Του Νίκου Αποστολίδη, τ. καθηγητή του ΕΜΠ, μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής της ΕΕΦ
και του Κωνσταντίνου Βελέντζα, μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής της ΕΕΦ

Πρόσφατα μάθαμε ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδος, η απόδοση του 10-ετούς ομολόγου του Ελληνικού δημοσίου, κατέβηκε κάτω από το 1%, πράγμα που ομολογουμένως μπορεί να θεωρηθεί επίτευγμα, ιδίως μετά από τις περιπέτειες της τελευταίας δεκαετίας, όταν έφθασε η απόδοση των δεκαετών ομολόγων το δυσθεώρητο ύψος του 36,5%.

Συνειρμικά, αυτό μας θυμίζει τα περίφημα «δάνεια της Αγγλίας» ή δάνεια της ανεξαρτησίας, τα οποία ήταν τα πρώτα κρατικά δάνεια που συνήφθησαν από την Ελλάδα, πριν καν αυτή αποτελέσει επίσημα αναγνωρισμένο ελεύθερο κράτος.

Σύμφωνα με την βιβλιογραφία του 20ου και 21ου αιώνα, πολλοί ακαδημαϊκοί, δημοσιογραφικοί και πολιτικοί κύκλοι, αναφέρονται στα δάνεια αυτά, χαρακτηρίζοντάς τα «επαχθή», ή και «ληστρικά», και ισχυρίζονται ότι αποτελούσαν παράδειγμα εκμετάλλευσης μιας φτωχής χώρας από ξένους τραπεζίτες, και γενικά της οικονομικής εκμετάλλευσης της Ελλάδος από «τους ξένους».

Συνιστούσαν όμως πράγματι τα δάνεια αυτά που έλαβε η Ελλάδα από το Ηνωμένο Βασίλειο στυγνή εκμετάλλευση της χώρας μας, και ήταν τόσο ανόητοι ή ανίκανοι οι εκπρόσωποι της Ελλάδας που συμφώνησαν αυτά τα δάνεια ;

Ας δούμε πρώτα τα στοιχεία αυτών των δανείων.

Τα δάνεια αυτά ήταν δύο.

Α. Το πρώτο συνήφθη το 1824 και είχε τα εξής δεδομένα :

Ονομαστικό ύψος δανείου 800.000 λίρες Αγγλίας.

Υπεύθυνοι έκδοσης: Loughnan Sons και Ο’Brien

Επιτόκιο 5% – ετήσιο χρεολύσιο 1% (αμφότερα επί του ονομαστικού ποσού του δανείου).

Διάρκεια 36 έτη.

Διάφορες προμήθειες, εγγυήσεις, κλπ.

Το ποσό που εκταμιεύθηκε ήταν 472.000 λίρες ή το 59% του ονομαστικού ποσού.

Το δάνειο διαπραγματεύθηκαν από ελληνικής πλευράς οι Ι. Ορλάνδος και Ανδρ. Λουριώτης.

Β. Το δεύτερο δάνειο συνήφθη το 1825, είχε τα εξής δεδομένα :

Ονομαστικό ύψος δανείου 2.000.000 λίρες Αγγλίας.

Υπεύθυνοι έκδοσης: Αδελφοί Ricardo

Επιτόκιο 5% – ετήσιο χρεολύσιο 1% (αμφότερα επί του ονομαστικού ποσού του δανείου).

Διάρκεια 36 έτη.

Διάφορες προμήθειες, εγγυήσεις, κλπ.

Το ποσό που εκταμιεύθηκε ήταν 1.100.000 λίρες ή το 55,5% του ονομαστικού ποσού.

Το ομόλογο του δεύτερου δανείου, Συλλογή ΕΕΦ.

Η σύμβαση του δευτέρου δανείου προέβλεπε επίσης τη διάθεση μέρους του παραπάνω ποσού για προεξόφληση ομολόγων του πρώτου δανείου, συνολικής ονομαστικής αξίας 250.000 λιρών, με σκοπό τη στήριξη της τιμής τους στη δευτερογενή αγορά.

Και τα δύο δάνεια ήταν ομολογιακά, επίσης δε και στις δύο περιπτώσεις προεισπράχθηκαν τα τοκοχρεολύσια των δύο πρώτων ετών.

Θα προσπαθήσουμε να αναδιατυπώσουμε την περιγραφή των όρων των δανείων αυτών, σύμφωνα με όσα ισχύουν σήμερα με τα ομολογιακά δάνεια του Ελληνικού δημοσίου και με την σύγχρονη ορολογία.

Ξεκινάμε με τα χρεολύσια.

Για την αποπληρωμή του κεφαλαίου, και οι δύο συμβάσεις προέβλεπαν την καταβολή 1% του ονομαστικού κεφαλαίου ετησίως επί 36 έτη (όση ήταν η διάρκεια των συμβάσεων). Φυσικά, το απλό άθροισμα όλων αυτών των χρεολυσίων φθάνει μόλις το 36% του κεφαλαίου, πλην όμως (θεωρητικά) αν το χρεολύσιο αυτό κατετίθετο κάθε χρόνο σε ένα έντοκο λογαριασμό με ένα σχετικά μικρό, άρα και ασφαλές, επιτόκιο (ίσο στην προκειμένη περίπτωση με 5%), η κατάθεση αυτή θα έφθανε στο τέλος των 36 ετών το 100% του κεφαλαίου.

Αυτή η μέθοδος υπολογισμού της τελικής αξίας μίας περιοδικής καταβολής σε ένα λογαριασμό (sinking fund) ενός ποσού X επί Ψ έτη, όπου το ποσό που είναι κατατεθειμένο, ανατοκίζεται κάθε χρόνο με ένα ασφαλές επιτόκιο (safe interest rate), ίσχυε πάντα και φυσικά ισχύει και σήμερα. Η μόνη διαφορά είναι ότι τη σημερινή εποχή το ασφαλές επιτόκιο (κάτι σαν το επιτόκιo της Bundesbank ή των U.S. bonds), είναι περίπου 3% ή και μικρότερο, ενώ τότε το ασφαλές επιτόκιο ήταν, όπως φαίνεται, το 5%.

Αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο των επιτοκίων δανεισμού εκείνης της εποχής, τα οποία  κυμαίνονταν βέβαια ανάλογα με το ρίσκο που παρουσίαζε η κάθε επένδυση, ήταν σε γενικές γραμμές σχεδόν διπλάσιο από το επίπεδο των επιτοκίων της σημερινής εποχής.

Εκείνο που ξενίζει τους σημερινούς αναγνώστες είναι το θέμα της περικοπής του κεφαλαίου, που τελικά πήραν στα χέρια τους οι δανειζόμενοι (δηλαδή η επαναστατική κυβέρνηση των Ελλήνων).

Γιατί έγινε αυτή η περικοπή; Γιατί για παράδειγμα στην περίπτωση του πρώτου δανείου, αντί να λάβει η Ελλάδα στο χέρι τις 800.000 λίρες (που ήταν το ονομαστικό ύψος του δανείου αυτού), έλαβε μόνο 472.000 λίρες, δηλαδή το 59%;

Πολλοί νομίζουν ότι η διαφορά των 328.000 λιρών κατακρατήθηκε καταχρηστικά και εκβιαστικά και επομένως τα δάνεια ήταν «ληστρικά».

Μήπως τα δάνεια αυτά ήταν επαχθή, και οι ξεσηκωμένοι Έλληνες έπεσαν θύματα των ξένων Σάϋλοκ (όπως ο Έμπορος της Βενετίας);

Όχι βέβαια. Απλώς έπρεπε οι όροι του δανείου να διαμορφωθούν ανάλογα με το ρίσκο που παρουσίαζε το δάνειο αυτό.

Σήμερα, η διαμόρφωση των όρων ενός δανείου ανάλογα με το ρίσκο που αυτό παρουσιάζει, γίνεται μέσω του επιτοκίου. Όσο μεγαλύτερο το ρίσκο, και όσο μεγαλύτερη η διάρκεια αποπληρωμής, τόσο υψηλότερο το επιτόκιο δανεισμού που συμφωνείται.

Εκείνα τα χρόνια όμως, από ό,τι φαίνεται, ακολουθούσαν μια διαφορετική πρακτική :

Η δανειακή σύμβαση προέβλεπε ένα στάνταρντ επιτόκιο (και ειδικότερα το «ασφαλές» επιτόκιο του 5% ) και η προσαρμογή των όρων δανεισμού, ανάλογα με το ρίσκο, γινόταν με τη μέθοδο της αγοράς των ομολόγων σε τιμή κατώτερη της ονομαστικής. Η πρακτική αυτή χρησιμοποιείται μερικώς και σήμερα.

Με άλλα λόγια γινόταν αυτό ακριβώς που γίνεται και σήμερα στη δευτερογενή αγορά των ομολόγων, και το επιτόκιο που εισέπραττε ο δανειστής ήταν αυτό που σήμερα ονομάζεται «απόδοση» του ομολόγου.

Στην πράξη, το πραγματικό επιτόκιο που πλήρωνε το ελληνικό κράτος για το πρώτο δάνειο δεν ήταν το ονομαστικό 5%, αλλά περίπου 8,47 %, δηλαδή 5/0,59.

Χρειάζεται ακόμη μια μικρή διόρθωση:

Σύμφωνα με τους όρους των δανείων, το ελληνικό κράτος πλήρωνε ετησίως 1% του ονομαστικού ποσού του δανείου για χρεολύσια, ενώ θα έπρεπε να πληρώνει ως χρεολύσιο μόνο 0,59% για να ξεπληρώσει το ποσό που πραγματικά είχε εισπράξει ως δάνειο. Ως διόρθωση γι’αυτή την επί πλέον επιβάρυνση των ετήσιων τοκοχρεολυσίων, που έφθανε το 0,70% επί του πραγματικού κεφαλαίου, μπορούμε να την προσθέσουμε στο επιτόκιο του 8,47% που αναφέραμε παραπάνω, και να προκύψει έτσι τελικά ένα πραγματικό επιτόκιο ίσο με 9,17%, που θα επεβάρυνε τη χώρα μας.

Αυτά για το πρώτο δάνειο.

Στην περίπτωση του δεύτερου δανείου, τα δεδομένα είναι λίγο διαφορετικά και το πραγματικό επιτόκιο, που διαμορφώνεται τελικά, είναι 9,80%.

Συμπερασματικά, και χρησιμοποιώντας την ορολογία που ισχύει σήμερα, διαπιστώνουμε ότι:

– Το πρώτο δάνειο ήταν ένα ομολογιακό δάνειο 36-ετούς διάρκειας, συνολικού ύψους 472.000 λιρών με επιτόκιο ίσο με 9,17%.

Δεν ήταν δηλαδή στην πραγματικότητα ένα δάνειο ύψους 800.000 λιρών (με τη σημερινή ορολογία), όπως πολλοί νομίζουν και συμπεραίνουν στη συνέχεια ότι η (θεωρητική) διαφορά των 328.000 λιρών κατακρατήθηκε καταχρηστικά.

– Το δεύτερο δάνειο ήταν ένα ομολογιακό δάνειο 36-ετούς διάρκειας επίσης, συνολικού ύψους 1.100.000 λιρών με επιτόκιο 9,80%

Δεν ήταν δηλαδή στην πραγματικότητα ένα δάνειο ύψους 2.000.000 λιρών, όπως πιστεύουν οι ίδιοι άνθρωποι, και επομένως και στην περίπτωση αυτή ισχύουν τα ίδια για τη διαφορά των 900.000  λιρών όπως παραπάνω.

Οι όροι αυτών των δανείων, και κυρίως το πραγματικό επιτόκιο τους, όπως υπολογίσθηκε παραπάνω, δεν είναι καθόλου «ληστρικοί». Ειδικά δε αν λάβουμε υπόψιν μας τα ακόλουθα:

(α) τα εχέγγυα που είχαν να παρουσιάσουν οι δανειζόμενοι, και ειδικότερα :

Οι επίδοξοι δανειολήπτες δεν ήταν καν ένα αναγνωρισμένο κράτος, αλλά ήταν απλώς οι εκπρόσωποι ενός επαναστατημένου έθνους οι οποίοι φιλοδοξούσαν να συγκροτηθούν εν καιρώ σε ένα κράτος, και οι οποίοι μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες είχαν μάλιστα αρχίσει να συγκρούονται μεταξύ τους, με τις συγκρούσεις να έχουν λάβει διαστάσεις εμφυλίου πολέμου. Παράλληλα, πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι το επαναστατημένο αυτό έθνος, η Οθωμανική αυτοκρατορία το αποκαλούσε «τρομοκράτες», ενώ η Ιερά Συμμαχία το έβλεπε αρνητικά και ως σοβαρή απειλή για την ειρήνη στην Ευρώπη.

(β) ότι το επίπεδο των επιτοκίων εκείνη την εποχή ήταν διεθνώς ψηλότερο από σήμερα, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι το «ασφαλές επιτόκιο» ήταν στο 5%, ενώ σήμερα είναι περίπου στα μισά αυτής της τιμής, το ίδιο δε προκύπτει και από άλλα στοιχεία. Επομένως το (πραγματικό) επιτόκιο της τάξεως του 9,5%, με το οποίο επιβαρυνόταν η χώρα μας, αντιστοιχεί σε ένα επιτόκιο της τάξεως του 5,5% – 6% με τα σημερινά δεδομένα. Οι όροι αυτοί είναι πολύ ευνοϊκοί, τουλάχιστον σύμφωνα με αυτά που ισχύουν σήμερα, και μάλιστα όταν πρόκειται για 36-ετή ομόλογα.

