Άρθρο του Jim Smyth

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο βιβλίο του, Οι Φιλέλληνες, ο C.M Woodhouse σχολιάζει:

«Ξανά και ξανά θα διαπιστωθεί στην ιστορία των Φιλελλήνων ότι κατάγονταν από τις μειονότητες των Βρετανικών Νήσων» (σελ. 64).

Ωστόσο, το μόνο που προσφέρει επ΄αυτού είναι μια επιφανειακή εξήγηση , όπως πράττουν και άλλοι συγγραφείς, οι οποίοι τείνουν να χρησιμοποιούν τον συλλογικό όρο «Βρετανοί» για όλους τους συμμετέχοντες.

Δεδομένου ότι αυτό είναι επισήμως ορθό από τον καιρό που η αγγλική αποικιοκρατία φέρει υπό τον έλεγχό τη το λεγόμενο Celtic Fringe, όσο και αν αμφισβητείται αυτός ο έλεγχος στην πραγματικότητα, τίθεται το ερώτημα τι παρακίνησε αυτή την ομάδα να συμμετάσχει στον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας σε αντίθεση με την ελάχιστη συμμετοχή των ίδιων των Άγγλων.

Εν συνόλω, η συμμετοχή της Ιρλανδίας ήταν ισχνή, αριθμώντας περίπου 40 εθελοντές. Ωστόσο, μεταξύ αυτών υπήρχαν άτομα που συνεισέφεραν σημαντικά σε κρίσιμους τομείς: εράνους, πολιτικές, στρατιωτικές, δημοσιογραφικές και λογοτεχνικές δραστηριότητες, όπως οι Richard Church, Charles Napier, Rowan Hamilton, Edward Blaquiere, Thomas Moore και James Emerson[1].

 

Η ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ: ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Η πραγματική γεωγραφική κατοχή γης είναι ό,τι σημαίνει σε τελική ανάλυση, η αυτοκρατορία Edward Said. [2]

Αν και η Ιρλανδία και η Ελλάδα δεν μοιράζονται μια κοινή ιστορία, και οι δύο υπέκειντο σε κυριαρχία για αιώνες: τέσσερις στην ελληνική περίπτωση και οχτώ στην περίπτωση της Ιρλανδίας. Η «τελική ανάλυση» του Said είναι σαφώς σωστή και σηματοδοτεί ένα σημείο εκκίνησης. Η αποικιακή κυριαρχία αποκτά πολλές μορφές και η αναγκαστική κατοχή και εκμετάλλευση της γης διαφέρει κατά περίπτωση. Αυτές οι διαφορές διαμορφώνουν τόσο την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, όσο και τις μορφές αντίστασης.

Αυτά τα διαφορετικά μοντέλα κυριαρχίας είχαν σημαντικές συνέπειες για την εμφάνιση κοινωνικών κινημάτων που τελικά επρόκειτο να συσπειρωθούν γύρω από έναν αγώνα για τη δημιουργία του Έθνους. Η γεωγραφία έπαιξε ρόλο: η Ιρλανδία, ένα νησί στην άκρη της Ευρώπης, απομονώθηκε από τους αιματηρούς αγώνες που κατέστρεψαν την ηπειρωτική Ευρώπη, ξεκινώντας ήδη από την παρακμή της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η συγγένεια με το ιστορικό παρελθόν -κεντρική πτυχή της εθνικιστικής ιδεολογίας- διασπάστηκε για τους ελληνόφωνους από την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής, η οποία ακολουθήθηκε από την κυριαρχία των Βυζαντινών και εν τέλει με την κατάρρευση  της αυτοκρατορίας το 1453, βρέθηκε επί τέσσερις αιώνες υπό οθωμανική κυριαρχία[3]. Σε αντίθεση η ιρλανδική κουλτούρα αμφισβητήθηκε γενικά μετά την αγγλο-νορμανδική εισβολή του 12ου αιώνα με το γενικό επιχείρημα ότι οι «απλοί Ιρλανδοί» ήταν απολίτιστοι βάρβαροι[4]. Για να επιτύχει τον στόχο της πολιορκίας, της κατάκτησης και της διεκδίκησης της ιδιοκτησίας, η Αγγλία δεν άφησε  καμία επιλογή συμβιβασμού με τους Ιρλανδούς – εκτός από μια μικρή μειοψηφία που θα μπορούσαν, μέσω του εξαναγκασμού ή της δωροδοκίας να την υποτάξουν[5]. Συνέπεια αυτού ήταν η δυσαρέσκεια του πληθυσμού, και η μη αποδοχή του κανόνα μιας μικρής ομάδας – της «Υπεροχής» που είχε κατασχέσει τη γη τους βιαίως και θεωρούσε τις μάζες ως καταπιεσμένες.

Ο αντίκτυπος της Γαλλικής Επανάστασης είχε προκαλέσει αναταραχή σε όλη την Ευρώπη και στην Ιρλανδία. Οι συγκρούσεις στην Ιρλανδία τους δύο προηγούμενους αιώνες ανάγκασαν τους Ιρλανδούς να διασκορπιστούν σε όλη την Ευρώπη ως μισθοφόροι στους στρατούς της Αυστρίας, της Ισπανίας και, ιδιαίτερα της Γαλλίας. Ιρλανδικά Κολλέγια εξαπλώνονται σε όλη την ήπειρο για την εκπαίδευση ιερέων καθώς και εκτοπισμένων Ιρλανδών και των γιων τους. Αυτές οι διασυνδέσεις εξασφάλισαν ότι οι ιδέες της επανάστασης έφτασαν σύντομα στην Ιρλανδία. Όπως και στην προεπαναστατική Γαλλία, η κινητήρια δύναμη για την επανάσταση ήταν η διαμόρφωση της κοινής γνώμης μέσω των εφημερίδων, και των φυλλαδίων. Ένα κείμενο ανατρεπτικού περιεχομένου στα χέρια ενός εγγράμματου ατόμου, ήταν αρκετό για να διαδώσει επαναστατικές ιδέες σε μια ολόκληρη-ήδη δυσαρεστημένη – κοινότητα. Οι Ενωμένοι Ιρλανδοί, ένα ριζοσπαστικό κίνημα που προέκυψε στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης αποτελούνταν -αρχικά- από μέλη της αστικής μεσαίας τάξης στο Μπέλφαστ και το Δουβλίνο ενώ, το σημαντικότερο, η ιδιότητα μέλους ξεπέρασε το θρησκευτικό χάσμα. Η οργάνωση ήταν έμπειρη στο να εκμεταλλεύεται τη δύναμη του έντυπου Τύπου, ώστε μέχρι το 1796 οι εφημερίδες να διαβάζονται «καθολικά» και οι απλοί άνθρωποι να γνωρίζουν τα γεγονότα που συνέβαιναν στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η πρώτη εφημερίδα που εκδόθηκε στην Ιρλανδία ήταν η Belfast News-Letter το 1737 και μετέπειτα, η United Irishmen, που ιδρύθηκε το 1791, έσπευσε να εκδώσει μια-περισσότερο ριζοσπαστικού χαρακτήρα- εφημερίδα, τη The Northern Star, το 1792, στην προσπάθεια να αξιοποιήσει τη νέα μορφή των μέσων ενημέρωσης ως εργαλείο πολιτικής εκπαίδευσης. Μια ανάλογη διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη στο Δουβλίνο:

«Μέχρι τη δεκαετία του 1790 στο Δουβλίνο υπήρχαν τουλάχιστον πενήντα τυπογράφοι, τριάντα τέσσερα ιρλανδικά επαρχιακά έντυπα… και τουλάχιστον σαράντα εφημερίδες σε έντυπη μορφή. Υπήρχαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες και τυπογράφοι στο Dublin Society of the United Irishmen…».[6]

Η ώθηση για αλλαγή ξεκίνησε στις πόλεις του Μπέλφαστ και του Δουβλίνου. Το τελευταίο ήταν ήδη η «δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας» με περισσότερους από εκατό χιλιάδες κατοίκους, κέντρο εμπορίου και διοίκησης. Μέσω του τυπογραφικού μέσου το κίνημα εξαπλώθηκε στη χώρα ως ένας τρόπος εισαγωγής μυστικών εταιρειών όπως οι Defenders, που αρχικά δημιουργήθηκαν να πετύχουν αγροτικές μεταρρυθμίσεις. Η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν αρκετά διαφορετική[7]. Οι εφημερίδες, αρχικά χειρόγραφες, άρχισαν να εμφανίζονται στην Ελλάδα γύρω στο 1821 με τα πρώτα τυπογραφεία να φτάνουν από το εξωτερικό περίπου την ίδια ημερομηνία. Η πρώτη έντυπη εφημερίδα Σάλπιξ Ελληνική (Salpinx Eliniki) εμφανίστηκε στην Καλαμάτα τον Αύγουστο του 1821, ωστόσο διεκόπη η έκδοση της μετά από τρία τεύχη. Μόλις το 1828 η έντυπη δημοσιογραφία άρχισε να εμφανίζεται, αλλά εξακολουθούσε να παρεμποδίζεται από τις ελλείψεις σε εκτυπωτικό υλικό, την κακή κυκλοφορία και τις πολιτικές παρεμβάσεις. Η γενική στάση φαίνεται να ήταν: «Ο Τύπος είναι ελεύθερος, αρκεί να μη γράφεις».[8]

Η εμφάνιση της αστικοποίησης, της ανάγνωσης και του ριζοσπαστισμού στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ιρλανδία σχετιζόταν άμεσα με το ζήτημα της γης. Ενώ οι Οθωμανοί ήταν ικανοποιημένοι με την εξαγωγή των φόρων και των ενοικίων, η γη στην Ιρλανδία κατέστη γρήγορα εμπόρευμα προς αγορά και πώληση. Από πολλές απόψεις η Ιρλανδία θεωρείτο ιδανική για την εφαρμογή του αποικιακού σχεδίου, το οποίο επρόκειτο να εξελιχθεί σε μια παγκόσμια αυτοκρατορία[9]. Τούτο καθίσταται εμφανές από τη μορφή που αναπτύχθηκε για τη δήμευση και τον έλεγχο της γης. Οι Οθωμανοί ήταν άποικοι υπό το πρίσμα της απόκτησης του ελέγχου της γης με τη βία, χωρίς όμως να εκτοπίσουν σε μεγάλο βαθμό, όσους δούλευαν σε αυτή υπό τη βυζαντινή φεουδαρχική κυριαρχία. Ενώ η ιδιοκτησία των κατακτημένων εδαφών ανατέθηκε στον Σουλτάνο και επιβλήθηκε ένα σύνθετο σύστημα φορολογίας, η ιδιοκτησία γης απαγορεύτηκε, παρόλο που εξακολουθούσε να μεταβιβάζεται από τον πατέρα στο γιο[10]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιβραδύνει την εμφάνιση ενός οργανωμένου και δυσαρεστημένου πληθυσμού, όπως συνέβη στην Ιρλανδία, και ικανού να επαναστατήσει με κάθε ευκαιρία[11]. Καθώς η γη δεν ήταν εμπόρευμα υπό την Οθωμανική κυριαρχία, υπήρχε μια μικρή βάση για την εμφάνιση μιας αστικής μεσαίας τάξης όπως στην Ιρλανδία ως πιθανή πηγή ριζοσπαστικών ιδεών.

Σε αντίθεση με τους Οθωμανούς, το αγγλικό κράτος δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει τον άμεσο έλεγχο των κατεχόμενων εδαφών στην Ιρλανδία. Οι πολυάριθμες στρατιωτικές εκστρατείες είχαν σχεδόν χρεοκοπήσει το κράτος και μέχρι το πέρας μιας άλλης στρατιωτικής εκστρατείας στη δεκαετία του 1690 το ερώτημα παρέμενε κρίσιμο: πώς να διαθέσει τα κατασχεμένα ιρλανδικά κτήματα για να πληρώσει το δημόσιο χρέος[12]. Ουσιαστικά, τα εδάφη τέθηκαν προς πώληση ανοίγοντας έτσι μια αγορά γης, που εξόργισε έτι περαιτέρω τον γηγενή πληθυσμό, με εξαίρεση κάποιους που κατάφεραν, με δόλια μέσα, να αποκτήσουν γη, δημιουργώντας μια μεσαία τάξη μεσιτών, λογιστών, δικηγόρων κ.λπ. καθώς και μια διευρυμένη κρατική γραφειοκρατία και στρατό. Αυτό οδήγησε στον περαιτέρω σχηματισμό μιας αστικής μεσαίας τάξης και στην κυκλοφορία επαναστατικών ιδεών που επρόκειτο να επικρατήσουν την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα[13].

Οι στόχοι των Ηνωμένων Ιρλανδών ήταν ριζοσπαστικοί, αναδείκνυαν την «ελευθερία της Ιρλανδίας» και απέρριπταν σαφώς την κυριαρχία της Αγγλίας. Η ηγεσία της εξέγερσης ήταν κυρίως της αστικής μεσαίας τάξης -τόσο προτεστάντες όσο και καθολικοί- ενώ παράλληλα τεχνίτες, τυπογράφοι και άλλοι έμποροι προσέφεραν ουσιαστική στήριξη. Οι αντιαποικιοκράτες[14] κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα απόψεων τόσο στην Ιρλανδία όσο και στην Αγγλία, συμπεριλαμβανομένων προσωπικοτήτων όπως ο Ιρλανδός  Edmund Burke, φιλόσοφος και πολιτικός, και ο Richard Brinsley Sheridan, εξέχων θεατρικός συγγραφέας[15] με έδρα το Λονδίνο και γεννημένος στην Ιρλανδία. Και οι δύο ήταν βουλευτές και το φυλλάδιο του Burke Reflections on the Revolution in France, έγινε κεντρικό και καθοριστικό κείμενο του βρετανικού συντηρητισμού.

Τόσο για τους ριζοσπάστες όσο και για τους συντηρητικούς το πρόβλημα εντοπιζόταν στη μικρή ομάδα των μεγαλοϊδιοκτητών, την Προτεσταντική Υπεροχή[16]. Από τη σκοπιά του Burke, η Υπεροχή, που αυτοπροσδιοριζόταν με βάση τη θρησκεία, ήταν η αιτία του προβλήματος που μπορούσε να επιλυθεί μόνο με τη χειραφέτηση του καθολικού πληθυσμού και την επιστροφή των εδαφών τους. Κατέληξε, κάπως αισιόδοξα, ότι αυτό θα τους οδηγούσε να αποδεχτούν το status quo. Για άλλους, η επιτυχημένη εξέγερση θα οδηγούσε στην αποκοπή της Ιρλανδίας  από την Αγγλία και στην εμφάνιση μιας Καθολικής μεσαίας τάξης, δεσμευμένης από το Ποινικό Δίκαιο, που απαγόρευε την ιδιοκτησία γης, την είσοδο στα επαγγέλματα και τη δημόσια διοίκηση και την άσκηση της θρησκείας τους, αν και αυτοί οι νόμοι σταδιακά εξασθενούσαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1790 και ύστερα[17].

Στην πραγματικότητα η εξέγερση απέτυχε. Η γαλλική υποστήριξη δεν υλοποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό και οι αντάρτες, ανεπαρκώς οπλισμένοι και ανεκπαίδευτοι, δεν αποτελούσαν σοβαρό αντίπαλο για τον βρετανικό στρατό, που ήταν επαρκώς εξοπλισμένος με όπλα, κανόνια και έφιππο ιππικό. Πάνω από 10.000 (τουλάχιστον) Ιρλανδοί κείτονταν νεκροί, αριθμός, που σε σχέση με το μέγεθος του πληθυσμού υπερέβαινε τους νεκρούς της Γαλλικής Επανάστασης[18].

Οι συνέπειες της αποτυχημένης εξέγερσης ήταν σοβαρές. Η ρητορική της ανεξαρτησίας και της αποκοπής από την Αγγλία ήταν πλέον σταθερά στην ημερήσια διάταξη, αλλά η φρικτή φύση της καταστολής της εξέγερσης οδήγησε άλλους να πιέσουν για μεταρρυθμίσεις αντί για επανάσταση και το μαζικό κίνημα για την Καθολική Χειραφέτηση με επικεφαλής τον Daniel O’ Connell επρόκειτο να κυριαρχήσει στην πολιτική για μια γενιά. Για τους φιλελεύθερους Προτεστάντες, τους συμμετέχοντες και τους συμπαθούντες, η αποτυχία της εξέγερσης οδήγησε στην απομάκρυνσή τους από την πολιτική. Πολλοί από αυτούς εκτελέστηκαν, άλλοι απέφυγαν τα αντίμετρα, ενώ όπως θα δούμε, η πλειοψηφία των Ιρλανδών φιλελλήνων ήταν παιδιά του 1798, γεννημένα μεταξύ 1780 και 1800 από γονείς που συμμετείχαν άμεσα ή έμμεσα στην εξέγερση.

 

ΔΥΟ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ: CHARLES NAPIER, RICHARD CHURCH ΚΑΙ GAWAN WILLIAM ROWAN HAMILTON

Αυτοί οι τρεις ανώτεροι αξιωματικοί του Βρετανικού Στρατού και του Ναυτικού, όλοι αγγλο-ιρλανδικής καταγωγής, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον ελληνικό αγώνα.

Ο Charles Napier γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1782, αλλά έχοντας μετακομίσει στην Ιρλανδία σε ηλικία τριών ετών πέρασε τα παιδικά του χρόνια εκεί. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του Στρατού με περιορισμένα μέσα, αλλά, αντίθετα, η μητέρα του, η Λαίδη Sarah Lennox, είχε στενές επαφές με την αγγλική βασιλική οικογένεια ούσα δισέγγονη του Καρόλου του Β’ και ο βασιλιάς Γεώργιος Γ, τη ζήτησε σε γάμο. Η ίδια, και άλλα μέλη της οικογένειάς της, ήταν γνωστά για τον ριζοσπαστισμό τους. Προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να προσλάβει τον Jean Jacques Rousseau ως δάσκαλο για τα παιδιά της. Μία από τις αδερφές της παντρεύτηκε τον Αγγλο-Ιρλανδό Δούκα του Leinster, ο οποίος ηγείτο του ριζοσπαστικού Κόμματος των Πατριωτών. Ένα από τα παιδιά τους, πρώτος ξάδερφος του Napier, ήταν ο Λόρδος Edward Fitzgerald, ηγέτης των Ηνωμένων Ιρλανδών που πέθανε στη φυλακή κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 1798. Μια άλλη αδερφή ήταν παντρεμένη με τον Thomas Conolly, έναν καθολικό μεταρρυθμιστή πολιτικό, κάτι που έσπρωξε την οικογένεια του Napier στην καρδιά της ιρλανδικής ριζοσπαστικής/μεταρρυθμιστικής πολιτικής, καθώς ζούσαν κοντά στην έπαυλή του στο Celbridge, στην κομητεία Kildare[19]. Κεντρική προτεραιότητα των Ριζοσπαστών, που έμελλε να αφήσει μόνιμη εντύπωση στον Κάρολο, ήταν το ζήτημα της αγροτικής μεταρρύθμισης προς το συμφέρον των φτωχών της υπαίθρου. Αυτό, φυσικά, ήταν ένα κεντρικό ζήτημα στην Ιρλανδία, καθώς η τάξη των γαιοκτημόνων, έχοντας ως πηγή εσόδων τη μίσθωση γης, δεν ενδιαφερόταν για οποιαδήποτε αλλαγή. Τω όντι, η πραγματικότητα ήταν ότι, εάν ένας ενοικιαστής βελτίωνε τη νοικιασμένη γη του, ο ιδιοκτήτης θα αύξανε ανάλογα το ενοίκιο του.

Το οικογενειακό υπόβαθρο και οι ριζοσπαστικές τους πεποιθήσεις δεν τους εμπόδισαν να εξασφαλίσουν, μέσω χρηματικής αμοιβής από τον Charles, την ένταξη τους στον βρετανικό στρατό σε ηλικία έντεκα ετών. Αυτή ήταν μια  ασυνήθιστη πρακτική μεταξύ των αγγλικών οικογενειών ανώτερης τάξης. Οι νεότεροι γιοι δεν είχαν δικαιώματα κληρονομιάς και η επιλογή ήταν μεταξύ του κλήρου, ενός επαγγέλματος ή των ενόπλων δυνάμεων[20].

Καθώς ο Napier ανερχόταν στην ιεραρχία, ο ριζοσπαστισμός του δεν φαινόταν να φθίνει όπως μαρτυρεί μια επιστολή προς τη μητέρα του τον Ιούνιο του 1816[21]. Ωστόσο, αυτός ο ριζοσπαστισμός υπερκεράστηκε από τον ρόλο του ως Βρετανού αξιωματικού και αποικιακού διαχειριστή. Διορίστηκε τον Μάρτιο του 1822 στρατιωτικός στην Κεφαλλονιά με την ισχύ του στρατιωτικού νόμου που βασιζόταν στην Αρχή της μη εμπιστοσύνης στην ανάθεση εξουσίας στους γηγενείς[22]. Εδώ αρχίζει να διαφαίνεται η φύση του ριζοσπαστισμού του Napier. Όπως και στην κριτική του προς τους πολιτικούς και τους γαιοκτήμονες στην Ιρλανδία και την Αγγλία, κατηγόρησε τους κατόχους της εξουσίας, και όχι τους απλούς ανθρώπους όπως θα έκανε ένας σωστός αποικιοκράτης. Του άρεσε να κυριαρχεί[23].

