Ο Carl Anton Joseph Rottmann ήταν διάσημος Γερμανός τοπιογράφος και αγαπημένος ζωγράφος του Βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ (Ludwig I., 1786 – 1868). Φημιζόταν για την ζωγραφική του με μυθικά – ηρωικά θέματα. Το σπουδαιότερο καλλιτεχνικό επίτευγμα του Rottmann υπήρξε η δημιουργία του «Ελληνικού Κύκλου» (Griechenlandzyklus). Μίας σειράς έργων ρομαντικής τοπιογραφίας με θέμα την Ελλάδα, που φιλοτέχνησε μετά από ανάθεση του Λουδοβίκου Α´. Θεωρήθηκε ως ο «σπουδαιότερος τοπιογράφος του Μονάχου», και ήταν από τους πρώτους μάλιστα που προσέφερε στο Γερμανικό κοινό, ρεαλιστικές εικόνες από την Ελλάδα (όπως σημείωσε ο Γερμανός αρχιτέκτων, Leo von Klenze, 1784-1864). Η σπουδαιότητα της προσφοράς του αναγνωρίσθηκε στην εποχή του, και την επαύριο του θανάτου του μία αίθουσα της Νέας Πινακοθήκης του Μονάχου (Νeue Pinakothek) αφιερώθηκε στην αποκλειστική έκθεση των έργων του «Ελληνικού Κύκλου» (1853). Πρόκειται για τον μοναδικό καλλιτέχνη στον οποίον επιφυλάχθηκε τέτοια τιμή στη Νέα Πινακοθήκη.
Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1797 στη συνοικία Handschuhsheim της Χαϊδελβέργης και μαθήτευσε στο πλευρό του πατέρα του, Friedrich Rottmann, o οποίος εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο της πόλης διδάσκοντας ζωγραφική. Ο νεότερος αδελφός του Carl, Leopold, έγινε επίσης ζωγράφος, χωρίς ωστόσο να αγγίξει τη διασημότητα του μεγαλύτερου σε ηλικία αδελφού του. Ήδη στα πρώτα έργα του Carl Rottmann διακρίνεται η δεξιοτεχνία του στην ακουαρέλα και η δύναμη των συνθέσεων του. Ο ίδιος επηρεάστηκε από τους Ολλανδούς τοπιογράφους, τον Γάλλο Claude Lorrain (1600 – 1682), και τον Άγγλο George Augustus Wallis (1761-1847), με τον οποίον συνδέθηκε κατά την παραμονή του τελευταίου στην Χαϊδελβέργη. Ο Rottmann ανήκε, μαζί με τους συμπατριώτες του, Philipp Fohr (1795 – 1818) και Ernst Fries (1801 – 1833), στους κορυφαίους ρομαντικούς ζωγράφους της Χαϊδελβέργης, και επηρέασε μία σειρά νεοτέρων τοπιογράφων.
Η μετακόμιση του στο Μόναχο το 1821 απετέλεσε σταθμό καθοριστικής σημασίας για την ανάδειξη του ως καλλιτέχνη. Μέσω της συζύγου του, Friedericke Sckell, και του κύκλου γνωριμιών της οικογένειάς της, ήλθε σε επαφή με τον Βαυαρό μονάρχη, Λουδοβίκο Α΄. Το ιδεολογικό και καλλιτεχνικό πρόγραμμα του Λουδοβίκου προέκρινε την προβολή και την εδραίωση της κυριαρχίας του Οίκου των Wittelsbach στο Μόναχο, όπως και την υπογράμμιση της κοινής πολιτισμικής κληρονομίας που συνέδεε το αναδυόμενο νέο ελληνικό κράτος και την Βαυαρία. Τα αρχιτεκτονικά κτήρια και ο πολεοδομικός ανασχεδιασμός της «Αθήνας του Ίζαρ», όπως και τα νέα έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν, απετέλεσαν προνομιακά πεδία προβολής αυτού του προγράμματος. Ως μαικήνας των τεχνών, ο Λουδοβίκος σύντομα δημιούργησε γύρω του έναν κύκλο ευνοούμενων ζωγράφων και αρχιτεκτόνων. Ένας από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες (από το 1841 επίσημος «ζωγράφος της βασιλικής Αυλής» – Hofmaler), ήταν ο Rottmann, στον οποίον ανέθεσε την εικονογράφηση των στοών του κήπου του Μονάχου (Hofgarten) με ιταλικά τοπία. Oι προσβάσιμοι σε όλους κήποι θα προσέφεραν ένα «δωρεάν μάθημα Ιστορίας». Ο Βαυαρός μονάρχης επέλεξε να υπογραμμισθεί εδώ η σχέση της πατρίδος του με την Ιταλία μέσω μίας εικαστικής περιήγησης στη γείτονα χώρα. Προκειμένου δε ο Rottmann να εμπλουτίσει το ρεπερτόριο των εικόνων του με αληθοφάνεια, του ανέθεσε ένα ταξίδι στην Ιταλία (1826-1827). Έτσι, ως το 1828 δημιούργησε 28 ειδυλλιακές τοπογραφίες (νωπογραφίες), προορισμένες αρχικά να εκτεθούν στο Hofgarten.
