Ο Frank Abney Hastings (Φραγκίσκος Αμπνεϊ Άστιγξ) (1794-1828), ήταν Βρετανός στρατιωτικός και Φιλέλληνας, με μεγάλη δράση και συνεισφορά σε όλη τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας.

Γεννήθηκε το 1794 και ήταν δευτερότοκος γιος του Βαρόνου και στρατηγού του Βρετανικού πεζικού Charles Hastings, ενδεκάτου Κόμητος του Huntingdon (Francis Hastings, 10th Earl of Huntingdon) και της Parnell Abney. Και οι δύο του γονείς ήταν ευγενείς και ιδιαίτερα εύποροι οικονομικά, και ο γιός τους θα μπορούσε να έχει μία άνετη ζωή. Για να γίνει κατανοητή η καταγωγή του Frank Abney Hastings, επισημαίνουμε εδώ ότι η οικογένεια των Hastings είχε πολλά διακεκριμένα μέλη. Για παράδειγμα, ο Warren Hastings, ο πρώτος Γενικός Κυβερνήτης της Ινδίας, ήταν εξάδελφος του Frank. Ακόμη, ο σημαντικός στρατιωτικός πολιτικός, Francis Rawdon-Hastings, μετέπειτα  κυβερνήτης της Ινδίας (από το 1813 έως το 1823), ήταν εξάδελφος του πατέρα του.

Ο πατέρας του Frank διαπίστωσε το ενδιαφέρον του γιού του στα ναυτικά θέματα, και τον κατηύθυνε να ενταχθεί από μικρός στο βασιλικό ναυτικό. Έτσι ο Frank Abney Hastings κατετάγη στο ναυτικό στην τρυφερή ηλικία των 9 περίπου ετών, κατά την οποία οι συνομήλικοί του ήταν υπό την εποπτεία της οικογένειάς τους ή νταντάδων. Ο μικρός Hastings απέκτησε γρήγορα σημαντική ναυτική εμπειρία, και μάλιστα από τη συμμετοχή του σε πολεμικές επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ήταν 11 ετών, έλαβε μέρος ενεργά στην εμβληματική ναυμαχία του Τραφάλγκαρ και υπηρετούσε στο δίκροτο «Neptune» (Ποσειδών) που ανήκε στον στόλο του ναυάρχου Nelson. Στην ναυμαχία αυτή, η πρύμνη και ένα μεγάλο τμήμα του πλοίου ανατινάχθηκαν στον αέρα. Ο Hastings συμμετείχε ακόμη και στη μάχη της Νέας Ορλεάνης το 1815.

Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Βρετανικό Ναυτικό γνώρισε όλες τις θάλασσες του κόσμου,  είχε μία επιτυχή σταδιοδρομία επί δεκαπέντε συναπτά έτη, εξειδικεύθηκε στο πυροβολικό και έφθασε στον βαθμό πλοιάρχου.

Το 1807 ο Hastings μετατέθηκε στη φρεγάτα 42 κανονιών «Seahorse» (Ιππόκαμπος), με αποστολή την παρακολούθηση γαλλικών πλοίων μεταξύ της Τουλόν και των Ιονίων νήσων (τότε υπό Γαλλική κυριαρχία). Στη φάση αυτή της καριέρας του, ο Hastings γνώρισε καλά τις Ελληνικές θάλασσες, και μάλιστα συμμετείχε ήδη σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων (κάτι που δεν αναφέρεται στις περισσότερες βιογραφίες του). Στις 5 Ιουλίου 1808, το πλοίο του ήρθε αντιμέτωπο, μεταξύ Σκοπέλου και Αλοννήσου, με δύο τουρκικά πλοία, το «Badere-i-Zaffer» (με 52 κανόνια) και το «Alis Fezan» (με 26 κανόνια). Το πλοίο του Hastings ήταν σε μειονεκτική θέση. Όμως χάρη στην υποδειγματική πειθαρχεία του πληρώματος και την υψηλή κατάρτιση των Βρετανών ναυτικών, μετά από δύο ημέρες συγκρούσεων, το «Seahorse» κυρίευσε το «Badere-i-Zaffer», ενώ το «Alis Fezan» τράπηκε σε φυγή.

Ο Hastings προάγεται και μετατίθεται στην εμβληματική φρεγάτα 105 κανονιών, «Victory» (Νίκη). Γνωστή ως ναυαρχίδα του ναυάρχου Nelson στη ναυμαχία του Trafalgar. Στη συνέχεια υπηρέτησε σε πολλά άλλα πλοία, ανέλαβε πολεμικές και επιστημονικές αποστολές, και γνώρισε όλες τις θάλασσες της Βαλτικής, της Αμερικής, της Ασίας και της Κίνας.

Το 1819 είχε αναλάβει κυβερνήτης του υδρογραφικού πλοίου «Kangaroo», με το οποίο έφθασε στο λιμάνι της Τζαμάικα. Εκεί διαπληκτίσθηκε με τον ναύαρχο, ο οποίος τον κατηγόρησε για λανθασμένη διαδικασία αγκυροβολίου (τοποθέτησε την άγκυρά του σε σημείο που δυσκόλευε τις κινήσεις της ναυαρχίδας), και μάλιστα τον προσέβαλε (πιθανότατα άδικα) δημόσια σε όλο το πλήρωμα. Ο Hastings θίχθηκε ιδιαίτερα για τον δημόσιο χαρακτήρα της επίπληξης αυτής, και έφθασε στο σημείο να καλέσει τον ναύαρχο σε μονομαχία. Μάλιστα θεώρησε τη συμπεριφορά αυτή τόσο άδικη, που αρνήθηκε ακόμη και να καταθέσει στην Επιτροπή που ορίσθηκε για να διαλευκάνει την υπόθεση. Η πράξη του αυτή τον οδήγησε εκτός του αγγλικού βασιλικού ναυτικού.

Επέστρεψε στην Αγγλία, και μετά από λίγο αναχώρησε το 1820 για τη Γαλλία. Έμεινε ένα χρόνο σε φιλική του οικογένεια στην Caen και μετά μετέβη στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε τον Έλληνα από τη Ρωσία, Νικόλαο Καλλέργη, ο οποίος έγινε και παρέμεινε στενός του φίλος μέχρι το τέλος της ζωής του. Στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με πολλούς φιλέλληνες και ανακάλυψε το έργο του Λόρδου Βύρωνος.

Λόρδος Βύρων. Πορτραίτο 19ου αιώνα. Λάδι σε καμβά. Συλλογή ΕΕΦ.

Τον ενθουσίασε ο αγώνας των Ελλήνων και άρχισε να τον στηρίζει ενεργά. Σύντομα αποφάσισε να ταξιδεύσει στην Ελλάδα και να καταταγεί ως εθελοντής στις δυνάμεις των Ελλήνων επαναστατών. Το ταξίδι αυτό το είχε προετοιμάσει πολύ καλά, με επίγνωση της αποστολής του. Για τον σκοπό αυτό προμηθεύθηκε και διάφορα όργανα χρήσιμα για το πυροβολικό, με στόχο να είναι όσο περισσότερο χρήσιμος μπορούσε στις ελληνικές δυνάμεις. Μαζί του είχε και μία πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη με έργα των Edward Gibbon, Shakespeare, Walter Scott, κλπ.

Μετέβη στη Μασσαλία της Γαλλίας, και από εκεί αναχώρησε για την Ελλάδα με το Σουηδικό πλοίο «Trondjem», στις 3 Απριλίου 1822, μαζί με άλλους εθελοντές και τον Αμερικανό φιλέλληνα George Jarvis. Στα τέλη του Απριλίου του 1822 έφθασε στην Ύδρα. Στην αρχή αντιμετωπίσθηκε με καχυποψία λόγω της αρνητικής στάσης που τηρούσε έναντι των Ελλήνων την περίοδο αυτή ο Βρετανός διοικητής των Επτανήσων, Thomas Maitland. Αντίθετα, ο Αμερικανός George Jarvis έγινε άμεσα δεκτός με τιμές, πράγμα που ενόχλησε τον Hastings. Μάλιστα αυτή η κατάσταση παραλίγο να οδηγήσει τους δύο μεγάλους φιλέλληνες σε μονομαχία. Ευτυχώς, τους χώρισε ο κοινός τους φίλος (άλλος ένας σημαντικός φιλέλληνας) John Hane.

Ο Hastings ήρθε σε επαφή με τον Μαυροκορδάτο και τον Τομπάζη και επέμεινε για τις αγνές του προθέσεις και την προσήλωσή του στον αγώνα των Ελλήνων. Μάλιστα στον Μαυροκορδάτο έστειλε την ακόλουθη επιστολή στα γαλλικά: « Επειδή εύρον την Υψηλότητά σας χθες απησχολημένην ότε είχον την τιμή να παρουσιασθώ εις την καθέδρα Σας, απεφάσισα να λάβω το θάρρος να απευθυνθώ Υμήν εγγράφως. Θα σας ομιλήσω ελευθέρως πεπεισμένος ότι η ημετέρα Υψηλότης θα απαντήση κατά τον αυτόν τρόπον. Δεν θα σας απασχολήσω εξιστορών τα της καθόδου μου προς υπεράσπισιν των ‘Ελληνικών δικαίων. Ήλθον απρόσκλητος και δεν έχω δικαίωμα να παραπονούμαι αν αι υπηρεσίες μου δεν γίνονται δεκταί. Λυπούμαι μόνον ότι δεν δύναμαι να προσθέσω το όνομά μου εις τους ελευθερωτάς της Ελλάδος. Δεν θα παύσω να εύχομαι υπέρ του θριάμβου της ελευθερίας και του πολιτισμού κατά της τυραννίας και της βαρβαρότητος …».

Η παρεξήγηση λύθηκε γρήγορα και αφού ενημερώθηκε για την πορεία του Αγώνα, ο Hastings παρουσίασε τις ιδέες και τις προτάσεις του για την οργάνωση πολεμικού ναυτικού. Ο Μαυροκορδάτος και ο Τομπάζης αναγνώρισαν στον Frank Abney Hastings, έναν ικανό στρατιωτικό με πολύτιμες ναυτικές γνώσεις, τις οποίες χρειαζόταν η Ελλάδα, και έναν άνθρωπο με βαθύτατα αισθήματα αγάπης για την Ελλάδα. Έτσι τον περιέβαλαν με την εμπιστοσύνη τους και τον αντιμετώπισαν με τον δέοντα σεβασμό. Συμφωνήθηκε να καταταγεί άμεσα στο Υδραίικο ναυτικό και στις 30 Απριλίου 1822, έλαβε διορισμό για να αναλάβει τη διοίκηση ενός σημαντικού πλοίου των αδελφών Τομπάζη, τον «Θεμιστοκλή» (πολεμική κορβέτα).

Ο Hastings συνεργάσθηκε με τον Τομπάζη και τον Σαχτούρη, έγινε αγαπητός στους Έλληνες ναυτικούς και διοικούσε με ευχέρεια τα πλοία και τα ελληνικά πληρώματα. Παράλληλα εργάσθηκε όμως με προσήλωση και για να εκπαιδεύσει το προσωπικό του πλοίου του, και να επιβάλει τις αρχές της πειθαρχίας που ήταν αναγκαίες για να επιτευχθεί υψηλή αποτελεσματικότητα. Μία από τις πρώτες του αποστολές ήταν η ναυτική εκστρατεία αντιποίνων εναντίον των Τούρκων για τη σφαγή στην Χίο.

Σε μία επιχείρηση ο «Θεμιστοκλής» είχε πλησιάσει πάρα πολύ τις τουρκοκρατούμενες ακτές, επιχειρώντας να αποβιβάσει ένα μέρος από το πλήρωμά του σε αποστολή στη βόρειο Λέσβο. Ο άνεμος έπαψε ξαφνικά να είναι ευνοϊκός και το πλοίο έγινε εύκολος στόχος των τουρκικών κανονιών που έβαλαν από την ξηρά. Τότε το υπόλοιπο πλήρωμα κρύφτηκε για να αποφύγει τα εχθρικά βλήματα καθώς φάνηκε ότι το πλοίο θα βυθιζόταν. Ο Hastings συνεργάσθηκε μόνος με τον κυβερνήτη, και με συντονισμένες παρεμβάσεις στα πανιά αξιοποιώντας στο έπακρο τον ελάχιστο άνεμο, πέτυχε την ασφαλή απομάκρυνση του πλοίου. Η πράξη αυτή, η τόλμη και η γενναιότητά του, τον κατέστησαν ήρωα ήδη από τις πρώτες ημέρες του στο ελληνικό ναυτικό.

Ο Hastings συμμετείχε με τον «Θεμιστοκλή» σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Εκτός από τον ηρωισμό του συνεισέφερε και με τις καινοτόμες προτάσεις του. Έτσι εγκατέστησε στο πλοίο διάφορα σύγχρονα όργανα μετρήσεως για βέλτιστη ναυσιπλοΐα και ακριβή σκόπευση. Υπέβαλε μάλιστα διαρκώς προοδευτικές προτάσεις και εισηγείτο διάφορες βελτιώσεις. Πολλές  από αυτές, όπως μία σειρά από ειδικούς χειρισμούς στα πανιά, ή η χρήση μία ελαφριάς άγκυρας, έγιναν δεκτές. Άλλες, δεν είχαν τέτοια τύχη. Για παράδειγμα, οι Έλληνες δεν δεχόντουσαν να τοποθετήσουν βαριά κανόνια στα πλοία τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προσβάλουν τα τουρκικά πλοία από μακριά. Έτσι η βασική στρατηγική για την προσβολή των εχθρικών στόχων ήταν η χρήση πυρπολικών, πράγμα που περιόριζε τις δυνατότητές τους. Ακόμη ο Hastings επέμενε να χρησιμοποιούνται καμίνια για να πυρακτώνονται τα βλήματα πριν χρησιμοποιηθούν. Και αυτήν την πρόταση δεν ήθελαν να εφαρμόσουν οι Έλληνες πλοιοκτήτες γιατί τη θεωρούσαν επικίνδυνη για τα πλοία τους.

Ο Hastings κατάλαβε ότι πολλές από τις προτάσεις του, τις απέρριπταν οι Έλληνες καπετάνιοι επειδή επρόκειτο για τα δικά τους ιδιόκτητα πλοία, που δεν ήθελαν να τα θέσουν σε κίνδυνο. Για τον λόγο αυτό δυσαρεστήθηκε με τον Μιαούλη και ζήτησε να μετατεθεί στην ξηρά. Εκεί έλαβε τον βαθμό του Συνταγματάρχη του πυροβολικού και του ανατέθηκε η διοίκηση του ελληνικού πυροβολικού. Αυτό στηριζόταν σε λίγα και σχεδόν άχρηστα κανόνια. Ο Hastings προσπάθησε να αξιοποιήσει τις γνώσεις του στην πυροβολική και να τα χρησιμοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του κάστρου του Ναυπλίου από το Μπούρτζι που κατείχαν οι Έλληνες.

Στην πορεία ο Hastings οργάνωσε και εξόπλισε με δικά του έξοδα ένα σώμα 50 ανδρών και εντάχθηκε στις ελληνικές δυνάμεις που φρουρούσαν τις διόδους επικοινωνίας του Ναυπλίου με την Κόρινθο.

Τον Μάιο του 1823 η ελληνική διοίκηση διόρισε τον Hastings υπεύθυνο του πυροβολικού στην εκστρατεία της Κρήτης, με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Τομπάζη, ο οποίος είχε διορισθεί διοικητής της Κρήτης. Οι Έλληνες αποβίβασαν ένα εκστρατευτικό σώμα 1200 ανδρών, το οποίο συνόδευε το πυροβολικό του Hastings. Μετά από πολιορκία κατέλαβαν το Καστέλι. Συγκέντρωσαν πλέον δύναμη 5500 ανδρών και βάδισαν προς τα Χανιά. Τον Οκτώβριο 1823 ο Hastings αρρώστησε βαριά με υψηλό πυρετό και αποχώρησε πριν από το τέλος του έτους. Οι επιχειρήσεις οδηγήθηκαν σε αποτυχία και ο Τομπάζης αποχώρησε από την Κρήτη τον Απρίλιο του 1824. Οι δυνάμεις των Ελλήνων επέστρεψαν στην Πελοπόννησο.

Frank Abney Hastings, λιθογραφία, Karl Krazeisen (Συλλογή ΕΕΦ).

Παράλληλα με τη διαρκή παρουσία του σε πολεμικές συγκρούσεις, ο ακούραστος Frank Abney Hastings δεν έπαψε ποτέ να σχεδιάζει κινήσεις και πρωτοβουλίες για τη βελτίωση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων του ελληνικού στόλου, τον εκσυγχρονισμό του, την αναβάθμιση του εξοπλισμού του και την προετοιμασία του για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον τουρκο-αιγυπτιακό στόλο.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Frank Abney Hastings εισηγήθηκε τον εξοπλισμό του ελληνικού στόλου με ατμοκίνητα πολεμικά πλοία. Η πρότασή του αυτή είχε την ακόλουθη λογική. Οι Έλληνες διέθεταν λίγα και μικρά πλοία, με λίγα κανόνια μικρού βεληνεκούς, και βέβαια αρκετά πυρπολικά. Αντίθετα οι Τούρκοι διέθεταν περισσότερα και μεγαλύτερα πλοία, με πολύ περισσότερα κανόνια και μεγαλύτερου βεληνεκούς. Κάτω από συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες οι ικανοί Έλληνες ναυτικοί (με ευέλικτους χειρισμούς και την συνδυασμένη απειλή των πυρπολικών) μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στόλο. Για να αποκτήσουν όμως πλεονέκτημα, έπρεπε να έχουν στη διάθεσή τους γρήγορα πλοία, που να κινούνται και χωρίς πανιά, ακόμη και όταν ο αέρας ήταν ελαφρύς, να διαθέτουν ευθύβολα κανόνια και πυροβόλα μεγάλου βεληνεκούς και γερή θωράκιση που να αντέχει στις εχθρικές βολίδες.

Μετά την εκστρατεία στην Κρήτη, ο Hastings μελέτησε τις δυνατότητες του ναυτικού του Ιμπραήμ, και κατέληξε ότι οι Έλληνες είχαν πλέον απωλέσει το πλεονέκτημα που είχαν στην θάλασσα κατά την πρώτη φάση του απελευθερωτικού αγώνα. Τα πλοία τους πλέον δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν, ούτε καν να πλησιάσουν  τα πολύ μεγαλύτερα τουρκικά, ενώ τα πυρπολικά είχαν προοδευτικά αχρηστευθεί.

Ο Hastings υπέβαλε πολλά υπομνήματά προς την Κυβέρνηση, σε ένα από αυτά αναφέρει: «Η Ελλάς ουδέν αποτελεσματικόν δύναται κατά των Τούρκων, άνευ οριστικής κατά θάλασσαν υπεροχής, καθόσον είχε ανάγκη να εμποδίσει αυτούς να βοηθήσουν τα φρούριά των και να ανεφοδιάσουν τους στρατούς τους».

Όταν ήρθε ο Λόρδος Βύρων στην Ελλάδα, ο Hastings του έγραψε δύο φορές και του παρουσίασε τις απόψεις του.  Στη συνέχεια πήγε να τον συναντήσει στο Μεσολόγγι. Ο Λόρδος Βύρων δεν αντιμετώπισε τις προτάσεις του ως αντικείμενο πρώτης προτεραιότητάς. Μάλιστα ο Hastings αναφέρει στις σημειώσεις του: «(I) got heartily laughed at for my pain (…) by Lord Byron and some other geniuss » («γέλασαν με τον πόνο μου … ο Λόρδος Βύρων και μερικές άλλες ιδιοφυΐες»).

Στο Μεσολόγγι γνώρισε τον Κόμη Gamba (φίλο του Βύρωνος και αδελφό της τελευταίας συντρόφου του), ο οποίος συνέβαλε στην πορεία στο εγχείρημα της κατασκευής του ατμοκίνητου πλοίου «Καρτερία». Επίσης γνώρισε τον συνταγματάρχη Stanhope, και έπεισε και αυτόν για τις ιδέες του. Ο Stanhope αναφέρει: «Ο πλοίαρχος Άστιγξ ανυπομονεί να αποκτήση εν ατμοκίνητον πλοίον προσφέρει εξ ιδίων του χιλίας λίρας στερλίνας εις τον Έρανον. Διατίνεται ότι μεθ’ ενός μόνον πλοίου φέροντος πυροβόλα των 32 και κάμινον προς πυράκτωση των βλημάτων δύναται να παραλύση τον αποκλεισμόν Χαλκίδος, Καρύστου, Ναυπάκτου, Πατρών». Και επιβεβαιώνει και αυτός «Εάν η Ελλάς είχε 3 ή 4 πολεμικά ατμοκίνητα δεν θα είχε πλέον να φοβηθεί άλλο ναυτικόν εκτός του Αγγλικού». Ένας άλλος σημαντικός φιλέλληνας που στήριξε τις προτάσεις του Hastings ήταν ο Βρετανός φιλέλληνας Edward Blaquiere.

Ο Frank Abney Hastings εισηγήθηκε την κατασκευή ατμοκίνητων πλοίων, με στόχο να επανακτήσουν οι ελληνικές δυνάμεις υπεροπλία και τον έλεγχο στην θάλασσα και πρότεινε να αναλάβει να επιμεληθεί ο ίδιος προσωπικά τον σχεδιασμό των πλοίων. Προκειμένου να αξιολογηθεί πλήρως η τόλμη και η διορατικότητά του, αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο αυτή μόνο το ναυτικό των ΗΠΑ διέθετε ένα ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο, το οποίο όμως δεν είχε λάβει ποτέ μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις.

Από την αλληλογραφία του με τον Μαυροκορδάτο και άλλους, προκύπτει ότι ο Hastings προέβαλε συστηματικά το σχέδιό του. Στην αρχή όλοι τον αποθάρρυναν εκτιμώντας ότι δεν υπήρχαν οικονομικοί πόροι για αυτήν την αγορά. Ακολούθησε όμως η τραγική πτώση του Μεσολογγίου, η οποία προκλήθηκε κυρίως από την επιτυχία των τουρκο-αιγυπτίων να επιβάλουν στην πόλη ναυτικό αποκλεισμό, και να της στερήσουν τη δυνατότητα να ανεφοδιάζεται με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Τα ελληνικά πλοία δεν μπόρεσαν ποτέ να διασπάσουν τον αποκλεισμό αυτό. Η ελληνική διοίκηση, που είχε χάσει πλέον όλες τις πόλεις εκτός από το Ναύπλιο και τα νησιά, κατάλαβε ότι έπρεπε να ανακτήσει κυριαρχία στη θάλασσα και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ένα τμήμα από το δεύτερο δάνειο της Ανεξαρτησίας, για τη ναυπήγηση ισχυρού στόλου.

Παράλληλα, ο Hastings και το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου ήρθαν σε επαφή με τον Thomas Cohrane, ο οποίος είχε συνδράμει με ιδιαίτερη επιτυχία απελευθερωτικά κινήματα στην Νότιο Αμερική, και αποτελούσε την εποχή αυτή ένα ζωντανό θρύλο. Τον έπεισαν να συμμετάσχει και αυτός στον αγώνα των Ελλήνων. Ο Hastings του παρουσίασε το σχέδιό του και ο Cohrane ζήτησε να κατασκευασθεί ένας στόλος με 6 ατμοκίνητα πλοία τύπου «Καρτερίας».

Για όλους αυτούς τους λόγους, η ελληνική διοίκηση δέχθηκε την εισήγησή του Hastings, και του ανέθεσε να επιβλέψει ο ίδιος στην Αγγλία τη ναυπήγηση του πρώτου ατμοκίνητου πλοίου. Μετά από μία σειρά κακοτυχιών, συγκρούσεων των απόψεων μεταξύ διαφορετικών παραγόντων, και χάρη στην παρέμβαση του κόμη Pierre Gamba, του Blaquiere, και άλλων, ο Hastings ανέλαβε την πλήρη ευθύνη, και ολοκληρώθηκε το πρώτο πλοίο. Το πλοίο παραδόθηκε στο όνομά του για να αποφευχθεί διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και  Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το πλοίο ονομάσθηκε αρχικά «Ρerseverance», και όταν έφθασε στην Ελλάδα έλαβε το ελληνικό όνομα «Καρτερία». Ο Frank Abney Hastings συνέβαλε στον σχεδιασμό και τη ναυπήγηση του πλοίου, ενώ σχεδίασε ο ίδιος τον υπερσύγχρονο πολεμικό εξοπλισμό του, τον οποίο χρηματοδότησε εξολοκλήρου καταβάλλοντας 7.000 λίρες (τεράστιο ποσό για την εποχή) από την προσωπική του περιουσία. Παράλληλα, προετοίμασε το πλοίο για ναυτικές επιχειρήσεις και αγόρασε με δικά του χρήματα ακόμη και τα ναυτιλιακά όργανα πλοήγησης και τους χάρτες.

Η «Καρτερία» είχε μήκος 125 πόδια, και πλάτος 25, ζύγιζε 400 τόνους, διέθετε δύο ατμομηχανές με λέβητες με άνθρακα, ιπποδύναμης 84 αλόγων και δύο τροχούς οδήγησης. Αρχικά είχε σχεδιασθεί να έχει ένα από ένα κανόνι 32 λιβρών εμπρός και ένα πίσω και δύο κανόνια 68 λιβρών στη μέση. Τα κανόνια πυροβολούσαν το ένα μετά το άλλο με τη σειρά τους, ενώ το πλοίο περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του με την βοήθεια των τροχών του. Τα κανόνια έβαλαν κόκκινες πυρακτωμένες οβίδες οι οποίες ήταν θανατηφόρες για εχθρικά ιστιοφόρα και πλοία από ξύλο. Η Καρτερία κινείτο με πανιά και οι ατμομηχανές της χρησιμοποιούντο κυρίως κατά τη διάρκεια ναυμαχιών και πολεμικής δράσης.

Η «Καρτερία» ήταν το πλέον σύγχρονο πλοίο που κυκλοφορούσε στη Μεσόγειο.

Ο Δημήτρης Καπαϊτζής έχει συγγράψει μία σημαντική μελέτη με θέμα: ‘KARTERIA’ THE FIRST STEAM WARSHIP IN WAR (1826), την οποία μπορείτε να κατεβάσετε από εδώ.

Το ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο «Καρτερία» και η φρεγάτα «Ελλάς». Τα δύο πρώτα ιδιόκτητα πλοία του Ελληνικού Ναυτικού. Λιθογραφία, Karl Krazeisen (Συλλογή ΕΕΦ).

