Ο Santorre Annibale Derossi (1783-1825), κόμης του Pomerolo και κύριος του Santarosa, ήταν Ιταλός στρατιωτικός και Φιλέλληνας, ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε στο Savigliano από γονείς ευγενείς. Ο πατέρας του, Annibale Derossi, κόμης του Pomerolo και κύριος του Santarosa, υπηρετούσε ως συνταγματάρχης στο Στρατό του Βασιλείου του Πεδεμοντίου[1].
Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, o Santorre du Santarosa εντάχθηκε σε ηλικία μόλις 13 ετών, στο Σύνταγμα Γρεναδιέρων του Στρατού του Βασιλείου του Πεδεμοντίου[2]. Με την ένταξή του στο Σύνταγμα Γρεναδιέρων, έλαβε μέρος στη μάχη του Mondovi την 21η Απριλίου 1796, η οποία έληξε με νίκη των Γάλλων και οδήγησε στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας του Πεδεμοντίου[3].
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταφύγει η οικογένεια του Santarosa στην Σαρδηνία, την οποία δεν είχαν καταλάβει οι Γάλλοι και στην οποία είχε καταφύγει ο βασιλέας Κάρολος Εμμανουήλ Δ’[4]. Εκεί, ο Santorre du Santarosa και ο πατέρας του, συνέχισαν τη στρατιωτική τους υπηρεσία[5], μέχρι τον Ιούνιο του 1800, οπότε και πέρασαν μυστικά στην ηπειρωτική Ιταλία με το Σύνταγμα Γρεναδιέρων της Βασιλικής Φρουράς. Ο πατέρας Santarosa ήταν πλέον στρατηγός και επίτιμος διοικητής της[6].
Ο Santorre du Santarosa πολέμησε ηρωικά με τον βαθμό του υπολοχαγού, στη νικηφόρα για τους Γάλλους μάχη του Marengo, την 14η Ιουνίου 1800[7]. Εκεί έπεσε ηρωικά ο πατέρας του και αιχμαλωτίσθηκε ο ίδιος[8]. Μετά τη μάχη, η Γαλλική κυβέρνηση προσέφερε αμνηστία σε όσους είχαν πολεμήσει εναντίον της[9]. Ο Santarosa ελευθερώθηκε και παρέμεινε στο Τορίνο για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο[10].
Με την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο, ο Santarosa, ο οποίος παρά την αμνηστία του, παρέμενε πιστός στο Βασιλικό Οίκο του Πεδεμοντίου, άρχισε να ενδιαφέρεται για τα κοινά[11]. Έτσι, το 1807, εξελέγη δήμαρχος του Savigliano[12]. Στη συνέχεια, την περίοδο 1812 – 1814, διετέλεσε νομάρχης της La Spezia[13].
Με την αποκατάσταση του Βασιλείου του Πεδεμοντίου το 1814, ο Santarosa επανήλθε στο στρατό, ως λοχαγός του 1ου Τάγματος Γρεναδιέρων, του Συντάγματος της Βασιλικής Φρουράς. Από τη θέση του αυτή, πολέμησε εναντίον των Γάλλων στη νικηφόρα για τους Πεδεμόντιους, μάχη της Grenoble, την 6η Ιουλίου 1815[14].
Το 1816, ο Santarosa αποστρατεύθηκε και ανέλαβε καθήκοντα Πολιτικού Επιθεωρητή των Επαρχιακών Στρατευμάτων στο Υπουργείο Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων του Βασιλείου του Πεδεμοντίου[15]. Η προσφορά του από τη θέση αυτή, καθώς και η προηγούμενη στρατιωτική και διοικητική δράση του, οδήγησε την κυβέρνηση του Βασιλείου του Πεδεμοντίου, να τον τιμήσει την 16η Αυγούστου 1820, με την ανώτατη διάκριση του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου[16].
Ο Santarosa συνδέθηκε από το 1819 με τον νεαρό διάδοχο του θρόνου, πρίγκιπα Κάρολο Αλβέρτο του Carignano[17], ο οποίος ήταν το μόνο μέλος του Βασιλικού Οίκου του Πεδεμοντίου που ενδιαφερόταν για την ένωση της Ιταλίας[18].
Παρέμενε διαρκώς σε επαφή με τον διάδοχο Κάρολο Αλβέρτο και με πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες, με σκοπό την οργάνωση της επανάστασης για την εκδίωξη των Αυστριακών από την Ιταλία, την ένωση της Ιταλίας και την ανακήρυξη συντάγματος[19]. Εν τέλει η επανάσταση αυτή αποφασίσθηκε να λάβει χώρα κατά τους πρώτους μήνες του 1821, καθώς οι Αυστριακοί αντιμετώπιζαν εξεγέρσεις στη Νάπολη[20].
