“In Gegenden, wo die Künste geblüht haben, sind auch die schönsten Menschen gezeugt worden“ (“Σε περιοχές, όπου άνθισαν οι τέχνες, δημιουργήθηκαν και οι ομορφότεροι άνθρωποι”).
Ο Johann Joachim Winckelmann (1717 – 1768) υπήρξε ο πρώτος Γερμανός αρχαιολόγος, με τη σημερινή έννοια του όρου, και σημαντικός δάσκαλος της τέχνης. Το κυριότερο έργο του, “Ιστορία της αρχαίας τέχνης” (Geschichte der Kunst des Alterthums, 1764) αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της επιστήμης της Αρχαιολογίας και της σύγχρονης Ιστορίας της τέχνης. Εξόπλισε την Aρχαιολογία με την επιστημονική μέθοδο, αποκαθαίροντάς την από τον αρχαιοδιφικό ερασιτεχνισμό που ως τότε την καθήλωνε σε ασχολία “ευγενών κυρίων”. Ρηξικέλευθα για την εποχή του, πρόταξε την υπεροχή της ελληνικής, κλασικής αρχαιότητας, έναντι της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής, και θεμελίωσε τον γερμανικό κλασικισμό πάνω στην ελληνική αρχαιολατρία. Δολοφονήθηκε υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες σε ηλικία μόλις 50 ετών στην Τεργέστη. Την ημέρα αυτή έφερε στις αποσκευές του τα αγαπημένα από τη νιότη του βιβλία, που καθόρισαν όλη του τη σκέψη και πορεία: αυτά του Ομήρου.
Ο Winckelmann γεννήθηκε σχεδόν 70 χρόνια πριν τη Γαλλική Επανάσταση και 100 πριν την Ελληνική. Ήταν ο πλέον διάσημος γιός της πόλης του Stendal (από το Altmark, Sachsen-Anhalt) της Πρωσίας. Υπήρξε ένα αυθεντικά φιλελεύθερο και πρωτοπόρο πνεύμα που επηρέασε τους μεγαλύτερους άνδρες της Γερμανίας (Lessing, Goethe, Herder, Schiller), τον Λόρδο Βύρωνα, ακόμη και τους θιασώτες της Γαλλικής Επανάστασης και αργότερα του Ναπολέοντος. Ο ίδιος ο Goethe χαρακτήρισε τον 18ο αιώνα “εκατονταετία του Winckelmann”, ορίζοντας έτσι το μέτρο της σπουδαιότητάς του. Η επιτυχία αυτή είναι άξια θαυμασμού, αν αναλογισθεί κανείς ότι ο Johann Joachim Winckelmann γεννήθηκε σε μια φτωχή και εξαθλιωμένη από τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618 – 1648) πρωσική πόλη, ως μοναχογιός ενός υποδηματοποιού. Παρόλα αυτά, η εκπαίδευση του μονάκριβου γιου της οικογένειας ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των γονιών του, οι οποίοι τον έστελναν στο δημοτικό σχολείο λατινικών της πόλης τους (städtische Lateinschule). Χάρη στη συμμετοχή του σε μία χορωδία απόρων μαθητών, κατορθώνει να αποκτήσει τα βιβλία του και ελεύθερη πρόσβαση στα μαθήματα. Εκεί γνωρίζει τον σχεδόν τυφλό διευθυντή του σχολείου, Esaias Wilhelm Tappert, του οποίου γίνεται έμπιστος βοηθός και του διαβάζει βιβλία. Αυτή η εμπειρία, καθώς και η πρόσβαση που αποκτά ο νεαρός Winckelmann στη σχολική βιβλιοθήκη, την οποία επιβλέπει, του προσφέρουν την πρώτη γνωριμία με σημαντικά γραπτά Άγγλων και Γάλλων συγγραφέων, τα οποία σταδιακά θα ξυπνήσουν μέσα του την ιδέα της πολιτικής ελευθερίας. Η αντίληψη που έχει από νωρίς σχηματίσει άλλωστε για την Πρωσία είναι ότι πρόκειται για μία χώρα δεσποτείας, στην οποία, όπως θα αναφέρει κατοπινά, έχει “νιώσει τη σημαίνει σκλαβιά”.