Το ακρόπρωρο του πλοίου «Καρτερία», Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Η ελληνική διοίκηση διόρισε τον Hastings κυβερνήτη του νέου αυτού ατμοκίνητου πλοίου, της Καρτερίας, που αποτελούσε πλέον το στολίδι και το καμάρι του ελληνικού στόλου. Το μεγάλο ταξίδι από το Λονδίνο στην Αθήνα αποτελούσε ήδη μία πρόκληση.

Όταν το πλοίο έφθασε στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας αντιμετώπισε μία φωτιά στο μηχανοστάσιο. Ο Hastings έστειλε άμεσα στην Αγγλία τον φίλο του και μέλος του πληρώματος, Finley, με εντολή να φέρει μηχανικούς και ανταλλακτικά. Οι ζημίες αποκαταστάθηκαν, το πλοίο συνέχισε το ταξίδι του και στις αρχές Σεπτεμβρίου 1826, έφθασε στο Ναύπλιο, όπου το υποδέχθηκε με ιαχές υπερηφάνειας και ενθουσιασμού ολόκληρη η πόλη. Ο Frank Abney Hastings δικαίωνε τη φήμη του ήρωα.

Ο Hastings, μόλις έφθασε στο λιμάνι κάλεσε την ελληνική διοίκηση, προκειμένου να προβεί σε όλες τις τυπικές διατυπώσεις για να της μεταβιβάσει την κυριότητα του πλοίου, το οποίο έφερε ακόμη την Αγγλική σημαία. Λίγες ημέρες μετά έλαβε χώρα η έπαρση της ελληνικής σημαίας η οποία κυμάτιζε πλέον με υπερηφάνεια στο κατάρτι του σύγχρονου αυτού πλοίου.  Το ιστορικό αυτό γεγονός χαιρέτιζαν κανονιοβολισμοί από το φρούριο του Ναυπλίου.

Όπως αναφέρει ο ιστορικός Mendelssohn-Bartholdy: «Η υπό του ονόματος τούτου σημαινομένη αρετή, ήτο ίσως εις τους πολυτρόπους αναξιοπαθούντας Έλληνας, τους αναμένοντας εκ της Χριστιανικής ευσυνειδησίας και της συμπαθείας των ισχυρών του κόσμου βοήθειαν πολύ αναγκαίαν. Καρτερία και Καρτερία και αιωνίως Καρτερία εις τους εν μυρίοις κινδύνους και αμηχανία και δεινή αγωνία και εν εσχάτη απελπισία πολλάκις ευρισκομένους…».

Η διοίκηση μεταθέτει τον Hastings από τον στρατό ξηράς, πίσω στο πολεμικό ναυτικό και τον διορίζει κυβερνήτη του πλοίου. Αυτός επιλέγει σχολαστικά και με αυστηρά και αξιοκρατικά κριτήρια το πλήρωμα.

Ο Frank Abney Hastings ως κυβερνήτης του Βρετανικού Ναυτικού. Προσωπογραφία από την βιβλιοθήκη Finley. Δημοσιεύεται στο έργο «Ο Άστιγξ και το έργον του εν Ελλάδι», Αθήνα, 1928.

Το πλήρωμα της «Καρτερίας» αποτελούσαν οι γενναίοι και αξιόμαχοι ναυτικοί που είχε επιλέξει προσωπικά έναν προς έναν ο ίδιος ο Hastings. Στο πλοίο επέβαινε ένας άλλος εμβληματικός φιλέλληνας, ο Αμερικανός στρατιωτικός γιατρός Samuel Howe, ενώ στη συνέχεια την θέση του πήρε ο άλλος μεγάλος Γερμανός φιλέλληνας, Heirich Treiber. Και οι δύο έχουν εκφράσει στα απομνημονεύματά τους τον θαυμασμό τους για τον Hastings, αλλά έχουν επίσης καταγράψει εικόνες και στιγμιότυπα από την ζωή στο πλοίο και τη συμμετοχή του σε πολεμικές επιχειρήσεις.

H «Καρτερία» έλαβε μέρος  σε πολλές πολεμικές εκστρατείες και ναυμαχίες. Το ατμοκίνητο αυτό πλοίο, προκαλούσε δέος και πανικό στον εχθρό όταν έκανε την εμφάνισή του. Οι Τούρκοι αναφερόντουσαν σε αυτό με τον τίτλο «η φρεγάτα της φωτιάς».

Η πρώτη του αποστολή του ήταν να υποστηρίξει τις ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον άλλο Βρετανό φιλέλληνα Thomas Gordon, να αποβιβασθούν στον Πειραιά, με στόχο την απελευθέρωση της Αθήνας. Η απόβαση έλαβε χώρα στις 5 Φεβρουαρίου 1827.

Η «Καρτερία» επικέντρωσε τα πυρά της στο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος, όπου είχαν αναπτυχθεί τα τουρκικά στρατεύματα, προκειμένου να προσφέρει κάλυψη στο Σώμα των 2300 ανδρών που αποβίβασε ο Thomas Gordon.

Οι Τούρκοι έστειλαν ενισχύσεις και 5 μεγάλα κανόνια μεγάλου βεληνεκούς και η «Καρτερία» απομακρύνθηκε για να αποφύγει τα πυρά τους. Λίγες ημέρες αργότερα οι Τούρκοι επιτέθηκαν στις θέσεις που είχε οχυρωθεί το Σώμα του Gordon. Τότε επενέβη η «Καρτερία» με στόχο να συγκεντρώσει επάνω της τα πυρά των Τούρκων μέχρι να οργανώσουν την άμυνα τους οι δυνάμεις του Gordon. Το σχέδιο του Hastings πέτυχε και οι Έλληνες κράτησαν τις θέσεις τους. Εν τω μεταξύ η «Καρτερία» κατέστρεψε 3 από τα 5 τουρκικά κανόνια. Δέχθηκε όμως πολλά βλήματα, κάποια από τα οποία προκάλεσαν ζημιές. Τότε βέβαια έγινε στην πράξη κατανοητός ο μεγαλοφυής σχεδιασμός της «Καρτερίας» από τον Hastings. Το μηχανοστάσιο ήταν προστατευμένο στο εσωτερικό του σκάφους, το οποίο είχε σχεδιασθεί με πολλά διαφορετικά στεγανά τμήματα. Εάν ένα έπαιρνε φωτιά ή νερά, το πλοίο μπορούσε να συνεχίσει να πλέει και να επιχειρεί. Η «Καρτερία» απομακρύνθηκε όταν είχε αποτύχει η αντεπίθεση των Τούρκων. Οι ζημιές της αποκαταστάθηκαν γρήγορα λίγο αργότερα.

Ο Αμερικανός φιλέλληνας Samuel Howe αναφέρει στο έργο του πως οι οβίδες από τα τουρκικά οχυρά στην Αττική κτυπούσαν το πλοίο και εξοστρακίζονταν χωρίς να δημιουργούν σοβαρές ζημιές και εξυμνεί τον άξιο κυβερνήτη του που ελισσόταν με ευελιξία στα ρηχά νερά κοντά στον Πειραιά.

Πέραν του ιδιοφυούς σχεδιασμού του πλοίου από ναυπηγικής πλευράς, αντίστοιχα ιδιοφυής και καινοτόμος ήταν και ο σχεδιασμός των όπλων του. Ο Hastings έλαβε υπόψη του ότι οι ρόδες με τα πτερύγια που ήταν εγκατεστημένες στις δύο πλευρές του πλοίου, του περιόριζαν τον χώρο που είχε στη διάθεσή του για να τοποθετήσει κανόνια. Έτσι αποφάσισε να τοποθετήσει λιγότερα, αλλά ισχυρότερα, στα ελεύθερα σημεία του πλοίου, και να επιτύχει μία τρομερή δύναμη πυρός. Τον σχεδιασμό του τον στήριξε στη μεγάλη του πείρα, αλλά και στη μελέτη του έργου του Γάλλου στρατιωτικού και ειδικού στο πυροβολικό, Henri Joseph Paixhans.

Πρώτον, εξόπλισε την «Καρτερία» με ένα ασφαλές καμίνι για την πυράκτωση των βλημάτων πριν τοποθετηθούν στα κανόνια για βολή. Έτσι το κάθε πυρακτωμένο βλήμα (red bullet), έκανε τεράστια ζημιά, και προκαλούσε εκρήξεις και πυρκαγιές, ανεξάρτητα σε ποιο σημείο του εχθρικού πλοίου κατέληγε. Εκτιμάται ότι όταν ένα βλήμα έπεφτε στο εχθρικό πλοίο, είχε περίπου το ίδιο αποτέλεσμα με ένα πυρπολικό.

Δεύτερον, στην αρχή σχεδίαζε να εγκαταστήσει ένα κανόνι 32 λιβρών μπροστά και ένα πίσω, και από ένα κανόνι 68 λιβρών σε κάθε πλευρά του πλοίου. Τελικά τοποθέτησε 4 κανόνια 68 λιβρών, τα οποία εκτόξευαν πυρακτωμένα βήματα που προκαλούσαν μεγάλες εκρήξεις όταν εύρισκαν τον στόχο τους.

Μακέτα του ατμοκίνητου «Καρτερία». Διακρίνονται οι θέσεις των κανονιών του πλοίου. Η μακέτα προσφέρθηκε στο Baltic Exchange στο Λονδίνο το 1923 από την ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα.

Τρίτον, σχεδίασε τη δημιουργία ενός εθνικού πολεμικού ναυτικού, το οποίο θα λειτουργούσε με ναυτική πειθαρχεία σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές διεθνώς, και θα ανήκε στο κεντρικό κράτος και όχι σε ιδιώτες πλοιοκτήτες. Το πλήρωμα αποτελείτο κυρίως από Βρετανούς, Σουηδούς και Έλληνες. Ανάμεσά τους ήταν ο Σκωτσέζος φιλέλληνας και ιστορικός George Finlay, αλλά και ο Αμερικανός ιατρός Samuel Howe και στη συνέχεια ο Γερμανός ιατρός Heinrich Treiber.

Ο Hastings, αφού απέκλεισε με τον ελληνικό στόλο την Ερέτρεια, συμμετείχε τον Μάρτιο 1827, στη ναυτική δύναμη που επιτέθηκε στον Ωρωπό, με στόχο να καταστρέψει εχθρικές εγκαταστάσεις που συντόνιζαν την τροφοδοσία μέσω της Εύβοιας, των τουρκικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.

ALLGEMEINE ZEITUNG No 121, 1 Μαΐου 1827. Αναλυτική παράθεση της μάχης του Καραϊσκάκη στις 15 και 16 Μαρτίου στην Κεράτια ή Κερατσίνι στην αριστερή πλευρά του Πειραιά, όπου 1.000 Έλληνες συγκρούσθηκαν με 1.500 εχθρούς πεζοπόρους και 500 ιππείς με νίκη των Ελλήνων και πολλές απώλειες του εχθρού. Η φρεγάτα «Ελλάς», το ατμόπλοιο «Καρτερία» και το μπρίκι «Νέλσον» του Δημήτριου Παπαρισόλη από τα Ψαρά φεύγουν από τον κόλπο της Ερέτριας την οποία είχαν αποκλείσει, για τον Ωρωπό. Εκεί κατέλαβαν, μεταξύ άλλων, δύο πλοία γεμάτα με τρόφιμα τα οποία μετέφεραν στην Αίγινα. […]. 8ο , σ. 4. Στα γερμανικά (Συλλογή ΕΕΦ).

Ο στρατηγικός στόχος της αποστολής ήταν η εκδίωξη των Τούρκων από την Αττική και ο τερματισμός της πολιορκίας της Ακρόπολης.

Την επίθεση συντόνιζε ως διοικητής ο μεγάλος Ελβετικής καταγωγής Γερμανός Φιλέλληνας (και μετέπειτα ένας από τους τρεις αντιβασιλείς μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνος) Στρατηγός Κarl Wilhelm von Heideck. Ο ελληνικός στόλος περιελάμβανε την φρεγάτα «Ελλάς», την «Καρτερία» και άλλα πλοία που μετέφεραν τα ελληνικά στρατεύματα.

Η «Καρτερία» κυρίευσε δύο εχθρικά φορτηγά πλοία που έφθαναν στο λιμάνι με εφόδια (κυρίως αλεύρι και σιτάρι) από την Εύβοια. Αμέσως μετά, αγκυροβόλησε 200  μέτρα από την ακτή και με συνεχείς βομβαρδισμούς εξουδετέρωσε το τουρκικό οχυρό και ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη του. Ακολούθως, έφθασαν ενισχύσεις και μία ισχυρή μονάδα τουρκικού ιππικού και οι Ελληνικές δυνάμεις επέστρεψαν στην Αίγινα.

Εν τω μεταξύ, την άνοιξη του 1827 έφθασε στην Ελλάδα ο Cohrane και ανέλαβε καθήκοντα Ναυάρχου του ελληνικού στόλου. Ο Hastings χάρηκε διότι θεώρησε ότι επιτέλους όλος ο ελληνικό στόλος θα κινείτο συντονισμένα. Το παράξενο ήταν ότι ο Cohrane του προσέφερε  πλήρη αυτονομία και του έδωσε την δυνατότητα να έχει τον απόλυτο έλεγχο του πλοίου του και της οργάνωσης των επιχειρήσεων που αναλάμβανε.

Μετά την επιχείρηση στον Ωρωπό, σχεδιάζει την επόμενή του κίνηση, πάντα με στόχο να εξυπηρετήσει την ίδια στρατηγική επιλογή, που ήταν η αποχώρηση των Τούρκων από την Αττική. Έτσι στράφηκε στον Βόλο, στον οποίο κατέληγαν οι αποστολές εφοδιασμού από την Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Ο Βόλος ήταν το μεγαλύτερο κέντρο εφοδιασμού των τουρκικών στρατευμάτων στην Στερεά Ελλάδα.

Ο Hastings συγκέντρωσε 4 πλοία τα οποία ενοικίαζαν στην κυβέρνηση οι πλοιοκτήτες τους (τον «Θεμιστοκλή» του Τομπάζη, τον «Άρη» του Μιαούλη και δύο γαλέτες). Όταν έφθασε η μοίρα στον Βόλο, ο Hastings τοποθέτησε τον «Θεμιστοκλή» και τον «Άρη» απέναντι από τα τουρκικά οχυρά. Η «Καρτερία» στράφηκε εναντίον των τουρκικών μονάδων που είχαν αναπτυχθεί σε χαρακώματα, και των μεταγωγικών και των συνοδευτικών τους που βρέθηκαν  στο λιμάνι.

Μετά από μία σφοδρή μάχη που κράτησε 4 ώρες, όλες οι τουρκικές θέσεις είχαν εξουδετερωθεί, οι πυριτιδαποθήκες τους είχαν ανατιναχθεί και όλα τα τουρκικά πλοία είχαν βυθισθεί ή κυριευθεί. Η «Καρτερία» είχε πυροβολήσει συνολικά 300 οβίδες (δηλαδή περίπου μία οβίδα ανά 48 δευτερόλεπτα). Έλληνες ψαράδες ενημέρωσαν τον Hastings ότι τα πολεμικά πλοία των Τούρκων είχαν σταθμεύσει στον κόλπο του Τρίκερι στο Πήλιο, σε ένα σημείο που τους προσέφερε υποστήριξη και από τα οχυρά της περιοχής, για να προστατευθούν. Ο Hastings κατέστρωσε νέο σχέδιο και επιτέθηκε την επόμενη ημέρα, με αποτέλεσμα τα βυθίσει ή να αχρηστεύσει τα περισσότερα από τα πλοία που βρήκε στο Τρίκερι. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν δύο μέλη του πληρώματος της «Καρτερίας». Ένας από αυτούς ήταν ένας γενναίος Βρετανός Φιλέλληνας, ιδιαίτερα αγαπητός στο πλήρωμα, ο James Hall. Η απώλεια αυτή εξόργισε το υπόλοιπο πλήρωμα και ένας άλλος Βρετανός, επιχείρησε να σκοτώσει σε αντίποινα όλους τους Τούρκους αιχμαλώτους. Ο Hastings που τηρούσε ένα κώδικα τιμής που επέβαλε τον σεβασμό των αιχμαλώτων, υποχρεώθηκε να συλλάβει τον ναύτη αυτόν.

Η Ελληνική μοίρα, που είχε υποστεί εν τω μεταξύ αρκετές ζημιές, πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς την ναυτική βάση στον Πόρο. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής, η μοίρα του Hastings συνέλαβε άλλα 4 μεταγωγικά που ερχόντουσαν από την Εύβοια.

Τον Μάιο του 1827  το πλήρωμα της Καρτερίας είχε μείνει απλήρωτο για πολύ καιρό και αντέδρασε. Ο Hastings ενημέρωσε τον Cohrane και την κυβέρνηση. Για άλλη μία φορά, ο μεγάλος Φιλέλληνας κάλυψε τους μισθούς με δικά του χρήματα. Και δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία.

Το καλοκαίρι του 1827 οργανώθηκαν μία σειρά από επιχειρήσεις, εναντίον των δυνάμεων του Ιμπραήμ. Μάλιστα μία από αυτές αποσκοπούσε στην σύλληψη του ιδίου του Ιμπραήμ, αλλά ακυρώθηκε λόγω κακοκαιρίας. Τον Σεπτέμβριο, ο Ελληνικός στόλος απαρτιζόμενος από 23 πλοία (μέσα σε αυτά και την Καρτερία), με επικεφαλής τον ναύαρχο Cohrane, έλαβε θέσεις στο Ιόνιο πέλαγος, με στόχο το Μεσολόγγι και την Αιτωλοακαρνανία. Η ανάκτηση των εδαφών αυτών αποτελούσε στρατηγική επιλογή του Καποδίστρια, ο οποίος χρειαζόταν ερείσματα για να διεκδικήσει σύνορα όσο βορειότερα γινόταν.

Υπενθυμίζεται ότι στις 6 Ιουλίου 1827 είχε υπογραφεί η συνθήκη του Λονδίνου, η οποία διασφάλιζε την απελευθέρωση της Ελλάδας και επέβαλε εκεχειρία στα αντιμαχόμενα μέρη. Ενώ οι Έλληνες την είχαν δεχθεί, οι Τούρκοι την είχαν αρνηθεί και συνέχιζαν τις εχθροπραξίες, οπότε συνέχιζαν και οι Έλληνες τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο ναύαρχος Codrington ζήτησε από τον Cohrane να μην προκαλέσουν οι Έλληνες με επιθετικές ενέργειες. Η Ελλάδα το δέχθηκε και απέσυρε το μεγαλύτερο μέρος του στόλου της από το Ιόνιο πέλαγος. Έτσι ο Cohrane στράφηκε σε άλλα μέρη του Αιγαίου. Άφησε όμως εκεί τον Hastings με την Καρτερία και μία μοίρα, με αποστολή να ανακτήσει πλήρη έλεγχο στην περιοχή και να προωθήσει την ανακατάληψη του Μεσολογγίου.

Ο Frank Abney Hastings αξιοποίησε την ευκαιρία αυτή, και προσέφερε μία από τις εμβληματικότερες και σημαντικότερες επιτυχίες του απελευθερωτικού αγώνα. Την ναυμαχία της Αγκάλης, που έλαβε χώρα στην Ιτέα τον Σεπτέμβριο του 1827.

Ο ίδιος οδήγησε την μοίρα του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού που περιελάμβανε την «Καρτερία» και άλλα 5 πλοία (ο Σωτήρ, δύο γαλέτες και δύο κανονιοφόρα, την Βαυαρία και την Φιλελληνίδα), να εισέλθει στον Κορινθιακό κόλπο. Αυτή ήταν μία ιδιαίτερα επικίνδυνη αποστολή διότι όποιο πλοίο πλησίαζε, ήταν την εποχή αυτή εκτεθειμένο στα διασταυρούμενα πυρά του πυροβολικού των τουρκικών οχυρών στο Ρίο και το Αντίρριο.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1827 η Ελληνική μοίρα έφθασε στον κόλπο της Ιτέας όπου συνάντησε αγκυροβολημένα 11 τουρκικά σκάφη. Ο Τούρκος επικεφαλής, είχε την σημαία του σε ένα μεγάλο πλοίο 16 πυροβόλων και φρουρούσε 3 αυστριακά μεταγωγικά γεμάτα εφόδια. Η Ελληνική μοίρα άρχισε να κινείται γύρω από το λιμάνι αναμένοντας να γίνει ευνοϊκός ο άνεμος. Με την πρώτη ευκαιρία ο Hastings εισέρχεται νωρίς το πρωί στον κόλπο των Σαλώνων τον οποίο προστατεύει ένα απόρθητο φρούριο. Οι Τούρκοι θεώρησαν ότι η μικρή μοίρα παγιδεύθηκε και ετοιμάσθηκαν να αιχμαλωτίσουν τα πλοία. Η Καρτερία επέλεξε την καλύτερη δυνατή θέση, πεντακόσια μέτρα μακριά από την τουρκική ναυαρχίδα. Αγκυροβόλησε και άρχισε να πυροβολεί αργά με στόχο να ελέγξει την απόσταση. Στις δέκα το πρωί άρχισε ένα γρήγορο πυρ με πυρακτωμένες οβίδες. Σύντομα μία από αυτές κατέληξε στη πυριτιδαποθήκη της τουρκικής ναυαρχίδας, η οποία εξερράγη και σκόρπισε σε μικρά κομμάτια σε όλη την θάλασσα προκαλώντας βροντές που ακούσθηκαν σε όλα τα βουνά της περιοχής.

Ο απολογισμός της ναυμαχίας ήταν απίστευτος. Η «Καρτερία» βύθισε την τουρκική ναυαρχίδα και κατέστρεψε 9 από τα 11 τουρκικά πλοία που στάθμευαν εκεί. Ο Hastings κατάλαβε τρία μεγάλα μεταγωγικά και κατάσχεσε το πλούσιο φορτίο τους.

Ναυμαχία της Αγκάλης ή Ιτέας το 1827. Ελαιογραφία του Ιωάννη Πούλακα (1864-1942)

Η ναυμαχία  της Αγκάλης ήταν η πρώτη μεγάλη πολεμική εμπλοκή στην οποία συμμετείχε ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο. Κατά τη ναυμαχία αυτή, όπως και λίγο πριν στην σύγκρουση στο Τρικέρι, ο Hastings δοκίμασε για πρώτη φορά στη διεθνή στρατιωτική ιστορία ατμοκίνητο πλοίο και καινοτόμες τακτικές πυροβολικού, οι οποίες έγιναν αντικείμενο μελέτης και προβολής, που τράβηξε την προσοχή της κοινής γνώμης διεθνώς. Για παράδειγμα το περιοδικό Blackwood’s Edimburgh γράφει σχετικά (παλαιότερη μετάφραση): « Η μάχη της Σκάλας των Σαλώνων παρέσχε την ικανοποιητικοτάτην των αποδείξεων περί της αποτελεσματικότητος του οπλισμού των ατμηλάτων σκαφών δια των βαρέων πυροβόλων υπέρ των οποίων τοσούτων θερμός και επί μακρόν συνηγόρησεν ο πλοίαρχος Άστιγξ. Ο τρομερός και ταχύς τρόπος δι ου δύναμις τοσούτον υπερτέρα ολοσχερώς εκμηδενίσθη δια των πεπυρακτομένων βλημάτων και των εκρηκτικών οβίδων της Καρτερίας επέβαλε σιγήν εις τους αντιθέτους των σχεδίων του Άστγγα εν Ευρώπη. Και εις πάντα μελετώντα τας προόδους του ναυτικού πολέμου, κατέστη δήλον από της ημέρας εκείνης ότι πλείονα του ενός κράτη έμελλον να δεχθώσει τας αεχάς αυτού περί ναυτικού πυροβολικού και οπλίσωση πολλά σκάφη κατά το παράδειγμα όπερ ούτοι έδωκεν».

Το περιοδικό Blackwood’s Edinburgh, 1827.

Αλλά η ναυμαχία αυτή είχε και ένα άλλο σοβαρό αποτέλεσμα. Έπεισε πλέον οριστικά τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την τακτική της συγκροτήσεως στόλου μέσω μισθώσεως ιδιωτικών πλοίων και να συγκροτήσουν στόλο ο οποίος θα ανήκε στο κράτος. Μέχρι τότε, ο στόλος για κάθε πολεμική επιχείρηση, συγκροτείτο με αναθέσεις σε ιδιώτες. Όσοι διέθεταν τα πλοία τους ελάμβαναν πιστοποιητικά όπως το ακόλουθο.

ΠΟΛΕΜΙΚΟΝ ΔΙΠΛΩΜΑ 1826 – Η Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος διορίζει τον καπετάν Γιάννη Γ. Κούτζη και το πλοίο του «Θεμιστοκλής» στον Εθνικό Στόλο για να συμμετέχει στον κοινό αγώνα κατά του εχθρού. Υπογραφές της Επιτροπής, A.Ζαΐμης, Π. Μαυρομιχάλης, Αναγν. Δεληγιάννης, Γ. Σισίνης, Δ. Τσαμαδός, Α. Χατζηαναργύρου, Σ. Τρικούπη, Α. Ισκος, Ι. Βλάχος, Π. Δημητρακόπουλος. Σφραγίδα της Επιτροπής και υπογραφή του γενικού γραμματέα Κ. Ζωγράφου. Ναύπλιο 5 Αυγούστου 1826 (Συλλογή ΕΕΦ). Λεπτομέρεια: Ο Γιάννης Γ. Κούτζης ήταν ένας σημαντικός αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, ο οποίος δεν έχει προβληθεί όσο του αξίζει επειδή έχει συνδέσει το όνομά του με την αντιδικία που είχε με την Μπουμπουλίνα που κατέληξε στον θάνατό της.

Οι πλοιοκτήτες που διέθεταν τα πλοία τους ελάμβαναν υποσχετικά για την εξόφληση της αμοιβής τους εντόκως από το Εθνικό Ταμείο, σε τρία έτη.

Υποσχετικό για την εξόφληση 1000 γροσίων εντόκως από το Εθνικό Ταμείο, σε τρία έτη (Συλλογή ΕΕΦ).

