Ο Διονύσιος Βούρβαχης (Constantin Denis Bourbaki), σύμφωνα με τα γαλλικά αρχεία, γεννήθηκε στην Κεφαλονιά την 1η Αυγούστου του 1787 και στη συνέχεια πολιτογραφήθηκε Γάλλος στις 9 Νοεμβρίου 1818. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται συνήθως ως φιλέλληνας ελληνικής καταγωγής.

Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος-Σωτήριος Βούρβαχης, ήταν ναυτικός και έμπορος, εγκατεστημένος στη Μασσαλία. Σύμφωνα με την Averoff Michelle και το άρθρο της για τους Φιλέλληνες, είχε γεννηθεί στα Σφακιά της Κρήτης και το πραγματικό του επίθετο ήταν «Σκορδιλής». Το όνομα «Βούρβαχης» του είχε  δοθεί από τους Τούρκους, και σήμαινε «αυτός που κτυπά πρώτος» ή «αυτός που είναι επικεφαλής», δεδομένου ότι η οικογένειά του ήταν οικογένεια αγωνιστών του νησιού. Μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου η οικογένεια μετανάστευσε στην Κεφαλονιά. Στη Μασσαλία, ο πατέρας Βούρβαχης διατηρούσε σχέσεις με τον Ιωσήφ Βοναπάρτη, γεγονός που συντέλεσε ώστε να επιλεγεί για μια επικίνδυνη αποστολή. Όταν τον Δεκέμβριο του 1798 ο Ναπολέων βρισκόταν στην Αίγυπτο, παρέστη ανάγκη να ειδοποιηθεί για να επιστρέψει γρήγορα στη Γαλλία όπου οι πολιτικοί του αντίπαλοι είχαν δημιουργήσει αναταραχές. Ο Κωνσταντίνος-Σωτήριος κατάφερε με το πλοίο του να ειδοποιήσει έγκαιρα τον αυτοκράτορα χωρίς να γίνει αντιληπτός, ούτε από τους Τούρκους, ούτε από τους Άγγλους που είχαν επιβάλει αποκλεισμό. Από τότε, η οικογένεια Βούρβαχη συνδέθηκε στενότερα με την οικογένεια Βοναπάρτη που ανέλαβαν να προστατεύουν τους γιους του Κωνσταντίνου-Σωτήριου, τον Ιωσήφ και τον Διονύσιο. Οι τελευταίοι μετοίκησαν στη Γαλλία μετά τον θάνατο του πατέρα τους.

Ο Διονύσιος Βούρβαχης σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Fontainebleau απ’ όπου απεφοίτησε το 1804 και εντάχθηκε στο γαλλικό πεζικό. Πολέμησε στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Γερμανία και διορίσθηκε υπασπιστής του Ιωσήφ Βοναπάρτη, όταν αυτός έγινε μονάρχης της Ισπανίας. Σύμφωνα με πληροφορίες από το ατομικό του μητρώο που παραθέτει ο Μπάμπης Άννινος, ο οποίος ήταν γιος μιας εκ των τριών αδελφών του Διονυσίου που διαβιούσαν στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, ο Βούρβαχης στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στον γαλλικό στρατό, είχε τραυματιστεί τέσσερις φορές σοβαρά, και τρεις φορές είχε λάβει εύφημο μνεία για τις υπηρεσίες του. Ο Στέφανος Παπαδόπουλος στη μονογραφία του για τον Διονύσιο Βούρβαχη στο περιοδικό Παρνασσός, αναφέρει ότι μετά την πρώτη εξορία του Ναπολέοντα στη νήσο Έλβα, ο Βούρβαχης παραιτήθηκε από τον γαλλικό στρατό, αλλά επανήλθε λίγο αργότερα. Επιπλέον, τόσο αυτός όσο και η Averoff, σημειώνουν ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, ο Διονύσιος Βούρβαχης ήταν εκείνος που με πολλούς κινδύνους έφθασε στο νησί Έλβα προκειμένου να ειδοποιήσει τον Ναπολέοντα ότι οι αντίπαλοί του σκόπευαν να τον εξορίσουν σε πιο μακρινό τόπο. Έτσι η μοίρα το έφερε να αναλάβει παρόμοια αποστολή με αυτήν που είχε αναλάβει ο πατέρας του.