Η καλύτερη όμως απόδειξη ότι τα δάνεια αυτά όχι μόνο επαχθή δεν ήταν, αλλά το αντίθετο, είναι η εξής : ένας από τους όρους του δεύτερου δανείου ήταν να προεξοφληθούν ομόλογα του πρώτου δανείου συνολικής ονομαστικής αξίας 250.000 λιρών, όπως αναφέραμε παραπάνω.

Αυτό έγινε, και το αντίτιμο της εξαγοράς ήταν σε πρώτη φάση 113.200 λίρες, δηλαδή 45.3 λίρες για κάθε ομόλογο ονομαστικής αξίας 100 λιρών.

Ανεξάρτητα από το εάν η εξαγορά αυτή ήταν σκόπιμη ή όχι, διαπιστώνουμε ότι ένα χρόνο μετά από την έκδοση τους, η τιμή των ομολόγων του πρώτου δανείου στην ελεύθερη (ή δευτερογενή) αγορά είχε πέσει από 59 λίρες στις 45,4 λίρες (είχαν δηλαδή υποτιμηθεί κατά 23%) και αντίστοιχα η «απόδοση» των ομολόγων από 9,5% είχε ανέβει στο 11,9%.

Άρα οι «αγορές» είχαν κρίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα ήταν υπερτιμημένα, και ότι η πραγματική τους αξία, η ανταποκρινόμενη στο ρίσκο που παρουσίαζαν τα ομόλογα αυτά, ήταν 45.4 λίρες και όχι 59.

Επομένως οι ζημιωμένοι από το πρώτο δάνειο ήταν οι δανειστές, δηλαδή οι αρχικοί αγοραστές των ομολογιών, και όχι οι δανειζόμενοι. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι πραγματικοί δανειστές μας δεν ήταν οι «κακοί» τραπεζίτες, οι οποίοι είναι λογικό να ήθελαν να βγάλουν κάποια προμήθεια, αλλά οι ομολογιούχοι που κατά μεγάλο μέρος ήταν φιλέλληνες (και μάλιστα οι περισσότεροι απλοί πολίτες), που ήθελαν να βοηθήσουν τους επαναστατημένους Έλληνες και να τιμήσουν την μνήμη και τον αγώνα του Λόρδου Βύρωνος.

Λόρδος Βύρων. Πορτραίτο 19ου αιώνα. Λάδι σε καμβά. Συλλογή ΕΕΦ.

Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι όλα τα δάνεια που έλαβαν χώρες της Λατινικής Αμερικής από Αγγλικές τράπεζες την περίοδο 1822 έως 1825, είχαν αντίστοιχη δομή με τα Ελληνικά δάνεια. Σε γενικές γραμμές, εάν λάβει κανείς υπόψη του όλα τα δεδομένα, τα δάνεια προς την Ελλάδα είχαν καλύτερους όρους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι όλα τα δάνεια (με εξαίρεση το πρώτο δάνειο που έλαβε το Μεξικό) είχαν αρχικό επιτόκιο 6%, αντί του 5% που είχε η Ελλάδα και μεγάλες προμήθειες.

Για παράδειγμα, για το πρώτο δάνειο αρχικής αξίας £ 3.200.000 που έλαβε το Μεξικό από την τράπεζα B.A. Goldsmith & Co, το 1824 ίσχυαν τα εξής. Η τιμή για την αγορά ενός ομολόγου £100, ήταν £58. Το επιτόκιο ήταν 5%. Από την πώληση εισπράχθηκαν £1.850.000. Από αυτά όμως αφαιρέθηκαν προμήθειες £750,000. Έτσι το Μεξικό έλαβε εν τέλει £1.100.000. Η σύγκριση με τους όρους του Ελληνικού δανείου είναι καθαρή. Να υπενθυμίσουμε ότι μετά την επανάσταση που ξεκίνησε το 1810, το Μεξικό ήταν ήδη από τις 24 Αυγούστου 1821, ανεξάρτητο κράτος.

Το τελικό συμπέρασμα που προκύπτει, είναι ότι τα περίφημα δάνεια της Αγγλίας δεν ήταν καθόλου ληστρικά, και αυτοί που τα διαπραγματεύθηκαν δεν ήταν ούτε προδότες, ούτε ανόητοι. Φαίνεται δε ότι είχαν τη βοήθεια άξιων οικονομικών συμβούλων.

Μπορεί η μετέπειτα διαχείριση των δανεικών να μην ήταν η ενδεδειγμένη, και όπως φαίνεται, συνέβησαν διάφορα παρατράγουδα, όμως τα ίδια τα δάνεια είχαν συναφθεί με πολύ λογικούς όρους, αν λάβουμε υπόψιν όλες τις παραμέτρους.

Το πρόβλημα με τα δάνεια αυτά δεν ήταν οι όροι τους, που κάθε άλλο παρά σκληροί ήταν, αλλά η αδυναμία της χώρας μας πρώτα να τα αξιοποιήσει υπέρ του αγώνα της, και στη συνέχεια να τα εξυπηρετήσει στα χρόνια που ακολούθησαν, έστω και με αυτούς τους αντικειμενικά ευνοϊκούς για αυτήν όρους.

Αξίζει όμως να σημειώσουμε και μερικές άλλες παραμέτρους σχετικές με τα δάνεια. Πέραν της οικονομικής πτυχής, τα δάνεια αποτελούσαν τις ισχυρότερες πολιτικές πράξεις επίσημης αναγνώρισης των Ελλήνων και της προοπτικής τους να συστήσουν στο μέλλον ανεξάρτητο κράτος.

Η σύναψη των δανείων έγινε εφικτή όταν ανέλαβε Υπουργός Εξωτερικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο μεγάλος Βρετανός πολιτικός και φιλέλλην, George Canning.

Πορτραίτο του George Canning, του Thomas Lawrence, Συλλογή ΕΕΦ.

Σταυρός του Σωτήρος, το μετάλλιο που απένειμε ο Οθων to 1838, στον γιό του George Canning, Charles John Canning, Συλλογή ΕΕΦ.

Ο Canning άλλαξε δραστικά την πολιτική του προκατόχου του, του Castlereagh. Αναγνώρισε στην Ελλάδα καθεστώς εμπόλεμης χώρας και άναψε το πράσινο φως στο City του Λονδίνου για τη σύναψη των δανείων.

Gazette de France 10/3/1827. «Ο George Canning έστειλε ένα νέο επίσημο υπόμνημα στον σουλτάνο για την ειρήνευση στην Ελλάδα. Ζήτησε την άμεση παύση των εχθροπραξιών στη ξηρά και τη θάλασσα και διαπραγματεύσεις για μια διπλωματική λύση στο ελληνικό πρόβλημα. Φαίνεται ότι η Αγγλία και η Ρωσία θα έκαναν οτιδήποτε για να σταματήσουν τον πόλεμο». Συλλογή ΕΕΦ.

Ακόμη όμως και εάν οι Έλληνες είχαν κάνει την καλύτερη δυνατή χρήση των δανείων, η ιστορία απέδειξε ότι η απελευθέρωση της Ελλάδος χρειάστηκε την Ναυμαχία στο Ναβαρίνο.

Thomas Whitcombe κύκλος, η ναυμαχία στο Ναβαρίνο, 20 Οκτωβρίου 1827, Συλλογή ΕΕΦ.

Στην Ναυμαχία αυτή έλαβαν μέρος 29 από τα καλύτερα πλοία των τριών συμμάχων με το πλέον έμπειρο προσωπικό και διοικητή τον σπουδαίο Βρετανό Ναύαρχο Codrington, που διέλυσαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο των 90 πλοίων.

Ο Ναύαρχος Codrington, Συλλογή ΕΕΦ.

Παρόλα αυτά όμως, για να πεισθεί ο Ιμπραήμ να αποχωρήσει από την Ελλάδα, χρειάσθηκαν άλλοι 10 μήνες και η παρουσία τακτικού στρατού 15.000 ανδρών υπό τον Στρατηγό Maison. Και παράλληλα, σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ναυάρχου Codrington και των Αιγυπτίων που κατέληξαν σε συμφωνία μόλις τον Ιούλιο του 1828.

Έχει υπολογίσει ποτέ κανείς την αξία της στήριξης αυτής που έλαβε η Ελλάδα από τους συμμάχους της, με πρώτο το Ηνωμένο Βασίλειο; Πόσα δάνεια ακόμη θα έπρεπε να λάβει η Ελλάδα και ποιο φόρο σε αίμα θα έπρεπε να καταβάλει μόνη της για να αποκτήσει την ελευθερία της;

Εάν συνυπολογισθούν όλα αυτά, τότε μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω δάνεια της ανεξαρτησίας ήταν σχεδόν χαριστικά, και ότι η βοήθεια και η υποστήριξη που εν τέλει έλαβε η Ελλάδα ήταν τότε, όπως είναι και σήμερα, πρωτοφανής στα διεθνή χρονικά.

Την βοήθεια αυτή την οφείλουμε στον φιλελληνισμό, στον θαυμασμό του δυτικού κόσμου προς τον Ελληνικό πολιτισμό και την κληρονομιά μας, την οποία ακτινοβολούν διαμέσου των αιώνων τα μάρμαρα της Ακρόπολης των Αθηνών.

Βιβλιογραφία :

  • Ανδρεάδης Ανδρέας, Ιστορία των εθνικών δανείων, Αθήνα 1904

Το Google Maps προσφέρει μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εφαρμογή. Εμφανίζει μία  κατάσταση με Φιλέλληνες που δραστηριοποιήθηκαν υπέρ της  Ελλάδας και του αγώνα για την απελευθέρωση των Ελλήνων, και αποτυπώνει στον χάρτη την χώρα και την πόλη προέλευσης του καθενός.

Η εν λόγω εφαρμογή παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες να έχουν μία πλήρη εικόνα για τις περιοχές στις οποίες αναπτύχθηκε το Φιλελληνικό ρεύμα, και την καταγωγή των Φιλελλήνων.

Μέχρι σήμερα η κατάσταση παρουσιάζει 92 ονόματα Φιλελλήνων. Η ΕΕΦ θα συνεργαστεί με την Google για να επεκτείνει την κατάσταση αυτή και να συμπεριλάβει όλα τα γνωστά ονόματα.

Στον χάρτη και τα στοιχεία που περιέχει, μπορείτε να έχετε πρόσβαση εδώ.

Μελετώντας την ιστορία των Ελλήνων και Φιλελλήνων που έδρασαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς ανάμεσα στους μεγάλους αγωνιστές, Έλληνες και Φιλέλληνες, μία ηρωική μορφή που να αγάπησε την Ελλάδα, να ταυτίσθηκε με τα δίκαια της και να έδρασε για τόσο μεγάλο διάστημα και σε τόσο πολλά μέτωπα και πεδία μαχών, όσο αυτήν του George Jarvis.

Ο George Jarvis (1797-1828), γεννήθηκε στην Αλτόνα της Δανίας. Σήμερα η Αλτόνα είναι ένα προάστιο του Αμβούργου της Γερμανίας. Όμως από το 1640 έως το 1864, ήταν μέρος του βασιλείου της Δανίας. Πατέρας του Jarvis ήταν ο Benjamin Jarvis, Αμερικανός έμπορος από την Νέα Υόρκη, ο οποίος ανέλαβε στην πορεία καθήκοντα Προξένου των ΗΠΑ στην Αλτόνα της Δανίας. Μητέρα του η Γερμανίδα Maria Carolina Dede.

Ο Jarvis είχε λάβει κλασσική παιδεία, ήταν λάτρης του Ελληνικού πολιτισμού, και όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση μεταβλήθηκε σε ενθουσιώδη οπαδό της. Επηρεάσθηκε από το Γερμανικό φιλελληνικό ρεύμα, και είχε έντονη δράση ως φοιτητής, στο Πανεπιστημίου στο οποίο σπούδαζε στην Χαϊδελβέργη. To 1821 ήταν ήδη ένας μορφωμένος νέος ο οποίος μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά.

Τον Νοέμβριο του 1821 αποφασίζει να μεταβεί στην Ελλάδα. Μετά από ένα μεγάλο και δύσκολο ταξίδι, πέρασε από την Φραγκφούρτη, την Ζυρίχη, το Στρασβούργο, την Λυών και κατέληξε στην Μασσαλία λίγο μετά την αναχώρηση του πλοίου που μετέφερε στην Ελλάδα τον Γερμανό Στρατηγό Κάρολο Νόρμαν και το τάγμα του των Φιλελλήνων. Λίγο αργότερα βρήκε ένα άλλο πλοίο (το Σουηδικό «Trondjem») που είχε προορισμό την Ελλάδα, και έφθασε στην Ύδρα στις 3 Απριλίου 1822. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ίδιο πλοίο μετέφερε στην Ελλάδα, έναν άλλο από τους ιδιαίτερα γενναίους και εμβληματικούς Φιλέλληνες, τον αξιωματικό του Βασιλικού Ναυτικού του Ηνωμένου Βασιλείου, τον Frank Abney Hastings. Ο Jarvis ήταν ο πρώτος Φιλέλληνας Αμερικανός που ήρθε στην Ελλάδα από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Όταν έφθασε στην Ελλάδα, παρουσιάσθηκε στην κυβέρνηση στην Κόρινθο, και κατατάχθηκε στο Ελληνικό ναυτικό, υπό τον Γιακουμάκη Τομπάζη και τον Αντώνη Ραφαήλ, καπετάνιο της κορβέτας «Θεμιστοκλής». Επίσης ανέπτυξε στενή φιλία με τον Υδραίο Δημήτριο Βούλγαρη (μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας) και τον Έλληνα έμπορο και μέλος της Φιλικής Εταιρείας, Εμμανουήλ Ξένο. Ο Ξένος είχε αγοράσει ένα σπίτι στο Ναύπλιο που είχε μετατρέψει σε σημείο συνάντησης Ελλήνων και Φιλελλήνων. Η πρώτη αποστολή του Jarvis ήταν να οργανώσει την μαχητική ικανότητα των πλοίων. Μία από τις πρώτες επιχειρήσεις στις οποίες συμμετείχε με τον “Θεμιστοκλή”, ήταν να μεταβεί στην Χίο την περίοδο των σφαγών και της καταστροφής του νησιού από τους τούρκους, για την αναζήτηση και σωτηρία φυγάδων από το νησί.