Στις 6 Μαρτίου 1821, ο Santarosa και οι ηγέτες της επανάστασης έλαβαν τις τελικές αποφάσεις σε συμφωνία με τον διάδοχο Κάρολο Αλβέρτο[21], και η επανάσταση ξεκίνησε στις 10 Μαρτίου 1821, από τις στρατιωτικές μονάδες της Alessandria, του Vercelli και του Τορίνο[22].
Ο βασιλέας Βίκτωρ Εμμανουήλ Α’ παραιτήθηκε στις 13 Μαρτίου 1821 υπέρ του αδελφού του Καρόλου Φήλιξ[23], ο οποίος επανήλθε από την Montena, για να μην νομιμοποιήσει την επανάσταση. Ο νέος βασιλέας όρισε τον Κάρολο Αλβέρτο προσωρινό αντιβασιλέα, με αποστολή την παραχώρηση συντάγματος[24]. Τότε, ο Santarosa τοποθετήθηκε υπουργός Πολέμου στη νέα κυβέρνηση[25].
Στο μεταξύ, η επανάσταση έφερε στο προσκήνιο τους ριζοσπάστες Michele Gastone και Carlo Bianco, κόμη του Saint Jorioz, οι οποίοι διέφεραν ριζικά από τον Santarosa και τους συναγωνιστές του, καθώς υπεστήριζαν τους ακραίους Καρμπονάρους του Filippo Buonarroti[26]. Εξαιτίας της δράσης τους και της μεταστροφής του Καρόλου Φήλιξ υπέρ των Αυστριακών, η επανάσταση σύντομα εκφυλίσθηκε και η κυβερνητική συνοχή εμφάνισε σοβαρά ρήγματα. Ο αντιβασιλέας Κάρολος Αλβέρτος είχε χάσει τον έλεγχο[27]. Έτσι, ο Κάρολος Φήλιξ, τον ανάγκασε να παραιτηθεί και να τον ακολουθήσει δια της βίας στη Novarra στις 22 Μαρτίου 1822, όπου τον εξανάγκασε να αποκηρύξει την επανάσταση[28].
Τότε ο Santarosa, προειδοποίησε το λαό του Πεδεμοντίου για το ενδεχόμενο εμφυλίου πολέμου, εξαιτίας των Αυστριακών[29]. Η προοπτική εμφυλίου, και η αναμενόμενη καταστολή των επαναστατών από τους Αυστριακούς, παρέλυσε το υπουργικό συμβούλιο, που συνεδρίασε για τελευταία φορά, στις 9 Απριλίου 1821[30]. Κατά τη συνεδρίασε αυτή απέτυχε να οργανώσει μία τελευταία γραμμή άμυνας[31]. Έτσι, στις 25 Απριλίου 1821, ο Αυστριακός στρατός, σε συνεργασία με δυνάμεις πιστές στο βασιλέα Κάρολο Φήλιξ, εισέβαλλε στο Πεδεμόντιο και διέλυσε τους επαναστάτες[32]. Ο Santarosa και πολλοί συνεργάτες του, συνελήφθησαν από τους Αυστριακούς. Όμως χάρη στη βοήθεια του Πολωνού συνταγματάρχη του Αυστριακού Στρατού Schultz, καθώς και 30 φοιτητών της Θηρεσιανής Στρατιωτικής Ακαδημίας της Βιέννης και άλλων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, κατόρθωσαν να διαφύγουν[33].
Μετά την απόδρασή τους, ο Santarosa, ο Luigi Ornato, ο Ferdinando dal Pozzo και οι συναγωνιστές τους, πέρασαν από τη Γένοβα, τη Μασσαλία και τη Λυών και κατέληξαν στη Γενεύη της Ελβετίας. Από εκεί αποχώρησαν στις 19 Νοεμβρίου 1821, εξαιτίας της πίεσης των Αυστριακών και του βασιλέα του Πεδεμοντίου Καρόλου Φήλιξ[34]. Ο Santarosa έφθασε στο Παρίσι[35], όπου κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Conti. Την περίοδο αυτή συνέγραψε τα απομνημονεύματά του από την επανάσταση στο Πεδεμόντιο[36]. Το Φεβρουάριο του 1822 με την άνοδο της κυβέρνησης Villèle στην εξουσία, ο Santarosa κατέφυγε στο Auteuil, στην οικία του φίλου του, φιλοσόφου Victor Cousin[37]. Από εκεί, κατέφυγε μετά από πολλές περιπέτειες, στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 1822, όπου αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Είχε αποκοπεί από τη χώρα του και από την οικογένειά του, ενώ ήταν αδύνατο να εργασθεί, εξαιτίας της δομής της βρετανικής κοινωνίας της εποχής[38]. Έτσι, επιβίωνε διδάσκοντας ιταλικά και γαλλικά, αν και ήταν σαφές πως δεν του ταίριαζε ο ήρεμος βίος.