Mε παρότρυνση του Tappert, o δεκαοκτάχρονος Winckelmann μεταβαίνει τον Μάρτιο του 1735 για γυμνασιακές σπουδές στο Βερολίνο (Cöllnisches Gymnasium zu Berlin), όπου παραμένει έως το φθινόπωρο του 1736. Εκεί μελετά την θεωρία του κρατικού συντάγματος, βιογραφίες επιστημόνων, φυσικές επιστήμες, και διευρύνει τις γνώσεις του για την ελληνική γλώσσα και γραμματεία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απαρχή του Φιλελληνισμού του εντοπίζεται σε αυτή τη γόνιμη περίοδο της νεότητας του. Στην φάση αυτή γνωρίζει τον αντιπρόεδρο του Γυμνασίου, Christian Tobias Damm, ο οποίος ειδικεύεται στη Μυθολογία. Ο Damm μεταλαμπαδεύει την αγάπη του για τα ομηρικά έπη στον Winckelmann, αγάπη η οποία αποτελεί εφαλτήριο της βαθιάς του ενασχόλησης με την αρχαιότητα, την τέχνη και τη φιλοσοφία της. Ο Όμηρος θα παραμείνει ο αγαπημένος του συγγραφέας ως τον θάνατό του. Το Νοέμβριο του 1736 επιστρέφει στην πόλη του και συνεχίζει τις σπουδές του στο Salzwedeler Gymnasium, ενώ παράλληλα διδάσκει ελληνικά. Ο πρύτανης του σχολείου Bake τον χαρακτηρίζει “ανήσυχο και ασταθές άτομο” (homo vagus et inconstans).
Τον Απρίλιο του 1738 εγγράφεται φοιτητής Θεολογίας στο Halle, όπου με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθεί τις διαλέξεις του Alexander Gottlieb Baumgarten (1714–1762), ιδρυτή της Αισθητικής στη Γερμανία. Επίσης επισκέπτεται το σεμινάριο του γιατρού και φιλολόγου Johann Heinrich Schulze (1687–1744) για τις ελληνικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες σύμφωνα με τα αρχαία νομίσματα. Από εδώ ίσως θα αρχίσει να εξελίσσει την ικανότητά του για λεπτομερή περιγραφή των μερών των έργων τέχνης, όπως λ.χ. στην περίφημη περιγραφή του συμπλέγματος του Λαοκόοντος από την “Ιστορία της αρχαίας τέχνης” (Geschichte der Kunst des Alterthums, 1764). Για παράδειγμα, η εμμονή του στην εξονυχιστική καταγραφή των μερών του ανθρωπίνου σώματος, ως βάση για την ανάλυση αγαλμάτων της αρχαίας ελληνικής τέχνης (π.χ. για τον Απόλλωνα του Belvedere) και ως οδηγός για την αισθητική τους προσέγγιση, σχετίζεται με τις σύντομες σπουδές του Ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Jena (Μάιος 1741), τις οποίες ωστόσο δεν ολοκλήρωσε. Ως δεύτερο λόγο της εμμονής του με το κάλλος του ανθρώπινου σώματος, κυρίως του ανδρικού, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς και την ομοφυλοφιλία του, η οποία βεβαιώνεται από πολλούς μελετητές του βίου του.
Τα χρόνια που ακολουθούν εργάζεται ως ιδιωτικός δάσκαλος ελληνικών και λατινικών για οικογένειες, προκειμένου να βιοπορίζεται. Παράλληλα, πραγματοποιεί φιλολογικές, φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες, οι οποίες σήμερα σώζονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας στο Παρίσι (Bibliothèque nationale de France, Paris). Την περίοδο αυτή της ζωής του θεωρεί ως μάλλον επαχθή. Εργάσθηκε ως δάσκαλος και αντιπρύτανης στη Lateinschule Seehausen (1742). Όμως, η θέρμη με την οποία δίδασκε τα ελληνικά, δεν έβρισκε ανταπόκριση στη νεολαία της πρωσικής επαρχίας, στην οποία ο Winckelmann ένιωθε να ασφυκτιά εξαιτίας των περιορισμένων διανοητικών της οριζόντων. Αναφέρεται δε ότι ο ίδιος εργαζόταν εξαντλητικά, σε βαθμό κατάρρευσης.