Ο Jarvis γράφει στο ημερολόγιό του: «Στις 9 Μαΐου 1822 (ν.η.) βγήκαμε πάλι στην ξηρά. Μια φρικτή όψη, τα στάχυα σε άριστη κατάσταση, η γη καλά καλλιεργημένη, τα άλογα, τα κατσίκια και τα πρόβατα έβοσκαν, αλλά καμιά ζωντανή ψυχή. Τέσσερις φορές βρήκαμε ένα σωρό από σκοτωμένους άνδρες και γυναίκες. Πόσο σπαρμένη ήταν η ακτή, οι χαράδρες και οι κοιλάδες και πόσο ωραία η θέα! Όμως εδώ ένα πτώμα που πετάχτηκε πάνω από τούς βράχους δεμένο χειροπόδαρα και φοβερά ακρωτηριασμένο, εκεί ένα άλλο χωρίς κεφάλι, σχεδόν ακόμη ζεστό, παραπέρα καμιά δωδεκαριά πτώματα που άρχισαν να σαπίζουν και στην άλλη πλευρά ακόμη μεγαλύτερος αριθμός από ολόγυμνα κορμιά, που μόλις είχαν χάσει την πνοή τους. Μία ακτή σπαρμένη κεφάλια!»

Με το Ελληνικό ναυτικό έλαβε μέρος σε 13 ναυμαχίες και πολεμικές επιχειρήσεις.

Μάλιστα όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του «ως αξιωματικός του Ελληνικού Ναυτικού, ήμουνα δύο χρόνια μαζί τους, στις διάφορες επιχειρήσεις στη Χίο, Μυτιλήνη, στις ακτές της Μικράς Ασίας, Συρίας, Κρήτης, Κύπρου, στο Αρχιπέλαγος και στην Πελοπόννησο. Έκαμα δεκατρείς διάφορες εκστρατείες μαζί τους, κατά τις οποίες εκάψαμε αρκετά πλοία της γραμμής, καθώς και μικρότερα, καταλάβαμε άλλα. Κυριέψαμε και υπερασπιστήκαμε φρούρια και δώσαμε κάθε δυνατή βοήθεια στους πρόσφυγες Χριστιανούς. Οι νεότεροι Έλληνες σε πολλές λεπτομέρειες ομοιάζουν με τους προγόνους τους. Οι ίδιοι άνθρωποι οι οποίοι πολεμούν σαν ναυτικοί, όταν επιστρέψουν, κατατάσσονται σαν άνδρες της ξηράς. Έτσι ήμουνα παρών στην πολιορκία της Αθήνας, του Ναυπλίου, την υπεράσπιση του Μεσολογγίου και στη μάχη με τον Χουρσίτ-Πασά, στο Μοριά.».

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το ημερολόγιο και οι επιστολές του George Jarvis, αποτελούν σημαντική ιστορική πηγή. Ο Jarvis ήταν αγνός και ειλικρινής και το ημερολόγιο και οι επιστολές του αναφέρουν πραγματικά περιστατικά και αληθινές πληροφορίες. Για παράδειγμα, σε μία περίπτωση διαπιστώνουμε ότι ενώ περιγράφει συγκεκριμένα περιστατικά, δεν αναφέρει καν ότι είχε τραυματισθεί πολύ σοβαρά. Από την πρώτη στιγμή στην Ελλάδα, ο Jarvis ακολούθησε τα Ελληνικά έθιμα. Φορούσε Ελληνική στολή με φουστανέλα και έμαθε γρήγορα Ελληνικά. Μάλιστα έκανε μαθήματα Ελληνικών σε άλλους φιλέλληνες.

Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην Ελλάδα, ανέλαβε δράση στην θάλασσα και στην στεριά, και έδωσε το παρόν σε όλες σχεδόν τις μεγάλες μάχες και ιστορικές στιγμές του αγώνα. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές από αυτές.

Το καλοκαίρι του 1822 συμμετείχε σε πολλές συγκρούσεις Ελλήνων με Τούρκους στην περιοχή του Άργους. Τον Σεπτέμβριο του 1822 υπηρετεί στο Υδραίικο ναυτικό που ναυμαχεί με τον Τουρκικό στόλο στην περιοχή των Σπετσών. Τον Δεκέμβριο του 1822, βρίσκεται στο Μεσολόγγι και συμμετέχει σε μάχες. Το 1824 επιστρέφει στο Μεσολόγγι και υπηρετεί ως επιτελάρχης (adjutant general) του Lord Byron, όπου αναλαμβάνει την ευθύνη να εκπαιδεύσει το Σώμα Σουλιωτών. Μετά τον θάνατο του Byron, ο Gamba ανέθεσε στον Jarvis τη διοίκηση του πυροβολικού και την διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του Byron και των υποχρεώσεών του. Ο Jarvis ανταποκρίθηκε στα καθήκοντα αυτά με μεγάλη  υπευθυνότητα. Κατέβαλε τις αμοιβές των στρατιωτών του Byron, και διένειμε τα περιουσιακά του στοιχεία με ευθύνη στους σωστούς αποδέκτες.

Προσωπικά αντικείμενα του Λόρδου Βύρωνος που πέρασαν από τον George Jarvis στον Samuel Howe, Συλλογή ΕΕΦ

Σημειώνουμε εδώ ότι ο Jarvis είχε υιοθετήσει την ορθή θέση ότι όλοι οι Έλληνες όφειλαν να στηρίζουν την νόμιμη κυβέρνηση, και ότι η πειθαρχία όλων στις πολιτικές της διοίκησης ήταν απαραίτητη για την επιτυχία του αγώνα. Απέφευγε να παίρνει θέση σε εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων που τον έθλιβαν πολύ, και ήταν αφοσιωμένος στον νόμιμο κυβερνήτη, που ήταν ο Μαυροκορδάτος, και στις επιλογές του. Ακόμη και όταν αυτός συγκρούσθηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι ο Jarvis δεν έλαβε ποτέ για τον εαυτό του μισθό ή χρηματική αμοιβή από το ελληνικό δημόσιο. Ήταν υποδειγματικά ανιδιοτελής και αφοσιωμένος στην Ελλάδα και στους Έλληνες όσο λίγοι την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Εμψύχωνε τους στρατιώτες και ήταν πάντα πρώτος στις μάχες, στις οποίες τραυματίσθηκε μάλιστα πολλές φορές.

Στο Μεσολόγγι, ο Jarvis συμμετείχε μαζί με τον μηχανικό Κοκκίνη στα έργα οχύρωσης της πόλης (και του Αιτωλικού) και έλαβε μέρος στην δεύτερη πολιορκία της. Το φθινόπωρο του 1824, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ήπειρο, παραμένει οχυρωμένος με 50 άνδρες στην προωθημένη γραμμή στον Κραβασαρά – Μακρυνόρος, με τον χιλίαρχο Καραγιάννη. Στις 26 Οκτωβρίου 1824, υπογράφει με άλλους 8 Έλληνες οπλαρχηγούς επιστολή, στην οποία υπόσχονται να μην εγκαταλείψουν την θέση τους. Η δήλωση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά’ που εξέδιδε στο Μεσολόγγι ο άλλος μεγάλος Φιλέλληνας, ο Ελβετός Mayer.

Αργότερα προσέφερε τις υπηρεσίες του και στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ως πολιτικός σύμβουλος.

Χαρακτηριστικό της γενναιότητάς του είναι ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στη φάση μία μάχης στην Τρίπολη. Μετά από έφοδο των Τούρκων ο Jarvis τραυματίσθηκε στον μηρό. Μη μπορώντας να τρέξει, εγκαταλείφθηκε από τους άλλους αγωνιστές και περικυκλώθηκε από έφιππους Τούρκους οι οποίοι επιχειρούσαν με μανία να τον σκοτώσουν. Αυτός όμως, αρνούμενος να υποκύψει γύριζε γύρω γύρω και σημάδευε με το τουφέκι του όποιον πλησίαζε απειλώντας να τον πυροβολήσει. Η γενναιότητά του και ο ηρωισμός του ενεθάρρυνε τους συμπολεμιστές του, οι οποίοι μετά από λίγο επέστρεψαν και τον έσωσαν.

Ο Jarvis είχε λάβει πλέον τον βαθμό του Υποστρατήγου, και είχε σχηματίσει μία ομάδα 45 μαχητών (είναι γνωστά όλα τα ονόματα), τους οποίους είχε εκπαιδεύσει και συντηρούσε ο ίδιος με δικά του έξοδα. Με το σώμα αυτό βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή και αναλάμβανε τις πιο δύσκολες αποστολές. Το ίδιο έκανε και όταν εισέβαλε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Στη μάχη του Νεοκάστρου, όταν υποχώρησαν οι Ελληνικές δυνάμεις, ο Jarvis και οι αγωνιστές του, μετά από μία σκληρή μάχη αιχμαλωτίσθηκαν. Ο Ιμπραήμ ασχολήθηκε προσωπικά με τον Jarvis τον οποίο επιχείρησε να πείσει (μιλώντας μαζί του για μία ώρα στην Γαλλική γλώσσα), να μεταπηδήσει στο στρατόπεδό του, προσφέροντάς του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ως αμοιβή και διπλό μισθό στους μαχητές του. Όλοι αρνήθηκαν και μάλιστα ο Jarvis βασανίσθηκε και του αφαιρέθηκαν όλα τα προσωπικά είδη. Λίγες ημέρες αργότερα 1000 Έλληνες, και μέσα σε αυτούς ο Jarvis και το σώμα του, ελευθερώθηκαν σε συμφωνία ανταλλαγής αιχμαλώτων ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Ο Jarvis έφθασε άρρωστος, τραυματισμένος και σε άθλια κατάσταση στο σπίτι του συμπατριώτη του, φιλέλληνα στρατιωτικού γιατρού, Samuel Howe, o οποίος τον περιέθαλψε. Ο Jarvis είχε αποκομίσει πολλά τραύματα από τη συμμετοχή του αγώνα των Ελλήνων. Είχε όμως απίστευτες αντοχές και ξεπερνούσε τραύματα, στερήσεις και κακουχίες. Έτσι ήταν σύντομα πάλι έτοιμος να αναλάβει δράση για την Ελλάδα.

Στη μάχη του Φαλήρου πολέμησε με τον Γ. Καραϊσκάκη και τον Νικηταρά. Στις 25 Οκτωβρίου 1826, ο Καραϊσκάκης ξεκίνησε την εκστρατεία του στην Αττική. Στη συνοδεία του βρίσκονταν μερικοί φιλέλληνες, μεταξύ των οποίων ήταν ο George Jarvis και ο Γερμανός γιατρός Heinrich Treiber. Ο Jarvis πολέμησε στο πλευρό του Καραϊσκάκη, στην Αττική, στην Αράχωβα και ήταν δίπλα του μέχρι τον θάνατό του, μαζί με τον Treiber.

O Νικόλαος Κασομούλης, αναφέρεται στα Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-1833) – Τόμος Β΄, στον Jarvis με τα ακόλουθα σχόλια: «Γεώργιος Ζέρβας (Jarvis) Αμερικανός, προσκολλημένος, ζώντος του Καραϊσκάκη, εις αυτόν, τίμιος νέος και με γνώσεις, ενθουσιασμένος να ευρίσκεται με τούτο το σώμα. Απέθανεν εις Αργος. Αδιάφορος από τας αντιζηλίας μας. Εχαίρετο όλων την αγάπη.».

Στους Έλληνες που τον περιέβαλαν με αγάπη, ήταν γνωστός ως ο «Καπετάν Γιώργης ο Αμερικάνος» ή «Ζέρβης» ή «Ζέρβας».

Από το 1827 και μετά, ο Jarvis ανέλαβε, σε συνεργασία με τον, άλλο Αμερικανό φιλέλληνα, Jonathan Peckam Miller, την οργάνωση της διανομής της βοήθειας σε τρόφιμα, ρουχισμό και φάρμακα, που έστελναν τα Φιλελληνικά κομιτάτα των ΗΠΑ στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.

Ο Jarvis πέθανε στο Άργος στις 11 Αυγούστου του 1828 σε ηλικία 31 χρονών και ενταφιάστηκε στο προαύλιο του Αγίου Ιωάννη.