Το διάστημα αυτό, συνέχισε την αλληλογραφία με τον φίλο του Victor Cousin, ενώ κατά τα μέσα του 1823, συνδέθηκε με στενή φιλία, με τον εμβληματικό Φιλέλληνα ποιητή Ugo Foscolo και τον Φιλέλληνα Πεδεμόντιο στρατιωτικό, κόμη Giacinto Ottavio Enrico Provana di Collegno, ο οποίος ήταν και αυτός εξόριστος στο Λονδίνο από το 1821[39]. Ταυτόχρονα, ήρθε σε επαφή με το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου και συνδέθηκε με τον Λόρδο Βύρωνα.
Η φιλία του με τον Giacinto Collegno, τον μύησε στις θέσεις των Ελλήνων επαναστατών. Ο Santarosa ήταν ένας σημαντικός στρατιωτικός, αλλά παράλληλα, ένας ευγενής και ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος, λάτρης της Ελληνικής κλασσικής παιδείας. Αντίθετα ο Giacinto Collegno ήταν ένας κλασσικός στρατιωτικός.
Μάλιστα, έγραφε στο μετέπειτα συμπολεμιστή του Giacinto Collegno: «Αισθάνομαι αγάπη για την Ελλάδα. Είναι η πατρίδα του Σωκράτη. Ο ελληνικός λαός είναι γενναίος και καλός. Οι αιώνες σκλαβιάς δεν τους έχουν καταστρέψει τον καλό χαρακτήρα. Πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι αδελφό έθνος». Οι Ιταλοί Φιλέλληνες είχαν αίσθηση της κοινής πολιτιστικής καταγωγής με τους Έλληνες, και αυτό προσέδιδε μία συμπληρωματική διάσταση στον Ιταλικό Φιλελληνισμό.
Οι ζυμώσεις αυτές με τους φιλελληνικούς κύκλους της Αγγλίας, τους οδήγησαν σύντομα στην Ελλάδα ως εθελοντές μαχητές στο πλευρό των Ελλήνων. Τον Σεπτέμβριο του 1824 ο Santarosa μετέβη μαζί με τον Collegno στο Nottingham, από όπου ταξίδευσαν με πλοίο, και έφθασαν στο Ναυπλίου στις 10 Δεκεμβρίου 1824[40].
Εκεί ο Santarosa εξετάσθηκε από επιτροπή υποδοχής Φιλελλήνων, η οποία αξιολογούσε τα κίνητρα των Φιλελλήνων αγωνιστών που αποβιβάζονταν στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Στην επιτροπή αυτή, προΐσταντο ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης και ο υπουργός των Εσωτερικών Παπαφλέσσας.
Το αίτημα του Santarosa αντιμετωπίσθηκε στην αρχή με καχυποψία, διότι ήταν εξόριστος και κυνηγημένος από την κυβέρνηση της πατρίδας του. Για τον λόγο αυτό είχε λάβει στο Λονδίνο, και υπέβαλε στην επιτροπή, μια συστατική επιστολή από τον Μαυροκορδάτο.
Όταν παρουσιάσθηκε φορούσε εντυπωσιακή στολή ανωτάτου αξιωματικού με τα παράσημά του. Ζήτησε να πολεμήσει υπό τη σημαία της Ελλάδας. Τα μέλη της Επιτροπής τον ενημέρωσαν ότι η διοίκηση δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά αμοιβή για τις υπηρεσίες του. Ο Santarosa απήντησε ότι γνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη και τον τελευταίο στρατιώτη και ότι δεν θα δεχόταν καμιά αμοιβή ακόμη και αν του το πρότειναν.
Στη συνέχεια ερωτήθηκε ποιόν βαθμό ήθελε να λάβει στον ελληνικό στρατό, και ποιόν βαθμό είχε στην χώρα του. Ο Santarosa απήντησε ότι ήταν «Στρατηγός και υπουργός των Στρατιωτικών», αλλά ότι θέλει να συμμετάσχει στην Ελλάδα ως απλός στρατιώτης, διότι την εποχή αυτή η Ελλάδα χρειαζόταν στρατιώτες.
Τότε η επιτροπή συνειδητοποίησε με ποιόν είχε να κάνει. Μάλιστα ο Κουντουριώτης τον, ασπάσθηκε για την ευγένειά και την ανιδιοτέλειά του.
Και βέβαια η αξία και η εμπειρία αυτού του σημαντικού στρατιωτικού θα δικαιολογούσε ένα ανάλογο αξίωμα. Όμως η φήμη του Santarosa, και η δράση του στο Πεδέμοντιο, ανάγκασε τις ελληνικές αρχές να μην του απονείμουν κάποια υψηλόβαθμη θέση. Η Ελληνική διοίκηση, αλλά και οι κύκλοι των Φιλελλήνων διεθνώς, δεν ήθελαν να ταυτισθεί η Ελληνική Επανάσταση με κινήματα καρμπονάρων. Σημειώνουμε εδώ, ότι το Φιλελληνικό κομιτάτο του Λονδίνου , o Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι εκπρόσωποι της ελληνικής διοίκησης στην Αγγλία (Ιωάννης Ορλάνδος και Ανδρέας Λουριώτης), διαβεβαίωναν τις Ελληνικές αρχές για την προέλευση και την στρατιωτική αξία του μεγάλου Φιλέλληνα.