Έγραψε επίσης για τους Έλληνες: «Βλέποντας πόσο κατάλληλος και ακατάλληλος ήταν ένας τέτοιος λαός για πόλεμο, λαχταρούσα να τους οδηγήσω και αποφάσισα να το κάνω. Συνεχώς προέκυπτε η ιδέα ότι το πεπρωμένο μου ήταν να διοικήσω έναν ελληνικό στρατό εναντίον της ποταπής τουρκικής ορδής»[24].

Πράγματι, του προσφέρθηκε η θέση του αρχηγού των ελληνικών δυνάμεων, αλλά εις μάτην[25]. Αν και ο Napier ήταν ισχυρός και ένθερμος υποστηρικτής της ελληνικής ανεξαρτησίας, αυτό μετριάστηκε από την αυτοκρατορική του νοοτροπία, καθώς πίστευε ότι τα Επτάνησα έπρεπε να παραμείνουν υπό αγγλικό έλεγχο λόγω της στρατηγικής σημασίας τους για τον έλεγχο της Μεσογείου. Ωστόσο, η ριζοσπαστική του τάση τον ξεχώριζε από το μεγαλύτερο μέρος των συναδέλφων του αξιωματικών και όταν διατάχθηκε να αντιμετωπίσει το κίνημα των Χαρτιστών (Chartists) στη Βόρεια Αγγλία – μια υπόθεση η οποία τον ενδιέφερε – φαίνεται ότι κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση χωρίς να αποκαταστήσει τη βία σε αντίθεση με κάποιους άλλους Στρατηγούς. Ίσως η νοοτροπία του συνοψίζεται καλύτερα από το ακόλουθο απόσπασμα: «… αλλά οι Έλληνες μοιάζουν περισσότερο με τους Ιρλανδούς από οποιονδήποτε άλλο λαό. Υπομένουν τέτοια καταπίεση, ώστε εάν δεν μπορούσα να βοηθήσω την Ιρλανδία, η επόμενη χαρά μου θα ήταν να υπηρετήσω ανθρώπους που στενάζουν κάτω από παρόμοια τυραννία» [26].

 

Πορτρέτο του αντιστράτηγου Sir Charles James Napier

 

O ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ RICHARD CHURCH

Εάν οι πληροφορίες για την πρώιμη ζωή του Charles Napier είναι εκτενείς και προσβάσιμες, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον Richard Church. Γεννήθηκε στο Κορκ της Ιρλανδίας το 1784 σε οικογένεια κουακέρων εμπόρων και εγκατέλειψε την οικία του στην ηλικία των δεκαέξι ετών προκειμένου να ενταχθεί στον Βρετανικό Στρατό. Δεδομένου ότι οι Κουάκεροι είναι ειρηνιστές, και αυτός και η οικογένειά του αποκηρύχτηκαν από αυτούς, ωστόσο φαίνεται ότι παρέμεινε ένθερμος Χριστιανός κατά τη διάρκεια της ζωής του – και διατηρούσε επίσης καλές σχέσεις με την οικογένειά του.

Κατά την πρώτη του απόσπαση -σε ηλικία δεκαέξι ετών- στην Αίγυπτο κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους το 1801-  εκτίμησε ιδιαίτερα τους Έλληνες και μίσησε τους Τούρκους[27]: «Οι Έλληνες, σκλάβοι των Τούρκων και Χριστιανοί, είναι ένας γενναίος, τίμιος, ανοιχτός γενναιόδωρος λαός… Αν βιοπορίζεται από το εμπόριο, ο Τούρκος ανά πάσα στιγμή μπορεί να του τα υφαρπάσει, κι αν διαμαρτυρηθεί, ο θάνατος να είναι η τιμωρία του. Ω, πόσο μισώ τους Τούρκους».

Δεν μπορεί να μην συγκρίνει κανείς τη στάση του απέναντι σε Έλληνες και Τούρκους με αυτή του Napier. Αν και οι δύο απεχθάνονταν τη μεταχείριση των Ελλήνων από τους Οθωμανούς, μια κατανοητή αντίδραση δεδομένου του ιστορικού και της ανατροφής τους[28] σε μια χώρα που πρόσφατα καταστράφηκε από μια αποικιακή δύναμη, ο Napier φαίνεται να παρασύρθηκε από τη φιλοδοξία και τον πόθο για φήμη, ενώ ο Church αφιέρωσε τη ζωή του στην ελληνική υπόθεση με προσωπικό και επαγγελματικό κόστος. Έχει περιγραφεί ως: «… ένας φλογερός Ιρλανδός που διαβάζει τη Βίβλο με μια ασυνήθιστα βαθιά σύνδεση με τους Έλληνες[29]».

Αν και ο Church ήταν κάτι παραπάνω από υποστηρικτής προς την ελληνική υπόθεση και ξόδεψε μεγάλο μέρος της λιτής περιουσίας του για να την υποστηρίξει, η συμμετοχή του πλαισιώθηκε από προβλήματα που αντιμετώπιζαν όλοι οι φιλέλληνες που δεν ήταν εξοικειωμένοι με την πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής. Αυτό περιελάμβανε τη δυσκολία αντιμετώπισης της αποσπασματικής και διχαστικής φύσης της ελληνικής πολιτικής και των εσωκομματικών συγκρούσεων, το πρόβλημα της συγκρότησης ενός στρατού τακτικού τύπου σε αυτό το πλαίσιο και, τις διαμάχες μεταξύ των ίδιων των ξένων συμμετεχόντων. Η επιτυχία του ως στρατιωτικός διοικητής ήταν ανάμεικτη, από την αποτυχημένη προσπάθεια διάσωσης της ελληνικής φρουράς στην Αθήνα μέχρι την επιτυχημένη αντάρτικη εκστρατεία του στη δυτική Ελλάδα, η οποία είχε σκοπό την επέκταση των συνόρων μιας ανεξάρτητης Ελλάδας προσπάθεια, που αμαυρώθηκε από πολιτικές παρεμβάσεις και πολιτικές εσωτερικές διαμάχες.

Ωστόσο, κέρδισε τον σεβασμό των ίδιων των Ελλήνων και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Αθήνα στο σπίτι που αγόρασε από τον Σκωτσέζο ιστορικό, Τζορτζ Φίνλεϊ[30]. Πέθανε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου, εκατόν πενήντα χρόνια πριν. Του έγινε η κρατική κηδεία και η επιγραφή στο μνημείο του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών γράφει: «Ο Richard Church, Στρατηγός αναπαύεται εδώ με ειρήνη και πίστη, έχοντας δώσει τον εαυτό του και ό,τι είχε, για να σώσει μια χριστιανική φυλή από την καταπίεση και να δημιουργήσει ελληνικό έθνος, έζησε για την υπηρεσία της και πέθανε ανάμεσα στο λαό της».

Γενικά, τα περισσότερα από τα μέλη των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων που αγκάλιασαν την ελληνική υπόθεση ήταν είτε Ιρλανδοί είτε Σκωτσέζοι. Από όλους τους Βρετανούς αξιωματικούς που υπηρέτησαν στα Επτάνησα, οι Ιρλανδοί ήταν αυτοί που υποστήριξαν περισσότερο την ελληνική υπόθεση. Μαζί με τον αξιωματικό του μηχανικού, John Pitt Kennedy, ο οποίος ήταν επίσης Ιρλανδός, ο Church συνοδεύτηκε στα Ιόνια Νησιά και από έναν άλλο Ιρλανδό αξιωματικό, τον Hudson Lowe [31]. Όταν ο Church επέστρεψε στην Ελλάδα το 1827 ως Διοικητής των ελληνικών χερσαίων δυνάμεων, οι δύο υπασπιστές του ήταν Ιρλανδοί: ο Charles O’ Fallon και ο Francis Castle.

 

Πορτρέτο του Richard Church

 

Πιστόλια του Richard Church

 

Επιστολή του Καραϊσκάκη με την οποία αποδέχεται τον διορισμό του Church στη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων

 

Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ GAWIN WILLIAM ROWAN HAMILTON

Ο Hamilton (1783-1834) γεννήθηκε στο Παρίσι και η οικογένειά του επέστρεψε στην Ιρλανδία αμέσως μετά τη γέννησή του. Ο πατέρας του, Archibald Hamilton (1751-1834) έζησε μια περιπετειώδη ζωή, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του στους Ενωμένους Ιρλανδούς. Φυλακίστηκε για εξέγερση το 1792. Λόγω των περαιτέρω δραστηριοτήτων του στη φυλακή του Δουβλίνου, η κυβέρνηση φαινόταν αποφασισμένη να τον εκτελέσει. Ωστόσο, δραπέτευσε και κατάφερε να βρει μια βάρκα για να τον μεταφέρει στη Γαλλία. Βρίσκοντας λίγη υποστήριξη για την ιρλανδική υπόθεση στη Γαλλία, μετακόμισε στην Αμερική και παρέμεινε εξόριστος εκεί μέχρι την τελική επιστροφή του στην Ιρλανδία το 1804. Παρέμεινε αφοσιωμένος σε ριζοσπαστικούς σκοπούς και ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Καθολικής Χειραφέτησης. Συνέχισε να είναι αγκάθι στο αγγλικό κατεστημένο που περιγράφεται δημοσίως στο κοινοβούλιο του Λονδίνου ως επιβεβαιωμένος προδότης –από τον Robert Peel- και ως καταδικασμένος προδότης από άλλο βουλευτή. Είχε δέκα παιδιά και ο γιος του, Gawin William, εντάχθηκε στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις, και συγκεκριμένα στο Βασιλικό Ναυτικό[32].

Αν και ο Hamilton δεν μνημονεύεται αρκετά στις περισσότερες γραπτές μαρτυρίες για τον πόλεμο, εντούτοις έπαιξε σημαντικό ρόλο, όπως αναγνωρίζεται στο πιο πρόσφατο βιβλίο για αυτήν την περίοδο[33]. Ο Mazower γράφει: «Ο Gawen Hamilton είναι μια ζωτικής σημασίας προσωπικότητα στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης». Διετέλεσε διοικητής της βρετανικής μοίρας στο Αιγαίο και, ως άτομο εμπιστοσύνης τόσο από Έλληνες όσο και από Τούρκους, συμμετείχε σε πολυάριθμες διαπραγματεύσεις και με τις δύο πλευρές. Ο Deakin τον περιγράφει, κάπως ρομαντικά, ως: «Ένας αξιαγάπητος, εγκάρδιος Ιρλανδός από το County Down και ένας ένθερμος Φιλέλληνας[34]». Όπως έχει επισημάνει ο Woodhouse, οι αξιωματικοί του βρετανικού στρατού και του ναυτικού ήταν σε μεγάλο βαθμό ανθέλληνες. Ο Hamilton περιγράφει τους αξιωματικούς της μοίρας του ως «ανεξαιρέτως, βιαίως ανθέλληνες». Ο Crawley υποθέτει ότι μπορεί να σκέφτηκε να αφήσει το Βασιλικό Ναυτικό και να ενταχθεί στην ελληνική αντίσταση. Δεδομένης της καταγωγής του, κάτι που είναι κοινό για πολλούς από τους Ιρλανδούς φιλέλληνες, αυτό δεν προκαλεί έκπληξη.

 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ: THOMAS MOORE, JAMES EMERSON TENNANT, EDWARD BLANQUERIE ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ

Ο James Emerson Tennant γεννήθηκε στο Μπέλφαστ το 1804, με τον πατέρα του να ήταν πλούσιος έμπορος καπνού χωρίς προφανείς πολιτικές διασυνδέσεις. Η πρώτη του επαφή με την Ελλάδα ήταν μια επίσκεψη το 1824 στο πλαίσιο μιας μεγάλης περιοδείας στη Γαλλία και την Ιταλία. Πριν την αναχώρησή του κατάφερε να πάρει συστατικές επιστολές από την Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου και ένα συμβόλαιο από την εφημερίδα Times για να αναφέρει την πορεία του πολέμου. Ίσως οδηγούμενος από ρομαντισμό παρά σαφείς πολιτικές πεποιθήσεις[35] κατά την άφιξή του στο Μεσολόγγι, εντάχθηκε στο σώμα πυροβολικού του Βύρωνα, αν και δεν είχε στρατιωτική εμπειρία, και επέστρεψε στην Αγγλία μετά το θάνατο του Βύρωνα τον Απρίλιο του 1824. Επανήλθε για λίγο στην Ελλάδα το 1825 και διορίστηκε λοχαγός πυροβολικού. Και πάλι η παραμονή του ήταν σύντομη, ωστόσο το βιβλίο του Picture of Greece (1826) και μια σειρά άρθρων σε αγγλικές εφημερίδες συνέβαλαν στην υποστήριξη του ελληνικού αγώνα. Ακολούθησαν άλλα δύο βιβλία – Γράμματα από το Αιγαίο (1829) και Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας (1830). Επρόκειτο να παντρευτεί τη Letitia Tennant, την κόρη του James Tennant, ενός εξέχοντος και πλούσιου  Ιρλανδού[36]. Στη συνέχεια ακολούθησε μια πολιτική σταδιοδρομία και αργότερα έπρεπε να εγκαταλείψει τις ελληνικές του δραστηριότητες ως «μια παράλογη ανοησία»[37].

Από πολλές απόψεις ο Tennant κινήθηκε στον ίδιο ιδεολογικό κόσμο όπως, για παράδειγμα, ο Napier. Διορίστηκε Αποικιακός Γραμματέας της Κεϋλάνης το 1845 και έτεινε να δει το αποικιακό σχέδιο μέσα από την οπτική της θρησκείας. Για αυτόν, ο προτεσταντισμός ήταν η μόνη αληθινή θρησκεία καθώς η ρήξη με τον καθολικό σκοταδισμό τον κατέστησε ως θρησκεία της προόδου, του πολιτισμού, του διαφωτισμού και της υγιούς κυβέρνησης. Αυτή η βασική στάση εμπλούτισε τις απόψεις του για την Ιρλανδία. Από τη μια πλευρά αντιτάχθηκε στη δουλεία, υποστήριξε την Καθολική Χειραφέτηση, αλλά από την άλλη απέρριψε ολοσχερώς τα αιτήματα για ένα ξεχωριστό ιρλανδικό κοινοβούλιο με το σκεπτικό ότι θα οδηγούσε σε αυτό που αποκαλούσε πολιτική παπισμού, με το οποίο εννοούσε έναν κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική για την Καθολική Εκκλησία[38].

 

Παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος και μετάλλιο της Ελληνικής Επανάστασης (Αριστείο του Αγώνος) που απονεμήθηκαν στον James Emerson Tennent από τον Βασιλέα Όθωνα και πένθιμη επισμαλτωμένη μεταλλιοθήκη με δείγμα μαλλιών του Λόρδου Byron που δόθηκαν στον James Emerson Tennent από το φίλο του Byron, Gamba

 

Πορτρέτο του James Emerson Tennent

 

THOMAS MOORE

Ο Thomas Moore, γνωστός ως εθνικός βάρδος της Ιρλανδίας, γεννήθηκε στο Δουβλίνο σε μια καθολική οικογένεια το 1779. Εισήλθε στο Trinity College του Δουβλίνου το 1794 ένα χρόνο μετά την άδεια που δόθηκε στους Καθολικούς να εισέλθουν στο Κολλέγιο[39]. Σύντομα συνδέθηκε με συμφοιτητές κοντά στους Ηνωμένους Ιρλανδούς. Αν και δεν συμμετείχε στην Εξέγερση του 1798, ήταν συμπαθών προς τους επαναστάτες και το άσμα του O Breathe Not his Name γράφτηκε στη μνήμη του συμφοιτητή και φίλου του Robert Emmet που εκτελέστηκε για τη συμμετοχή του στην αποτυχημένη εξέγερση του 1803. (youtube: 6 Irish folksongs op.78:).

Ο Moore ήταν ένας πολύπλοκος χαρακτήρας. Υποστήριξε κάθε κίνηση προς την ιρλανδική ανεξαρτησία και, παρόλο που δεν ήταν ένθερμος – ή ακόμη και ασκούμενος – Καθολικός περιφρονούσε «την αλαζονεία με την οποία οι περισσότεροι προτεστάντες εφημέριοι… πιστώνονται ότι είναι οι μόνοι αληθινοί Χριστιανοί»… και ήταν περισσότερο υπέρ των πραγμάτων που μισούσε ο ιερός προτεσταντισμός: «τη μουσική, τη θεατρικότητα, τον συμβολισμό των ειδωλολατρών». Σε αυτό, φυσικά, η πολιτική του διέφερε θεμελιωδώς από εκείνη του Emerson Tennant.

Ο Moore ήταν πρώιμο μέλος της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου – αν και ήταν επικριτικός για την αποτελεσματικότητα της επιτροπής[40] και ήταν ίσως η ποίηση και τα τραγούδια του που είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή. Εκτός από τα τραγούδια και τα ποιήματά του που αναφέρονταν απευθείας στην Ελλάδα, οι Ιρλανδικές μελωδίες και η Lalla Rookh, ειδικότερα, είχαν σημαντική επιρροή στους ριζοσπάστες σε όλη την Ευρώπη από τη Ρωσία μέχρι την Ελλάδα και «βοήθησαν να σφυρηλατηθεί η πολιτική αλλαγή σε μια κοσμική αρμονική κοινωνία που ζούσε υπό σοσιαλδημοκρατία»[41].

 

Προτομή του Thomas Moore, Ιρλανδού ποιητή (1779-1852)

 

EDWARD BLAQUIERE

Ο Edward Blaquiere (1779-1832) γεννήθηκε στο Δουβλίνο με καταγωγή από Ουγενότο. Λίγα είναι γνωστά για το οικογενειακό του υπόβαθρο ή την ανατροφή του[42]. Εντάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό και ανήλθε στον βαθμό του Καπετάνιου βλέποντας δράση στη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων. Εξήγησε τα κίνητρά εμπλοκής του στον ελληνικό αγώνα γράφοντας: «Ότι υποστήριξε με ενθουσιασμό την ελληνική ελευθερία εξίσου με το θρησκευτικό αίσθημα, παρά από την ευγνωμοσύνη προς τους προγόνους τους»[43].

Ό,τι κι αν σκεφτόταν κανείς για τις μεθόδους του Blaquiere, λίγοι θα αρνούνταν την επιρροή του στην υποστήριξη του ελληνικού αγώνα. Η συνάντησή του με τον Βύρωνα τον Απρίλιο του 1823 αποδείχθηκε αποφασιστική για να τον πείσει, τον Βύρωνα, να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στον πόλεμο[44] και ήταν αποτελεσματικός στο να πείσει τον Jeremy Bentham να υποστηρίξει την ελληνική υπόθεση και να παρευρεθεί στις συνεδριάσεις της νεοσύστατης Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου[45]. Σύντομα έγινε η κινητήρια δύναμη πίσω από την Ελληνική Επιτροπή που πραγματοποιούσε συνεδριάσεις σε όλη τη χώρα και εκδίδοντας τρία βιβλία και έναν αριθμό φυλλαδίων μεταξύ 1823 και 1828. Τα γραπτά του και οι άλλες δραστηριότητές του προσομοίαζαν ελάχιστα στην πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά ως προπαγάνδα για τον σκοπό ήταν μάλλον αποτελεσματικά.

Πέθανε σε ναυάγιο το 1832 σε ένα ταξίδι στην Πορτογαλία.

BLAQUIÈRE Edward. Αφήγημα της δεύτερης επίσκεψης στην Ελλάδα με συμπερίληψη γεγονότων σχετικών με τις τελευταίες ημέρες του Λόρδου Βύρωνα

 

Επιστολή του John Bowring προς Blaquière 1 p. in-4. “Greek Committee Room», 31 Μαρτίου 1825. Κόκκινη σφραγίδα με ισπανικό κηρό. Η σύσταση στην πίσω σελίδα. «Η Ελληνική επιτροπή μου έδωσε εντολή να διαβιβάσω την ευγνωμοσύνη της προς εσάς για τη συνδρομή των 200 φράγκων εκ μέρους σας που παραδόθηκε από τον πλοίαρχο Blaquiere […]. Η θερμή και ενεργή συμπάθεια που έχετε εκδηλώσει στην υπόθεση της Ελλάδας είναι μια από αυτές τις ανταμοιβές που, δίπλα στη συνέχιση της εξασφάλισης αυτής της υπόθεσης, τους ανταμείβουν καλύτερα για τις δικές τους προσπάθειες […]».

 

WILLIAM BENNETT STEVENSON

Ο William Bennett Stevenson, γεννημένος περίπου το 1787, θεωρείται Ιρλανδός και η γενέτειρά του λέγεται  ότι είναι η κομητεία Cork. Τα στοιχεία που το υποστηρίζουν είναι ελάχιστα και το όνομα δεν είναι συνηθισμένο στην κομητεία. Ωστόσο, το μεσαίο του όνομα, Bennett, είναι κοινό στην πόλη του Cork.

Ο Stevenson έφτασε στη Νότια Αμερική περίπου το 1803 -σε ηλικία περίπου 16 ετών- όταν η αντίσταση στην ισπανική κυριαρχία αυξανόταν σε όλη την ήπειρο. Πέρασε 20 περιπετειώδη χρόνια εκεί, μερικά στη φυλακή ως ύποπτος Ισπανός κατάσκοπος. Γρήγορα φάνηκε ότι ήταν άνθρωπος με εξαιρετικά ταλέντα και ικανότητες. Το 1808 έγινε ιδιωτικός γραμματέας του Προέδρου και του Γενικού Διοικητού του Quito και με το ξέσπασμα του Πολέμου της Ανεξαρτησίας του Ισημερινού εντάχθηκε στους εξεγερμένους. Το 1810 έγινε Κυβερνήτης της επαρχίας Εσμεράλντα.

