Ο Franciszek Mierzewski ή Mierzejewski (1786 – 1822), ήταν Πολωνός από τη Βαρσοβία, που υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Γαλλικό Στρατό.

Το 1807, μετά την συνθήκη του Tilsit, η οποία οδήγησε στην απελευθέρωση της Πολωνίας από τους Ρώσους και στην εγκαθίδρυση του Δουκάτου της Βαρσοβίας από τους Γάλλους[1], ο Mierzewski κατατάχθηκε στο Ιππικό του Γαλλικού Στρατού και έλαβε τον βαθμό του ανθυπιλάρχου[2].

Το 1808 τοποθετήθηκε στο 1ο Πολωνικό Σύνταγμα Ελαφρού Ιππικού της Γαλλικής Αυτοκρατορικής Φρουράς και υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Πολωνού κόμη Wincenty Krasinski[3]. Από τη θέση αυτή, διακρίθηκε στη νικηφόρα για τους Γάλλους μάχη της Somosierra της Ισπανίας, στις 30 Νοεμβρίου 1808[4].

Τον Φεβρουάριο του 1809 συμμετείχε στην εκστρατεία της Πορτογαλίας, υπό τον Γάλλο στρατάρχη Jean Soult[5], και στη συνέχεια ανέλαβε επιχειρησιακή δράση στη Βαυαρία και στην Αυστρία. Εκεί διακρίθηκε στις νικηφόρες για τους Γάλλους μάχες του Essling της Βαυαρίας και του Wagram της Αυστρίας, στις 22 Μαΐου 1809 και στις 5 Ιουλίου 1809 αντίστοιχα[6].

Τον Ιανουάριο του 1810, η μονάδα του αποχώρησε από την Βαυαρία και μεταστάθμευσε στο Chantilly της Γαλλίας προς αναδιοργάνωση[7]. Εκεί παρέμεινε ως τον Φεβρουάριο του 1812 και προήχθη σε υπίλαρχο[8].

Στα τέλη Φεβρουαρίου 1812 μετατέθηκε στο Torun, στα σύνορα του Δουκάτου της Βαρσοβίας με την Ρωσία[9], στην Γαλλική Αυτοκρατορική Φρουρά σωματοφυλακής του Γάλλου στρατάρχη Louis – Nicholas Davout και του επιτελείου του[10].

Ο Mierzewski διακρίθηκε ιδιαίτερα κατά την εκστρατεία της Ρωσίας από τον Ιούνιο ως τον Δεκέμβριο του 1812[11]. Για τη δράση του στη Ρωσία, καθώς και για την ανδρεία του στη μάχη του Weissenfelds / Lützen στις 2 Μαΐου 1813, τιμήθηκε στις 14 Μαΐου 1813, με τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής[12].

Μετά την συνθήκη του Fontainebleau στις 4 Απριλίου 1814, η οποία οδήγησε στην πρώτη παραίτηση του Γάλλου αυτοκράτορα Ναπολέοντος Α’ από το Γαλλικό θρόνο και στην εξορία του στην Έλβα της Ιταλίας[13], το 1ο Πολωνικό Σύνταγμα Ελαφρού Ιππικού της Γαλλικής Αυτοκρατορικής Φρουράς διαλύθηκε[14]. Παρέμεινε ενεργή μόνο μία ίλη του, η οποία ακολούθησε τον Γάλλο αυτοκράτορα στην εξορία του[15]. Στην ίλη αυτή, υπηρέτησε ο Mierzewski ως υπίλαρχος[16].

Με την επιστροφή του Ναπολέοντος από την εξορία και την επάνοδό του στο Γαλλικό θρόνο στις 20 Μαρτίου 1815[17], η ίλη αυτή εντάχθηκε στην Μεραρχία των Ερυθρών Λογχοφόρων του Γαλλικού Στρατού υπό τον Γάλλο στρατηγό Colbert[18]. Ως αξιωματικός της ίλης αυτής, ο Mierzewski συμμετείχε στις μάχες του Ligny και του Waterloo, στις 16 Ιουνίου 1815 και στις 18 Ιουνίου 1815 αντίστοιχα[19].

Μετά την μάχη του Waterloo, η οποία οδήγησε στην οριστική παραίτηση του Ναπολέοντος από το Γαλλικό θρόνο στις 22 Ιουνίου 1815, στην παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβόνων στις 8 Ιουλίου 1815 και στην εξορία του Ναπολέοντος στην Νήσο της Αγίας Ελένης στις 15 Ιουλίου 1815[20], άρχισε η σταδιακή αποστράτευση των ξένων στρατιωτικών, οι οποίοι υπηρετούσαν στο Γαλλικό Στρατό. Στο πλαίσιο αυτό, την 1η Οκτωβρίου 1815, οι Πολωνοί στρατιωτικοί αποστρατεύθηκαν από τον Γαλλικό Στρατό[21]. Ανάμεσά τους και ο Mierzewski, ο οποίος αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ιλάρχου[22].

Μετά το 1815 ο Mierzejewski έφυγε πάλι από την Πολωνία. Ταξίδεψε στη Νότια Αμερική, όπου συμμετείχε στην απελευθέρωση της Νέας Γρανάδας και της Βενεζουέλας, ισπανικών αποικιών, υπό τη διοίκηση του Simon Bolívar. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ευρώπη, και συμμετείχε στις επαναστάσεις που πυροδότησαν οι Ιταλοί Carbonari στο Βασίλειο των Δυο Σικελιών (07.1820) και στο Πιεμόντε (01-03.1821). Μετά την καταστολή των επαναστάσεων άφησε την Ιταλία και ταξίδευσε μέσω της Νάπολης στην Ελλάδα.

Ο Mierzewski προερχόταν από μία υπόδουλη χώρα, για την ελευθερία της οποίας πολέμησε ως αξιωματικός του Γαλλικού Στρατού. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση ο Mierzewski ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκε στο φιλελληνικό κίνημα, και ταξίδευσε στην Ελλάδα στις αρχές του 1822 για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως εθελοντής.

Την 1η Απριλίου 1822, το Βουλευτικό ψήφισε στο Ναύπλιο το Νόμο “Περί Οργανώσεως του Στρατού”, ο οποίος οδήγησε στην ίδρυση του Τακτικού Στρατού, με γενικό διοικητή τον εμβληματικό Γερμανό Φιλέλληνα στρατηγό, κόμη Karl Friedrich Leberecht von Normann-Ehrenfels. Ο νόμος αυτός απετέλεσε τη βάση της κατοπινής στρατιωτικής νομοθεσίας[23].

Στο πλαίσιο αυτό συστάθηκε το Τάγμα Φιλελλήνων με διοικητή τον Ιταλό Φιλέλληνα επίλαρχο Andrea Dania. O Mierzewski τοποθετήθηκε διοικητής του 2ου Λόχου του Τάγματος Φιλελλήνων[24]. Ταυτόχρονα με το Τάγμα Φιλελλήνων, συγκροτήθηκε το 1ο Σύνταγμα Πεζικού, υπό την διοίκηση του Ιταλού Φιλέλληνα αντισυνταγματάρχη Pietro Tarella.

Η πρώτη αποστολή του Τακτικού Στρατού ήταν η λύση της πολιορκίας του Σουλίου από τις Οθωμανικές δυνάμεις. Η επιτυχία της αποστολής αυτής, θα οδηγούσε στην ανανέωση του Αγώνα στην Ήπειρο, στην διαρκή ενίσχυση των Ελληνικών Δυνάμεων με έμπειρα κι αξιόμαχα στελέχη, καθώς και στην αποσόβηση του κινδύνου της ταχείας προέλασης των Οθωμανών στη νότιο Ελλάδα[25].

Το πρώτο λάθος που διέπραξε η Ελληνική διοίκηση, ήταν ότι δεν επέτρεψε την γρήγορη προώθηση των Ελλήνων και των Φιλελλήνων προς την Άρτα, που θα απέτρεπε την συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων. Επίσης, σημαντικό πρόβλημα ήταν οι ασθένειες και η έλλειψη τροφίμων. Ενώ, ένα άλλο ακανθώδες ζήτημα ήταν η συμπεριφορά των ατάκτων, ιδιαίτερα του οπλαρχηγού Μπακόλα. Μάλιστα, ήδη πολλές ημέρες πριν την έναρξη της πορείας προς την Άρτα, υπήρχαν φήμες περί σχέσεων του Μπακόλα με τους Τούρκους, εξαιτίας της στάσης του. Ήταν βέβαια αδύνατο να πιστέψει κανείς, ότι ένας Έλληνας θα πρόδιδε τον αγώνα των συμπατριωτών του[26].

Οι Ελληνικές δυνάμεις αντιμετώπισαν τους Τούρκους στο Κομπότι, στις 22 Ιουνίου 1822. Το πολεμικό σχέδιο προέβλεπε ότι, “οι Φιλέλληνες, ως τακτικοί στρατιώτες, δεν πρέπει ν’ αναζητούν τις κορυφές των βουνών για να αμύνονται άνετα, αλλά να μένουν στα σπουδαία και επικίνδυνα σημεία και να μη χάνουν την ευκαιρία να αναμετρηθούν με τον εχθρό”[27]. Βάσει αυτού, το 1ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον Tarella και το Τάγμα των Φιλελλήνων υπό τον Dania, τοποθετήθηκαν σε ζωτικά σημεία στους πρόποδες των υψωμάτων. Η εχθρική επίθεση αποκρούσθηκε επιτυχώς και οι Οθωμανοί οπισθοχώρησαν στην Άρτα με πολλές απώλειες[28].

 

Αναπαράσταση της μάχης στο Κομπότι. Έργο του Παναγιώτη Ζωγράφου, παραγγελία του Στρατηγού Μακρυγιάννη (Συλλογή ΕΕΦ).