Ο ναός του Αγίου Ιωάννου στο Άργος

Τα αιτία του θανάτου του δεν είναι σαφή. Άλλες πηγές αναφέρουν ως αιτία τον τέτανο, άλλες τον τύφο. Αυτή είναι η πιθανότερη εκδοχή, σύμφωνα με έγγραφο της Επαρχιακής Δημογεροντίας του Άργους με ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 1828 προς τον Έκτακτο Επίτροπο Αργολίδας, στο οποίο αναφέρεται, «[…]η ασθένειά του, ήτον, καθ’ ας πληροφορίας ελάβομεν παρά των ιατρών, τύφος». Η Γενική Εφημερίς του κράτους έγραψε ότι πέθανε από ασθένεια και ότι κηδεύθηκε με τιμές αντιστράτηγου.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ένας μεγάλος και σεμνός ήρωας προσέφερε τη ζωή του στην Ελλάδα και τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Jarvis, οι συγγενείς του ζήτησαν να διαθέσουν την περιουσία που είχε αφήσει στην Ελλάδα. Έθεσαν ως προϋπόθεση να τακτοποιηθούν προηγουμένως ενδεχόμενες οικονομικές εκκρεμότητες που μπορεί να είχε αφήσει ο Jarvis.  Έτσι, δημοσίευσαν ανακοίνωση στις εφημερίδες, με την οποία καλούσαν όποιον είχε κάποια απαίτηση να παρουσιάσει τα στοιχεία και τις αποδείξεις που διέθετε στον «διορισμένο διαιτητή δια λογαριασμόν του μακαρίτου».

Η στάση αυτή μοναδικής ευπρέπειας, τιμιότητας και ήθους, δείχνει την ποιότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος που είχε διαμορφώσει τον χαρακτήρα αυτού του μεγάλου ανδρός, του ήρωα που θυσίασε την περιουσία του, την καριέρα του και την ζωή του στον αγώνα για την Ανεξαρτησία της Ελλάδας.

 

«Θυμηθείτε με! Φίλοι μου,

Ποιος μένει εδώ για την Ελευθερία,

Στις ελληνικές θάλασσες, στις ελληνικές πεδιάδες,

Να σπάσει τις πιο άδοξες αλυσίδες,

Και ζητά ανθρωπιά».

George Jarvis

 

«Remember me! My friends,

Who here from freedom’s cause remains,

In Grecian seas, in Grecian plains,

To break the most inglorious chains,

And seeks humanity.»

George Jarvis        

 

ΒιβλιογραφίαΠηγές

  • Αλεξανδρής Κωνσταντίνος, Η συμβολή του Ελληνικού Ναυτικού εις τον υπέρ Ανεξαρτησίας ιερόν Αγώνα, Παρνασσός, τ. 15, 1921.
  • Άννινος Μπάμπης, Οι φιλέλληνες του 1821, Αθήναι, 1967.
  • Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. ΣΤ’, «Η εσωτερική κρίση 1822-1825», Θεσσαλονίκη,
  • Βήτας Αχ., Ο Αμερικανικός Φιλελληνισμός στην Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα, 1960.
  • Booras Harris, Hellenic Independence and America’s Contribution to the Cause, Rutland, 1934.
  • Dakin D., British and American Philhellenes during the War of Greek Independence, 1821-1833, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Thessaloniki, 1955.
  • Θ. Βαγενάς και Ε. Δημητρακοπούλου, Αμερικανοί Φιλέλληνες, Αθήνα, 1949.
  • Δρακάκης Ανδρ., «Η πειρατεία εις τας Κυκλάδας κατά την Επανάστασιν του 1821», Μνημοσύνη, τ. Ε’ 1974-1975.
  • Βασίλης Κ. Δωροβίνης, «Τρεις Φιλέλληνες στην Αργολίδα. Νέα και ανέκδοτα στοιχεία για τους Τζώρτζ Τζάρβις, Πέτρο Μπελλίνο και Μπονιφάτσιο Μποναφίν», Σελ. 155-160, Ανάτυπον από τα Ναυπλιακά Ανάλεκτα, Τόμος ΙΙΙ, 1998, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων.
  • Τωμαδάκης Ν.Β., Περί των αιτίων του Φιλελληνισμού, Αθήνα, τ. 59, 1955.
  • Zimmerman Carl R., Philhellenism in the American Press during the Greek Revolution, Neo-Hellenica, t. II, 1975.
  • Jarvis George, Letters from Greece, Γεννάδειος, Ind. 756.
  • George Jarvis, His Journal and Related Documents, 1965. Edited with introduction, prologues, sequel and notes by George Georgiades Arnakis Eurydice Demetracopoulou, Americans in the Greek Revolution, I. 314pp, 8 plates, card covers, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1965.
  • William Miller, «The Journals of Finlay and Jarvis», The English Historical Review, Vol. 41, n° 164, October, 1926.
  • Samuel Gridley Howe, Historical Sketch of the Greek Revolution, M.D. New York, 1828.
  • Samuel Gridley Howe, Letters and Journals, Boston and London, 1906.

Πορτραίτο του Φαβιέρου που εικονογράφησε ο Γερμανός φιλέλληνας Karl Krazeisen, Συλλογή ΕΕΦ

O Συνταγματάρχης Κάρολος – Νικόλαος Φαβιέρος (Charles – Nicolas Fabvier) παραμένει αναμφισβήτητα ο πιο σημαντικός ανάμεσα στους Γάλλους Φιλέλληνες που έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση.

Γεννήθηκε το 1782 στην πόλη Pont-à-Mousson της Γαλλίας. Προερχόταν από οικογένεια νομικών με ευγενή καταγωγή και είχε αποκτήσει τον τίτλο του βαρόνου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Jean-Charles και η μητέρα του Anne-Christine Richard. Αποφοίτησε από την Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού το 1804 ως αξιωματικός του Πυροβολικού και συμμετείχε στους ναπολεόντειους πολέμους. Το 1806-1807 πολέμησε στη Δαλματία μαζί με τον Στρατάρχη Marmont. Ακολούθως, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1808 στην Περσία, προκειμένου να οργανώσει τον Περσικό στρατό. Το 1811 πολέμησε στον στρατό του Ναπολέοντος μαζί με τις μονάδες των Πολωνών και τον αξιωματικό Poniatovski. Την περίοδο αυτή τραυματίστηκε.

Το ίδιο έτος επέστρεψε στη Γαλλία, εντάχθηκε εκ νέου στον Γαλλικό στρατό με τον βαθμό του λοχαγού, και χρίσθηκε υπασπιστής του Στρατάρχη Marmont, στο πλευρό του οποίου συμμετείχε στην εκστρατεία στην Ισπανία. Το 1812 πολέμησε με τη Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα στη Ρωσία, όπου τραυματίστηκε και πάλι. Στη συνέχεια, έλαβε μέρος στην εκστρατεία του 1813, πάλι στο πλευρό του Marmont, όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητα του και προήχθη στον βαθμό του Συνταγματάρχη σε ηλικία μόλις 31 ετών. Το 1814, ο Ναπολέων τον τίμησε με το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής. Ήταν μάλιστα ο νεότερος που έλαβε ποτέ το μετάλλιο αυτό. Παράλληλα, ο Ναπολέων του ανέθεσε να υπογράψει την παράδοση της πόλης του Παρισιού στους αντιπάλους του της Ιεράς Συμμαχίας.

Έκτοτε, παρέμεινε στη Γαλλία. Από το 1817 μέχρι και το 1823, συμμετείχε σταδιακά και ενεργά σε συνωμοσίες εναντίον του καθεστώτος των Βουρβόνων, για τις οποίες τιμωρήθηκε. Το 1818 τέθηκε εκτός υπηρεσίας, όπως οι περισσότεροι αξιωματικοί του ναπολεόντειου στρατού. Το 1820 συμμετείχε σε μια ακόμη αποτυχημένη εξέγερση κατά των Βουρβόνων, γεγονός που επέφερε την καταδίκη του. Το ίδιο  επαναλήφθηκε και το 1822. Το έτος αυτό συνδέθηκε με την μυστική οργάνωση των καρμπονάρων, μέλη της οποίας υπήρξαν και επιφανείς Έλληνες που διέμεναν στην Ιταλία. Ακολούθως, μετέβη στην Ισπανία και έλαβε μέρος στην επανάσταση κατά του μοναρχικού καθεστώτος. Κυνηγημένος από τη γαλλική αστυνομία, βρήκε καταφύγιο στην Αγγλία, και από εκεί ταξίδευσε στην Ελλάδα.

Λιθογραφία με πορτραίτο του Φαβιέρου, Συλλογή ΕΕΦ

Ο Φαβιέρος ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα τέλη του 1823 με το ψευδώνυμο «Borel». Ο βιογράφος του, Debidour, αναφέρει ότι από εκείνη τη στιγμή ο Φαβιέρος άρχισε να μαθαίνει την ελληνική γλώσσα την οποία είχε διδαχθεί στην αρχαία της μορφή στην παιδική του ηλικία. Αποβιβάσθηκε στο Ναβαρίνο με στόχο να εξετάσει τις συνθήκες και να επιχειρήσει να δημιουργήσει «μια γεωργική και βιομηχανική αποικία» για τους εξόριστους συντρόφους του. Δηλαδή, τους βοναπαρτιστές Γάλλους και Ιταλούς που είχαν σε πρώτη φάση καταφύγει κυρίως στην Ισπανία και την Αγγλία.

Στην Ελλάδα συνεργάσθηκε με τις Ελληνικές δυνάμεις, και μάλιστα συμμετείχε στην μάχη για την κατάληψη του φρουρίου της Κορώνης, η οποία απέτυχε. Στη συνέχεια ταξίδευσε σε όλη την χώρα, μυστικά, για να καταλήξει τελικά στο Ναύπλιο, το 1825.

Η Ελληνική Κυβέρνηση ενέκρινε τα σχέδιό του για την οργάνωση αποικίας, και του παραχώρησε μια έκταση 3.000 με 4.000 εκταρίων (30.000 – 40.000 στρέμματα), για τη δημιουργία της. Μάλιστα συμφωνήθηκε ένα τίμημα και ορίσθηκε ότι η πρώτη δόση έπρεπε να καταβληθεί την 1η Ιανουαρίου 1826. Παράλληλα, ο Φαβιέρος ανέλαβε να καταρτίσει ένα πρόγραμμα, σκοπός του οποίου ήταν να μυήσει τους Έλληνες στις σύγχρονες τεχνικές της γεωργίας και της βιομηχανίας. Ο στόχος ήταν να μπορέσει η Ελλάδα να παράγει προϊόντα τα οποία μέχρι τότε εισήγαγε από το εξωτερικό. Επιπλέον, ο Φαβιέρος ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει ολοκληρωμένη στρατιωτική βοήθεια, να συμβάλει στην κατασκευή οπλοστασίων και οχυρωματικών έργων, να προσφέρει εκπαίδευση στρατιωτικής τακτικής και να εγκαθιδρύσει μια στρατιωτική ακαδημία.

Η κρισιμότητα της κατάστασης, οι διαρκείς συγκρούσεις στην Ελλάδα, και στη συνέχεια η άφιξη του τουρκο-αιγυπτιακών στρατευμάτων, δεν επέτρεψαν την υλοποίηση του πρώτου σχεδίου. Προχώρησε όμως η οργάνωση του στρατού. Ο Φαβιέρος μετέβη και πάλι στην Ευρώπη προκειμένου να συνεννοηθεί με τα Φιλελληνικά Κομιτάτα, να συγκεντρώσει χρήματα από τους Γάλλους υποστηρικτές της Ελληνικής Επανάστασης, να στρατολογήσει εθελοντές και να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες για τη μετάβασή τους στην Ελλάδα. Την περίοδο αυτή, η γαλλική μυστική αστυνομία τον παρακολουθούσε στενά. Χάρη στις προτροπές του Φαβιέρου, ένα πλήθος από στρατιωτικούς της Γαλλικής Επανάστασης, κυρίως βοναπαρτιστές, κατέφθασαν στην Ελλάδα κατά τα έτη 1824 και 1825. Οι Φιλέλληνες αυτοί ξεχώριζαν από τους προηγούμενους συναδέλφους τους, από το γεγονός ότι σχεδόν όλοι ήταν αξιωματικοί μιας ορισμένης ηλικίας με μεγάλη στρατιωτική πείρα στα θέατρα της μάχης και όχι ρομαντικοί σπουδαστές.

Το 1825 ο Φαβιέρος μετέβη εκ νέου στην Αγγλία για λίγο καιρό για να ολοκληρώσει τις επαφές του, και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα την εποχή που ο Ιμπραήμ είχε ήδη φθάσει στην Πελοπόννησο. Η Ελληνική Κυβέρνηση είδε στο πρόσωπο του Φαβιέρου το άτομο εκείνο που ήταν κατάλληλο και έμπειρο προκειμένου να οργανώσει ένα Τακτικό Στρατό ανάλογο με αυτόν του Ιμπραήμ. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Φαβιέρος ανέλαβε τη διοίκηση, καθώς και την εκπαίδευση του τακτικού στρατεύματος (την οποία είχε μέχρι τότε ο Συνταγματάρχης Παναγιώτης Ρόδιος), στο Ναύπλιο, στις 30 Ιουλίου 1825. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι πριν τον Ρόδιο, την ευθύνη είχε ο άλλος μεγάλος Γάλλος φιλέλλην, Joseph Baleste .

Στη συνέχεια, και χάρη στη στρατολόγηση ενός μεγάλου αριθμού εθελοντών από την Ελλάδα, άλλα και την άφιξη αρκετών νέων Ελλήνων και Φιλελλήνων που κατέφθαναν από την Ευρώπη, σχηματίσθηκαν δύο τάγματα. Καθένα εκ των οποίων αποτελείτο από τέσσερεις λόχους. Στο Τακτικό αυτό Σώμα εντάχθηκε επίσης ένα μικρό τμήμα Ιππικού κι ένα τμήμα Πυροβολικού. Επίσης οργανώθηκε και μία μικρή μουσική μπάντα. Παράλληλα, από τον Σεπτέμβριο του 1825, άρχισε να λειτουργεί στο Ναύπλιο ένα οπλοστάσιο, το οποίο ήταν επιφορτισμένο με την επισκευή των παλαιών τυφεκίων και πυροβόλων, αλλά και με την κατασκευή οπλισμού και οβίδων προς χρήση του Πυροβολικού. Επιπλέον, παραγγελθήκαν στολές και οπλισμός από το εξωτερικό.