Στη συνέχεια εμφανίζεται στη Χιλή ως γραμματέας του ναυάρχου Cochrane που ήταν επικεφαλής του χιλιανού ναυτικού που ιδρύθηκε από τον Bernardo O Higgins ο οποίος ηγήθηκε της εξέγερσης ενάντια στην ισπανική κατοχή[46]. Υπηρέτησε ενεργά σε ναυτικές επιχειρήσεις κατά της Ισπανίας υπό τον Cochrane μεταξύ 1818 και 1822. Τόσο αυτός όσο και ο Cochrane επέστρεψαν στην Αγγλία περίπου το 1824. Το τρίτομο βιβλίο του Stevenson για τη Νότια Αμερική εκδόθηκε το 1825 και σύντομα μεταφράστηκε στα γερμανικά και στα γαλλικά[47]. Μια ανασκόπηση του βιβλίου στο Monthly Review 1825 σχολιάζει την παντελή απουσία πληροφοριών για το υπόβαθρο του William Bennett Stevenson: «Υπάρχει ένα μυστήριο για όλη αυτή την αρχή της αφήγησης του κ. Stevenson, το οποίο δεν έχει ακόμη εξηγήσει». Αυτό φαίνεται να δείχνει ότι λίγα ήταν γνωστά για αυτόν στο Λονδίνο εκείνη την εποχή[48].

Περίπου αυτή την περίοδο ο Cochrane στρατολογήθηκε για να οργανώσει και να διοικήσει το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Αναχώρησε για την Ελλάδα, συνοδευόμενος από τον Stevenson και έφθασε στην Αίγινα τον Μάρτιο του 1827. Ενώ ο Cochrane ενεπλάκη σε άκαρπες διαπραγματεύσεις με τις διάφορες ελληνικές φατρίες (δεν ήταν γνωστός για την υπομονή του), ο Stevenson πίεζε για αγροτική μεταρρύθμιση, καθώς ο λιμός ήταν έντονος στην περιοχή. Ειδικότερα, πρότεινε την ίδρυση φυτειών πατάτας στην Αίγινα, και την Απαθία, ακριβώς απέναντι από τον Πόρο. Είχε την αμέριστη υποστήριξη του Έλληνα Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια. Ο Ζωγράφος στην Ιστορία της Ελληνικής Γεωργίας γράφει:

«Ο Ιρλανδός Stevenson συνδέεται πολύ στενά με την αναβίωση της κτηνοτροφίας στη χώρα. Ήταν από την αρχή στενός συνεργάτης του Έλληνα Προέδρου, ο οποίος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία και η τεχνογνωσία του αναζητήθηκε από τον τελευταίο για την άσκηση της αγροτικής του πολιτικής… Και πρέπει να σεβαστούμε αυτόν τον άνθρωπο ανάμεσα σε πολλούς άλλους που είχαν βοηθήσει τη χώρα μας στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης των νέων εθνών»[49].

Ο William Bennett Stevenson πέτυχε να δημιουργήσει μεγάλες φυτείες πατάτας – καθώς και σιτάρι και σίκαλη, απασχολώντας μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Η παραμονή του διακόπηκε λόγω ασθένειας και στην τελευταία του επιστολή προς τον Πρόεδρο τον Ιούλιο του 1828 γράφει ότι πρέπει να επιστρέψει στο Λονδίνο για « λόγους υγείας και προσωπικούς λόγους».  Δεν φαίνεται να υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του μετά την αποχώρησή του από την Ελλάδα[50].

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αυτό που μας έρχεται αμέσως στο μυαλό όταν εξετάζουμε τη φύση της ιρλανδικής συμμετοχής, είναι η ετερογένεια αυτών που εμπλέκονται ως κοινωνική ομάδα. Το υπόβαθρό τους ήταν σε γενικές γραμμές παρόμοιο, κάποιοι πήγαιναν μαζί σχολείο ή πανεπιστήμιο και κινούνταν στους ίδιους κοινωνικούς και οικογενειακούς κύκλους.

Το γενικό τους κίνητρο δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κοινή τους εμπειρία από την αγγλική κυριαρχία στην Ιρλανδία και τον αντίκτυπο της αποτυχημένης εξέγερσης του 1798. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί οι περισσότεροι από αυτούς που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο προέρχονταν από την τάξη των Αγγλο-Ιρλανδών, με εξαίρεση τον Τhomas Moore. Ο δρόμος της κοινωνικής κινητικότητας που απολάμβανε η προτεσταντική ελίτ δεν ήταν ανοιχτή στα μέλη του καθολικού πληθυσμού, ακόμη κι αν ήταν πρόθυμα να ξεκινήσουν μια τέτοια πορεία. Επίσης, η πολιτική στην Ιρλανδία τη δεκαετία του 1820 κυριαρχήθηκε από το μεταρρυθμιστικό κίνημα με επικεφαλής τον χαρισματικό Daniel O Connell. Ο Hobsbawm περιγράφει το κίνημα ως μοναδικό: «Μπορούμε στην πραγματικότητα να μιλήσουμε μόνο για ένα εθνικό κίνημα οργανωμένο σε συνεκτική μορφή πριν από το 1848, το οποίο βασιζόταν πραγματικά στις μάζες»[51]. Η συμμετοχή στο κίνημα ήταν μαζική και διέσχισε όλες τις τάξεις απορροφώντας τόσο ριζοσπάστες όσο και μετριοπαθείς. Τελικά οδήγησε στην Καθολική Χειραφέτηση το 1829. Ως εκ τούτου, υπήρχαν λίγα κίνητρα για να εμπλακούν άμεσα στον ελληνικό αγώνα μεταξύ του γενικού πληθυσμού, καθώς εμπλέκονταν βαθιά σε έναν δικό τους αγώνα[52].

Τα κίνητρα των Φιλελλήνων ήταν πολύπλοκα και ποικίλα. Για τους Ευρωπαίους ο ρομαντισμός έπαιξε μεγάλο ρόλο[53], κάτι που απουσίαζε από το ιρλανδικό σώμα. Η ιδέα της υποστήριξης ενός χριστιανικού λαού ενάντια στην οθωμανική και ισλαμική καταπίεση είναι ένα κοινό νήμα, ένα κίνητρο που είχε τις ρίζες του στην κοινωνικο-ιστορική εμπειρία: στην περίπτωση των Γερμανών η καταστολή που ακολούθησε τους Ναπολεόντειους Πολέμους και για τους Ιρλανδούς η εμπειρία της αποικιακής κυριαρχίας. Οι Ιρλανδοί γενικά δεν συμμερίζονταν την αρνητική στάση των άλλων απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό αλλά ταυτίζονταν στενά μαζί του τόσο πολιτιστικά όσο και πολιτικά. Εν συντομία, αξίζει να σημειωθεί ότι το αριθμητικά κατώτερο ιρλανδικό σώμα είχε δυσανάλογη επίδραση στην πορεία και την έκβαση του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, κάτι για το οποίο η Ελλάδα θα είναι πάντα ευγνώμων.

 

Επιστολή του Sir John Bowring στον Henry Kane, Πρόξενο στην Ανκόνα, με την οποία συστήνει τον Emerson Tennent, που κατευθύνεται στην Ελλάδα, με την επιθυμία να προσφέρει τις υπηρεσίες τους στον Ελληνικό αγώνα, ζητώντας τη βοήθεια του. 1 side 4to, London, 1st October 1824.

 

Φύλλο της εφημερίδας Gazette de France της 15ης Ιουνίου 1827. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι οι διοικητές των Γάλλων και των Βρετανών De Rigny και Hamilton κατέφθασαν στον Πειραιά και προσπάθησαν να διαπραγματευτούν μια έντιμη παράδοση των Ελλήνων, αλλά ο Reshid Pasha δε δέχθηκε να προσφέρει οποιαδήποτε πρόταση στους Έλληνες. Τίποτα ακόμα δεν είναι βέβαιο για τη μεγάλη ήττα των Ελλήνων. Αν και αρχικά, οι πρώτες μάχες απέβησαν θετικές για τους Έλληνες, μετά την άφιξη 8.000 ή και περισσότερων τουρκικών στρατευμάτων από τη Θεσσαλονίκη, οι Έλληνες έχασαν τον πόλεμο.

 

«ΠΟΣΗ ΑΙΜΑΤΟΧΥΣΙΑ ΔΕΝ ΠΡΟΚΑΛΕΣΑΜΕ ΑΘΕΛΑ ΜΑΣ»
Μεσολόγγι, «Εσπέρα Κυριακής» (Πιθανώς 6 Ιουνίου 1824) 4to.3pp.on bifolium.
Ιδιόχειρη υπογεγραμμένη επιστολή του Murray Charles, Σκωτσέζου περιηγητή και Φιλέλληνα (1799-1824), μάρτυρα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, προς τον συγγραφέα και Φιλέλληνα Edward Blaquiere (1779-1832), αναφορικά με την αλγεινή κατάσταση στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του ελληνικού πολέμου της ανεξαρτησίας, με μνεία του τυφοειδούς πυρετού, καθώς και της πενίας και του λιμού.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] For the most comprehensive list of Irish Philhellenes see www.Patrickcomerford.com/2008/11/irish-anglicans-and -greek-war-of-.html?m=1

[2] Culture and Imperialism, (NY, 1993). p.78

[3] For a more extended discussion on the question of affinity and identity see Beaton, R., Greece: Biography of a Modern Nation, London, 2020, Ch.1-2.

[4] The seminal text dates from around 1188: Gerald of Wales, Topographia Hiberniae, His claims resonate down the centuries and inform English conceptions of the Irish: ‘The Irish are animalistic in their passions, sinful and ignorant in their irreligiosity, deficient in proper technological advancement, husbandry, and industry, and lacking proper human cultivation and social relations, all of which properly signal their properly subordinate status.’ See Sarah E McKibben, In their “owne countrie”: Deriding and Defending the Early Irish Nation after Gerald of Wales, in, Eolas, The Journal of the American Society of Early Irish Medieval Studies, 8, 2015, 39-70. Hiram Morgan, Giraldus Cambrensis and the Tudor Conquest of Ireland, in Morgan, H, (ed.) Political Ideology in Ireland, Dublin, 1999.

[5] Occupation is, of course, a complex process. One feature of the original Anglo-Norman invasion was their gradual integration into Irish society forcing London to introduce legislation to call a halt to this process.

[6] Whelan, K, The Tree of Liberty, (Cork, 1996), p.63.

[7] This is not to deny that there was a considerable level of literacy among the general population in both countries. In Greece the Orthodox Church was primarily responsible for this while in Ireland it was illegal ‘hedge schools’ that kept education alive.

[8] See Argyropoulos, R., The Press, in The Greek Revolution, Kitromilides, P, Tsoukalas, Eds.,(London, 2021), 2021,p496-509.The activities of Leicester Stanhope and his almost maniacal focus in bringing the newspaper(s) to Greece throw an interesting light on the diverse nature of Philhellenism. St, Clair describes him thus: ….it is to Stanhope that belongs the doubtful credit of being the only man who went to Greece during the war whose political ideas were not modified by the experience, p.185ff. Stanhope was born in Dublin in 1784. His father was commander of the British Army in Ireland and he- Stanhope- joined the British Army in 1799. He had no further connection with Ireland.

[9] Morgan, Political Ideology p. 9.

[10] Halil Inalcik, The Ottoman Empire, 1300-1600, (London, 1973 Ch. 13.

[11] It should be pointed out here that, like the Greeks, some Irish (mainly men, Protestant and Catholic) were not averse to contributing to the imperial cause. While the Greeks largely confined themselves to the Ottomans, the Irish were rather more promiscuous in their choice of colonial masters: they served Portugal, Spain, France, Denmark, Holland as well as England. See Ohlmeyer, Making Empire, ch.4.

[12] See Philip Stern, Empire Incorporated: the Corporations That Built British Colonialism, (Harvard, 2023), Stuart Bell, A Masterpiece of Knavery? The activities of the Sword Blade Company in London’s Early Financial Markets. Business History, 54,4, 2012, 623-638, Simms, J.G, The Williamite Confiscation in Ireland, 1690-1703, (Westport, 1976).

[13] English colonialism- as well as that of Spain, Holland, and Portugal used similar methods of granting charters and patens to traders and settler. Also, while the Ottomans established fortified garrisons few would later develop into large towns and cities unlike in other colonial situations.

[14] Terry Eagleton, Were does culture come from?. London Review of Books , 46,8,2024, p.6

[15] Burke’s stance was a conservative one. He believed that by introducing reforms the Irish would be more likely to accept British rule. Sheridan was a more active supporter of the. United Irishmen and a close friend of Thomas Moore and part of the Byron circle. His son, Charles was an active member of the Greek Committee in London.

[16] The use of the terms Protestant and Catholic should not be taken to suggest that the conflict was about religion. It is simply the most convenient marker of difference between the two groups. In other colonial situations the main marker might be skin colour.

[17] This was fundamentally different from Ottoman policy. One exception was the ban on the ownership of horses- above a certain valve in the Irish case- probably for both symbolic and military reasons.

[18] The literature on 1798 is extensive. See Curtin, N, The United Irishmen, Oxford, 1998. Whelan, K,

The Tree of Liberty, (Cork, 1997).

[19] Basically, the difference between the ‘reform’ and’ ‘radical‘ position was that the former, while highly critical of English rule in Ireland wanted more autonomy without separation. The radicals were tending more towards separation and also embrace radical social policies such as land reform.

[20] To go into any long established Protestant Church in Ireland is a harrowing experience. The walls are lined with memorial plaques of younger sons who died in British colonial wars most in their early twenties or younger.

[21] Napier, W, The Life and Opinions of General Sir Charles James Napier (London, 1857), p.268-9.

[22] Napier, 1857, p.305.

[23] Napier, p.306. The life of being an ‘enlightened despot’ is rather a contradictory one. He wrote that his time in Kephalonia was probably the happiest in his life. He had two daughters by a Greek woman, Anasatasia. As part of his public works project he had a garden constructed as a playground for his children. It exists to this day as ‘Napier Gardens’.

[24] Napier, P. 366.

[25] St.Clair, W., That Greece Might Still be Free, (Oxford, 1972), 302-3. St. Clair’s judgement is stark: “Greece was fortunate to escape him.”

[26] Napier, p.366.

[27] Lane- Poole, S, Sir Richard Church, (London, 1890),, p.6.

[28] Although, unlike Napier, little is known about Church’s upbringing it is clear that his family saw itself as Irish and two of his senior officers, Captain Charles O’Fallon (his A.D.C) and Francis Castle. Were Irish. Other members of his staff, Frances Kirkpatrick and Gibbon Fitzgibbon were also Irish.

[29] Mazower, M., The Greek Revolution, (London,2021), p.367. Hamilton (see below) describes Church as a fine fellow, but a complete Irishman.

[30] Finlay, G, History of the Greek Revolution, 2 Vol. (Edinburgh, 1860). Finlay was rather dismissive of Church’s contribution in this book. The now restored house in the Plakta now displays a plaque devoted to Finlay although there seems to be no mention of Church having resided there.

[31] Better known as Napoloen’s goaler on St. Helena. Comerford writes that, as a tribute to his help in ‘liberating’ the Ionian Islands, the population presented him with a sword of honour. Comerford, P, Sir Richard Church and the Irish Philhellenes in the Greek War of Independence, in Luce, J, et al., The Lure of Greece, Dublin, 2007. This is a concise and informative survey of the life and times of Church.

[32] Dictionary of National Biography, 1885-1900.

[33] Mazower, p.279.

[34] Dakin, D, The Greek Struggle for Independence, 1821-1833, (London, 1973).,

[35] He is referred to by one commentator as a young man on the make. Wright, J, Priestcraft, ‘Political Popery’ and the Transnational Anti-Catholicism of Sir James Emerson Tennant in Whelan, N, (ed) Transnational Perspectives on Modern Irish History, London, 2015.

[36] The Tennant family were committed United Irishmen and social reformers. Letitia’s father had spent three years in a Scottish prison as a result of his activities in 1798.

[37] Wright, Priestcraft.

[38] He applied the same arguments to criticize the independence of Belgium from Holland in his book Belgium, 2 Vols, London, 1841. One wonders what he would have made of the role of the Orthodox Church in an independent Greece.

[39] Although Catholics were allowed entry they were barred from receiving “emoluments”- any form of financial or other aid and also could not become Fellows or Professors. Numbers remained small. A number of Trinity Anglo-Irish graduates did join the Greek cause: Arthur Gore Winter, Gibbon Fitzgibbon, Francis Kirkpatrick and William Scanlan were among them.

[40] Woodhouse, p.92. Woodhouse also points out that the Committee was mainly made up of Scottish and Irish members, although he is also critical of their effectiveness.

[41] O’Donnell, K, Translations of Ossian, Thomas Moore and the Gothic by 19th Century Intellectuals in

Lubin Studies in Modern Languages and Literature, 43, 4, 2019, p.102.

[42] Stanford speculates that he might have been one of the numerous children, or grandson, of John Blaquiere (1732-1812)-later Baron Blaquiere- who was part of the British administration in Ireland. If so, his influence could have eased Edward’s entrance into the RN. See Stanford, W., Ireland and the Classical Tradition, Dublin, 1976.

[43] Blaquierie, E., Narrative of a Second Visit to Greece, (London, 1825), p.116.

[44] Brewer, D, The Flame of Freedom, (London, 2001), p.197.

[45] Beaton, R, Byron’s War, (Cambridge, 2023), p.125, 128-9.

[46] O’Higgins was the illegitimate son of the Irish born Spanish officer, Ambrosio O’Higgins.

[47] A Historical and Descriptive Narrative of Twenty Years Residence in South America (London, 1825).

[48] His publisher, Hurst, Robinson and Company went bankrupt in 1826.

[49] Zografos, D.L. A History of Greek Agriculture, (Athens, 1921), p.283. Quoted in Vacalopoulos, C, Contribution of the Irish Philhellene Stevenson to the Agricultural Development of Greece in 1828, Balkan Studies, 13,1,1972, 129-155. This article describes, in some detail, the activities of WBS during his sojourn in Greece.

[50] For a short summary of his time in South America see Penny Dransart, Stevenson, William Bennett (ca. 1787-?) in Pillsbury, J., Guide to Documentary Sources for Andean Studies 1530-1900 Vol.3 ,2008, 656-7.

[51] Hobsbawm, E., The Age of Revolution, 1789-1848, London 2020, p.170-1. The Chartist Movement in Britain, which had the sympathy of Napier who was sent to repress it, was another mass movement- if ultimately unsuccessful- led by an Irishman, Feargus O’Connor.

[52] The use of the word ‘catholic’ to describe the Irish is something of a misnomer. Ireland was not beset by wars of religion as in continental Europe. It suited the English to use religion as a tag for ethnic identity. In fact, the Roman Church had little power and religious observance sporadic during this period.

[53] For France, see Thompson, C., French Romantic Travel Writing, Oxford. 2012, and Germany Roche, Helen, the Peculiarities of German Philhellenism, The Historical Journal, 61,2, 2018, 541-560.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Anderson, B., Imagined Communities, London, 2016.
  • Argyropoulos, R., The Press in Kitromilides, P., Tsoukalas, C., (Eds.) The Greek Revolution, Beaton, R., Greece: Biography of a Modern Nation, London, 2020.
  • Byron’s War, Cambridge, 2023.
  • Bell, S., A Masterpiece of Knavery? The Activities of the Sword Blade Company in London’s early Financial markets, Business History, 54, 4, 2012.
  • Blaquierie, E., Narrative of a second visit to Greece, London, 1825.
  • Brewer, D., The Flame of Freedom, London, 2001.
  • Bennet-Stevenson, W., A Historical and Descriptive Narrative of Twenty Years’ Residence In South America, London, 1825.
  • Chatzopoulis, C., Secret Societies: The Society of Friends and Its Forerunners, in Kitromilides. Comerford, P., Sir Richard Church and the Irish Philhellenes in the Greek War of Independence, in Luce, J., et al., Dublin, 2007.
  • Curtin, N., The United Irishmen, Oxford, 1998.
  • Dakin, D., The Greek Struggle for Independence, 1821-1833, London, 1973.
  • Derricke, J., Image of Ireland, 1581.
  • Dransart, P., Stevenson, Willliam Bennet. ca 1787- 1828 in Phillsbury, J., 2008.
  • O’ Donnell, K., Translations of Ossian: Thomas Moore and the Gothic by 19th Intellectuals in Lubin Studies in Modem Languages and Literature, 43,4,2019.
  • Eagleton, T., Where does culture Come From?, in London Review of Books, 46,8,2024.
  • Emerson Tennant, J., Letters from the Aegean, New York, 1829.
  • History of Modem Greece, London, 1830.
  • Belgium, 2vol., 1841.
  • Finlay G., History of the Greek Revolution, 2 Vol., Edinburgh, 1860.
  • Gerald of Wales, Topographia Hiberniae, London, 1983.
  • Hobsbawm, E., Ranger, T., The Invention of Tradition, Cambridge, 1983.
  • Hobsbawm, E., The Age of Revolution, 1789-1848, London, 2020.
  • Inalcik, H., The Ottoman Empire, 1300-1600, London, 1973.
  • McKibben, S., In their «owne countrie»: Deriding and Defending the Early Irish nation after Gerald of Wales, in Eolas, The Journal of the American Society of Early Irish Medieval Studies, 8, 2015.
  • Lane-Poole, S., Sir Richard Church, London, 1890.
  • Luce, J., et al., The Lure of Greece, Dublin, 2007.
  • Mazower, M., The Greek Revolution, London, 2021.
  • Morgan, H., Political Ideology in Ireland, 1541-1641, Dublin, 1999.
  • Napier, W., The Life and Opinions of General Sir Charles James Napier, London, 1857. Ohlmeyer, J., Making Empire: Ireland, Imperialism and the Early Modern World, Oxford, 2023.
  • Pilsbury, J., (Ed.) A Guide to Documentary Sources for Andean Studies 1530-1900, Vol 3, University of Oklahoma Press, 2008.
  • Quinn, J., How the World Made the West, London, 2024.
  • Roche, H., The Peculiarities of German Philhellenism, The Historical Journal, 61,2,2018.
  • Simms, J., The Williamite Confiscation in Ireland, 1690-1793, Westport, 1976.
  • Spencer, H., A View of the Present State of Ireland, Oxford, 1970.
  • Stanford, W., Ireland and the Classical Tradition, Dublin, 1976.
  • Stern, P., Empire Incorporated: the Corporations that Built British Colonialism, Harvard, 2023. St. Clair, W., That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence, Oxford, 1972.
  • Thompson, C., French Romantic Travel Writing, Oxford, 2012.
  • Vacalopoulos, C., Contribution of the Irish Philhellene Stevenson to the Agricultural Development of Greece, Balkan Studies, 13,1,1972.
  • Whelan, K., The Tree of Liberty, Cork, 1997.
  • Woodhouse, C., Modem Greece: A Short History, London, 1991.
  • Zografos, D., A History of Greek Agriculture, Athens, 1921.