O Santarosa ζήτησε να σταλεί άμεσα στην πρώτη γραμμή. Έπρεπε όμως να περιμένει τρείς μήνες για να ενταχθεί εν τέλει τον Μάρτιο 1825 εθελοντικά στον Ελληνικό στρατό ως απλός στρατιώτης, με το ψευδώνυμο «Derossi»[41].
Εν τω μεταξύ, το Φεβρουάριο του 1825 συμμετείχε στην πολιορκία των Πατρών[42]. Στη συνέχεια, περιηγήθηκε στην Επίδαυρο, την Αίγινα, την Αθήνα και τον Μαραθώνα, όπου εμψύχωνε τους κατοίκους, με πύρινους πατριωτικούς λόγους. Ο Santarosa, ο ευγενής, ανιδιοτελής και συνειδητοποιημένος αυτός Φιλέλληνας, έλεγε: «Αγαπώ την Ελλάδα με μια αγάπη που έχει κάτι το υπέροχο. …».
Εν τέλει, τον Μάρτιο του 1825, επέστρεψε στο Ναύπλιο[43]. Τον Απρίλιο 1825 εντάχθηκε στον τακτικό στρατό, και ακολουθούσε τον Κουντουριώτη και τον Μαυροκορδάτο στην εκστρατεία τους στην Πύλο.
Στις 19 Απριλίου 1825, η μονάδα του, η οποία αποτελείτο από 100 άνδρες, έφθασε στο Ναυαρίνο. Από εκεί, στις 21 Απριλίου 1825, πέρασε στη Σφακτηρία για να αναλάβει τη υπεράσπισή της, όπως είχε ζητήσει ο Αναγνωσταράς, ο οποίος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και εκ των αρχηγών της άμυνάς της[44].
Πριν περάσει στη Σφακτηρία, ο Santarosa ως έμπειρος στρατιωτικός, εισηγήθηκε την άμεση επισκευή του κάστρου του Ναβαρίνου. Η ενέργεια αυτή θα επέτρεπε στους Έλληνες να αμυνθούν καλύτερα. Όμως δεν εισακούσθηκε από την Ελληνική Διοίκηση.
Η υπεράσπιση της Σφακτηρίας, ξεκίνησε, όταν στις 5 Μαΐου 1825, τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα υπό τον Ιμπραήμ Πασά ξεκίνησαν την επίθεσή τους στη νήσο[45]. Η καθοριστική φάση της πολιορκίας άρχισε στις 7 Μαΐου 1825, όταν και η εφεδρική δύναμη των 100 ανδρών στην οποία ανήκε ο Santarosa, ενεπλάκη στη μάχη, με τον ίδιο να πολεμά στην πρώτη γραμμή[46].
Ο Ιμπραήμ εκμεταλλεύθηκε την έλλειψη νερού, και έβαλλε κατ’ επανάληψιν κατά των αποκλεισμένων υπερασπιστών της Σφακτηρίας, οι οποίοι ήταν άπειροι στη μάχη εναντίον πυροβολικού, και άρχισαν να παραδίδονται[47]. Η μονάδα στην οποία ανήκε ο Santarosa, συνέχισε να ανθίσταται. Ο Santarosa πολέμησε ηρωικά μέχρι τέλους, και την επομένη, όταν η μονάδα του κυκλώθηκε, τραυματίσθηκε σοβαρά. Όμως αρνήθηκε να παραδοθεί στους Τουρκοαιγύπτιους του Ιμπραήμ Πασά και συνέχισε να πολεμά όπως μπορούσε, μέχρι τη στιγμή που έπεσε νεκρός από σφαίρα Αιγυπτίου στρατιώτη του Ιμπραήμ[48]. Μαζί με τον Santarosa έπεσαν ηρωικά και οι αρχηγοί των Ελληνικών Δυνάμεων, Αναγνωσταράς και Αναστάσιος Τσαμαδός, καθώς και ο χιλίαρχος Σταύρος Σαχίνης[49].
Συνολικά, έπεσαν ηρωικά 350 από τους 800 υπερασπιστές της Σφακτηρίας.
Τελικά, η Σφακτηρία παραδόθηκε στους Τουρκοαιγυπτίους στις 13 Μαΐου 1825. Επακολούθησε λαφυραγώγηση στα προσωπικά υπάρχοντα των πεσόντων, ανάμεσα τους και του Santarosa. Η Σφακτηρία ανακαταλήφθηκε προσωρινά και για λίγο, από τους Έλληνες στις 16 Μαΐου 1825[50]. Ενας παλιός συναγωνιστής του εντόπισε προσωπικά αντικείμενα του μεγάλου Φιλέλληνα και πληροφορήθηκε για τον θάνατό του.