Η πρόταση του κόμητα Heinrich von Bünau, να μεταβεί στο Schloss Nöthnitz κοντά στη Δρέσδη και να αναλάβει χρέη βιβλιοθηκονόμου σε μια πολύ σημαντική, δημόσια προσβάσιμη ιδιωτική βιβλιοθήκη της εποχής, θα του προσφέρει διέξοδο από την ανία του Seehausen. Στη ζωή του Winckelmann προέκυπτε συχνά η εμφάνιση σημαντικών προσώπων με κύρος, τα οποία του προσέφεραν διόδους προσωπικής εξέλιξης. Κατά πάσα πιθανότητα ο Winckelmann ήταν ένας χαρακτήρας ευάρεστος και εκλεπτυσμένος, με δυνατότητα ευελιξίας στις κοινωνικές συναναστροφές του. Σύντομα λοιπόν εντυπωσίασε και τον πρεσβευτή του Πάπα και επισκέπτη της βιβλιοθήκης, Alberico Archinto, ο οποίος τον προσκάλεσε στη Ρώμη για να αναλάβει χρέη βιβλιοθηκονόμου στο Βατικανό. Η θέση αυτή είχε μεγάλη σημασία για τον Winckelmann, διότι η βιβλιοθήκη στο Βατικανό αποτελούσε το κέντρο της παγκόσμιας γνώσης. Ο Archinto θέτει ως όρο για την αποδοχή του στο Βατικανό, την αποκήρυξη του λουθηρανισμού εκ μέρους του Winckelmann και τον προσηλυτισμό του στον καθολικισμό, κάτι που ο Winckelmann δέχεται χωρίς αντίρρηση προκειμένου να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες στη Ρώμη. Εκεί θα αφοσιωθεί απρόσκοπτα στη δια ζώσης μελέτη των καλλιτεχνικών έργων, ως “Augenmensch” (“άνθρωπος του βλέμματος”, οπτικός τύπος).
Η Ρώμη συντελεί καθοριστικά στην ανάδυση του ιστορικού τέχνης και αρχαιολόγου Winckelmann. Εκεί γνωρίζει τον πρώιμο κλασικιστή ζωγράφο Anton Raphael Mengs, στην οικία του οποίου διαμένει, με τον οποίον μοιράζεται την ίδια αγάπη για την ελληνική τέχνη. Κατόπιν γνωρίζει τη νεαρή Γερμανίδα καλλιτέχνη Angelica Kauffmann (1741-1807), η οποία εκ μέρους του Johann Kaspar Füßli (1706–1782), Ελβετού ζωγράφου, φιλοτεχνεί το πορτραίτο του το 1764.
Ως προστατευόμενος του Archinto αποκτά διασυνδέσεις με ιταλικούς κύκλους μελετητών και έχει τη δυνατότητα να επισκέπτεται τις βιβλιοθήκες τους. Mετά τον θάνατο του Archinto, ο Winckelmann γίνεται προστατευόμενος του καρδιναλίου Alessandro Albani, o oποίος συμβάλλει καθοριστικά στον διορισμό του Winckelmann ως επιτρόπου των αρχαιοτήτων της Ρώμης (1763), θέση με υψηλότατη επιρροή και κύρος. Αναλαμβάνει ξεναγήσεις υψηλά ιστάμενων προσώπων στην αρχαία Ρώμη και πραγματοποιεί αρχαιολογικά ερευνητικά ταξίδια. Μεταξύ 1758 -1767 ολοκληρώνει τέσσερα ταξίδια στις κατεστραμμένες από την έκρηξη του Βεζουβίου πόλεις Πομπηία, Ηerculaneum και Σταβίες. Με τις αναφορές για τις ανασκαφές στις πόλεις του Βεζούβιου, ο Winckelmann ανέπτυξε ένα πρώτο σχήμα για την επιστημονική περιγραφή των ανασκαφών. Στο Paestum αντικρύζει για πρώτη φορά ελληνικούς ναούς, γεγονός που τον συναρπάζει. Αποτυπώνει τις εμπειρίες του στο έργο “Anmerkungen über die Baukunst der Alten“ (“Σημειώσεις για την αρχιτεκτονική των αρχαίων”, 1761).