 

 

 

 

 

Ήταν 13 Ιουλίου 1823, όταν ο Λόρδος Βύρωνας επιβιβαζόταν στο πλοίο «Ηρακλής» και έφευγε από τη Γένοβα της Ιταλίας με προορισμό την επαναστατημένη Ελλάδα. Σε αυτό το δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα δεν ήταν μόνος, καθώς στο πλοίο τον συνόδευαν φίλοι και συνεργάτες του, όπως ο κόμης Pietro Gamba, ο Edward Trelawny, ο Francesco Bruno, αλλά και άτομα που δούλευαν στην υπηρεσία του, όπως ο William Fletcher. Ανάμεσα στους επιβάτες του πλοίου ήταν κι ένας Αφροαμερικανός, ο Benjamin Lewis, ο οποίος ήταν ιπποκόμος* του Βρετανού φιλέλληνα ποιητή.

Ο Lewis πριν γνωρίσει τον Βύρωνα

Οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας για τον Benjamin Lewis πριν το 1822 είναι ελάχιστες. Εξ’ όσων γνωρίζουμε το 1824 ο Lewis ήταν 26 χρονών και είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ στα τέλη του 18ου αιώνα [1]. Σε μικρότερη ηλικία έγινε σκλάβος στις Δυτικές Ινδίες και το διάστημα 1822-1823 βρέθηκε στη Γένοβα, όπου εργαζόταν στην υπηρεσία του Edward Trelawny, στενού φίλου του Λόρδου Βύρωνα. Ο Trelawny στο βιβλίο του «Records of Shelley, Byron, and the author» (1878) παρέχει αρκετές πληροφορίες για τον Lewis και αναφέρει πως τον προσέλαβε σε αντικατάσταση ενός Ιταλού υπηρέτη, ο οποίος αποχώρησε από τη θέση του για να επιστρέψει στην οικογένειά του [2]. Επίσης, ο Trelawny σε γράμμα του προς τον Daniel Roberts περιγράφει τον Lewis ως έναν πρόθυμο ακόλουθο που είχε βασικές γνώσεις Ιταλικών και Γαλλικών και γνώριζε από φροντίδα αλόγων και μαγειρική [3].

Στις υπηρεσίες του Βύρωνα

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ιταλία ο Βύρωνας γνώρισε τον Lewis και εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητές του, ιδιαίτερα όταν ο τελευταίος σε μία καταιγίδα κατάφερε να σώσει τα άλογα του Trelawny [4]. Στον Βύρωνα γεννήθηκε η ιδέα να πάρει στις υπηρεσίες του τον Αφροαμερικανό άνδρα και έτσι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από την Ιταλία στην Ελλάδα, τον Ιούλιο του 1823, έπεισε τον φίλο του να του τον δώσει. Ο Trelawny δεν αρνήθηκε, και όπως σημειώνει στο βιβλίο του, «στην Ανατολή ήταν δείγμα μεγαλοπρέπειας να έχει κάποιος έναν μαύρο ιπποκόμο». Επίσης, στο πλοίο ο Trelawny χάρισε ένα πράσινο στρατιωτικό σακάκι στον Lewis, ώστε να προσδώσει περισσότερο κύρος στον Αφροαμερικανό πρώην υπηρέτη του [5].

Ο φιλεύσπλαχνος Lewis

Ο Lewis ακολούθησε τον Λόρδο Βύρωνα σε όλη την αποστολή του στην Ελλάδα, αρχικά στην Κεφαλονιά και μετέπειτα στο Μεσολόγγι. Ο William Parry, μηχανικός και στενός συνεργάτης του Βύρωνα, στο βιβλίο του «The last days of Lord Byron» (1825), καταγράφει ένα άκρως ενδιαφέρον περιστατικό που αναδεικνύει τον ευαίσθητο χαρακτήρα του Lewis και τη φιλάνθρωπη πλευρά του Βύρωνα.

Κάποια μέρα στο Μεσολόγγι ο Lewis συνάντησε δύο μαύρες γυναίκες, οι οποίες είχαν ελευθερωθεί από τη δουλεία των Οθωμανών. Εκείνες ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση καθώς λιμοκτονούσαν και ο Lewis τις λυπήθηκε. Λόγω του κοινού χρώματος δέρματος, ένιωσε συμπάθεια για τις γυναίκες αυτές και ζήτησε από τον Parry να τις παρέχουν κάποιο κατάλυμα. Ο Parry δέχθηκε την πρόταση και μετέφερε το αίτημα του Lewis στον Λόρδο Βύρωνα. Όπως σημειώνει ο Parry, όταν ο Βύρωνας άκουσε την πρόταση, ζήτησε να φέρουν μπροστά του τον Αφροαμερικανό ιπποκόμο στις δέκα η ώρα** της επόμενης ημέρας [6].

Όταν ο Lewis παρουσιάστηκε στον Λόρδο Βύρωνα έτρεμε από φόβο και τραύλιζε κάθε φορά που μιλούσε, σε σημείο που δεν μπορούσε να γίνει κατανοητός. Ο Βύρωνας, γνωστός για το χιούμορ του, αποφάσισε να κάνει ένα αστείο στον Lewis. Έτσι, στην αρχή –προσποιούμενος τον θυμωμένο– τον επέπληξε για την πρότασή του και έπειτα –προσπαθώντας να διατηρήσει τη σοβαρότητά του– ετοιμάστηκε να ανακοινώσει την «ποινή» που θα του έβαζε. Ο Lewis παρέμενε τρομαγμένος περιμένοντας να ακούσει μία αυστηρή τιμωρία. Τότε ο Βύρωνας πήρε σοβαρό ύφος και είπε ότι τα παιδιά που θα γεννούσαν μελλοντικά οι δύο μαύρες γυναίκες θα τα συντηρούσε ο ίδιος. Μάλιστα, ο Βύρωνας σκέφτηκε ότι ίσως ο Lewis γίνει ο πατέρας αυτών των παιδιών. Ο Αφροαμερικανός ιπποκόμος στο άκουσμα της απόφασης ευχαρίστησε τον Βύρωνα και του ευχήθηκε να τον ευλογεί πάντα ο Κύριος και να ζήσει για πολλά χρόνια. Ύστερα, ο Lewis πήγε ενθουσιασμένος να ανακοινώσει τα χαρμόσυνα μαντάτα στις δύο μαύρες ταλαιπωρημένες γυναίκες [7].

Το τέλος του Βύρωνα και του Lewis

Ο Lewis ήταν παρών στον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, στις 19 Απριλίου 1824 [8]. Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Μεγάλη Βρετανία με το πλοίο Florida, το οποίο μετέφερε τη σωρό του Βύρωνα στην Αγγλία [9] και παρέστη στην κηδεία του στο Νοτινχαμσάιρ τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Μάλιστα, λέγεται πως ο Lewis ήταν εκείνος που δεν πήρε ποτέ τα μάτια του από το φέρετρο του φιλέλληνα ρομαντικού ποιητή [10]. Δυστυχώς, ο Lewis πέθανε από ευλογιά δύο μήνες μετά την άφιξή του στην Αγγλία [11].

Ο Lewis μπορεί να γνώρισε τον Βύρωνα μόνο τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του, όμως τον σεβόταν απεριόριστα και παρέμεινε πιστός σε εκείνον μέχρι τον θάνατό του. Η περίπτωση του Lewis παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον, καθώς είναι ο πρώτος καταγεγραμμένος Αφροαμερικανός που βρέθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα το διάστημα 1823-1824***.

Η μνήμη του Αφροαμερικανού ιπποκόμου και η σύνδεσή του με τον Βύρωνα δεν έχει ξεχαστεί στις μέρες μας. Το φθινόπωρο του 2021 διοργανώθηκε στο αβαείο του Newstead μία ενδιαφέρουσα έκθεση με τίτλο: «Black Newstead», η οποία αναδείκνυε τον ρόλο που διαδραμάτισαν μαύροι άνθρωποι στη ζωή και το έργο του Λόρδου Βύρωνα. Ένα από τα πρόσωπα στα οποία έγινε αναφορά ήταν ο Benjamin Lewis, για τον οποίο η έρευνα έχει αναδείξει καινούργια στοιχεία για τη ζωή του [12].

Γιώργος Γιαννίκος,
δάσκαλος, υπ. Διδάκτορας Παν. Πελοποννήσου

Σημειώσεις:

* Στις πηγές του 19ου αιώνα ο Benjamin Lewis καταγράφεται με τον όρο groom που σημαίνει ιπποκόμος. Ας σημειωθεί ότι σύγχρονες πηγές αναφέρουν τον Lewis και ως υπηρέτη (servant) του Λόρδου Βύρωνα.
** Στο πρωτότυπο κείμενο ο Parry δεν διευκρινίζει αν πρόκειται για τις 10:00 π.μ. ή μ.μ.
*** Ο δεύτερος Αφροαμερικανός που μετέβη και αγωνίστηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα ήταν ο James Jakob Williams το διάστημα 1827-1829.

Παραπομπές:

[1] Moore, D. L. (1974). Lord Byron: Accounts Rendered. London: John Murray, p. 374.
[2] Trelawny, E. (1878). Records of Shelley, Byron, and the author (Vol. II). London: Basil Montagu Pickering, p. 69.
[3] Moore, D. L., ο.π., p. 374.
[4] Kenyon Jones, C. (2023). Byron and Slavery. The Byron Journal, 51:2, p. 95.
[5] Trelawny, E., ο.π., pp. 118-119.
[6] Parry, W. (1825). The last days of Lord Byron. London: Knight & Lacey, p. 157.
[7] Parry, W., ο.π., pp. 157-158.
[8] Kenyon Jones, C., ο.π., p. 97.
[9] Ascari, M. (2009). ‘Not in a Christian Church’: Westminster Abbey and the Memorialisation of Byron. The Byron Journal, 37:2, p. 150.
[10] Byron Pilgrimage. An interactive tour of St Mary Magdalene Church, the burial place of the poet Lord Byron. Διαθέσιμο στο: http://hucknallparishchurch.org.uk/wp-content/uploads/2015/11/dl_byron_2015_web_A4_LR.pdf
[11] Moore, D. L., ο.π., p. 427.
[12] https://www.bbc.com/news/uk-england-nottinghamshire-58929076

Πρόσθετη βιβλιογραφία:

St Clair, W. (2022). Και πάλι μια Ελεύθερη Ελλάδα – Οι Φιλέλληνες στον αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη.
https://www.eefshp.org/oi-afroamerikanoi-kai-i-elliniki-epanastasi/

 

 

Η ναυμαχία στο Ναυαρίνο σφραγίζει με επιτυχία τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, και ανοίγει τον δρόμο για τη σύσταση του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Ο ιθύνων νους που οδήγησε στην μεγάλη αυτή νίκη είναι σαφέστατα ο Βρετανός πρωθυπουργός Georges Canning, ο οποίος πρόλαβε πριν πεθάνει τον Αύγουστο 1827, και έδωσε σαφείς οδηγίες στον ναύαρχο Codrington, να εφαρμόσει τη συνθήκη του Λονδίνου ακόμη και με την ισχύ των όπλων.

Πόσοι όμως από εμάς γνωρίζουμε ότι ο Canning ήταν πραγματικός Φιλέλληνας, και ποιητής επηρεασμένος από τον Λόρδο Βύρωνα, με πραγματικό ενδιαφέρον για τους Έλληνες, που είχε γράψει και ένα ποίημα με τίτλο «η σκλαβιά της Ελλάδος»; Με αφορμή την επέτειο της ναυμαχίας του Ναυαρίνου παρουσιάζουμε από τη συλλογή του Μουσείου Φιλελληνισμού την μετάφραση στα Γαλλικά βιβλίου που περιέχει την ποιητική συλλογή του George Canning και το αφιερωμένο στην Ελλάδα αυτό ποίημα.

 

 

The Slavery Of Greece

Unrivall’d Greece! thou ever honor’d name,
Thou nurse of heroes dear to deathless fame!
Though now to worth, to honor all unknown,
Thy lustre faded, and thy glories flown;
Yet still shall Memory, with reverted eye,
Trace thy past worth, and view thee with a sigh.

Thee Freedom cherish’d once with fostering hand,
And breath’d undaunted valour through the land;
Here, the stern spirit of the Spartan soil,
The child of poverty, inur’d to toil.

Here, lov’d by Pallas and the sacred Nine,
Once did fair Athens’ tow’ring glories shine,
To bend the bow, or the bright faulchion wield,
To lift the bulwark of the brazen shield,
To toss the terror of the whizzing spear,
The conqu’ring standard’s glitt’ring glories rear,
And join the mad’ning battle’s loud career.

How skill’d the Greeks; confess what Persians slain
Were strew’d on Marathon’s ensanguin’d plain;
When heaps on heaps the routed squadron fell,
And with their gaudy myriads peopled hell.
What millions bold Leonidas withstood,
And seal’d the Grecian freedom with his blood;
Witness Thermopylæ! how fierce he trod!
How spoke a hero, and how mov’d a God!
The rush of nations could alone sustain,
While half the ravag’d globe was arm’d in vain.
Let Leuctra say, let Mantinea tell,
How great Epaminondas fought and fell!

Nor war’s vast art alone adorn’d thy fame,
«But mild philosophy endear’d thy name.»
Who knows not, sees not with admiring eye,
How Plato thought, how Socrates could die?

To bend the arch to bid the column rise,
And the tall pile aspiring pierce the skies;
The awful scene magnificently great,
With pictur’d pomp to grace, and sculptur’d state,
This science taught; on Greece each science shone:
Here the bold statue started from the stone;
Here, warm with life, the swelling canvass glow’d;
Here, big with life, the poet’s raptures flow’d;
Here Homer’s lip was touch’d with sacred fire,
And wanton Sappho tun’d her am’rous lyre;
Here bold Tyrtæus rous’d th’ enervate throng
Awak’d to glory by th’ inspiring song;
Here Pindar soar’d a nobler, loftier way,
And brave Alcæus, scorn’d a tyrant’s sway;
Here gorgeous Tragedy, with great controul,
Touch’d every feeling of th’ impassion’d soul;
While in soft measure tripping to the song,
Her comic sister lightly danc’d along—

This was thy state! But oh! how chang’d thy fame,
And all thy glories fading into shame.
What! that thy bold, thy freedom-breathing land,
Should crouch beneath a tyrant’s stern command;
That servitude should bind in galling chain;
Whom Asia’s millions once oppos’d in vain,
Who could have thought? Who sees without a groan,
Thy cities mould’ring and thy walls o’erthrown?
That where once tower’d the stately solemn fane,
Now moss-grown ruins strew the ravag’d plain;
And unobserv’d but by the traveller’s eye
Proud vaulted domes in fretted fragments lie;
And thy fall’n column on the dusty ground,
Pale ivy throws its sluggish arms around.

Thy sons (sad change!) in abject bondage sigh;
Unpitied toil, and unlamented die;
Groan at the labours of the galling oar,
Or the dark caverns of the mine explore.
The glitt’ring tyranny of Othman’s sons,
The pomp of horror which surrounds their thrones
Has aw’d their servile spirits into fear;
Spurn’d by the foot, they tremble and revere.

The day of labour, night’s sad sleepless hour,
Th’ inflictive scourge of arbitrary pow’r,
The bloody terror of the pointed steel,
The murd’rous stake, the agonizing wheel,
And (dreadful choice!) the bow-string or the bowl,
Damps their faint vigour, and unmans the soul.

Disastrous fate! still tears will fill the eye,
Still recollection prompt the mournful sigh,
When to thy mind recurs thy former fame,
And all the horrors of thy present shame.

So some tall rock, whose bare broad bosom high,
Tow’rs from th’ earth, and braves th’ inclement sky;
On whose vast top the blackening deluge pours,
At whose wide base the thund’ring ocean roars;
In conscious pride its huge gigantic form
Surveys imperious, and defies the storm.
Till worn by age and mould’ring to decay,
Th’ insidious waters wash its base away;
It falls, and falling cleaves the trembling ground,
And spreads a tempest of destruction round.

 

 

Στο πλαίσιο της επετείου των 200 ετών από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα, η Εταιρεία για τον Ελληνισμό και Φιλελληνισμό (ΕΕΦ), συνεργάστηκε με την Βρετανική Πρεσβεία στην Βέρνη της Ελβετίας, για την υλοποίηση διαδραστικού χάρτη που αναφέρεται στα ταξίδια του Λόρδου Βύρωνα στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ελβετία. Ο διαδραστικός χάρτης παρουσιάζει για κάθε μία από τις πόλεις από τις οποίες πέρασε και έζησε ο μεγάλος ρομαντικός ποιητής, οπτικοακουστικό υλικό, προσωπικά αντικείμενα, επιστολές καθώς και βυρωνική και φιλελληνική τέχνη από τις συλλογές του Μουσείου Φιλελληνισμού.

Μπορείτε να επισκεφθείτε τον διαδραστικό χάρτη εδώ.

https://viewer.mapme.com/7df7d2b6-1fdc-4a3a-99b5-b5fe8e0cf8c7

 

Ο κόμης Paul von Normann-Ehrenfels,με την Δήμαρχο Ν. Σκουφά κ. Ροζίνα Βαβέτση, κατά την ομιλία του στα «Φιλελλήνια 2022» στο Πέτα, παρουσία τιμητικού αγήματος αναβιωτών Φιλελλήνων.

 

Στις 9 Νοεμβρίου 2023 έφυγε από τη ζωή ήρεμος και πλήρης ημερών ο κόμης Paul von Normann-Ehrenfels, απόγονος του μεγάλου Φιλέλληνα στρατηγού Νόρμαν, διοικητή του Τάγματος των Φιλελλήνων και του Ελληνικού τακτικού στρατού, μεγάλο μέρος των οποίων θυσιάστηκε στην άτυχη Μάχη του Πέτα τον Ιούλιο του 1822. Με την ευκαιρία της 200ής επετείου της Μάχης του Πέτα, ο πρόεδρος της ΕΕΦ κ. Κωνσταντίνος Βελέντζας και ο καθηγητής και αντιπρόεδρος της ΕΕΦ κ. Κωνσταντίνος Παπαηλιού, απένειμαν πέρυσι στο Πέτα στον κόμη Paul von Normann-Ehrenfels το μετάλλιο Lord Byron και τιμητικό δίπλωμα.

Στη νεκρώσιμη ακολουθία που έλαβε χώρα στις 2 Δεκεμβρίου 2024 στο Tübingen, επικήδειο εκφώνησε ο αντιπρόεδρός της ΕΕΦ κ. Κωνσταντίνος Παπαηλιού, ο οποίος στις 28 Νοεμβρίου 2024, μίλησε για τον στρατηγό Νόρμαν στο φιλοσοφικό σαλόνι Museυm Hegel-Haus στη Στουτγάρδη, γενέτειρα του στρατηγού, και αφιέρωσε τη διάλεξή του, εν είδει μνημοσύνου, στον φίλο του κόμη Paul von Normann-Ehrenfels.

Αιωνία αυτού η μνήμη.

Μέχρι σήμερα, η προσωπικότητα του Βενεζολάνου Don Francisco de Miranda, εθνεγέρτη της Λατινικής Αμερικής, ήταν ιστορικά συνδεδεμένη με αυτή του Ρήγα Βελεστινλή. Και οι δύο συνδέθηκαν με τους αγώνες της ανεξαρτησίας των πατρίδων τους, όπως έχει γράψει ο διάσημος Χιλιανός ελληνιστής Καθηγητής Miguel Castillo Didier στο βιβλίο του, με τίτλο “Δύο πρόδρομοι: Miranda και Ρήγας, Αμερική και Ελλάδα”. Αυτό το άρθρο προτείνει ότι ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, εθνεγέρτης της Ελλάδας, θα μπορούσε να είναι μία ελληνική ιστορική μορφή πιο κοντά στον Francisco de Miranda, από όσο ο Ρήγας, αφού και οι δύο ξεκίνησαν τις επαναστάσεις στις χώρες τους, στις αρχές του 19ου αιώνα.