Μετά την επάνοδο του Ναπολέοντα, ο Βούρβαχης υπηρέτησε ως διοικητής του 31ου ελαφρού συντάγματος του γαλλικού πεζικού. Σύμφωνα με τον βιογράφο των φιλελλήνων Henri Fornèsy, είχε φτάσει μέχρι τον βαθμό του συνταγματάρχου, όταν τέθηκε σε κατάσταση διαθεσιμότητας από το καθεστώς των Βουρβόνων. Στη συνέχεια υπέβαλε την παραίτησή του στον γαλλικό στρατό η οποία έγινε δεκτή μόλις το 1820.

Ο Βούρβαχης ήταν φιλελεύθερος στο φρόνημα, και έπειτα από πολλές περιπέτειες, περιπλανήσεις και μονομαχίες αναγκάσθηκε στη συνέχεια να αυτοεξορισθεί στην Ισπανία, πατρίδα της συζύγου του Charlotte de Rica, όπου είχαν καταφύγει και άλλοι βοναπαρτιστές. Αργότερα επέστρεψε στη Γαλλία και αποτραβήχθηκε στη μικρή πόλη Pau.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση ο Βούρβαχης βρισκόταν στο Παρίσι. Συγκινημένος από τον Αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας του, προσπάθησε αρχικά να τη βοηθήσει μέσα από την ενεργή δράση του στο πλαίσιο της Φιλελληνικής Επιτροπής του Παρισιού. Ο ενθουσιασμός όμως που τον κυρίευσε μετά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου και η αγάπη του για την Ελλάδα τον ώθησαν να λάβει μέρος στον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωσή της. Μαζί του αναχώρησαν για την Ελλάδα και άλλοι Γάλλοι αξιωματικοί. Με την άδεια της Γαλλικής κυβέρνησης, ο Βούρβαχης έφθασε στην Ελλάδα περί τα τέλη Νοεμβρίου 1826, ή λίγο νωρίτερα κατά άλλους μελετητές. Δεν ήρθε ως απλός πολεμιστής, αλλά και ως απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Παρισιού. Μαζί του είχε χρήματα, ενώ συνοδευόταν και από άλλους Φιλέλληνες εθελοντές. Παράλληλα, το έργο του ενίσχυε οικονομικά και η Επιτροπή της Κέρκυρας, στην οποία συμμετείχε ο αδελφός του Καποδίστρια. Η Επιτροπή επιτελούσε σημαντικό έργο, και μάλιστα εξαγόραζε συστηματικά σε πολλά μέρη της Μεσογείου Έλληνες σκλάβους από το Μεσολόγγι και αλλού, και τους απέδιδε ελεύθερους στην Ελλάδα.

Όταν έφθασε στο Ναύπλιο, ο Βούρβαχης πήρε άδεια από τη Διοικητική Επιτροπή για να συγκροτήσει δικό του Σώμα αποτελούμενο από «μέγαν αριθμόν Ελλήνων και Φιλελλήνων», σύμφωνα με τον Fornèsy. Οι άνδρες αυτοί ήταν κυρίως Επτανήσιοι και Γάλλοι φιλέλληνες. Ανάμεσά τους συγκαταλεγόταν ο Ανδρέας Μεταξάς, γαμπρός του Βούρβαχη. Το Σώμα του έφθασε να αριθμεί σύντομα περί τους 800 άνδρες και είχε αποστολή, κατά τον Gravière, να εκστρατεύσει στη Δυτική Ελλάδα ή να ενισχύσει τον Καραϊσκάκη για την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας. Ο Βούρβαχης ήταν αφοσιωμένος στον Καραϊσκάκη και στον σκοπό αυτό. Ο βασικός στόχος των Ελλήνων και Φιλελλήνων την εποχή αυτή, ήταν να διατηρήσουν  απελευθερωμένες εστίες στην Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα, έτσι ώστε το θέμα της Ελληνικής Επανάστασης και της προοπτικής ίδρυσης ελεύθερου Ελληνικού κράτους, να βρίσκεται διαρκώς στην ημερήσια διάταξη των διπλωματικών κέντρων διεθνώς. Η Γαλλία στήριζε την στρατηγική αυτή, και θεωρούσε ότι μια επιτυχημένη έκβαση θα ενίσχυε παράλληλα και το γόητρό της.

