Ο αρχαιολάτρης αρχιτέκτονας και ζωγράφος Leo von Klenze (1784 -1864), γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ως τρίτο παιδί μίας εννεαμελούς οικογένειας στο Boklah, κοντά στο χωρίο Schladen am Harz της Κάτω Σαξονίας. Σε ηλικία 16 ετών ξεκινά σπουδές vομικής στο Βερολίνο, τις οποίες διακόπτει και μεταστρέφεται στην αρχιτεκτονική, πιθανά επηρεασμένος από τη γνωριμία του με τον αρχιτέκτονα W. Gilly. Ως σπουδαστής αρχιτεκτονικής γνωρίζει τον ιστορικό τέχνης και κλασικό αρχαιολόγο, Aloys Hirt (1759 – 1837), o οποίος ήταν καθηγητής αρχαιολογίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, καθώς και συνιδρυτής των μουσείων του Βερολίνου και της Bauakademie. Ο Hirt ήταν αυτός που εμφύσησε στο νεαρό Klenze την αγάπη του για την αρχαιότητα. Μόλις αποφοίτησε από τη Bauakademie, ο Klenze έλαβε τον τίτλο του επόπτη αρχιτεκτονικών έργων (Kondukteur).
Η πρώτη του επαφή με την αρχαιότητα λαμβάνει χώρα, όπως και για τους περισσότερους Γερμανούς Φιλέλληνες, στην Ιταλία, την οποία επισκέπτεται κατά τη διετία 1806 – 1807: συγκεκριμένα επισκέφθηκε τις πόλεις Ρώμη, Νεάπολη και Βενετία. Στη συνέχεια, θα επισκεφθεί την Ιταλία άλλες δύο φορές, συνοδευόμενος από τον προστάτη του, Βαυαρό βασιλέα Ludwig I (Λουδοβίκος Α’, 1786 – 1868). Στο Paestum ανακαλύπτει τους δωρικούς ναούς της Μεγάλης Ελλάδας, όπως ο προπάτορας του, Winckelmann, σχεδόν 40 χρόνια νωρίτερα. Επισκέπτεται τις αρχαίες αποικίες στον Ακράγαντα, Σελινούντα, Σεγέστα και, ως χαρισματικός ζωγράφος, αποτυπώνει τις εντυπώσεις του σε ελαιογραφίες, σε μια προσπάθεια να μελετήσει και κατανοήσει καλύτερα τους νόμους της αναλογίας των δωρικών ναών. Ο δωρικός ρυθμός είναι για τον Klenze ο ιδανικός και θα αποτελέσει διαχρονικό αντικείμενο της μελέτης του.
«δεν υπήρξε και δεν υπάρχει παρά μια αρχιτεκτονική και δεν θα υπάρξει άλλη αρχιτεκτονική παρά μια, δηλαδή εκείνη, που βρήκε την τελειοποίησή της στη μεγάλη ώρα της ελληνικής ιστορίας και παιδείας».
Μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εργάσθηκε ως Αρχιτέκτων της Αυλής του βασιλέα Ιερώνυμου Βοναπάρτη, αδελφού του Ναπολέοντα, στην πόλη Kassel. Την περίοδο αυτή, υλοποιούνται κάποια από τα κτίσματά τα οποία είχε σχεδιάσει ο Klenze. Η αίθουσα χορού (Ballhaus) στο κάστρο Wilhelmshöhe (Schlosspark 1), προορισμένη να λειτουργεί ως θέατρο της αυλής του Βοναπάρτη, είναι δικό του δημιούργημα, ενώ η έπαυλη (Pavillon), είναι το πρώτο κτήριο του μετέπειτα διάσημου αρχιτέκτονα.
Την παρουσία του στην πόλη θυμίζει σήμερα η οδός Klenzestrasse. Στην ίδια πόλη γνωρίζει τη μελλοντική του σύζυγο, την τραγουδίστρια, Felicitas Blangini, την οποία παντρεύεται στις 28 Αυγούστου 1813. Το ζευγάρι θα αποκτήσει δυο γιους και τρεις κόρες.