Οι αρχές του βιβλίου Βίοι Παράλληλοι του Πλουτάρχου, είναι η επιλεγμένη μέθοδος για να οργανωθεί, αναλυθεί, συντεθεί και ολοκληρωθεί το θέμα αυτού του άρθρου. Εφαρμόζοντας αυτή τη μέθοδο, θα γίνει προσπάθεια να επισημανθούν οι ιδιαίτεροι χαρακτήρες του Miranda και του Υψηλάντη. Για το λόγο αυτό συγκρίνεται η προκήρυξη του Miranda: «Στους λαούς κατοίκους της Αμερικο-Κολομβιανής Ηπείρου» με τις προκηρύξεις του Υψηλάντη: «Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί  Πατρίδος» και «Ἄνδρες Γραικοί, ὅσοι εὑρίσκεσθε εἰς Μολδαβίαν καί Βλαχίαν!». Η ανάλυση αποκαλύπτει ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των γραπτών των δύο ηγετών, για την τεκμηρίωση της υπόθεσης περί «Βίων Παραλλήλων».

Η σύγκριση των πολυδιάστατων προσωπικοτήτων των δύο ηρώων ξεκινάει με την παραδοχή ότι και οι δύο αναφερόμενες προσωπικότητες ήταν μέλη της κοινωνικής και οικονομικής ελίτ των χωρών τους: Αφενός, ο Don Francisco de Miranda γεννήθηκε στο Καράκας το 1750. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος έμπορος από τις Καναρίους Νήσους που απέκτησε τον τίτλο του Λοχαγού του Τάγματος των Πολιτοφυλακών των Λευκών του Καράκας. Αφετέρου, ο Πρίγκιπας Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792, από μια φαναριώτικη οικογένεια σημαντική και πλούσια. Ο πατέρας του ήταν ο ηγεμόνας των Πριγκιπάτων της Μολδαβίας και μετέπειτα της Βλαχίας και ο παππούς του ήταν ο Μέγας Δραγουμάνος της Υψηλής Πύλης.

Αμφότεροι Miranda και Υψηλάντης ήταν πολυμαθείς: Ο Miranda σπούδασε Φιλοσοφία, Νομική, Ιστορία, Μαθηματικά και Γεωγραφία ενώ ο Υψηλάντης, έλαβε ευρεία μόρφωση μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806, όταν η οικογένειά του κατέφυγε στη Ρωσία. Ήταν επίσης πολύγλωσσοι: Ο Miranda, εκτός από Ισπανικά, μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά, Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά και ο Υψηλάντης, εκτός από ελληνικά, μιλούσε Ρωσικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ρουμανικά. Και οι δύο ηγέτες έλαβαν στρατιωτική εκπαίδευση. Το 1771, ο Miranda πήγε στη Μαδρίτη, όπου ακολούθησε στρατιωτικές σπουδές για να πάρει το πτυχίο του Λοχαγού του Βασιλικού Στρατού. Το 1810 ο Υψηλάντης εισήλθε στη σχολή του Σώματος των Αυτοκρατορικών Ακολούθων της Τσαρικής Ρωσίας.

Προκήρυξη του Francisco de Miranda

Πριν από την έναρξη των πολέμων της ανεξαρτησίας των χωρών τους, και οι δύο απέκτησαν μεγάλη στρατιωτική εμπειρία σε ξένα στρατεύματα, υπηρετούντες σε υψηλές θέσεις, ακόμη και ως στρατηγοί: Ο Βενεζολάνος Miranda συμμετείχε στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών και τη Γαλλική Επανάσταση. Θήτευσε για λίγο ως στρατηγός στο Γαλλικό στρατό. Ο Έλληνας Υψηλάντης διακρίθηκε στους πολέμους ενάντια στον Ναπολέοντα, ως αντισυνταγματάρχης του Ρωσικού στρατού, όπου έχασε το δεξί του χέρι, σε ηλικία 21 ετών, στη μάχη της Δρέσδης. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Τσάρος τον προήγαγε σε Στρατηγό.

Οι τελικοί τους στόχοι ήταν να αποκτήσουν πολιτικούς και διπλωματικούς συμμάχους για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους για την απελευθέρωση των πατρίδων τους. Και οι δύο φέρεται ότι ανήκαν σε Μασονικές κοινότητες της εποχής τους και μέσα από αυτές, απέκτησαν επαφές με την υψηλή Ευρωπαϊκή κοινωνία, για να οικοδομήσουν συμμαχίες για την επίτευξη του πατριωτικού τους σκοπού. Για αυτό, ο Miranda ταξίδεψε στην Ευρώπη, γνώρισε -μεταξύ άλλων- τη Μεγάλη Αικατερίνη και τον πρίγκιπα Ποτέμκιν της Ρωσίας, τον Γουστάβο Γ΄ της Σουηδίας, τους George Washington, Samuel Adams, Thomas Jefferson, James Madison και Thomas Paine των Ηνωμένων Πολιτειών, τους Danton, Charles du Murieu και Ναπολέοντα Βοναπάρτη της Γαλλίας, τον William Pitt και τον Δούκα του Wellington από το Ηνωμένο Βασίλειο, και τους Simón Bolívar, Andrés Bello και Bernardo O’Higgins της Λατινικής Αμερικής.

Ο Υψηλάντης υπηρέτησε ως υπασπιστής του Τσάρου στο συνέδριο της Βιέννης το 1814 και μεταξύ άλλων γνώρισε τον Κόμη Καποδίστρια, Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, και τους Ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Η έντονη επιθυμία και η φλόγα της ψυχής τους για την ανεξαρτησία της πατρίδας τους, σύντομα τους έφερε στη θέση του Ηγέτη των Επαναστατικών κινημάτων τους. Ο Στρατηγός Miranda ηγήθηκε του πατριωτικού στρατού στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Λατινικής Αμερικής, έγινε Κυβερνήτης της Πρώτης Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, ενώ ο πρίγκιπας Υψηλάντης ανέλαβε την ηγεσία της Φιλικής Εταιρίας, δημιούργησε τον Ιερό Λόχο, αποτελούμενο από 500 φοιτητές και έτσι ξεκίνησε τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας.

Όταν ο Miranda και ο Υψηλάντης έφθασαν στο Κόρο και το Ιάσιο, αντίστοιχα, δημοσίευσαν τις προκηρύξεις τους. Ανάμεσά τους υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες. Στις συγκρούσεις απαιτείται σαφής διάκριση μεταξύ της ταυτότητας των εμπολέμων. Αν και η μετάφραση και δημοσίευση από τον Miranda της «Επιστολής απευθυνόμενης προς τους Ισπανούς Αμερικανούς» του Ιησουίτη Juan Pablo·Viscardo y Guzmán (που δήλωνε ότι «ο Νέος Κόσμος είναι δική μας πατρίδα, η ιστορία της είναι η δική μας»), ήταν ένα σημαντικό βήμα στη Λατινοαμερικανική χειραφέτηση, η χρήση του όρου «Ισπανοί Αμερικανοί» δεν επέτρεπε τη διάκριση μεταξύ των κρεολών (κατοίκων της Λατινικής Αμερικής με ισπανική καταγωγή) και των κατοίκων της Ισπανίας.

Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη

Στην περίπτωση του Υψηλάντη, δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα επειδή υπήρχαν σαφείς διαφορές μεταξύ της Οθωμανικής πλευράς και της δικής του, λόγω της διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής, της γλώσσας, των εθίμων και της θρησκείας. Για αυτό, λέξεις όπως «Έλληνες», «Γραικοί», «Ορθόδοξοι» μπορούσαν να διακρίνουν την πλευρά του από αυτήν του εχθρού. Εκμεταλλευόμενος την κοινή θρησκεία, ο Υψηλάντης συμπεριέλαβε στο κάλεσμά του άλλες ομόθρησκες ομάδες, όπως Σέρβους, Βουλγάρους, Ρουμάνους, κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση του Miranda, η θρησκεία και η γλώσσα των κατοίκων της Αμερικής ήταν ίδιες με αυτές των κατοίκων της Ισπανίας, οι κρεολοί ήταν ισπανικής καταγωγής και η εθνική καταγωγή των ινδιάνων και των μαύρων δεν σχετίζονταν ούτε με αυτή των Ισπανών, ούτε με αυτή των κρεολών. Ως εκ τούτου, ο γενικός μιραντινικός όρος «Αμερικο-Κολομβιανή» θα μπορούσε να προσφέρει μία ξεχωριστή ταυτότητα για όλους τους κατοίκους του νέου κόσμου (κρεολούς, ινδιάνους, μαύρους κ.λπ.), διαχωρίζοντάς τους από τους κατοίκους της Ισπανίας.

Ο Miranda, όπως και ο Υψηλάντης, ζήτησε από όλους τους πολίτες να συμμετάσχουν χωρίς διάκριση τάξεως ή εθνοτικής καταγωγής. Ενδεικτικό της ιδέας του για τη σχέση ενός τόπου με τους πολίτες του, είναι ότι στην αρχή των τόμων του αρχείου του, Colombeia, ο Miranda τοποθέτησε μια ωδή αποδιδόμενη στον Αλκαίο, μεταφρασμένη από τον ίδιο: «Οὐ λίθοι, οὐδέ ξύλα, οὐδέ τέχνη τεκτόνων, αἱ πόλεις εἶεν, ἀλλ᾿ ὅπου ποτ᾿ ἂν ὦσιν ἌΝΔΡΕΣ αὑτούς σῴζειν εἰδότες, ἐνταῦθα καί τείχη καί πόλεις». Μία διαφορά ανάμεσα στις δύο προκηρύξεις είναι η ανταμοιβή στους συμμετέχοντες στην Επανάσταση και η τιμωρία στους ανυπάκουους: ο Miranda υποσχέθηκε ανταμοιβή, τόσο υλική όσο και ηθική και απείλησε με νομική τιμωρία, ενώ η ανταμοιβή και η τιμωρία, σύμφωνα με τον Υψηλάντη, θα ήταν αποκλειστικά ηθικές.

Αν και τα επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα εκείνης της εποχής επηρεάστηκαν από κοσμικά ρεύματα, όπως ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση, ο Miranda και ο Υψηλάντης δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ότι ο Χριστιανισμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας των λαών τους και ότι απευθύνονταν σε πιστούς χριστιανούς. Εξαιτίας αυτού, συμπεριέλαβαν αναφορές στον Χριστιανισμό, όχι μόνο για να διαμορφώσουν μια κοινή ταυτότητα, αλλά και για να αποδείξουν ότι οι πρωτοβουλίες τους ήταν συμβατές με τη χριστιανική πίστη. Ήταν μία ριψοκίνδυνη επιλογή που έπρεπε να κάνουν, στράφηκε όμως εναντίον τους. Η Εκκλησία, ενεργώντας ως θεσμός του καταπιεστικού μηχανισμού, για να τους καταδιώξει, εκμεταλλεύτηκε μία φράση του Αποστόλου Παύλου, που θεωρούσε ότι όλες οι κοσμικές εξουσίες ορίζονται από το Θεό, οπότε όσοι αντιτίθενται σε αυτές, αντιστέκονται στις βουλήσεις του Θεού. Ο Santiago Hernández Milanés, Επίσκοπος της Μέριδας και ο Γρηγόριος Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αφόρισαν τους Miranda και Υψηλάντη αντιστοίχως, συκοφαντώντας τους ως προδότες και εχθρούς της πατρίδας, νόθα τέκνα του Σατανά, αποστάτες, ματαιόδοξους, κλπ.

Οι προκηρύξεις και των δύο κατεδείκνυαν τις τραγικές και άθλιες συνθήκες διαβίωσης των λαών τους, μέσα σε καθεστώς βαρβαρότητας και τυραννίας. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Miranda προσάρτησε στην προκήρυξή του, την φλογερή επιστολή του Ιησουίτη Viscardo y Guzmán, που περιέγραφε όλα όσα υπέφερε ο Νέος Κόσμος για τρεις συναπτούς αιώνες. Επιπλέον, και οι δύο ηγέτες υποσχέθηκαν μία δίκαιη και δημοκρατική κοινωνία, όπου ο λαός θα μπορούσε να επιλέξει τους αντιπροσώπους και τους ηγέτες του. Μία άλλη προφανής ομοιότητα μεταξύ των προκηρύξεων είναι η εκτίμηση ότι η στιγμή της έναρξης των επαναστάσεων ήταν η κατάλληλη. Δήλωναν ότι ο αγώνας για την Ανεξαρτησία θα ήταν εύκολος και ότι οι λαοί θα μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους, με μικρή προσπάθεια. Πιθανώς, η υποτίμηση της ισχύος του εχθρού ήταν σκόπιμη, ώστε να ανυψωθεί το ηθικό του λαού.

Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη

Οι ηγέτες βάσιζαν την αισιοδοξία τους στην υπόσχεση στήριξης της Θείας Πρόνοιας και των ξένων στρατευμάτων: Ο Miranda υποσχέθηκε την παρέμβαση του βρετανικού στόλου και ο Υψηλάντης αυτήν «μίας Κραταιάς δυνάμεως», υπονοώντας τη Ρωσία. Έδειξαν, επίσης, σύγχρονα παραδείγματα από άλλες χώρες που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, ζητώντας από τους λαούς τους να τους μιμηθούν. Στην προκήρυξη του Miranda υπάρχουν αναφορές στον Πόλεμο των Πορτοκαλιών, πιθανώς στον Ογδοηκονταετή Πόλεμο, τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών και την «Πράξη Διαμεσολάβησης». Είναι ενδιαφέρον ότι ο Υψηλάντης χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Ισπανικής συνταγματικής περιόδου 1820-1823, γνωστής ως «Φιλελεύθερη Τριετία». Η αναφορά του στα στρατιωτικά επιτεύγματα της Αρχαίας Ελλάδας, μπορεί να ερμηνευτεί ως αναφορά στην εθνική κληρονομιά των συμπατριωτών του. Παρόλο που δεν υπάρχει τέτοια αναφορά στην προκήρυξη του ήρωα της Βενεζουέλας, ο Miranda ήταν εμπνευσμένος κατά τη νεότητά του, από την ελληνική γραμματεία, ενώ ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1786. Μεταξύ άλλων, ο στρατηγός Miranda επισκέφθηκε τον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, για να εμπνευστεί από τον αγώνα των Ελλήνων κατά του περσικού δεσποτισμού και να μελετήσει τα σχέδια και τις στρατιωτικές τους θέσεις.

Η τελευταία και πιο τραγική ομοιότητα, μεταξύ των βίων των Miranda και Υψηλάντη, ήταν η εγκατάλειψη από τους συμμάχους τους, μετά από μία στρατιωτική ήττα, η παράδοσή τους στα χέρια του εχθρού και η φυλάκισή τους μακριά από τις πατρίδες τους. Μετά την πτώση του Puerto Cabello από το βασιλόφρονα στρατό του Domingo Monteverde, ο Πρόεδρος της Πρώτης Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, Miranda, υπέγραψε την Συνθηκολόγηση του San Mateo, μια ενέργεια που θεωρήθηκε ενδοτική από τους πρώην συμμάχους του. Μετά από μια σειρά από ατυχή γεγονότα, ο Miranda συνελήφθη και τελικά μεταφέρθηκε στη φυλακή των Cuatro Torres όπου πέθανε το 1816. Η μοίρα του Υψηλάντη ήταν παρόμοια: Ο Υψηλάντης δεν είχε ρωσική υποστήριξη, όπως ανέμενε. Μετά την ήττα του Ιερού Λόχου στη μάχη του Δραγατσανίου και την εγκατάλειψη από τους τοπικούς συμμάχους του, κατέφυγε στην Αυστρία, όπου και συνελήφθη. Αν και δεν εκδόθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, φυλακίστηκε στο κάστρο του Munkács, υπό απάνθρωπες συνθήκες και πέθανε πολύ νέος, το 1828. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η μεταφορά της καρδιάς του στην Ελλάδα. Κενοτάφια και των δύο ηρώων έχουν ανεγερθεί στις πατρίδες τους, καθώς η αναγνώριση των λειψάνων τους, δεν ήταν δυνατή. Αλλά για τέτοιους ήρωες αυτό δεν ήταν σημαντικό, καθώς γνώριζαν τη διάσημη φράση του Επιτάφιου του Περικλή, που ο ίδιος ο Miranda μετέφρασε: «Ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος».

Ενώ οι πρόδρομοι Viscardo y Guzmán και Ρήγας Βελεστινλής συνέβαλαν στη διαδικασία χειραφέτησης με φλογερά κείμενα, οι εθνεγέρτες Miranda και Υψηλάντης ήταν αμφότεροι οι Στρατηγοί που ξεκίνησαν την Επανάσταση της Ανεξαρτησίας των πατρίδων τους, Λατινικής Αμερικής και Ελλάδας, αντίστοιχα, ενώ και οι δύο έγιναν Μάρτυρες του Αγώνα τους.  Κατόπιν αυτών, μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί ότι οι βίοι του Francisco de Miranda και του Αλεξάνδρου Υψηλάντη ήταν παράλληλοι. Η θυσία των δύο ηγετών, ευτυχώς, δεν ήταν μάταιη. Άλλοι συνέχισαν τον αγώνα που αυτοί άρχισαν και οι πατρίδες τους εν τέλει απελευθερώθηκαν. Ο Έλληνας ιστορικός Φιλήμων έγραψε για τον Υψηλάντη κάτι που θα μπορούσε να αναφερθεί επίσης για τον Miranda: «Οὕτως ἐγκατελείφθη μέν ὁ Ὑψηλάντης ἀμέσως, προεστατεύθη δέ ἡ ἐπανάστασις ἐμμέσως˙ κατεστράφη τό ἄτομον, ἵνα σωθῇ ἡ Ἑλλάς».

Αντωνία Κυριακουλάκου

Υποψήφια Διδάκτωρ Ισπανικής Φιλολογίας του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ριόχα

Η ΕΕΦ και το Μουσείο Φιλελληνισμού τιμούν την μεγάλη Γαλλίδα Φιλελληνίδα Juliette Récamier.

Η Jeanne Françoise Julie Adélaïde Récamier (1777-1849) γεννήθηκε στη Λυών και υπήρξε μία από τις σημαντικότερες οικοδέσποινες σαλονιού στο Παρίσι, με το φιλολογικό της σαλόνι να αποτελεί σημείο συνάντησης πολιτικών, διανοουμένων, λογοτεχνών και καλλιτεχνών της εποχής. Σπούδασε σε μοναστηριακό σχολείο στη Λυών και υπήρξε σύζυγος του τραπεζίτη Jack Récamier.

Η Récamier ήδη από την ηλικία των 19 ετών είχε αναπτύξει ένα ευρύ δίκτυο σχέσεων με σημαίνουσες προσωπικότητες της υψηλής κοινωνίας των Παρισίων, ενώ η ίδια, χάρη στο χαρακτήρα και τη γοητεία της επηρέασε καταλυτικά τη μόδα των αρχών του 19ου αιώνα. Εμπνεόταν από την Κλασική Αρχαιότητα, ακολούθησε τον Αυτοκρατορικό ρυθμό που επικράτησε κατά την Πρώτη Αυτοκρατορία, ενώ ήταν από τις πρώτες που υιοθέτησαν το «ελληνικό στυλ».

Το 1819 σχετίσθηκε με το Γάλλο λογοτέχνη, πολιτικό και μεγάλο Φιλέλληνα Chateaubriand. Η Récamier ήταν μία από τις πλέον σημαντικές Φιλελληνίδες της Γαλλίας και δραστήριο μέλος του Φιλελληνικού Κομιτάτου στο Παρίσι. Η Madame Recamier αλληλογραφούσε με τον Φιλέλληνα Γάλλο στρατιωτικό Olivier Voutier (1796-1877), όσο εκείνος βρισκόταν στην Ελλάδα, και στη συνέχεια συγκέντρωσε και εξέδωσε τις μακροσκελείς επιστολές, στις οποίες ο Voutier περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων, ιστορικούς τόπους και σκηνές από μάχες, υπό τον τίτλο «Γράμματα για την Ελλάδα». Τα έσοδα από την πώληση του βιβλίου, που συγκίνησε τους Γάλλους υπέρ του Ελληνικής Επανάστασης, προορίζονταν για το Φιλελληνικό Κομιτάτο.

Η Récamier υπήρξε μία επιδραστική προσωπικότητα σε ό,τι αφορά στο φιλελληνικό κίνημα. Η αγάπη της για την Ελλάδα και τους Έλληνες πυροδοτήθηκε από τη σχέση της με τον ρομαντικό συγγραφέα, πολιτικό και φιλέλληνα François-René de Chateaubriand (1768-1848), και διατηρήθηκε καθ’όλη τη διάρκεια του Ελληνικού Αγώνα. Η Recamier στήριξε την Ελληνική Επανάσταση με μεγάλες χρηματικές προσφορές από δικούς της πόρους, καθώς και από έσοδα εράνων.