Τιμητικό χάλκινο μετάλλιο του 1828, του καλλιτέχνη David d’Anger, με κεφαλή του Φαβιέρου, Συλλογή ΕΕΦ

Χειρόγραφη επιστολή του Φαβιέρου που πιστοποιεί το έργο και τη συμβολή του Φινλανδού φιλέλληνα Myhrberg, August Maximilian (1797-1867), Συλλογή ΕΕΦ. Ο Φαβιέρος τον αναφέρει ως γενναίο άνδρα, ανιδιοτελή, που υπηρέτησε στο ιππικό του Τακτικού Σώματος με τον βαθμό του Λοχαγού.

Στις 5 Οκτωβρίου 1825, ο Φαβιέρος και το Τακτικό Σώμα του, με εξαίρεση ένα τάγμα το οποίο έμεινε στο Ναύπλιο ως τάγμα φρουράς, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Άμα τη αφίξει του, ο Φαβιέρος κυκλοφόρησε προκήρυξη προς τους κατοίκους της πόλης στην οποία υπογράμμιζε την αξία του Τακτικού Σώματος και τους παρακινούσε να καταταγούν στον στρατό. Σύντομα, η δύναμη του στρατεύματος ανήλθε στους 4.000 άνδρες, γεγονός που οδήγησε τον Φαβιέρο στην αύξηση της δύναμης των υφιστάμενων ταγμάτων και στη συγκρότηση νέων. Χάρη στη διοίκηση του Φαβιέρου, το Τακτικό Σώμα ασκείτο συστηματικά από φιλέλληνες αξιωματικούς, ακολουθώντας το γαλλικό πρότυπο ασκήσεων και κατάφερε να καταστεί αξιόμαχο μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Οι αξιωματικοί προάγονταν ύστερα από εισήγηση του Φαβιέρου, κατ’ αρχαιότητα ή κατ’ επιλογή γι’αυτούς που θα διακρίνονταν στην υπηρεσία τους. Η ιεραρχία των βαθμών ήταν η γαλλική. Ο Φαβιέρος επιθεωρούσε  όλο το Σώμα και σύμφωνα με τον Χρήστο Βυζάντιο, μεριμνούσε για τα πάντα.

Λιθογραφία με τον Φαβιέρο και αναφορά στον αγώνα του υπέρ των Ελλήνων, Συλλογή ΕΕΦ

Τον Σεπτέμβριο του 1825, ο Φαβιέρος με τον Τακτικό Στρατό πήρε μέρος στις πολιορκία της Τριπολιτσάς (την οποία είχε καταλάβει ο Ιμπραήμ). Κατά τα τέλη του Οκτωβρίου, ο Τακτικός Στρατός έλαβε μέρος σε εκστρατεία στις Σπέτσες. Το επόμενο έτος εξαντλήθηκαν οι οικονομικοί πόροι, και το Τακτικό Σώμα αντιμετώπισε προβλήματα στην συντήρησή του. Την περίοδο αυτή το Σώμα συμμετείχε σε μία εκστρατεία στην Κάρυστο, η οποία τελικά απέτυχε. Η έλλειψη πόρων, οι απώλειες λόγω των στρατιωτικών επιχειρήσεων, των ασθενειών και της λιποταξίας, οδήγησαν σε μείωση της δύναμης του Σώματος. Έτσι ο Φαβιέρος προχώρησε στην αναδιοργάνωσή του, στις 20 Ιουλίου 1826. Ακολούθως, το Σώμα έλαβε μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Αττικής υπό την ανώτατη διοίκηση του Καραϊσκάκη. Ενδεικτική της συνεργασίας αυτήν την περίοδο, είναι μία επιστολή που απευθύνει στον τελευταίο ο Φαβιέρος στις 12 Οκτωβρίου 1826 και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα.

Στη μάχη στο Χαϊδάρι, το Τακτικό Σώμα πολέμησε γενναία. Μετά από αυτό, το Σώμα εγκαταστάθηκε στα Μέθανα, όπου ο Φαβιέρος οργάνωσε μόνιμες εγκαταστάσεις για τη διαμονή και την εκπαίδευση των στρατιωτών τις οποίες ονόμασε «Τακτικούπολη».

Το Οχυρό Τακτικούπολη, έχει κτισθεί από τον Φαβιέρο το 1826 στον λόφο του στενού των Μεθάνων, στη στενή λωρίδα γης που συνδέει τα Μέθανα με την Πελοπόννησο. Το Οχυρό κτίσθηκε στα ερείπια αρχαίας οχύρωσης του 5ου αιώνα π.Χ. του Αθηναίου στρατηγού Νικία.

Η βασική, και πιο ηρωική πράξη του Τακτικού Σώματος, ήταν τον Δεκέμβριο του 1826, η ενίσχυση της φρουράς της Ακροπόλεως την οποία απειλούσε και πολιορκούσε τότε ο Ρεσχίδ Πασάς. Ο Συνταγματάρχης Φαβιέρος, επικεφαλής 650 ανδρών, τη νύκτα της 13ης Δεκεμβρίου, κατάφερε να σπάσει τον αποκλεισμό και να ενισχύσει τη φρουρά της Ακρόπολης με άνδρες και πολεμοφόδια. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης αυτής, κινδύνευσε η ζωή του, καθώς προσβλήθηκε από τύφο. Αυτή η τολμηρή πράξη, η οποία παρέτεινε για τέσσερις μήνες την άμυνα της Ακρόπολης, είχε πολύτιμη αξία για την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης, καθώς η αντίσταση στην Ακρόπολη διευκόλυνε τις εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο που κατέληξαν στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, ναυμαχία εξαιρετικά σημαντική για την ιστορία του Ελληνικού έθνους.

Εφημερίδα της ALLGEMEINE ZEITUNG αριθμός 70, 11 Μαρτίου 1827, Συλλογή ΕΕΦ. «Η Ακρόπολη πολιορκείται απ’ τον Ρεσχίδ Πασά. Ο Φαβιέρος αμύνεται. Ο Δεριγνύ στέλνει στην Αίγινα αγγλικό πολεμικό πλοίο να παραλάβει, αν χρειασθεί, το Φαβιέρο».

Εφημερίδα της ALLGEMEINE ZEITUNG μαζί με BEILAGE, No 71, 12 Μαρτίου 1827. «Πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους. Ο υπερασπιστής της Φαβιέρος σε δεινή θέση. Έχει χάσει πολλούς υπερασπιστές φιλέλληνες και τον επικεφαλής του τάγματος, τον Ρόμπερτ. Ο Βούρβαχης συγκεντρώνει στρατό για να τον βοηθήσει».

Παρά τις προσπάθειες της Κυβέρνησης, η κατάσταση του Τακτικού Σώματος το 1827 δεν βελτιώθηκε καθόλου. Η δύναμή του μειωνόταν συνεχώς, εξαιτίας της έλλειψης πόρων και μέσων, και κυρίως λόγω του ασταθούς πολιτικού κλίματος που επικρατούσε στην Ελλάδα. Ο Φαβιέρος, προκειμένου να αποφύγει την ολοκληρωτική διάλυση του στρατού, δέχθηκε πρόταση των Προεστών της Χίου να οργανώσει μία εκστρατεία για την απελευθέρωση του νησιού. Η άφιξη του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, βρήκε επομένως το Τακτικό Σώμα να πολεμά στη Χίο. Δυστυχώς, η εκστρατεία αυτή απέτυχε και το Τακτικό Σώμα επέστρεψε στα Μέθανα. Οι λόγοι της αποτυχίας, όπως και στην περίπτωση της Καρύστου, είναι πολλοί. Κυρίως η κακή συνεργασία μεταξύ του Τακτικού Σώματος και των ατάκτων, και η έλλειψη συντονισμού. Ακόμη, στην περίπτωση της Χίου διεκόπη και η τροφοδοσία (ο Μιαούλης ήταν απασχολημένος με την καταπολέμηση της πειρατείας και δεν ήταν σε θέση να τους συνδράμει από θαλάσσης). Παράλληλα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ήταν δύσκολο να ενταχθεί η Χίος στις διεκδικήσεις των Ελλήνων για τα σύνορα του μελλοντικού Ελληνικού κράτους. Ο Φαβιέρος κατηγορήθηκε ότι ανέλαβε μια άσκοπη πολεμική επιχείρηση, και μάλιστα παράνομη, και οδηγήθηκε σε δίκη.

Η αποτυχία αυτή ήταν η πρώτη αφορμή για να τεθούν σε δοκιμασία οι σχέσεις ανάμεσα στον Φαβιέρο και τον νέο Κυβερνήτη, παρότι στην αρχή αυτές φαίνονταν αρκετά φιλικές. Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας είχε διαφορετικές απόψεις για τον χαρακτήρα του στρατού, ενώ φαίνεται ότι τον ενοχλούσαν οι φιλελεύθερες πεποιθήσεις του Φαβιέρου. Η κατάσταση αυτή ενόχλησε τον Φαβιέρο, ο οποίος υπέβαλε την παραίτησή του στις 22 Μαΐου 1828. Η διαφωνία αυτή οξύνθηκε όταν ο Φαβιέρος επέστρεψε αργότερα στην Ελλάδα με το Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του Μοριά, και ζήτησε να του ανατεθεί εκ νέου η αρχηγία του Τακτικού Στρατού. Ο Καποδίστριας απέρριψε τις προτάσεις του και ο Φαβιέρος, απογοητευμένος, εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα για τη Γαλλία στις αρχές του 1829, παίρνοντας μαζί του και τον Έλληνα υπηρέτη του, έναν δεκανέα ονόματι Θηραμένη.

Ιδιαίτερα σημαντική επιστολή που απευθύνει ο μεγάλος Γάλλος ευγενής, αξιωματικός και πολιτικός Μαρκήσιος Marie-Joseph de LAFAYETTE (1757-1834), ήρωας της Αμερικανικής Επανάστασης, φιλελεύθερος και φιλέλληνας.
Την επιστολή την απευθύνει προς την Madame Moliere [σύζυγο αξιωματικού του επιτελείου του Φαβιέρου] από το Παρίσι, στις 27 Μαΐου 1828. Αναφέρεται στην αποτυχία της επιχείρησης στην Χίο.

Στη Γαλλία, το 1830, ο Φαβιέρος συμμετείχε στην Ιουλιανή Επανάσταση και κατόπιν, έγινε φρούραρχος στο Παρίσι. Το 1831, παντρεύτηκε την Ισπανίδα Maria de las Nieves-Catherine Martinez de Harvas, με την οποία απέκτησε έναν υιό, τον Louis-Eugène, το ίδιο έτος. Το 1839 έγινε Γενικός Επιθεωρητής του Γαλλικού στρατού, το 1845 μέλος της γαλλικής εθνοσυνέλευσης και το 1849 βουλευτής της Meurthe. Τέθηκε σε αποστρατεία το 1848, και ορίσθηκε πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία στη Δανία. Το 1851 αποσύρθηκε οριστικά από τον δημόσιο βίο. Πέθανε το 1855 στο Παρίσι, έχοντας αποκομίσει έντεκα πληγές στο κορμί του από τη συμμετοχή του σε μάχες κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Στην Ελλάδα, η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας τον ανακήρυξε Έλληνα πολίτη και ο βασιλέας Όθων τον τίμησε με τον Μεγάλο Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος. Την ημέρα του θανάτου του, 15 Σεπτεμβρίου 1855, επιβλήθηκε πένθος τριών ημερών στον Ελληνικό Στρατό και η Ακρόπολη φωταγωγήθηκε ανάλογα. Επιπλέον, το Ελληνικό κράτος έθεσε σε κυκλοφορία αναμνηστικά μετάλλια και γραμματόσημα εξ αφορμής της εκατονταετηρίδας από την ηρωική μάχη στην Ακρόπολη.

Αναμνηστικό μετάλλιο για τα 100 χρόνια από την ηρωική μάχη στην Ακρόπολη, Συλλογή ΕΕΦ

Για την πλειονότητα των Ελλήνων ιστορικών, ο Συνταγματάρχης Φαβιέρος παραμένει μια σύνθετη και πολύπλοκη προσωπικότητα. Παρά τις αντιφατικές απόψεις τους, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ήταν άνδρας μεγάλης πολεμικής πείρας, θαρραλέος και γενναίος αξιωματικός, που διέθετε οργανωτικό ταλέντο. Αγνοούσε όμως εν μέρει τη μέθοδο και τις τεχνικές πολέμου των οπλαρχηγών, οι οποίοι αρνούνταν να ενταχθούν στον Τακτικό Στρατό και απέφευγαν τη συνεργασία και τον συντονισμό μαζί του. Πράγμα που δημιουργούσε μία σοβαρή δυσλειτουργία.