 

Από το Κομπότι οι Φιλέλληνες, εξασθενημένοι από κόπωση, ασθένειες, πείνα και δίψα, κινήθηκαν την νύχτα εσπευσμένα προς το Πέτα, όπου συγκεντρώνονταν οι Τούρκοι. Εκεί έφθασαν και άλλες ελληνικές δυνάμεις και άρχισε η προετοιμασία της μάχης.

Στο πολεμικό συμβούλιο των αρχηγών ανέκυψαν διαφωνίες για το αν οι άτακτοι ή ο Τακτικός Στρατός , θα αποτελούσαν την αιχμή των Ελληνικών Δυνάμεων, καθώς και για την χρήση ή μη, οχυρωμάτων (ταμπουρίων). Για το πρώτο, επικράτησε η άποψη της περιμετρικής τοποθέτησης προς το Πέτα. O Normann δυσαρεστήθηκε από την απόφαση αυτή και αντιλαμβανόμενος τη δυσχερή θέση της ελληνικής πλευράς, εξέθεσε τις ανησυχίες του με επιστολή προς τον Μαυροκορδάτο[29]. Ο Μαυροκορδάτος, αν και ήταν ο αρχηγός των Ελληνικών δυνάμεων, απουσίαζε από το πεδίο της μάχης. Είχε εγκαταστήσει το αρχηγείο του στη Λαγκάδα που απείχε 6 ώρες από το Πέτα[30].

Στην επιστολή του ο Normann τόνιζε ότι οι τακτικοί στρατιώτες αριθμούσαν πλέον μόλις 515[31]. Επίσης, σημείωνε τους φόβους του περί εγκατάλειψης θέσης από τον Μπακόλα και αδυναμίας ενίσχυσης από τους υπολοίπους ατάκτους. Ο Μαυροκορδάτος δεν αξιοποίησε τον έμπειρο αυτό στρατιωτικό και επέμεινε στον σχεδιασμό του. Οι Φιλέλληνες τον δέχθηκαν από σεβασμό προς την διοίκηση[32].

Σχετικά με το δεύτερο σκέλος, τελικά επιβλήθηκε η κατασκευή των οχυρωμάτων, τα οποία, όπως βεβαιώνουν και ξένες πηγές, χρησιμοποίησαν και οι Φιλέλληνες, παρά την θέση του Dania, ότι «τα ταμπούρια μας είναι τα στήθη μας»[33].

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη πειθαρχίας και συντονισμού των στρατευμάτων. Μετά την μάχη στο Κομπότι, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με το σώμα του, κατά διαταγή του πατέρα του επέστρεψε στην Πελοπόννησο, πράξη για την οποία επικρίθηκε[34]. Την ίδια στιγμή, αναχώρησαν 1.200 μαχητές προς τον βορρά, για να βοηθήσουν τους Σουλιώτες. Μαζί τους ήταν οι Μάρκος Μπότσαρης, Καρατάσος, Αγγελής Γάτσος, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Αλεξάκης Βλαχόπουλος και Ανδρέας Ίσκος. Απέτυχαν όμως να προσεγγίσουν το Σούλι και ανακόπηκαν από τους Τούρκους στην Πλάκα, στις 29 Ιουνίου 1822. Οι επιζώντες επανέκαμψαν στο Πέτα. O Γώγος Μπακόλας παρέσυρε τον Μάρκο Μπότσαρη προς το Σούλι, με σκοπό την παγίδευσή του στην Πλάκα από τους Τούρκους, τους οποίους είχε ειδοποιήσει[35].

Την ημέρα της μάχης του Πέτα, έφθασε επίσης στην Σπλάντζα ένα τμήμα Μανιατών υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη για να βοηθήσει τους Έλληνες. Όμως δεν εντάχθηκε και πάλι αρμονικά σε ένα πλήρες στρατηγικό πλαίσιο. Το σώμα των Σουλιωτών οπλαρχηγών Λάμπρου Βέϊκου και Βασιλείου Ζέρβα ενώθηκε μαζί τους προς αντιμετώπιση των Οθωμανών που εστάλησαν για να τους απωθήσουν. Στην μάχη αυτή σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά ο ίδιος ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης[36].

Όλες αυτές οι κινήσεις ήταν σπασμωδικές και δεν οργανώθηκαν σωστά οι Ελληνικές δυνάμεις που θα αντιμετώπιζαν την κύρια επίθεση των Τούρκων.

Το πρωί της 4ης Ιουλίου 1822, ξεκίνησε η επίθεση των 7.000 – 8.000 Οθωμανών που είχαν αφιχθεί από την Άρτα, εναντίον των Ελληνικών θέσεων. Ο Normann εμψύχωσε με θερμά λόγια τους άνδρες του Τακτικού Στρατού και επιθεώρησε έφιππος όλες τις θέσεις.

Αρχικά οι Φιλέλληνες και το Τακτικό Σώμα απωθούσαν επιτυχώς τον εχθρικό στρατό. Οι συνεχείς και συντονισμένες βολές προκαλούσαν απώλειες στους επιτιθέμενους. Παράγοντας επιτυχίας αυτής της πολεμικής τακτικής, είναι η ψυχραιμία των μαχητών, το συνεχές και γρήγορο γέμισμα των όπλων τους, οι αδιάκοπες ομοβροντίες και η διατήρηση των θέσεων άνευ ρήγματος των τάξεών τους. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού και το Τάγμα των Φιλελλήνων αποτελούσαν ένα αδιαπέραστο τείχος, καθώς η εκπαίδευση που τους είχε δώσει ο Baleste (ο ιδρυτής του πρώτου τακτικού στρατού στην Ελλάδα) απέδιδε τους καρπούς της[37].

 

Αναπαράσταση της μάχης του Πέτα. Έργο του Παναγιώτη Ζωγράφου, παραγγελία του Στρατηγού Μακρυγιάννη (Συλλογή ΕΕΦ).

 

Ξαφνικά όμως συνέβη το μοιραίο. Ο Μπακόλας και οι άνδρες του εγκατέλειψαν προδοτικά τις θέσεις τους, με αποτέλεσμα να πλευροκόπησουν οι Τούρκοι το 1ο Σύνταγμα Πεζικού και το Τάγμα Φιλελλήνων[38]. Ο Tarella προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άνδρες του Συντάγματός του. Περικυκλώθηκε από τους Οθωμανούς, οι οποίοι τον αποκεφάλισαν[39]. Ο Mierzewski πολεμούσε γενναία στην πρώτη γραμμή μέχρι το τέλος.

Τότε τέθηκε επικεφαλής του 1ου Συντάγματος Πεζικού ο ίδιος ο στρατηγός Normann, ο ένδοξος Φιλέλληνας, και το οδήγησε ξανά στη μάχη, με συγκλονιστικά λόγια: “Για τη σωτηρία των Φιλελλήνων! Νίκη ή θάνατος!”. Στην έφοδο που ακολούθησε, τραυματίσθηκε στο στήθος και διακομίσθηκε στα μετόπισθεν για να αντιμετωπισθεί το σοβαρό τραύμα του[40].

Προοδευτικά το Σύνταγμα άρχισε να υποχωρεί και αποτελούσε πλέον εύκολο στόχο των Τούρκων ιππέων. Οι Φιλέλληνες είχαν εγκαταλειφθεί από τα άτακτα σώματα. Οι Φιλέλληνες και οι Επτανήσιοι, υπέστησαν σαν μία ζοφερή πανωλεθρία. Περικυκλώθηκαν από τον εχθρό σε ένα εκτεθειμένο σημείο και αποδεκατίσθηκαν.

Εκτυλίχθηκαν σκηνές συγκλονιστικού ηρωισμού. Ο Dania, εμψύχωνε έφιππος τους στρατιώτες του Τάγματος Φιλελλήνων μέχρις εσχάτων, αποκεφαλίσθηκε περικυκλωμένος από τους Οθωμανούς[41].

Ο Mierzewski, επικεφαλής 15 Πολωνών από τον 2ο Λόχο του Τάγματος Φιλελλήνων, οχυρώθηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο κέντρο του Πέτα και μαχόμενος ηρωικά, προσπάθησε να διευκολύνει την υποχώρηση των Ελληνικών Δυνάμεων[42]. Μάλιστα έφθασαν να πολεμούν ακόμη και στη σκεπή της εκκλησίας, την οποία πυρπόλησαν οι Οθωμανοί, καθώς ήταν αδύνατον να τους καταβάλλουν. Έπεσαν όλοι ηρωικά[43].

Επίσης, ο Γάλλος ίλαρχος του Γαλλικού Στρατού Jean Mignac, αξιωματικός του 1ου Συντάγματος Πεζικού αγωνίσθηκε με απαράμιλλη γενναιότητα. Οι Τούρκοι επιχειρούσαν να τον αιχμαλωτίσουν, καθώς λόγω της εντυπωσιακής στολής του υπέθεσαν πως ήταν ο στρατηγός Normann. Αρνούμενος να παραδοθεί, πολέμησε ηρωικά. Τραυματισμένος σε όλο του το σώμα, αντιμετώπισε τους Οθωμανούς στηριζόμενος στον κορμό μίας ελιάς. Περικυκλωμένος από πλήθος εχθρών, εξουδετέρωσε 14 εξ αυτών[44]. Όταν έσπασε το σπαθί του, αυτοκτόνησε κόβοντας τον λαιμό του[45].

Από τους εθελοντές του Τακτικού Στρατού, έπεσαν ηρωικά 160 Επτανήσιοι και Φιλέλληνες. Πολλοί ήταν και οι αιχμάλωτοι που οδηγήθηκαν στην Άρτα και θανατώθηκαν μετά από φρικτά βασανιστήρια και βάναυσους εξευτελισμούς. Πολλοί Φιλέλληνες υποχρεώθηκαν να περπατούν επί ώρες γυμνοί, κρατώντας στα χέρια τους τα κομμένα κεφάλια των συμπολεμιστών τους[46].