Η μεγάλη νίκη της ναυμαχίας της Αγκάλης τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων. Θυμίζουμε ότι την περίοδο αυτή οι Έλληνες είχαν απωλέσει το Μεσολόγγι, και την Αθήνα, με αποτέλεσμα όλη η Στερεά Ελλάδα να ελέγχεται από τους Τούρκους. Μετά την νίκη αυτή, από την στιγμή που είχε καταστραφεί ο τουρκικός στόλος στον Κορινθιακό κόλπο, ο Hastings μπορούσε πλέον ελεύθερα να αποβιβάζει στρατεύματα στην Στερεά Ελλάδα και να τα εφοδιάζει έγκαιρα χωρίς προβλήματα. Χάρη στις εξελίξεις αυτές αναπτύχθηκαν στην Στερεά Ελλάδα οι ομάδες του Κώστα Μπότσαρη, του Κίτσου Τζαβέλλα, του Δημητρίου Υψηλάντη και το Τακτικό Σώμα του Βρετανού στρατηγού Church. Ξεκίνησε μία σειρά από στρατιωτικές επιχειρήσεις με στόχο να διασφαλίσουν οι ελληνικές δυνάμεις θέσεις στην Στερεά Ελλάδα, που θα επέτρεπαν να αποκομίσει η Ελλάδα περισσότερα εδάφη, κρίσιμα για να έχει έναν γεωγραφικό χώρο αρκετό για ένα βιώσιμο κράτος.

Ο αρχηγός του Ελληνικού Ναυτικού Ναύαρχος Cohrane συνεχάρη τον Hastings για τη μεγάλη του νίκη: «Επράξατε πολλά και άξια όπως ανοίξετε τας συγκοινωνίας. Ασχοληθείτε νυν περί υμών αυτών, η θέσις είναι επικίνδυνος εάν αι πληροφορίαι μου είναι αληθείς, ο εχθρικός στόλος κατέπλευσεν εις Πάτρας. Παρέχω υμίν πάσαν ελευθερίαν να πράξητε παν ότι θεωρείτε άριστον διά την δημοσίαν υπηρεσίαν».

Ο Hastings κατευθύνθηκε με την μοίρα του στην Πάτρα με στόχο να αποκλείσει το λιμάνι. Όταν έφθασε στο Ρίο δέχθηκε πυκνά πυρά από τα τουρκικά οχυρά, τα οποία βομβάρδισε με την μοίρα του επιφέροντας σημαντικά πλήγματα στους Τούρκους. Μάλιστα τα σημάδια που άφησαν τα πυρακτωμένα βλήματα της Καρτερίας στα οχυρά, έμειναν ανεξίτηλα στον χρόνο και είναι ορατά μέχρι και σήμερα.

Το οχυρό στο λιμάνι του Ρίου, κοντά στην πόλη της Πάτρας.

Τις ημέρες αυτές έλαβε χώρα και ένα από τα πιο εμβληματικά περιστατικά του ελληνικού αγώνα της Ανεξαρτησίας, αλλά και μία ιστορική στιγμή για τον Φιλελληνισμό.

Σε κάποια στιγμή που η Καρτερία και η μοίρα του Hastings περιπολούσαν στην περιοχή, το πλήρωμα εντόπισε ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο με αυστριακή σημαία που κατευθυνόταν προς την Πάτρα για να εφοδιάσει τους Τούρκους.

Σημειώνεται ότι από τον Μάρτιο του 1822 η Ελληνική Διοίκηση είχε κηρύξει σε αποκλεισμό όλα τα τουρκοκρατούμενα λιμάνια του ελλαδικού χώρου.

Απόφαση της Ελληνικής διοίκησης, της 13 Μαρτίου 1822, που κηρύσσει τον αποκλεισμό όλων των λιμανιών της Ελλάδας από την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, μέχρι την Θεσσαλία, και όλα τα νησιά του Αιγαίου συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης. Την υπογράφει ο Μαυροκορδάτος (Πρόεδρος του Εκτελεστικού) και ο Νέγρης (Υπουργός Εξωτερικών).

Ο Πρόξενος της Αυστρίας ήρθε σε επαφή με τον Hastings προκειμένου να απαιτήσει την ασφαλή είσοδο του αυστριακού πλοίου στην Πάτρα. Ο Hastings, του απάντησε ως εξής: «Ως πρόξενος της Αυστρίας βεβαίως έχετε ειδοποιηθή ότι η Ελληνική κυβέρνησις έχει κηρύξει εις αποκλεισμόν τας Πάτρας και ότι Ελληνική κανονιοφόρος περιπλέει τον λιμένα».

Υπενθυμίζεται ότι την εποχή αυτή η αυστριακή αυτοκρατορία ήταν μία υπερδύναμη, και ότι ο διπλωμάτης εκπρόσωπός της είχε επίγνωση της ισχύος και του κύρους που του προσέδιδε η θέση του. Έτσι ο Πρόξενος απάντησε στον Hastings τα εξής: «Το κράτος μου δεν αναγνωρίζει Ελληνικήν κυβέρνησιν, ούτε αποδέχεται την ισχύν των πράξεών της».

Ο Hastings ήταν κάθετος: « Κύριε πρόξενε αι διαταγαί ας έχω είναι να κυρώσω διά των όπλων τας πράξεις ταύτας και οφείλω να παρακαλέσω υμάς να μεταβήτε αμέσως εις το αυστριακό μεταγωγικό και να έλθει εδώ ο πλοίαρχος μετά των δικαιολογητικών».

Ο Αυστριακός πρόξενος θεώρησε ότι μπορούσε να επιβάλει την θέση του, και απάντησε ως εξής: «Νομίζω ότι ομιλώ προς Άγγλον και επειδή ούτε η Αυστρία ούτε η Τουρκία ευρίσκονται εις πόλεμον με την Αγγλίαν, είσθε υπόχρεως να σεβασθήτε την Αυστριακή σημαία».

Στην πρόκληση αυτή ο μεγάλος Φιλέλληνας και ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, απάντησε  με λόγια που έχουν περάσει πλέον στην ιστορία, και δείχνουν το μεγαλείο του ανδρός αυτού: «Ομιλείτε κύριε προς Έλληνα αξιωματικό, διοικούντα την μοίραν του αποκλεισμού και αν το αυστριακόν σκάφος δεν τεθή αμέσως υπό τας διαταγάς μου, θα το βυθίσω. Ως θα καταπυροβολήσω και το τουρκικόν στρατόπεδον, ιδού είπε, βγάζοντας το ωρολόϊ του Πέντε λεπτά μόνον» και ζήτησε στον Πρόξενο να αποχωρήσει. Ο Πρόξενος αποχώρησε χωρίς να πιστεύσει ότι ο Hastings θα τολμούσε να υλοποιήσει την απειλή του. Ο μεγάλος Φιλέλληνας περίμενε όμως για 5 λεπτά ακριβώς, και αμέσως μετά διέταξε τον βομβαρδισμό του πλοίου το οποίο βυθίσθηκε σε ελάχιστο χρόνο. Την ίδια στιγμή τα πυροβόλα της Καρτερίας εξουδετέρωναν τα τουρκικά κανόνια στη στεριά.

Η επιτυχίες του Hastings ανησύχησαν τους Τουρκο-αιγυπτίους, οι οποίοι διαπιστώνοντας την πίεση που τους ασκούσαν οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις, προσπάθησαν να αναλάβουν πρωτοβουλίες αντιμετώπισης των Ελλήνων. Οι εξελίξεις αυτές είχαν εξοργίσει τον ίδιο τον Ιμπραήμ Πασά, ο οποίος είχε ζητήσει να συλληφθεί και να τιμωρηθεί παραδειγματικά ο Hastings. Ακόμη και ο ίδιος ο Cohrane είχε συστήσει στον Hastings να παραμείνει στον Κορινθιακό κόλπο σε ασφαλές μέρος για να αποφύγει την εκδίκηση του Ιμπραήμ.

Οι κινήσεις αυτές όμως του Ιμπραήμ, προσέφεραν στον ναύαρχο Codrignton το πρόσχημα που έψαχνε για να εξουδετερώσει τον τουρκο-αιγυπτιακό στόλο, εφόσον αυτός παραβίαζε πλέον επίσημα την εκεχειρία και συνέχιζε να επιτίθεται στους Έλληνες. Ο στρατηγικός στόχος ήταν να στερηθεί ο Ιμπραήμ τα μέσα για τον ανεφοδιασμό του από την Αίγυπτο, έτσι ώστε να υποχρεωθεί να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο. Ο μεγάλος αυτός Ναύαρχος, θαυμαστής του Λόρδου Βύρωνος, είχε λάβει ήδη αρκετούς μήνες πριν σαφείς οδηγίες από τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, φίλο του Λόρδου Βύρωνος και φιλέλληνα, George Canning, να εκδιώξει το συντομότερο τον Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο, «είτε με την χρήση της διπλωματικής γλώσσας, είτε με την πειθώ των όπλων». Ο Canning (μία από τις υψηλού επιπέδου διεθνώς προσωπικότητες στην οποία η Ελλάδα χρωστά την ελευθερία της και την ανεξαρτησία της), είχε κάνει σαφείς τις θέσεις του πολύ πριν, και αυτές ήταν γνωστές στη διεθνή κοινή γνώμη.

Gazette de France 10 Μαρτίου 1827. «Ο George Canning έστειλε ένα νέο επίσημο υπόμνημα στον σουλτάνο για την ειρήνευση στην Ελλάδα. Ζήτησε την άμεση παύση των εχθροπραξιών στη ξηρά και τη θάλασσα και διαπραγματεύσεις για μια διπλωματική λύση στο ελληνικό πρόβλημα. Φαίνεται ότι η Αγγλία και η Ρωσία θα έκαναν οτιδήποτε για να σταματήσουν τον πόλεμο». Συλλογή ΕΕΦ.

Έτσι, ο στόλος των συμμαχικών δυνάμεων εισήλθε στο Ναβαρίνο. Οι προθέσεις όμως του Codrington ήταν γνωστές στον Ιμπραήμ, και επειδή αυτός γνώριζε ότι ο μεγάλος στόλος του δεν είχε τη δυνατότητα να ναυμαχήσει τον μικρότερο αλλά εμπειρότερο συμμαχικό, θεώρησε ότι τους είχε στήσει μία παγίδα στα Ναβαρίνο. Πράγματι, στον στενό αυτό χώρο ο Ιμπραήμ διέθετε τα κανόνια των δικών του πλοίων (περίπου 90) συν τα κανόνια των οχυρών από την στεριά, ενώ οι σύμμαχοι διέθεταν μόλις 28 πλοία. Παρά την πολλαπλάσια δύναμη πυρός, ο πανικός και η αστοχία των ναυτικών του Ιμπραήμ, μετέτρεψαν την «παγίδα» που αυτός ετοίμαζε, στον τάφο των σχεδίων του. Αυτά ήταν να αφανίσει τον Ελληνισμό από την Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα, εφαρμόζοντας ένα σχέδιο γενοκτονίας και ξεριζωμού του, που θα οδηγούσε και στο τέλος της Ελληνικής ιστορίας. Ο στόλος του Ιμπραήμ καταστράφηκε, ενώ πάνω από 60 πλοία βυθίσθηκαν με μεγάλο μέρος των ναυτών τους, οι οποίοι ήταν δεμένοι με αλυσίδες στις θέσεις τους.

Thomas Whitcombe κύκλος, η ναυμαχία στο Ναβαρίνο, 20 Οκτωβρίου 1827, Συλλογή ΕΕΦ.

Μετά τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο, ο Frank Abney Hastings είχε πλέον ανακτήσει, με την Καρτερία και την μοίρα του, πλήρη έλεγχο στις ελληνικές θάλασσες. Τον Νοέμβριο του 1827, ο Hastings  συνέχισε τις επιχειρήσεις. Ο επόμενος στόχος ήταν το Μεσολόγγι, που αποτελούσε το κλειδί για τον έλεγχο της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Η πρώτη κίνηση ήταν να προσεγγίσει το Βασιλάδι, μια στρατηγικής σημασίας οχυρή θέση για το Μεσολόγγι, την οποία είχε επιχειρήσει να καταλάβει και ο Μιαούλης χωρίς επιτυχία. Καταστρώνει ένα ευφυές σχέδιο με στόχο να καταλάβει το ένα μετά το άλλο τα οχυρά που προστάτευαν τις νησίδες της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου (Βασιλάδι, Νταλμάς και Αιτωλικό). Σημειώνεται ότι τα νερά είναι πολύ ρηχά στην περιοχή και τα πλοία έπρεπε να μείνουν τουλάχιστον τρία χιλιόμετρα μακριά.

Η πολιορκία κράτησε μία εβδομάδα περίπου, λόγω κακοκαιρίας. Οι πρώτες βολές ήταν άστοχες λόγω της μεγάλης απόστασης. Ο Hastings εξόπλισε μικρά πλοιάρια που μπορούσαν να κινηθούν ευέλικτα στα ρηχά νερά του Μεσολογγίου και απέκλεισε με την κίνηση αυτή το Βασιλάδι και το – Αιτωλικό από το Μεσολόγγι, αναμένοντας τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες για να επιτεθεί.

Η επίθεση ξεκινά στις 27 Δεκεμβρίου 1827. Η Καρτερία και το πλοίο Ελβετία βομβαρδίζουν από ανατολικά, ενώ τα πλοιάρια βάλουν με τα πυροβόλα τους από το εσωτερικό της λιμνοθάλασσας. Οι πρώτες βολές είναι ιδιαίτερα επιτυχείς. Κτυπούν το κάστρο, καταστρέφουν την δεξαμενή του νερού, και ανοίγουν μεγάλο ρήγμα στο τείχος. Την πέμπτη βολή αναλαμβάνει προσωπικά ο Hastings, ο οποίος ρυθμίζει το κανόνι και επιτυγχάνει με μία εύστοχη να ανατινάξει την πυριτιδαποθήκη των Τούρκων. Η έκρηξη αυτή καταστρέφει τα περισσότερα τουρκικά κανόνια και υποχρεώνει τους Τούρκους να παραδοθούν. Ο Βρετανός Φιλέλληνας, Λοχαγός Hane, αποβιβάζεται στο Βασιλάδι, παραλαμβάνει το οχυρό, και αιχμαλωτίζει 39 Τούρκους. Ο Hastings τους φέρθηκε υποδειγματικά, τους αποβίβασε σε άλλο σημείο και τους επέτρεψε να επιστρέψουν πίσω στο Μεσολόγγι. Στο οχυρό εγκαταστάθηκε απόσπασμα ελληνικού στρατού. Ο Τούρκος διοικητής έστειλε την επόμενη ημέρα στον Hastings από το Μεσολόγγι, δώρο ένα αρνί και ένα σπαθί.

Η νίκη αυτή, που φέρνει πλέον τις ελληνικές δυνάμεις στα πρόθυρα της κατάληψης του Μεσολογγίου, συντελείται την ημέρα που ο Ιωάννης Καποδίστριας περνά το Ιόνιο πέλαγος για να αναλάβει τα καθήκοντα του πρώτου Κυβερνήτη του νέου ελληνικού κράτους.

Μετά την επιτυχία αυτή επανήλθε το πρόβλημα της μισθοδοσίας. Το ναυτικό χρωστούσε στο πλήρωμα της Καρτερίας 3 μισθούς. Αδυνατώντας να συνεχίσει και να αντιμετωπίσει το πλήρωμά του, ο Hastings και άλλοι αξιωματικοί του, υπέβαλαν στον Καποδίστρια την παραίτησή τους. Μέσα σε αυτούς ήταν και ιατρός του πλοίου, ο Φιλέλληνας Heirich Treiber, ο οποίος αποχώρησε και εν τέλει μετατέθηκε στην Αθήνα, αφήνοντας την Καρτερία χωρίς τον ιατρό της.

Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας κάλεσε τον Hastings αμέσως στον Πόρο, και κατάφερε να τον μεταπείσει. Μάλιστα έκανε δεκτές όλες τις εισηγήσεις του για την αναδιοργάνωση και λειτουργεία του ελληνικού ναυτικού.

Ο βασικός άξονας των προτάσεων του Hastings ήταν η ανάπτυξη εθνικού ναυτικού που θα ανήκει στην κυβέρνηση, και όχι η ενοικίαση πλοίων από ιδιώτες πλοιοκτήτες. Ο νέος Κυβερνήτης είχε εκτιμήσει τις ικανότητες, αλλά και την προσωπικότητα του Hastings, και είχε αποφασίσει να του αναθέσει τον γενικό συντονισμό των ναυτικών δυνάμεων, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο επιστολής προς αυτόν: «Προς τον καπετάν Hastings. Η Κυβέρνησις ευχαρίστως διά την οποίαν έχετε διάθεσιν του να φανήτε χρήσιμος εις τους σκοπούς της σας επιφορτίζει με την διεύθυνσιν των ναυτικών υποθέσεων … θέλετε μεταχειρισθή ως προσωρινό γραμματέα τον κ. Γεώργιο Οικονομίδη…». Ο μεγάλος αυτός άνδρας δέχθηκε να υποχωρήσει και να συνεχίσει την αποστολή του για το καλό της Ελλάδας.

Η πρώτη κίνηση του Hastings ήταν να εγκαθιδρύσει τον πρώτο ναύσταθμο του ελληνικού ναυτικού στον Πόρο και να σχεδιάσει τις διοικητικές λειτουργείες. Αμέσως μετά αναχώρησε για να ολοκληρώσει την αποστολή του.

Μετά την πτώση του φρουρίου στο Βασιλάδι, το επόμενο στρατηγικό βήμα για να καταληφθεί το Μεσολόγγι, ήταν το Αιτωλικό. Ο Hastings πρέπει να συνεργασθεί με τα Σώματα στην ξηρά, τα οποία διοικούσε ο Στρατηγός Church, με τον οποίο δεν διατηρούσε τις καλύτερες σχέσεις. Παρά τις διαφωνίες, η αίσθηση του καθήκοντος που είχαν και οι δύο Φιλέλληνες, και η αγάπη τους για την Ελλάδα, βοήθησαν να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να βρουν λύση κοινής αποδοχής.

Ο Church περιγράφει τη σχέση τους ως εξής: «Ο Hastings όστις εκέκτητο τας ευγενεστέρας αρετάς πνεύματος και καρδίας ήτο δυστυχώς οξύθυμος και δύστροπος, το οποίον καθίστα πολλάκις δύσκολον την μετ’ αυτού συνεργασία». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Hastings είχε ταλαιπωρηθεί πολύ κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στον Αγώνα, από την αδυναμία της ελληνικής διοίκησης να συντονίσει τις δράσεις των ελληνικών δυνάμεων, και να τον στηρίξει στο έργο του με γρήγορες αποφάσεις. Ο Church έχει επίγνωση αυτής της κατάστασης, και αναφέρει τα εξής: «Πρέπει να λεχθεί, προς τιμή του Άστιγγος, ότι έθεσεν εαυτόν εις μεγάλην δυσχέρειαν και εφ’ ικανόν χρόνον κατά το παρελθόν παρέχων εξ ιδίων χρήματα δια τα πληρώματα και είχεν αηδιάσει εκ της ολίγης προσοχής ην του έδιδεν η προσωρινή Κυβέρνηση ώστε ερεθισμένος εκ του γεγονότος τούτου έδειξεν την οργήν του στο Βασιλάδι».

Ο Hastings επέστρεψε στην Καρτερία για να συνεχίσει το πολύτιμό του έργο και για να υλοποιήσει το μεγάλο του όραμα. Να απελευθερώσει το Μεσολόγγι, τον τόπο που άφησε την τελευταία του πνοή ο Λόρδος Βύρων, και με την κατάληψη αυτή να ανακτήσουν οι ελληνικές δυνάμεις τον έλεγχο της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, και να δημιουργήσει τετελεσμένα που θα διευκόλυναν τον Καποδίστρια να διαπραγματευθεί την επέκταση των ελληνικών συνόρων προς τον βορρά.

Έτσι, τον Μάιο του 1828, συμμετείχε σε μία κοινή επιχείρηση στην Δυτική Ελλάδα, με τις χερσαίες δυνάμεις των Ελλήνων, τη διοίκηση των οποίων είχε αναλάβει ο Βρετανός Στρατηγός Church. Ο Ελληνικός στόλος απέκλεισε το προπύργιο του Μεσολογγίου, το Αιτωλικό.

Ο Hastings είχε σχεδιάσει ειδικά εμπρηστικά βλήματα με τα οποία βομβάρδισε το Μεσολόγγι.  Στη συνέχεια βομβάρδισε επί πέντε ώρες χωρίς διακοπή το Αιτωλικό, προετοιμάζοντας την απόβαση των ελληνικών δυνάμεων. Οι οβίδες προκάλεσαν πυρκαγιές σε όλο το Αιτωλικό το οποίο φλεγόταν, κατέστρεψαν σε πολλά σημεία τις οχυρώσεις και το ίδιο το τουρκικό φρουραρχείο.

Δυστυχώς στην φάση αυτή, ενώ  όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, η έλλειψη αυστηρής πειθαρχίας και συντονισμού, το μεγάλο πρόβλημα που προκάλεσε πολλά δεινά στις ελληνικές δυνάμεις κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, δεν επέτρεψε να υλοποιηθεί σωστά το αρχικό σχέδιο.

Σύμφωνα με το σχέδιο, είχε αποφασισθεί να πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα επίθεση όλων των δυνάμεων από την στεριά και από τη θάλασσα στις 25 Μαΐου 1828.

Όταν όμως διαφάνηκε ότι το Αιτωλικό έπεφτε, οι μονάδες των ατάκτων που συμμετείχαν στις χερσαίες δυνάμεις δεν υπάκουαν στο σχέδιο, και κινήθηκαν μόνοι τους με στόχο να λαφυραγωγήσουν. Το Τακτικό Σώμα των χερσαίων δυνάμεων, με διοικητές τον Στρατηγό Ευμορφόπουλο και το κόμητα Μπριόζιο, θεώρησαν ότι ξεκινούσε η επίθεση πρόωρα και κινήθηκαν και αυτοί εκτός σχεδίου εναντίον του οχυρού. Η κίνηση αυτή υποχρέωσε και τον Hastings να ξεκινήσει νωρίτερα και να προστρέξει με τους άνδρες για να μην αφήσει τις χερσαίες δυνάμεις εκτεθειμένες στα πυρά των Τούρκων.

Οι ναύτες του Hastings ξεκίνησαν την τελική έφοδο, χωρίς κάλυψη. Έτσι συγκεντρώθηκαν επάνω τους πολύ περισσότερα πυρά από ότι ανέμεναν.

Η μεγάλη και ηρωική αυτή μορφή του αγώνα των Ελλήνων, ο Frank Abney Hastings κατέβηκε από το πλοίο του και τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής των συμπολεμιστών του στην πρώτη γραμμή, για να συνδράμει τα χερσαία τμήματα. Στεκόταν διαρκώς όρθιος επάνω στην μικρή αποβατική λέμβο, δίνοντας οδηγίες και κουράγιο στους ναύτες του. Μάλιστα, μάρτυρες αναφέρουν ότι φώναζε διαρκώς και επαναλάμβανε δυνατά την λέξη «Εμπρός», και οι ναύτες του ήταν ενθουσιασμένοι και τον ζητωκραύγαζαν.

Η φάση αυτή ήταν άλλη μία από τις ηρωικές στιγμές του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Μόλις έφθασαν στην ακτή, μία τουρκική οβίδα κτύπησε την αποβατική λέμβο. Τρεις ναύτες σκοτώθηκαν και είκοσι τραυματίσθηκαν. Ο Frank Abney Hastings πληγώθηκε σοβαρά στο αριστερό χέρι και έπεσε αναίσθητος. Την στιγμή αυτή δημιουργήθηκε μία μεγάλη αναστάτωση. Ένα βόλι βρήκε τον Στρατηγό Ευμορφόπουλο στο μέτωπο και τον σκότωσε ακαριαία. Λίγο μετά έπεσε και άλλη μία ηρωική μορφή του Αγώνα, ο ενθουσιώδης Φιλέλληνας Μπριόζιο, ενώ πληγώθηκαν οι υπολοχαγοί Γκαίμπεν, Στέλβαχ και πολλοί άλλοι αγωνιστές.

Τον Hastings τον απέσυραν από την μάχη και τον οδήγησαν στην «Καρτερία». Εκεί του έδεσαν πρόχειρα το τραύμα γιατί όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, ο ιατρός είχε μετατεθεί και δεν είχε επιλεγεί αντικαταστάτης του. Ο μεγάλος αυτός άνδρας συνήλθε και ζητούσε να αναλάβει πάλι δράση το συντομότερο, διαβεβαιώνοντας τους συμπολεμιστές του ότι «δεν είχε κάτι σοβαρό». Μάλιστα άρχισε να εργάζεται πάλι και να σχεδιάζει νέα επιχείρηση για να καταλάβει το Αιτωλικό. Στις 28 Μαΐου 1828 ετοίμασε λεπτομερή αναφορά προς την Κυβέρνηση, στην οποία περιγράφει τα γεγονότα και την διαγωγή του κάθε αξιωματικού, ασχολήθηκε ακόμη και με την τελευταία  λεπτομέρεια, όπως για παράδειγμα, την απονομή συντάξεως στην χήρα του αρχηγού των κανονιοφόρων Παπαπάνου. Εκεί ανέφερε ότι ετοιμαζόταν να επιτεθεί πάλι στο Αιτωλικό.

Στη φάση αυτή, κανείς δεν είχε υποψιασθεί πόσο σοβαρό ήταν το τραύμα του μεγάλου Βρετανού φιλέλληνα. Ακόμη και ο ίδιος ο Καποδίστριας εξέδωσε από τον Πόρο στις 26 Μαΐου 1828 (π.η.) την ακόλουθη διαταγή: «Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος προς τον αρχηγόν της κατά τον Κορινθικόν κόλπον ναυτικής δυνάμεως. Η Κυβέρνηση εγκλείουσα την ευχαριστήριόν της επιστολήν δια τους κατά την 11 Μαΐου αριστεύσαντας σπεύδει κατ’εξοχήν να προσφέρει εις Σε ιδιαιτέρως την ευγνωμοσύνη της τής οποίας και εις αυτήν την εσχάτην ώραν εφάνης άξιος εκθέσας την ζωήν Σου εις κίνδυνον υπέρ της Ελλάδος των συμφερόντων της οποίας εξ αρχής του αγώνος υπήρξας υπέρμαχος. Αυτής Σου της προς την Ελλάδα αφοσιώσεως τα έντιμα δείγματα φέρεις εις το Σώμα σου και ανακαλείς εις την μνήμην των ανθρώπων την δόξαν η οποία προ δύο ετών περιεχύθη εις τα μέρη όπου ήδη αγωνίζεσαι. Εν Πόρω 26 Μαΐου 1828 ο Κυβερνήτης».