Η πτώση του Ναπολέοντα στα τέλη Οκτωβρίου του ιδίου έτους οδηγεί το ζευγάρι στο Μόναχο. Συνοδεύονται από τον αδελφό της συζύγου του, Felix Blangini, ο οποίος έχει καλές διασυνδέσεις με τον βασιλέα Μαξιμιλιανό τον Α´ και τη βαυαρική αυλή. Η απόπειρα του Klenze να συνδεθεί επαγγελματικά με τον πρίγκιπα Λουδοβίκο αποτυγχάνει και τότε ο Klenze μετακομίζει στο Παρίσι. Αργότερα επέτυχε να συναντήσει τον Βαυαρό βασιλέα, και τελικώς να υλοποιήσει τις φιλοδοξίες του.
Το 1815 είναι μοιραίο για τον Klenze. Η επιμονή του, η χαρισματική προσωπικότητα και το διπλωματικό ταλέντο του, φαίνεται να έχουν πείσει τον Λουδοβίκο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον καθιερώσουν σε έμπιστό του αρχιτέκτονα. Μάλιστα ο Klenze επισκίασε σημαντικές προσωπικότητες από τον κοντινό κύκλο του μονάρχη. Μεταξύ αυτών, τoν βασιλικό καλλιτεχνικό σύμβουλο και ζωγράφο, Martin von Wagner (1777 – 1858), τον αρχαιολόγο και αρχιτέκτονα, Carl Haller von Hallerstein (1774 – 1817), και τον, επίσης αρχιτέκτονα, Friedrich von Gärtner (1791 – 1841). Ο συνεπαρμένος από την κλασική αρχαιότητα, Λουδοβίκος Α’, είχε ξεκινήσει, από την εποχή ακόμη που ήταν πρίγκιπας, να διευρύνει τη συλλογή του Οίκου του. Έτσι αναθέτει στον Klenze ρόλο εμπειρογνώμονα για ζητήματα τέχνης και τον επιφορτίζει με την αποστολή της αναζήτησης έργων από δημοπρασίες και διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Γνωρίζοντας δε, ότι είναι αδύνατον να συναγωνιστεί τα μουσεία της Ρώμης, του Παρισιού και του Λονδίνου, στοχεύει αποκλειστικά στην απόκτηση αντικειμένων εξαιρετικής ποιότητας, παραμερίζοντας την ποσότητα.
Ο δημιουργός της Αθήνας του Isar
Οι φιλότεχνες προσπάθειες του Λουδοβίκου δεν έχουν ως αποκλειστικό στόχο την ικανοποίηση των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Πάνω από όλα επιθυμεί να εδραιώσει την κυριαρχία του μέσω μνημειακών κτηρίων και συλλογών τέχνης, κατά τα πρότυπα των μοναρχών του 19ου αιώνα, και να δεσμεύσει κοντά του τις μορφωμένες και πλούσιες ελίτ της εποχής. Στόχος του είναι να καταστήσει το Μόναχο πρωτεύουσα ευρωπαϊκής εμβέλειας, και για αυτόν το λόγο αναθέτει στον Klenze τις εργασίες για τον πολεοδομικό του σχεδιασμό. Η απόδοσή του θα αναγνωρισθεί, και σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, θα προβιβασθεί σε θέση βασιλικού συμβούλου για την αρχιτεκτονική.
Ο Klenze θα γίνει για την πόλη του Μονάχου, ό,τι ο συνάδελφος του, Karl Friedrich Schinkel (1781 – 1841), για την πόλη του Βερολίνου. Είναι ο αρχιτέκτων και οραματιστής της “Αθήνας του Ίζαρ” – όπως ακόμη σήμερα ονομάζεται το Μόναχο. Το όνομα αυτό το έχει λάβει από τον ποταμό που το διατρέχει, σε αντιστοιχία ή αντιπαραβολή με την “Spree – Αthen”, την Αθήνα του Σπρέε, δηλαδή το Βερολίνο. Αν και στην εποχή του θεωρείτο πιο συντηρητικός στις αρχιτεκτονικές του προτάσεις από τον “ποιητικό” Schinkel, και χωρίς το ένστικτό του τελευταίου για καινοτομίες, φαίνεται να υπήρξε πολύ πρακτικότερος στις λύσεις που προσέφερε.