Οι ελάχιστοι επιζώντες συγκεντρώθηκαν στη Λαγκάδα, ανάμεσά τους και η τραγική μορφή του ευγενούς ήρωα στρατηγού Normann, ο οποίος , όπως και μετά τη μάχη στο Κομπότι, έφθασε τελευταίος στο στρατόπεδο και παρουσιάσθηκε στον Μαυροκορδάτο, στον οποίο ανέφερε τα εξής: “Τα χάσαμε όλα, Υψηλότατε, εκτός απ’ την τιμή μας!”[47]. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού, το Τάγμα των Φιλελλήνων και πλήθος ενθουσιωδών Ευρωπαίων Φιλελλήνων και Επτανησίων, δεν υπήρχαν πια.

 

Μνημείο στο Πέτα προς τιμήν των πεσόντων Φιλελλήνων την 4η Ιουλίου 1822.

 

O Πολωνός αξιωματικός Franciszek Mierzewski, και οι Πολωνοί σύντροφοί του, ήταν από τις πλέον ηρωικές μορφές της μάχης του Πέτα.

Η Ελλάδα και η ΕΕΦ τιμούν την ένδοξη μνήμη του Franciszek Mierzewski και των ηρώων συμπολεμιστών του, οι οποίοι αγωνίσθηκαν μέχρις εσχάτων για την Ελευθερία των Ελλήνων και τρέφουν αιώνια ευγνωμοσύνη για την θυσία τους.

 

Παραπομπές

[1] Grab, Alexander, “Napoleon and the Transformation of Europe”, εκδ. McMillan, Νέα Υόρκη, 2003, σελ. 180.
[2] Sinko, Thadeusz, “Udzial Polakow w bojach I pracach Hellady”, εκδ. περ. “Przeglad Wspolczesny”, Βαρσοβία, 1932, τεύχος 125, σελ. 285.
[3] Kwaśniewski, Włodzimierz, “Dzieje szabli w Polsce”, εκδ. Bellona, Βαρσοβία, 1999.
[4] Nieuważny, Andrzej, “Najpiękniejsza z szarż”, εκδ. περ. “Rzeczpospolita“, Βαρσοβία, 2006, τεύχος 123.
[5] Pawly, Ronald, “Napoleon’s Polish Lancers of the Imperial Guard”, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 2007.
[6] Chłapowski, Dezydery, “Memoirs of a Polish Lancer”, εκδ. Emperor’s Press, Chicago, 1992.
[7] Brandys, Marian, “Kozietulski i inni”, εκδ. Iskry, Βαρσοβία, 1982, σελ. 222.
[8] Βλ. στο ίδιο, σελ. 225.
[9] Chłapowski, Dezydery,”Memoirs of a Polish Lancer”, εκδ. Emperor’s Press, Chicago, 1992.
[10] Brandys, Marian, “Kozietulski i inni”, εκδ. Iskry, Βαρσοβία, 1982, σελ. 271.
[11] Kukiel, Marian, “Dzieje oręża polskiego w epoce napoleońskiej 1795-1815”, εκδ. Kurpisz, Poznań, 1912.
[12] Συλλογικό, “Greckie źródła do dziejów Rzeczypospolitej”, εκδ. Hellenopolonica, Αθήνα, 2014.
[13] Lieven, Dominic, “Russia Against Napoleon: The True Story of the Campaigns of War and Peace”, εκδ. Penguin, Λονδίνο, 2010, σελ. 484.
[14] Pawly, Ronald, “Napoleon’s Polish Lancers of the Imperial Guard”, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 2007.
[15] Kukiel, Marian, “Dzieje oręża polskiego w epoce napoleońskiej 1795-1815”, εκδ. Kurpisz, Poznań, 1912, σελ. 468.
[16] Συλλογικό, “Greckie źródła do dziejów Rzeczypospolitej”, εκδ. Hellenopolonica, Αθήνα, 2014.
[17] Chandler, David, “Waterloo: The Hundred Days”, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 1981.
[18] Kukiel, Marian, “Dzieje oręża polskiego w epoce napoleońskiej 1795-1815”, εκδ. Kurpisz, Poznań, 1912, σελ. 470.
[19] Βλ. στο ίδιο, σελ. 475.
[20] Alexander, Robert S., “Bonapartism and Revolutionary Tradition in France: The Federes of 1815”, εκδ. Cambridge University Press, Λονδίνο, 1991.
[21] Pawly, Ronald, “Napoleon’s Polish Lancers of the Imperial Guard”, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 2007.
[22] Barth, Wilhelm – Kehrig-Korn, Max, “Die Philhellenenzeit. Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias‘ am 9. Oktober 1831”, εκδ. Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960, σελ. 44.
[23] Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, “Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού”, εκδ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Αθήνα, 1997.
[24] Elster, Daniel – Johann, “Το Τάγμα των Φιλελλήνων. Η ίδρυση, η εκστρατεία και η καταστροφή του”, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, 2010.
[25] “Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου”, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα, τόμος 1, φακ. 197, σελ. 254.
[26] Κουτσονίκας, Λάμπρος, “Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863, δ’ τόμος, σελ. 177.
[27] Βυζάντιος Χρήστος, “Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833”, εκδ. Κ. Αντωνιάδου, Αθήνα, 1874, σελ. 203.
[28] Συλλογικό, “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000, 12ος τόμος, σελ. 232.
[29] “Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου”, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα, τόμος 2, φακ. 548, σελ. 135.
[30] Φωτιάδης, Δημήτρης, “Η Επανάσταση του ’21”, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1971, β’ τόμος, σελ. 211.
[31] Βλ. στο ίδιο.
[32] Woodhouse, Christopher Montague, “The Philhellenes”, εκδ. Fairleigh Dickinson University Press, Madison, 1971.
[33] Βλ. στο ίδιο.
[34] Κολοκοτρώνης, Γενναίος, “Απομνημονεύματα”, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2006.
[35] Voutier, Olivier, “Απομνημονεύματα του συνταγματάρχη Olivier Voutier από τον πόλεμο των Ελλήνων”, μετ. Ειρήνη Τζουρά, επιμ. Παναγιώτα Παναρίτη, εκδ. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα, 2019.
[36] Περραιβός, Χριστόφορος, “Πολεμικά Απομνημονεύματα. Μάχες του Σουλίου και της Ανατολικής Ελλάδας 1820 -1829”, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2003, σελ. 160.
[37] St Clair, William, “That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence”, εκδ. Open Books, Λονδίνο, 2008, σελ. 277.
[38] Κουτσονίκας, Λάμπρος, “Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863, δ’ τόμος, σελ. 178.
[39] St Clair, William, “That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence”, εκδ. Open Books, Λονδίνο, 2008.
[40] Gridley Howe, Samuel, “An Historical Sketch of the Greek Revolution”, εκδ. White, Gallaher & White, Νέα Υόρκη, 1828.
[41] Fassino, Pier Giorgio, “Andrea Dania”, εκδ. περ.”Accademia Urbense”, Ovada, Σεπτέμβριος 2006, σελ. 188.
[42] Συλλογικό, “Greckie źródła do dziejów Rzeczypospolitej”, εκδ. Hellenopolonica, Αθήνα, 2014.
[43] Treiber, Heinrich, “Αναμνήσεις από την Ελλάδα 1822-1828”, επιμ. δρ. Χρήστος Ν. Αποστολίδης, ιδ. εκδ., Αθήνα, 1960.
[44] Pouqueville. F.C.H.L., “Histoire de la régénération de la Grèce, 1740-1824”, επιμ. Albert Schott, J. P. von Hornthal, εκδ. Univ.- Bibl. Heidelberg, Χαϊδελβέργη, 1825.
[45] Raybaud Maxime, “Mémoires sur la Grèce pour servir à l’histoire de la guerre de l’Indépendance, accompagnés de plans topographiques, avec une introduction historique par Alph. Rabbe”, εκδ. Tournachon-Molin Libraire, Παρίσι, 1824, τόμος 1.
[46] Στο ίδιο.
[47] Στο ίδιο.

 