Η Juliette Récamier πέθανε σε ηλικία 72 ετών, στις 11 Μαΐου 1849 στο Παρίσι, προσβεβλημένη από την επιδημία χολέρας, έχοντας ζήσει μία έντονη ζωή, εμπνέοντας πάθη και καλλιεργώντας φιλίες με μερικές από τις λαμπρότερες προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών της εποχής όπως, οι Victor Cousin, Lamartine, Balzac, François Gérard, ο Canova κ.ά.

 

Η ΕΕΦ και το Μουσείο Φιλελληνισμού τιμούν την μεγάλη Αμερικανίδα Φιλελληνίδα Julia Ward Howe, Julia Ward (1819-1910). Διάσημη ειρηνίστρια, φεμινίστρια, ακτιβίστρια για την κατάργηση της δουλείας και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ποιήτρια. Έγραψε το ποίημα Battle Hymn of the Republic. Σύζυγος του Αμερικανού Φιλέλληνα Samuel Gridley Howe. Στήριξε τον αγώνα των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της επανάστασης στην Κρήτη (1866-1869) με τη σύσταση του “Greek Relief Committee” στη Βοστώνη, συγκεντρώνοντας χρήματα, τρόφιμα και ρούχα. Αφιέρωσε ακόμη και ένα ποίημα στην Ελλάδα. Για να στηρίξει τους επαναστατημένους Κρήτες, οργάνωσε μία μεγάλη εκδήλωση στη Βοστώνη με τη συμμετοχή εξεχόντων μουσικών. Μόνο από την εκδήλωση αυτή, οι εισπράξεις έφθασαν τα 2.000 τάλιρα, και στάλθηκαν στην Ελλάδα. Αργότερα η Julia Ward ήρθε με την οικογένεια της στην Ελλάδα και βοήθησε με χρήματα και ρούχα τους Κρητικούς πρόσφυγες. (Π99).

του Γεωργίου Αργυράκου

 

Ο ευρωπαϊκός φιλελληνισμός, σαν ιστορικό φαινόμενο, είναι κάτι «παραδοσιακό», αφού εμφανίζεται τουλάχιστον από τη ρωμαϊκή εποχή και συνεχίζεται με διάφορες μορφές στο Βυζάντιο, στη Μεσαιωνική Ευρώπη, στον Ορθόδοξο σλαβικό κόσμο, και πάλι στον ευρωπαϊκό Ουμανισμό και Διαφωτισμό κ.ο.κ. Αυτή η συσσώρευση αιώνων φιλελληνικού κεφαλαίου ενεργοποίησε μια ποικιλία κινήτρων για φιλελληνική δράση κατά την Επανάσταση. Ένα από αυτά τα κίνητρα, που πηγάζει από τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήταν το ενδιαφέρον για τον άνθρωπο που αγωνίζεται για τη ελευθερία του. Υπήρξαν χιλιάδες ανώνυμοι και επώνυμοι Φιλέλληνες που είδαν την Επανάσταση μέσα από αυτή την οπτική, με έναν εκ των οποίων θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο.

Ο Ελβετός ιατρός Louis-André Gosse (Λουί Αντρέ Gosse, 1791 – 1873) ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ανιδιοτελούς Φιλέλληνα που προσέφερε πολλά στην Ελλάδα καθαρά για λόγους ιδεολογικούς. Θυσίασε την προσωπική του άνεση και παρ’ ολίγο τη ζωή του απλά για να βοηθήσει ανθρώπους που αγωνίζονταν και υπέφεραν για την ελευθερία τους και τα δικαιώματά τους. Δεν πολέμησε με το σπαθί και το τουφέκι, αλλά με ένα κιβώτιο χειρουργικά εργαλεία (από τα ελάχιστα που υπήρχαν τότε στην Ελλάδα), και με τις γνώσεις του και τις οργανωτικές του αρετές.

Ο Gosse [1] ήταν γνωστός ιατρός της Γενεύης με φιλελεύθερες πεποιθήσεις. Ήταν γιος του φαρμακοποιού Henri Albert Gosse, ενός από τους ιδρυτές της Ελβετικής Εταιρείας Φυσικών Επιστημών. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, απ’ όπου αποφοίτησε το 1816. Από τότε έκανε μια περιοδεία στην Ευρώπη (Ιταλία, Αυστρία, Ολλανδία, Αγγλία και Ιρλανδία) και το 1820 επέστρεψε στη Γενεύη, όπου ασκούσε την ιατρική. Υπήρξε πολιτικά ενεργός με το φιλελεύθερο κόμμα, μέσω του οποίου πρότεινε την κατάργηση της δημόσιας διαπόμπευσης των εγκληματιών και την άρση διαφόρων αντισημιτικών μέτρων. Υπήρξε συνιδρυτής και αρθρογράφος της εφημερίδας «Journal de Genève» που κυκλοφόρησε από τον Ιανουάριο του 1826.

Εκεί δημοσιεύονταν συχνά και ειδήσεις από την Ελληνική Επανάσταση, και επιστολές του ιδίου από την Ελλάδα. Για τους φιλελεύθερους κύκλους της Ευρώπης η Ελλάδα ήταν το τελευταίο προπύργιο στη μάχη υπέρ των πολιτικών ελευθεριών μετά την καταστολή των επαναστάσεων στη Νάπολη, το Πιεμόντε και την Ισπανία, από την Ιερά Συμμαχία. Ταυτόχρονα εκεί δινόταν η μάχη ανάμεσα σε δύο κόσμους: Ένα χριστιανικό ευρωπαϊκό έθνος εναντίον μιας μουσουλμανικής αυτοκρατορίας.

Από το 1825 που αποβιβάστηκαν Αιγυπτιακά στρατεύματα στην Πελοπόννησο η κατάσταση των επαναστατών χειροτέρευσε, με τη βοήθεια και των μεταξύ τους διχονοιών. Η απόπειρα γενοκτονίας που διέπρατταν οι Αιγύπτιοι σε συνεργασία με τους Τούρκους, και η κατάληψη του Μεσολογγίου (22 Απριλίου 1826) αναθέρμαναν το φιλελληνικό ενδιαφέρον στην Ευρώπη το οποίο βρισκόταν σε περίοδο ύφεσης. Προηγουμένως, είχαν γίνει και οι πρώτες κινήσεις για την διπλωματική αναγνώριση της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης, ενώ είχαν αρχίσει συνεννοήσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα. Πρώτες η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία καταλήγουν στις 4 Απριλίου του 1826, στο αγγλορωσικό Πρωτόκολλο της Πετρούπολης το οποίο προέβλεπε ακόμη και στρατιωτική επέμβαση. Το σύμφωνο αυτό επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ακολούθησε η Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827, με την οποία ανατέθηκε σε κοινή ναυτική δύναμη της Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας η ειρηνευτική αποστολή στην Πελοπόννησο. Η Συνθήκη επέβαλε παύση των εχθροπραξιών και προέβλεπε την χρήση στρατιωτικής βίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των δύο μερών. Από τη στιγμή που η Πύλη αρνήθηκε να δεχθεί τη Συνθήκη, η σύγκρουση ήταν πλέον αναπόφευκτη.  Ήταν η παγκοσμίως πρώτη μεγάλη επέμβαση για ανθρωπιστικούς λόγους, δηλαδή ουσιαστικά μια εκδήλωση ευρωπαϊκής ενότητας, στη βάση των ιδίων αξιών στις οποίες στηρίζεται μέχρι και σήμερα το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Ενώ συνέβαιναν αυτά και η Επανάσταση βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ο Gosse αποφάσισε να εγκαταλείψει την λαμπρή καριέρα του και την άνετη ζωή στη Γενεύη για να έλθει στην Ελλάδα. Σ’ αυτή την απόφασή του έπαιξε ρόλο και ο μεγάλος Ελβετός  Φιλέλληνας Jean Gabriel Eynard (Εϋνάρδος). Ο τελευταίος ήταν κορυφαίο στέλεχος του φιλελληνισμού όχι μόνο της Ελβετίας αλλά και όλης της Ευρώπης. Σ’ αυτό του το έργο είχε πολύτιμους συνεργάτες τον Καποδίστρια και τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο. Ο Eynard συγκέντρωνε σημαντική βοήθεια για την Ελλάδα, και χρειαζόταν κάποια έμπιστα άτομα για να τη διαχειριστούν επί τόπου.

Ο Gosse γράφει ότι ο ζήλος του για να έλθει στην Ελλάδα άναψε μια μέρα του 1826 όταν ο Eynard του έδειξε μια συγκινητική επιστολή της χήρας του Μάρκου Μπότσαρη (Bouvier-Bron, σ. 345). Σύντομα ο Ελβετός τραπεζίτης έκρινε ότι ο Gosse ήταν ικανός για να αναλάβει τη μεταφορά και διαχείριση στην Ελλάδα μιας γενναίας χρηματικής και στρατιωτικής βοήθειας που είχε συγκεντρωθεί υπέρ του ελληνικού στόλου. Άλλα έμπιστα άτομα στα οποία είχε ανατεθεί παρόμοιος ρόλος από φιλελληνικές επιτροπές ήταν ο ιατρός Bailly για την επιτροπή του Παρισιού και ο συνταγματάρχης Heideck για τη Βαυαρία. Ο Gosse θα γινόταν το δεξί χέρι του Λόρδου Cochrane ο οποίος είχε ορισθεί διοικητής του ελληνικού στόλου από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (Μάρτιος – Μάιος 1827). Ο Eynard ανέλαβε όλα τα έξοδα της αποστολής του Gosse.

Πριν από την αναχώρησή του, ο Gosse συναντήθηκε με τον Cochrane ο οποίος ήταν περαστικός από τη Γενεύη, και με τον Καποδίστρια. Από τον τελευταίο έλαβε πληροφορίες για την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα. Αναχώρησε από τη Γαλλία στις 20 Δεκεμβρίου 1827, διέσχισε το πέρασμα των Άλπεων Mont-Cenis υπό το φως του φεγγαριού με έλκηθρο και πέρασε στην Ιταλία.

Στις 31 Δεκεμβρίου αναχώρησε από την Ανκόνα και μετά από ένα δύσκολο ταξίδι έφτασε στη Ζάκυνθο την 16 Ιανουαρίου 1828, εξουθενωμένος από τη θαλασσοταραχή και τις αναθυμιάσεις από τη ζύμωση των αλεύρων που μετέφερε το πλοίο. Στις 2 Φεβρουαρίου αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο το οποίο ήταν η έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης και ταυτόχρονα εστία ενδοελληνικών τριβών. Εκεί συναντήθηκε με τον Γάλλο ιατρό φιλέλληνα Bailly (στο βιβλίο του Gosse αναγράφεται και ως Bally, και σε παλαιές ελληνικές πηγές ως Βαλλής).

Κύριος σκοπός του ήταν η διανομή της βοήθειας που μετέφερε, σε χρήμα, όπλα και τρόφιμα. Συνήθως λέγεται ότι οι Αιγύπτιοι υπερίσχυαν των Ελλήνων επαναστατών επειδή ήταν περισσότερο οργανωμένοι ως τακτικός στρατός με Γάλλους εκπαιδευτές.

Από κάποιες πηγές όμως φαίνεται ότι το πρόβλημα των Ελλήνων ήταν πρώτιστα η έλλειψη σε τρόφιμα και πυρομαχικά. Μετά από έξι χρόνια συνεχούς πολέμου η εγχώρια γεωργική παραγωγή είχε εκμηδενισθεί λόγω μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού και καταστροφής των καλλιεργειών και των υποδομών.

Ταυτόχρονα εμποδίζονταν οι μεταφορές διά ξηράς. Στις 27 Φεβρουαρίου 1827 ο πρόεδρος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη Γ. Σισίνης γράφει στον Gosse για την τρομερή έλλειψη τροφίμων που έχουν τα στρατόπεδα στην Αττική, τα οποία κινδυνεύουν να διαλυθούν από την πείνα.

Του ζητά να στείλει στον Καραϊσκάκη στην Ελευσίνα 40 – 50 χιλιάδες οκάδες αλεύρι από αυτό που είχαν δωρίσει οι φιλελληνικές επιτροπές της Ευρώπης. Ο Gosse, που έχει αμέσως πιάσει δουλειά στην επιτροπή διαχείρισης της βοήθειας, ανταποκρίνεται και σε 4 ημέρες στέλνει με καΐκια από την Ύδρα 80 χιλιάδες οκάδες καλαμπόκι. Στις 4 Απριλίου ο Καραϊσκάκης γράφει από το Κερατσίνι προς την κυβέρνηση ότι ήρθε η ώρα να χτυπηθεί ο εχθρός γιατί εκείνη τη στιγμή είναι αδύναμος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Όμως το στράτευμα χρειάζεται 7 χιλιάδες οκάδες αλεύρι την ημέρα, καθώς προστίθενται και Σουλιώτες και Πελοποννήσιοι που έρχονται για βοήθεια. Επίσης χρειάζονται 50-100 χιλ. δεκάρια φυσέκια (Βακαλόπουλος, σ 114-116. Πρβλ. Αρχ. Εθν. Παλιγγενεσίας, τ. 3, σ. 352, 388).

Λόγω των αναταραχών που επικρατούσαν στην Πελοπόννησο ο Gosse προτίμησε να εγκατασταθεί αρχικά στην Ύδρα και εκεί να εκφορτώσει τη βοήθεια σε αποθήκες. Φαίνεται ότι σ’ αυτό διαφώνησαν πλοίαρχοι όπως ο Μιαούλης, ο οποίος προτιμούσε να αποθηκευθεί η βοήθεια στον Πόρο. Από το Μάρτιο του 1827 φτάνει ο Cochrane στην Ελλάδα και ο Gosse διορίζεται «γενικός επιμελητής» του στόλου. Οι αποθήκες με τη βοήθεια μεταφέρονται τελικά στον Πόρο, όπου ιδρύθηκε και ένας πρόχειρος ναύσταθμος. O Πόρος περιγράφεται από τον Gosse ως όαση ηρεμίας μέσα στην εμπόλεμη Ελλάδα. Η διαχείριση των εφοδίων γίνεται από επιτροπή στην οποία εκτός από τους Gosse και Bailly συμμετέχουν επίσης ο Heideck, o Koering, και ο Μιλανέζος εξόριστος Porro.

Με τα χρήματα της βοήθειας αγοράζονται σιτηρά που έρχονται από Ρωσία και Πολωνία μέσω της Οδησσού. Στέλνονται επίσης χρήματα για την επισκευή της ατμοκίνητης φρεγάτας «Καρτερία» και άλλων πλοίων του ελληνικού στόλου.

Παράλληλα προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του και στους μαχόμενους Έλληνες που προσπαθούν να ανακαταλάβουν την Αθήνα και άλλα σημεία της Αττικής. Ήταν ένας από τους ιατρούς που μάταια προσπάθησαν να σώσουν τη ζωή του Καραϊσκάκη μετά τη μάχη του Φαλήρου (22 – 23 Απριλίου 1827). Τότε φρόντισε και άλλους τραυματίες και με τη βοήθεια ενός νεαρού Άγγλου χειρουργού έκανε δύο ακρωτηριασμούς στο στρατόπεδο του ναυάρχου. Γράφει ότι ενώ έκανε αυτούς τους ακρωτηριασμούς (τότε μια φρικτή διαδικασία με ένα πριόνι και χωρίς αναισθητικό), κάποιοι ήρθαν να του ζητήσουν φαγητό. Μη έχοντας γραφική ύλη υπέγραψε κουπόνια τροφίμων χρησιμοποιώντας το αίμα τραυματιών για μελάνι και σπίρτα για γραφίδα. Λίγους μήνες αργότερα προσπάθησε μάταια να σώσει τον 18χρονο Παύλο Βοναπάρτη (Paul Marie Bonaparte), ανιψιό του Ναπολέοντα, που αυτοτραυματίστηκε σοβαρά κατά λάθος με πιστόλι που καθάριζε στη ναυαρχίδα φρεγάτα «Ελλάς» στο Ναύπλιο (Bouvier-Bron, 346).

Μετά την αποτυχία ανακατάληψης της Αθήνας και την ήττα των Ελλήνων στο Φάληρο, τα εφόδια και τα χρήματα εξαντλούνται. Στις 31 Μαΐου 1827 ο Heideck γράφει στον Εϋνάρδο ότι τα χρήματα της επιτροπής έχουν τελειώσει. Έτσι η κυβέρνηση αποφασίζει να επιβάλλει φορολόγηση των νησιών αλλά και να δανεισθεί από πλούσιους εμπόρους προκειμένου να στηρίξει τη λειτουργία του στόλου, ενώ επισήμως δεν υπάρχει ακόμη ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Ο Cochrane διορίζει τον Gosse υπεύθυνο για τη συλλογή φόρων από τα νησιά. Επειδή τα έσοδα από φόρους είναι πενιχρά, ανατίθεται στον ίδιο η σύναψη δανείου από τους εμπόρους της Σύρου.

Και αυτό αποδεικνύεται δύσκολο, καθώς η αποπληρωμή του δανείου είναι τόσο αβέβαιη όσο και το μέλλον της Επανάστασης και οι έμποροι προστατεύονται από τα προξενεία διαφόρων ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Μετά από δαιδαλώδεις συνεννοήσεις με τους διαφόρους παράγοντες των νησιών ο Gosse κατάφερε να συγκεντρώσει ένα ποσό.[2] Μέρος αυτού παρέδωσε στον Cochrane και με το υπόλοιπο οργάνωσε έναν στολίσκο από δύο γολέτες και δύο κανονιοφόρους για να καταπολεμήσει την πειρατεία και τις επιδρομές από μεμονωμένα τουρκικά πλοία αλλά και από ελληνικά. Έτσι ο Gosse, από ιατρός στη χώρα των Άλπεων γίνεται και ναυτικός διοικητής στο Αιγαίο με απόφαση της «επί των Ναυτικών Γραμματείας» τον Ιούνιο του 1827. Φαίνεται ότι είχε αρκετή επιτυχία σ’ αυτό το καθήκον, αφού ο Καποδίστριας με επιστολή του της 20 Μαρτίου 1828 αναγνωρίζει τον Gosse ως έμπειρο σε ναυτικά θέματα και τον συνιστά στον φιλέλληνα πλοίαρχο Hastings ο οποίος αναζητούσε αξιωματικούς για μικρά πλοία.

Στο μεταξύ συνεχίζουν να έρχονται από τους φιλέλληνες της Ελβετίας όπλα, χρήματα και άλλα εφόδια. Ο Gosse τηρεί λογιστικά βιβλία όπου καταγράφει τα δούναι και λαβείν όπως τα έξοδα για μισθούς, αγορά τροφίμων και ζωοτροφών, αγορά πυρίτιδας κτλ. Ταυτόχρονα δέχεται αιτήματα και για παροχή βοήθειας σε Έλληνες πρόσφυγες από διάφορες τουρκοκρατούμενες περιοχές (Βακαλόπουλος, 142, 143). Ο ίδιος ο Gosse περιγράφει τις ποικίλες ασχολίες που είχε στην Ελλάδα:

«Έχω γίνει αληθινός αρλεκίνος με το να είμαι άλλοτε συμφιλιωτής, σύμβουλος, συντονιστής, γενικός επίτροπος, ταμίας, έμπορος, γραμματικός, γιατρός. Ως προς την καρδιά μου, δεν έχει αλλάξει, σας το βεβαιώνω, και δεν θ’ αλλάξει καθόλου, παρά την δύναμη των γεγονότων, παρά τις εναντιότητες …».

Με την έξωθεν βοήθεια, κατασκευάζεται στον Πόρο ένα μικρό σκάφος 35 τόνων, επισκευάζονται άλλα, κατασκευάζονται οχυρώσεις και ιδρύεται ένα εργαστήριο παρασκευής παξιμαδιών (τα οποία τότε ήταν ένα κύριο εφόδιο για το στρατό και το ναυτικό). Άλλα χρήματα δόθηκαν για αγορά χειρουργικών εργαλείων και φαρμάκων, για βοήθεια προς φιλέλληνες, κλπ.

Ενδιάμεσα της ενασχόλησής του ως αξιωματικού «Εφοδιασμού και Μεταφορών», ο Γκός βρήκε το χρόνο να υπηρετήσει ως ιατρός πάνω στην «Καρτερία», και βρέθηκε στο πεδίο της μάχης όταν αυτή κατέστρεψε αρκετά τουρκικά πλοία στον κόλπο της Ιτέας (17 Σεπτεμβρίου 1827). Από τη θητεία του Gosse στην «Καρτερία» έχουμε και κατάλογο που συνέταξε με τα ονόματα 94 μελών του πληρώματος, Έλληνες, Άγγλους και Σουηδούς κυρίως (Βακαλόπουλος, σ. 155, 156).

Τον επόμενο μήνα έγινε η περίφημη ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οποία έδωσε νέες προοπτικές για ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Η Συνθήκη του Λονδίνου προέβλεπε ότι τα σύνορα του κράτους θα οριστούν αργότερα. Έτσι σε περιοχές όπως τα νησιά του Αιγαίου, Δυτική Ελλάδα και Κρήτη αναζωπυρώθηκε το επαναστατικό πνεύμα, καθώς έβλεπαν ότι κινδύνευαν να μείνουν μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία κατά τις επικείμενες διεργασίες.