Μετά την ανακατάληψη της Σφακτηρίας, ξεκίνησε η αναζήτηση του σώματος του μεγάλου Φιλέλληνα[51], κυρίως από τον συμμαχητή και φίλο του, Giacinto Ottavio Enrico Provana di Collegno, ο οποίος όμως, δεν μπόρεσε να εντοπίσει το σώμα του φίλου του. Το λείψανο του μεγάλου και ευγενούς Φιλέλληνα, εντοπίσθηκε μόλις το 1827, μετά την Ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου ο συνασπισμένος στόλος Βρετανίας, Ρωσίας και Γαλλίας, νίκησε τον Τουρκοαιγυπτιακό[52].
Με τη συμπλήρωση 100 ετών από το θάνατό του, τελέσθηκε τον Απρίλιο του 1925 στη Σφακτηρία, επίσημο μνημόσυνο και ανεγέρθη το Μνημείο του Santarosa προς τιμή του μεγάλου Φιλέλληνα, που έπεσε μαχόμενος ηρωικά για την Ελλάδα. Το μνημείο αυτό χαρακτηρίσθηκε το 2000 με επίσημο διάταγμα της Ελληνικής Κυβέρνησης, ιστορικό διατηρητέο μνημείο[53]. Η απόφαση έγραφε τα εξής:
«Χαρακτηρίζουμε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης, που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1468/50, το μνημείο του Φιλέλληνα Σανταρόζα στην νήσο Σφακτηρία Ν. Μεσσηνίας, διότι είναι συνδεδεμένο με την νεοελληνική ιστορία και παρουσιάζει ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά στοιχεία, όπως το ανάγλυφο της μορφής του Σανταρόζα, το ανθέμιο και το μικροπροσωπείο στο άνω τμήμα της μαρμάρινης στήλης».
Ο Δήμος Αθηναίων έδωσε τιμητικά το όνομά του σε μία από τις οδούς της πόλης.
Οδοί προς τιμήν του υπάρχουν και στις ακόλουθες πόλεις: Αγρίνιο, Ίλιον, Άνω Λιόσια, Αχαρνές, Γαργαλιάνοι, Ηλιούπολη Αττικής, Αργυρούπολη Αττικής, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Καλαμάτα, Κατερίνη, Κερατσίνι, Κοζάνη Λιβαδειά, Μεσσήνη, Μυτιλήνη, Νέες Παγασές, Νίκαια, Πάτρα και Πειραιάς.
Οι Έλληνες και η ΕΕΦ τιμούν τον ευγενή Φιλέλληνα και ήρωα Santorre Annibale Derossi, κόμη του Pomerolo και κύριο του Santarosa, ο οποίος αγωνίσθηκε με σεμνότητα, αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια για τα ιδανικά της ελευθερίας και του πολιτισμού, αφήνοντας την τελευταία του πνοή, μαχόμενος για την Ελληνική Ανεξαρτησία. Η θυσία του μεγάλου αυτού Φιλέλληνα αποτελεί γέφυρα φιλίας μεταξύ των λαών της Ελλάδας και της Ιταλίας.
Παραπομπές
[1] De Gubernatis, Angelo, “Santorre di Santa Rosa”, εκδ. Unione Tipografico Editrice Torinese, Τορίνο, 1860.
[2] Guerrini, Domenico, “La Brigata dei Granatieri di Sardegna”, εκδ. Roux & Viarengo, Τορίνο, 1902.
[3] Boycott-Brown, Martin, “The Road to Rivoli”, εκδ. Cassell & Co., Λονδίνο, 2001, σελ. 271.
[4] Manzotti, Teofilo, “Memorie storiche intorno a Carlo Emanuele IV, re di Sardegna, morto religioso nella Compagnia di Gesù“, εκδ. Tempesta, Ρώμη, 1912
[5] Boselli, Paolo, “Santorre di Santarosa”,εκδ. Nuova Antologia, Ρώμη, 1925.
[6] Τσερέζολε, Ερρίκος, “S antorre Derossi di Santarosa”, εκδ. Εστία, Αθήνα, 1925.
[7] Bestoso, Andrea, “Diario di Andrea Bestoso dal 1796 al 1856”, επιμ. Gabriele Serraferro, εκδ. Comune di Pontestura, Pontestura, 1996.
[8] Gandi, Pier Casimiro, “Biografia del Conte Santorre di Santarosa”, εκδ. Tipografia Saviglianese, Savigliano, 1925.
[9] Biancotti, A.,”Santorre di Santarosa”, εκδ. Casa Editrice Oberdan Zucchi, Μιλάνο, 1935.
[10] Ceva, Bianca, “Santorre di Santarosa”, εκδ. Casa Editrice Leonardo, Μιλάνο, 1943.
[11] Gali, Lorenzo, “Santarosa”, εκδ. Edizioni Garzanti, Μιλάνο, 1946.
