάζονταν νότια της Αθήνας για να προχωρήσουν προς στην πόλη. Ο Heideck δέχθηκε να υπηρετήσει υπό τις διαταγές του συντονιστή της επιχείρησης, συνταγματάρχη Gordon. Μία δύναμη ανδρών θα αποβιβαζόταν στην Ελευσίνα και μία άλλη στο Φάληρο. Δυστυχώς το σχέδιο δεν εξελίχθηκε όπως σχεδιαζόταν, αφού οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν αμέσως τις κινήσεις τους. Η αποτυχία του Φαλήρου απογοήτευσε τον Gordon, ο οποίος παραιτήθηκε και πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να δώσει μια ευκαιρία στον Heideck για να αποκόψει τη γραμμή ανεφοδιασμού των Τούρκων στο βορρά, εξαπολύοντας επίθεση στο φρούριο του Ωρωπού. Πράγματι, στις 26 Φεβρουαρίου ξεκίνησαν υπό την αρχηγία του η φρεγάτα Ελλάς υπό τον Μιαούλη, η Καρτερία υπό τον Hastings, και το βρίκι Νέλσων.
Οι ελληνικές δυνάμεις πραγματοποίησαν απόβαση στον Ωρωπό, υπέστησαν ορισμένες απώλειες, ωστόσο προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές στους Τούρκους και κατόρθωσαν να αποκόψουν για ένα διάστημα τις επικοινωνίες ανεφοδιασμού του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη.
Ο Heideck, είχε γνωρίσει τον Ιωάννη Καποδίστρια στο Συνέδριο της Βιέννης, και είχε αποφασίσει να στρατευθεί υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Παράλληλα, ενδεχομένως να τον διακατείχε και μία δίψα για περιπέτειες και δράση. Σε κάθε περίπτωση είχε οραματισθεί , να συνδράμει τους Έλληνες στην επίπονη προσπάθεια τους να οικοδομήσουν το νέο ελληνικό κράτος. Προοπτική που στήριζε θερμά ο Φιλέλλην Λουδοβίκος Α’. Την προσφορά του δέχθηκε με ευγνωμοσύνη ο Καποδίστριας, ο οποίος αναζητούσε εναγωνίως ικανούς συνοδοιπόρους για το όραμά του. Το αξίωμά του, η σχέση του με τα φιλελληνικά κομιτάτα, το γεγονός ότι επρόκειτο για έναν συνομήλικό του άνθρωπο με αντίστοιχες εμπειρίες, πολύγλωσσο και με ουμανιστική παιδεία, δημιούργησαν στον Καποδίστρια αίσθημα αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης προς τον Heideck, το οποίο εξελίχθηκε βαθμιαία σε μία πολιτική και προσωπική φιλία μεταξύ των δύο ανδρών. Εξέχουσα σημασία έδιναν και οι δύο άνδρες στην ιδέα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτείας και στην ανάγκη δημιουργίας τακτικού στρατού, ο οποίος θα λειτουργούσε ως κεντρομόλος δύναμη για την ανεξαρτησία του νεότευκτου κράτους.
Το καλοκαίρι του 1827 ο Καποδίστριας διόρισε τον Heideck διοικητή της πρωτεύουσας του (Ναύπλιο). Από αυτή τη θέση ο Heideck προσπάθησε άμεσα να καταπαύσει τις εχθροπραξίες εντός των τειχών της πόλης και διέταξε τις αντιμαχόμενες ομάδες να συγκεντρώνονται σε στρατόπεδα εκτός των πυλών της. Προκειμένου να προστατεύσει το Παλαμήδι από πιθανές ανταρσίες, διέταξε τη μεταφορά του πολεμικού υλικού στην κάτω πόλη, η οποία θα μπορούσε να ελέγχεται καλύτερα χάρη στις ψηλές της οχυρώσεις, και ίδρυσε αποθήκη οπλισμού. Επειδή ο Καποδίστριας τον θεωρούσε άνθρωπο μη χειραγωγούμενο από προσωπικά πάθη, του ανέθεσε τον ρόλο διοικητή του τακτικού στρατού, θέση που προηγουμένως κατείχε ο Φαβιέρος. Οργάνωσε επιμελητήριο για τη τροφοδοσία του στρατού και μερίμνησε για την επισκευή των ερειπωμένων φρουρίων. Με πρωτοβουλία του, αναγέρθηκε το ίδιο έτος το κάστρο Έιδεκ ή Μπούρτζι, με σκοπό την προστασία του λιμανιού του Πόρου και του Νεωρίου.