Ο κύκλος με τα «ιταλικά έργα» άνοιξε το δρόμο για ακόμη μία σημαντική ανάθεση του Λουδοβίκου στον Rottmann. Ο πρωτότοκος υιός του μονάρχη, Όθων, είχε ήδη στεφθεί βασιλιάς της Ελλάδος το 1832, και μαζί αναφάνηκε η ανάγκη δημιουργίας μνημειωδών έργων που θα υπογράμμιζαν τους συμμαχικούς δεσμούς φιλίας μεταξύ των χωρών. Ετσι λοιπόν, ανέθεσε στον Rottmann, και χρηματοδότησε, την μετάβασή του στο νεόδμητο ελληνικό κράτος (1834-1835), με σκοπό τη συλλογή υλικού για την δημιουργία αντιστοίχων «ελληνικών έργων» στη βόρεια πτέρυγα των στοών του Hofgarten. Τα έργα αυτά θα ολοκλήρωναν το πρόγραμμα της ειδυλλιακής – ρομαντικής τοπιογραφίας που εγκαινιάσθηκε με τα ιταλικά του θέματα. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία 38 σκηνών. Εκτός από τον Rottmann, απεσταλμένοι του Λουδοβίκου στην Ελλάδα υπήρξαν αντίστοιχα οι ζωγράφοι Ferdinand Stademann (1791-1873), Ludwig Lange (1808-1868), Peter von Hess (1792-1871), oι στρατιωτικοί και ζωγράφοι Karl Wilhelm Freiherr von Heideck (1788 – 1861) και Karl Krazeisen (1794 – 1878), καθώς και ο αρχιτέκτων Leo von Klenze (1784 – 1864). Στον Peter von Hess είχε ανατεθεί επίσης από τον Λουδοβίκο Α, η δημιουργία παραστάσεων από την Ελληνική Επανάσταση, οι οποίες θα κοσμούσαν τη βόρεια στοά του Hofgarten.
O Ludwig Lange υπήρξε σημαντικός συνοδοιπόρος του Rottmann στην Ελλάδα, που του παρείχε πολύτιμες συμβουλές για τα αρχιτεκτονικά του σχέδια. Ο Rottmann αντιμετώπισε δυσκολίες στη διάρκεια του μονοετούς ταξιδιού του, όπως μαρτυρείται από πλήθος επιστολών που συνέταξε εκείνη την περίοδο. Περιηγήθηκε τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα (Αθήνα, Κόρινθος, Ναυπλία, Τίρυνθα, Μυκήνες, Επίδαυρο, Νεμέα, Σπάρτη, Θήβα), όσο και σε νησιά (Εύβοια, Νάξος, Δήλος), και δημιούργησε εκατοντάδες προσχέδια για τα τοπία που επισκέφθηκε, ενίοτε δε ορισμένες πανοραμικές παραστάσεις με μολύβι και ακουαρέλα.