Μεταξύ άλλων οι Χιώτες που είχαν καταφύγει στη Σύρο και άλλα νησιά, με τη βοήθεια και των Γάλλων υπό τον Φαβιέρο αλλά και του Cochrane, οργάνωσαν εκστρατεία ανακατάληψης της Χίου τον Οκτώβριο του 1827. Ο Gosse βοήθησε και σ’ αυτή την περίπτωση, και ουσιαστικά συμμετείχε στην απόβαση στην τουρκοκρατούμενη Χίο. Εκεί λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του λόγω της αμέλειας κάποιων αξιωματικών του Φαβιέρου. Οι δύο Γάλλοι που τον συνόδευαν σε μια αναγνωριστική αποστολή στην ξηρά, τον άφησαν να κατευθυνθεί μόνος προς μια περιοχή που ήταν μέσα στο βεληνεκές των τουρκικών πυροβόλων του κάστρου της Χίου. Εκεί μια βολή του πήρε το καπέλο και τον ανάγκασε έντρομο να απομακρυνθεί. Τελικά η εκστρατεία στη Χίο αναδιπλώθηκε, κυρίως λόγω αδυναμίας των Ελληνικών δυνάμεων (τακτικοί και άτακτοι), και των τοπικών παραγόντων, να συντονισθούν και να υιοθετήσουν ένα κοινό σχέδιο. Στη συνέχεια, ο Φαβιέρος έλαβε διαταγή από τον Γάλλο ναύαρχο de Rigny (Δεριγνύ) να αποχωρήσει, δεδομένου ότι η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση δεν είχε τις δυνάμεις να στηρίξει την εκστρατεία. Έτσι η Χίος δεν περιελήφθη τότε στο νέο ελληνικό κράτος.

Ο LouisAndré Gosse, σε μεγαλύτερη ηλικία. Λιθογραφία. Συλλογή ΕΕΦ / Μουσείο Φιλελληνισμού

Η επιδημία πανώλης

Ο Gosse διακινδύνευσε και για δεύτερη (τουλάχιστον) φορά τη ζωή του κατά την επιδημία πανώλης που έπεσε γύρω από τον Αργολικό Κόλπο και σε χωριά της Αχαΐας. Η επιδημία ξεκίνησε από το εκστρατευτικό σώμα των Αιγυπτίων στη Μεθώνη. Υπό τον Ιμπραήμ υπηρετούσε ένας σημαντικός αριθμός Ευρωπαίων ιατρών (κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί) οι οποίοι όμως καθυστέρησαν να διαγνώσουν την ασθένεια. Λόγω ανταλλαγών αιχμαλώτων και άλλων μετακινήσεων, το καλοκαίρι του 1828 η επιδημία πανώλης εμφανίστηκε αρχικά στην Αίγινα, και μετά στην Ύδρα, τα Μέγαρα, το Ναύπλιο, άλλες τριγύρω περιοχές και σε μερικά χωριά της Αχαΐας. Πιθανότατα υπήρξε ταυτόχρονη επιδημία και από άλλη ασθένεια που στις πηγές της εποχής αναφέρεται ως «κακοήθης πυρετός», από την οποία προσβλήθηκε και ο Gosse. Ο πληθυσμός ήταν γενικά εξασθενημένος από την πείνα και τις κακουχίες, και ήταν ευάλωτος σε κάθε είδους ασθένειες που ήταν περίπου ενδημικές, όπως η ελονοσία, ο τύφος, κ.ά.

Σημαντικότατη προσφορά του Gosse στην Ελλάδα ήταν ότι βοήθησε στον περιορισμό της επιδημίας. Σ’ αυτό συνέβαλε και η οξυδέρκεια και το προσωπικό ενδιαφέρον του Καποδίστρια, ο οποίος έσπευσε να δώσει στον Ελβετό γιατρό τις απαραίτητες εξουσίες, που τον αναβίβαζαν στην πράξη σε «υπουργό υγείας». Ο κυβερνήτης της Ελλάδας είχε βέβαια ο ίδιος ιατρικές γνώσεις από τις σπουδές του στην Πάδοβα (1794-1797).

Σ’ αυτή τη μάχη συνεισέφεραν και άλλοι ιατροί καθώς και μη ειδικοί πολίτες που επάνδρωσαν τις υπηρεσίες αστυνόμευσης και καραντίνας, την υγειονομική ταφή των νεκρών (οι λεγόμενοι «μόρτηδες»), τη διαχείριση των φαρμάκων κτλ. Όσοι είχαν σπουδάσει στην Ιταλία ή είχαν ιατρική εμπειρία από τα Επτάνησα, γνώριζαν και εφάρμοσαν τα μέτρα καραντίνας τα οποία είχαν αναπτύξει από παλαιότερα οι Ενετοί, οι οποίοι είχαν ιδρύσει και τα διάφορα «λαζαρέτα» στα Βαλκάνια και την Ιταλία (Tsoucalas, 2021). Μετά την έναρξη της επιδημίας κάποιος απέστειλε από την Κέρκυρα στην Αίγινα και μια «Υγειονομική Διάταξη» που περιείχε παλαιότερες σχετικές οδηγίες βενετικές, γαλλικές, τοσκανικές και παπικές. Αυτή αποτέλεσε τη βάση για να συνταχθεί μια ελληνική υγειονομική διάταξη για την περίσταση. O Gosse αναφέρει ότι «ευτυχώς αυτή η διάταξη ήρθε πολύ αργά», καθώς την θεωρούσε άχρηστη και ξεπερασμένη (Gosse, σ. 168, 169).

Είναι αμφίβολο αν οι ξένοι ιατροί από τη Βόρεια Ευρώπη και την Αμερική είχαν ξαναδεί από κοντά θύματα πανώλης. Τουλάχιστον ο Gosse αναφέρει ότι στην Ύδρα ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τέτοιον ασθενή όταν τον κάλεσε εκεί για την περίσταση η κυβέρνηση και τον υποδέχθηκε ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος. Ο τελευταίος (έχων επίσης σπουδάσει ιατρική), είχε ήδη κάνει τη διάγνωση: (Προς τον Gosse) «Σας προειδοποιώ ότι πρόκειται για πανώλη και σας συμβουλεύω να λαδώσετε τα χέρια σας». Η επάλειψη με λάδι ήταν μια διαδεδομένη πρακτική για την προστασία από την πανώλη, την οποία ενώ ο Gosse θεωρεί αμφιλεγόμενη, πιστεύει ότι δεν είναι παντελώς άχρηστη (Gosse, σ. 122, 148). Περιγράφει ότι πλησίασε τον ασθενή «σαν στρατιώτης που βγαίνει στην επίθεση», αλλά δεν μπόρεσε να τον σώσει.

Πριν από τη δεκαετία του 1860 δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα η μικροβιολογία και δεν ήταν γνωστοί οι παράγοντες που προκαλούσαν λοιμώδεις νόσους (στην περίπτωση της πανώλης ένα βακτήριο με ενδιάμεσους ξενιστές τρωκτικά και ψύλλους). Ωστόσο ήταν γνωστό ότι η συναναστροφή και η κοινή χρήση αντικειμένων ευνοούσαν τη διάδοση των επιδημικών ασθενειών, και η απομόνωση ήταν ένας συνήθης τρόπος αντιμετώπισης. Διάφορα φάρμακα της εποχής μπορεί να βοηθούσαν στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων όπως ο πυρετός, αλλά όχι στη ριζική αντιμετώπιση των αιτίων των επιδημιών. Μια από τις επικρατούσες θεωρίες για τις επιδημίες ήταν ότι αυτές οφείλονταν σε κάποιο «μίασμα» (miasma στην ευρωπαϊκή ιατρική ορολογία της εποχής) το οποίο μεταδιδόταν με τον αέρα ή με αντικείμενα ή με τη σωματική επαφή.

Αυτή η θεωρία είχε τις ρίζες της στον Ιπποκράτη και ήταν διαδεδομένη στην Ευρώπη σε όλο το Μεσαίωνα και μέχρι τον ύστερο 19ο αιώνα. Ο Gosse πίστευε σ’ αυτή τη θεωρία, την οποία μάλιστα επιβεβαίωσε από τις παρατηρήσεις του στο πεδίο, και έτσι εφάρμοσε επειγόντως μέτρα απομόνωσης, μεταξύ των οποίων και η κατασκευή εγκαταστάσεων καραντίνας. Φρόντισε να κάνει μια λεπτομερή καταγραφή των παρατηρήσεών του επί της επιδημίας, και ανέπτυξε κάποιες νέες ιδέες για τη θεραπεία. Εκτός από το βιβλίο του “Relation de la peste qui a régné en Grèce en 1827 et 1828”, σχετικές λεπτομέρειες καταγράφει και σε εκθέσεις και επιστολές που έστελνε προς τον Καποδίστρια, ενώ συγκέντρωνε αναφορές και από άλλους ιατρούς. Από τα στελέχη της προσωρινής κυβέρνησης ο Ιωάννης Κωλέττης, που ήταν επίσης ιατρός, είχε κι αυτός ενεργό ρόλο στην εφαρμογή των υγειονομικών μέτρων. Στον αγώνα κατά του αόρατου μιάσματος ρίχθηκαν και άλλοι ιατροί, Έλληνες και ξένοι, που βρίσκονταν στην Ύδρα, τον Πόρο, τις Σπέτσες, το Ναύπλιο, το Άργος, την Αίγινα. Προ του κοινού κινδύνου ο Gosse συνεργάστηκε ακόμα και με τους Ευρωπαίους ιατρούς που υπηρετούσαν στο στράτευμα του Ιμπραήμ, τα ονόματα των οποίων κατέγραψε σε κατάλογο, όπως συνήθιζε. Στην Ελλάδα βρισκόταν την ίδια εποχή και ο Αμερικανός φιλέλληνας ιατρός Samuel Howe ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του στο ναυτικό.

Στη Μεγαρίδα είχε πληγεί το εκεί στρατόπεδο των Ελλήνων υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη, όπως και πολλοί άμαχοι που είχαν καταφύγει στη μικρή χερσόνησο στο Βουρκάρι, που προστατεύεται από το Τείχος.[3] Εκεί πήγε ο Gosse για επιθεώρηση της κατάστασης, με βοηθό τον «έξυπνο και ενεργητικό» Παύλο Διαμαντίδη. Μαζί τους μετέφεραν και μερικά απλοϊκά φάρμακα της εποχής, τα οποία ο Gosse αναφέρει σε κατάλογο μαζί με τη δοσολογία: Εμμετικά, που ήταν τρυγικά άλατα για τους ενήλικες και σιρόπι ιπεκακουάνας για τα παιδιά, καυστική σόδα για καυτηριασμούς των ελκών (γαλλ. charbons > άνθραξ) και των βουβωνικών λεμφαδένων, κινίνη για αντιπυρετικό, αμμωνία, θειικό οξύ, βότανα μεταξύ των οποίων και χαμομήλι, σκόνη μουστάρδας για «σιναπισμούς», μέλι, ξύδι, λεμόνια και πορτοκάλια, σύριγγες, νυστέρια, βεντούζες για αφαιμάξεις και άλλα (Bouvier, σ. 350). Ο Gosse χρησιμοποίησε πολύ ως φάρμακο και το φασκόμηλο που φύτρωνε άφθονο στην περιοχή. Λογικά αυτό δεν είχε κάποια φαρμακολογική δράση επί της πανώλης (όπως πιθανότατα δεν είχαν και τα υπόλοιπα), ωστόσο μπορεί να έφερε παρηγοριά σε κάποιους ασθενείς, και ταυτόχρονα, λόγω του βρασμού που είχε προηγηθεί, λειτούργησε ως πηγή υγιεινού νερού απαλλαγμένου από παράσιτα, κάτι δυσεύρετο σ’ εκείνες τις συνθήκες. Δέκα χρόνια αργότερα, συγκεντρώνοντας όλες τις παρατηρήσεις του από την επιδημία, θα γράψει ότι οι περισσότερες από τις θεραπείες που εφάρμοσε ο ίδιος ή άλλοι ιατροί, όπως η κρέμα τρυγικών (crème de tarter), επίδεσμοι, όξινα ποτά, βδέλλες κλπ, δεν έφεραν καμία σημαντική μείωση της θνησιμότητας, εκτός από τον καυτηριασμό με καυστικό κάλιο των ελκών και των βουβωνικών λεμφαδένων (sur les charbons et les bubons) που σταμάτησε άμεσα τη θνησιμότητα (Gosse, σ. 142, 145). Αναφέρει και την περίπτωση ενός «τσαρλατάνου» στη Χίο ο οποίος έδινε στους ασθενείς ένα παρασκεύασμα που περιείχε και μικρή ποσότητα ξηραμένων ιστών από πληγές ασθενών. Διαπιστώνει ότι ούτε αυτή η ομοιοπαθητική θεραπεία είχε αποτέλεσμα. Ήταν ακόμα μια εποχή όπου η ακαδημαϊκή ιατρική δεν είχε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία από την εμπειρική.

Στη μικρή χερσόνησο του Τείχους επικρατούσε μια άθλια κατάσταση αφού ζούσαν συνωστισμένοι υγιείς μαζί με ασθενείς και ετοιμοθάνατους, χωρίς καθαρό νερό κάτω από φοβερή ζέστη «33 βαθμών Ρεομίρου (Réaumur)», δηλ. 40 Κελσίου. Επισκέφθηκε πάνω από 60 ασθενείς και σε αρκετούς έκανε καυτηριασμό των ελκών και χορήγησε εμμετικά και κινίνη. Έδωσε εντολή να κατασκευαστούν πρόχειρα υπόστεγα από κλαδιά για να προφυλάσσονται από τον ήλιο οι ασθενείς, τους οποίους τοποθέτησε σε απόσταση περίπου 2 μέτρων τον έναν από τον άλλο, ώστε να μπορεί κανείς να κυκλοφορεί ανάμεσά τους χωρίς να τους αγγίζει. Παρόμοιες εγκαταστάσεις καραντίνας, αλλά καλύτερα κατασκευασμένες, στήθηκαν στην Αίγινα, σχεδιασμένες από τον πρόξενο της Αυστρίας και αρχαιολόγο Georg Christian Gropius (1776-1850). Παρεμπιπτόντως πρέπει να σημειωθεί ότι η μεγάλη προσφορά του τελευταίου στην Ελλάδα ήταν η διάσωση πολλών αρχαιοτήτων.[4] Ο Gosse άφησε τον Διαμαντίδη στο Τείχος και επέστρεψε στον Πόρο, όπου η επιδημία ελεγχόταν ικανοποιητικά με μέτρα καραντίνας.

Από τη συχνή επαφή του με τους ασθενείς αρρώστησε και ο ίδιος (όχι από πανώλη) παρουσιάζοντας πυρετό και φθάνοντας στα πρόθυρα του θανάτου πολλές φορές. Κατέφυγε για φροντίδα στο νοσοκομείο που είχαν ιδρύσει οι Αμερικανοί Howe και John D. Russ με δωρεές Αμερικανών φιλελλήνων. Εκεί, σε ένα επεισόδιο πυρετού αργά τη νύχτα αποφάσισε να εφαρμόσει στον εαυτό του μια πρωτότυπη θεραπεία: Να βγει για βαρκάδα. Ο ιατρός Russ πίστευε ότι o Gosse παραληρεί και προσπάθησε να τον αποτρέψει. Μετά από την επιμονή του ασθενούς, τον μετέφερε ο ίδιος ο Russ σε μια βάρκα, του έδωσε κάτι δροσιστικό και έκαναν μια βόλτα στον δροσερό θαλασσινό αέρα. Βγήκαν στη στεριά κοντά σε ένα μοναστήρι όπου υπήρχε μια πηγή με κρύο νερό με την οποία ο Gosse έσβησε τη δίψα του και τη φλόγωση και κατάφερε να κοιμηθεί μετά από μέρες αϋπνίας. Θεώρησε ότι το νερό της πηγής ήταν θεραπευτικό και μ’ αυτό ράντισε το δωμάτιό του. Στη συνέχεια μετακόμισε  στη Σύρο και στη Νάξο όπου ανάρρωσε.

Επέστρεψε στον Πόρο όπου εργάσθηκε για την τακτοποίηση διαφόρων λογαριασμών, αλλά κατά περιόδους υπέφερε από πυρετό. Όπως γράφει, οι κάτοικοι του Πόρου του πρόσφεραν μεγάλη φροντίδα, στέλνοντάς του προμήθειες και επιστολές συμπαράστασης: «Σεβάσμιοι κληρικοί, παραβλέποντας ότι είμαι Προτεστάντης, έκαναν δημόσιες δεήσεις για την ανάρρωσή μου. … αργότερα με τις συναναστροφές μου στο Μοριά εκτίμησα στ’ αλήθεια τον έντιμο χαρακτήρα της μεγάλης πλειοψηφίας αυτών των ανθρώπων, …» (Gosse, σ. xij). Δεν παραλείπει βέβαια να αναφέρει τις ίντριγκες και την ηθική κατάπτωση που επικρατούσε μεταξύ ολίγων ατόμων που βρίσκονταν σε θέσεις εξουσίας. Όμως το ηθικό του είχε πλέον υποσκαφθεί και άρχισε να σκέπτεται να επιστρέψει στην Ελβετία. Σ’ αυτό τον παρακινούσε με επιστολές και η μητέρα του, στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία.

Πριν από αυτήν την επιστροφή αναλαμβάνει μια νέα αποστολή επιθεώρησης σε ένα άλλο επίκεντρο της επιδημίας, την Αχαΐα, όπου ενδιαφέρεται να ερευνήσει την πορεία της ασθένειας σε ψυχρό ορεινό κλίμα. Ο Gosse έφυγε από την Αίγινα την ημέρα των Χριστουγέννων του 1828, διέσχισε τον Ισθμό της Κορίνθου και συνέχισε δια θαλάσσης προς την Πάτρα. Αφού συναντήθηκε με Γάλλους αξιωματικούς του στρατηγού Maison συνέχισε προς τα βουνά των Καλαβρύτων. Μέσα από χιονισμένα τοπία στις 4 Ιανουαρίου έφθασε στο χωριό Βισόκα, αφού κινδύνευσε να χαθεί από το κρύο και τον πυρετό στα βουνά. Εξέτασε έναν αριθμό ασθενών και έδωσε οδηγίες για εφαρμογή υγειονομικών μέτρων, αλλά η ασθένεια εξαφανίσθηκε από μόνη της στο τέλος του χειμώνα.

Συνοψίζοντας την περιγραφή της επιδημίας ο Gosse σημειώνει ότι από τους 1113 ασθενείς που εντόπισε, οι 783 πέθαναν και 330 επέζησαν. Σε μερικές περιοχές η θνησιμότητα ήταν 100%, όπως στο στρατόπεδο των Μεγάρων και στο Λιγουριό Αργολίδας, ενώ σε άλλες ήταν χαμηλότερη, όπως 50% στην πόλη του Άργους, και ακόμα χαμηλότερη στο Τείχος (κατάλογος στο Βακαλόπουλος, σ. 205). Η ασθένεια υποχώρησε την άνοιξη του 1829, κατά τη γνώμη του χάρη στο κλίμα της Ελλάδας και τον αραιό πληθυσμό.

Mission accomplie”

Προς τα τέλη του 1828 οι οικονομικοί πόροι του Gosse έχουν εξαντληθεί και συντηρείται από τον Ηπειρώτη έμπορο της Σύρας Απόστολο Δούμα καθώς και από τον κόμη Φραγκόπουλο της Νάξου. Γι’ αυτή την καλοσύνη που βρήκε έγραψε: «Έδρεψα τους καρπούς της αφοσίωσής μου [στους Έλληνες] και αναγνώρισα πόσο αβάσιμη ήταν η φήμη που υπάρχει για το ελληνικό έθνος, ότι είναι αχάριστοι» (Gosse, σ. xj).

Βρίσκεται στην ανάγκη ακόμη και να δανεισθεί 2.000 πιάστρα από τον Βιάρο Καποδίστρια. Ο Ιωάννης Καποδίστριας κατάφερε να παρατείνει την παραμονή του Gosse στην Ελλάδα επειδή είχε μεγάλη ανάγκη από στελέχη τέτοιας ποιότητας. Έγραψε ακόμη και στη μητέρα του ώστε αυτή να δώσει την έγκρισή της για παράταση της παραμονής του γιού της στην Ελλάδα. Ο Gosse καταπονημένος από την ασθένεια και τα οικονομικά του προβλήματα, αφού είχε κάνει με το παραπάνω το καθήκον του ως ιατρός και ως διαχειριστής της φιλελληνικής βοήθειας, αποφάσισε οριστικά να επιστρέψει και να ξεκουραστεί στην πατρίδα του. Αναχώρησε από την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1829. Ο Καποδίστριας του εξέφρασε εγγράφως την ευγνωμοσύνη του για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει. Ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης των Καλαβρύτων, του Πόρου και της Αθήνας (η οποία δεν κατάφερε ακόμα να δώσει το όνομά του σε κάποια οδό). Από την Ελβετία συνέχισε να αλληλογραφεί με φίλους στην Ελλάδα και να ενδιαφέρεται για τις ελληνικές υποθέσεις. Εξακολουθούσε να συνεργάζεται με τον Eynard ο οποίος συνέχισε να αποστέλλει χρηματική βοήθεια στην Ελλάδα. Αν και από τα μέσα του 1829 ο φιλελληνικός ζήλος των Ευρωπαίων είχε πλέον εξασθενήσει. Άλλωστε η Ελλάδα είχε εξασφαλίσει πλέον την ανεξαρτησία της, ενώ είχαν λιγοστέψει και οι ηρωικές μάχες και οι θυσίες των Ελλήνων που στο παρελθόν τροφοδότησαν τον φιλελληνισμό της Δύσης.