Το “νέο”, κλασικιστικό, Μόναχο, ξυπνούσε, χάρη στις παρεμβάσεις του Klenze, από την “αχρωμία” που το διέκρινε. Απέκτησε το περίγραμμά του με την ολοκλήρωση της Γλυπτοθήκης στο Μόναχο (Glyptothek) και την έκθεση των συλλογών της, με την ίδρυση του βασιλικού κτηρίου (Königsbau) και της παλαιάς Πινακοθήκης (Αlte Pinakothek), αλλά και με τον σχεδιασμό και τη δόμηση της Ludwigstraße, απέκτησε και τη φήμη της ωραιότερης πόλης της Γερμανίας. Tα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της Königsplatz και η Αίθουσα της Δόξας (Ruhmeshalle), σχετίζονται άμεσα με την κλασική ελληνική αρχιτεκτονική. Η ανανέωση της πόλης, κατ´ εντολή του Λουδοβίκου Α’, ελάμβανε χώρα παράλληλα με την αναγέννηση της Ελλάδας, μετά την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό.
Η παράλληλη “αναγέννηση” Αθήνας και Μονάχου σχετίζεται με τον ίδιο μονάρχη και τους ίδιους αρχιτέκτονες, τον Klenze και τον μεγάλο του ανταγωνιστή, Gärtner, οι οποίοι δημιούργησαν με το έργο τους έναν ιδιαίτερο δεσμό μεταξύ των δύο πρωτευουσών. Στην πράξη ο Klenze, μαζί με τον Schinkel, είναι ο σπουδαιότερος προπαγανδιστής μίας εικόνας της αρχαίας Αθήνας σε μία πόλη του γερμανικού βορρά, όπως την συνέλαβε με τη φαντασία του και την τεκμηρίωσε με τις επιτόπιες και θεωρητικές έρευνές του.
Για τη διάσημη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, την οποία υλοποίησε μεταξύ των ετών 1816 και 1830, ο Klenze οραματίστηκε ένα κλασικιστικό “συνολικό έργο τέχνης” (Gesamtkunstwerk), μένοντας λιγότερο προσκολλημένος σε μία πιστή απόδοση των πρωτοτύπων. Γι´αυτό, ενώ η πρόσοψη της με τους ιωνικούς κίονες βασίζεται σε αυτές των αρχαίων ελληνικών ναών, οι εσωτερικοί χώροι, με τις θολωτές τους οροφές, θυμίζουν ιαματικά λουτρά. Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του κτηρίου, ανέλαβε επίσης τη διαμόρφωση των εσωτερικών αιθουσών, καθώς και την επιλογή των εκθεμάτων. Απέναντι από τη Γλυπτοθήκη στην Königsplatz στεγάστηκε η συλλογή ελληνικής αγγειοπλαστικής, στο τότε “Μουσείο Αρχαίας Μικροτεχνίας” (“Museum Antiker Kleinkunst“). Σήμερα, οι συλλογές αρχαίας ελληνικής, ετρουσκικής και ρωμαϊκής μικροτεχνίας στο Μόναχο ονομάζονται “„Staatliche Antikensammlungen“, κρατική αρχαιολογική συλλογή. Το κτήριο της συλλογής με την κορινθιακή πρόσοψη τo έκτισε ο Georg Friedrich Ziebland (1800 – 1873) μεταξύ των ετών 1838 – 1848. Το σύνολο ολοκληρώθηκε με την ανέγερση των Προπυλαίων στη δυτική άκρη της πλατείας, προς τιμήν του αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία. Τα Προπύλαια δημιουργήθηκαν μεταξύ 1840 και 1860, με πρότυπο την κλασική πύλη της Ακρόπολης των Αθηνών από τον 5ο αιώνα π.Χ., ακολουθώντας τον δωρικό ρυθμό εξωτερικά και τον ιωνικό εσωτερικά.