Στις αρχές του 1764 εμφανίζεται το κύριο έργο του Winckelmann, η «Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας»( Geschichte der Kunst des Alterthums). Στο έργο αυτό, παρουσιάζει την εξέλιξη της τέχνης με βάση την ακολουθία των περιόδων του στιλ, χρησιμοποιώντας ως κύριο παράδειγμα την ελληνική τέχνη. Διακρίνει τις παρακάτω εποχές στην αρχαία ελληνική τέχνη και στην αρχαία λογοτεχνία: (α) την εποχή του «αρχαϊκού ύφους», με τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια από όλες (7ος-6oς αι. π.Χ.), (β) την εποχή του υψηλού ύφους, η οποία εκφράζει την καλλιτεχνική κορύφωση της κλασικής εποχής του 5ου αι. με εκπροσώπους της τον Φειδία, τον Πραξιτέλη, τον Λύσιππο και τον Απελλή, (γ) την εποχή του “ωραίου ύφους” του Πραξιτέλη, και, τέλος (δ) την εποχή της παρακμής της αρχαίας τέχνης και λογοτεχνίας. Η αξία του έργου του έγκειται στην ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών κάθε καλλιτεχνικής περιόδου. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε ένα μεθοδολογικό εργαλείο ταξινόμησης των έργων, όχι αποκλειστικά για την επιστήμη της κλασικής αρχαιολογίας. Στον πυρήνα του έργου του βρίσκονται οι εντυπωσιακές και λεπτομερείς περιγραφές των καλλιτεχνικών αριστουργημάτων.
Ακολουθώντας τη διάταξη του Winckelmann ως σήμερα, αναφερόμαστε στις δυο κύριες εποχές της ελληνικής τέχνης (5ος και 4ος αι. π.Χ.), ως κλασικές. Αυτή η διάταξη προέρχεται από τον αρχαίο κλασικισμό. Επηρεάσθηκε και ο ίδιος από τον συγγραφέα Πλίνιο, ο οποίος θεώρησε ότι η ελληνική τέχνη άρχισε να πέφτει σε μαρασμό μετά την εποχή του Αλεξάνδρου. Το φιλελεύθερο πνεύμα του Winckelmann συνέδεε την αρνητική εξέλιξη της παρακμής των τεχνών με την ανάδυση των μοναρχιών μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Η παρακμή της τέχνης σχετίζεται με την απώλεια του δημοκρατικού κοινού και την ανάδυση μίας τέχνης της ιδιωτείας, για ιδιωτική χρήση. Θεωρεί δηλαδή ότι η τέχνη οδηγείται σε αδιέξοδο όταν πέφτει στα χέρια της ιδιωτικής επίδειξης, ενώ προϋπόθεση για την ύπαρξη της υψηλής τέχνης, είναι η πολιτική ελευθερία.
Ο Φιλελληνισμός του Winckelmann ήταν απόρροια της ανάγκης του για πολιτική ελευθερία
Για τον Winckelmann τα αρχαία ελληνικά αγάλματα αποτελούν το ύψιστο ιδανικό της τέχνης. Αυτό το αξίωμα διατυπώνει για πρώτη φορά στο έργο του «Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική» (“Gedanken über die Nachahmung der griechischen Werke in der Malerey und Bildhauerkunst ”, 1756). Τα ελληνικά έργα χαρακτηρίζουν “ευγενική απλότητα και ήρεμο μεγαλείο” («edle Einfalt und stille Größe» ). Προτρέπει τους καλλιτέχνες να μιμηθούν τα έργα της αρχαιότητας, κατά το αριστοτελικό μιμείσθαι: όχι μηχανικά, αλλά δημιουργικά, με τρόπο που οδηγεί στη γνώση.