Συνεχιζόταν όμως ο φιλελληνισμός με διαφορετική μορφή. Στόχευε πλέον κυρίως στην εξαγορά και απελευθέρωση Ελλήνων δούλων από τα σκλαβοπάζαρα της Μεσογείου (ο Eynard και ο Λουδοβίκος Α διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και στη φάση αυτή).

Το 1838 ο Gosse επισκέφθηκε με τη σύζυγό του την Ελλάδα και τιμήθηκε από τον βασιλιά Όθωνα με το αριστείο του Αγώνος και τον αργυρό Σταυρό του Σωτήρος. Το ίδιο έτος δημοσίευσε τις παρατηρήσεις του από την επιδημία πανώλης στην Ελλάδα. Εκεί συνοψίζει την προγενέστερη γνώση που υπήρχε στη βιβλιογραφία για τη θεραπεία της πανώλης, τις θεραπείες και τα μέτρα καραντίνας που εφαρμόστηκαν σε διάφορες πανωλόπληκτες περιοχές της Ελλάδας, στατιστικά κλπ. Είναι ένα ενδιαφέρον κείμενο που αφορά την ιστορία της ιατρικής στη σύγχρονη Ελλάδα.

Επίλογος

Η περίπτωση του Αντρέ Λουί Gosse δείχνει μια από τις πολλές όψεις του φιλελληνισμού του 18’21. Δεν ήταν αρχαιολάτρης ούτε «ρομαντικός», δεν ήταν διανοούμενος του Διαφωτισμού, δεν ήταν ούτε Ορθόδοξος με βυζαντινή παιδεία. Ήταν ένας φιλελεύθερος άνθρωπος που έβλεπε με ενθουσιασμό τα εθνικά κινήματα της μετα-ναπολεόντειας εποχής, και ταυτόχρονα ως ιατρός κατανοούσε τις καθημερινές ανάγκες των λαϊκών ανθρώπων που ήταν το υποκείμενο αυτών των κινημάτων. Η επαφή του με την ελληνική πραγματικότητα δεν τον απογοήτευσε και δεν απώλεσε τον ενθουσιασμό του όπως άλλοι πρώην φιλέλληνες. Έβλεπε και σημείωνε τις ενδοελληνικές αντιπαλότητες και τα ελαττώματα των αρχόντων, αλλά τα αντιμετώπιζε με κατανόηση. Αποδίδει αυτά τα φαινόμενα στην προηγηθείσα δουλεία και την καταπίεση από τους Τούρκους, και γενικά εκφράζεται με πολύ θετικό τρόπο για τους Έλληνες. Προφανώς γνώριζε ότι παρόμοια ή και χειρότερα είχαν συμβεί στην πρόσφατη Γαλλική Επανάσταση και στα παρεπόμενά της, με χειρότερο τους Ναπολεόντειους πολέμους που από μια άποψη ήταν ένας εμφύλιος μεταξύ Ευρωπαίων.

Από τους δύο κύριους τομείς στους οποίους εργάσθηκε, η σημαντικότερη προσφορά του ήταν ίσως στον τομέα της διαχείρισης της φιλελληνικής βοήθειας και στη διοίκηση ορισμένων κρατικών μηχανισμών. Το μεγάλο πρόβλημα εκείνη την εποχή (ίσως και πάντα) στην Ελλάδα ήταν να βρεθούν ηθικώς ακέραια άτομα να διαχειρισθούν τα υπάρχοντα οικονομικά κεφάλαια χωρίς αυτά να σπαταληθούν από τη διαφθορά.

Η υγειονομική δουλειά του ήταν επίσης πολύ σημαντική, αλλά είναι ένα ερωτηματικό αν σ’ αυτό τον τομέα ήταν αναντικατάστατος. Πιθανώς και άλλοι Φιλέλληνες και Έλληνες ιατροί να μπορούσαν ισάξια να προσφέρουν από την ίδια θέση, δεδομένου μάλιστα ότι είχαν (ειδικά οι Έλληνες) περισσότερη πείρα από επιδημίες σε ελληνικές συνθήκες. Ενδεχομένως όμως η αίγλη του «ιατρού από την Ελβετία» πρόσφερε στον Gosse ένα κύρος το οποίο δεν θα είχαν οι Έλληνες ιατροί.

Ο Βακαλόπουλος συνοψίζει ωραιότατα την προσφορά του Gosse στην καταληκτική παράγραφο της διατριβής του για τον ελβετικό φιλελληνισμό:

«Ο Gosse, όπως και ο Eynard, αποτελούν δύο χτυπητά παραδείγματα Ευρωπαίων οι οποίοι, παρά τον έντονο φιλελληνισμό τους, αντιμετωπίζουν τα προβλήματα του τόπου με πρακτικότητα και συγκρατημένη αισιοδοξία. Η στάση τους απέναντι των Ελλήνων είναι στάση φίλων προς αγαπητά πρόσωπα, που δυσκολεύονται να βρουν τον δρόμο τους, στάση γεμάτη από βαθιά κατανόηση του κακού παρελθόντος τους, από ήπια αυστηρότητα για ορισμένες παρεκτροπές τους και από ειλικρινή πρόθεση να τα βοηθήσουν θετικά στον μεγάλο τους σκοπό, στην απελευθέρωση της πατρίδας τους.».

Εικόνα του τίτλου της Journal de Geneve, και είδηση για τη διεξαγωγή εράνου υπέρ των Ελλήνων από τον Eynard, 23/3/1826. https://www.letempsarchives.ch.

Σημειώσεις:

[1] Ο Louis-André Gosse δεν πρέπει να συγχέεται με τον ζωγράφο Nicolas Louis François Gosse (1787 –1878) ο οποίος ζωγράφισε και μερικούς πίνακες σχετικούς με την Επανάσταση. Ο πρώτος αναφέρεται σε παλαιές ελληνικές πηγές και ως «Γκόσ(σ)ης».

[2] Για εκτενή περιγραφή των προσπαθειών φορολόγησης και δανεισμού βλ. Βακαλόπουλος, σ. 121 κ.ε.

[3] Τείχος Μεγαρίδας. Στο έργο του Gosse αναφέρεται ως Tycho. Ο Βακαλόπουλος το έχει αποδώσει ως «Τυχώ», αλλά δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω ότι αυτό είναι κάποιο ιστορικώς ορθό όνομα.

[4] Ο Georg Christian Gropius πρέπει να ήταν πρόγονος των ομώνυμων αρχιτεκτόνων, εκ των οποίων γνωστότερος ο Walter Gropius (1883 – 1969), πατέρας της σχολής του Bauhaus. Βλ. “Gropius (family)”, https://de.zxc.wiki/wiki/Gropius (Familie) με σχετική βιβλιογραφία. Για τον G.C. Gropius υπάρχει η μελέτη του Εμμ. Πρωτοψάλτη «Ο Γεώργιος Χριστιανός Gropius και η δράσις αυτού εν Ελλάδι», Αθήνα, 1947.

Πηγές – Βιβλιογραφία

Bouvier-Bron, Michelle, “La mission médicale de Louis-André Gosse pendant son séjour en Grèce (1827-1829)”, Gesnerus: Swiss Journal of the history of medicine and sciences, 48 (1991), No. 3-4, pp 343- 357.  http://doi.org/10.5169/seals-521197

Gosse Louis-André, Relation de la peste qui a régné en Grèce en 1827 et 1828: contenant des vues nouvelles sur la marche et la traitement de cette maladie. Ab. Cherbuliez et Cie, Paris, 1838. https://books.google.gr/

Tsoucalas Gregory et al., “The Greek physician and politician Ioannis Kapodistrias (1776-1831) and the plague of 1828 in Greece”, Le Infezioni in Medicina, 2021, 29(1):157-159. www.researchgate.net

Αρχεία της Εθνικής Παλιγγενεσίας, ψηφιοποιημένα στο https://paligenesia.parliament.gr

Βακαλόπουλος Α. Κωνσταντίνος, «Σχέσεις Ελλήνων και Ελβετών φιλελλήνων κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821», Διδακτορική Διατριβή, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 163, Θεσσαλονίκη, 1975. www.apostoliki-diakonia.gr/

 

 

 

O William Townsend Washington (1802-1827) ήταν Αμερικανός Φιλέλληνας με καταγωγή από την πολιτεία της Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ήταν υπολοχαγός του 4ου Συντάγματος Πυροβολικού του Αμερικανικού Στρατού. Μετά την αποφοίτησή του από την Στρατιωτική Ακαδημία (West Point Military Academy), πέρασε ένα διάστημα στη Γαλλία, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Στρατηγό Lafayette (Gilbert du Motier de Lafayette, 1757-1834). Με την επάνοδό του στις ΗΠΑ, ο Υπουργός Στρατιωτικών, John C. Calhoun (1782-1850) του ανέθεσε μία θέση διδασκαλίας στον αμερικανικό στρατό.

Συγκινημένος από το ελληνικό ζήτημα, ο Washington παραιτήθηκε από τη θέση του στον αμερικανικό στρατό, προκειμένου να μεταβεί στην Ελλάδα. Είχε επίγνωση, ότι το επώνυμο είχε βαρύνουσα σημασία, εξαιτίας της συγγένειας του με τον πρώτο πρόεδρο των ΗΠΑ, George Washington. Αυτό το κεφάλαιο αξιοποίησε ο Washington, ώστε να προωθήσει τα σχέδια του για την Ελλάδα.

Ο William Townsend Washington έφθασε στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1825 ως απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου της Βοστώνης. O Edward Everett (1794 -1865), ιδρυτής του κομιτάτου, τον σύστηνε στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο με θερμά λόγια για την αφοσίωση του νεαρού στον ελληνικό σκοπό. Όταν έφθασε στην Ελλάδα, φορούσε μία εντυπωσιακή στολή Ουσάρου αξιωματικού.

Πρόκειται μάλλον για τον έκτο κατά σειρά Αμερικανό Φιλέλληνα που ήλθε στην Ελλάδα ως απεσταλμένος των κομιτάτων, με βάση όσα καταγεγραμμένα στοιχεία διαθέτουμε ως σήμερα. Είχαν προηγηθεί ο πρωτοπόρος George Jarvis (το 1822), ο αξιωματικός Jonathan Peckham Miller, ο αξιωματικός ναυτικού John M. Allen και ο Richard W. Ruddock. Και οι τρεις τους έφθασαν το έτος 1824. Ο κορυφαίος Αμερικανός Φιλέλληνας, ο ιατρός Samuel Gridley Howe, έφθασε στις αρχές Ιανουαρίου του 1825.

Την περίοδο που δραστηριοποιήθηκε στην Ελλάδα ο Washington, έφθασε και ο Αμερικανός Φιλέλληνας Merrett Bolles από το Ohio, πλοίαρχος του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος υπηρέτησε στον Τακτικό Στρατό υπό τις διαταγές του Γάλλου Φιλέλληνα Στρατηγού Charles Fabvier,  από το 1825 ως τον Ιούλιο του 1826.

Ο Washington φθάνει στην Ελλάδα σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο του ελληνικού Αγώνα. Τον χειμώνα 1824-1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στην Πελοπόννησο. Οι ελληνικές δυνάμεις είναι διασπασμένες, με πολλούς οπλαρχηγούς να βρίσκονται στη φυλακή. Ο Παπαφλέσσας αποφασίζει να οχυρωθεί στο Μανιάκι Μεσσηνίας και να εμποδίσει τις δυνάμεις του Ιμπραήμ να διαχυθούν στην Πελοπόννησο. Πέφτει ηρωικά στη Μάχη στο Μανιάκι τον Μάιο του 1825. Η κυβέρνηση διορίζει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο των δυνάμεων των ατάκτων. Οι δυνάμεις των Ελλήνων αδυνατούν όμως να αντιμετωπίσουν τον τακτικό στρατό του Ιμπραήμ.

O Γάλλος Φιλέλληνας Φαβιέρος αναλαμβάνει την οργάνωση τακτικού στρατού (από τον Ιούλιο του 1825).

Προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, το Βουλευτικό είχε ζητήσει ήδη από τον Μάιο την ενίσχυση των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων με την αποστολή 4.000 ανδρών από την Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου.

Ήδη από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους, τα φιλελληνικά κομιτάτα στις ΗΠΑ είχαν προτείνει στη Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου τον σχηματισμό σώματος Φιλελλήνων εθελοντών στην Ελλάδα, το οποίο και θα χρηματοδοτούσαν. Από το Λονδίνο ζητήθηκε η έγκριση της Ελληνικής κυβέρνησης. Η πρόταση αυτή δεν υλοποιήθηκε, πιθανόν επειδή οι Έλληνες στρατιωτικοί θεωρούσαν ότι συγκεκριμένοι Έλληνες πολιτικοί θα χρησιμοποιούσαν αυτό το σώμα για να επιβάλλουν τη δική τους κυριαρχία. Οι άτακτοι πολεμιστές ανησυχούσαν ότι η ύπαρξη οργανωμένου σώματος στρατού θα σήμαινε πως και οι ίδιοι πρέπει να υπαχθούν σε κανόνες πειθαρχίας.

Για την αναγκαιότητα δημιουργίας ξένου σώματος τακτικού στρατού, έγραφαν επίσης από το Λονδίνο οι διαπραγματευτές του πρώτου εθνικού δανείου, Ανδρέας Λουριώτης και Ιωάννης Ορλάνδος. Τις επιχειρήσεις αυτού του σώματος πρότειναν να συντονίζει ο Βρετανός Charles James Napier (1782-1853), στρατιωτικός και τοποτηρητής των βρετανικών αρχών στην Κεφαλονιά. Διάφοροι Φιλέλληνες έβλεπαν επίσης θετικά την προοπτική δημιουργίας σώματος εθελοντών. Γνωρίζουμε ότι ο Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός Roche προσπαθούσε με πολλά επιχειρήματα να πείσει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη σχετικά με το ζήτημα.

Ο Washington φθάνει τον Ιούνιο του 1825 στην Ελλάδα, και ανακινεί το ζήτημα της δημιουργίας μιας «Λεγεώνας Ξένων» για να ενισχυθούν περαιτέρω οι αγωνιζόμενοι Έλληνες. Δεν ονειρεύεται ένα σώμα αποκλειστικά στελεχωμένο από Αμερικανούς εθελοντές. Στην έρευνα του για τους Αμερικανούς Φιλέλληνες, ο Θάνος Βαγενάς παραθέτει ένα απόσπασμα των λόγων του Washington: «Προβάλλω να γεμίσω το σώμα αυτό από αξιωματικούς κάθε γένους, Αμερικανούς, Γάλλους, Ιταλούς, Γερμανούς και Ιρλανδούς και εάν η Ελληνική Διοίκησις ζητήση να είναι αναλογία τις μεταξύ των διαφόρων εθνών, αποδέχομαι αυτήν την συμφωνίαν. Οι στρατιώται αυτής της Λεγεώνας πρέπει να ευρεθούν εις την Ιρλανδίαν, εάν δε εμποδίση τούτο η Αγγλική Διοίκησις, προβάλλω την Ελβετίαν και τελευταίαν την Αμερικήν». Είναι προφανές, ότι η μετάβαση εθελοντών από την Ιρλανδία και την Ελβετία ήταν ασύγκριτα πιο εύκολη από την αντίστοιχη Αμερικανών εθελοντών.

Ο Washington είχε συγκεκριμένες ιδέες για την σύσταση αυτού του σώματος, και πιθανότατα φιλοδοξούσε να τεθεί επικεφαλής του, δεδομένου ότι έφερε ο ίδιος ένα βαρύ ιστορικό όνομα.

Στην  Ύδρα συνάντησε τους Κουντουριώτηδες, έπειτα πήγε στο Ναύπλιο για να βρει τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τον Ιούλιο του 1825 ανακοινώνει το πλήρες σχέδιο του γραπτώς στον Μαυροκορδάτο, παραθέτοντας έναν αναλυτικό υπολογισμό των εξόδων για τη συντήρηση και τη μεταφορά του στρατεύματος. Για τους εθελοντές που θα πολεμούσαν στην Ελλάδα ζητά να λάβουν δικαιώματα Έλληνα πολίτη, εφόσον εκείνοι θα ήθελαν να παραμείνουν στη χώρα μετά την απελευθέρωσή της. Με το γράμμα του προς τον Μαυροκορδάτο ζητά επισήμως την έγκριση της Ελληνικής Διοίκησης για το σχέδιο του, ώστε να μεταβεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Λονδίνο, Παρίσι και Δουβλίνο) και να συγκεντρώσει τους αξιωματικούς του. Κατόπιν θα οδηγούσε τη Λεγεώνα ως επικεφαλής της ο ίδιος στην Ελλάδα.

Εν τέλει, για λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, το σχέδιο του Washington εγκαταλείφθηκε.

Όταν οι Έλληνες υπέβαλαν την Πράξη Υποτελείας στην Μεγάλη Βρετανία ο Washington, από κοινού με άλλους Φιλέλληνες, αντέδρασε έντονα στο ενδεχόμενο να τεθεί η Ελλάδα υπό αγγλική προστασία (όπως ίσχυε για τα Επτάνησα), μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς. Οι Αμερικανοί Φιλέλληνες, σε συνεννόηση με τον Γάλλο στρατηγό Roche, παρέδωσαν γραπτή διαμαρτυρία στο Εκτελεστικό σώμα, ζητώντας τους να μην προχωρήσουν σε αυτήν την κατεύθυνση.

Μάλιστα ο Washington υιοθέτησε μία σκληρή στάση εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας, και προωθούσε στην Ελλάδα, σε συνεργασία με τον Γάλλο στρατηγό Roche, την ανάθεση του θρόνου σε μέλος της βασιλικής οικογένειας της Γαλλίας. Και οι δύο τους επιχείρησαν να επιβάλουν την πολιτική αυτή γραμμή στα Φιλελληνικά κομιτάτα στις ΗΠΑ και την Γαλλία. Στάση την οποία όμως αποκήρυξαν και οι δύο χώρες.

Εξαιτίας της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα, ο Washington αποφάσισε να αποχωρήσει στα μέσα του 1825. Μάλιστα ξεκίνησε το ταξίδι του μέσω της Σμύρνης, όπου φορούσε ελληνική ενδυμασία, κάτι που προκαλούσε το μισητό βλέμμα των Οθωμανών. Στην πορεία πληροφορήθηκε ότι η Αγγλία δεν θα αναλάμβανε τελικά την προστασία της Ελλάδας. Έτσι ζήτησε να μεταβεί στο Μεσολόγγι (Οκτώβριος 1825). Εκεί ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο.

 

27 Αυγούστου 1825: William Townshend Washington, επιστολή από τη Σμύρνη

 

Η στάση της χώρας του σχετικά με το θέμα, τον πλήγωσε τόσο πολύ, που έγραψε μία σκληρή επιστολή με την οποία ασκεί σκληρή κριτική την πατρίδα του.

Τον Μάιο του 1827 μετέβη στην υπό βρετανική διοίκηση Ζάκυνθο. Εκεί, λέγεται ότι ερωτεύθηκε την κόρη του νεκρού ήρωα Μάρκου Μπότσαρη, Βασιλική, την οποία ζήτησε να παντρευτεί. Ο αδελφός του Μάρκου, Κώστας Μπότσαρης, αρνήθηκε όμως να τη δώσει για γάμο.

 

Η κόρη του Μάρκου Μπότσαρη (συλλογή ΕΕΦ / Μουσείο Φιλελληνισμού)

 

Μετά τη Ζάκυνθο μετέβη στο Ναύπλιο, και εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Φωτομάρα. Μάλιστα αναφέρεται ότι πολεμούσε γενναία. Παράλληλα εργάσθηκε για να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις των Ελλήνων.

 

Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Νάσος Φωτομάρας (- 1841)

 

Εν τέλει σκοτώθηκε σε μία συμπλοκή στο Ναύπλιο στις 16 Ιουλίου 1827, από πυρά που εκτοξεύθηκαν από το Παλαμήδι προς την πόλη του Ναυπλίου. Μεταφέρθηκε στο Βρετανικό πλοίο Ασία, όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Έχασε τη ζωή του σε ηλικία μόλις 25 ετών, υπηρετώντας με πάθος τα ιδανικά στα οποία πίστεψε και την Ελλάδα που υπεραγαπούσε.

Ο τάφος του Αμερικανού Φιλέλληνα, William Townsend Washington, βρίσκεται στην Ύδρα, τον τόπο όπου φιλοξενήθηκε όταν έφθασε στην Ελλάδα.

 

O πρέσβης των ΗΠΑ G. Pyatt στον τάφο του William Townsend Washington στην Υδρα

 

Ένα πράγμα είναι σίγουρο για τον Αμερικανό Φιλέλληνα, William Townsend Washington. Πολέμησε γενναία για την Ελλάδα, την οποία αγαπούσε με απίστευτο πάθος.

 

Πηγές – Βιβλιογραφία:

  • Barth, Wilhelm-Kehrig-Korn, Max, Die Philhellenenzeit. Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias‘ am 9. Oktober 1831, Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960
  • Βαγενάς, Θάνος, Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, Αμερικανοί Φιλέλληνες Εθελοντές στο Εικοσιένα, Μάτι, Αθήνα, 2017
  • Μαζαράκης-Αινιάν, K. Iωάννης, Αμερικανικός Φιλελληνισμός 1821-1831, Iστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος, χ.ημ.
  • Αρχείο ΕΕΦ