Τα Προπύλαια στο Μόναχο (για πλήρη στοιχεία δείτε εδώ).
Ο Ρώσος αυτοκράτορας Νικόλαος Α’, ανέθεσε στον Klenze το 1838 να σχεδιάσει ένα κτήριο για το Νέο Ερμιτάζ, το δημόσιο Μουσείο που θα στέγαζε την συλλογή αρχαιοτήτων, έργων τέχνης, νομισμάτων, βιβλίων, κλπ. των Ρωμανώφ.
Τα κτίσματα που αναφέρονται παραπάνω στην Königsplatz παρέχουν τον ιστορικό πυρήνα της πόλης του Μονάχου, ο οποίος επεκτάθηκε με την κατασκευή των Alte και Neue Pinakothek (παλαιάς και νέας Πινακοθήκης).
Ως αρχιτέκτων του βασιλιά Λουδοβίκου Α’, ο Klenze υλοποίησε και τα εξής έργα.
Το παλάτι Leuchtenberg, στην κεντρική οδό Ludwigstraße (1817 – 1821), το Odeon (αίθουσα συναυλιών στο Μόναχο) και το Παλάτι Biederstein στο Schwabing του Μονάχου (1826 – 1828), την Μονόπτερο στον «Αγγλικό κήπο» της πόλης (1832 – 1837). Ξεχωρίζει η εντυπωσιακή Βαλχάλα (Wallhala), και το Πάνθεον στο Regensburg της Βαυαρίας (1830 – 1842). Στη Wallhala ο Klenze συνδύασε την κεντροευρωπαϊκή και την σκανδιναβική μυθολογία σε ένα οικοδόμημα που είχε ως πρότυπο τον Παρθενώνα. Εκτός των παραπάνω έργων, στον Klenze ανατέθηκε ο σχεδιασμός του εικονοστασίου στην Salvatorkirche του Μονάχου, όταν, με απόφαση του Λουδοβίκου Α’ ο ναός παραχωρήθηκε στην ελληνική κοινότητα της πόλης και μετατράπηκε από καθολικό σε ορθόδοξο.
O Leo von Klenze στην Ελλάδα
Σε μία ώριμη φάση της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, όπου είχε αποδείξει τις αρχιτεκτονικές του δεξιότητες στη σύλληψη και εκτέλεση εμβληματικών έργων στο Μόναχο και τη Βαυαρία, ο Klenze αναλαμβάνει μία ιδιαίτερη και βαρύνουσας σημασίας εντολή από τον Λουδοβίκο. Μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου του έτους 1834, καλείται να μεταβεί στην Ελλάδα με πολιτική, και ταυτόχρονα καλλιτεχνική, αποστολή. Η πολιτική του αποστολή ήταν η ανάκληση των αντιβασιλέων Georg Ludwig Von Maurer (1790-1872) και Karl von Abel (1788 – 1859), μεταξύ των οποίων υπήρχαν έντονες τριβές. Η καλλιτεχνική του αποστολή ήταν η εποπτεία και διευθέτηση ζητημάτων που σχετίζονταν με το πολεοδομικό σχέδιο της νέας πρωτεύουσας, που είχαν καταθέσει οι αρχιτέκτονες Eduard Schaubert (1804 – 1860) και Σταμάτης Κλεάνθης (1802 – 1862).