Και αν στην εποχή μας, η ιδέα της υπεροχής της κλασικής αρχαιότητας μοιάζει αυτονόητη, τούτο δεν ίσχυε καθόλου στην εποχή του Winckelmann. Ήταν η δική του τόλμη που ανέδειξε την κλασική ελληνική αρχαιότητα έναντι της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής. Γεννημένος σε μία χώρα την οποία θεωρούσε δεσποτική, ο νεαρός Winckelmann εντοπίζει στην αττική δημοκρατία το πρότυπο της πολιτικής ελευθερίας. Θέτει την Ελληνική δημοκρατία στον αντίποδα του ρωμαϊκού δεσποτισμού και ορίζει την εποχή του Περικλή ως την πρώτη περίοδο άνθησης της ελληνικής τέχνης. Αυτή ήταν μία ρηξικέλευθη αντίληψη για την εποχή του, καθώς η γαλλική κουλτούρα της περιόδου, η οποία γνώριζε διάδοση και στις γερμανικές αυλές, θεμελίωνε την καταγωγή της στη ρωμαϊκή αρχαιότητα. O διαφωτιστής Winckelmann αντιπαραβάλλει την ελληνική δημοκρατία και τέχνη, στον ρωμαϊκό δεσποτισμό, τη βαριά τέχνη του μπαρόκ, και την επιφανειακή και α-πολίτικη του ροκοκό. Εδώ, δεν πρόκειται μόνον για αισθητικές προτιμήσεις, αλλά και για πολιτικές, καθώς η αισθητική και φιλοσοφική υπεροχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης συνδέεται άρρηκτα με τη δημοκρατία του Περικλέους.
Είναι σημαντικό επίσης το γεγονός, ότι μέχρις ότου ο Winckelmann επαναφέρει την αρχαία τέχνη στο ύψος στο οποίο πρέπει να τοποθετείται, ο χριστιανισμός τη λοιδορούσε για την παρακμή και την εξαφάνισή της.
Με τις τοποθετήσεις του λοιπόν υπέρ της αρχαίας ελληνικής τέχνης, εγκαινιάζει μία διαμάχη μεταξύ των θιασωτών της ρωμαϊκής και των υπέρμαχων της αρχαιοελληνικής τέχνης. Οι τελευταίοι αποτελούσαν τους “εκσυγχρονιστές” της εποχής του. Ο Winckelmann ορίζει τη θεμελίωση του γερμανικού κλασικισμού πάνω στην ελληνική αρχαιολατρία, διαφοροποιούμενος από τον γαλλικό και ιταλικό κλασικισμό που στρέφονταν στη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Η μεταστροφή αυτή ισοδυναμούσε με πνευματική επανάσταση.
Για τον Winckelmann είναι σημαντική η ηθική επιρροή της αρχαιοελληνικής τέχνης, τόσο για τον καλλιτέχνη, όσο και για τον δέκτη της. Ο καλλιτέχνης οδηγείται μέσω της μίμησής της στη γνώση: “πρέπει να αισθανθεί τη δύναμη του πνεύματος, την οποία εγχάραξε στο μάρμαρο”. Ενώ εκείνος που αντικρύζει τα αγάλματα, βρίσκει σε αυτά παραδείγματα για μια συγκεκριμένη στάση ζωής. Το “ήρεμο μεγαλείο” του Λαοκόοντος λ.χ. έχει ηθική επιρροή στον παρατηρητή του, καθώς ο Λαοκόων δεν εγείρει “καμιά τρομερή φωνή, όπως διακηρύττει ο Βιργίλιος” για τον ήρωα. “Δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο το άνοιγμα του στόματος, περισσότερο πρόκειται για ανήσυχο αναστεναγμό (…) η δυστυχία του φθάνει ως την ψυχή του, όμως ευχόμαστε, ακριβώς όπως αυτός ο σπουδαίος άνδρας, έτσι και εμείς να μπορούμε να αντέξουμε τη δυστυχία”. Αντιστοίχως ο δέκτης λοιπόν μαθαίνει να υπομένει τα δεινά του με σεμνό τρόπο.