Βιβλιογραφία – πηγές

  • Συλλογικό, “Greckie źródła do dziejów Rzeczypospolitej “, εκδ. Hellenopolonica, Αθήνα, 2014.
  • Grab, Alexander, “Napoleon and the Transformation of Europe“, εκδ. McMillan, Νέα Υόρκη, 2003.
  • Sinko, Thadeusz, “Udzial Polakow w bojach I pracach Hellady“, εκδ. περ. ‘’Przeglad Wspolczesny’’, Βαρσοβία, 1932, τεύχος 125.
  • Kwaśniewski, Włodzimierz, “Dzieje szabli w Polsce“, εκδ. Bellona, Βαρσοβία, 1999.
  • Nieuważny, Andrzej, “Najpiękniejsza z szarż“, εκδ. περ. “Rzeczpospolita“, Βαρσοβία, 2006, τεύχος 123.
  • Pawly, Ronald, “Napoleon’s Polish Lancers of the Imperial Guard“, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 2007.
  • Chłapowski, Dezydery, “Memoirs of a Polish Lancer“, εκδ. Emperor’s Press, Chicago, 1992.
  • Brandys, Marian, “Kozietulski i inni“, εκδ. Iskry, Βαρσοβία, 1982.
  • Kukiel, Marian, “Dzieje oręża polskiego w epoce napoleońskiej 1795-1815“, εκδ. Kurpisz, Poznań, 1912.
  • Lieven, Dominic, “Russia Against Napoleon: The True Story of the Campaigns of War and Peace“, εκδ. Penguin, Λονδίνο, 2010.
  • Chandler, David, “Waterloo: The Hundred Days“, εκδ. Osprey Publishing, Λονδίνο, 1981.
  • Alexander, Robert S., “Bonapartism and Revolutionary Tradition in France: The Federes of 1815“, εκδ. Cambridge University Press, Λονδίνο, 1991.
  • Barth, Wilhelm – Kehrig-Korn, Max, “Die Philhellenenzeit. Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias‘ am 9. Oktober 1831“, εκδ. Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960.
  • Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, “Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού”, εκδ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Αθήνα, 1997.
  • Elster, Daniel – Johann, “Το Τάγμα των Φιλελλήνων. Η ίδρυση, η εκστρατεία και η καταστροφή του“, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, 2010.
  • “Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου“, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα, τόμος 1, φακ. 197.
  • Κουτσονίκας, Λάμπρος, “Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως“, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863, δ’ τόμος.
  • Βυζάντιος Χρήστος, “Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833 “, εκδ. Κ. Αντωνιάδου, Αθήνα, 1874.
  • Συλλογικό, “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους“, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000, 12ος τόμος.
  • “Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου“, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα, τόμος 2, φακ. 548.
  • Φωτιάδης, Δημήτρης, “Η Επανάσταση του ’21“, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1971, β’ τόμος.
  • Woodhouse, Christopher Montague, “The Philhellenes“, εκδ. Fairleigh Dickinson University Press, Madison, 1971.
  • Κολοκοτρώνης, Γενναίος, “Απομνημονεύματα“, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2006.
  • Voutier, Olivier, “Απομνημονεύματα του συνταγματάρχη Olivier Voutier από τον πόλεμο των Ελλήνων“, μετ. Ειρήνη Τζουρά, επιμ. Παναγιώτα Παναρίτη, εκδ. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα, 2019.
  • Περραιβός, Χριστόφορος, “Πολεμικά Απομνημονεύματα. Μάχες του Σουλίου και της Ανατολικής Ελλάδας 1820 -1829“, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2003
  • St Clair, William, “That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence“, εκδ. Open Books, Λονδίνο, 2008.
  • Gridley Howe, Samuel, “An Historical Sketch of the Greek Revolution“, εκδ. White, Gallaher & White, Νέα Υόρκη, 1828.
  • Fassino, Pier Giorgio, “Andrea Dania“, εκδ. περ.”Accademia Urbense”, Ovada, Σεπτέμβριος 2006.
  • Treiber, Heinrich, “Αναμνήσεις από την Ελλάδα 1822-1828“, επιμ. δρ. Χρήστος Ν. Αποστολίδης, ιδ. εκδ. , Αθήνα, 1960.
  • Pouqueville. F.C.H.L., “Histoire de la régénération de la Grèce, 1740-1824“, επιμ. Albert Schott, J. P. von Hornthal, εκδ. Univ.- Bibl. Heidelberg, Χαϊδελβέργη, 1825.
  • Raybaud Maxime, “Mémoires sur la Grèce pour servir à l’histoire de la guerre de l’Indépendance, accompagnés de plans topographiques, avec une introduction historique par Alph. Rabbe “, εκδ. Tournachon-Molin Libraire, Παρίσι, 1824, τόμος 1.

 

Πορτραίτο του Βέλγου Φιλέλληνα De Lannoy Augustin (συλλογή ΕΕΦ)

 

Ο De Lannoy, (Guillaume) Augustin (αναφέρεται επίσης ως Delannoy, Delannoi, Delanoi), ήταν εθελοντής από τις Βρυξέλλες, του Βελγίου. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές (πχ. Fornezy), ένας εθελοντής με το όνομα «Delannoi» αναφέρθηκε ότι συμμετείχε στην δύναμη του τάγματος των Φιλελλήνων που διοικούσε ο στρατηγός Norman. Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν ότι πολέμησε στο Πέτα τον Ιούλιο του 1822.

Ωστόσο, σύμφωνα με Βελγικές εφημερίδες (π.χ. Le Courrier de la Meuse της 5ης Ιουνίου 1826), ο Augustin De Lannoy και ο N.J. Trumper αναχώρησαν από το Βέλγιο το 1824 για την Ελλάδα.

Ο De Lannoy συμμετείχε σε πολλές συναυλίες και εράνους για την συγκέντρωση χρημάτων και τιμητικές εκδηλώσεις, για να υποστηρίξει τα ελληνικά δίκαια, και το όνομά του εμφανιζόταν συχνά στον ευρωπαϊκό τύπο.

 

Το πρόγραμμα της 3ης Ιουνίου 1826, μιας από τις πολλές συναυλίες που πραγματοποιήθηκαν υπέρ των Ελλήνων στην Ευρώπη. Ο στόχος αυτών των εκδηλώσεων ήταν να συγκεντρώσει χρήματα για την οικονομική υποστήριξη των Ελλήνων και να προωθήσει τα δίκαια των Ελλήνων (συλλογή ΕΕΦ).

 

Από την άφιξή του στην Ελλάδα το 1824, έγινε μέλος του Τακτικού Στρατού υπό τον Στρατηγό Fabvier και διορίστηκε Λοχαγός του Πεζικού του Τρίτου Ελληνικού τάγματος. Το 1826 μετακόμισε με τις στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν στην Τροιζίνα, με αποστολή να σταματήσουν τις δυνάμεις του «Ιμπραήμ-Πάσα». Στο πλαίσιο αυτό, συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις μέχρι τον Ιούνιο του 1826 και πιθανότατα και στη μάχη των Μύλων, όπου 500 Έλληνες μαχητές και Φιλέλληνες νίκησαν έναν στρατό 6600 Οθωμανών με επικεφαλής τον ίδιο τον Ιμπραήμ-Πάσχα.

Ο De Lannoy πέθανε λίγο αργότερα στο νησί της Άνδρου στις 6 Ιουλίου 1826.

Η συνεισφορά του αναγνωρίσθηκε και το όνομά του αναγράφεται στο μνημείο του Τουρέ στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στο Ναύπλιο.

 

Η Καθολική Εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (The Transfiguration of the Saviour) στο Ναύπλιο και το μνημείο των Φιλελλήνων γνωστό ως αψίδα του Τουρέ στην είσοδό του ναού.

 

Η ΕΕΦ και ο Ελληνικός λαός αποτίουν φόρο τιμής σε αυτόν τον μεγάλο Βέλγο Φιλέλληνα, και τιμούν τη μνήμη του, μαζί με αυτήν όλων των Βέλγων συντρόφων του που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, ακόμη και τη ζωή τους, κατά την Ελληνική Επανάσταση, ως εθελοντές στην Ελλάδα ή με τη συμμετοχή τους το φιλελληνικό κίνημα στο Βέλγιο.

 

 

Ο Carl Anton Joseph Rottmann ήταν διάσημος Γερμανός τοπιογράφος και αγαπημένος ζωγράφος του Βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ (Ludwig I., 1786 – 1868). Φημιζόταν για την ζωγραφική του με μυθικά – ηρωικά θέματα. Το σπουδαιότερο καλλιτεχνικό επίτευγμα του Rottmann υπήρξε η δημιουργία του «Ελληνικού Κύκλου» (Griechenlandzyklus). Μίας σειράς έργων ρομαντικής τοπιογραφίας με θέμα την Ελλάδα, που φιλοτέχνησε μετά από ανάθεση του Λουδοβίκου Α´. Θεωρήθηκε ως ο «σπουδαιότερος τοπιογράφος του Μονάχου», και ήταν από τους πρώτους μάλιστα που προσέφερε στο Γερμανικό κοινό, ρεαλιστικές εικόνες από την Ελλάδα (όπως σημείωσε ο Γερμανός αρχιτέκτων, Leo von Klenze, 1784-1864).  Η σπουδαιότητα της προσφοράς του αναγνωρίσθηκε στην εποχή του, και την επαύριο του θανάτου του μία αίθουσα της Νέας Πινακοθήκης του Μονάχου (Νeue Pinakothek) αφιερώθηκε στην αποκλειστική έκθεση των έργων του «Ελληνικού Κύκλου» (1853). Πρόκειται για τον μοναδικό καλλιτέχνη στον οποίον επιφυλάχθηκε τέτοια τιμή στη Νέα Πινακοθήκη.

Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1797 στη συνοικία Handschuhsheim της Χαϊδελβέργης και μαθήτευσε στο πλευρό του πατέρα του, Friedrich Rottmann, o οποίος εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο της πόλης διδάσκοντας ζωγραφική. Ο νεότερος αδελφός του Carl, Leopold, έγινε επίσης ζωγράφος, χωρίς ωστόσο να αγγίξει τη διασημότητα του μεγαλύτερου σε ηλικία αδελφού του. Ήδη στα πρώτα έργα του Carl Rottmann διακρίνεται η δεξιοτεχνία του στην ακουαρέλα και η δύναμη των συνθέσεων του. Ο ίδιος επηρεάστηκε από τους Ολλανδούς τοπιογράφους, τον Γάλλο Claude Lorrain (1600 – 1682), και τον Άγγλο George Augustus Wallis (1761-1847), με τον οποίον συνδέθηκε κατά την παραμονή του τελευταίου στην Χαϊδελβέργη. Ο Rottmann ανήκε, μαζί με τους συμπατριώτες του, Philipp Fohr (1795 – 1818)  και Ernst Fries (1801 – 1833), στους κορυφαίους ρομαντικούς ζωγράφους της Χαϊδελβέργης, και επηρέασε μία σειρά νεοτέρων τοπιογράφων.