Ο Φαβιέρος πάντως αναγνώριζε την γενναιότητα των Ελλήνων οπλαρχηγών, ενώ από την άλλη, πολλοί οπλαρχηγοί κατανοούσαν το πρόβλημα αυτό. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη: «Καθίσαμεν καμπόσο εἰς τὴ Νύδρα. Μὄδωσαν ἕνα καλὸ ἀποδειχτικὸν κι᾿ ἄλλο διὰ τὰ χρήματά μου, πῆρα κι᾿ ἀπ᾿ οὕλους τοὺς στρατιῶτες ὁποῦ τἄλαβαν ἐξ ἰδίων μου καὶ σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὴν Διοίκηση καὶ τῆς εἶπα ὅτι θὰ διαλύσω τὸ σῶμα μου καὶ θὰ μπῶ εἰς τὸ ταχτικὸν ἁπλὸς στρατιώτης (μ᾿ εἶχαν κάμη καὶ στρατηγόν). Τοὺς εἶπα: ‘’Ἡ πατρὶς χωρὶς ταχτικὸν δὲν πάγει ὀμπρὸς καὶ θὰ μπῶ ῾σ αὐτό’’. Πάσκισαν, δὲν μπόρεσαν νὰ μὲ βαστήξουν. Πέταξα τὸν βαθμό μου καὶ διάλυσα τὸ σῶμα μου· πῆρα καμπόσους ἀξιωματικούς μου νὰ πάγω εἰς τὴν Ἀθήνα, ὁποὖναι ὁ Φαβγές (Φαβιέρος), νὰ γυμναστῶ ὡς ἁπλὸς στρατιώτης».

Ο μεγάλος Γάλλος φιλέλληνας ήταν ένας ειλικρινής και ανιδιοτελής φίλος της Ελλάδας, εμπνευσμένος από τις αξίες του Ελληνικού πολιτισμού, υπόδειγμα ηγέτη, που ασκούσε τα καθήκοντά του με δικαιοσύνη, ευσυνειδησία και γενναιοφροσύνη. Είχε ισχυρό χαρακτήρα, πείσμα και επιμονή. Λάμβανε πάντα μέριμνα για τους στρατιώτες του, καθώς τους αγαπούσε πολύ, όπως καταμαρτυρεί τόσο ο Χρήστος Βυζάντιος, όσο και ο Henri Fornèsy. Την ίδια εκτίμηση εκφράζει και ο Victor Hugo όταν περιγράφει τον Φαβιέρο μέσα στη Γαλλική εθνοσυνέλευση στο έργο του Choses Vues. Όπως αναφέρει ο Hugo, οι στρατιώτες του τον έβλεπαν όχι σαν αρχηγό, άλλα σαν θεό. Μάλιστα του αφιερώνει κι ένα ποίημα στη συλλογή του Orientales. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Φαβιέρος φόρεσε από την πρώτη στιγμή φουστανέλα και μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι, παρόμοιο εκείνων που φορούσαν οι Έλληνες στρατηγοί Νικηταράς και Μακρυγιάννης. Ο Φαβιέρος γενικά είχε προσαρμοσθεί τόσο πολύ στη ζωή των Ελλήνων αγωνιστών, ώστε όταν τον έβλεπαν άγνωστοι δεν μπορούσαν πιστέψουν ότι δεν ήταν Έλληνας.

Η βαθιά αγάπη του Φαβιέρου για τους στρατιώτες του φαίνεται και από το γεγονός ότι τους αποκαλούσε «παιδιά του» και κατ’ επέκταση, οι στρατιώτες του τον αποκαλούσαν «πατέρα». Αυτό καταγράφεται σε πολλές επιστολές που έχουν σωθεί και απευθύνονται στον Φαβιέρο το 1840. Άλλες επιστολές του, διάσπαρτες στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, μαρτυρούν τη μέριμνά του για τον φτωχό ελληνικό πληθυσμό και την ασφάλεια των κατοίκων των διάφορων ελληνικών πόλεων. Ακόμη και μετά την αναχώρησή του και μέχρι τον θάνατό του δεν έπαψε, να αγαπά την Ελλάδα και να την υπερασπίζεται σε κάθε ευκαιρία.

Σε ανάμνηση της μάχης στην Αττική κατά την πολιορκίας της Ακροπόλεως, τοποθετήθηκε στο προαύλιο του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, μια στήλη η οποία τιμά τη δράση του Φαβιέρου και του υπαρχηγού του ταγματάρχη Ροβέρτο, που φονεύθηκε κατά την είσοδο στην Ακρόπολη. Η στήλη έχει χαραγμένες στις δύο πλευρές της τις εξής αναφορές:

«ΤΩ, ΦΑΒΙΕΡΩ, ΠΡΟΜΑΧΩ, ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ Η ΕΛΛΑΣ 1826 – 1926»

«ΕΙΣ ΤΟΝ ΗΡΩΙΚΟΝ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΝ ΦΡΑΓΚ. ΡΟΒΕΡΤΟΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΤ ΑΥΤΟΥ ΘΑΝΟΝΤΑΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ Η ΕΛΛΑΣ 1826 – 1926».

Τιμητικό χάλκινο μετάλλιο του 1829, επί Καποδίστρια, του καλλιτέχνη Stempel von Peuvrier, με κεφαλή του Φαβιέρου και την επιγραφή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Συλλογή ΕΕΦ

ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Debidour Antonin, Le général Fabvier, sa vie militaire et politique, εκδ. Plon-Nourrit et Cie, Παρίσι
  • Le Spectateur Militaire, Recueil de science, d’art et d’histoire militaires, 27e volume, XXVII, quatorzième année, Παρίσι, Noirot, 15 avril 1839, σελ. 552-556.
  • Œuvres Complètes de Victor Hugo, Choses Vues I, A la Chambre des Pairs, 1846-1848, Παρίσι, Imprimerie Nationale, 1913.
  • Pellion Jean Pierre, La Grèce et les Capodistrias pendant l’occupation française de 1828 à 1834, Librairie Militaire, Παρίσι
  • St-Clair William, That Greece might still be free – The Philhellenes in the War of Independence, τ. 1, εκδ. Oxford University Press, Λονδίνο-Νέα Υόρκη
  • Victor Hugo, Orientales, “Enthousiasme” 1827.
  • Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας, «Φαβιέρος Κάρολος (1782-1855)» διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://argolikivivliothiki.gr,
  • Βυζάντιος Σ. Χρήστος, Ιστορία του Τακτικού Στρατού της Ελλάδος από της πρώτης συστάσεώς του κατά το 1821 μέχρι των 1832, εκδ. Κ. Ράλλης, Αθήνα 1837.
  • Βυζάντιος Σ. Χρήστος, Ιστορία των κατά την Ελλην. Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833, εκδ. Κ. Αντωνιάδης, Αθήνα 1874.
  • Βυζάντιος Σ. Χρήστος, Ιστορία των κατά την Ελλην. Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833, χ.ε., Αθήνα 1901.
  • ΓΑΚ, Συλλογή Βλαχογιάννη, κατηγορία Ε, κυτίο 5, αρ. 885, Αρχείο Καραϊσκάκη (Γράμμα εκ της Ακροπόλεως).
  • Εκατονταετηρίς Φαβιέρου 1826-1926, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον «Εστία», 1927.
  • Θεμελή-Κατηφόρη Δέσποινα, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια, 1828-1831, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1985.
  • Ιστορία της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού, 1821-1954, εκδ. ΓΕΣ, Αθήνα 1955.
  • Ιστορία του Ελληνικού Στρατού, 1821-1997, εκδ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1997.
  • Καρατζάς Γεώργιος, «Ο Φιλέλλην Φαβιέρος και ο Τακτικός Στρατός επί Επαναστάσεως», περιοδικό Εστία, τ. 7, τεύχ. 159 (14 Ιανουαρίου 1879), σσ. 17-22.
  • Κρεμμυδάς Βασίλης, «Ο Γαλλικός Στρατός στην Πελοπόννησο. Συμβολή στην ιστορία της Καποδιστριακής περιόδου», Πελοποννησιακά, τ. ΙΒ΄ (1976-1977), σσ. 75-102.
  • Λουκάτος Σπυρίδων, «Ιω. Καποδίστριας και Καρ. Φαβιέρος», Μνημοσύνη, Τόμος Β’, Αθήνα, 1968-1969, σσ. 217-277.
  • Μονόφυλλα του Αγώνος, 1821-1827 – Προκηρύξεις, θεσπίσματα, διατάγματα, τ. 1, πρόλογος: Ιωάννης Α. Μελετόπουλος, εισαγωγικό κείμενο: Ιωάννης Κ. Μαζαράκης Αινιάν, εκδ. ΙΕΕΕ, Αθήνα 1973.
  • Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την νέαν ελληνικήν ιστορίαν (1821-1843), τ. 1-2, εκδ. Παναγιώτου Φ. Χριστοπούλου, Αθήνα 1972.
  • Φορνέζι Ερρίκος, Το μνημείον των Φιλελλήνων, εκδ. Χ. Κοσμαδάκης & σία, Αθήνα 1968 [Απομνημονεύματα αγωνιστών του ΄21, τ. 20].

Sir James Emerson, by Richard Austin, 1836

Ο Sir James Emerson Tennent (Μπέλφαστ 1804 – Λονδίνο 1869), ήταν Βρετανός από τη Βόρειο Ιρλανδία. Σπούδασε νομική στο Μπέλφαστ και στο Trinity College στο Δουβλίνο, από όπου έλαβε πτυχίο διδάκτορος στην Νομική. Το δεύτερό του όνομα “Tennent”, προστέθηκε στο Emerson το 1832, μετά τον γάμο του με την Letitia Tennent.

Από τα φοιτητικά του χρόνια εκδήλωσε την αγάπη του προς την κλασσική παιδεία και την Ελλάδα. Όταν ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση τάχθηκε με ενθουσιασμό στο πλευρό των Ελλήνων και αποφάσισε να ενισχύσει ενεργά τον αγώνα τους. Ταξίδευσε στην Ελλάδα και όταν έφθασε στο Μεσολόγγι, εντάχθηκε στο σώμα πυροβολικού που είχε σχηματίσει ο Λόρδος Βύρων. Ήταν στενός συνεργάτης και φίλος του Λόρδου Βύρωνος, και έμεινε μαζί με τον Gamba στο πλευρό του μεγάλου φιλέλληνα μέχρι τον θάνατό του.

Μετά τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνος, ο Sir James Emerson Tennent επέστρεψε στην Αγγλία. Όμως ένα χρόνο περίπου αργότερα, δηλαδή στις αρχές του 1825, επανήλθε στην Ελλάδα. Έφθασε πρώτα στα Ιόνια νησιά και από εκεί στην Πελοπόννησο. Η ελληνική διοίκηση αναγνώρισε την εμπειρία του στο πλευρό του Λόρδου Βύρωνος στο Μεσολόγγι και τον διόρισε λοχαγό του Πυροβολικού. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο Sir James Emerson Tennant πολέμησε και στη Μάχη της Ακροπόλεως. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα πέρασε μεγάλο διάστημα στην Ύδρα και στις Σπέτσες, με στόχο να καταγράψει την οργάνωση και δράση του Ελληνικού Ναυτικού και των πυρπολικών στη θάλασσα. Η μελέτη αυτή αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές πηγές για την δράση του Ναυτικού των Ελλήνων και τις συγκρούσεις τους με τον τουρκικό στόλο. Το 1826 εξέδωσε στο Λονδίνο το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Picture of Greece, στο οποίο καταγράφει τις εμπειρίες του αυτές. Το βιβλίο αυτό συνέβαλε στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος στην Μεγάλη Βρετανία και επηρέασε την κοινή γνώμη υπέρ των Ελλήνων.

Sir James Emerson Tennent, Picture of Greece, Συλλογή ΕΕΦ

Στη συνέχεια εξέδωσε άλλα δύο βιβλία. Το Letters from the Aegean (1829) και το History of Modern Greece (1830).

Sir James Emerson Tennent, History of Modern Greece, Συλλογή ΕΕΦ

Το πρώτο έργο του παρουσιάζει πολλά στοιχεία για την Ελλάδα, συνδυάζει την ταξιδιωτική αφήγηση με πολιτικές αναλύσεις, περιγράφει την ελληνική οικονομία, την τοπική παραγωγή και επιχειρεί ακόμη και μία κοινωνική ανάλυση των παραδόσεων των Ελλήνων. Το δεύτερο έργο του για το Αιγαίο, περιγράφει ένα ταξίδι από το Σούνιο, στη Σύρο, τη Χίο, τη Σμύρνη, την Έφεσο, τη Μικρά Ασία, τη Φώκαια, τη Σάμο, την Πάτμο, τη Σύμη, το Καστελόριζο, την ακτή της Λυκίας, τη Σαντορίνη, τη Σίκινο, την Ίο, τη Νάξο, την Αντίπαρο, την Πάρο, τη Μύκονο, τη Δήλο, τη Μήλο και την Κίμωλο.

Μέσα από το έργο του το 1826, ο Emerson εμφανίζεται ιδιαίτερα θετικός και αισιόδοξος για την προοπτική της σύστασης ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Παράλληλα όμως καταγράφει και τις αδυναμίες των Ελλήνων (που ήταν ήδη γνωστές και στον Λόρδο Βύρωνα), καθώς και τις δυσκολίες στον δρόμο για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.

Ο Sir James Emerson Tennent δημοσίευε συστηματικά ανωνύμως άρθρα στον βρετανικό τύπο, με τα οποία στήριζε τον αγώνα των Ελλήνων και τις προσπάθειές τους για τη σύσταση νέου Ελληνικού κράτους.

Το 1832 εκλέχθηκε βουλευτής στο Μπέλφαστ και έκτοτε ακολούθησε πολιτική σταδιοδρομία. Το 1841 διορίσθηκε “Joint Secretary to the Indian Board” (1841-1845). Το 1845 χρίστηκε ιππότης και διορίστηκε γραμματέας στη βρετανική αποικία της Κεϋλάνης (“Colonial Secretary in Ceylon”, 1845-1849), σήμερα Σρι Λάνκα, μέχρι το 1850. Από το 1852 έως το 1867, διορίσθηκε “Permanent Secretary to the Board of Trade” στο Λονδίνο.