O Winckelmann θεωρεί ότι για τους Έλληνες, η καλλιτεχνία και η σοφία για τον κόσμο, είναι έννοιες ταυτόσημες. Αγαπημένο πρότυπό του είναι ο Σωκράτης, ο οποίος εκτός από φιλόσοφος ήταν και γλύπτης. Ο συνδυασμός τέχνης και φιλοσοφίας είναι ό,τι καθιστά τα ελληνικά έργα άξια προς μίμηση. Στόχος απαιτητικός στην επίτευξη του:
«Το υψηλότερο πρότυπο της τέχνης για τους σκεπτόμενους ανθρώπους είναι ο άνθρωπος, ή έστω η εξωτερική του εμφάνιση, και αυτό είναι τόσο δύσκολο να ερευνηθεί για τον καλλιτέχνη, όσο είναι για τους σοφούς η διερεύνηση του εσωτερικού τους, και το πιο δύσκολο είναι αυτό που δεν φαίνεται, είναι το κάλλος, επειδή στην πραγματικότητα, δεν εμπίπτει στον αριθμό και το μέτρο».
(Erinnerung über die Betrachtung der Werke der Kunst, 1759)
Ο Winckelmann θαυμάζει την ιδιαιτερότητα των Ελλήνων, την “ευγενική και ευέλικτη ευγένειά τους, που συνοδεύουν μια ζωντανή και χαρούμενη ύπαρξη”. Και θυμίζει ότι: “σε περιοχές όπου άνθισαν οι τέχνες, δημιουργήθηκαν επίσης και οι ομορφότεροι άνθρωποι.”
«In Gegenden, wo die Künste geblüht haben, sind auch die schönsten Menschen gezeugt worden».
(Schriften über die Nachahmung der alten Kunstwerke, 1756)
Ο Winckelmann συνέχισε να εργάζεται στην ιστορία της τέχνης καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το 1767 δημοσίευσε τις «Σημειώσεις για την Ιστορία της Αρχαίας Τέχνης» (Anmerkungen über die Geschichte der Kunst des Alterthums, Dresden 1767).
Το πρώτο του έργο αντιπροσώπευε ένα προκαταρκτικό στάδιο για την αναθεωρημένη δεύτερη έκδοση της Ιστορίας της Τέχνης. Το βιβλίο έκανε την εμφάνισή του μετά το θάνατο του στη Βιέννη το 1776.
Στο ίδιο έτος χρονολογείται και το σπουδαίο του έργο «Monumenti antichi inediti, spiegati ed illustrati», που περιλαμβάνει μη δημοσιευμένα αρχαία μνημεία, το οποίο έτυχε θετικής αποδοχής από το κοινό. Στο έργο του αυτό προέβη σε λεπτομερείς περιγραφές μη δημοσιευμένων μνημείων και βάσισε την ερμηνεία των παραστάσεων στο μυθολογικό τους πλαίσιο, ανοίγοντας νέους δρόμους στην αρχαιολογική ερμηνευτική. Το 1763 παρουσίασε μέρος του έργου του στον Πάπα Clemens XII. Φαίνεται να ήταν στο αποκορύφωμα της καριέρας του. Ήταν ήδη επίσημο μέλος πολυάριθμων Ακαδημιών, μεταξύ άλλων των: Accademia di Cortona, η Accademia di San Luca στη Ρώμη, της Εταιρεία Αρχαιοτήτων στο Λονδίνο και της Ακαδημίας του Göttingen.