Οι συμπολεμιστές του ενημέρωσαν τον υπεύθυνο αρχίατρο (Gosse), ο οποίος χωρίς να γνωρίζει λεπτομέρειες για το τραύμα, θεώρησε και αυτός ότι δεν επρόκειτο για κάτι ανησυχητικό. Όταν πολύ αργότερα είδε το τραύμα από κοντά, διαπίστωσε ότι εξελισσόταν σε γάγγραινα και ζήτησε να μεταφερθεί άμεσα ο Hastings στη Ζάκυνθο, όπου υπήρχαν περισσότερα μέσα, προκειμένου να αποκόψουν το πληγωμένο χέρι. Ο τραυματίας πλέον υπέφερε από αφόρητους πόνους και επειδή καταλάβαινε ότι πλησίαζε το τέλος του, έγραψε την διαθήκη του, και ανέθεσε καθήκοντα στον νέο Πλοίαρχο και Αντιπλοίαρχο της «Καρτερίας». Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του στην Ζάκυνθο, άφησε την τελευταία του πνοή επάνω στο πλοίο που τον μετέφερε, διασχίζοντας την θάλασσα που είχε αγαπήσει και παραδώσει πλέον ελεύθερη στους Έλληνες.

Πέθανε στις 1 Ιουνίου 1828  από τέτανο, σε ηλικία μόλις 34 ετών βυθίζοντας σε θλίψη και βαθύτατο πένθος τον ελληνικό στρατό και τους Έλληνες.

Τις ιστορικές αυτές στιγμές, περιγράφει στα απομνημονεύματα του ένας από τους αξιωματικούς του Frank Abney Hastings, ο Υποπλοίαρχος Παπά Μικές Δούκας, από τα Ψαρά: « Και το πρωί επήγαμεν εις την φρεγάδα και μας είπαν οι Άγγλοι ότι ο Άστιγξ είναι εντός κινδύνου, ότι έκαμεν διαθήκη, εδιόρισε πλοίαρχον της Καρτερίας τον Ιωσήφ Φαλάγκαν και υποπλοίαρχον των Ιωάννη Σωτηριάδην, τους δε άλλους ναύτας θα προβηβάσει μετά ταύτα εάν ζήση. Όλοι εμείναμεν επί της φρεγάδας κατά δε το μεσονύκτιον ήλθε ο φύλαξ και μας ειδοποίησε ότι απέθανε. Τον εκλαύσαμεν από βάθος καρδίας διότι εχάσαμεν πατέρα και όχι πλοίαρχο αυθάδη. Αφού οι Άγγλοι τον διόρθωσαν και τον περιέκλεισαν μας παρέδωκαν το λείψανόν του και το εφέραμεν εις τον Πόρον όπου ο Ναύσταθμος».

Το θλιβερό νέο της απώλειας του μεγάλου Φιλέλληνα συγκλόνισε όλη την Ελλάδα. Μόλις το πληροφορήθηκε, ο Ιωάννης Καποδίστριας απηύθυνε την ακόλουθη επιστολή στον Υπουργό των Ναυτικών Μαυροκορδάτο και τους δύο στενούς φίλους του Hastings, τον G. Finley και τον Ν. Καλλέργη:

«Ο Πλοίαρχος Άστιγξ δεν υπάρχει πλέον. Η θανατηφόρος πληγή την οποία έλαβεν, ενώ έδιδε νέα δείγματα του υπέρ της Ελλάδος ζήλον του υπό τα τείχη του Αιτωλικού μας τον αφήρπασε την 1η Ιουνίου». Aφού δε αναφέρει σε συντομία της υπηρεσίες του Hastings, υπογραμμίζει το καθήκον των Ελλήνων προς την μνήμην του «γενναίου προασπιστού της ανεξαρτησίας ημών όστις εδέχθη δι ημάς το θανάσιμον εκείνον τραύμα, υπήρξε ανήρ, αγαθός επιλέγει και στρατιώτης άμα και ναύτης ανδρείος. Πολεμική άρα και ναυτική κηδεία ανήκει εις αυτόν κατ’ εξοχήν» και συνεχίζει «ως τόπος συναθροίσεως των συστρατιωτών του αοιδίμου, εξαιτείται ο Πόρος τα νεκρά αυτού λείψανα διά να τα δεικνύη διαρκώς εις τους γενναίους εκείνους οίτινες φέροντες μεθ’εαυτόν μνημόσυνα ζωηρότατα του ευκλεούς συναγωνιστού θέλουν τον υπολαμβάνει ως μη παύσαντα να υπάρχη και παραμυθούμενος θέλουν οιονεί ενισχύεσθαι διά της παρουσίας του. Τέλος ως γυμνάσιον των νέων ναυτών μας ο Πόρος απαιτεί να είναι της σκιάς του το άσυλον, ώστε η μνήμη του ανεξάλειπτος από την φαντασίαν της νεολαίας ταύτης των αγαθών της Ελλάδος ελπίδων να τους υπεκαύση, ως πνεύμα προϊστάμενον εις τας σπουδάς των εις πρόσκτησιν των αρετών και γνώσεων όσων εκόσμουν τον αείμνηστον».

Και ο ίδιος ο αρχιστράτηγος Church είχε παραδεχθεί την ανωτερότητα του Frank Abney Hastings. Μάλιστα αναφέρει σε επίσημο έγγραφο που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο τα εξής: «Ο θάνατος του Άστιγγος, ήτο μεγάλη απώλεια διά την Ελλάδα. Είχε κάμει σημαντικάς θυσίας εν τη υπηρεσία εις την οποίαν τελικώς εθυσίασε και την ζωήν του. Ήτο ανήρ ψύχραιμος και ατρόμητος μεγάλης δε πρακτικής και επιστημονικής μορφώσεως, πάντοτε έτοιμος δι επιχείρησιν και μεγάλης καρτερίας. Εξετιμάτο μεγάλης και έχαιρεν υπόληψιν μεταξύ των Ελλήνων και το στρατιωτικόν του στάδιον εσημειώθη διά πολλών επιτυχιών υπέρ της θετής του πατρίδος και υπέρ της ιδίας εαυτού δομής. Μετά τη απώλειαν του ευγενούς πλοιάρχου της η μέχρι ώρας ισχυρά «Καρτερία» ο τρόμος του εχθρού κατέστη πλοίον συνήθους τάξεως, είναι αληθές ότι εν αυτή ευρίσκοντο ακόμη τα φοβερά πυροβόλα τα επινοηθέντα υπό του Άστιγγος τα εκτοξεύοντα υπό την διεύθυνσίν του πυρ και θάνατον κατά των εχθρών προς όλας τας διευθύνσεις, αλλ’ εκείνος δεν υπήρχε πλέον και εκλιπούσης της χειρός ήτις διηύθηνε και της ψυχής ήτις ενίσχυε τα κατορθώματα της «Καρτερίας» αι μετέπειτα υπηρεσίαι της υπήρξαν ασήμαντοι όσον εις το παρελθόν ήσαν σπουδαίαι και λαμπραί».

Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας ζήτησε να βαλσαμωθεί η σωρός του Hastings και να μεταφερθεί στην Εκκλησία του Ορφανοτροφείου της Αίγινας. Μεταφέρθηκε τον επόμενο χρόνο με μία πολυήμερη τελετή στον Πόρο, με το αγαπημένο του πλοίο την «Καρτερία», στο οποίο επέβαινε και ο ίδιος ο Ιωάννης Καποδίστριας. Το πλοίο συνόδευε τιμητική μοίρα πολεμικών πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού, στα οποία επέβαιναν πολλοί από τους συμπολεμιστές του. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Σπυρίδων Τρικούπης. Οι λεπτομέρειες της τελετής αναφέρονται παρακάτω.

Η τελετή της κηδείας του Frank Abney Hastings

Το γενικό πρόσταγμα της τελετής της κηδείας, στην οποία ήταν παρών ο ίδιος ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, ανατέθηκε στον Υπουργό των Ναυτικών Μαυροκορδάτο, στον G. Finley και στον Ν. Καλλέργη.

Ο νέος κυβερνήτης της Καρτερίας, Φαλάγκας, παρέδωσε το ταριχευμένο σώμα του Frank Abney Hastings στον μοίραρχο Fabricius, αρχηγό της μοίρας, στις 6 Ιουνίου 1829. Οι σημαίες κυμάτιζαν παντού μεσίστιες και οι κεραίες των πλοίων ήταν κεκλιμένες. Ακουγόντουσαν μόνο οι κρότοι των πυροβόλων.

Η σωρός έφθασε στις 13 Ιουνίου στο Λουτράκι. Χιλιάδες Έλληνες από την Περαχώρα και την Κόρινθο συνόδευσαν τον νεκρό στο Καλαμάκι. Τη νεκρική σιγή διέκοπταν κανονιοβολισμοί από τα πλοία και την Ακροκόρινθο.

Στο Καλαμάκι η σωρός επιβιβάσθηκε στο πλοίο «Αθηνά» με προορισμό την Αίγινα. Ο Φιλέλληνας, συμπολεμιστής και φίλος του Hastings και ιστορικός G. Finley περιγράφει τις σκηνές με τα ακόλουθα λόγια: «Ουδέποτε ίσως αλλόφυλοι μαχηταί επένθησαν ειλικρινέστερον και βαθύτερον ανδρείον ξένον διά τον πρόωρον χαμόν του. Ότε οι πολυάριθμοι Έλληνες ναυτικοί οι υπηρετήσαντες κατά καιρούς υπό τας διαταγάς του έμαθον τον θάνατον αυτού συνήθροισαν αμέσως δι εράνου χρηματικόν ποσόν και εκτέλεσαν εν τη Μητροπόλη της Αιγίνης διά του Ελληνικού κλήρου μνημόσυνον μετά πάσης πομπής και παρατάξεως δυνατών κατά τους ταραχώδεις εκείνους χρόνους».

Στη συνέχεια, όλα τα μέλη του Γενικού Φροντιστηρίου, ο προσωρινός Διοικητής Αιγίνης και όλοι οι αξιωματικοί των πολεμικών πλοίων που είχαν φθάσει στην Αίγινα, τοποθέτησαν την σωρό του Frank Abney Hastings στην εκκλησία του Σωτήρος στο Ορφανοτροφείο. Εκεί είχε συγκεντρωθεί όλος ο κλήρος, οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, οι Φιλέλληνες, και ο Κυβερνήτης με αντιπροσωπεία του Πανελληνίου. Ακολούθησε επικήδειος ευχή και άρχισε η εκφορά του νεκρού. Μπροστά πορευόταν άγημα από 100 ναύτες φέροντες πένθος, και ακολουθούσαν 4 αξιωματικοί του ναυτικού με το ξίφος τους στον ώμο και στη συνέχεια 8 αξιωματικοί που έφεραν το φέρετρο. Τους συνόδευαν 4 πλοίαρχοι που κρατούσαν τις τέσσερες άκρες του καλύμματος του  φερέτρου. Αμέσως μετά ο Ιωάννης Καποδίστριας και οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Όλοι οι συμμετέχοντες έφεραν στον αριστερό βραχίονα μαύρο πένθος.

Η πομπή κατέληξε στο λιμάνι και το φέρετρο τοποθετήθηκε σε λέμβο, σκεπασμένη με πένθιμο ύφασμα. Η λέμβος μετέφερε την σωρό του Hastings στο αγαπημένο του πλοίο την Καρτερία, για το τελευταίο του ταξίδι στον Πόρο. Όταν έφθασε το φέρετρο στην Καρτερία, όλα τα πλοία κατέβασαν τις σημαίες τους και έκλιναν τις κεραίες τους. Ακολούθησαν 34 κανονιοβολισμοί, όση ήταν και η ηλικία του μεγάλου Φιλέλληνα.

Στη συνέχεια ξεκίνησαν όλα τα πλοία μαζί, πλέοντας με μικρή ταχύτητα και την μεγαλοπρέπεια που άξιζε στον Frank Abney Hastings. Όταν έφθασαν στον Ναύσταθμο στον Πόρο αγκυροβόλησαν. Οι αξιωματικοί μετέφεραν το φέρετρο και ακολούθησε ο Ιωάννης Καποδίστριας. Και πάλι αποδόθηκαν τιμές με κανονιοβολισμούς.

Στο Ναύσταθμο είχαν παραταχθεί ένας λόχος Πεζικού, αντιπροσωπεία του Πολεμικού Ναυτικού, των τακτικών σωμάτων ξηράς, όλοι οι παρευρισκόμενοι πλοίαρχοι και αξιωματικοί και το πλήρωμα της Καρτερίας. Όλοι μαζί συνόδευσαν με ιδιαίτερη συγκίνηση τον νεκρό στην τελευταία του κατοικία.

Αφού εψάλη σύντομη ευχή, ο Υπουργός Εξωτερικών Σπυρίδων Τρικούπης εκφώνησε εκ μέρους της κυβέρνησης και του Ελληνικού Έθνους, τον αποχαιρετιστήριο λόγο. Ακολούθησε ο τελευταίος ασπασμός του νεκρού και οι παρευρισκόμενοι, με πρώτον τον Ιωάννη Καποδίστρια, έριξαν από μία χούφτα χώμα στον τάφο του μεγάλου ανδρός. Ο λόχος του Τακτικού Σώματος και τα ναυτικά αγήματα τον αποχαιρέτησαν με τριπλό τυφεκιοβολισμό.

Η τελετή της κηδείας ολοκληρώθηκε και πάλι με 34 βολές πυροβολικού, σε ανάμνηση του έργου και της προσφοράς του Φιλέλληνα, ήρωα και εθνικού ευεργέτη, Frank Abney Hastings, που συγκλόνισε τις ψυχές όλων των Ελλήνων.

Η Γενική Εφημερίδα όταν αναφερόταν στον Frank Abney Hastings, χρησιμοποιούσε τον όρο «ο πλέον παρά Έλλην».

Στην ομιλία του ο Σπυρίδων Τρικούπης υπενθύμισε ότι ο Frank Abney Hastings «… απέθανεν την 20η Μαίου, καταλιπών μνήμην ανεπίληστον αφιλοκερδούς φιλελληνισμού, ενδόξων υπέρ ελευθερίας αγώνων και ακεραίου χαρακτήρος …».

Ο Λόρδος Βύρων  είχε περιγράψει τον Hastings ως “intelligent and scientific” who “unites great courage & coolness as well as enterprise” («έξυπνος και επιστήμων» που «συνδυάζει μεγάλο θάρρος και ψυχραιμία, καθώς και την επιδεξιότητα»).

Ο Finley αναφέρει σχετικά με τον Hastings και την Καρτερία τα εξής: «το τι θα ηδύνατο να γίνη ο Ελληνικός στόλος εάν έζη ο πλοίαρχος Άστιγξ μόνον όσοι τον εγνώρισαν και είδον ποία μέτρα έλαβε διά να στρατολογήση ναυτικούς αξιωματικούς δύναται να φαντασθώσιν».

Ο άλλος σημαντικός Φιλέλληνας, Στρατηγός Thomas Gordon αναφέρει και αυτός στη βιογραφία του: «Αν υπήρχε κάποιος πραγματικά ανιδιοτελής και χρήσι­μος Φιλέλληνας, αυτός ήταν ο Άστιγξ. Δεν έλαβε ποτέ του αμοιβή. Ξόδεψε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του για να κρατήσει μάχιμη και δυνατή την «Καρ­τερία», το μοναδικό πλοίο του Ελληνικού Ναυτικού πού τηρούσε τούς κανόνες της ναυτικής πειθαρχίας».

Η καρδιά του νεκρού Hastings μεταφέρθηκε στην Αθήνα και τάφηκε στον Αγγλικανικό ναό του Αγίου Παύλου.

Το 1861, η πολιτεία μετέφερε τα οστά του Frank Abney Hastings στον Ναύσταθμο του Πόρου, όπου έστησε ένα μνημείο οβελίσκο για να τιμήσει την συνεισφορά του στον Αγώνα.

Μνημείο στην μνήμη του Frank Abney Hastings στον Πόρο

Επιτύμβια πλάκα του Frank Hastings στον Αγγλικανικό ναό του Αγ. Παύλου στην Αθήνα.

Το 1928, με αφορμή τον εορτασμό των 100 από τον θάνατόν του, ο υπουργός του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού Παναγιώτης Μερλόπουλος, και ο Πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ελλάδα, Sir Percy Loraine, τοποθέτησαν στο μνημείο αναμνηστικές πλάκες.

ΕΠΙ ΤΗ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ
ΦΡΑΝΚ ΑΒΝΥ ΑΣΤΙΓΓΟΣ
ΟΣΤΙΣ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ
ΣΥΝΕΔΕΣΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ
ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΝΑΥΤΙΚΟΝ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΜΕΡΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΙΣ ΕΝΔΕΙΞΙΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ
ΕΣΤΕΦΑΝΩΣΕ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟΝ ΤΟΥΤΟ
ΤΗ 8 ΙΟΥΝΙΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1928

ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΔΟΞΟΝ ΜΝΗΜΗΝ
ΤΟΥ
ΦΡΑΝΚ ΑΒΝΥ ΑΣΤΙΓΓΟΣ
ΟΣΤΙΣ
ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΟΥ ΕΔΟΚΕΝ
ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΚΑΤΕΤΕΘΗΚΑΝ ΕΝΤΑΥΘΑ ΣΤΕΦΑΝΟΙ
ΤΗ 8 ΙΟΥΝΙΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1928
ΥΠΟ ΤΟΥ ΒΑΡΩΝΕΤΟΥ ΣΕΡ ΠΕΡΣΥ ΛΟΡΑΙΝ
ΠΡΕΣΒΕΥΤΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
Της Α.Μ. ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
ΚΑΙ ΥΠΟ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΑΓΓΛΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

Η ελληνική πολιτεία συνέχισε να θυμάται και να τιμά τον μεγάλο αυτόν Φιλέλληνα και εθνικό ευεργέτη, τον Frank Abney Hastings, ονομάζοντας προς τιμή του  μια κανονιοφόρο το 1841 και ένα αντιτορπιλικό το 1939 του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.

Με αφορμή τα 100 χρόνια από τον θάνατό του στήθηκε ένα μνημείο και στο Μεσολόγγι, στον κήπο των Ηρώων. Επίσης, εκδόθηκε ένα προς τιμήν του χάλκινο αναμνηστικό μετάλλιο και άλλα αντικείμενα.

Αναμνηστικό μετάλλιο προς τιμήν του Frank Abney Hastings, για τα 100 χρόνια από τον θάνατόν του: «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» (Συλλογή ΕΕΦ).

Αναμνηστική κάρτα του 1928 για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Frank Abney Hastings. (Συλλογή ΕΕΦ).

Το όνομα του Frank Abney Hastings δόθηκε σε έναν δρόμο στον Πειραιά. Επίσης, μία κεντρική οδός στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας φέρει το όνομα του, για να θυμίζει στους Έλληνες και ξένους που έρχονται να επισκεφθούν και να προσκυνήσουν τα μνημεία του κλασσικού πολιτισμού, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, ότι σε μεγάλους, ευγενείς και γενναίους άνδρες σαν τον Frank Abney Hastings χρωστά η πολιτισμένη ανθρωπότητα το πλεονέκτημα να ζει ελεύθερα και με αξιοπρέπεια.

 

Σημείωση της ΕΕΦ:

Ένας από τους απογόνους της οικογένειας Abney Hastings, ο Maurice Abney Hastings, συνέγραψε ένα σημαντικό βιβλίο που παρουσιάζει το έργου του μεγάλου Φιλέλληνα και προγόνου του, του Frank Abney Hastings. Ο Maurice Abney Hastings, συγκέντρωσε υλικό και οργάνωσε μουσείο στη γενέτειρα του μεγάλου Φιλέλληνα στην Αγγλία. Το βιβλίο του αυτό παρουσίασε πριν από μερικά χρόνια και στην Ελλάδα σε εκδήλωση στο Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.

Ο Maurice Abney Hastings πέθανε στις 9 Οκτωβρίου 2016 σε ηλικία 75 ετών.

Η ΕΕΦ τιμά και τη δική του μνήμη.

Το βιβλίο του Maurice Abney Hastings, για τον μεγάλο Φιλέλληνα Frank Abney Hastings.

Ο Maurice Abney Hastings παρουσιάζει προσωπικά αντικείμενα του μεγάλου Φιλέλληνα Frank Abney Hastings και στοιχεία σχετικά με τη δράση του στην Ελλάδα.

Πηγές και βιβλιογραφία

  • Κωνσταντίνος Ράδος, «Ο Άστιγξ και το έργον του εν Ελλάδι», Ναυτική Επιθεώρησις, Εν Αθήναις, 1928.
  • Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 2ος, Αθήνα, 1930.
  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Φιλέλληνες», τεύχος 277, 17 Μαρτίου 2005.
  • Σπυρίδωνος Τρικούπη «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης».
  • Χρήστου Γούδη «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος» εκδόσεις «Κάκτος».
  • Ιωάννη Ρούσκα «Ο Άστιγξ και η Καρτερία» περιοδικό «Ιστορικά Θέματα» τόμος 59.
  • Κωνσταντίνου Ράδου «Έγγραφα και σημειώσεις για την δράση του Άστιγξ εν Ελλάδι».
  • Γιώργος Αθανασίου,  POROSNEWS, 190 χρόνια από το θάνατο του Φρανκ Άμπνεϋ Άστιγξ, 2/6/2018.
  • Stephen, Leslie and Lee, Sidney, ed.s, Dictionary of National Biography (London, England: Smith, Elder, & Co, 1891), vol. 25.
  • Gordon, Thomas (1832). History of the Greek Revolution. London.
  • Finlay, George (1861). History of the Greek Revolution. Edinburgh.
  • This article incorporates text from a publication now in the public domain: Chisholm, Hugh, ed. (1911). «Hastings, Frank Abney». Encyclopedia Britannica. 13 (11th ed.). Cambridge University Press. p. 55.
  • Frank Abney Hastings, Memoir on the Use of Shells and hot shot from Ship artillery, Ridgeway, Londres, 1828.
  • Dimitri G. Capaitzis, ‘KARTERIA’ THE FIRST STEAM WARSHIP IN WAR (1826), The Royal Institution of Naval Architects, Historic Ships, London, 2009
  • Maurice Abney-Hastings, Commander of the Karteria, Authorhouse, 2011.
  • http://www.captainfrank.co.uk/people/captain-frank-abney-hastings
  • Hellenic Army General Staff, An Index of Events in the military History of the Greek Nation, Army History Directorate, 1998.
  • Anonymous article (attributed to George Finlay), “Biographical Sketch of Frank Abney Hastings”, Blackwood’s Edinburgh Magazine, vol. 58, July – December 1843.
  • David Brewer, The Greek War of Independence: The Struggle for Freedom from Ottoman Oppression and the Birth of the Modern Greek Nation, New York, The Overlook Press, 2001.
  • Wladimir Brunet de Presle et Alexandre Blanchet, Grèce depuis la conquête romaine jusqu’à nos jours, Paris, Firmin Didot, 1860.
  • R. Morfill, “Hastings, Frank Abney (1794–1828) (revised by Andrew Lambert)”, Oxford Dictionary of National Biography, May 2010.
  • A. Phillips, The War of Greek Independence 1821 to 1833, New York, Charles Scribner’s Sons, 1897.
  • Elizabeth Roberts, Freedom, Faction, Fame and Blood: British Soldiers of Conscience in Greece, Spain and Finland, Sussex Academic Press, 2010.
  • Christopher Montague Woodhouse, The Philhellenes, London, Hodder and Stoughton, 1969.
  • J.W. Day, et al. (1998) “The Anglican Church of Saint Paul’s Athens, A Short History”.
  • William St Clair, THAT GREECE MIGHT STILL BE FREE, The Philhellenes in the War of Independence, Cambridge, 2008.

 

Gioachino Antonio Rossini, στο Παρίσι, 1865.

 

Ο Τζοακίνο Ροσσίνι (Gioachino Rossini), γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1792 σε μια μικρή λουτρόπολη των Μάρκε, στην Αδριατική, το Πέζαρο. Είχε γενέθλια κάθε τέσσερα χρόνια, κάθε δίσεκτο… Ο πατέρας του έπαιζε κόρνο και η μητέρα του ήταν σοπράνο. Ο Ροσσίνι παρουσιάζει την πρώτη του Όπερα σε ηλικία 18 ετών στο Teatro S Moisé στην Βενετία (La Cambiale di Matrimonio).

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία έρχεται δύο χρόνια μετά με την Όπερα La Pietra del Paragone που παρουσιάζεται στην Σκάλα του Μιλάνου 53 φορές μέσα σε μια σαιζόν (1812)! Τον επόμενο χρόνο έρχεται η επιτυχία του Tancredi στο περίφημο Teatro la Fenice της Βενετίας. Στη Ρώμη, Teatro Argentina, θα ανεβάσει το 1816 και 1817 τα δύο πιο διάσημα έργα του «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» και «Η Σταχτοπούτα» που τον καθιερώνουν ως τον μεγαλύτερο συνθέτη της Opera Buffa.

Μέχρι τα 30 του (1822) έχει γράψει τις 32 από τις 39 Όπερές του, ενώ η τελευταία είναι ο περίφημος «Γουλιέλμος Τέλλος» που ανεβάζει στο Παρίσι το 1829, ένα έργο μισόν αιώνα μπροστά από την εποχή του. Γίνεται διάσημος και εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα του πολιτισμού, στο Παρίσι.

Ο μεγάλος συγγραφέας Σταντάλ (1783-1842) αναφέρει στο έργο του «Η ζωή του Ροσσίνι»:«Μετά το θάνατο του Ναπολέοντα, βρέθηκε ένας άλλος άνδρας για τον οποίο ακούει κανείς καθημερινά, στη Μόσχα όπως και στη Νάπολη, στο Λονδίνο όπως και στη Βιέννη, στο Παρίσι όπως και στην Καλκούτα».

Η «Πολιορκία της Κορίνθου» (Le Siège de Corinthe), είναι μακράν το μεγαλύτερο σε μέγεθος και επιτυχία Φιλελληνικό μουσικό έργο. Ο Ροσσίνι, ενθουσιασμένος από τον αγώνα των Ελλήνων, αλλά και την προσπάθεια των Φιλελληνικών Επιτροπών, την τέχνη του Ντελακρουά και τα κείμενα του Σατωμπριάν, αποφασίζει να συμβάλλει στην συλλογή χρημάτων των Επιτροπών. Μετασκευάζει το παλιότερο έργο του «Maometto Secondo» (1820)[1],  κατακλέβοντας την μουσική, αλλά και κάποιο μικρό μέρος του κειμένου που είχε γράψει ο Cesare della Valle, Κόμης του Βεντινιάνο, αφού πάνω στο έργο του δούλεψαν το νέο λιμπρέτο οι Luigi Balocchi και Alexandre Soumet.

Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Όπερα των Παρισίων, στις 9 Οκτωβρίου 1826, στα γαλλικά με ιδιαίτερη επιτυχία και τα μεγάλα έσοδα δόθηκαν για την ενίσχυση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Ήταν το πρώτο Live-Aid concert στην Ιστορία. Μόνο σε μια μέρα συγκεντρώθηκαν 30.000 φράγκα της εποχής (περίπου 100.000€), όσο ήταν το ετήσιο εισόδημα ενός πλούσιου Παριζιάνου.

Η όπερα μεταφράσθηκε στα Ιταλικά από τον Καλίστο Μπάσσι και παρουσιάστηκε το 1827 στη Βαρκελώνη σε συναυλιακή μορφή, ενώ η πρώτη σκηνική της παρουσίαση έγινε στην Πάρμα στις 26 Ιανουαρίου 1828 με τίτλο L’Assedio di Corinto, και στην Γένοβα στις 7 Ιουνίου του ίδιου έτους. Τις πρόβες μάλιστα επιμελήθηκε ο ίδιος ο Ντονιτσέττι, o οποίος έγραψε και μια άρια για την παράσταση στη Γένοβα η οποία έγινε ιδιαίτερα αγαπητή στο κοινό της εποχής και έκανε ακόμα πιο διάσημη την όπερα του Ροσσίνι.

Το 1827 ανέβηκε επίσης σε Βρυξέλλες και Βουδαπέστη. Το 1830 στην Αγία Πετρούπολη, το 1831 στην Βιέννη και το 1835 στην Νέα Υόρκη! Για 30 χρόνια και πλέον ήταν δημοφιλές σε όλα τα μεγάλα θέατρα Όπερας και μετά έπεσε σε λήθη. Ξανανέβηκε το 1949 στην Φλωρεντία με την Ρενάτα Τεμπάλντι στον κύριο ρόλο. Για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Ροσσίνι, το 1969, δόθηκε μια περίφημη παράσταση στην Σκάλα του Μιλάνου, με την περίφημη Beverly Sills.

Η πανελλήνια πρώτη του έργου δόθηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή μόλις μετά από 167 χρόνια, τον Ιανουάριο του 1993 ύστερα από επίμονη πρόταση μου, ως Γενικού Γραμματέα του ΔΣ, αφού αντιμετώπισα αντιρρήσεις για την αμφίβολη … εισπρακτική επιτυχία! Η παράσταση ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία σε σκηνοθεσία Mario Corradi, σκηνικά και κοστούμια Νίκου Πετρόπουλου. Ήταν η πρώτη φορά που το διεθνούς φήμης ειδικευμένο Γαλλικό περιοδικό Opera International αφιέρωσε δύο σελίδες στην Εθνική Λυρική Σκηνή. [2]

Σκηνικό Ν. Πετρόπουλου από την Α’Πράξη της Πολιορκίας της Κορίνθου

Το κείμενο εμπνέεται από το μείζον γεγονός του Αγώνα που ήταν η Τρίτη Πολιορκία του Μεσολογγίου και η ηρωική έξοδος. Καθοριστική για την επίδραση της κοινής γνώμης της Δύσης υπέρ των Ελλήνων.

Ο κριτικός Σ. Λακρετέιγ ήταν σαφής ως προς το πραγματικό νόημα του λιμπρέτου:

«Αυτή η όπερα περιέχει αναφορές στον πόλεμο των Ελλήνων και κυρίως στους Έλληνες του Μεσολογγίου, στοιχεία που της επιφυλάσσουν μια σίγουρη ενθουσιώδη επιτυχία..» Βλέπουμε λοιπόν πως ο παραλληλισμός Κορίνθου και Μεσολογγίου στην όπερα του Ροσσίνι, θεωρείται σαφής και δεδομένη από το κοινό και τους κριτικούς που παρακολούθησαν την παράσταση.  Η εφημερίδα Moniteur Universel έγραψε ότι «στην Κόρινθο είδαμε το Μεσολόγγι. Με την Πολιορκία της Κορίνθου, ο Ροσσίνι και οι Έλληνες πολιόρκησαν και κατέλαβαν το Παρίσι.[3]

Στο σημείο αυτό, έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η υπόθεση του έργου δεν έχει σχέση με το ομώνυμο ποίημα του Λόρδου Βύρωνος. Στο The Siege of Corinth, ο Λόρδος Βύρων αναφέρεται στην πολιορκία της Ακροκορίνθου από τους Οθωμανούς το 1715 και την σφαγή της Βενετικής φρουράς. Στο ποίημα που εκδόθηκε το 1816, ο ποιητής βλέπει το ιστορικό γεγονός με τα μάτια του Αλπ, ενός Βενετού που αλλαξοπίστησε και έγινε μισθοφόρος των Οθωμανών και της Φραντσέσκα Μινόττι, κόρης του Διοικητή της φρουράς, που αρνήθηκε να δώσει την κόρη του στον Αλπ. Αυτή ήταν και η αιτία της μεταστροφής του και της προδοσίας των δικών του, από δίψα εκδίκησης.

Ο Ροσσίνι θαύμαζε, δίχως άλλο, τον μεγάλο φιλέλληνα ποιητή. Η μοίρα το έφερε να βρίσκεται στο Λονδίνο σε περιοδεία με την γυναίκα του, την περίφημη Ισπανίδα λυρική τραγουδίστρια Ισαβέλλα Κολμπράν (1785-1845), την ημέρα που ο Λόρδος Βύρων πέθανε στο Μεσολόγγι, 19 Απριλίου 1824. Στις 11 Ιουνίου ο Ροσσίνι θα δώσει στο Λονδίνο συναυλία και θα παρουσιάσει ένα Ottavino (σύντομο έργο για οκτώ φωνές) αφιερωμένο στον θάνατο του Λόρδου Βύρωνος που μόλις είχε συνθέσει. Στο έργο, με τίτλο «Ο Θρήνος των Μουσών για τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνος» (Il pianto delle Muse in morte di Lord Byron), θα τραγουδήσει ο ίδιος ο Ροσσίνι τον πρώτο ρόλο![4]

Isabella Colbran (1785-1845)

Ας δούμε όμως την υπόθεση της Όπερας του Ροσσίνι. Βρισκόμαστε στα 1458. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο Μωάμεθ Β’ πολιορκεί και τον Μοριά.[5] Ο Κλεομένης, κυβερνήτης της Κορίνθου συνιστά την παράδοση της πόλης στον Πορθητή. Ο νεαρός, όμως, αξιωματικός Νεοκλής τάσσεται υπέρ νέας επίθεσης! Θαυμάζοντας το θάρρος του, ο Κλεομένης του προσφέρει το χέρι της θυγατέρας του Παμύρας. Στην επίθεση, οι Έλληνες απωθούνται και ο Κλεομένης αιχμαλωτίζεται. Η Παμύρα παρεμβαίνει και έτσι ο Μωάμεθ Β’ αναγνωρίζει στο πρόσωπό της την γυναίκα που είχε ερωτευτεί όταν είχε έρθει στην Κόρινθο ως κατάσκοπος για λογαριασμό του πατέρα του. Προσφέρει τότε ειρήνη στους Έλληνες, εφόσον η Παμύρα τον παντρευτεί. Παρά τις εκκλήσεις του πατέρα της να φύγει μαζί του και να πάρει τον Νεοκλή, η ερωτευμένη Παμύρα μένει με τον Μωάμεθ.

Ενώ ετοιμάζονται οι γάμοι, ο Νεοκλής εισδύει στο τουρκικό στρατόπεδο και ζητά πίσω την Παμύρα, η οποία για να τον σώσει λέει ότι είναι αδελφός της. Το σκάει με τον Νεοκλή και ο Μωάμεθ ορκίζεται να σφάξει και τον τελευταίο Έλληνα πριν δύσει ο ήλιος και να αρπάξει την Παμύρα.

Οι Έλληνες μαζεύονται στις κατακόμβες της Κορίνθου, έτοιμοι για την τελική μάχη. Ο Κλεομένης, ο Νεοκλής και η Παμύρα, μαζί με τους άλλους Έλληνες επικαλούνται τον Μαραθώνα και, βέβαια, τις Θερμοπύλες. Οι ιερείς ευλογούν τα λάβαρα στην πιο συγκινητική σκηνή του έργου, για την οποία ο Ροσίνι έγραψε νέα μουσική.[6] Οι Τούρκοι νικούν, αλλά όταν φθάνει στην Παμύρα, ο Μωάμεθ ανακαλύπτει ότι μαζί με τις άλλες Ελληνίδες έχει αυτοκτονήσει.

«Όλοι πέθαναν για να μας προστατεύσουν..» τραγουδά η χορωδία των γυναικών, «Ένας Θεός μας βλέπει από ψηλά. Για να γλιτώσουμε από τα δεσμά της σκλαβιάς, η Κόρινθος πεθαίνει στις φλόγες» λέει η Ισμήνη, ενώ ο Μωάμεθ ως νέος Νέρων τραγουδά: «Σκληρή τρέλα, τυφλό μίσος, νύχτα γεμάτη καταστροφή…».

Ενώ στον «Μωάμεθ Β!» η αυτοκτονία της Αννα και ένα σύντομο χορωδιακό κλείνει την αυλαία, στην «Πολιορκία της Κορίνθου» ο Ροσσίνι κλιμακώνει την αγωνία του θεατή βάζοντας έναν ολόκληρο λαό να πεθαίνει ενώ οι Τούρκοι επιχαίρουν: «Υπέροχη τρέλα, γλυκιά εικόνα, η Κόρινθος πεθαίνει μέσα στις φλόγες της, όλη αυτή η δυστυχία είναι δικό μας έργο», ενώ οι Έλληνες θρηνούν καθώς πεθαίνουν από το βάθος της σκηνής ενώ καταρρέει η Κόρινθος στις φλόγες: «Ω Πατρίδα».

Οι σκηνές αυτοκτονίας δεν ήταν κάτι το καινούργιο στις όπερες της εποχής, το να πεθαίνει όμως ένας ολόκληρος λαός επί σκηνής, και μάλιστα με τέτοιο ρεαλισμό, ήταν κάτι το πρωτοφανές. Ο συνδυασμός της μουσικής με την δραματική σκηνική δράση δημιούργησε στην «Πολιορκία» μια νέα αισθητική «φρίκης» στην όπερα και αποτελεί σαφώς τον πρόδρομο των μεγάλων ρομαντικών λυρικών έργων. Η εντύπωση που έκανε στο κοινό η «Πολιορκία» ήταν απόλυτα καθηλωτική. Για το φινάλε της Γ’ πράξης ο Λεόν Εσκουντιέ έγραψε:

«Όλη η αίθουσα που ήταν σαν απολιθωμένη κατά τη διάρκεια της τελικής σκηνής σηκώθηκε ξαφνικά σαν ένας άνθρωπος, και στις τελευταίες νότες, φώναζε από ενθουσιασμό με μια φωνή απέραντου θαυμασμού..».

Ο κριτικός της εφημερίδας La Quotidienne έγραψε:

«Τίποτα δεν έλλειπε από τον θρίαμβο του Ροσσίνι, όχι μόνο το κάθε κομμάτι χειροκροτήθηκε επανειλημμένα, αλλά και μετά την παράσταση όλοι ήθελαν και ζητούσαν τον συνθέτη. Για περισσότερο από μισή ώρα τον φώναζαν στην σκηνή, μέχρι που ανακοινώθηκε πως έφυγε από το Θέατρο. Ακολουθώντας το παράδειγμά του, ο κόσμος τον ακολούθησε στο σπίτι του όπου μαζεύτηκε κάτω από τα παράθυρά του στον δρόμο, ενώ μια μπάντα έπαιζε το φινάλε της Β’ πράξης της όπερας..».

To ότι Έλληνες ήταν παρόντες στις παραστάσεις, αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Έχουμε γι’ αυτό, την μαρτυρία του Αντόλφ Νουρί (που τραγουδούσε τον ρόλο του Νεοκλή), ο οποίος σε ένα γράμμα του με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1826 γράφει:

«Οι Τούρκοι δημοσιογράφοι μας δημιούργησαν πολλά προβλήματα. Στο κοινό ήταν παρόντες πολλοί Έλληνες που ευτυχώς τα κτυπήματα των τυμπάνων, οι σκληροί ήχοι των πνευστών ακόμα και οι κανονιές, δεν τους εμπόδισαν να έρχονται στο Θέατρο τρεις φορές την εβδομάδα για να παρακολουθήσουν με θαυμασμό την μοίρα των δύστυχων Ελλήνων που σκοτώνονται από τις χρωματικές μου κλίμακες και από τις roulades μου..»[7].

Στις τελευταίες σελίδες του προγράμματος υπήρχε τυπωμένη μια «Ελληνική Ωδή» με τους ακόλουθους προτρεπτικούς στίχους: «Σηκωθείτε , οπλιστείτε, εκδικηθείτε περήφανοι Έλληνες..». Τέτοια ήταν η επιτυχία της «Πολιορκίας» ώστε ο Βασιλιάς Κάρολος ο 10ος τίμησε τον Ροσσίνι με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Ο Ροσσίνι όμως αρνήθηκε το παράσημο γιατί όπως είπε στον Λα Ροσφουκώ δεν είναι πρέπον να δεχθεί τέτοια τιμή για ένα ξαναγραμμένο έργο, όταν μάλιστα άλλοι μεγάλοι Γάλοι συνθέτες όπως ο Ερόλντ δεν έχει τιμηθεί ακόμα.[8]

Ο Ροσσίνι από τα 37 μέχρι το θάνατό του στα 76, το 1868, για σαράντα χρόνια δεν θα ξαναγράψει Όπερα! Θα γράψει μόνο τραγούδια, μικρά ορχηστρικά έργα και δύο σπουδαία θρησκευτικά έργα: το Stabat Mater (1841) και την «Μικρή Επίσημη Λειτουργία» (1864).

Ήταν ο σημαντικότερος Ιταλός συνθέτης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα και μεταμόρφωσε τόσο το ύφος, όσο και το περιεχόμενο της Όπερας, δημιουργώντας το περίφημο belcanto. Εισήγαγε πλήθος καινοτομιών, όπως το περίφημο κρεσέντο Ροσσίνι και τα μοναδικά ensemble του. Υπήρξε κυρίαρχος της Opera Buffa, της κωμικής Όπερας, αλλά και αναμορφωτής της βαρετής Opera Seria. Μέσα σε μόλις πέντε χρόνια (1824-1829) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Γαλλική Όπερα, αφού το έργο του επηρέασε συνθέτες όπως οι Adam, Meyerbeer και Offenbach, τον οποίο αποκαλούσε «ο μικρός Μότσαρτ των Ηλυσίων Πεδίων».

Υπήρξε διάσημος λάτρης της ομορφιάς της ζωής και μέγας καλοφαγάς. Ονόμαζε διάφορα πιάτα από τα έργα του «Μπουκιές Κλέφτρα Κίσσα», «Τάρτα Γουλιέλμος Τέλλος», ενώ το περίφημο Τουρνεντό Ροσσίνι με φουαγκρά είναι δημιουργία του.

Τα έργα του, ιδίως τα κωμικά, αποπνέουν αυτήν την ελευθερία και την χαρά της ζωής, κάτι που τα έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή στην εποχή του. Το ενδιαφέρον για το έργο του ζωντάνεψε στα 1920 και περισσότερο στα 1950. Καθοριστικής σημασίας υπήρξαν οι μοναδικές ερμηνείες των ρόλων της Ροζίνα στον Κουρέα, της Ιταλίδας στο Αλγέρι, της Φιορίλλα στον Τούρκο στην Ιταλία και της Αρμίντα στην ομώνυμη Όπερα από την μεγάλη Μαρία Κάλλας.

Οι ερμηνείες της αναζωογόνησαν τα έργα του Ροσσίνι και ανταπέδωσαν την αγάπη του για την Ελλάδα.

Μπορείτε να ακούσετε την Πολιορκία της Κορίνθου εδώ.

Η Μαρία Κάλλας στην Σκάλα του Μιλάνου

 

[1] Ένα ακόμη έργο στην σειρά των Turcherie, των έργων με ρόλους Τούρκων που παρουσιάζονται είτε ως γελοίοι, είτε ως βίαιοι βάρβαροι (L’Italiana in Algeri, Il Turco in Italia), στα πλαίσια της επίκαιρης σύγκρουσης Ευρωπαϊκών και Οθωμανικών δυνάμεων.

[2] Ο Ν. Πετρόπουλος σκηνοθέτησε μια νέα παράσταση του έργου τον Ιούνιο του 2002 στην Αρχαία Κόρινθο.

[3] Αλέξης Σπανίδης, Ο Ροσσίνι και η Ελλάδα, https://www.academia.edu/34790593/Ο_ΡΟΣΣΙΝΙ_ΚΑΙ_Η_ΕΛΛΑΔΑ.doc

[4] The Musical Times and Singing Class Circular, Vol. 41, No. 683 (Jan. 1, 1900)

[5] Ο Μωάμεθ Β’ στρατοπεδεύει έξω από τα τείχη της Κορίνθου στις 15 Μαΐου 1458. Προφασίσθηκε την μη πληρωμή φόρου υποτέλειας από τον Δημήτριο και Θωμά Παλαιολόγο, τα αδέλφια του Κωνσταντίνου που ήλεγχαν ακόμη την Πελοπόννησο.

[6] Πάλι διαπιστώνουμε, όπως και στη περίπτωση του Μπερλιόζ (La Revolution Grècque), τον συνδυασμό αρχαίας Ελλάδας και Χριστιανισμού.

[7] Αλέξης Σπανίδης, Ο Ροσσίνι και η Ελλάδα, https://www.academia.edu/34790593/Ο_ΡΟΣΣΙΝΙ_ΚΑΙ_Η_ΕΛΛΑΔΑ.doc

[8] όπως παρ.

 

ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

 

Πορτραίτο του François Antoine Christophe Gérard με στολή Γάλλου συνταγματάρχη, φέρει το παράσημο του αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής, του ζωγράφου Jules DELAROCHE (Paris 1895 – Versailles 1849)

 

Ο Στρατηγός François-Antoine-Christophe Gérard, γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1786 στο Nancy, της Γαλλίας. Ο πατέρας του ονομάζονταν François Gérard και η μητέρα του Marie Elisabeth Gabriel.

Υπηρέτησε στον γαλλικό στρατό στον οποίο κατετάγη στις 5 Οκτωβρίου 1804 ως εθελοντής, στο 62ο Σύνταγμα Πεζικού. Το 1833 έγινε Ταξίαρχος και το 1848 Υποστράτηγος.

Στη διάρκεια της καριέρας του στη Γαλλία, έλαβε μέρος σε δεκαέξι πολεμικές εκστρατείες: Το 1804 στο Cotes de l’Océan, το 1805 στο Ulm και την Αυστρία, το 1806, 1807 και 1808, στην Πρωσία και την Πολωνία. Το 1809 πολέμησε στην Αυστρία, το 1812 στη Ρωσία, το 1814 με τη Μεγάλη Στρατιά, και το 1815 στη Γαλλία.

Από το 1829 έως το 1831 υπηρέτησε στην Ελλάδα. Δυνατός και ατρόμητος μαχητής, τραυματίστηκε πέντε φορές: Στις 6 Φεβρουαρίου 1807 στο Eyleau, στις 21 Μαΐου 1809 στο Essling, στις 6 Ιουλίου 1809 στο Wagram, στις 18 Αυγούστου 1812 στο Polotsk και στις 17 Φεβρουαρίου 1814 στο Vangis. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στις μάχες στο Nogent, στο, Mormand και ιδιαίτερα στο Polotsk και στο Soissons, όπου διετέλεσε φρούραρχος κατά το 1814-1815.  Κατά την Παλινόρθωση στη Γαλλία, έμεινε έξι χρόνια ημι-αμοιβώμενος στη γενέτειρά του και στις συνέχεια κατέλαβε διάφορες θέσεις στο στράτευμα ως διοικητής Συνταγμάτων.

Το 1829 έφτασε στην Ελλάδα. Ο Gérard ήταν ανιψιός του υπουργού Πολέμου της Γαλλίας Στρατάρχη Étienne-Maurice, κόμη Gérard, γεγονός που, κατά ορισμένους μελετητές, του εξασφάλισε ισχυρή εξουσία ακόμη και μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια. Υπενθυμίζεται ότι ο κόμης Gérard ήταν μέλος της Φιλελληνικής Επιτροπής του Παρισιού και είχε υποστηρίξει ενεργότατα τον ελληνικό Αγώνα.

Étienne Maurice Gérard, πρώτος Κόμης Gérard (1773 – 1852), Γάλλος Στρατηγός, πολιτικός και Στρατάρχης της Γαλλίας. Θείος του François Antoine Christophe Gérard.

Την επιλογή αυτή του Κόμη Gérard είχε ακολουθήσει και στηρίξει και ο ανιψιός του. Πράγματι, χάρη στα αρχεία της γαλλικής αστυνομίας, έρχεται στο φως η άγνωστη πληροφορία ότι ο François-Antoine-Christophe Gérard, όταν ήταν ακόμη λοχαγός, στα τέλη του 1825, είχε έλθει στην Ελλάδα για εννέα μήνες περίπου, συνοδεύοντας Φιλέλληνες εθελοντές μαχητές, μεταφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια για τον Αγώνα, ως απεσταλμένος της Επιτροπής.

Έφθασε εκ νέου στην Ελλάδα το 1829 όταν ήταν Συνταγματάρχης, επιφορτισμένος αυτή τη φορά από τον βασιλιά της Γαλλίας με την αποστολή να βοηθήσει τον Κυβερνήτη Καποδίστρια, όχι μόνο στην αποτελεσματική οργάνωση του Τακτικού Στρατού, αλλά και στην «τακτικοποίηση» των Ατάκτων μαχητών. Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας τον προήγαγε σε «Στρατηγό Υπασπιστή» (Ταξίαρχο), και αυτός ανέλαβε, στις 21 Νοεμβρίου του 1829, τα καθήκοντα του Γενικού Επιθεωρητή του Τακτικού Σώματος. Αρχηγός του Τακτικού Στρατού ήταν τότε ένας άλλος Γάλλος, ο Στρατηγός Trézel, τον οποίο αντικατέστησε ο Gérard τον Σεπτέμβριο του 1830. Έτσι, χρίσθηκε αρχηγός του Ελληνικού Τακτικού Στρατού.

Ο Στρατηγός Gérard συνεπικούρησε ενεργά, με την υποστήριξη και της Γαλλικής Κυβέρνησης, τον Ιωάννη Καποδίστρια στην προσπάθεια του για ολοκληρωτική «τακτικοποίηση» των Ατάκτων στρατευμάτων. Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού, αποφασίσθηκε μετά τη Μάχη της Πέτρας (Σεπτέμβριος 1829), να αντικατασταθούν οι Χιλιαρχίες των ατάκτων με είκοσι Ελαφρά Τάγματα, αποτελούμενα από τέσσερις λόχους το καθένα. Αυτά τοποθετήθηκαν στα σύνορα της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Στολή Χιλιάρχου των Σωμάτων Ατάκτων, Αρχείο ΓΕΣ.

Παράλληλα, ο Στρατηγός Gérard υπέβαλε πρόταση στον Κυβερνήτη για τη σύσταση ενός ιδιότυπου τάγματος, του Τυπικού Τάγματος.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Κωνσταντίνο Βακαλόπουλο, ο Gerard αξιοποίησε μία σειρά από προτάσεις που είχε υποβάλει ο Κασσομούλης και άλλοι Εκατόνταρχοι που έμειναν εκτός υπηρεσίας λόγω της στρατιωτικής αναδιοργάνωσης.

Στο πλαίσιο αυτό, σχεδιάσθηκαν τα Ελαφρά Τάγματα για να στελεχωθούν από τους μαχητές αυτούς. Την αξιολόγηση όλων των σχεδίων αυτών ανέθεσε ο Καποδίστριας στον Gérard, ο οποίος τα διεύρυνε και στη συνέχεια υπέβαλε ένα τελικό σχέδιο στον Κυβερνήτη προς έγκριση. Η κεντρική ιδέα του σχεδίου ήταν σύμφωνη με την πολιτική του Κυβερνήτη για την «τακτικοποίηση» των Ατάκτων και ο Gérard εργάσθηκε με ιδιαίτερο ζήλο για την επιτυχία του.

Στολή στρατιώτη των ελαφρών ταγμάτων, Αρχείο ΓΕΣ.

Στολή στρατιώτη του πεζικού του τακτικού στρατού, Αρχείο ΓΕΣ.

Στολή υπολοχαγού του πεζικού του τακτικού στρατού, Αρχείο ΓΕΣ.

Στο πλαίσιο αυτό, το Τυπικό Τάγμα, όπως ονομάσθηκε, θα λειτουργούσε ως τάγμα- υπόδειγμα για την εκπαίδευση των στρατιωτών και αξιωματικών. Αυτό θα βοηθούσε να εκπαιδεύονται τα στελέχη των Ελαφρών Ταγμάτων και να διδάσκονται τις αρχές της στρατιωτικής υπηρεσίας και της οικονομικής διαχείρισης. Θεσμοθετήθηκε με διάταγμα στις 7 Δεκεμβρίου του 1830 και συγκροτήθηκε αρχικά από τέσσερις και στη συνέχεια από έξι λόχους, καθένας εκ των οποίων περιελάμβανε 80-100 άνδρες. Στολή των ανδρών του Τυπικού Τάγματος ήταν η φουστανέλα, γεγονός που ευχαριστούσε τους παλαιούς πολεμιστές και εντυπωσίαζε το κοινό. Ο οπλισμός τους αποτελείτο από τουφέκι με ξιφολόγχη και δύο παλάσκες.

Στολή υπολοχαγού του «Τυπικού» τάγματος πεζικού, Αρχείο ΓΕΣ.

Στολή λοχία του «Τυπικού» τάγματος πεζικού, Αρχείο ΓΕΣ.

Τον πυρήνα του Τυπικού Τάγματος αποτελούσε ένας Εκπαιδευτικός Λόχος, ο οποίος στελεχώθηκε με αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του Στρατού. Το Τυπικό Τάγμα θα έπρεπε να λειτουργήσει σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της Γραμματείας Στρατιωτικών ως «πρότυπο για τον νέο Ελληνικό Στρατό».