Η μετακόμιση του στο Μόναχο το 1821 απετέλεσε σταθμό καθοριστικής σημασίας για την ανάδειξη του ως καλλιτέχνη. Μέσω της συζύγου του, Friedericke Sckell, και του κύκλου γνωριμιών της οικογένειάς της, ήλθε σε επαφή με τον Βαυαρό μονάρχη, Λουδοβίκο Α΄. Το ιδεολογικό και καλλιτεχνικό πρόγραμμα του Λουδοβίκου προέκρινε την προβολή και την εδραίωση της κυριαρχίας του Οίκου των Wittelsbach στο Μόναχο, όπως και την υπογράμμιση της κοινής πολιτισμικής κληρονομίας που συνέδεε το αναδυόμενο νέο ελληνικό κράτος και την Βαυαρία. Τα αρχιτεκτονικά κτήρια και ο πολεοδομικός ανασχεδιασμός της «Αθήνας του Ίζαρ», όπως και τα νέα έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν, απετέλεσαν προνομιακά πεδία προβολής αυτού του προγράμματος. Ως μαικήνας των τεχνών, ο Λουδοβίκος σύντομα δημιούργησε γύρω του έναν κύκλο ευνοούμενων ζωγράφων και αρχιτεκτόνων. Ένας από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες (από το 1841 επίσημος «ζωγράφος της βασιλικής Αυλής» – Hofmaler), ήταν ο Rottmann, στον οποίον ανέθεσε την εικονογράφηση των στοών του κήπου του Μονάχου (Hofgarten) με ιταλικά τοπία. Oι προσβάσιμοι σε όλους κήποι θα προσέφεραν ένα «δωρεάν μάθημα Ιστορίας». Ο Βαυαρός μονάρχης επέλεξε να υπογραμμισθεί εδώ η σχέση της πατρίδος του με την Ιταλία μέσω μίας εικαστικής περιήγησης στη γείτονα χώρα. Προκειμένου δε ο Rottmann να εμπλουτίσει το ρεπερτόριο των εικόνων του με αληθοφάνεια, του ανέθεσε ένα ταξίδι στην Ιταλία (1826-1827). Έτσι, ως το 1828 δημιούργησε 28 ειδυλλιακές τοπογραφίες (νωπογραφίες), προορισμένες αρχικά να εκτεθούν στο Hofgarten.

Ο κύκλος με τα «ιταλικά έργα» άνοιξε το δρόμο για ακόμη μία σημαντική ανάθεση του Λουδοβίκου στον Rottmann. Ο πρωτότοκος υιός του μονάρχη, Όθων, είχε ήδη στεφθεί βασιλιάς της Ελλάδος το 1832, και μαζί αναφάνηκε η ανάγκη δημιουργίας μνημειωδών έργων που θα υπογράμμιζαν τους συμμαχικούς δεσμούς φιλίας μεταξύ των χωρών. Ετσι λοιπόν, ανέθεσε στον Rottmann, και χρηματοδότησε, την μετάβασή του στο νεόδμητο ελληνικό κράτος (1834-1835), με σκοπό τη συλλογή υλικού για την δημιουργία αντιστοίχων «ελληνικών έργων» στη βόρεια πτέρυγα των στοών του Hofgarten. Τα έργα αυτά θα ολοκλήρωναν το πρόγραμμα της ειδυλλιακής – ρομαντικής τοπιογραφίας που εγκαινιάσθηκε με τα ιταλικά του θέματα.  Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία 38 σκηνών. Εκτός από τον Rottmann, απεσταλμένοι του Λουδοβίκου στην Ελλάδα υπήρξαν αντίστοιχα οι ζωγράφοι Ferdinand Stademann (1791-1873), Ludwig Lange (1808-1868), Peter von Hess (1792-1871), oι στρατιωτικοί και ζωγράφοι Karl Wilhelm Freiherr von Heideck (1788 – 1861) και Karl Krazeisen (1794 – 1878), καθώς και ο αρχιτέκτων Leo von Klenze (1784 – 1864). Στον Peter von Hess είχε ανατεθεί επίσης από τον Λουδοβίκο Α, η δημιουργία παραστάσεων από την Ελληνική Επανάσταση, οι οποίες θα κοσμούσαν τη βόρεια στοά του Hofgarten.

O Ludwig Lange υπήρξε σημαντικός συνοδοιπόρος του Rottmann στην Ελλάδα, που του παρείχε πολύτιμες συμβουλές για τα αρχιτεκτονικά του σχέδια. Ο Rottmann αντιμετώπισε δυσκολίες στη διάρκεια του μονοετούς ταξιδιού του, όπως μαρτυρείται από πλήθος επιστολών που συνέταξε εκείνη την περίοδο. Περιηγήθηκε τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα (Αθήνα, Κόρινθος, Ναυπλία, Τίρυνθα, Μυκήνες, Επίδαυρο, Νεμέα, Σπάρτη, Θήβα), όσο και σε νησιά (Εύβοια, Νάξος, Δήλος), και δημιούργησε εκατοντάδες προσχέδια για τα τοπία που επισκέφθηκε, ενίοτε δε ορισμένες πανοραμικές παραστάσεις με μολύβι και ακουαρέλα.

 

Ηλιοβασίλεμα στην Επίδαυρο, Carl Rottmann, λάδι σε καμβά (συλλογή ΕΕΦ).

 

Η εικόνα της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ελλάδος που γνώρισε κατά τη δωδεκάμηνη παραμονή του ο ζωγράφος απείχε πολύ από την εξιδανικευμένη «Αρκαδία» που επιθυμούσε να προβάλει ο αρχαιολάτρης Λουδοβίκος Α. Για τις απεικονίσεις τόπων με βαρύνουσα ιστορική σημασία (π.χ. “Schlachtfeld von Marathon“, το πεδίο μάχης του Μαραθώνα), ο Rottmann απέφυγε την «αφήγηση» των γεγονότων μέσω της απεικόνισης προσώπων, αναθέτοντάς την περισσότερο στα στοιχεία της φύσης, τα ζώα ή τα καιρικά φαινόμενα, με τα οποία μας «εκμυστηρεύεται» ατμοσφαιρικά τα ιστορικά γεγονότα. Προσπάθησε επίσης να «συμβιβάσει» εικονογραφικά τα σημάδια της αρχαιότητας με τεκμήρια της σύγχρονης παρουσίας των Ελλήνων (π.χ. “Athen, vom Brunnen aus”, θέα της Αθήνας από πηγή). Αυτές οι επιλογές του τον έκαναν εισηγητή μίας νέας «ρομαντικής, ηρωικής τοπιογραφίας». Τα έργα του ξεχωρίζουν για την επιδέξια απόδοση του φωτός και των λεπτών αποχρώσεων του ουρανού. Στο Μόναχο επιβιώνει ως σήμερα ο χαρακτηρισμός «ουρανός του Rottmann» (Rottmannhimmel) ως αναφορά σε έναν καταγάλανο ουρανό.

Αφού επέστρεψε στο Μόναχο τον Οκτώβριο του 1834, μετέφερε τα προσχέδιά του σε ακουαρέλες, με σκοπό να τις παρουσιάσει στον Λουδοβίκο, ώστε να προεγκριθούν για τη μεταφορά τους στο Hofgarten. Για τον «Ελληνικό Κύκλο» προτίμησε αρχικά τη μέθοδο της εγκαυστικής, ή οποία εγγυόταν μακροβιότητα στα έργα, έπειτα πειραματίστηκε με τη χρήση ρητίνης στη ζωγραφική. Ως το 1849 δημιούργησε 23 τοπιογραφίες, μειώνοντας τον αρχικά προβλεπόμενο αριθμό των έργων. Η ιδέα για την υπαίθρια έκθεση τους εγκαταλείφθηκε. Από το 1853 οι παραστάσεις βρίσκονταν εκτεθειμένες σε ειδική αίθουσα της Νέας Πινακοθήκης στο Μόναχο που έφερε το όνομά του (Rottmann-Saal, Neue Pinakothek). H αίθουσα αυτή, μαζί με το κτήριο της Νέας Πινακοθήκης, έκλεισαν με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Λόγω του βάρους τους, οι παραστάσεις μπορούσαν να μεταφερθούν μόνο στο υπόγειο του μουσείου, όπου υπέστησαν όμως σημαντικές ζημιές. Το 2003 δημιουργήθηκε μία νέα αίθουσα Rottmann, στο καινούργιο κτήριο της Νέας Πινακοθήκης (1981), όπου παρουσιάστηκαν 14 από τους 19 πίνακες του που αποκαταστάθηκαν.

O Carl Rottmann πέθανε στο Μόναχο στις 7 Ιουλίου 1850, λίγες μόλις εβδομάδες αφού είχε ολοκληρώσει την τελευταία του εικόνα από τον «Ελληνικό κύκλο». Ο τάφος του βρίσκεται στο Alter Südfriedhof του Μονάχου.

 

Προτομή του Carl Rottmann, Λιθογραφία, 19ος αιώνας.

 

Η ΕΕΦ τιμά τον σπουδαίο ζωγράφο και Φιλέλληνα Carl Rottmann, o oποίος με την ατμοσφαιρική του τοπιογραφία διέσωσε την εικόνα της Ελλάδας που αντίκρυσε, μεταφέροντας στις νεότερες γενιές ένα σημαντικό εικαστικό τεκμήριο για τη χώρα μας.

 

Πηγές – Βιβλιογραφία

  • Fuhrmeister, Christian; Jooss, Birgit (Hrsg.), Isar/Athen Griechische Künstler in München – Deutsche Künstler in Griechenland, Μόναχο 2008.
  • Kepetzis, Ekaterini, „Imagination und Wirklichkeit. Griechenlandrezeption in der westeuropäischen Malerei“, στο: Κonstantinou, Evangelos (Hrsg.), Das Bild Griechenlands im Spiegel der Völker (17. bis 18. Jahrhundert), Philhellenische Studien Band 14, Peter Lang, Frankfurter am Main 2008.
  • Kepetzis, Ekaterini, Rezension von: Herbert W. Rott / Renate Poggendorf / Elisabeth Stürmer: Carl Rottmann. Die Landschaften Griechenlands, Ostfildern: Hatje Cantz 2007, στο KUNSTFORM 9 (2008), Nr. 1, https://www.arthistoricum.net/kunstform/rezension/ausgabe/2008/1/
  • Μιχαήλ, Γιάννης, «Δέκα τόνοι Ελλάδα», Το Βήμα, 25.11.2008.
  • https://www.pinakothek.de/kunst/carl-rottmann/kopaissee

 

Dr. Samuel Gridley Howe, Βοστώνη, Δεκέμβριος 1873. Δαγεροτυπία. Αρχείο Hall of Fame for the Blindness Field, Louisville.