Η εικόνα της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ελλάδος που γνώρισε κατά τη δωδεκάμηνη παραμονή του ο ζωγράφος απείχε πολύ από την εξιδανικευμένη «Αρκαδία» που επιθυμούσε να προβάλει ο αρχαιολάτρης Λουδοβίκος Α. Για τις απεικονίσεις τόπων με βαρύνουσα ιστορική σημασία (π.χ. “Schlachtfeld von Marathon“, το πεδίο μάχης του Μαραθώνα), ο Rottmann απέφυγε την «αφήγηση» των γεγονότων μέσω της απεικόνισης προσώπων, αναθέτοντάς την περισσότερο στα στοιχεία της φύσης, τα ζώα ή τα καιρικά φαινόμενα, με τα οποία μας «εκμυστηρεύεται» ατμοσφαιρικά τα ιστορικά γεγονότα. Προσπάθησε επίσης να «συμβιβάσει» εικονογραφικά τα σημάδια της αρχαιότητας με τεκμήρια της σύγχρονης παρουσίας των Ελλήνων (π.χ. “Athen, vom Brunnen aus”, θέα της Αθήνας από πηγή). Αυτές οι επιλογές του τον έκαναν εισηγητή μίας νέας «ρομαντικής, ηρωικής τοπιογραφίας». Τα έργα του ξεχωρίζουν για την επιδέξια απόδοση του φωτός και των λεπτών αποχρώσεων του ουρανού. Στο Μόναχο επιβιώνει ως σήμερα ο χαρακτηρισμός «ουρανός του Rottmann» (Rottmannhimmel) ως αναφορά σε έναν καταγάλανο ουρανό.
Αφού επέστρεψε στο Μόναχο τον Οκτώβριο του 1834, μετέφερε τα προσχέδιά του σε ακουαρέλες, με σκοπό να τις παρουσιάσει στον Λουδοβίκο, ώστε να προεγκριθούν για τη μεταφορά τους στο Hofgarten. Για τον «Ελληνικό Κύκλο» προτίμησε αρχικά τη μέθοδο της εγκαυστικής, ή οποία εγγυόταν μακροβιότητα στα έργα, έπειτα πειραματίστηκε με τη χρήση ρητίνης στη ζωγραφική. Ως το 1849 δημιούργησε 23 τοπιογραφίες, μειώνοντας τον αρχικά προβλεπόμενο αριθμό των έργων. Η ιδέα για την υπαίθρια έκθεση τους εγκαταλείφθηκε. Από το 1853 οι παραστάσεις βρίσκονταν εκτεθειμένες σε ειδική αίθουσα της Νέας Πινακοθήκης στο Μόναχο που έφερε το όνομά του (Rottmann-Saal, Neue Pinakothek). H αίθουσα αυτή, μαζί με το κτήριο της Νέας Πινακοθήκης, έκλεισαν με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Λόγω του βάρους τους, οι παραστάσεις μπορούσαν να μεταφερθούν μόνο στο υπόγειο του μουσείου, όπου υπέστησαν όμως σημαντικές ζημιές. Το 2003 δημιουργήθηκε μία νέα αίθουσα Rottmann, στο καινούργιο κτήριο της Νέας Πινακοθήκης (1981), όπου παρουσιάστηκαν 14 από τους 19 πίνακες του που αποκαταστάθηκαν.
O Carl Rottmann πέθανε στο Μόναχο στις 7 Ιουλίου 1850, λίγες μόλις εβδομάδες αφού είχε ολοκληρώσει την τελευταία του εικόνα από τον «Ελληνικό κύκλο». Ο τάφος του βρίσκεται στο Alter Südfriedhof του Μονάχου.
Η ΕΕΦ τιμά τον σπουδαίο ζωγράφο και Φιλέλληνα Carl Rottmann, o oποίος με την ατμοσφαιρική του τοπιογραφία διέσωσε την εικόνα της Ελλάδας που αντίκρυσε, μεταφέροντας στις νεότερες γενιές ένα σημαντικό εικαστικό τεκμήριο για τη χώρα μας.
Πηγές – Βιβλιογραφία
- Fuhrmeister, Christian; Jooss, Birgit (Hrsg.), Isar/Athen Griechische Künstler in München – Deutsche Künstler in Griechenland, Μόναχο 2008.
- Kepetzis, Ekaterini, „Imagination und Wirklichkeit. Griechenlandrezeption in der westeuropäischen Malerei“, στο: Κonstantinou, Evangelos (Hrsg.), Das Bild Griechenlands im Spiegel der Völker (17. bis 18. Jahrhundert), Philhellenische Studien Band 14, Peter Lang, Frankfurter am Main 2008.
- Kepetzis, Ekaterini, Rezension von: Herbert W. Rott / Renate Poggendorf / Elisabeth Stürmer: Carl Rottmann. Die Landschaften Griechenlands, Ostfildern: Hatje Cantz 2007, στο KUNSTFORM 9 (2008), Nr. 1, https://www.arthistoricum.net/kunstform/rezension/ausgabe/2008/1/
- Μιχαήλ, Γιάννης, «Δέκα τόνοι Ελλάδα», Το Βήμα, 25.11.2008.
- https://www.pinakothek.de/kunst/carl-rottmann/kopaissee