Ο απρόσμενος και τραγικός θάνατος του τάραξε πολλούς στην Ευρώπη, καθώς ο Winckelmann ήταν άνθρωπος που έχαιρε γενικής και ειλικρινούς αποδοχής. Μια τυχαία γνωριμία στο λιμάνι της Τεργέστης με τον άνθρωπο του υποκόσμου Arcangeli, στάθηκε μοιραία.
Ο πενηντάχρονος τότε Winckelmann επιθυμούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του και να επισκεφθεί μια σειρά από επιφανείς του φίλους και ιδρύματα στη Γερμανία. Ετσι έφυγε από τη Ρώμη στις 10 Απριλίου 1768 και διέσχισε τις Άλπεις με τον γλύπτη φίλο του Bartolomeo Cavaceppi. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αρρώστησε αιφνιδίως και αποφάσισε να επιστρέψει στη Ρώμη. Οι φίλοι του τον οδήγησαν στο Regensburg, και στη συνέχεια στη Βιέννη, όπου έγινε δεκτός από την Αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία. Μετά ταξίδευσε στην Τεργέστη για να πάρει ένα πλοίο στην Ανκόνα και να μεταβεί στη Ρώμη. Λόγω καθυστέρησης του πλοίου, αναγκάσθηκε να παραμείνει σε ξενοδοχείο της Τεργέστης. Στις 8 Ιουνίου 1768 δολοφονήθηκε στο δωμάτιο όπου διέμενε, από τον Francesco Arcangeli, ο οποίος είχε προηγουμένως καταδικασθεί για κλοπή. Στην απολογία του ο Arcangeli δήλωσε ότι στις αποσκευές του θύματος βρήκε κάποια βιβλία γραμμένα σε μια αλλόκοτη γλώσσα: ήταν τα ομηρικά έπη. Ο δολοφόνος του εκτελέσθηκε στις 20 Ιουλίου 1768.
Η άδικη και πρόωρη δολοφονία του δεν επέτρεψε στον μεγάλο φιλέλληνα Winckelmann να ταξιδεύσει στην Ελλάδα. Ο πρώτος στην ιστορία αρχαιολόγος δεν κατάφερε να επισκεφθεί ποτέ τον Παρθενώνα, ούτε να περιηγηθεί στην Ολυμπία, την ανασκαφή της οποίας διακαώς επιθύμησε. Ο πνευματικός κόσμος της Ευρώπης συγκλονίσθηκε από την απρόσμενη απώλειά του. Ο Goethe αναφέρεται, συντετριμμένος, στα απομνημονεύματα του στην είδηση του θανάτου του Winckelmann, που έπεσε “σαν ένα χτύπημα βροντής σε καθαρό ουρανό”. Ενώ ο Γερμανός διαφωτιστής Gotthold Ephraim Lessing, ο οποίος στο έργο του “Λαοκόων ή περί των ορίων της ζωγραφικής και της ποίησεως” (Laokoön oder Über die Grenzen der Malerei und Poesie, 1767) αντέκρουσε θέσεις του Winckelmann, έγραψε, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του τελευταίου, ότι με ευχαρίστηση θα του χάριζε χρόνια από τη ζωή του.
Το 1822, ο Antonio Bosa σχεδίασε και έκτισε προς τιμήν του ένα ταφικό μνημείο στο νεκροταφείο San Giusto στην Τεργέστη.
Επίσης φιλοτεχνήθηκαν πολυάριθμα μεταθανάτια πορτρέτα του μεγάλου αυτού ανθρώπου. Μεταξύ 1777–1782 o γλύπτης από την πόλη Gotha Friedrich Wilhelm Eugen Döll, με την υποστήριξη των φίλων του Winckelmann, Anton Raphael Mengs, Johann Friedrich Reiffenstein και Anton von Maron, δημιούργησε τρεις εκδοχές μιας προτομής του. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα ο Winckelmann τιμήθηκε με προτομές και αγάλματα σε όλη την Ευρώπη.