Τον Ιούλιο του 1834 επισκέπτεται την Κέρκυρα και σχεδιάζει τον δωρικό ναό στο Καρδάκι. Στην Κόρινθο εντυπωσιάζεται από το ναό του Απόλλωνα. Επισκέπτεται το Ναύπλιο, την Επίδαυρο, συνεχίζει την περιπλάνησή του στον Πόρο και την Αίγινα. Στον ναό της Αφαίας παρατηρεί τα ίχνη χρώματος σε μέλη του που έχουν ανασκαφεί ήδη το 1811. Το ζήτημα της πολυχρωμίας των αρχαίων ναών τον απασχολούσε. Έτσι, στην ιδεατή αποτύπωση της αρχαίας Αθήνας, η πολυχρωμία κάνει την εμφάνισή της στα κτήρια της πόλης (Ideale Ansicht der Stadt Athen in antiker Zeit, 1862). Η ιδέα αυτή ωστόσο δεν ήταν δημοφιλής ούτε κυρίαρχη στην εποχή που έζησε. Είναι ο πρώτος κλασικιστής αρχιτέκτων που πρότεινε πολύχρωμα σχέδια. Εντυπωσιασμένος από τους δωρικούς ναούς, οι οποίοι αποτελούν γι’αυτόν την ιδανική, αρχετυπική μορφή της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, εξυμνεί τη διανοητική και αισθητική καθαρότητα των Ελλήνων, οι οποίες δεν αφήνουν τίποτα μυστικό στον δέκτη τους. Μάλιστα σημειώνει τα εξής:
«Ολόκληρος ο ελληνικός ναός, ακόμη και το παραμικρότερο μέλος του, δεν έχει τίποτα το κρυφό, αινιγματικό… έχουμε στη διάθεσή μας ολόκληρο το αρχιτεκτονικό αλφάβητο…αν γράψουμε με αυτό θα είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε νέα και εξαιρετικά έργα».

Εξειδανικευμένη άποψη της Ακροπόλεως και του Αρείου Πάγου της Αθήνας, 1846, λάδι σε καμβά, 102,8 x 147,7 cm.

Leo von Klenze: Ιδανική θέα στην πόλη της Αθήνας στην αρχαιότητα, 1862. Λάδι σε καμβά, 104,5 x 131,5 cm.
Μεταξύ 14 Αυγούστου και 15 Σεπτεμβρίου, βρίσκεται στην Αθήνα, η οποία δεν είναι ακόμη πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Ο βασιλέας Όθων (1815 – 1867) του αναθέτει τον επανασχεδιασμό της πόλης με βάση κλασσικά πρότυπα, αλλά και την επιλογή της τοποθεσίας των ανακτόρων. Με αφορμή το δεύτερο ζήτημα, ο Klenze έρχεται σε αντίθεση με τον σχεδόν συνομήλικό του συνάδελφο, Schinkel, ο οποίος οραματίζεται τη δημιουργία ανακτόρων επάνω στον βράχο της Ακρόπολης. Την ιδέα κρίνει ο Klenze ευτυχώς ως ανεδαφική, μεταξύ άλλων λόγω κλιματικών και γεωλογικών συνθηκών, και την απορρίπτει. Απορρίπτει και τις προτάσεις των μαθητών του Schinkel, Κλεάνθη και Schaubert, να γίνει η Ομόνοια το κέντρο της πόλης με τα ανάκτορα εκεί.
Οραματίζεται μια βασιλική κατοικία στον ωραίο Λόφο των Νυμφών, με θέα προς τη θάλασσα και ασφαλή απόσταση από το πλήθος της πόλης. Το σχέδιο κρίνεται ως πολυδάπανο και δεν υλοποιείται. Τριβές αναπτύσσονται μεταξύ του ιδίου και των Κλεάνθη και Schaubert, τόσο για το ζήτημα των ανακτόρων, όσο και για άλλες παρεμβάσεις στην εικόνα της πόλης. O Klenze επιθυμεί να της δώσει αέρα ιταλικής μεγαλούπολης. Θεωρεί ότι η βαριά αρχιτεκτονική της κεντρικής Ευρώπης δεν ικανοποιεί το ελληνικό πνεύμα, περισσότερο το βλάπτει. Βλέπει ότι στον χαρακτήρα μιας μεσογειακής πόλης ταιριάζει η συνεχής δόμηση, αλλάζει την πυκνότητα και το σύστημά της και διαφωνεί με τη θέση των Schaubert / Kλεάνθη για αποκλειστικά μονώροφη και διώροφη δόμηση στην πόλη. Οι τριβές που δημιουργούνται με τους συναδέλφους του, οι οποίοι είναι απρόθυμοι να τροποποιήσουν τα σχέδια τους, οδηγούν στην απομάκρυνσή τους από το δημόσιο, το Νοέμβριο του 1834.