Το κάστρο αυτό το αποτύπωσε πολύ πιστά σε ελαιογραφία του το 1837. Σύμφωνα με μαρτυρία του αρχιτέκτονα Leo von Klenze, διατηρούσε στο Ναύπλιο ατελιέ ζωγραφικής, αν και τόνιζε πάντα ότι ο σκοπός της παρουσίας του στην Ελλάδα ήταν η συνδρομή του στην οργάνωση του κράτους και όχι η ζωγραφική.
Ο Καποδίστριας ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος από αυτές τις υπηρεσίες του Heideck, και απηύθυνε επιστολή προς τον Λουδοβίκο Α´ (26 Φεβρουαρίου 1828), στην οποία ζητούσε ο έμπιστός του συνεργάτης να παραμείνει για ένα ακόμη έτος στην Ελλάδα. Παράλληλα, του ζητούσε να στείλει στην Ελλάδα “αξιωματικούς ομοίους με τόν Κ. Έιδεκ και τόν Κ. Σνίτσλαιν διά τό πυροβολικόν, το ταξιαρχικόν, καί τό πεζικόν”. Την 1η Ιουλίου 1828, ο Καποδίστριας προέβη στην ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο), στην λειτουργία και οργάνωση της οποίας συνέβαλε, μαζί με τον Γάλλο αξιωματικό Pauzie, και ο Heideck.
Η υγεία του έμπιστού συνεργάτη του Έλληνα Κυβερνήτη ήταν ιδιαίτερα βεβαρημένη. Παρόλα αυτά, ο Καποδίστριας του ανέθεσε στις αρχές του 1829 και την επίβλεψη όλων των ελληνικών φρουρίων. Επίσης ο Heideck ανέλαβε την εξέχουσας σημασίας θέση του ανωτέρου φρούραρχου Αργολίδος και Κορινθίας συνεπικουρούμενος στο έργο του από τον συνταγματάρχη Πίσσα.
Λόγω της κλονισμένης του υγείας υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του στις 23 Αυγούστου 1829, παρά τις εκκλήσεις του Καποδίστρια να παραμείνει περισσότερο στην Ελλάδα.
Σε όλη του την πορεία ως στρατιωτικός κρατούσε σημειώσεις για ό,τι εκτυλισσόταν πολιτικά και πολεμικά και συνέτασσε αναφορές προς τον Λουδοβίκο Α´ προς ενημέρωση του. Ενδιαφερόταν και κατέγραφε επίσης τα ήθη και έθιμα των περιοχών στις οποίες βρέθηκε. Κατέγραψε, τέλος, όλες τις εμπειρίες του από την βαυαρική αποστολή, κατά τα έτη 1826-1829 στην Ελλάδα, οι οποίες εκδόθηκαν στο Μόναχο το 1897 υπό τον τίτλο: “Die bayerische Philhellenen-Fahrt 1826-1829 aus dem Randschriftlichen Rucklass des R. B. Generallieutenants Karl Freiherrn von Heideck” (“H βαυαρική, φιλελληνική αποστολή του 1826-1829 από την παράδοση των περιφερειακών σημειώσεων του αρχιστρατήγου βαρόνου Καρόλου φον Χάιντεκ”). Οι εντυπώσεις του αυτές αναδημοσιεύθηκαν στα ελληνικά στο περιοδικό Αρμονία το 1900. Είχε επίσης παραδώσει στο νεαρό ιστορικό Leopold Ranke διάφορα έγγραφα και σημειώσεις που είχε συλλέξει από την παρουσία του στην Ελλάδα, με σκοπό ίσως να συντάξει μια Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως. Ο Heideck θεωρούσε ότι είχε συμμετάσχει σε ένα παγκόσμιο ιστορικό επίτευγμα. Αυτή η πεποίθηση ήταν που διαμόρφωνε τη σκέψη του για τα μελλοντικά του σχέδια στην Ελλάδα.
Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την επιστροφή του στο Μόναχο έως ότου επανέλθει στην Ελλάδα, το 1833, ως μέλος της Αντιβασιλείας του Όθωνα, αφιερώθηκε στη ζωγραφική, συμπεριλαμβανομένης και της δύσκολης τέχνης της τοιχογραφίας. Μετά από την ανάμιξη του στα ελληνικά πράγματα ο Λουδοβίκος Α´ τον θεωρούσε όχι απλά έναν αγαπημένο του στρατιωτικό, αλλά μέλος του πιο στενού του κύκλου, και ο δεσμός που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν καθοριστικής σημασίας για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, κυρίως, στην Βαυαρία και στον Οίκο των Wittelsbach. Ήταν το πρώτο πρόσωπο που ο Λουδοβίκος Α´ επέλεξε ως μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα, καθώς έβλεπε σε εκείνον έναν ικανό εγγυητή για την εδραίωση της μοναρχίας στην Ελλάδα. Επιπλέον, η καλή σχέση που είχε με τον Όθωνα, θα τον έκαναν έναν καλό μέντορα για τον βασιλιά σε μια ξένη και ιδιαίτερη χώρα. Ο φιλελληνισμός του Heideck και η πίστη στο όραμά του για την Ελλάδα, αλλά και για τον μονάρχη του, τον οδήγησαν ακόμη μια φορά στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, όπου και παρέμεινε από τον Ιούλιο του 1832 έως τον Ιούνιο του 1835. Ανέλαβε ως αρχιστράτηγος τη διοίκηση των στρατιωτικών και ναυτικών ζητημάτων, πλαισιωμένος από τον ηγέτη του βαυαρικού συνταγματικού κόμματος, κόμη Joseph von Armansberg (Άρμανσμπεργκ) και τον πρώην υπουργό δικαιοσύνης της Βαυαρίας, καθηγητή Ludwig von Maurer (Μάουρερ).
Το συγγραφικό του έργο, το οποίο αναφερόταν αποκλειστικά σε γεγονότα στα οποία έλαβε μέρος ή των οποίων ήταν αυτόπτης μάρτυς, πλαισιώθηκε από το ζωγραφικό του έργο, στο οποίο αποτυπώνει τόπους και πρόσωπα με τα οποία ήλθε σε άμεση επαφή. Μαζί με τον Βαυαρό φιλέλληνα Karl Krazeisen, που συμμετείχε επίσης στον Αγώνα και φιλοτέχνησε τα πορτραίτα των Ελλήνων αγωνιστών, ήταν οι μοναδικοί που απεικόνισαν τα γεγονότα τη χρονική στιγμή που λάμβαναν χώρα, και όχι μετέπειτα από διηγήσεις τρίτων. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η σύνθεσή του Heideck “Μόσχω και Λάμπρος Τζαβέλας”, η οποία αποτυπώνει τον τραυματισμό του Τζαβέλα στη Μάχη της Κιάφας (Ιούλιος 1792), η οποία έλαβε χώρα κατά την προεπαναστατική περίοδο.
Ο ζωγράφος Heideck
Η τακτική του Heideck ως ζωγράφου ήταν να φιλοτεχνεί ακουαρέλες και προκαταρκτικές ζωγραφικές στο χώρο που εκτυλίσσονταν τα γεγονότα, κρατώντας ακριβείς σημειώσεις για την τοποθεσία και τα χρώματα του φυσικού περιβάλλοντος, ώστε να μπορεί αργότερα να τις ολοκληρώσει ως ελαιογραφίες στην πατρίδα του. Δημιούργησε πάνω από σαράντα έργα που αναφέρονται στην Ελλάδα, στα οποία απεικονίζονται σκηνές μαχών, γνωστοί πολεμιστές, αρχαιολογικοί χώροι και τοπιογραφίες. Σκηνές με ανθρώπινους τύπους και ζώα, η αποτύπωση λεπτομερειών της καθημερινής ζωής, λ.χ. των λαμπερών ελληνικών φορεσιών ή των ασχολιών των ντόπιων, αντικατοπτρίζουν το λαογραφικό και εθνογραφικό του ενδιαφέρον. Ξεχωρίζουν οι εξιδανικευμένες, ηρωικές του συνθέσεις, οι οποίες συγκίνησαν το ενδιαφέρον του φιλότεχνου κοινού της εποχής του, μεταξύ των οποίων ήταν ευγενείς, αστοί, αλλά και ο ίδιος ο Βαυαρός βασιλιάς.
Η ζωγραφική του διακρίνεται από ιδιαίτερη απαλότητα στην επιφάνεια, έντονη φωτεινότητα, έμφαση στη χρήση του χρώματος και πολύ καλή προοπτική οργάνωση του χώρου. Χάρη στην πιστή απόδοση της μορφολογίας και των λεπτομερειών στις συνθέσεις του, μπορούμε να ανακτήσουμε ιστορικές πληροφορίες από την εποχή του. Το έργο του λ.χ. “Ανάβαση στην Ακρόπολη” (Αufgang zur Akropolis, 1835) διασώζει την εικόνα των μεσαιωνικών περιτοιχίσεων των Προπυλαίων, οι οποίες κατεδαφίστηκαν το 1835.