Sir James Emerson Tennent, 1st Baronet of Tempo Manor, Philip Richard Morris (1836–1902), Belfast City Hall

Ο Sir James Emerson Tennent συνέγραψε και άλλα βιβλία σχετικά με την Κεϋλάνη και ήταν στενός φίλος του Καρόλου Ντίκενς.

Η ΕΕΦ έχει στη συλλογή της το σύνολο των παρασήμων που έλαβε ο Sir James Emerson Tennent από τον βασιλέα Όθωνα για τη συνεισφορά του στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Το σετ περιλαμβάνει τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος επί Όθωνος. Ο Σταυρός είναι ύψους 8,5 εκ. και ο Αστέρας ύψους 7 εκ.

Περιλαμβάνει, επίσης, ένα σύνολο διακριτικών του Μεγάλου Διοικητή για το «Βασιλικό Τάγμα του Ανώτερου Ταξιάρχη», που αποτελείται από ένα παράσημο από χρυσό και σμάλτο, με τη μορφή ενός λευκού σταυρού, που εγγράφεται σε ένα κυκλικό πράσινο στεφάνι δάφνης και δρυός, ενώ στέφεται από ένα χρυσό στέμμα. Το μπροστινό μέρος του σταυρού αποτυπώνει το κεφάλι, σε προφίλ, του βασιλέως Όθωνος και την ελληνική επιγραφή «Όθων Βασιλεύς της Ελλάδος». Επιπλέον, περιλαμβάνει ένα ασημένιο και χρυσό αστέρα με σμάλτινη διακόσμηση σε μπλε, άσπρο, πράσινο και μία ελληνική επιγραφή, στο πίσω μέρος το οποίο είναι υπογεγραμμένο ως «R & J Garrand & Co. Goldsmiths, to the Queen». Τέλος, στο σετ περιλαμβάνεται το ανώτερο (ασημένιο) μετάλλιο των αγωνιστών του 1821. Όλο το σετ βρίσκεται στο αυθεντικό κουτί του.

Τα μετάλλια που έλαβε ο Sir James Emerson Tennent από την Ελλάδα, Συλλογή ΕΕΦ

Ακόμη η ΕΕΦ διαθέτει στην συλλογή της μία χρυσή αναμνηστική καρφίτσα με σμάλτο που περιέχει μαλλιά του Λόρδου Βύρωνος. Το κόσμημα αυτό δόθηκε στον Sir James Emerson Tennent από τον Κόμη Gamba. Η καρφίτσα φέρει στην μία πλευρά επιγραφή «Στη μνήμη» με χρυσούς γοτθικούς χαρακτήρες. Στην άλλη πλευρά υπάρχει αφιέρωση: «Byron από τον Κόμη P. Gamba στον James Emerson, Αθήνα 1825». Ο Κόμης Gamba ήταν αδελφός της τελευταίας συντρόφου του Λόρδου Βύρωνα, της Τeresa Guiccioli, και στενός φίλος και συνεργάτης του Λόρδου Βύρωνα κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μεσολόγγι.

Χρυσή αναμνηστική καρφίτσα με σμάλτο που περιέχει μαλλιά του Λόρδου Βύρωνος, Συλλογή ΕΕΦ

Ο Sir James Emerson Tennent, ήταν ένας μεγάλος φιλέλληνας ο οποίος έχει συνεισφέρει πολλά στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ελλάδας.

Αντί επιλόγου, παραθέτουμε απόσπασμα από την εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ της 7 Μαρτίου 1869, που ανακοινώνει τον θάνατο του Sir James Emerson Tennent:

«Ο πατριάρχης των εν Αγγλία φιλελλήνων, σιρ Ιάκωβος Εμερσον Τέννεντ, ο μετά του λόρδου Βύρωνος συναγωνισθείς υπέρ της ελληνικής ελευθερίας και εκδούς διάφορα συγγράμματα περί Ελλήνων, εν οις την ιστορίαν της νέας Ελλάδος, ετελεύτησεν εσχάτως εν Λονδίνω υπερεβδομηκοντούτης. Η μνήμη του σεβάσμιου τούτου ανδρός, όστις αείποτε διεκρίθη επί ακραιφνεί φιλελληνισμώ και εξέδοτο ανωνύμως εν περιοδικοίς συγγράμμασιν, αξιολογώντες πραγματείας υπέρ του προσφιλούς αυτώ αγώνος, θα μείνη ανεξάλειπτος εν τη καρδία του Ελληνικού Έθνους, όπερ τιμά και γεραίρει τους οπωσδήποτε ευεργετούντες αυτό».

Sir James Emerson Tennent (1804–1869), Patrick MacDowell (1799–1870), Belfast City Hall

ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Sir James Emerson Tennent, Picture of Greece, 1826.
  • Sir James Emerson Tennent, Letters from the Aegean, 1829.
  • Sir James Emerson Tennent, History of Modern Greece, 1830.
  • Chisholm, Hugh, «Tennent, Sir James Emerson». Encyclopædia Britannica. Cambridge University Press, 1911.
  • Tyronne Fernando, PC, 154th Death Anniversary of Veera Puran Appu.
  • William E. A. Axon, The Annals of Manchester: A chronological record from the earliest times to the end of 1885, 1886.
  • Εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ, Αθήνα, 7 Μαρτίου 1869, σελ. 3.
  • Boase, George Clement, «Tennent, James Emerson». In Lee, Sidney, Dictionary of National Biography, London, Smith, Elder & Co., 1898.
  • Boase, G. C.; Baigent, Elizabeth. «Tennent, Sir James Emerson, first baronet (1804 –1869)». Oxford Dictionary of National Biography, Oxford University Press.

La fiancee du Klephte, romance, paroles de A. Betourne, musique de Theodore Labarre. Παρίσι, E. Troupenas, [π. 1825], Συλλογή ΕΕΦ

Η ΕΕΦ συνδιοργανώνει με το Ίδρυμα Β&Μ Θεοχαράκη σειρά συναυλιών και μουσικών αναλογίων, ενόψει του εορτασμού των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, στα πλαίσια των δράσεων της Πρωτοβουλίας 21 των 14 Ιδρυμάτων.

Τα έργα αφορούν κλασσική μουσική φιλελληνικής έμπνευσης, που συνέθεσαν ευρωπαίοι συνθέτες την εποχή του απελευθερωτικού Αγώνα, για να υποστηρίξουν με συναυλίες-εράνους την προσπάθεια των Ελλήνων αγωνιστών:

  • Γύρω από τον Ροσσίνι: Ιταλικός μουσικός Φιλελληνισμός
  • Ο Μπερλιόζ και η Επανάσταση: Γαλλικός μουσικός Φιλελληνισμός
  • Ο Μύλλερ των Ελλήνων: Γερμανικός μουσικός Φιλελληνισμός
  • Ο Βύρων και οι Μούσες: Αγγλικός μουσικός Φιλελληνισμός

Επίσης, θα παρουσιασθούν πέντε μουσικά αναλόγια σε επιμέλεια της Μάγδας Μαυρογιάννη με θέματα βασισμένα στην Ελληνική Επανάσταση, όπως:

  • Ντελακρουά – Κανάρης – Γεωργία Σάνδη – Σοπέν
  • Ο γιος της καλογριάς. Γεώργιος Καραϊσκάκης.
  • Λόρδος Βύρων – Μαίρη Σέλλεϋ
  • Η θρυλική Καπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
  • Μαντάμ Σενιέ. (Ελισσάβετ  Σενιέ – Λουμάκη)

 

Étienne-Marin Bailly, λιθογραφία 19ου αιώνος, συλλογή ΕΕΦ

O Étienne-Marin Bailly, είναι ένας σημαντικός Γάλλος Φιλέλληνας ιατρός που συνέδραμε καθοριστικά με το έργο του τον Αγώνα των Ελλήνων.

Γεννήθηκε το 1795 στο Blois, σπούδασε ιατρική και υπήρξε προσωπικός ιατρός, φίλος και συνεργάτης του Γάλλου φιλοσόφου Saint-Simon. Παράλληλα, ήταν συγγραφέας διαφόρων μελετών φιλοσοφικού και ιατρικού περιεχομένου.

Έφθασε στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1825 προκειμένου να παράσχει τις ιατρικές γνώσεις του στους επαναστατημένους Έλληνες. Συγκεκριμένα, ο Bailly, στάλθηκε από τη Γαλλία, με σκοπό να «διευθύνει τον φαρμακευτικό κλάδο και να εγκαθιδρύσει υπηρεσίες υγείας» με τη βοήθεια του ανιψιού του, επίσης ιατρού, Félix Blondeau. Το σχέδιο αυτό χρηματοδοτούσε ο δούκας της Ορλεάνης. Κατά την άφιξή του στην Ελλάδα, απογοητεύθηκε από την πρωτόγονη εικόνα της ιατρικής σε μια χώρα παραδομένη στο έλεος των επιδημιών. Επιχείρησε άμεσα την οργάνωση ενός γενικού υγειονομικού συστήματος, με απόφαση της προσωρινής Κυβέρνησης, η οποία όρισε με διάταγμα να παρακρατείται ποσοστό 0,5% από όλους τους μισθούς προκειμένου να καλυφθούν τα απαιτούμενα έξοδα για την ίδρυση των απαραίτητων νοσοκομείων. Μαζί με τον Γερμανό Αρχίατρο, Ερρίκο Τράιμπερ, αλλά και τους Γάλλους ιατρούς Dumont και Bernardi, ο Bailly οργάνωσε αρχικά στρατιωτικό χειρουργείο στην Κούλουρη της Σαλαμίνας το οποίο προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα.

Επιπλέον, σε εκτέλεση της παραγράφου (δ΄) του νόμου ΜΘ΄ «Περί Νοσοκομείων» της 5ης Οκτωβρίου 1825, ανατέθηκε στον Bailly η σύνταξη του σχετικού διατάγματος. Εκείνος υπέβαλε στο Εκτελεστικό Σώμα το σχέδιο του Γενικού Οργανισμού για την ίδρυση των υγειονομικών καταστημάτων. Το σχέδιο αυτό, με τίτλο Γενική υπουργία της εις την Ελλάδα υγείας, ρύθμιζε τη λειτουργία των νοσοκομείων και προέβλεπε τις γενικές διατάξεις σχετικά με τη δημόσια υγεία. Όριζε ότι κανένα άτομο δεν μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμα του ιατρού, του χειρούργου ή του φαρμακοποιού χωρίς να είναι κάτοχος σχετικού πτυχίου, το οποίο χορηγείτο από ειδική επιτροπή. Επιπλέον, προέβλεπε την ίδρυση τεσσάρων υγειονομικών καταστημάτων (στο Ναύπλιο, στην Αθήνα, στο Μεσολόγγι και στα Χανιά) και ρύθμιζε τους όρους λειτουργίας τους. Ένα ιδιαίτερο μέρος του διατάγματος ήταν αφιερωμένο στην περίθαλψη των τραυματιών του Αγώνα και επέβαλε τον ορισμό ενός Αρχιάτρου και ενός χειρούργου δίπλα σε κάθε στρατιωτικό διοικητή.

Παράλληλα, με τη βοήθεια χρημάτων που χορηγήθηκαν από το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Παρισιού, ο Bailly επιχείρησε την ίδρυση και κεντρικού φαρμακείου. Ωστόσο, η έλλειψη πόρων και άλλες δυσκολίες εμπόδισαν την πραγματοποίηση του μεγαλόπνοου σχεδίου του. Τελικά, οργανώθηκε μόνο ένα νοσοκομείο στο Ναύπλιο, ενώ εκείνος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα προκειμένου να οργανώσει εκεί ένα νέο υγειονομικό κατάστημα.

Η συμβολή του Bailly, όμως, δεν περιορίστηκε στην οργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών. Με πρακτικό τρόπο και συνεπικουρούμενος από τον ανιψιό του Félix Blondeau, κατάφερε να βοηθήσει στην περίθαλψη περισσότερων από 30.000 τραυματιών και ασθενών, διαφόρων εθνικοτήτων. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται Έλληνες, Φιλέλληνες και Γάλλοι αξιωματικοί του εκστρατευτικού Σώματος του Maison. Επιπλέον, προσπάθησε να εκπαιδεύσει τους Έλληνες ιατρούς, καταπολέμησε τις πρακτικές των τσαρλατάνων που εκμεταλλεύονταν τον πληθυσμό και εναντιώθηκε στις προκαταλήψεις που κυριαρχούσαν και έβλαπταν τη δημόσια υγεία.

Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Καποδίστρια, συνέχισε τη δράση του ως μέλος της Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυπλίου, σώζοντας τον πληθυσμό της πόλης από την πανώλη. Χάρη στο έργο του, εκτιμάται ότι περίπου το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού σώθηκε από τον θάνατο, εξού και ο χαρακτηρισμός «Bailly, ο θεός».