Ο Klenze είναι ίσως λιγότερο γνωστός στους Έλληνες ή γίνεται αντικείμενο αυστηρής κριτικής, εξαιτίας της αντίθεσής του με το δίδυμο Schaubert / Kλεάνθη. Κατηγορείται ότι μίκρυνε το πλάτος δρόμων, περιόρισε την έκταση του σχεδίου πόλης, μείωσε την έκταση δημόσιων χώρων, κ.λ.π.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίον του ασκήθηκε κριτική, είναι ότι επειδή ήταν προσανατολισμένος στο κλασικιστικό ιδεώδες, φαίνεται να παρέβλεψε την αξία της βυζαντινής παράδοσης και της ορθόδοξης ναοδομίας. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν δίστασε να προτείνει την κατεδάφιση ναών, όταν στέκονταν εμπόδιο στους πολεοδομικούς του σχεδιασμούς. Η διατήρηση της Καπνικαρέας επί της οδού Ερμού απετέλεσε εξαίρεση. Πιθανά ο Klenze να μην έδωσε τη δέουσα προσοχή σε βυζαντινά μνημεία, για λόγους όχι αποκλειστικά χωροταξικούς, αλλά ιδεολογικοπολιτικούς. Για τον ίδιο, Γερμανοί και Έλληνες είχαν κοινή ιστορική προέλευση ως Ινδογερμανοί / Ινδοευρωπαίοι, τους διέκρινε το σωματικό κάλλος και η τάση για εξέλιξη του Αληθινού / Μεγάλου / Ωραίου («Entwicklung des Wahren – Großen – Schönen»). Αυτές τις τάσεις δεν διέκρινε σε άλλους λαούς, για τους οποίους πίστευε ότι εξαιτίας μιας θρησκευτικής καθήλωσης, δε στάθηκαν ικανοί να φθάσουν σε έναν υψηλότερο ανθρωποκεντρισμό / ανθρωπομορφισμό στην τέχνη τους. Λαμβάνοντας υπόψιν το θεωρητικό υπόβαθρο της σκέψης του, ίσως κατανοούμε καλύτερα και κάποιες από τις πολεοδομικές του προτάσεις.
Το διάστημα που πέρασε στην Ελλάδα, ήρθε κοντά με τον λαό της και ανέπτυξε ειλικρινή αισθήματα αγάπης και φιλίας για τους Έλληνες. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να ασκήσει ανοικτή κριτική κατά της Βαυαροκρατίας. Στην πόλη των Αθηνών υπάρχουν αρκετά εμφανή ίχνη της παρουσίας του. Από τις προτάσεις του, διατηρήθηκε εκείνη των κτηρίων της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Βιβλιοθήκης (της “αθηναϊκής τριλογίας του νεοκλασικισμού”). Τα τρία αυτά εμβληματικά κτήρια τελικά κατασκευάσθηκαν, σε μετωπική παράθεση, και όχι σε σχήμα Π, όπως εκείνος επιθυμούσε. Ο ναός του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών επί της Πανεπιστημίου έχει αναγερθεί σε δικά του σχέδια, με ορισμένες παρεμβάσεις στο αρχικό του σχέδιο (π.χ. χωρίς το σχεδιασμένο από τον ίδιο καμπαναριό). Δυστυχώς, δεν κατάφερε να δει να πραγματοποιείται ένα μουσείο για την Ακρόπολη, όπως το ονειρευόταν, αλλά και ένα “Παντεχνείον”, ένα μουσείο που συγχρόνως θα λειτουργούσε ως σχολή Καλών Τεχνών, όπως το είχε προτείνει.