Δυστυχώς, ο Βούρβαχης δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, κυρίως γιατί η Διοικητική Επιτροπή δεν τροφοδοτούσε το Σώμα, και ο ίδιος αναγκαζόταν να αγοράζει μόνος του τρόφιμα για να συντηρεί τους άνδρες του. Οι συνθήκες δεν ήταν καλές και έτσι, πολλοί άνδρες του άρχισαν να λιποτακτούν. Πέραν τούτου, πολλοί, ανάμεσά τους κι ο Μακρυγιάννης, εναντιώθηκαν στον Βούρβαχη καθώς αντιπαθούσαν τον γαμπρό του, τον Μεταξά, και τον Κολοκοτρώνη, που θεωρούνταν ρωσόφιλοι. Παράλληλα, τον Βούρβαχη ενοχλούσαν ιδιαίτερα οι εμφύλιες συγκρούσεις και τα αντιμαχόμενα συμφέροντα.

Ο Βούρβαχης αναχώρησε προς την Στερεά Ελλάδα με στόχο να συναντηθεί και να συντονισθεί με τον Καραϊσκάκη, και να επιχειρεί πλέον από κοινού μαζί του. Για να το πετύχει αυτό, αγνόησε πολλές φορές τις διαταγές της Διοίκησης. Μετά από μία τέταρτη επιστολή, αποφάσισε να αλλάξει πορεία και να κατευθυνθεί προς την Αθήνα. Η εκτίμηση και η αγάπη που έτρεφε για τον Καραϊσκάκη προκύπτει από μία επιστολή του προς αυτόν κατά την επίμαχη περίοδο, στην οποία αναφέρει: «Αρχηγέ! … είμαι πάντοτε εις τας οδηγίας σας, και έτοιμος να τρέξω όπου με κρίνετε άξιον δια το καλόν της πατρίδος. Ο αδελφός σας Βούρβαχης».

Η υπογραφή του Βούρβαχη από επιστολή του

Σε κάθε περίπτωση, όλοι, από όλες τις πλευρές συμφωνούσαν ότι ο Βούρβαχης ήταν άνθρωπος έντιμος, ανιδιοτελής και αγνός πατριώτης που διψούσε να δει την Ελλάδα ελεύθερη. Εν τέλει, η Διοικητική Επιτροπή, ματαίωσε τις επιδιώξεις του, και τον διέταξε να μεταβεί στην Ελευσίνα προς ενίσχυση της πολιορκίας των Αθηνών.

Έτσι στο τέλος του 1826, έφθασε στην Ελευσίνα. Εκεί συνάντησε τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, και σε λίγες ημέρες ήρθε και ο Παναγιώτης Νοταράς. Από την Ελευσίνα, ο Βούρβαχης και οι δύο οπλαρχηγοί, με ενωμένες τις δυνάμεις τους κινήθηκαν προς το Μενίδι όπου στις 22 Ιανουαρίου συγκρούσθηκαν με επιτυχία με Τουρκικές δυνάμεις.