 

Ο Samuel Gridley Howe (1801-1876), ήταν σημαίνων Αμερικανός Φιλέλληνας, γιατρός, νομικός, πρωτοπόρος παιδαγωγός και φιλάνθρωπος.

Γεννήθηκε στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης, στους κόλπους μίας εύπορης οικογενείας εμπόρων. Ο παππούς του Edward Compton Howe, ήταν μέλος της παράταξης των “Ινδιάνων” του Boston Tea Party κατά την Αμερικανική Επανάσταση[1]. Ο πατέρας του Joseph Neals Howe ήταν πλοιοκτήτης και κατασκευαστής καραβόσχοινων, ο οποίος συνεισέφερε στην ενίσχυση του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού κατά τον Αγγλοαμερικανικό Πόλεμο του 1812-1815[2]. Τέλος, η μητέρα του Patty Gridley Howe, ήταν μία από τις πλέον μορφωμένες γυναίκες της εποχής της[3].

Ο Howe έλαβε την εγκύκλια παιδεία του στη Λατινική Σχολή της Βοστώνης[4]. Με την αποφοίτησή του από εκεί το 1818, μετά από παρότρυνση του πατέρα του, εισήχθη στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Brown της Πολιτείας Rhode Island, καθώς εξαιτίας της πολιτικής αντιπαράθεσης, το Πανεπιστήμιο Harvard εθεωρείτο προπύργιο των Φεντεραλιστών. Δηλαδή των αντιπάλων των Δημοκρατικών που υποστήριζε η οικογένεια του Howe[5].

Με την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο Brown το 1821, εγγράφεται στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Harvard, από την οποία έλαβε το πτυχίο του το 1824. Κατά τα έτη των σπουδών του στο Harvard, εντρύφησε στην ποίηση του Λόρδου Βύρωνος, ο οποίος έγινε το ίνδαλμά του. Μέσα από την ποίηση του Βύρωνος ο Howe μυήθηκε στα Φιλελληνικά ιδεώδη, και όταν άρχισε η Ελληνική Επανάσταση, παρακολουθούσε στενά και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξελίξεις[6].

Μόλις έλαβε το πτυχίο του από το Harvard, αποφάσισε να ταξιδεύσει στην Ελλάδα και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αγώνα των Ελλήνων. Για να πραγματοποιήσει το ταξίδι αυτό δανείσθηκε χρήματα από το φίλο του William Sampson. Παράλληλα ενημέρωσε για τις προθέσεις του την Φιλελληνική Επιτροπή της Βοστώνης, και έλαβε συστατική επιστολή από το ιδρυτικό μέλος της και Γενικό Γραμματέα, τον Αμερικανό Φιλέλληνα διπλωμάτη, πάστορα, πολιτικό και ακαδημαϊκό Edward Everett. Η επιστολή αυτή είχε ως παραλήπτη τον Έλληνα γιατρό, αγωνιστή της Επανάστασης και πολιτικό, Γεώργιο Γλαράκη[7].

Ο Howe αναχώρησε από τις ΗΠΑ το Σεπτέμβριο του 1824, και έφθασε στη Βαλέττα της Μάλτας στις αρχές Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Από εκεί κατέληξε στην Ελλάδα στις αρχές Ιανουαρίου του 1825 και μέσω Μονεμβασιάς, έφθασε στο Ναύπλιο[8]. Αμέσως εντάχθηκε στις Ελληνικές δυνάμεις ως στρατιωτικός γιατρός.

Τον Μάρτιο του 1825, μετέβη με διαταγή του Εκτελεστικού Σώματος στην Πάτρα, όπου τοποθετήθηκε ιατροχειρουργός του Ελληνικού στρατοπέδου[9]. Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, στέλνει συχνά επιστολές στον πατέρα του και στον φίλο του William Sampson, με τις οποίες τους ενημερώνει για την δράση του και για την κατάσταση στην Ελλάδα[10].

Τον Απρίλιο του 1825 ορίζεται ιατροχειρουργός των Ελληνικών Δυνάμεων και συμμετέχει στις επιχειρήσεις στο Νεόκαστρο. Οδεύοντας προς το Νεόκαστρο, γνωρίζει στην Τριπολιτσά, τον άλλο σημαντικό Αμερικανό Φιλέλληνα George Jarvis[11], με τον οποίο έγινε αμέσως στενός φίλος. Ο Jarvis είχε σχηματίσει μία ομάδα 45 Ελλήνων εθελοντών που συντηρούσε με έξοδά του[12]. Και οι δύο βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Μάλιστα ο Jarvis και οι μαχητές του αιχμαλωτίσθηκαν, μαζί με 1000 περίπου αγωνιστές.

Με την κατάληψη του Νεοκάστρου από τους Οθωμανούς στις 11 Μαΐου 1825, κινδύνευσε και ο ίδιος ο Howe, ο οποίος γλύτωσε την τελευταία στιγμή την αιχμαλωσία από τους Τουρκοαιγυπτίους. Κατά την υποχώρηση έφθασε μέσω Καλαμάτας στο Ναύπλιο στις 23 Μαΐου 1825[13]. Από το Ναύπλιο, στις αρχές Ιουνίου 1825, μεταβαίνει στην Ύδρα, με σκοπό την περίθαλψη των τραυματιών που είχαν συγκεντρωθεί εκεί[14].

O Howe παρέμεινε στην Ύδρα ως τις 11 Ιουνίου 1825, οπότε και μετέβη στους Μύλους της Αργολίδας. Εκεί πολέμησε στις 13 Ιουνίου 1825 με τις δυνάμεις του Δ. Υψηλάντη και συνέβαλε στην διάσωση πολλών τραυματιών, οι οποίοι διακομίσθηκαν στο Ναύπλιο[15]. Στη μάχη αυτή διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και ένας άλλος σημαντικός Αμερικανός Φιλέλληνας, και φίλος του Howe, ο Jonathan Peckham Miller. Με τον Miller είχαν συναντηθεί στην Βοστώνη όταν αυτός ετοίμαζε τις βαλίτσες του για να ταξιδεύσει στην Ελλάδα.

 

John Elliot (1858 -1925), πίνακας του Dr Samuel Howe, συλλογή του Brown University

 

Τον Σεπτέμβριο του 1825, ο Howe τοποθετήθηκε στο σώμα του Δημητρίου Καλλέργη ως ιατροχειρουργός και συμμετείχε στην εκστρατεία της Κρήτης, κατά την οποία υπηρέτησε στη Γραμβούσα έως τον Οκτώβριο του 1825[16]. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Ναύπλιο, όπου από τον Ιανουάριο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1826, υπηρέτησε ως αρχίατρος στο Πολεμικό Νοσοκομείο[17].

Κατά την υπηρεσία του στο Πολεμικό Νοσοκομείο του Ναυπλίου, ο Howe συνυπηρέτησε με τον Γεώργιο Γλαράκη, ο οποίος τον φρόντισε, όταν προσβλήθηκε από τύφο εξαιτίας των πολεμικών κακουχιών, τον Απρίλιο του 1826[18].

Την περίοδο της αρρώστιας του, ο Howe πληροφορήθηκε την Έξοδο του Μεσολογγίου, η οποία είχε λάβει χώρα στις 10 Απριλίου 1826. Το γεγονός αυτό, επέδρασε καταλυτικά στην ψυχή του Howe, ο οποίος ενημερώνει με επιστολές το Αμερικανικό κοινό για την κατάσταση στην Ελλάδα[19]. Μάλιστα, σε επιστολή του προς τον φίλο του William Sampson, τον Ιούλιο του 1826, υπερασπίζεται τους Έλληνες αγωνιστές και απαντά σε επικρίσεις εναντίον των Ελλήνων[20].

Στην επιστολή αυτή, ο Howe γράφει χαρακτηριστικά, πως οι επικριτές των Ελλήνων δεν λαμβάνουν υπόψη ότι επί τετρακόσια χρόνια η Ελλάδα υπέφερε εξαιτίας μίας τυραννίας πιο συντριπτικής και από την δουλεία των Δυτικών Ινδιών. Και κλείνει, χωρίς φόβο διάψευσης, σημειώνοντας ότι οι Νεοέλληνες, παρά την τυραννική δουλεία, έχουν πιο ενάρετο χαρακτήρα από τους Ιταλούς, τους Ισπανούς ή τους Ρώσους και ότι είναι το ίδιο ικανοί και ευφυείς, όπως οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι[21].

Τον Σεπτέμβριο του 1826, μετά την ανάρρωσή του, ο Howe τοποθετήθηκε ως αρχίατρος στην “Καρτερία”, το πρώτο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο του Ελληνικού Στόλου, υπό τις διαταγές του σημαντικού Βρετανού Φιλέλληνα πλοιάρχου και εθνικού ευεργέτη της Ελλάδος, Frank Abney Hastings, τον οποίο ακολούθησε σε όλες τις εκστρατείες του έως τον Ιούνιο του 1827. Τότε αντικαταστάθηκε από τον Γερμανό Φιλέλληνα γιατρό και μελλοντικό ανώτερο γενικό αρχίατρο του Ελληνικού Στρατού Heinrich Treiber[22]. Ταυτόχρονα, από τον Οκτώβριο του 1826 ως τον Μάιο του 1827, ο Howe κατείχε τη θέση του γενικού αρχιάτρου του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού[23]. Μάλιστα, καθ΄όλη την στρατιωτική του υπηρεσία, ο Howe δεν δέχθηκε ποτέ να λάβει μισθό από την Ελληνική διοίκηση, αποδεικνύοντας τον αγνό Φιλελληνισμό του[24].