[12] Scotta, G., “Santorre di Santa Rosa Sindaco di Savigliano”, εκδ. Universita degli Studi di Torino, Τορίνο, 1975, σελ. 211.
[13] Gullino, A. “Ricerche storico-giuridiche sulla famiglia Santa Rosa e la sua Biblioteca”, εκδ. Universita degli Studi di Torino, Τορίνο, 1996, σελ. 33.
[14] Ferrara, Αrnaldo, “Storia documentale dell’Arma dei Carabinieri”, εκδ. Comando dell’Arma dei Carabinieri, Ρώμη, 2004, α’ τόμος, σελ. 102.
[15] Ambroggio, Giulio, “Santorre di Santa Rosa nella Restaurazione piemontese”, εκδ. Edizioni Pintore, Τορίνο, 2007.
[16] Cavallotti, Felice, “Martirologio italiano”, εκδ. Sonzogno, Μιλάνο, 1898.
[17] Di Santarosa, Santorre, “Ricordi 1818-1824 (Torino, Svizzera, Parigi, Londra)”, εκδ. Olschki, Φλωρεντία, 1998.
[18] Συλλογικό, “L’altro Piemonte nell’età di Carlo Alberto”, εκδ. Fondazione Cassa Risparmio, Alessandria, 2001, α’ τόμος, σελ. 273.
[19] Di Santarosa, Santorre, “Storia della rivoluzione piemontese del 1821”, εκδ. Presso Tutti I Librai, Τορίνο, 1850.
[20] Pepe, Guglielmo, “Relazione delle circostanze relative agli avvenimenti politici e militari in Napoli nel 1820 e 1821”, εκδ. Presso I Principali Libraji, Παρίσι, 1822.
[21] Bertoldi, Silvio, “Il re che tentò di fare l’Italia. Vita di Carlo Alberto di Savoia”, εκδ. Rizzoli, Μιλάνο, 2000.
[22] Bendiscioli, Mario, Gallia, Andriano, “Documenti di storia contemporanea: 1815-1970”, εκδ. Mursia, Μιλάνο, 1972.
[23] Perrero, Domenico, “Gli ultimi reali di Savoia del ramo primogenito ed il principe Carlo Alberto di Carignano: Studio storico su documenti inediti”, εκδ. F. Casanova, Τορίνο, 1889.
[24] Montanelli, Indro, “L’Italia giacobina e carbonara. (1789-1831)”, εκδ. Rizzoli, Μιλάνο, 1971.
[25] Di Santarosa, Santorre, “Storia della rivoluzione piemontese del 1821”, εκδ. Presso Tutti I Librai, Τορίνο, 1850.
[26] Federici, Libero, “L’egualitarismo di Filippo Buonarroti”, εκδ. Il Prato, Πάδοβα, 2007.
[27] Perrero, Domenico, “Gli ultimi reali di Savoia del ramo primogenito ed il principe Carlo Alberto di Carignano: Studio storico su documenti inediti”, εκδ. F. Casanova, Τορίνο, 1889.
[28] Bendiscioli, Mario, Gallia, Andriano, “Documenti di storia contemporanea: 1815-1970”, εκδ. Mursia, Μιλάνο, 1972.
[29] Συλλογικό, “Santorre di Santa Rosa e la rivoluzione mancata in Piemonte nel 1821”, εκδ. Museo Tipografico Rondani, Carmagnola, 2011.
[30] Bendiscioli, Mario, Gallia, Andriano, “Documenti di storia contemporanea: 1815-1970”, εκδ. Mursia, Μιλάνο, 1972.
[31] Montanelli, Indro, “L’Italia giacobina e carbonara. (1789-1831)”, εκδ. Rizzoli, Μιλάνο, 1971.
[32] Di Santarosa, Santorre, “Ricordi 1818-1824 (Torino, Svizzera, Parigi, Londra)”, εκδ. Olschki, Φλωρεντία, 1998.
[33] Di Santarosa, Santorre, “Storia della rivoluzione piemontese del 1821”, εκδ. Presso Tutti I Librai, Τορίνο, 1850.
[34] Di Santarosa, Santorre, “Lettere dall’esilio (1821-1825)”, επιμ. A. Olmo, εκδ. Istituto per la Storia del Risorgimento Italiano, Ρώμη, 1969.
[35] Ottolenghi, Leone, “Vita, studii e lettere inedite di Luigi Ornato “, εκδ. Loeschner, Τορίνο, 1878.
[36] Di Santarosa, Santorre, “Storia della rivoluzione piemontese del 1821”, εκδ. Presso Tutti I Librai, Τορίνο, 1850.
[37] Di Santarosa, Santorre, “Lettere dall’esilio (1821-1825)”, επιμ. A. Olmo, εκδ. Istituto per la Storia del Risorgimento Italiano, Ρώμη, 1969.
[38] Campbell Walker Wicks, Margaret, “The Italian exiles in London, 1816-1848”, εκδ. Manchester University Press, Manchester, 1937.