Στις 25 Ιανουαρίου, ο Βούρβαχης με τον Μαυροβουνιώτη και τον Νοταρά, και με 3500 άνδρες, κατευθύνθηκαν προς το Καματερό. Στο σημείο αυτό, δέχθηκαν δύο ημέρες μετά επίθεση από 2600 τούρκους. Στη μάχη που ακολούθησε στο Καματερό, σημειώθηκε διαφωνία μεταξύ των τριών αρχηγών των Σωμάτων που επιχειρούσαν, ως προς την τακτική της μάχης. Ο Βούρβαχης, προέκρινε την κατά μέτωπον επίθεση, στρατοπέδευσε με το Σώμα του στην πεδιάδα ως ένα είδος εμπροσθοφυλακής, ενώ ο κύριος όγκος του στρατεύματος παρέμεινε στα υψώματα, λίγο μακρύτερα από αυτόν. Οι δυνάμεις των Ελλήνων και Φιλελλήνων ήταν ισοδύναμες με αυτές των Τούρκων, το σχέδιο ήταν σωστό και θα είχε επιτύχει εάν επικρατούσε πειθαρχία. Όμως οι άτακτες δυνάμεις των Ελλήνων φοβούνταν το Τουρκικό ιππικό. Επίσης, η έλλειψη πειθαρχίας των Ελλήνων ατάκτων, οδήγησε για άλλη μία φορά σε τραγικά αποτελέσματα. Χωρίς πειθαρχία ήταν αδύνατο να εφαρμοσθεί σχέδιο μάχης. Το πρόβλημα αυτό κόστισε πολύ στις Ελληνικές δυνάμεις, σε πολλές μάχες. Και δύο μήνες αργότερα, το ίδιο πρόβλημα προκάλεσε άλλη μία οδυνηρή ήττα στον Ανάλατο και τον θάνατο του μεγάλου αγωνιστή, Στρατηγού Καραϊσκάκη.

Όταν άρχισε η επίθεση των δυνάμεων των Τούρκων και εμφανίσθηκε το ιππικό, οι άτακτοί Έλληνες μαχητές εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και προωθήθηκαν προς τα γύρω υψώματα. Έτσι εγκατέλειψαν το Σώμα του Βούρβαχη στο έλεος των Τούρκων.

Η μάχη ήταν σφοδρή, αλλά το Σώμα των Ελλήνων και Φιλελλήνων του Βούρβαχη είχε περικυκλωθεί, και ο αγώνας είχε καταστεί πλέον άνισος. Οι τριακόσιοι άνδρες του Βούρβαχη, αφού πολέμησαν γενναία, σφαγιάσθηκαν όλοι. Ελάχιστοι Φιλέλληνες έπεσαν ζωντανοί στα χέρια των Τούρκων. Δύο Γάλλοι, ένας Γερμανός και ο τραυματισμένος Βούρβαχης. Λέγεται μάλιστα ότι ειδικά γι’ αυτόν ανταγωνίσθηκαν σκληρά μεταξύ τους Τούρκοι ιππείς, ποιος θα τον ακινητοποιήσει για να λάβει ως λάφυρο έναν πολύτιμο λίθο που κοσμούσε το γιαταγάνι του.

Ο Ναύαρχος Δεριγνύ που βρισκόταν στην περιοχή, ζήτησε από τον Κιουταχή να σεβαστεί τους αιχμαλώτους και να δεχθεί να τους ανταλλάξει με αιχμαλώτους Τούρκους. Ο Κιουταχής αρνήθηκε, διέταξε να κόψουν τα κεφάλια όλων των Φιλελλήνων και τα έστειλε στον Σουλτάνο μαζί με τις στολές τους, την περικεφαλαία του Βούρβαχη, ένα βλήμα 68 λιτρών που έριξε στο Τουρκικό στρατόπεδο το ατμοκίνητο πλοίο «Καρτερία» που επιχειρούσε στην περιοχή και υποστήριζε τις Ελληνικές δυνάμεις και ψωμί ζυμωμένο από αμερικανικό αλεύρι που διένειμε η φρεγάτα «Ελλάς» στους Έλληνες.

Ο Κιουταχής ήθελε να δείξει με αυτόν τον τρόπο, ότι νίκησε έναν στρατό που ενίσχυαν, τροφοδοτούσαν και διοικούσαν ξένοι, και να χλευάσει τους Φιλέλληνες και τον Φιλελληνισμό. Η βάρβαρη και ανόητη αυτή πράξη, εξόργισε τους Γάλλους αξιωματούχους, αλλά και την κοινή γνώμη διεθνώς.

Το τραγικό τέλος του Βούρβαχη και ο ηρωικός θάνατός του στις 27 Ιανουαρίου / 8 Φεβρουαρίου 1827, σε ηλικία μόλις 40 ετών, εξόργισαν τον Ναύαρχο Δεριγνύ, και όπως αυτός υπογράμμισε στους Τούρκους, αναζωπύρωσε το φιλελληνικό ρεύμα σε όλη την Ευρώπη.