Εύελπις με την «μικρά» στολή, 1829, Αρχείο ΓΕΣ.

Διατάχθηκε, επίσης, η απόσπαση στους κόλπους του Τυπικού Τάγματος δέκα ανδρών από κάθε λόχο του Ατάκτου Πεζικού, καθώς και ενός αριθμού αξιωματικών και υπαξιωματικών που προέρχονταν από τα τάγματα του Τακτικού Στρατού. Ο Στρατηγός Gerard και η Κυβέρνηση ήλπιζαν ότι μέσω της παράλληλης υπηρεσίας αξιωματικών και οπλιτών των Ελαφρών Ταγμάτων με συναδέλφους τους του Τακτικού Σώματος, θα καλλιεργείτο πνεύμα αμοιβαιότητας και συνεργασίας ανάμεσα στους Άτακτους και τους Τακτικούς στρατιωτικούς του Ελληνικού Στρατού. Ωστόσο, εξαιτίας της μειωμένης θέλησης των οπλιτών των Ελαφρών Ταγμάτων να καταταγούν στο Τυπικό Τάγμα, η προσπάθεια αυτή δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Στολή Στρατηγού του Τακτικού Στρατού, Αρχείο ΓΕΣ.

Ο Στρατηγός Gérard εργάσθηκε με επιμονή και αφοσίωση για να οργανώσει τον στρατό με επαγγελματικό τρόπο και για τη σύσταση του Τυπικού Τάγματος, έχοντας την υποστήριξη του υπουργού Πολέμου, Παναγιώτη Ρόδιου, και του ιδίου του Καποδίστρια. Για τον λόγο αυτόν μάλιστα τον αποκαλούσαν «πατέρα του τυπικού τάγματος».

Η σπουδαιότητα που απέδιδε ο Gérard στην αποστολή του επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος διατηρούσε σχετικά με τα σχέδιά του τακτική προσωπική αλληλογραφία με Γάλλους πολιτικούς (τον Γάλλο πρέσβη Rouen, τον υπουργό Εξωτερικών Υποθέσεων της Γαλλίας πρίγκιπα de Polignac, τον Γάλλο υπουργό Πολέμου κόμη de Bourmont). Σε αυτούς παρουσίαζε τα αποτελέσματα των ενεργειών του στην Ελλάδα σχετικά με την οργάνωση του Στρατού και την «τακτικοποίηση» των Ατάκτων. Από την αλληλογραφία του προκύπτει με σαφήνεια, ότι τοποθετήθηκε επικεφαλής του Τακτικού Σώματος σε εκτέλεση «συμφωνίας» της 1/13 Απριλίου του 1829 ανάμεσα στον Κυβερνήτη Καποδίστρια και τον Στρατηγό Maison και ότι η αποστολή που του είχε ανατεθεί από τη γαλλική κυβέρνηση ήταν η αναδιοργάνωση του στρατεύματος και η «επιτυχής οργάνωση των 20 ταγμάτων των Παλικαριών», δηλαδή των Ελαφρών Ταγμάτων, όπως γράφει στον πρίγκιπα de Polignac.

Επιπλέον, παρά την σιωπηρή αντιπαράθεση των Γάλλων με τον Κυβερνήτη για πολιτικούς λόγους, ο Στρατηγός Gérard, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία του, έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τον Καποδίστρια. Στον κόμη de Bourmont γράφει για εκείνον τα εξής: «Η Α.Ε. μού δείχνει πάντα μεγάλο σεβασμό και εμπιστοσύνη και ανταποκρίνομαι όσο καλύτερα μπορώ σε αυτό το ευγενικό συναίσθημα εκ μέρους του […]. Ο Κυβερνήτης μιλάει με τόσο καλά λόγια και δείχνει μια τέτοια αυταπάρνηση, που δεν θα μπορούσα παρά να τον θαυμάζω. Το πέρασμά του από την πρώτη στη δεύτερη γραμμή, με αφοσίωση, αποτελεί πράξη πατριωτισμού, που είναι πολύ σπάνιος στις μέρες μας, και επαυξάνει εις διπλούν βεβαίως όλη του τη δόξα».

Δυστυχώς στη συνέχεια, τα πράγματα στην Ελλάδα έλαβαν μία άσχημη τροπή, όταν δολοφονήθηκε ο Κυβερνήτης Καποδίστριας. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Βερέμης, κατά την προανάκριση που ακολούθησε τη δολοφονία του Καποδίστρια, φαίνεται ότι ο Στρατηγός Gérard και ο Γάλλος πρέσβης Rouen, προσπάθησαν να προστατεύσουν τον δολοφόνο από τη μανία του πλήθους. Λόγω του περιστατικού αυτού, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας ζήτησε την απομάκρυνσή του Gérard.

Παράλληλα βέβαια, τα αισθήματα του Gérard δεν ήταν εντούτοις καθόλου φιλικά για τον αδελφό του Κυβερνήτη, Αυγουστίνο Καποδίστρια. Ο Gérard θεωρούσε ότι ο  Αυγουστίνος Καποδίστριας επιθυμούσε ήδη από καιρό να τον απομακρύνει από την Ελλάδα και από τη διοίκηση του Τακτικού Σώματος. Ο Βρετανός ιστορικός George Finlay αναφέρει ότι ο Αυγουστίνος πράγματι κατάφερε να παύσει τον Gérard από τα καθήκοντά του. Σε συνέχεια των γεγονότων αυτών, ο Gérard υπέβαλε την παραίτησή του στον υπουργό Ρόδιο, υπογράφοντας ως «Τέως Γενικός Διευθυντής του Σώματος των Τακτικών Στρατευμάτων» και «Συνταγματάρχης στην υπηρεσία της Γαλλίας, απεσταλμένος από την Κυβέρνησή του στην ελληνική Κυβέρνηση» (28 Οκτωβρίου / 9 Νοεμβρίου 1831). Tην ίδια ημέρα, απέστειλε και δεύτερη επιστολή με την οποία όλοι οι Γάλλοι που υπηρετούσαν στον Ελληνικό Στρατό υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στον αρχηγείο της Γαλλικής Στρατιάς στη Μεθώνη. Όμως η εξέλιξη αυτή οφείλει να εκτιμηθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μαζί με τον Στρατηγό Gerard, αναχώρησε και ένας μεγάλος αριθμός Γάλλων αξιωματικών. Δυστυχώς, οι σημαντικές προσπάθειες που κατέβαλαν Γάλλοι αξιωματικοί για την αναδιοργάνωση του Στρατού σε όλους τους τομείς τερματίσθηκαν απρόσμενα. Η μεταβολή του πολιτικού κλίματος στη Γαλλία και η ενθρόνιση του Λουδοβίκου Φίλιππου, δεν επέτρεψε τη συνέχισή τους.

Αφού επέστρεψε στη Γαλλία, το 1833 ο Gérard αναχώρησε για το Βέλγιο όπου διοίκησε μια ταξιαρχία για έξι χρόνια. Το 1839 υπηρέτησε στην πόλη Rouen, και το 1848 στην Nantes ως διοικητής μεραρχίας. Το 1851 έλαβε την σύνταξή του και αποσύρθηκε στον πύργο του στο Orme-Guignard, όπου υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός στους κατοίκους που τον αποκαλούσαν «ο καλός στρατηγός». Πριν πεθάνει, δεδομένου ότι δεν είχε απογόνους, χρηματοδότησε την ίδρυση ενός σχολείου για κορίτσια και ενός ιδρύματος για αρρώστους.

Στη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του ο Gérard τιμήθηκε με το παράσημο του Ιππότου της Λεγεώνας της Τιμής στις 13 Ιουλίου 1809, του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής στις 18 Φεβρουαρίου 1814, με το παράσημο του Ιππότου του Αγίου Λουδοβίκου στις 19 Σεπτεμβρίου 1821, του Ιππότου του Τάγματος του Λεοπόλδου (Βελγίου) στις 15 Δεκεμβρίου 1833 και του Διοικητού της Λεγεώνας της Τιμής στις 14 Μαΐου 1834. Στην Ελλάδα τιμήθηκε με τον Σταυρό των Ταξιαρχών του Τάγματος του Σωτήρα στις 19 Ιουνίου 1834. Επίσης, έλαβε τα παράσημα του αξιωματικού, στις 14 Δεκεμβρίου 1837, και έπειτα στις 21 Αυγούστου 1839, του διοικητού του Τάγματος του Λεοπόλδου, και τέλος, στις 4 Ιουνίου του 1850 το παράσημο του Ανώτερου Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής. Πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 1856 στο Orme-Guignard στο Moisy σε ηλικία 70 ετών.

Ο Ελληνικός Στρατός αναπτύχθηκε, βασιζόμενος στις αξίες, τις αρχές και τις πρακτικές που καθιέρωσε ο Στρατηγός Gerard και το Ελληνικό έθνος είναι ευγνώμων για τη συμβολή του.

 

ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Badel Emile, Dix ans du Souvenir français en Lorraine, Nancy, A. Crépin-Leblond, 1907.
  • Chappet Alain, Martin Roger, Pigeard Alain, Le Guide Napoléon : 4.000 lieux de mémoire pour revivre l’époque, Tallandier, 2005.
  • Charles-Nicolas-François Bourgeois, Nécrologie du général François-Antoine-Christophe Gérard, Nancy, Vagnes, 1857.
  • Chuquet Arthur, L’année 1814 : La campagne de France – Les alliés à Paris, Fontemoing et cie, 1914.
  • Delavaut et Franchet, Le livre noir, ou Répertoire alphabétique de la police politique sous le ministenère déplorable, Tome 2, Paris, Moutardier, 1829.
  • George Finlay, The Greek Revolution, Part II, Establishment of the Greek Kingdom,
  • Louis-Antoine Michel, Biographie historique et généalogique des hommes marquans de l’ancienne province de Lorraine, Nancy, C. J. Hissete, 1829.
  • Pellion Jean Pierre, La Grèce et les Capodistrias pendant l’occupation française de 1828 à 1834, εκδ. Librairie Militaire, Παρίσι
  • Veremis Thanos, Kapodistrias and the French. The formation of a Regular Greek Army, εκδ. The Center for European Studies, Graduate School and University Center, City, University of New York, Νέα Υόρκη
  • Viennet Jean-Pons-Guillaume & Trousson Raymond, Mémoires et journal : 1777-1867, Paris, Champion, 2006.
  • Άννινος Μπάμπης, Ιστορικά σημειώματα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1925.
  • Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
  • Βυζάντιος Χρίστος, Ιστορία των κατά την Ελλην. Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833, χ.ε., Αθήνα 1901.
  • ΓΑΚ, Γραμματεία Στρατιωτικών, Φ. 118, έγγραφα 4.473 και 4.474 (28 Οκτωβρίου/9 Νοεμβρίου 1831).
  • ΓΑΚ, Γραμματεία Στρατιωτικών, Φ. 6, σχέδιο της 6/18 Μαΐου 1830.
  • Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, τεύχ. 82 (4 Δεκεμβρίου 1829).
  • Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, τεύχ. 73 (10 Σεπτεμβρίου 1830).
  • ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ιστορία της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού, 1821-1954, εκδ. ΓΕΣ, Αθήνα 1955.
  • Επιστολή του Gérard στον Rouen, Orsay, τ. 7, έγγραφο 343.
  • Επιστολή του Gérard στον δούκα της Δαλματίας, έγγραφο 42 (19/31 Οκτωβρίου 1831), Vincennes, Φ. 2, 4.
  • Επιστολή του Gérard στον κόμη de Bourmont, Orsay, τ. 8, έγγραφο 240 (στο ίδιο).
  • Επιστολή του Gérard στον πρίγκιπα de Polignac, Orsay, τ. 8, έγγραφο 185.
  • Εφημερίδα LEspèrance, 7 Ιανουαρίου 1837 (Νεκρολογία) και 17 Ιανουαρίου 1857 (Notice).
  • Θεμελή-Κατηφόρη Δέσποινα, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια, 1828-1831, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1985.
  • Καστάνης Ανδρέας, Η Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, 1828-1834, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.
  • Λαλούσης Χαράλαμπος, «O Ελληνικός Στρατός την περίοδο του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια (1828-1831)», Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. 2 (2000), σσ. 31-41.

 

Αξιωματικός του Γαλλικού στρατού της περιόδου των Ναπολεόντειων πολέμων

 

Ο στρατηγός Jean-Chrétien Louis Dentzel ήταν βαρόνος, Γάλλος Φιλέλληνας που έλαβε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση, ως αρχηγός των στρατευμάτων της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Ο Jean-Chrétien Louis Dentzel ήταν γερμανικής καταγωγής, γεννήθηκε στο Landau, της Ρηνανίας, στις 6 Μαΐου 1786. Ήταν ένα από τα οκτώ τέκνα του Georges-Frédéric Dentzel, σπουδαίου στρατιωτικού που είχε συμμετάσχει στην Αμερικανική Επανάσταση, και της Sibille Laure Wolff. Ανιψιός του ήταν ο Georges Eugène Haussmann, περιφερειάρχης της περιοχής του Σηκουάνα, που έμεινε γνωστός για την πολεοδομική αναμόρφωση της πόλης του Παρισιού, κατά τη βασιλεία του Ναπολέοντα Γ΄. Κεντρική λεωφόρος στο Παρίσι φέρει το όνομά του.

Ο Dentzel φοίτησε στην Στρατιωτική Σχολή του Fontainebleau, από την οποία αποφοίτησε στις 21 Σεπτεμβρίου 1805. Του απονεμήθηκε ο βαθμός του ανθυπολοχαγού σε ηλικία 19 ετών. Στην συνέχεια υπηρέτησε στο ιππικό και έλαβε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, κατά τη διάρκεια της πρώτης Ναπολεόντειας αυτοκρατορίας στη Γαλλία, στις οποίες διακρίθηκε.

Προήχθη πολλές φορές και έφθασε να λάβει τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη του Ιππικού. Σύμφωνα με το ατομικό του μητρώο, συμμετείχε σε πολλές εκστρατείες, υπηρέτησε μεταξύ άλλων στο 6ο Σύνταγμα των Ουσάρων και συχνά τοποθετήθηκε σε σημαντικές θέσεις και στο πλευρό σημαντικών στρατηγών. Έλαβε μέρος στις εκστρατείες της Αυστρίας το 1805, της Πρωσίας το 1806, της Πολωνίας το 1807, της Ισπανίας το 1811, της Ρωσίας το 1812, και στη Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα στη Γαλλία το 1813 και 1814. Τραυματίσθηκε σε τρεις από αυτές. Από την υπηρεσία του στον Στρατό αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες και γνώσεις σε θέματα στρατηγικής και στρατιωτικής οργάνωσης.

Στη μάχη του Βατερλό το 1815, υπηρέτησε στο στρατηγείο του Ναπολέοντα και πολέμησε στο πλευρό του πατέρα του.

Ο Dentzel ήταν φανερά μέλος των καρμπονάρων και συμμετείχε μαζί με τον Φιλέλληνα Φαβιέρο, σε διάφορες άλλες συνωμοσίες κατά του καθεστώτος των Βουρβόνων. Οι δύο στενοί φίλοι είχαν σημαντική δράση μυθιστορηματικών διαστάσεων στην Γαλλία την περίοδο αυτή. Μάλιστα έχουν γίνει και ήρωες μυθιστορήματος στην Γαλλία για την δράση τους το 1822. Για τις δράσεις του αυτές, καταδικάσθηκε το 1822 σε 4 μήνες φυλακή και τέθηκε σε διαθεσιμότητα στη Γαλλία, με τον βαθμό του Συνταγματάρχη. Η κατάσταση αυτή δεν του επέτρεπε να  συνεχίσει την καριέρα του στη χώρα του. Έτσι αποσύρθηκε στην Φρανκφούρτη και επανήλθε στην Γαλλία το 1824.

Παράλληλα, το ανήσυχο πνεύμα του ενθουσιάσθηκε από την Επανάσταση των Ελλήνων. Ο ενθουσιασμός του τον οδήγησε αργότερα να αποφασίσει να μεταβεί στην Ελλάδα. Έτσι εγκατέλειψε τη Γαλλία, και μάλιστα χωρίς να ενημερώσει την οικογένειά του, και έφθασε στην Ελλάδα για να συνεργασθεί με τον Φαβιέρο στην προσπάθειά του να διοργανώσει τον ελληνικό Τακτικό Στρατό. Η οικογένειά του αγνοούσε την τύχη του και τον θεωρούσε νεκρό. Έφθασε στην Ελλάδα, στο τέλος του 1827 από την Κέρκυρα. Στοιχεία για την παρουσία του και την δράση του έχουμε από τις αρχές του 1828. Σημειώνεται εδώ ότι φαίνεται πως υπήρχε και ένας άλλος ναυτικός Φιλέλληνας με το ίδιο όνομα, που υπηρετούσε ως πλοίαρχος με τον Φιλέλληνα Frank Abney Hastings, και που έδρασε την ίδια περίοδο στην ίδια ευρύτερη περιοχή (Δυτική Στερεά Ελλάδα). Φαίνεται ότι και αυτός o Dentzel είχε σημαντική, αλλά διαφορετική, δράση στην θάλασσα.

Στην Ελλάδα ανέλαβε υπηρεσία την 1η Φεβρουαρίου 1828 στο Δραγαμέστο της Αιτωλοακαρνανίας υπό τον Στρατηγό Church. Διορίσθηκε ως ταξίαρχος, αρχηγός του επιτελείου της Στρατιάς της Δυτικής Ελλάδος, της οποίας Αρχιστράτηγος ήταν ο Church. Αργότερα, ο Καποδίστριας τον προήγαγε σε στρατηγό και του ανέθεσε τη διοίκηση των στρατευμάτων της Δυτικής Ελλάδας, σε αντικατάσταση του Στρατηγού Church στις 24 Ιουνίου 1829. Ο Dentzel, σύμφωνα με τον Herni Fornèsy, «συμμετείχε με διάκριση σε όλες τις εκστρατείες, στην Αιτωλοακαρνανία, στην Ευρυτανία, δηλαδή στο Δραγαμέστο, στο Καρπενήσι, κ.α.». Στον Στρατό της Δυτικής Ελλάδας, ο οποίος ήταν μικρότερος από αυτόν της Ανατολικής και δεν ξεπέρασε τον αριθμό των 3.500 ανδρών, υπηρετούσαν και αρκετοί άλλοι Φιλέλληνες και Γάλλοι.

Ο Dentzel, επιτέλεσε ένα πολύ σημαντικό έργο. Μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου, την αποτυχία της μάχης του Αναλάτου, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης, αλλά και πολλοί Έλληνες και Φιλέλληνες, και την παράδοση της Ακροπόλεως, η Επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα είχε σβήσει και ο έλεγχος είχε περάσει στους Τούρκους. Οι οπλαρχηγοί είχαν περάσει στην Πελοπόννησο ή είχαν προσκυνήσει τους Τούρκους. Η εξέλιξη αυτή ήταν ιδιαίτερα άσχημη διότι σύμφωνα με την Συνθήκη του Λονδίνου του 1827, Ελληνικό Κράτος θα ιδρυόταν στα εδάφη τα οποία παρέμεναν επαναστατημένα. Η Ελληνική Διοίκηση προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ανακτήσει τον έλεγχο στην Στερεά Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του 1927 ο Hastings αποβίβασε τον Church και ένα εκστρατευτικό σώμα στο Δραγαμέστο. Από εκεί ανέλαβε ο Dentzel, σταδιακά και μεθοδικά, να οχυρώσει τις θέσεις των Ελληνικών δυνάμεων, και στη συνέχεια να ελευθερώσει το ένα μετά το άλλο τα Ελληνικά χωριά και τις ελληνικές περιοχές. Χειρίσθηκε με άριστο τρόπο όλον τον πληθυσμό, αποκατέστησε τις δημογεροντίες σε τοπικό επίπεδο και διαπραγματεύθηκε την επιστροφή των προσκυνημένων υπό την Ελληνική Διοίκηση. Σε μικρό σχετικά διάστημα, μετά από διαρκείς συγκρούσεις και μάχες με τους Τούρκους ελευθέρωσε σχεδόν όλη την Δυτική Στερεά Ελλάδα.

Όπως και ο προκάτοχός του ο Βρετανός Αρχιστράτηγος Church, ο Dentzel κατέβαλε προσπάθειες για τον περιορισμό των απατών στο στράτευμα. Στο έργο αυτό είχε να αντιμετωπίσει πολλές αντιδράσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, υπέβαλε προς τον Κυβερνήτη σειρά σημαντικών προτάσεων, όπως την έκδοση ατομικού βιβλιαρίου για κάθε οπλίτη και κάθε αξιωματικό, το οποίο θα λειτουργούσε ως ταυτότητα και ως ατομικό μητρώο, προτάσεις που έγιναν αποδεκτές. Επιπλέον, στη Βόνιτσα συγκροτήθηκε Σώμα Χωροφυλακής, πιθανότατα ύστερα από δική του πρωτοβουλία.

Και ενώ όλα πήγαιναν καλά, ξέσπασε η φοβερή στρατιωτική ανταρσία του 1829. Μία ομάδα Ελλήνων στρατιωτικών στασίασε, με αφορμή την αδυναμία της κυβέρνησης του Καποδίστρια να καταβάλει έγκαιρα τους μισθούς τους, αλλά και αντιζηλίες μεταξύ Σουλιωτών και Ρουμελιωτών. Μάλιστα οι στασιαστές εγκατέλειπαν τις θέσεις τους στα βόρεια σύνορα, σχεδίαζαν να ενσωματώσουν τα στρατεύματα της Ανατολικής Στερεάς που έδιναν με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη τις τελευταίες μάχες εναντίον των Τούρκων, και να βαδίσουν εναντίον του Καποδίστρια. Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας ήθελε να οδηγήσει τους υπεύθυνους στη δικαιοσύνη. Τελικά ο Κυβερνήτης αποφάσισε να τους δώσει χάρη. Ο ρόλος του Dentzel για να ηρεμίσουν τα πνεύματα και να αποφευχθεί άλλη μία εμφύλια σύγκρουση ήταν καταλυτικός. Υπενθύμιζε στους Έλληνες ότι με τις ενέργειές τους αυτές θα έχανε η Ελλάδα εδάφη και σημαντικές μερίδες του πληθυσμού την ελευθερία τους, και τους καλούσε να συναισθανθούν τις ευθύνες τους έναντι της πατρίδας και του Θεού. Αφού αποκαταστάθηκε η τάξη, ο Dentzel ενδυνάμωσε και οχύρωσε τις θέσεις στα βόρεια σύνορα, ματαιώνοντας τα σχέδια των Τούρκων της Άρτας να εισβάλουν πάλι στην Δυτική Στερεά Ελλάδα.

Ο ίδιος έτρεφε αισθήματα μεγάλης αγάπης για τους Έλληνες, έδειχνε κατανόηση και διάθεση να χειρισθεί τις εξελίξεις με διπλωματία. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο απευθυνόταν στους φίλους  του, όπως για παράδειγμα τον οπλαρχηγό Ράγκο που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του: «Ο αδελφός σας Στρατηγός Δέντζελος». Ο Dentzel διέθετε μεγάλη επιρροή στους κύκλους των Φιλελλήνων και των Ελλήνων οπλαρχηγών και υποστηρίζονταν από τα Φιλελληνικά κομιτάτα που χρηματοδοτούσαν τις προσπάθειές του στο ελληνικό στράτευμα. Το 1829 ζήτησε μάλιστα να πολιτογραφηθεί Έλληνας.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα ο Dentzel ζούσε συνήθως στα βουνά και κάτω από άσχημες συνθήκες, κοντά στον τοπικό πληθυσμό και τους στρατιώτες του. Λόγω των συνθηκών αυτών αρρώστησε μάλιστα πολύ άσχημα, και εν τέλει έχασε τη ζωή του.

Πέθανε στις 3/15 Σεπτεμβρίου 1829, από ασθένεια στη Βόνιτσα, σε ηλικία 43 ετών, πριν προλάβει να παραλάβει την πολιτογράφησή του ως Έλληνα που είχε ήδη σταλεί. Ο Denzel δεν είχε παντρευθεί και δεν άφησε απογόνους. Σύμφωνα με τον Henri Fornèsy «Ο θάνατός του, λόγω του ατρόμητου του χαρακτήρα του, των ικανοτήτων του, της λεπτότητας των τρόπων του, της εμπιστοσύνης που ενέπνεε σε όλες τις τάξεις του στρατεύματος, προκάλεσε μεγάλη θλίψη στους συναδέλφους του». Στη θέση του τοποθετήθηκε ο πρώην διοικητής του Λόχου των Φιλελλήνων, ο Ιταλός Vincenzo Pisa. Η καριέρα του στην Ελλάδα έγινε γνωστή στη Γαλλία μόνο μετά τον θάνατό του.

Στη Γαλλία είχε τιμηθεί με το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής στις 24 Απριλίου 1812, το παράσημο του Ιππότη του Αγίου Λουδοβίκου στις 28 Οκτωβρίου 1814 και το παράσημο του αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής στις 2 Νοεμβρίου 1814.

Ο βαρόνος στρατηγός Jean-Chrétien Louis Dentzel ήταν ένας από τους πλέον ανιδιοτελείς Φιλέλληνες που προσέφερε πολλά στον αγώνα της Ελλάδας, και μάλιστα σε μία κρίσιμη περίοδο. Στον μεγάλο αυτόν Φιλέλληνα οφείλει η Ελλάδα το ότι κατόρθωσε να διεκδικήσει και να επιτύχει να ενσωματώσει όλη τη Στερεά Ελλάδα στο νεοσύστατο ελεύθερο κράτος.