[39] Provana di Collegno, Giacinto Ottavio Enrico, “Diario dell’assedio di Navarino. Memorie di Giacinto Collegno precedute da un ricordo biografico dell’autore scritto da Massimo d’Azeglio”, επιμ. A. Mauri, εκδ. Pelazza, Τορίνο, 1857, σελ.22.
[40] Barth, Wilhelm, Kehrig-Korn, Max, “Die Philhellenenzeit.Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias’ am 9. Oktober 1831”, εκδ. Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960, σελ. 214.
[41] St Clair, William, “That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence“, εκδ. Open Books, Λονδίνο, 2008, σελ.256.
[42] Birtachas, Stathis, “Solidarietà e scambi ideologico-culturali italo-ellenici in epoca risorgimentale: l’emigrazione politica italiana nelle Isole Ionie e in Grecia”, εκδ. περ. “Mediterranea. Ricerche storiche“, Παλέρμο, Δεκέμβριος 2012, τεύχος 26, σελ. 469.
[43] Μπίρταχας, Στάθης, “Εκφάνσεις του ιταλικού φιλελληνισμού κατά τη δεκαετία του 1820“, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 2015, σελ. 385.
[44] Barth, Wilhelm, Kehrig-Korn, Max, “Die Philhellenenzeit.Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias’ am 9. Oktober 1831”, εκδ. Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960, σελ. 214.
[45] Βλ. στο ίδιο.
[46] Συλλογικό, “Italy on the Rimland. Storia Militare diuna Penisola Eurasiatica”, εκδ. Società Italiana di Storia Militare, Ρώμη, 2019, α’ τόμος, σελ. 150.
[47] Βλ. στο ίδιο.
[48] Βλ. στο ίδιο.
[49] Τσαμαδός, Αναστάσιος, “Ιστορικά Ημερολόγια Ελληνικών Ναυμαχιών του 1821”, εκδ. Διον. Καραβίας, Αθήνα, 2007.
[50] Μακρυγιάννης, Ιωάννης, “Αρχεία Νεωτέρας Ιστορίας. Αρχείον του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη”, επιμ. Γ. Βλαχογιάννης, εκδ. Σ.Κ.Βλαστός, Αθήνα, 1907, α’ τόμος, σελ. 194.
[51] Provana di Collegno, Giacinto Ottavio Enrico, “Diario dell’assedio di Navarino. Memorie di Giacinto Collegno precedute da un ricordo biografico dell’autore scritto da Massimo d’Azeglio”, επιμ. A. Mauri, εκδ. Pelazza, Τορίνο, 1857, σελ. 56.
[52] Φωκάς, Δημήτριος, “Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου”, εκδ. περ. “Ναυτική Επιθεώρησις”, Αθήνα, 1927.
[53] “Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”, ΦΕΚ 1018/10, Αύγουστος 2000, Αθήνα.
Βιβλιογραφία – Πηγές
- Boycott-Brown, Martin, “The Road to Rivoli”, εκδ. Cassell & Co., Λονδίνο, 2001.
- Bestoso, Andrea, “Diario di Andrea Bestoso dal 1796 al 1856”, επιμ. Gabriele Serraferro, εκδ. Comune di Pontestura, Pontestura, 1996.
- Guerrini, Domenico, “La Brigata dei Granatieri di Sardegna”, εκδ. Roux & Viarengo, Τορίνο, 1902.
- Manzotti, Teofilo, “Memorie storiche intorno a Carlo Emanuele IV, re di Sardegna, morto religioso nella Compagnia di Gesù“, εκδ. Tempesta, Ρώμη, 1912.
- De Gubernatis, Angelo, “Santorre di Santa Rosa”, εκδ. Unione Tipografico Editrice Torinese, Τορίνο, 1860.
- Boselli, Paolo, “Santorre di Santarosa”, εκδ. Nuova Antologia, Ρώμη, 1925.
- Τσερέζολε, Ερρίκος, “Santorre Derossi di Santarosa”, εκδ. Εστία, Αθήνα, 1925.
- Gandi, Pier Casimiro, “Biografia del Conte Santorre di Santarosa”, εκδ. Tipografia Saviglianese, Savigliano, 1925.
- Biancotti, A.,”Santorre di Santarosa”, εκδ. Casa Editrice Oberdan Zucchi, Μιλάνο, 1935.
- Ceva, Bianca, “Santorre di Santarosa”, εκδ. Casa Editrice Leonardo, Μιλάνο, 1943.
- “Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”, ΦΕΚ 1018/10, Αύγουστος 2000, Αθήνα.
- Gali, Lorenzo, “Santarosa”, εκδ. Edizioni Garzanti, Μιλάνο, 1946.
- Scotta, G., “Santorre di Santa Rosa Sindaco di Savigliano”, εκδ. Universita degli Studi di Torino, Τορίνο, 1975.