Έτσι, ο μεγάλος αυτός Έλληνας υπηρέτησε έντιμα και γενναία και τη Γαλλία (εκεί τον αποκαλούσαν «Καπετάν Γραικό») και την Ελλάδα, και με τον ηρωικό του θάνατο τίμησε και τις δύο του πατρίδες και τις κοινές τους αξίες.

Στη Γαλλία, ο γιος του, Κάρολος-Σωτήριος Βούρβαχης, συνέχισε το ένδοξο όνομα της οικογένειας, καθώς διέπρεψε αργότερα ως ένας από τους γενναιότερους στρατηγούς του Ναπολέοντα Γ΄.

Ο Διονύσιος Βούρβαχης είχε τιμηθεί στη Γαλλία με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, στις 27 Δεκεμβρίου 1814. Σήμερα, δύο δρόμοι στην Κεφαλονιά και στο Καματερό, φέρουν το όνομά του, ενώ ο δήμος της περιοχής ενίοτε διοργανώνει και αγώνες προς τιμήν του («Βουρβάχεια»). Πεθαίνοντας, ο Διονύσιος Βούρβαχης πρόφερε το όνομα της Ακρόπολης για την οποία θυσίασε τα πάντα, ακόμη και τη ζωή του. Γι’ αυτό και ένας δρόμος στην Αθήνα που οδηγεί προς την Ακρόπολη έχει λάβει το όνομά του για να μας θυμίζει τον μεγάλο αυτόν ήρωα. Ο ηρωικός θάνατός του θα μένει πάντα ανεξίτηλος στην ιστορία για την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Η οδός Βούρβαχη στη γωνία με την Λεωφόρο Συγγρού

 

ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Alevras Constantin, Les volontaires hellènes en France pendant la guerre franco-allemande en 1870, Paris, R. Debresse, 1947.
  • Averoff Michelle, «Les Philhellènes », Bulletin de l’Association Guillaume Budé, no 3, Octobre 1967, σσ. 312-332.
  • Barth Wilhelm – Max Kehrig-Korn, Die Philhellenenzeit, von der Mitte des 18 Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias am 9 Oktober 1831, εκδ. Hueber, Μόναχο
  • Jurien de la Gravière, La station du Levant, tome 2, Paris, Plon, 1876.
  • Άιδεκ Κάρολος, «Τα των Βαυαρών Φιλελλήνων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1826-1829», Αρμονία, τ. 1 (1900) και τ. 2 (1901).
  • Άννινος Μπάμπης, Ιστορικά σημειώματα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1925.
  • Βυζάντιος Χρήστος, Ιστορία των κατά την Ελλην. Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833, χ.ε., Αθήνα 1901.
  • Ηλεκτρονική βάση απονεμηθέντων παρασήμων της Λεγεώνας της Τιμής http://wwwcoulture.gouv.fr/documentation/leonore/leonore.htm, Dossier LΗ321/81.
  • Παπαδόπουλος Στέφανος, «Διονύσιος Βούρβαχης (Denys Bourbaki) ένας Γάλλος φιλέλληνας του 1821 ελληνικής καταγωγής», Παρνασσός, τόμος Ε΄, 1963, σσ. 340-356.
  • Παρεντής Ευάγγελος, Ιστορία Κεφαλονιάς-Κέρκυρας-Ζακύνθου-Ιθάκης-Παξών, Αθήνα, 1978.
  • Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Κείμενο-Εισαγωγή-Σημειώσεις Γιάννη Βλαχογιάννη, έκδοση Β΄, Αθήνα, 1947, τόμος 1.
  • Φορνέζι Ερρίκος, Το μνημείον των Φιλελλήνων, εκδ. Χ. Κοσμαδάκης & σία, Αθήνα 1968 [Απομνημονεύματα αγωνιστών του ΄21, τ. 20].
  • https://www.bourbakipanorama.ch/vermittlung/bourbaki-blog/artikel/ein-echter-bourbaki/ [πρόσβαση Ιούνιος 2020].