O Leo von Klenze ως αρχαιολόγος
Δεν είναι ευρέως γνωστή η μέγιστη συμβολή του Leo von Klenze για την προστασία των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα. Χάρη στον ίδιο οφείλεται ο νόμος «περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών» που θεσπίστηκε στο Ναύπλιο, τον Μάιο του 1834, ο οποίος κάλυπτε και τις χριστιανικές αρχαιότητες. Σε δική του πρωτοβουλία οφείλεται ακόμη και η απόφαση ότι οι αρχαιολογικοί χώροι θα πρέπει να φυλάσσονται. Επίσης, ο ίδιος άρχισε την καταγραφή των αρχαιοτήτων στη χώρα, και πρότεινε να εκκινήσει το αναστηλωτικό έργο στην Ακρόπολη.
Με διάταγμα του βασιλέα Όθωνα ο λόφος της Ακρόπολης εκκαθαρίζεται από την παρουσία στρατού. Χάρη στις παρεμβάσεις του Klenze και του Ludwig Ross (1806 – 1859), διαβεβαιώνεται ότι η Ακρόπολη δε θα χρησιμοποιηθεί ξανά ως στρατιωτικό φρούριο. Κατά τον Κlenze, “αυτός ο λόφος έπρεπε όσο το δυνατόν συντομότερο να απελευθερωθεί από τα άσχημα και ερειπωμένα κτήρια των βαρβαρικών χρόνων” (“Dieser Berg sollte, […], sobald als möglich von den ruinierten und schlechten Bauwerken der barbarischen Zeit befreit werden”). Παρουσία του Klenze, ξεκινούν επισήμως στις 10 Σεπτεμβρίου 1834, οι εργασίες καθαρισμού και αποκατάστασης της Ακρόπολης σε εορταστική ατμόσφαιρα και με τη συμμετοχή του λαού. Οι εργασίες αυτές συνεχίσθηκαν για πολλές δεκαετίες.
Ο Klenze αναχώρησε από την Αθήνα στις 15 Σεπτεμβρίου 1834. Διέσχισε την Τίρυνθα και τις Μυκήνες, θαύμασε από κοντά την Πύλη των Λεόντων, την Τεγέα, τη Μαντίνεια, τη Μεγαλόπολη και τη Λυκοσούρα. Έφθασε και στην Ολυμπία. Μάλιστα φιλοτέχνησε ελαιογραφίες από τα αρχαιολογικά τοπία που επισκέφθηκε στην Ελλάδα (Καρδάκι Κέρκυρας, Ναός Αφαίας στην Αίγινα, πλατεία Αγ. Γεωργίου στο Ναύπλιο, Αέρηδες στην Πλάκα, κ.α.), ενώ κάποια από αυτά τα ολοκλήρωσε στο Μόναχο (π.χ. Ideale Ansicht der Stadt Athen in antiker Zeit, 1862, Η Ακρόπολις των Αθηνών και ο Άρειος Πάγος, 1846). Με την κυκλοφορία των έργων του σε λιθογραφίες, συνέβαλε με έναν ακόμη τρόπο στη διάδοση της εικόνας της Ελλάδας στην Ευρώπη, όπως είχαν ήδη κάνει και άλλοι φιλέλληνες συνάδελφοι του, όπως ο Ferdinand Stademann, ο Karl Freiherr von Heideck, ο Carl Rottmann, ο Ludwig Lange, ο Peter von Hess και ο Joseph Petzl.