Ο θεμελιωτής της κλασικής αρχαιολογίας ως σύγχρονης επιστήμης τιμάται ως σήμερα. Η επέτειος των γενεθλίων του (9 Δεκεμβρίου) εορτάζεται σε όλα τα γερμανικά αρχαιολογικά ινστιτούτα ανά τον κόσμο. Οι κλασικοί αρχαιολόγοι πραγματοποιούν σειρά διαλέξεων που δημοσιεύονται στα “προγράμματα Winckelmann” (“Winckelmannprogramme“). Επίσης, το τμήμα της Κλασικής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου ονομάζεται “Ινστιτούτο Winckelmann”. Από το 1929 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο απονέμει το Μετάλλιο Winckelmann, παράδοση που ενστερνίσθηκε από το 1960 και εξής και η γενέτειρα πόλη του, Stendal. Στο Stendal, επίσης, ιδρύθηκε το 1940 η Winckelmann-Gesellschaft, με σκοπό τη διάδοση του έργου του πιο σπουδαίου συμπατριώτη τους, η οποία μάλιστα φέρει την ευθύνη για το μουσείο προς τιμήν του από το 2000 κι έπειτα.
Μολονότι δεν επισκέφθηκε ποτέ την Αθήνα, οι Έλληνες τιμούν τη μνήμη του με έναν μικρό δρόμο, νοτιοανατολικά του πρώτου νεκροταφείου της Αθήνας, την οδό Βίνκελμαν.
Ο μέγιστος αυτός επιστήμων, ο άνθρωπος του πνεύματος και της διανόησης, προσδιόρισε την αρχαία Ελλάδα και το σύστημα τέχνης, πολιτισμού, δημοκρατίας και αξιών, που αυτή πρεσβεύει, ως την κοιτίδα του πολιτισμού του δυτικού κόσμου. Έτσι έθεσε τον θεμέλιο λίθο για μία σειρά από τρομερές εξελίξεις στην Ευρώπη. Ο νεοκλασικισμός, ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, και τέλος, ο φιλελληνισμός, στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο έργο και στις ιδέες αυτού του ευγενούς αυτού ανθρώπου.
Ειδικά σε ότι αφορά την Ελλάδα, το έργο του Winckelmann απετέλεσε την σπίθα που πυροδότησε μία σειρά από διεργασίες που εν τέλει οδήγησαν στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.
Η ΕΕΦ και οι Έλληνες τιμούν τον Johann Joachim Winckelmann στον οποίο οφείλουν τόσοι αυτοί, όσο και ολόκληρος ο δυτικός κόσμος, την ελευθερία της Ελλάδας.
Πηγές και Βιβλιογραφία:
- Johann Joachim Winckelmann, Gedanken über die Nachahmung der griechischen Werke in der Malerey und Bildhauerkunst.Zweyte vermehrte Auflage. Walther, Dresden/Leipzig 1756.
- Erika Simon, Der Philhellenismus des Johann Joachim Winckelmann, Würzburg, http://www.europa-zentrum-wuerzburg.de/, Griechisch-Deutsche Initiative.
- Martin Disselkamp/ Fausto Testa (Hg.), Winckelmann- Handbuch. Leben- Werk- Wirkung. J.B.Metzler Verlag, Stuttgart, 2017.
- Wolfgang von Wangenheim, Der verworfene Stein, Verlag Matthes-Seitz, Berlin 2005.
- www.winckelmann-gesellschaft.com.
- Spiros Moskovou, 300 χρόνια γερμανική ελληνολατρεία, Deutsche Welle (ηχητικό απόσπασμα).
- Δημήτρης Καλαντζής, Ο γιός του τσαγκάρη που έκανε την Ευρώπη να λατρέψει την Αρχαία Ελλάδα.
- Mιχάλης Α. Τιβέριος, Ιωάννης-Ιωακείμ Βίνκελμαν (Johann Joachim Winckelmann), ο θεμελιωτής της Αρχαιολογίας, 24 γράμματα.
- Αλέξανδρος Κεσίσογλου, Ο Winckelmann και η εποχή μας, ΤΟ ΒΗΜΑ, 24 Νοεμβρίου 2008.