- Gullino, A. “Ricerche storico-giuridiche sulla famiglia Santa Rosa e la sua Biblioteca”, εκδ. Universita degli Studi di Torino, Τορίνο, 1996.
- Ferrara, Αrnaldo, “Storia documentale dell’Arma dei Carabinieri”, εκδ. Comando dell’Arma dei Carabinieri, Ρώμη, 2004, α’ τόμος.
- Συλλογικό, “Italy on the Rimland. Storia Militare di una Penisola Eurasiatica”, εκδ. Società Italiana di Storia Militare, Ρώμη, 2019, α’ τόμος.
- Provana di Collegno, Giacinto Ottavio Enrico, “Diario dell’assedio di Navarino. Memorie di Giacinto Collegno precedute da un ricordo biografico dell’autore scritto da Massimo d’Azeglio”, επιμ. A. Mauri, εκδ. Pelazza, Τορίνο, 1857.
- Συλλογικό, “L’altro Piemonte nell’età di Carlo Alberto”, εκδ. Fondazione Cassa Risparmio, Alessandria, 2001, α’ τόμος.
- Barth, Wilhelm, Kehrig-Korn, Max, “Die Philhellenenzeit.Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias’ am 9. Oktober 1831”, εκδ. Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960.
- Ambroggio, Giulio, “Santorre di Santa Rosa nella Restaurazione piemontese”, εκδ. Edizioni Pintore, Τορίνο, 2007.
- Cavallotti, Felice, “Martirologio italiano”, εκδ. Sonzogno, Μιλάνο, 1898.
- St Clair, William, “That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence“, εκδ. Open Books, Λονδίνο, 2008.
- Di Santarosa, Santorre, “Ricordi 1818-1824 (Torino, Svizzera, Parigi, Londra)”, εκδ. Olschki, Φλωρεντία, 1998.
- Di Santarosa, Santorre, “Storia della rivoluzione piemontese del 1821”, εκδ. Presso Tutti I Librai, Τορίνο, 1850.
- Pepe, Guglielmo, “Relazione delle circostanze relative agli avvenimenti politici e militari in Napoli nel 1820 e 1821”, εκδ. Presso I Principali Libraji, Παρίσι, 1822.
- Bertoldi, Silvio, “Il re che tentò di fare l’Italia. Vita di Carlo Alberto di Savoia”, εκδ. Rizzoli, Μιλάνο, 2000.
- Bendiscioli, Mario, Gallia, Andriano, “Documenti di storia contemporanea: 1815-1970”, εκδ. Mursia, Μιλάνο, 1972.
- Perrero, Domenico, “Gli ultimi reali di Savoia del ramo primogenito ed il principe Carlo Alberto di Carignano: Studio storico su documenti inediti”, εκδ. F. Casanova, Τορίνο, 1889.
- Montanelli, Indro, “L’Italia giacobina e carbonara. (1789-1831)”, εκδ. Rizzoli, Μιλάνο, 1971.
- Federici, Libero, “L’egualitarismo di Filippo Buonarroti”, εκδ. Il Prato, Πάδοβα, 2007.
- Ottolenghi, Leone, “Vita, studii e lettere inedite di Luigi Ornato “, εκδ. Loeschner, Τορίνο, 1878.
- Di Santarosa, Santorre, “Lettere dall’esilio (1821-1825)”, επιμ. A. Olmo, εκδ. Istituto per la Storia del Risorgimento Italiano, Ρώμη, 1969.
- Campbell Walker Wicks, Margaret, “The Italian exiles in London, 1816-1848”, εκδ. Manchester University Press, Manchester, 1937.
- Φωκάς, Δημήτριος, “Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου”, εκδ. περ. “Ναυτική Επιθεώρησις”, Αθήνα, 1927.
- Μακρυγιάννης, Ιωάννης, “Αρχεία Νεωτέρας Ιστορίας. Αρχείον του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη”, επιμ. Γ. Βλαχογιάννης, εκδ. Σ. Κ. Βλαστός, Αθήνα, 1907, α’ τόμος.
- Συλλογικό, “Santorre di Santa Rosa e la rivoluzione mancata in Piemonte nel 1821”, εκδ. Museo Tipografico Rondani, Carmagnola, 2011.
- Τσαμαδός, Αναστάσιος, “Ιστορικά Ημερολόγια Ελληνικών Ναυμαχιών του 1821”, εκδ. Διον. Καραβίας, Αθήνα, 2007.
- Birtachas, Stathis, “Solidarietà e scambi ideologico-culturali italo-ellenici in epoca risorgimentale: l’emigrazione politica italiana nelle Isole Ionie e in Grecia”, εκδ. περ. “Mediterranea. Ricerche storiche“, Παλέρμο, Δεκέμβριος 2012, τεύχος 26.
- Μπίρταχας, Στάθης, “Εκφάνσεις του ιταλικού φιλελληνισμού κατά τη δεκαετία του 1820 “, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 2015.