Μετά το πέρας της αποστολής του στην Ελλάδα, ο Klenze δεν θέλησε να επανέλθει ως μόνιμος σύμβουλος του Όθωνα, όπως του είχε προτείνει ο Λουδοβίκος Α’. Προσπάθησε ωστόσο να συνεχίσει την επιτήρηση των εργασιών στην Ακρόπολη από το Μόναχο. Πέθανε σχεδόν λησμονημένος στο Μόναχο το 1864. Αντίθετα με τον συνάδελφό του, Schinkel, ο οποίος αν και έφυγε νωρίς, το 1841, θρηνήθηκε από μια ολόκληρη σειρά μαθητών και θαυμαστών του, ο Klenze έφυγε πλήρης ημερών, χωρίς να καταγράφονται όμως αντίστοιχες εκδηλώσεις λατρείας.
Όσο ζούσε τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο του βασιλικού ινστιτούτου Βρετανών αρχιτεκτόνων (1852) και, έναν χρόνο αργότερα, από το Βαυαρικό Μαξιμιλιανό Τάγμα για τις τέχνες και τις επιστήμες (1853). Το 1863 ανακηρύχθηκε επίτιμος πολίτης του Μονάχου για το σύνολο της προσφοράς του. Του αποδόθηκαν τιμές και μετά τον θάνατο του. Το όνομά του φέρουν οδοί (Klenzestraße) στις γερμανικές πόλεις Μόναχο, Kassel, Werries, Tutzing και Regensburg. Επίσης το όνομά του φέρει το Γυμνάσιο Klenze στο Μόναχο, η κρατική επαγγελματική σχολή στο Ingolstadt (Staatliche Berufsschule II Ingolstadt) και το πάρκο της πόλης (Klenzepark). Από το 1996 και εξής, το Υπουργείο Εσωτερικών της Βαυαρίας απονέμει το μετάλλιο “Leo von Klenze” για εξαιρετικά επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική, την οικιστική και αστική ανάπτυξη.

Ο τάφος του Klenze στο Μόναχο
Η Ελλάδα και η ΕΕΦ τιμούν τον μεγάλο αρχιτέκτονα που διέδωσε στην Ευρώπη την κλασική γραμμή στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, εμπνευσμένος από την αρχαία Ελλάδα, και που έθεσε τις βάσεις για τον πολεοδομικό σχεδιασμό της νέας Αθήνας.
Πηγές και βιβλιογραφία
- antike-am-koenigsplatz.mwn.de.
- Bernhard Schulz, Leo von Klenze: Der Baumeister eines griechischen Bayern, Der Tagesspiegel, 24.02.2001.
- Frese, Peter, Ein griechischer Traum. Leo von Klenze. Der Archäologe, München, Staatliche Antikensammlung und Glyptothek 1985, München 1985 (κατάλογος έκθεσης).
- Fuhrmeister, Christian, Jooss, Birgit (Hg.), Isar/Athen. Griechische Künstler in München- Deutsche Künstler in Griechenland. München 2008 (κατάλογος έκθεσης).
- Θερμού, Mαρία, Λέο φον Κλέντσε, ΤΟ ΒΗΜΑ, 24 Νοεμβρίου 2008.
- Καγιαδάκη, Μαρία, Οι ζωγραφοι Γεωργιος και Φιλιππος Μαργαριτης. Τα πρωτα καλλιτεχνικα εργαστηρια στην Αθηνα του 19ου αιωνα. Διδακτορικη διατριβη, Αριστοτελειο Πανεπιστημιο Θεσσαλονικης, 2008.
- Μουστάκα, Αλίκη, Ένα ελληνικό όνειρο: Λέο φον Kλέντσε, ο Αρχαιολόγος, «Αρχαιολογία και Τέχνες», τεύχος 20, Αύγουστος 1986.
- Μπαδήμα-Φουντουλάκη, Μαρία, Σταμάτης Κλεάνθης: 1802-1862: αρχιτέκτων, επιχειρηματίας, οραματιστής, Δήμοι Αθηναίων και Βελβεντού, 2011.
- Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αλέξανδρος, Ένα όραμα του κλασικισμού. Καπόν, Αθήνα 2001.