Μια άλλη πτυχή των φιλελληνικών υπηρεσιών του Bailly αποτελεί η δράση του στους κόλπους της επιτροπής που ήταν επιφορτισμένη με τη διαχείριση των προμηθειών που έφθαναν στην Ελλάδα από τα κομιτάτα του εξωτερικού κατά τις αρχές του 1827. Η επιτροπή αυτή, που ιδρύθηκε με εντολή της Κυβέρνησης, αποτελείτο από τον Bailly, ως εκπρόσωπο του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Παρισιού, τον Ιταλό Pertini και τον στρατιωτικό, Βαυαρό υπήκοο Heideck. Ο Bailly διέθεσε μέρος των προμηθειών στον επαπειλούμενο πληθυσμό, καλλιεργώντας την ιδέα ότι η Γαλλία θα βοηθούσε συστηματικά την Ελλάδα. Με τη δράση του και την πολιτική του, στήριζε τα φιλο-ορλεανικά σχέδια του Γάλλου Στρατηγού Roche και το πολιτικό κόμμα του Ιωάννη Κωλέττη. Στην προσπάθειά του αυτή βρέθηκε γρήγορα αντιμέτωπος με τον Heideck για τον τρόπο διαχείρισης των προμηθειών και τον πολιτικό του ρόλο, καθώς επίσης και με τον Φαβιέρο του οποίου τις οργανωτικές στρατιωτικές ενέργειες εξάλλου δεν ενέκρινε. Παράλληλα, δήλωνε ανοικτά την αφοσίωσή του προς τον Ιωάννη Κωλέττη, επικεφαλής του γαλλικού κόμματος.

Étienne-Marin Bailly, λιθογραφία 19ου αιώνος από το έργο του Krazeisen Karl (1794 – 1878), συλλογή ΕΕΦ

Αναμφισβήτητα το έργο του Bailly ήταν σημαντικό. Σύμφωνα με απολογισμό που πραγματοποίησε ο ίδιος, χάρη στις προσπάθειές του 6.000 στρατιώτες έλαβαν μερίδες φαγητού, εξοπλισμό και πολεμοφόδια, ενώ διατέθηκαν 500.000 φράγκα για την ενίσχυση των φρουρίων, τη συντήρηση του Ναυτικού και του Στρατού Ξηράς.

Για το σύνολο των υπηρεσιών του, με ψήφισμα της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας του χορηγήθηκε η ελληνική ιθαγένεια (5 Μαΐου 1827), ενώ οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης τον ευχαρίστησαν και εκείνοι με τη σειρά τους.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, αναχώρησε με τον ανιψιό του στα τέλη του 1829. Πήγε πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Γαλλία. Πέθανε το 1837. Λίγο πριν πεθάνει, είχε τιμηθεί και από τον βασιλέα Όθωνα με το παράσημο του Ιππότου του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος.

 

 

ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Barau Denys, «La mobilisation des philhellènes en faveur de la Grèce, 1821-1829», Populations réfugiées. De l’exil au retour, επιμ. Luc Cambrézy – Véronique Lassailly-Jacob, εκδ. IRD, Paris 2001, [Colloques et Séminaires], σσ. 37-76.
  • Barth Wilhelm – Max Kehrig-Korn, Die Philhellenenzeit, von der Mitte des 18 Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias am 9 Oktober 1831, εκδ. Hueber, Μόναχο 1960.
  • Άιδεκ Κάρολος, «Τα των Βαυαρών Φιλελλήνων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1826-1829», Αρμονία, τ. 1 (1900).
  • Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1821-1823, τ. 7: Πρακτικά του Βουλευτικού της Γ΄ Βουλευτικής περιόδου (1824-1826) – Πρακτικά του Βουλευτικού Σώματος, [τ. 4 του Βουλευτικού Σώματος], εκδ. Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα
  • Αρχειακή Συλλογή ΚΕΙΝΕ (Ακαδημία Αθηνών), «Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη», Φ. 148, έγγραφο 0006, επιστολή του Bailly από τη Μεθώνη προς τον Κωλέττη, «έκτακτο επίτροπο των Ανατολικών Σποράδων».
  • Εθνική Βιβλιοθήκη, Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων, χειρόγραφο 1.697: Henri Fornèsy, «Le monument des philhellènes», 1860.
  • Προβατά Δέσποινα, ÉtienneMarin Bailly (1796-1837) – Ένας σαινσιμονιστής στην επαναστατημένη Ελλάδα, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2008.
  • Τράιμπερ Ερρίκος, Αναμνήσεις από την Ελλάδα, 1822-1828 – Ανέκδοτο χρονικό του Αγώνος, χ.ε., Αθήνα 1960.

Η ΕΕΦ συμμετέχει ως συνεργαζόμενος φορέας στην Πρωτοβουλία 21 των 14 Ιδρυμάτων και της Εθνικής Τράπεζας για τον εορτασμό των 200 ετών από την Επανάσταση των Ελλήνων εναντίον του Οθωμανικού ζυγού. Ήδη παρουσιάστηκαν οι 130 δράσεις της Πρωτοβουλίας σε εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής. Η ΕΕΦ μετέχει σε 11 από αυτές, ενώ αναπτύσσει και άλλες, ανεξάρτητες δικές της δράσεις στην Ελλάδα και διεθνώς.

Η νίκη της ελευθερίας εναντίον της τυραννίας, η έξοδος από το σκοτάδι της δουλείας και της βαρβαρότητας της πολιτισμικής σιωπής στο πνευματικό φως του Ελληνικού Οικουμενικού Πολιτισμού απαιτεί συνεχή αναβάπτιση σε αρχές και αξίες διαχρονικές!

Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.

Ο Giuseppe Chiappe, κατάγεται από την πόλη Albenga της Σαρδηνίας. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και τη Γαλλία και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στο Λιβόρνο μέχρι το 1820.

Στην Ιταλία υπήρξε, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, μέλος της μυστικής επαναστατικής οργάνωσης των Carbonari. Όταν το κίνημα τους απέτυχε, προκειμένου να αποφύγει διώξεις το 1819, ο Giuseppe Chiappe ταξίδευσε με τη γυναίκα του Chiara και το μικρό γιό του στα Επτάνησα. Από εκεί πέρασε στην Ύδρα τον Μάιο του 1820.

Εκεί, ανέλαβε να διδάσκει την Ιταλική και Γαλλική γλώσσα, και στη συνέχεια διορίσθηκε εκπαιδευτής στη «Ναυτική Σχολή της Ύδρας».

Όταν το νησί κήρυξε την επανάσταση τον Απρίλιο του 1821, ο Giuseppe Chiappe ζήτησε να συμμετάσχει στα ναυτικές επιχειρήσεις. Τοποθετήθηκε στο πλοίο «Αγαμέμνων» με πλοίαρχο τον Αναστάσιο Τσαμαδό, όπου ανέλαβε χρέη γραμματέα και την ευθύνη του ημερολογίου του πλοίου.

Με τον «Αγαμέμνονα» έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, που καταγράφηκαν στο ημερολόγιο του πλοίου το οποίο έχει ιδιαίτερη ιστορική αξία. Μεταξύ αυτών, συμπεριλαμβάνεται επιχείρηση στον Παγασητικό, με σκοπό την πολιορκία του κάστρου, στις 5 Μάιου 1821, και  επιχειρήσεις υποστήριξης του ξεσηκωμού 24 χωριών του Βόλου.

Επίσης, συμμετείχε στην σημαντική ναυμαχία της  Ερεσσού της Λέσβου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Παπανικολής πυρπόλησε την τουρκική ναυαρχίδα.

Τέλος, τον Ιούνιο του 1821, έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις εκδίωξης των Τούρκων και διάσωσης των Χριστιανών κατοίκων της πόλεως των Κυδωνιών στην Μ. Ασία, που είχαν πυρπολήσει και λεηλατήσει οι Τούρκοι.

Όταν ο στόλος επέστρεψε στην Ύδρα, ο Chiappe διορίσθηκε Α’ γραμματέας της Αστυνομίας και γραμματέας του Λάζαρου Κουντουριώτη.

Το 1824 ο Giuseppe Chiappe ανέλαβε να εκδώσει, με έδρα την Ύδρα, την εφημερίδα Ο Φίλος του Νόμου, τη μακροβιότερη εφημερίδα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η οποία κυκλοφόρησε μέχρι και το 1827.

O Φίλος του Νόμου τυπωνόταν στο πιεστήριο που είχε δωρίσει στην Ελλάδα, μετά από παράκληση του Κοραή, ο Γάλλος φιλέλληνας εκδότης, Firmin Didot.

Η ΕΕΦ διαθέτει στο αρχείο της αυτόγραφη επιστολή με την υπογραφή του Giuseppe Chiappe («Ἰωσήφ Ν. Κιάππε») προς το Βουλευτικό Σώμα, γραμμένη στην Ύδρα, στις 16 Φεβρουαρίου 1824.

Η επιστολή αναφέρει τα εξής:

«… Μέλλων νά ἐκδώσω ἐντεῦθεν δίς τήν ἑβδομάδα πολιτικήν ἐφημερίδα ἐπιγραφομένην ὁ Φίλος τοῦ Νόμου, ἀνεφέρθην ἱκετικῶς πρός τήν Σεβαστήν Διοίκησιν ἵνα διορισθῶ ἐφημεριδογράφος αὐτῆς, καί κατά τό 44. ἄρθρον τοῦ νόμου τῆς Ἐπιδαύρου νά μοί δοθῇ ἡ ἄδεια τῆς εἰσόδου εἰς τάς τακτικάς καί ἐκτάκτους Συνελεύσεις τοῦ Σεβαστοῦ Ὑμῶν Σώματος, ἐξαιρουμένων τῶν μυστικῶν. Νῦν δέ ἱκετεύω τό Σεβαστόν Σῶμα αὐτό, ἵνα, εἰς ἀπουσίαν μου, παραχωρήσῃ τήν εἴσοδον ταύτην, εἰς τόν παρ’ ἐμοῦ διορισθέντα Ἐπίτροπον Κύριον Νικόλαον Εὐαγγελληνοῦ…».

Αντίγραφο της εφημερίδας Ο Φίλος του Νόμου

Πράγματι, η εφημερίδα Ο Φίλος του Νόμου ήταν, την περίοδο 1824 – 1825, το επίσημο όργανο της Προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης του ελεύθερου ελλαδικού χώρου.

Σε αναγνώριση του έργου του, οι προεστοί της Ύδρας ενέκριναν ψήφισμα που εκχωρούσε στον Giuseppe Chiappe την ιδιότητα του πολίτη της Ύδρας.

Σημαντική ήταν όμως και η συνεισφορά στον Αγώνα της συζύγου του Giuseppe, Chiara Chiappe. Η Chiappe συνεργάστηκε με 31 σημαντικές Ελληνίδες από όλη την Ελλάδα, υπό την καθοδήγηση της σπουδαίας Ελληνίδας λόγιας Ευανθίας Καΐρη, αδελφής του σημαντικού λογίου και αγωνιστή του 1821, Θεόφιλου Καΐρη, για τη σύνταξη, τον Ιούλιο του 1825, μία σημαντικής ανοικτής επιστολής Ελληνίδων γυναικών προς τις φιλελληνίδες της Ευρώπης και της Αμερικής. Η  επιστολή αυτή μεταφράστηκε στα γαλλικά και ιταλικά, τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Giuseppe Chiappe και στάλθηκε μαζικά σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής.

Το 1827 ο Giuseppe Chiappe σταμάτησε την έκδοση του Φίλου του Νόμου, και εξέδωσε μία εφημερίδα στη γαλλική γλώσσα με τίτλο Abeille Grecque (Ελληνική Μέλισσα), η οποία κυκλοφορούσε στην Ελλάδα και το εξωτερικό μέχρι το 1829.

Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, ο Giuseppe Chiappe διορίσθηκε το 1830 στο δικαστικό σώμα. Υπηρέτησε αρχικά ως γραμματέας του δικαστηρίου δυτικών Σποράδων και στη συνέχεια ως δικαστής στο Πρωτοδικείο Πύλου. Το 1835 τοποθετήθηκε στο Εμποροδικείο Σύρου και το 1841 στην Πάτρα.

Ο γιός του Giuseppe Chiappe, Πέτρος, ακολούθησε και αυτός σταδιοδρομία στην Ελληνική δικαιοσύνη και τιμήθηκε με τον βαθμό του Αρεοπαγίτη. Η οικογένεια Chiappe συνδέθηκε με την σημαντική οικογένεια του Γερμανού φιλέλληνα ιατρού Erik Treiber (Ερρίκου Τράϊμπερ), όταν ο Πέτρος Chiappe νυμφεύθηκε την Ρόζα Τράϊμπερ, κόρη του Ερρίκου.

Ο Giuseppe Chiappe απεβίωσε την 1η Ιουλίου 1848 στην Αθήνα. Η Ελλάδα τον τίμησε για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στην απελευθέρωση της χώρας, με το «μετάλλιο του Αγώνος» των αγωνιστών της Επανάστασης και τον Σταυρό του Σωτήρος.

ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Barth Wilhelm – Kehrig-Korn Max, Die Philhellenenzeit, Muenchen, 1960.
  • Αποστολίδης Χρ., Ερρίκος Τράϊμπερ Φιλέλλην – Αναμνήσεις από την Επανάσταση του 1821, Αθήνα, 1961.
  • Καρταπάνης Γρ., «Πολεμικά πλοία στον Παγασητικό», Εφημερίδα Ταχυδρόμος, Βόλος, 24.3.2019.
  • Κοντομήτρος Γ., Η ιστορική οικογένεια Αποστολίδη του Βόλου. ΚΑ’ τόμος Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, Βόλος, 2019.
  • Κουμαριανού Αικατερίνη, «Έντυπες εφημερίδες», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ.585.
  • Κουμαριανού Αικατερίνη, Ο τύπος στον αγώνα (1821-1827), Αθήνα, 1971.
  • Μιχαλόπουλος Φάνης, «Ο φιλέλλην Ιωσήφ Κιάππε», Εφημερίδα Καθημερινή, 9.4.1939.
  • Πάτρας Ν., Ιστορικά ημερολόγια των ναυμαχιών του 1821 – εκ των ημερολογίων του ναυμάχου Αναστασίου Τσαμαδού, Αθήνα, 1886.