Επίσης, ο πίνακας του με θέμα το Μοναστηράκι, αποδίδει με πιστότητα σκηνές της καθημερινότητας στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 1830.
Έκδηλο είναι και το ενδιαφέρον του για τις αρχαιότητες της Ελλάδας και της Ιταλίας σε πολλά από τα έργα του. Η αρχαιότητα δεν πρωταγωνιστεί στις συνθέσεις του, αλλά ως φόντο πλαισιώνει ιστορικά τις φιγούρες αγωνιστών που αποτυπώνει και προσφέρει το ιστορικό έρεισμα στον Απελευθερωτικό τους Αγώνα, όπως λ.χ. στην ελαιογραφία του “Παλληκάρια στο ναό της Κορίνθου” (Palikaren vor dem Tempel von Korinth, 1829).
Η σύνθεση “Στρατόπεδο Φιλελλήνων κατά τον Απελευθερωτικό Αγώνα” προσφέρει ένα εικαστικό τεκμήριο για τη συνεργασία Ελλήνων και Φιλελλήνων στη διάρκεια της Επανάστασης. Δεν απεικονίζονται σκηνές εχθροπραξιών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, αλλά οι στιγμές που οι αγωνιστές αναρρώνουν και ανακάμπτουν στο στρατόπεδο τους, δίνοντας έμφαση σε εθνογραφικού ενδιαφέροντος λεπτομέρειες, λ.χ. τις ενδυμασίες ή τις ασχολίες τους.
Το έργο αυτό αποτέλεσε το πρότυπο για τη σύνθεση του ζωγράφου Θεόδωρου Βρυζάκη “Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη”(1855). Ο Bρυζάκης, ένας από τους πρώτους Έλληνες που φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, αποτύπωσε σε αυτό το έργο τους Έλληνες και Φιλέλληνες αγωνιστές που είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάληρο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης. Στηριζόμενος στα πορτραίτα του Krazeisen αποτύπωσε τις μορφές των Καραϊσκάκη, Τζαβέλα, Μακρυγιάννη, Νοταρά, Gordon, Hastings και του Karl von Heideck, στον οποίον αποδίδει με αυτόν τον τρόπο φόρο τιμής.
Η Ελλάδα είπε το δικό της ευχαριστώ στον Φιλέλληνα Heideck για την προσφορά του κατά τα έτη 1826-1829 απονέμοντας του ελληνικά πολιτικά δικαιώματα. Μετά την οριστική επιστροφή του στην πατρίδα του, τιμήθηκε με τον τίτλο του Βαρόνου (Freiherr), του Αντιστρατήγου, και διετέλεσε σύμβουλος στο Υπουργείο πολέμου. Έφυγε από τη ζωή στις 21 Φεβρουαρίου 1861.
Πηγές – Βιβλιογραφία:
- Berthold Seewald, Karl Wilhelm Von Heideck: Ein Bayerischer General Im Befreiten Griechenland (1826-1835) (Beiträge Zur Militärgeschichte), Walter de Gruyter 1994
- Vereinigung der deutsch-griechischen Gesellschaften (Hg.), Hellenika. Jahrbuch für griechische Kultur und deutsch-griechische Beziehungen. Neue Folge 9. LIT Verlag, Münster 2014
- William St Clair, That Greece might still be free. The Philhellenes in the War of Independence, Open Book Publishers 2008
- deutsche-biographie.de
- Ιωάννης Καποδίστριας, Επιστολαί Ι.Α. Καποδίστρια, Κυβερνήτου της Ελλάδος, διπλωματικαί, διοικητικαί και ιδιωτικαί, γραφείσαι από 8 Απριλίου 1827 μέχρις 26 Σεπτεμβρίου 1831, Τόμοι 1-2, Τύποις Κ. Ράλλη, 1841
- Κωνσταντίνος Παπρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ, Η Ελληνική Επανάσταση (1821- 1832)
- Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005
- Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάσταση, εκδόσεις Μέλισσα 1974
- Μιλτιάδης Παπανικολάου, Γερμανοί ζωγράφοι εικονογραφούν το 1821, 7 Ημέρες, εφημερίδα Καθημερινή
- nationalgallery.gr
- pinakothek.de