Κατά την δράση του στην Ελλάδα, από το 1825 ως το 1829, ο Howe συνέγραψε το ημερολόγιο του, στο οποίο περιγράφει εναργώς και με σαφήνεια την κατάσταση στην Ελλάδα, τις πολεμικές επιχειρήσεις στην ξηρά και τη θάλασσα, τα ήθη και έθιμα των Ελλήνων, καθώς και την δράση των προσωπικοτήτων του Αγώνα, με τις ιδιαίτερες πτυχές τους, γεγονός που το καθιστά σημαντικό εργαλείο κατανόησης της Ελληνικής Επανάστασης.

Το 1867, μετά την επιστροφή του από το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα, ο Howe θέλησε να προβεί σε μία συνολική αναθεώρηση του ημερολογίου του, ούτως ώστε να προσδώσει μεγαλύτερη πληρότητα στην εξιστόρηση της Ελληνικής Επανάστασης, καθώς το θεωρούσε πρωτόλειο[25]. Ο θάνατός του όμως, τον Ιανουάριο του 1876, δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει το έργο αυτό. Παρόλα αυτά, το ημερολόγιο του Howe εκδόθηκε μεταφρασμένο στα Ελληνικά, αρχικά σε συνέχειες από την εφημερίδα “Νέα Ημέρα”, το 1906, και αργότερα ολόκληρο το 1971 από τις εκδόσεις Καραβία, υπό τον τίτλο “Ημερολόγιο από τον Αγώνα 1825- 1829”[26].

Λίγο πριν την αποχώρησή του από την “’Καρτερία”, ο Howe συνάντησε στο Ναύπλιο στις 24 Μαΐου 1827 τον Jonathan Peckham Miller. O Miller και ο Jarvis ήταν οι δύο στενοί φίλοι του Howe στην Ελλάδα. Ο Miller ήταν πλέον o γενικός επόπτης της διανομής της ανθρωπιστικής βοήθειας των Αμερικανικών Φιλελληνικών Κομιτάτων στην Ελλάδα. Είχε επιστρέψει πρόσφατα στην Ελλάδα, συνοδεύοντας το πρώτο μέρος της ανθρωπιστικής βοήθειας η οποία είχε συγκεντρωθεί από το Φιλελληνικό Κομιτάτο της Νέας Υόρκης[27].

Ο Howe θα συνεργασθεί με τον Miller και τον George Jarvis (ο οποίος έχει επανέλθει στην Πελοπόννησο μετά την Μάχη του Αναλάτου στις 24 Απριλίου 1827), στη διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας από τον Ιούνιο ως τα τέλη Οκτωβρίου του 1827. Στη συνέχεια ο Howe θα ταξιδεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, με σκοπό την ενημέρωση της κοινής γνώμης και τη διενέργεια εράνων υπέρ των Ελλήνων[28].

Τον Ιανουάριο του 1828 παρέμεινε για λίγο στο λοιμοκαθαρτήριο της Βαλέττας στην υπό Βρετανική διοίκηση Μάλτα (η οποία ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός του ταξιδιού του στις ΗΠΑ). Εκεί συνάντησε τον Αμερικανό Φιλέλληνα George Brown, επίσης αξιωματικό της “Καρτερίας” και επέστρεψε μαζί του στην Αμερική. Mάλιστα, συνόδευε και ορφανά παιδιά από την Ελλάδα, τα οποία υιοθετήθηκαν από Αμερικανικές οικογένειες και άλλους φορείς[29].

Ένα από τα παιδιά αυτά ήταν ο μελλοντικός γιατρός Χριστόφορος Π. Καστάνης, που επέζησε της σφαγής της Χίου το 1822 (στην πορεία συνέγραψε το 1851 το βιβλίο ”The Greek Exile, Or, a Narrative of the Captivity and Escape of Christophorus Plato Castanis”[30]. Στο βιβλίο αυτό περιγράφονται οι ενέργειες του Howe για τη διάσωση όσο το δυνατό περισσότερων ορφανών παιδιών από την Ελλάδα.

Με την επιστροφή του στην Αμερική δραστηριοποιήθηκε πυρετωδώς στη διενέργεια εράνων για τη συγκέντρωση οικονομικής και υλικής βοήθειας προς την αγωνιζόμενη Ελλάδα, την οποία έπληττε ο λιμός. Περιόδευσε στις περισσότερες πολιτείες όπου οργάνωνε εκδηλώσεις υπέρ των Ελλήνων. Μάλιστα σε αυτές παρουσίαζε μεταξύ άλλων, προσωπικά αντικείμενα και όπλα του λόρδου Βύρωνος.

 

Προσωπικά αντικείμενα του Λόρδου Βύρωνος που παρέδωσε στον Dr Samuel Howe ο Αμερικανός Φιλέλληνας και υπασπιστής του Βύρωνος, George Jarvis (συλλογή ΕΕΦ).

 

Οι ενέργειές του συνέβαλαν στη συγκέντρωση 60.000 δολαρίων, και επέτρεψαν την αγορά σημαντικών ποσοτήτων τροφίμων, ρουχισμού και φαρμάκων, υπέρ του Ελληνικού λαού, οι οποίες εστάλησαν στην Ελλάδα με τα πλοία “Herald” και “Suffolk”, τον Οκτώβριο του 1828 και τον Ιανουάριο του 1829 αντίστοιχα[31]. Ταυτόχρονα, δημοσίευσε στο τέλος του 1828 το βιβλίο του “Historical Sketch of the Greek Revolution”, με το οποίο ενημέρωνε την Αμερικανική κοινή γνώμη για την κατάσταση στην Ελλάδα[32]. Το βιβλίο αυτό ήταν το δεύτερο σε πωλήσεις στις ΗΠΑ μετά το εμβληματικό “Προσκύνημα του Childe Harold” του Λόρδου Βύρωνος.

 

Το βιβλίο του Dr Samuel Howe «Ιστορικό Σκίτσο της Ελληνικής Επανάστασης», πρώτη έκδοση (συλλογή ΕΕΦ).

 

Ο Ηowe πίστευε ότι τα χρήματα, ο ρουχισμός και τα τρόφιμα δεν πρέπει να διανέμονται ως απλό βοήθημα, αλλά ως συνεισφορά για δημιουργική εργασία, ωφέλιμη για την Ελλάδα και τους Έλληνες[33].

Ο Howe επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1829 με το πλοίο “Suffolk”[34], συνοδεύοντας την βοήθεια των Αμερικανών Φιλελλήνων. Κατά την άφιξή του είπε πως η Ελλάδα είναι το είδωλό του, και ότι οι στερήσεις που υπέφερε για εκείνη, αντί να τον κάνουν να την αποστραφεί, του κατέστησαν τη μελλοντική τύχη της πιο ενδιαφέρουσα και πως θα είναι καλή ανταμοιβή, αν οι αγώνες της, του προσφέρουν, έστω και την ελάχιστη ωφέλεια[35].

Παράλληλα με τον συντονισμό της διανομής της βοήθειας, ο Howe προέβη και σε άλλες κινήσεις. Για παράδειγμα, ίδρυσε στα Εξαμίλια του Ισθμού της Κορίνθου, την αποικία Ουασινγκτώνια για τους Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Κρήτη, τη Σύρο και την Αθήνα. Σε αυτήν την ενέργεια είχε αρωγούς, τον Βρετανό Φιλέλληνα στρατηγό Thomas Gordon και τον σημαίνοντα Βαυαρό Φιλέλληνα στρατηγό Karl Wilhelm von Heideck, κατοπινό αντιβασιλέα του Βασιλέως Όθωνος της Ελλάδος. Το σχέδιο αυτό το είχε εγκρίνει και ο Ι. Καποδίστριας. Μάλιστα στις αρχές του 1830, είχαν ήδη εγκατασταθεί 40 οικογένειες στην Ουασινγκτώνια[36].

Πέραν της αποικίας Ουασινγκτώνια, ο Howe συνέβαλε στην ίδρυση ενός σχολείου στα Μέγαρα το καλοκαίρι του 1829. Επίσης, ανέλαβε τον σχεδιασμό, την χρηματοδότηση και την υλοποίησε ενός μεγάλου έργου. Την οικοδόμηση της προκυμαίας και του λιμανιού της Αίγινας (πρωτεύουσας τότε του Ελληνικού κράτους). Συγχρόνως, είχε καθοριστικό ρόλο στο σχεδιασμό ενός νοσοκομείου και ενός ορφανοτροφείου θηλέων στην περιοχή της Αίγινας, ενώ τέλος, διένειμε σπόρους και αγροτικά εργαλεία στους γεωργούς της Αττικής[37].

Τον Ιούλιο του 1830, o Howe προσβλήθηκε από ελονοσία και αποχώρησε από την Ελλάδα[38]. Πήγε στο Παρίσι για ανάρρωση, καθώς και για συνέχιση των σπουδών του. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1832, ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στην ιατρική. Ταυτόχρονα με τις σπουδές του, ήταν ενεργό μέλος του Πολωνικού Κομιτάτου των Παρισίων, το οποίο προετοίμαζε τον αγώνα των Πολωνών για ανεξαρτησία από την Ρωσία και την Πρωσία[39]. Μετά την ήττα των Πολωνών από τους Ρώσους και την μετακίνηση πληθυσμών προς την Πρωσία την άνοιξη του 1832, ανέλαβε προσωπικά την κατανομή των κεφαλαίων και των προμηθειών για την ανακούφιση των Πολωνών προσφύγων. Σε ένα ταξίδι του στο Βερολίνο, συνελήφθη από την Πρωσική Αστυνομία ως συνεργάτης των επαναστατών. Κατόρθωσε όμως να καταστρέψει αποδείξεις και τα στοιχεία των συνδέσμων του με τους Πολωνούς αντιστασιακούς[40]. Απελευθερώθηκε χάρη στη μεσολάβηση του πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Παρίσι[41].