 

ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • École spéciale militaire, Livre d’or des Saint-Cyriens morts au champ d’honneur, Imprimerie nationale, 1922.
  • Norbert Charles De Beaulieu, Georges-Frédéric Dentzel (1755-1828) : une destinée européenne, NA, 1994.
  • Strauss-Schom Alan, The Shadow Emperor: A Biography of Napoleon III, St. Martin’s Publishing Group, 2018.
  • Valynseele Joseph. Haussmann: sa famille et sa descendance, Παρίσι, Εκδόσεις Christian, 1982.
  • Άννινος Μπάμπης, Ιστορικά σημειώματα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1925.
  • ΓΑΚ, Κερκύρας, Καποδιστριακό Αρχείο, Φάκελοι 70, 86, αλληλογραφία Dentzel-Καποδίστρια.
  • Εθνική Βιβλιοθήκη, Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων, χειρόγραφο 1.697: Henri Fornèsy, «Le monument des philhellènes», 1860.
  • Εφημερίδα, Courrier d’Orient, αρ. φ. 23, 21 Οκτωβρίου 1829, σελ. 3.
  • Ηλεκτρονική βάση απονεμηθέντων παρασήμων της Λεγεώνας της Τιμής http://wwwcoulture.gouv.fr/documentation/leonore/leonore.htm, Dossier LH/734/30.
  • Ιωάννης Κορίνθιος, «Οι μυστικές εταιρείες κατά την καποδιστριακή περίοδο», Φιλολογικό Περιοδικό Παρνασσός, Τόμος Λ, αρ. 2, 1988, σελ. 233-254.
  • Κοτσώνης Λ. Κωνσταντίνος, «Ο στρατηγός Dentzel και η στρατιωτική ανταρσία στη Δυτική Στερεά Ελλάδα (1829): αυτόγραφος έκθεσίς του», περιοδικό Ελληνογαλλικά, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, 1990, σελ. 379-407.
  • Παπαδόπουλος Ι. Στέφανος, «Η οργάνωση του Στρατού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας επί Καποδίστρια», ανάτυπο από το περιοδικό Ελληνικά – Φιλολογικόν, ιστορικόν και λαογραφικόν περιοδικόν σύγγραμμα, τ. 18 (Θεσσαλονίκη 1964), σσ. 144-149.
  • Παπαδόπουλος Ι. Στέφανος, «Η Επανάσταση στην δυτική Στερεά Ελλάδα μετά την πτώση του Μεσολογγίου ως την οριστική απελευθέρωσή της (1826-1832)», Θεσσαλονίκη 1962.
  • Achille de Vaulabelle: Histoire des deux Restaurations jusqu’à la chute de Charles X. Band 5. Perrotin, Paris 1850.
  • Frédéric Preney-Declercq, Les sergents de La Rochelle: Paris et Strasbourg – 1822, Μυθιστόρημα.

 

Η Ναυμαχία στο Ναβαρίνο (Συλλογή ΕΕΦ). Ο Φιλελληνισμός οδηγεί στην πρώτη Ευρωπαϊκή πολιτική, βασισμένη στις κοινές αξίες της Ευρώπης.

 

Ξένη Δ. Μπαλωτή

Στην παγκόσμια ιστορία υπάρχει ένα κίνημα που εμφανίστηκε άπαξ, είχε αποδέκτη έναν μόνο λαό και συμμετείχαν σε αυτό πολίτες, τουλάχιστον από όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Αναφερόμαστε στο Κίνημα του Φιλελληνισμού που εκδηλώθηκε πριν από την Ελληνική Επανάσταση με τους Βολταίρο και Βίνκελμαν και κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της.

Ο Φιλελληνισμός κινητοποίησε πλέον των χιλίων πολιτών από την Ιβηρική Χερσόνησο έως τη Ρωσία και από την Σκανδιναβία έως την Σικελία. Το κίνητρο της συμμετοχής των Φιλελλήνων υπέρ της απελευθέρωσης της Ελλάδας από την Οθωμανική κατοχή, ανεξάρτητα από τον τρόπο που εκδηλώθηκε (παροχής οικονομικής βοήθειας όπως π.χ. από τον Λουδοβίκο Α’ της Βαυαρίας, φυσικής συμμετοχής στον ελληνικό στρατό όπως του Γερμανού Στρατηγού Norman, των Iταλών Tarella και Dania, και άλλων πολλών Γάλλων, Πολωνών, Ελβετών, κλπ. Φιλελλήνων που θυσιάσθηκαν στην Μάχη του Πέττα, ή κινητοποίησης του ευρωπαϊκού πνευματικού κόσμου υπέρ των Ελλήνων όπως π.χ. των Σατωβριάνδου και Λόρδου Βύρωνα), ήταν ενιαίο: πήγαζε από την επιθυμία τους να αναστήσουν τη χώρα που έθεσε τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Με άλλα λόγια, να υπερασπιστούν τον κοινό τους ευρωπαϊκό πολιτισμό εκφράζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της ηπείρου μας μία κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση. Κατ’αυτόν τον τρόπο, ένα άρθρο με θέμα την επικαιρότητα του επετειακού γεγονότος του ελληνικού 1821 δύο αιώνες μετά, θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μία και μόνη πρόταση: η ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι η πρώτη εκδήλωση της κοινής ευρωπαϊκής μας συνείδησης. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που άρχισε να υλοποιείται από το 1957 με την Συνθήκη της Ρώμης, την επομένη ενός πολέμου, έχει τις ρίζες του στο 1821 όταν πολλοί ευρωπαίοι πολίτες εκδήλωσαν αρχικά την κοινή πολιτιστική τους ταυτότητα, διεκδίκησαν κοινές κοινωνικές συνθήκες, με τις επαναστάσεις του 1848, που ονομάστηκε «Άνοιξη των λαών» και με τον λόγο του Βίκτωρος Ουγκώ περί «Δημιουργίας των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», το 1849, στόχευσαν στην παγκόσμια ειρήνη στο πλαίσιο διακρατικών σχέσεων όπου το ένα κράτος ήταν η Ευρώπη και το άλλο οι ΗΠΑ. Η πρόταση του Β. Ουγκώ θεωρήθηκε ρομαντική.

Όμως, σχεδόν δύο αιώνες μετά, η ελληνική κρίση του καλοκαιριού του 2015 και ο δρόμος προς το Grexit επανέφεραν στην επιφάνεια το στοιχείο του ρομαντισμού, συστατικό στοιχείο του Φιλελληνισμού, όταν ο τότε Πρόεδρος της Ε.Ε. J-C Junker είπε, εν μέσω τεράστιων οικονομικών και πολιτικών ανταγωνισμών, προς όλα τα Κράτη-μέλη που επιθυμούσαν την αποχώρηση μας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ότι «χωρίς την Ελλάδα, θα έλειπε το συστατικό στοιχείο της Ευρώπης». Η δήλωση μπορεί να φάνηκε αθώα. Οι συνέπειες της ωστόσο ήταν καθοριστικές γιατί εστίασαν σε αυτό που είναι η Ευρώπη: ένα σύνολο εθνικών κρατών με διακριτή πορεία μέσα στους αιώνες, αλλά με κοινή συνείδηση γύρω από τον ελληνικό πολιτισμό.

Το 2020, ο Φιλελληνισμός με την ιστορική του έννοια ναι μεν δεν υπάρχει, ωστόσο η διεκδίκηση για την επίτευξη ενός κοινού στόχου με κοινά εργαλεία εντός μίας ηπείρου που πρέπει να επιβιώσει με κοινό μέλλον, εκφράζεται, ως ειρωνεία της ιστορίας, με την έννοια της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» ώστε να αντιμετωπιστούν τα πολλαπλά προβλήματα που δημιουργεί η πανδημία του κορωνοϊού, -έννοια που πηγάζει από τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

Αν λοιπόν, ο Φιλελληνισμός του 1821 ανέδειξε την κοινή ευρωπαϊκή μας συνείδηση, τότε 200 χρόνια μετά, ο εορτασμός του προσφέρει στην Ε.Ε. τη λαμπρή ευκαιρία να επιστρέψει στις θεμελιώδεις αξίες του πολιτισμού της και να θερίσει ό,τι έσπειρε.

 

 

O Jonathan Peckham Miller είναι ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς Φιλέλληνες που έδρασαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Miller ήρθε στην Ελλάδα απεσταλμένος των φιλελληνικών κομιτάτων των ΗΠΑ. Πολέμησε σε πολλά μέτωπα από το 1824 έως το 1826, έλαβε βαθμό συνταγματάρχη, ενώ στο τέλος συμμετείχε από το 1827 έως το 1828 ως εκπρόσωπος των φιλελληνικών κομιτάτων, στη διαχείριση της μεγάλης Αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα, επιτελώντας σημαντικό ανθρωπιστικό έργο. Πριν αναχωρήσει οριστικά για τις ΗΠΑ, υιοθέτησε ένα ορφανό ελληνόπουλο. Το παιδί αυτό, ο Λουκάς Μιλτιάδης Miller, διέπρεψε στην Αμερική και εκλέχθηκε μέλος του Κογκρέσου των ΗΠΑ.

Ο Jonathan Peckham Miller τήρησε στην Ελλάδα και ένα πλήρες ημερολόγιο, ειδικά για τη δεύτερη περίοδο της παρουσίας του σε αυτήν, το οποίο εκδόθηκε σε βιβλίο. Σε αυτό καταγράφονται ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία για το  είδος της βοήθειας που έλαβε η Ελλάδα από τις ΗΠΑ, τον τρόπο της διανομής, τους αποδέκτες της, τις ανάγκες των Ελλήνων, κλπ. Παράλληλα, το βιβλίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, και απετέλεσε βασικό εργαλείο ενημέρωσης του κοινού για την κατάσταση στην οποία ήταν οι Έλληνες και την ενθάρρυνση της συνέχισης των εράνων και την επέκταση της βοήθειας και σε άλλους τομείς, όπως αυτόν της παιδείας, της ίδρυσης σχολείων και της εκπαίδευσης του πληθυσμού.

Ο Miller γεννήθηκε το 1797 στο Randolph του Vermont των ΗΠΑ, και πέθανε το 1847 στο Montpelier του Vermont. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Κατατάχθηκε νέος στον Αμερικανικό στρατό, και συμμετείχε ως εκπαιδευόμενος στρατιώτης στον πόλεμο κατά της Αγγλίας το 1812. Στη συνέχεια έλαβε βαθμό ανθυπασπιστή αξιωματικού, και το 1817, αποφάσισε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Burlington. Μετά από δύο χρόνια μία πυρκαγιά κατέστρεψε την σχολή του και όλα του τα υπάρχοντα. Παράλληλα, την περίοδο αυτή είχε αρχίσει να εμπνέεται από το έργο του Λόρδου Βύρωνος, και στη συνέχεια από τον απελευθερωτικό αγώνα των  Ελλήνων, και μετατράπηκε σε φλογερό φιλέλληνα, όπως χιλιάδες νέοι σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Έτσι αποφασίζει να έρθει σε επαφή με το Φιλελληνικό κομιτάτο της Βοστώνης και να ζητήσει τη βοήθειά του για να καταταγεί εθελοντής στον ελληνικό στρατό. Το κομιτάτο είδε στον Miller «Έναν άνθρωπο με σιδερένια υγεία, μ’ ένα καλλιεργημένο πνεύμα και με απόλυτη γνώση της πολεμικής τακτικής», όπως αναφέρει και η εφημερίδα Boston Telegraph στις 9 Σεπτεμβρίου 1824, και τον στήριξε, καλύπτοντας του τα έξοδα για το ταξίδι του και διασφαλίζοντάς του ένα μικρό μηνιαίο ποσό για τη διαβίωσή του στην Ελλάδα.

Έτσι φεύγει από την Αμερική τον Αύγουστο του 1824, και φθάνει στην Ελλάδα μέσω Μάλτας. Στην Μάλτα παρέμεινε για δύο μήνες. Εκεί, όπως αναφέρει ο Χρήστος Λάζος, γνώρισε τον αιδεσιμότατο Samuel Wilson (Άγγλο ιερωμένο) και τον αμερικανικής καταγωγής αιδεσιμότατο Daniel Temple. Ο Daniel Temple πήγε στη Μάλτα τον Φεβρουάριο του 1822, και είχε φέρει μαζί του με μία ελληνική τυπογραφική μηχανή που του είχε προσφέρει ένας Αμερικανός από που βρισκόταν στο Παρίσι, ο S. Wilder, ο τότε επικεφαλής του αμερικανικού τύπου στην Αγγλική Αποστολή. Με την μηχανή αυτή ο Daniel Temple τύπωσε πολλά φυλλάδια με θρησκευτικό και προπαγανδιστικό περιεχόμενο υπέρ των Ελλήνων, στα ελληνικά. Όταν ο Miller αναχώρησε από την Μάλτα για την Ελλάδα, πήρε μαζί του χιλιάδες τυπωμένα φυλλάδια για να τα διακινήσει στην Ελλάδα. Μάλιστα διατυπώνει σε επιστολή του την χαρά που του προκάλεσε το γεγονός ότι τα φυλλάδια αυτά γινόντουσαν ανάρπαστα μεταξύ των Ελλήνων, οι οποίοι τα διάβαζαν με μεγάλο ενδιαφέρον.

Στη συνέχεια από την Μάλτα έφθασε στην  Ζάκυνθο, και στις 26 Νοεμβρίου 1824 του ιδίου έτους, αποβιβάζεται στο Μεσολόγγι, και παρουσιάζεται στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, στον οποίο παρέδωσε τις συστατικές επιστολές που είχε λάβει από το φιλελληνικό Κομιτάτο της Βοστώνης. Εκεί έχει την τύχη να συναντήσει τον συμπατριώτη του George Jarvis, με τον οποίο αναπτύσσει αμέσως μία στενή φιλία. Από τα ημερολόγια και την αλληλογραφία τους προκύπτει ο σεβασμός και ο θαυμασμός που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Μάλιστα ο Jarvis παραδίδει μαθήματα Ελληνικών στον Miller και τον βοηθά να εγκλιματισθεί στην ελληνική πραγματικότητα. Ο Miller είδε στον Jarvis «έναν άνθρωπο με αρχές και γενναίο σαν λιοντάρι».

Ο Miller ήταν ένας αγνός και ανιδιοτελής φιλέλληνας. Δεν ζήτησε ποτέ χρήματα από την Ελληνική διοίκηση. Μάλιστα δυσφορούσε όταν έβλεπε άλλους να ζητούν χρήματα και μισθούς, ενώ όλοι ήξεραν ότι δεν υπήρχαν πόροι.

Κατά την παρουσία του στην Ελλάδα, γράφει συχνά επιστολές στις ΗΠΑ στις οποίες προβάλει τον αγώνα των Ελλήνων, τις στερήσεις τους και τις ανάγκες τους. Μέσα σε όλα ζητά από τα κομιτάτα να ενημερώσουν τους Αμερικανούς εθελοντές που ήθελαν να έρθουν στην Ελλάδα, ότι έπρεπε να έχουν μαζί τους χρήματα (τουλάχιστον 200 δολάρια τον χρόνο) και πλήρη οπλισμό. Οι επιστολές του γίνονται περιζήτητες και δημοσιεύονται συνέχεια στον Αμερικανικό τύπο.

Ο Miller έμαθε γρήγορα Ελληνικά, φόρεσε Ελληνική φορεσιά (μάλιστα ξύριζε το κεφάλι του όπως οι Σουλιώτες) και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους Έλληνες. Ξεκίνησε με βαθμό λοχαγού και μέσα σε δύο χρόνια έφθασε στον βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1824 ήταν παρών στη Συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας στο Αιτωλικό.

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1793 – 1877) ήταν σημαντική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και μετέπειτα ναύαρχος, πολιτικός, και πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Σκίτσο του Αμερικανού Φιλέλληνα P. Miller από το Vermont των ΗΠΑ.

Ο άλλος μεγάλος Αμερικανός φιλέλληνας ο στρατιωτικός γιατρός Samuel Howe αναφέρεται στο ημερολόγιό του στην εμφάνιση του φίλου του όταν επέστρεψε από το Συνέδριο στο Αιτωλικό. «Τον λοχαγό Miller τον γνωρίζετε. Εξακολουθεί να είναι ο ίδιος γενναιόψυχος ανήρ. Είναι αυστηρού, ακεραίου χαρακτήρος και είναι ψυχή τε και σώματι αφοσιωμένος εις την υπόθεσιν της ελευθερίας. Θα γελάσετε αν τον ιδείτε. Έχει ξυρίσει την κεφαλήν του, φορεί την ελληνικήν φλοκάταν, με τα πιστόλια δε εις το σελάχι, το γιαταγάνι και το καριοφύλι επ’ ώμων αποτελεί περιεργοτάτην φυσιογνωμίαν. Υπηρετεί ως λοχαγός, μέλλει δε μεγάλως να εξυπηρετήσει τον αγώνα».

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από μία χαρακτηριστική επιστολή του Miller, στην οποία περιγράφει και τις δικές του εντυπώσεις από την Ελλάδα.

«Μεσολόγγι, 5 Ιανουάριου 1823

Αγαπητέ φίλε. Διέσχισα τον ωκεανό και βρίσκομαι στην Ελλάδα, τη χώρα που είναι τόσο περίφημη για την κλασική της ιστορία, τη γενναιότητα των πολεμιστών της και την αγάπη που έχουν για την ελευθερία.

Μολονότι ήμουν αποφασισμένος πριν ακόμα ξεκινήσω για δω και ήμουν έτοιμος για όλα, δεν μπορώ να μην πω ότι, σ’ ένα ορισμένο σημείο, απογοητεύτηκα.

Περίμενα να βρω τουλάχιστον συντάγματα σχηματισμένα, χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να βρίσκω μόνος μου το ψωμί μου. Αλλά δεν είναι τέτοια η περίπτωση. Σχετικά με την τακτική, οι Έλληνες μοιάζουν πολύ με τους δικούς μας Ινδιάνους. Ο κάθε καπετάνιος βρίσκει όσους άνδρες μπορεί να συνηγορήσει με λίγα λεφτά και τους οδηγεί κατά του εχθρού. Όταν τελειώνει η μάχη οι καπετάνιοι παρουσιάζουν τους διάφορους λογαριασμούς τους στην κυβέρνηση και παίρνουν υποσχέσεις πληρωμής. Αυτή η κατάσταση, μολονότι διαψεύδει λίγο τις ελπίδες μου, δεν είναι εναντίον των Ελλήνων. Δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση ότι, ακόμα και στην Αμερική, τα στρατεύματα θα μπορούσαν να πληρωθούν και να ντυθούν αν δεν υπήρχαν χρήματα για να πληρωθούν και να ντυθούν. Η αλήθεια είναι αυτή: υπάρχουν ελάχιστα χρήματα στην Ελλάδα. Το Αγγλικό δάνειο και όσα έστειλε η Αμερική είναι οι μόνοι χρηματικοί πόροι στους οποίους μπορεί να βασίζεται η Κυβέρνηση για να δραστηριοποιήσει τις ενέργειές της. Κατά συνέπεια είναι πολύ σωστό να ξοδεύουν όσο λιγότερα μπορούν. Όπως του το ζήτησα, ο Συν/ρχης Jarvis έδωσε μια γενική αναφορά της κατάστασης, όπως ήταν και όπως είναι, στην Ελλάδα. Φαίνεται να έχει πολύ μεγάλη επιρροή στα ελληνικά πράγματα. Πιστεύω πως είναι πολύ εντάξει άνθρωπος και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που βρέθηκα μαζί του. Δυσαρεστήθηκα τόσο πολύ με τη στάση των Φράγκων πού ενοχλούν συνεχώς την κυβέρνηση ζητώντας χρήματα ώστε δεν παρουσίασα, καμία αίτηση σ’ αυτήν αλλά έδειξα μόνο τα συστατικά μου γράμματα στον κυβερνήτη Μαυροκορδάτο.

Είμαι σίγουρος πως η ομορφιά, η ταπεινοφροσύνη, η απλότητα και η αρετή των γυναικών δεν έχουν προηγούμενο σε κανένα μέρος του κόσμου. Τα βουνά τώρα είναι σκεπασμένα από χιόνι. Αλλά οι κοιλάδες και οι πεδιάδες είναι πράσινες από χόρτο. Οι Έλληνες δεν έχουν κάρα ή αμάξια. Όπως και οι Τούρκοι κουβαλάνε όλα τα φορτία τους με άλογα, γαϊδούρια και μουλάρια. Οι πεδιάδες της Δυτικής Ελλάδας που είδα είναι γόνιμες. Το κρασί καλής ποιότητας. Κάνει μόνο δεκαέξι σεντς το γαλόνι. Αν η χώρα πετύχει την ελευθερία της, πράγμα για το οποίο δεν έχω καμιά αμφιβολία, θα μπορέσουν ν’ ανοιχτούν πολύ ωφέλιμες εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αμερική.

Ελπίζω αγαπητέ Κύριε πως, αν οι Τούρκοι δεν επέμβουν, θα έχω την ευχαρίστηση να λάβω γράμμα σας το συντομότερο. Μην ξεχνάτε πως είμαι παλιός στρατιώτης και συνεπώς έχω κάποιο δικαίωμα ν’ απαιτώ αυτή τη χάρη.

Μαθαίνω αρκετά γρήγορα τη γλώσσα της χώρας. Οι Έλληνες μιλάνε πολύ για τον κ. Ουέμπστερ (Σημείωση ΕΕΦ: Αναφέρεται στον Αμερικανό Γερουσιαστή Daniel Webster, είχε απευθύνει φλογερό λόγο υπέρ των Ελλήνων στο Κογκρέσο των ΗΠΑ).

Σας παρακαλώ, αγαπητέ Κύριε, να δώσετε τους χαιρετισμούς μου στους φίλους μου στην Αμερική και πιστέψτε πως δια τελώ πιστά υμέτερος J. P. Miller»

Σε άλλη επιστολή του προς το Φιλελληνικό κομιτάτο της Βοστώνης αναφέρει ότι σχεδίαζαν με τον Jarvis μία επιχείρηση για την απελευθέρωση της Ναυπάκτου.

Στη συνέχεια ο Miller γνώρισε τον άλλο μεγάλο Φιλέλληνα, τον Samuel Howe. Από τα γραπτά και των δύο προκύπτει ότι έγιναν στενοί φίλοι. Μάλιστα οι τρείς αυτοί φλογεροί Φιλέλληνες απετέλεσαν μία εμβληματική τριάδα με παρουσία σε όλες σχεδόν τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων στην ξηρά και στην θάλασσα.

Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Samuel Howe, ο Miller αψηφά κινδύνους, κακουχίες, στερήσεις, και είναι αφοσιωμένος στην Ελληνική Επανάσταση, και μάλιστα προσφέρει τις υπηρεσίες του με ταπεινότητα, χωρίς να διεκδικεί τιμές, με υπομονή και πίστη. Τόσο ο Μίλλερ, όρο και ο Jarvis και ο Samuel Howe, υπερασπιζόντουσαν τους Έλληνες με κάθε ευκαιρία, ακόμη και όταν αυτοί δεχόντουσαν κατηγορίες.

Για παράδειγμα, ο Miller αναφέρεται σε γραπτά του για τις εντυπώσεις από το Συνέδριο της Δυτικής Ελλάδας στο Αιτωλικό με τα ακόλουθα λόγια: «Ήμουν εκεί και είδα εκατό Έλληνες να συζητούν για δέκα μέρες τα προβλήματά τους χωρίς το παραμικρό βίαιο ξέσπασμα. Πού αλλού θα μπορούσε να συναντήσει κανείς δυο χιλιάδες στρατιώτες που να μην είναι κανείς μεθυσμένος; Δεν έχω δει ούτε έναν μεθυσμένο στον τόπο αυτόν … Η ομορφιά, η σεμνότητα, η απλότητα και η ευπρέπεια των γυναικών εδώ δεν πιστεύω να υπάρχει σε κανένα άλλο μέρος της γης».

Σκίτσο του Jonathan Peckham Miller με αντίγραφο της υπογραφής του.

Ο Μίλλερ βρισκόταν στο Μεσολόγγι κατά την διάρκεια της τελευταίας πολιορκίας του από δέκα χιλιάδες Τούρκους. Χειριζόταν ένα τηλεβόλο με μεγάλη επιτυχία μάλιστα, αφού σύμφωνα με τον Samuel Howe «την πρώτη του ομοβροντία την έκανε επιτυχώς: τέσσερις νεκροί αντίπαλοι ήταν το τίμημα». Ο Miller αναφέρθηκε στα γραπτά του στην ηρωική αντίσταση των Ελλήνων στο Μεσολόγγι. Επί δεκαπέντε μέρες αντιστεκόταν και ο ίδιος, και στο τέλος κατάφερε να διαφύγει τον κλοιό των πολιορκητών και τελικά φαίνεται πως απέδρασε λίγες μόλις ημέρες πριν την Έξοδο. Με το θέμα αυτό θα ασχοληθούμε παρακάτω.

Σε άλλη επιστολή της 14 Ιανουαρίου 1825, αποσπάσματα της οποίας ακολουθούν, ο Miller παρουσιάζει στο Φιλελληνικό Κομιτάτο της Βοστώνης την κατάσταση και τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στην Ελλάδα:

«Μεσολόγγι, 14 Ιανουαρίου 1825

… οι Έλληνες θα ελευθερωθούν. Οι λόγοι για τους οποίους το πιστεύω είναι οι παρακάτω: Παρόλη τη δυστυχία που υπάρχει (και είμαι σίγουρος πως μεγαλύτερη δεν υπήρξε ποτέ σ’ άλλη χώρα) κυριαρχεί γενικά η ιδέα πως όχι μόνο οι άνδρες αλλά και οι γυναίκες και τα παιδιά, θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να υποδουλωθούν ξανά στους Τούρκους. Αν ο εχθρός βρισκόταν μακριά, δεν θα έπαιρνα στα σοβαρά τέτοιες δηλώσεις, αλλά επειδή βρίσκεται μόνο σε απόσταση είκοσι μιλίων, δείχνουν καθαρά την απόφαση των Ελλήνων. …

… η τάξη και η νομιμότητα με την οποία πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο των διαφόρων επαρχιών της Δυτικής Ελλάδας στο Ανατολικό, στις 16 Δεκεμβρίου 1824. Ήμουνα παρών στο Συνέδριο. Το αποτελούσαν οι σημαντικότεροι κάτοικοι και προεστοί των διαφόρων περιοχών και συνεδρίαζε δέκα μέρες, στη διάρκεια των οποίων όλες οι υποθέσεις της Δυτικής Ελλάδας διευθετήθηκαν φιλικά μολονότι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες που υπερασπίζονταν τη χώρα τους τελευταίους έξι μήνες δεν είχαν πάρει ούτε μισθούς, ούτε ρούχα, ούτε συσσίτιο. Υπήρχαν δύο χιλιάδες στρατιώτες στην πόλη, που είχαν φτάσει με τους αρχηγούς τους. Ωστόσο, δεν έγιναν ούτε τσακωμοί, ούτε φασαρίες, ενώ η Γερουσία, με την τάξη και την ευρυθμία της, θα ήταν αντάξια οποιοσδήποτε χώρας. Όταν βλέπω εκατό άνδρες – τους Περισσότερους οπλισμένους – να συζητάν ψύχραιμα για τις υποθέσεις της πατρίδας τους δέκα μέρες, χωρίς να διαφωνούν, ενώ θα είχαν κάθε λόγο να παραπονιούνται, συμπεραίνω αμέσως πως είναι ικανοί να καταφέρουν πολλά. Ο Μαυροκορδάτος είναι αναμφισβήτητα ο πρώτος Έλληνας και για το ταλέντο του και για την επιρροή του. Υπερασπίστηκε την επαρχία του ολόκληρο τον περσινό χρόνο χωρίς έναν παρά και όμως οι αξιωματικοί του του είναι πιστοί, μολονότι τους ταΐζει μόνο ελπίδες.

… Ελπίζω πως με την ευλογία του Θεού θα μπορέσω να βοηθήσω τους Έλληνες. Αυτή η ελπίδα με παρηγορεί μέσα στην τόση γενική δυστυχία που με περιβάλλει. …

… Χαιρετίστε εκ μέρους μου τους φίλους της Ελλάδας στην Αμερική. Πείτε τους πως καθημερινά βλέπω τέτοια δυστυχία, που δεν περιγράφεται. Γυναίκες και παιδιά δραπετεύουν απ’ τα χέρια των Τούρκων, χωρίς ένα ρούχο να σκεπαστούν ή ένα κομμάτι ψωμί να φάνε. Αν υπήρχε κάποια χώρα που να χρειαζόταν τη φιλανθρωπία του Χριστιανικού κόσμου, αυτή πρέπει να είναι η Ελλάδα.».

Όπως αναφέραμε παραπάνω, οι επιστολές αυτές, εκτός από ιστορικές πηγές, υπηρέτησαν έναν άλλο σημαντικό στόχο. Αυτόν της ενημέρωσης και της επιρροής της Αμερικανικής κοινής γνώμης, και της καλλιέργειας του Φιλελληνικού ρεύματος στις ΗΠΑ. Ήταν μάλιστα ο καταλύτης για την συλλογή πόρων και τη διενέργεια εράνων υπέρ των Ελλήνων.

Αξίζει όμως να αναφέρουμε και μία άλλη πτυχή της δράσης του Miller στην Ελλάδα. Τον Μάρτιο του 1825 έφθασε ο αιδεσιμότατος Samuel Wilson, και ο Miller τον συνόδευσε στην περιοδεία του στην Ελλάδα. Κατά την περιοδεία αυτή, ο Miller είχε την ευκαιρία να διανείμει τα φυλλάδια που είχαν τυπωθεί στην Μάλτα, και είναι χαρακτηριστικό ότι διαπίστωσε τη δίψα που είχαν οι Έλληνες για μόρφωση. Γράφει γι’ αυτό σχετικά ο Miller: «…οι Έλληνες σε ειρήνη ή σε πόλεμο διψούν για τη μάθηση κι εκστασιάζονται στη θέα κάποιου φυλλαδίου ή μιας Βίβλου και είναι ικανοί να δώσουν σωστή μάχη για την απόκτηση μιας τέτοιας φυλλάδας που τόσο χαρακτηριστικά την αποκαλούν Φτερό. Πολλές φορές στο στρατόπεδο μου έτυχε να δω στρατιώτες μαζεμένους γύρω από ένα συνάδελφό τους να τον ακούν αμίλητοι να διαβάζει κάποιο κείμενο». Έχει όμως ενδιαφέρον και ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τους Έλληνες: «Οι χωρικοί είναι σεμνοί και τίμιοι, οι έμποροι ψεύτες, πονηροί, ραδιούργοι, οι στρατιώτες γενναίοι, καρτερικοί, απόλυτα δοσμένοι στην ιδέα της ελευθερίας… οι Ελληνίδες σεμνές, ηθικές, ωραίες. … ‘Εζησα σαν ένας Έλληνας με τους Έλληνες, είμαι έτοιμος να υποφέρω για την ιδέα της θρησκείας και της ελευθερίας. Μπορείτε να με πείτε σταυροφόρο ή ό,τι άλλο σας κάνει κέφι, μα εγώ δεν ζω παρά για να δω την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

Ο Miller ακολούθησε τον Jarvis σε μία σειρά επιχειρήσεων στην Στερεά Ελλάδα και μετά στην Πελοπόννησο, και στο τέλος κατέληξε στο Ναύπλιο. Εκεί όπως αναφέραμε συνάντησε τον Samuel Howe. Εν τω μεταξύ ο Ιμπραήμ Πασάς είχε καταλάβει την Τριπολιτσά και είχε ξεκινήσει μία εκστρατεία για να καταλάβει το Άργος και το Ναύπλιο. Ο Miller εντάσσεται μαζί με άλλους φιλέλληνες στις δυνάμεις του Δημητρίου Υψηλάντη και μεταβαίνουν στους Μύλους για να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ.

Οι ελληνικές δυνάμεις λαμβάνουν θέσεις μάχης. Η μονάδα του Miller, στην οποία συμμετέχουν πολλοί φιλέλληνες, οχυρώνεται στο τοίχο ενός αγροκτήματος. Εκεί τους συναντούν πολυάριθμές ομάδες Τουρκο-Αιγυπτίων στις 13 Ιουνίου 1825, και ξεκινά μία από τις σημαντικές μάχες του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα. Η μάχη των Μύλων, στην οποία διακρίθηκαν δύο μεγάλοι Έλληνες  αγωνιστές. Ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Ιωάννης Μακρυγιάννης. Ο Miller και οι φιλέλληνες, παρά το ότι περικυκλώθηκαν, κράτησαν τις θέσεις τους και πολέμησαν γενναία, ακόμη και σώμα με σώμα. Και ενώ η κατάστασή τους ήταν δεινή, επενέβη ο Στρατηγός Μακρυγιάννης με τους λίγους άνδρες τους, οι οποίοι κτύπησαν από μία πλευρά με ταχύτητα, δύναμη και κραυγές το εχθρό. Οι Τούρκοι κυριεύθηκαν από πανικό και άρχισαν να υποχωρούν. Η μάχη των Μύλων ολοκληρώθηκε με νίκη των ελληνικών δυνάμεων και υποχώρηση του στρατού του Ιμπραήμ στην Τριπολιτσά. Όπως πιστοποιούν πολλές πηγές (Howe, Gordon, Humphrey), ο Miller πολέμησε με υποδειγματική ανδρεία.

Λίγο αργότερα, το καλοκαίρι του 1825, ο Miller αρρώστησε βαριά από ελονοσία. Ευτυχώς ο Samuel Howe ήταν στο πλευρό του και τον θεράπευσε. Επειδή όμως ο οργανισμός του είχε ασθενήσει πολύ, τον πήρε μαζί του στο πλοίο στο οποίο υπηρετούσε ως στρατιωτικός ιατρός, επικεφαλής ιατρός του στόλου. Στον στόλο αυτό είχε ανατεθεί μία αποστολή στη Γραμβούσα της Κρήτης, που την εποχή εκείνη είχε επαναστατήσει και καταληφθεί από Κρήτες επαναστάτες με αρχηγό το Δημήτριο Καλλέργη. Κατά την εκστρατεία αυτή ο Miller ασχολήθηκε ως μαθητευόμενος βοηθός του Samuel επί δύο μήνες με την περιποίηση και  θεραπεία τραυματιών.

Μετά από την εκστρατεία αυτή, ο Miller έγραψε στις 5 Οκτωβρίου 1825 σε συγγενή του στις ΗΠΑ μία επιστολή, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής: «…θέλω να βοηθώ στην ανεξαρτητοποίηση και την αναγέννηση αυτής της χώρας… Αν κι έχω περάσει εδώ ώρες και στιγμές αληθινά σκληρές, ωστόσο ευλογώ τον Ύψιστο, που έβαλε μέσα στην καρδιά μου την επιθυμία να έρθω στην Ελλάδα κι είμαι έτοιμος και πρόθυμος, αν αυτή είναι η θέλησή του, να πεθάνω για Χάρη της».

Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο Miller έλαβε μέρος και σε άλλη μία σημαντική στιγμή του αγώνα των Ελλήνων, στο Μεσολόγγι. Συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την υπεράσπιση της πόλης και αγωνίσθηκε γενναία μέχρι το τέλος. Από ό,τι φαίνεται κατάφερε να φύγει από το Μεσολόγγι λίγο πριν την τελική έξοδο. Τα στοιχεία που προκύπτουν από διάφορες πηγές συνηγορούν στο ότι έφυγε ξαφνικά από την πόλη και απροετοίμαστα, και ότι είχε ιδιαίτερα σαφή και πλήρη εικόνα όσων έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της Εξόδου.

Πράγματι σε επιστολή του της 3 Μαΐου 1826 στον Edward Everett, τον μεγάλο Αμερικανό Φιλέλληνα και πρόεδρο του Φιλελληνικού κομιτάτου της Βοστώνης, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια όσα διαμείφθηκαν κατά τη διάρκεια της Εξόδου.

«… Μετ’ανεκφράστου συγκινήσεως, επιχειρώ διά της παρούσης να κάμω την εξιστόρησιν της πτώσεως του Μεσολογγίου, και της σπαρακτικής καταστάσεως της δύσμοιρου Ελλάδος. Το Μεσολόγγιον έπεσεν εις χείρας των Τούρκων, προ οκτώ ημερών, μετά ηρωικήν υπεράσπισιν ένδεκα μηνών και ημίσεως. ‘Οταγ λάβωμεν υπ’όψιν τα μέσα της υπερασπίσεως και τον κατακλύζοντα χείμαρρον των εχθρών οι οποίοι περιέζωσαν την πάλιν κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, δεν δύναται να υπάρξη αμφιβολία ότι ομοίαν αντοχήν δεν έχει να δει η ιστορία ούτε εις τους παλαιούς ούτε εις τους νεωτέρους χρόνους.  Αι λεπτομέρειαι της πτώσεως της αρκούν να φέρουν δάκρυα και εις τους πλέον αναίσθητους και πεπωρωμένους και θα εξεγείρουν εις δράσιν τον Χριστιανικόν Κόσμον, εάν πράγματι δύναται να λεχθή ότι υπάρχει τοιοϋτος. Συγγνώμην, αγαπητέ κύριε, η αγωνία εις ην ευρίσκεται ο νους μου υπαγορεύουν την εκφράσιν αυτήν διότι, τις ποτέ ήθελε πιστεύει, ότι, εν τοιούτω αιώνι, υπαρχόντων Χριστιανών, οι άπιστοι θα είχον την ελευθερίαν να κατακρεουργήσουν ένα ολόκληρον πληθυσμόν. Το Μεσολόγγιον είχε πλέον των οκτώ χιλιάδων κατοίκων, κατά την εποχήν της παραδόσεως, ή μάλλον της καταστροφής. Μόνον τρισχίλιοι εξ αυτών ήσαν ικανοί να φέρουν όπλα οι επίλοιποι ήσαν γυναίκες και παιδία. Είχομεν περιέλθει εις την εσχάτην απελπισίαν ελλείψει τροφίμων, έχοντες ήδη μεταχειρισθή προς τροφήν όλους τους ημιόνους και τους ίππους, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί, οπόταν η κατήφεια των κατοίκων έδωσε τόπον εις την χαράν διά της αφίξεως του Ελληνικού στόλου. Αλλά φευ! Ο ανδρείος Μιαούλης εύρε την Τουρκικήν δύναμιν πολύ μεγάλην διά την μικρά του ναυτικήν μοίραν μετά τρεις απόπειρας του να διασπάση τον Τουρκικόν στόλον, υποστάς ικανός απώλειας, υπεχώρησεν. Οι κάτοικοι του Μεσολογγίου αφέθησαν εις την τελεύταγαν απόγνωσιν. Εγνώριζαν την σκληράν τύχην εκείνων οι οποίοι συνελήφθησαν εις Αιτωλικόν, και οποία τερατουργήματα διέπραττον οι Άραβες, εάν η πόλις παρεδίδετο. Έλαβον την φρικώδη, αλλά ηρωικήν απόφασιν να ανατινάξουν εις τον αέρα τας συζύγους, τας θυγατέρας και τους υιούς των. Την ονομάζω ηρωικήν, διότι αι ίδιοι αί γυναίκες το εζήτησαν και δεν υπήρχε τρόπος του να εμποδισθώσιν οι Άραβες από του να διαπράξουν κακοηθείας επί των γυναικών και των παίδων, εάν ποτέ τους είχαν εις την διάθεσίν των. Συνήχθησαν λοιπόν όλοι εις το παλαιόν Τουρκικόν Σαράι. Οι σύζυγοι και οι αδελφοί, αφού ουνεσσώρευσαν την πυρίτιδα, ησπάσθησαν αυτάς διά τελευταίαν φοράν, κατόπιν δε δίδοντες εις αυτάς τα σπίρτα, τας άφησαν να βάλουν πυρ εις την πυρίτιδα. Οι άνδρες μετά τούτο προητοιμάσθηκαν να περάσουν το Τουρκικόν στρατόπεδον με το ξίφος ανά χείρας. Και από τρεις χιλιάδες, μόνον χίλιοι λέγεται ότι διεσώθησαν.

Οποία ανεκλάλητος θλίψις επικρατεί εδώ. Γυναίκες κτυπώσαι τα στήθη τωγ, και ερωτώσαι κάθε Φράγκον τον οποίον απαντούν «αν όλος ο Χριστιανικός κόσμος τους εγκατέλειψε». Πρέπει να τελειώσω την βιαστικήν αυτήν κακογραφίαν διότι η καρδία μου εκχειλίζει εις τόσον βαθμόν ώστε αδυνατώ να γράψω περισσότερα. Έχασα όλον μου τον Ευρωπαϊκόν ιματισμόν εν Μεσολογγίω. Αλλ’ αυτό δεν είναι τίποτε. Εάν έχω την ευτυχίαν να διαφύγω, θα μεταβώ εις Σμύρνην.

Τας προσρήσεις μου εις την κυρίαν Έβερετ, χαίρω ότι δεν είναι αυτής ή τύχη των περικαλλών, αλλά δύσμοιρων θυγατέρων της Ελλάδος.».

Άλλη πρωτογενής πηγή είναι το ημερολόγιο που κρατούσε ο Μίλλερ μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, την περίοδο που διαχειριζόταν την διανομή της βοήθειας που έφθανε στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ. Στις 28 Μαΐου 1827 αναφέρεται σε αυτό στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έφυγε από την Ελλάδα ένα χρόνο πριν και γράφει συγκεκριμένα ότι δεν είχε “χρήματα, ρούχα και διαβατήριο, είχα απωλέσει τα δύο τελευταία στην πτώση του Μεσολογγίου, στου οποίου την υπεράσπιση είχα λάβει μέρος”.

Πολλοί ιστορικοί έχουν ασχοληθεί με το θέμα και έχουν εκφράσει απόψεις για το εάν συμμετείχε ο Miller στην Έξοδο ή όχι. Ακόμη όμως και όσοι παίρνουν θέση ότι δεν ήταν στην Έξοδο (Χρήστος Λάζος, Θάνος Βαγενάς, Ευρυδίκη Δημητρακοπούλου), δεν ισχυρίζονται ότι δεν ήταν στο Μεσολόγγι και ότι δεν υπερασπίσθηκε την πόλη κατά την τελευταία και μοιραία πολιορκία. Το πιο πιθανό είναι ότι αυτός συμμετείχε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας μέχρι τις τελευταίες ημέρες και ότι του δόθηκε μία απρόσμενη ευκαιρία να αποχωρήσει ξαφνικά και απροσδόκητα λίγο πριν την Έξοδο. Πιθανώς μάλιστα να ήταν κοντά στο Μεσολόγγι όταν έλαβε χώρα η Έξοδος, και να βρέθηκε με όσους επέζησαν αμέσως μετά.

Το βασικό επιχείρημα όσων ισχυρίζονται ότι δεν ήταν στο Μεσολόγγι, είναι ότι μπορεί να είχε αφήσει εκεί τα ευρωπαϊκά του ρούχα πριν φύγει στην Κρήτη. Αυτό δύσκολα γίνεται πιστευτό όμως, διότι ακόμη και εάν ήταν έτσι, δεν θα είχε αφήσει εκεί ποτέ το διαβατήριό του, το οποίο του ήταν απαραίτητο ακόμη και στην Ελλάδα.

Εν τέλει ο Miller κατάφερε να φθάσει στην Σμύρνη, και από εκεί ταξίδευσε για την Αμερική στην οποία έφθασε τον Νοέμβριο του 1826. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στις ΗΠΑ, συνεργάσθηκε με τα Φιλελληνικά Κομιτάτα, συνέγραψε και  δημοσίευσε πολλά άρθρα, με στόχο και πάλι να συγκινήσει την κοινή γνώμη και  να στηρίξει τους εράνους υπέρ των Ελλήνων.

Ο Miller επανήλθε στην Ελλάδα λίγο αργότερα, τον Μάρτιο 1827, απεσταλμένος του του Φιλελληνικού Κομιτάτου της Νέας Υόρκης, με μία νέα και διαφορετική αυτήν την φορά αποστολή, που είχε έναν ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Τη διανομή της Αμερικανικής βοήθειας που εστάλη στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.

Πορτραίτο του Jonathan Peckham Miller.

Οι ΗΠΑ απέστειλαν συνολικά 8 πλοία με βοήθεια προς τους Έλληνες. Το πρώτο ήταν το «Six brothers» που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη στις 13 Μαρτίου 1827, και το τελευταίο το «Suffolκ» που  ξεκίνησε από τη Βοστώνη στις 13 Σεπτεμβρίου 1828.

Το τέλος 1828, όταν η διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας ολοκληρώθηκε και αφού διαπίστωσε ότι η Ελλάδα είχε πλέον συστήσει ελεύθερο κράτος, θεώρησε ότι η αποστολή του είχε πλέον ολοκληρωθεί, και αποφάσισε να επιστρέψει οριστικά στις ΗΠΑ. Το ταξίδι αυτό συνδέεται με ένα ιδιαίτερα συγκινητικό περιστατικό. Λίγο πριν φύγει ο Miller συναντά τρία ορφανά Ελληνόπουλα, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Η κατάσταση των παιδιών αυτών που δεν τους είχε απομείνει πλέον κανένας συγγενής, συγκινούν τον Miller, και έναν άλλο Αμερικανό Φιλέλληνα τον ιατρό John Denison Russ (επισυνάπτεται βιογραφία του στο τέλος). Και οι δύο τους αποφασίζουν να υιοθετήσουν τα παιδιά αυτά. Ο Miller υιοθετεί τον νεότερο από αυτούς, τον Λουκά Μιλτιάδη και ο Russ το αγόρι και το κορίτσι. Για τα δύο αυτά παιδιά δεν έχουν προκύψει ακόμη στοιχεία από την έρευνα για την πορεία τους.

Πίνακας του Λουκά Μιλτιάδη Miller, θετού γιού του Jonathan Peckham Miller.

Μνημείο για τον Λουκά Μιλτιάδη Miller.

Ο καθηγητής Ιάκωβος Μιχαηλίδης, έχει πραγματοποιήσει πρόσφατα μία ενδελεχή μελέτη για όλα τα παιδιά που υιοθετήθηκαν την περίοδο αυτή από Αμερικανούς στις ΗΠΑ.

Ενώ δεν είναι γνωστό τι απέγιναν τα δύο παιδιά που υιοθέτησε ο Russ, ο μικρός Λουκάς Μιλτιάδης (πλέον Miller), εξελίχθηκε σε επιτυχημένο επιχειρηματία στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα δημοφιλή στην Πολιτεία του Wisconsin, και εξελέγη μέλος του Κογκρέσου των ΗΠΑ. Ήταν ο πρώτος Ελληνοαμερικανός πολιτικός στις ΗΠΑ.

Ο Jonathan Peckham Miller είχε στη συνέχεια στις ΗΠΑ μία ιδιαίτερα λαμπρή σταδιοδρομία, και παρέμεινε σαν προσωπικότητα συνεπής στην ιδεολογία του και με τα αγνά αισθήματα που έτρεφε ως Φιλέλληνας. Μόλις επέστρεψε στις ΗΠΑ, γράφθηκε στη Νομική Σχολή. Το 1831 έγινε δεκτός στον δικηγορικό σύλλογο του Berlin στο Vermont.

1840 World Anti-Slavery Convention, Benjamin Robert Haydon, 1841, National Portrait Gallery, London. Στον πίνακα απεικονίζεται και ο Miller.

Ο Miller ασχολήθηκε στη συνέχεια και με την πολιτική. Ήταν ασυμβίβαστος υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των γυναικών και της κατάργησης της  δουλείας. Για τον σκοπό αυτό κατέθεσε μάλιστα πολλές προτάσεις ψηφισμάτων στην Βουλή της Πολιτείας του. Το 1840 έλαβε μέρος στην Διεθνή διάσκεψη για την κατάργηση της δουλείας στο Λονδίνο. Χάρη στη δράση του, το Vermont ήταν η πρώτη Πολιτεία των ΗΠΑ που κατήργησε την δουλεία.

Jonathan Peckham Miller highway στο Randolph, Vermont των ΗΠΑ. Τιμητικές πινακίδες στην γενέτειρά του στις ΗΠΑ αναφέρονται στην προσωπικότητά του και στον ρόλο που διαδραμάτισε στην Ελλάδα, προσδίδοντας του τον τίτλο τιμής Αγωνιστής της Ελευθερίας.

Ο τάφος του Jonathan Peckham Miller στο Montpelier, Vermont, στις ΗΠΑ.

Ο Jonathan Peckham Miller είχε αγοράσει στην Ελλάδα ένα από τα σπαθιά του Λόρδου Βύρωνος, το οποίο είχε χαθεί. Η κόρη του, Keith Miller, ταξίδευσε στην Ελλάδα το 1853 και τελικά κατάφερε να εντοπίσει το σπαθί και να επιστρέψει μαζί του στις ΗΠΑ. Το σπαθί αυτό βρίσκεται σήμερα στο Vermont Historical Society.

Ένα από τα σπαθιά του Λόρδου Βύρωνος, που είχε φέρει ο Jonathan Peckham Miller από την Ελλάδα. Το σπαθί βρίσκεται σήμερα στο Vermont Historical Society στις ΗΠΑ.

Η Ελλάδα, ο Ελληνισμός, ο Φιλελληνισμός, αλλά και όλη η ανθρωπότητα οφείλουν πολλά στον μεγάλο αυτόν αγωνιστή της Ελευθερίας τον Jonathan Peckham Miller.

 

(*) Βιογραφικό σημείωμα του Αμερικανού φιλέλληνα, ιατρού John Denison Russ (1801-1881). Αμερικανός γιατρός και φιλάνθρωπος, γεννημένος στο Chebacco (Essex), Μασαχουσέτη, τον Σεπτέμβριο του 1801. Πέθανε στο Pompton, New Jersey, 1 Μαρτίου 1881. Αποφοίτησε από το Yale το 1823, σπούδασε ιατρική στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Λονδίνο και την Ευρώπη. Το 1826 άρχισε να ασκεί την ιατρική στην Νέα Υόρκη, μεταξύ 1827 και 1830, μετέβη στην Ελλάδα όπου βοηθούσε τους Έλληνες πατριώτες, και με την επιστροφή του ξεκίνησε την πρώτη προσπάθεια εκπαίδευσης των τυφλών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Προσκλήθηκε να οργανώσει το Ίδρυμα για τους Τυφλούς στη Βοστώνη, αλλά προτίμησε να συνεχίσει την εργασία του ως ανεξάρτητος ιατρός. Το 1832 έγινε επιθεωρητής Οργανισμού Υγείας στην Νέας Υόρκης, μια θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1858. Οι εφευρέσεις και οι βελτιώσεις του για τη βοήθεια των τυφλών χρησιμοποιήθηκαν ευρέως. Τελευταία ενεργοποιήθηκε στην προσπάθεια να βελτιώσει την πειθαρχία στις φυλακές και να προωθήσει την ευημερία και αποκατάσταση των κρατουμένων μετά την έκτιση της ποινής τους.

 

Βιβλιογραφία – Πηγές

  • Άννινος Μπάμπης, Οι φιλέλληνες του 1821, Αθήναι, 1967.
  • Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. ΣΤ’, «Η εσωτερική κρίση 1822-1825», Θεσσαλονίκη,
  • Βήτας Αχ., Ο Αμερικανικός Φιλελληνισμός στην Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα, 1960.
  • Booras Harris, Hellenic Independence and America’s Contribution to the Cause, Rutland, 1934.
  • Dakin D., British and American Philhellenes during the War of Greek Independence, 1821-1833, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Thessaloniki, 1955.
  • Θ. Βαγενάς και Ε. Δημητρακοπούλου, Αμερικανοί Φιλέλληνες, Αθήνα, 1949.
  • Samuel Gridley Howe, Historical Sketch of the Greek Revolution, M.D. New York, 1828.
  • Samuel Gridley Howe, Letters and Journals, Boston and London, 1906.
  • Jarvis George, Letters from Greece, Γεννάδειος, Ind. 756.
  • Jarvis George, His Journal and Related Documents, 1965. Edited with introduction, prologues, sequel and notes by George Georgiades Arnakis Eurydice Demetracopoulou, Americans in the Greek Revolution, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1965.
  • Σ. Θ. Λάσκαρις, Ο Φιλελληνισμός εν Αμερική κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν, 1926.
  • William Miller, «The Journals of Finlay and Jarvis», The English Historical Review, Vol. 41, n° 164, October, 1926.
  • Daniel Webster’s Speech, The Greek Revolution, Boston, 1824.
  • Zimmerman Carl R., Philhellenism in the American Press during the Greek Revolution, Neo-Hellenica, t. II, 1975.
  • Address of the Philhellenic Committee «For the Relief of the Greeks» to their fellow citizens, Boston 1823.
  • Michelle Arnosky Sherburne (2013). Abolition and the Underground Railroad in Vermont. The History Press. p. 93.
  • Jonathan P. Miller, in Appletons Encyclopedia.
  • Journal of the General Assembly of Vermont. Montpelier, Vermont, October 18, 1830, pg. 3, 5.
  • Delegate list, World Anti-Slavery Convention, Retrieved 3 August 2015.
  • Blackwell, Marilyn S. «‘Women were among our primeval abolitionists: Women and Organized Antislavery in Vermont, 1834–1848». Vermont Historical Society.
  • The National Herald, article 7 September 2007, “Byron’s sword and the saga of Lucas Miltiades Miller”.
  • Jonathan Peckam Miller, The Conditions of Greece in 1827 and 1828, Harpers, New York,1828.
  • Mark Bushnell, article of 19 May 2019 “Then Again: Seeking adventure in soldiering, Randolph man found a cause”, VTDIGGER (www.vtdigger.org, contact@vtdigger.org).