Ο Howe επέστρεψε οριστικά στην Βοστώνη τον Ιούλιο του 1832 και ίδρυσε με δικά του κεφάλαια το Perkins Institution and Massachusetts Asylum για την εκπαίδευση των τυφλών. Για την πρωτοβουλία αυτή, εμπνεύσθηκε από τη δράση του φίλου του, γιατρού John Dix Fisher, ο οποίος είχε ξεκινήσει την οργάνωση πρόνοιας για τα άτομα με τύφλωση[42]. Τον Ιανουάριο του 1833 τα διαθέσιμα κεφάλαια για την λειτουργία του ιδρύματος είχαν εξαντληθεί. Η πολιτεία της Μασαχουσέτης αναγνώρισε την συνεισφορά του ιδρύματος και την σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων με τύφλωση την οποία είχε επιτύχει. Το 1839 το ίδρυμα μεταφέρθηκε σε νέα τοποθεσία στην νότια Βοστώνη, την οποία είχε δωρίσει ο συνταγματάρχης του Αμερικανικού Στρατού Thomas Handasyd Perkins. Στη συνέχεια, το 1877 μετονομάσθηκε σε School for the Blind[43].

Ο Howe διηύθυνε το ίδρυμα, και επέδρασε καταλυτικά στο να καταστεί ένα εκ των σημαντικότερων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο ελάμβανε ομοσπονδιακή ενίσχυση[44]. Επίσης, το 1841, εισήγαγε πρώτος στις ΗΠΑ το αλφάβητο Braille για τους τυφλούς, ενώ μερίμνησε και για την ίδρυση τυπογραφείου εντός της σχολής. Μάλιστα πολλοί απόφοιτοι της σχολής, χάρη στην προσωπική καθοδήγηση του Howe, έγιναν και οι ίδιοι μέλη του διδακτικού προσωπικού, όπως η κωφή και τυφλή Laura Bridgman, μία από τις πρώτες μαθήτριες του Howe[45].

Στις 24 Απριλίου 1843, νυμφεύθηκε την Julia Ward, κόρη του εύπορου τραπεζίτη της Νέας Υόρκης Samuel Ward και της Julia Rush Cutler Ward[46]. Η σύζυγος του Howe ήταν υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας, συνθέτις του εμβατηρίου του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου «Battle Hymn of the Republic», ενώ αρκετά αργότερα ασχολήθηκε και με το κίνημα του δικαιώματος ψήφου των γυναικών[47].

O Howe από τον γάμο του, απέκτησε 6 παιδιά :

  • Την Julia Romana Howe (1844- 1886), σύζυγο του Έλληνα λογίου και διδάκτορα της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μιχαήλ Αναγνωστόπουλου (Michael Anagnos) (1837-1906), μελλοντικού διευθυντή του Perkins Institution and Massachusetts Asylum[48].
  • Την Florence Marion Howe (1845- 1922), συγγραφέα , η οποία ασχολήθηκε επίσης με το κίνημα δικαιώματος ψήφου των γυναικών, σύζυγο του δικηγόρου της Νέας Υόρκης David Prescott Hall (1845- 1907 ). Η Florence Marion Howe τιμήθηκε με Βραβείο Pulitzer το 1917 [49].
  • Τον Henry Howe (1848- 1922). Μεταλλουργό και κάτοικο Νέας Υόρκης[50].
  • Την Laura Elizabeth Howe (1850- 1943). Συγγραφέα, λήπτρια του Βραβείου Pulitzer το 1917 και σύζυγο του Αμερικανού βιομηχάνου Henry Richards[51].
  • Την Maud Howe (1855- 1948). Συγγραφέα, που τιμήθηκε με το Βραβείο Pulitzer το 1917 και σύζυγο του Βρετανού ζωγράφου John Elliott (1858 -1925)[52].
  • Τον Samuel Gridley Howe, Jr. (1858- 1863). Απεβίωσε σε ηλικία 5 ετών[53].

Το 1844 ο Howe ταξίδευσε στην Ελλάδα, με σκοπό να συμβάλλει στην περίθαλψη των Κρητών προσφύγων της Κρητικής Επανάστασης του 1841[54]. Για την δράση του αυτή, όπως επίσης για τη γενικότερη Φιλελληνική και κοινωνική του προσφορά, τιμήθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση με τον Χρυσούν Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος[55]. Ταυτόχρονα προτάθηκε και για παρασημοφόρηση με το Αργυρούν Αριστείον του Αγώνος για τις υπηρεσίες του κατά την Ελληνική Επανάσταση[56].

Ο Howe κατά την παρασημοφόρησή του από το Ελληνικό κράτος, έγραψε με σεμνότητα στον Έλληνα πολιτικό και πρώην υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό, ότι η μεγαλύτερή του ανταμοιβή ήταν η αναγνώριση από τον Ελληνικό λαό, της συνεισφοράς του στον αγώνα της ελευθερίας και της φιλανθρωπίας. Επίσης υπογράμμιζε ότι το ενδιαφέρον του για τη μελλοντική τύχη της Ελλάδας, είναι ισότιμο με το ενδιαφέρον για την πορεία της δικής του πατρίδας[57].

Το 1846 ο Howe έθεσε υποψηφιότητα για το Αμερικανικό Κογκρέσο με το κόμμα των Whigs, αλλά ηττήθηκε από τον δικηγόρο Robert Charles Winthrop[58]. Το 1848 συνεργάσθηκε με την εκπαιδευτικό Dorothea Dix, πρωτοπόρο της εκπαίδευσης των φρενοβλαβών στα άσυλα. Με τη βοήθεια ενός κονδυλίου 2.500 δολαρίων που είχε εγκριθεί από το Νομοθετικό Σώμα της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, ίδρυσε το “Massachusetts School for Idiot and Feeble-Minded Youth”, μία από τις πρώτες εκπαιδευτικές κοινότητες για ανθρώπους με ειδικές ικανότητες διεθνώς[59]. Ωστόσο η επιτυχία αυτής της εκπαιδευτικής κοινότητας, οδήγησε ορισμένους στο να προτείνουν την μόνιμη παραμονή των εκπαιδευομένων στο ίδρυμα. Ο Howe αντιτάχθηκε σε αυτό, διότι θεωρούσε πως ο διαχωρισμός και η απομόνωση των ανθρώπων αυτών από την υπόλοιπη κοινωνία, θα ήταν μοιραία για την κατάστασή τους[60].

Ο Howe υπήρξε επίσης εκ των ιδρυτών της εφημερίδας “Daily Commonwealth” της Βοστώνης, η οποία υποστήριζε ανοικτά την κατάργηση της δουλείας και εξεδίδετο από το 1851 ως το 1853. Στη δράση αυτή τον ενίσχυσε η σύζυγός του[61]. Ήταν επίσης χρηματοδότης των εργασιών της επιτροπής του Κάνσας στην Μασαχουσέτη, πολιτικού κινήματος που είχε ως άξονα δράσης τον Αμερικανικό Νότο και που στρεφόταν κατά της δουλείας[62].

Το σπίτι του στην νότια Βοστώνη αποτελούσε έναν από τους σταθμούς του “Υπόγειου Σιδηροδρόμου”. Ενός απορρήτου δικτύου καταφυγίων και διαδρομών το οποίο χρησιμοποιούσαν δραπέτες σκλάβοι από τον αμερικανικό Νότο, με απόληξη τον υπό Βρετανική διοίκηση Καναδά, όπου η δουλεία είχε καταργηθεί[63].

Κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, το 1861-1865, ο Howe υπηρέτησε ως αρχίατρος της Υγειονομικής Επιτροπής του Υπουργείου Πολέμου των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Επιτροπή αυτή είχε ως καθήκον την βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και τον περιορισμό της εμφάνισης νόσων στα στρατόπεδα, όπως της δυσεντερίας, του τύφου και της ελονοσίας[64].

Το 1863, τοποθετήθηκε στην Επιτροπή των Ελευθέρων Αμερικανών (American Freedmen’s Inquiry Commission), για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών. Με την ιδιότητα αυτή ταξίδευσε στον Νότο και στον Καναδά, για να διερευνήσει τις συνθήκες διαβίωσης τους και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους. Ακόμη και στον βρετανικό Καναδά, όπου η δουλεία είχε καταργηθεί, υπήρχαν δυσκολίες για τους απελεύθερους τέως σκλάβους. Ωστόσο σε σύγκριση με τον αμερικανικό Νότο, η κατάστασή τους ήταν καλύτερη, χάρη στην προστασία των πολιτικών, εργασιακών και εκπαιδευτικών τους δικαιωμάτων από το κράτος. Μετά την έρευνα στο Νότο και τον Καναδά, ο Howe ετοίμασε λεπτομερή έκθεση που κατατέθηκε προς εξέταση στο Υπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ και στη συνέχεια στο αμερικανικό κογκρέσο. Η έκθεση αυτή, η οποία έφερε τον τίτλο “The Refugees from Slavery in Canada West”, συνέβαλε στην ίδρυση του Γραφείου Απελευθέρων (Freedmen’s Bureau), κυβερνητικού οργανισμού, ο οποίος είχε ως αντικείμενο την μετάβαση των απελευθέρων από την δουλεία στον ελεύθερο βίο[65].

Επίσης το 1863, ο Howe ήταν ιδρυτικό στέλεχος του Κρατικού Γραφείου Φιλανθρωπιών της Μασαχουσέτης (State Board of Charities of Massachusetts), του οποίου διετέλεσε πρόεδρος έως το 1874[66].

Με το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, το 1865, ο Howe πρότεινε την υιοθέτηση ενός προοδευτικού συστήματος φορολόγησης. Το σύστημα αυτό στόχευε στην απόδοση φόρου βάσει εισοδήματος, με στόχο την κάλυψη των ανισοτήτων μετά την απελευθέρωση των σκλάβων και τη χρηματοδότηση της φιλανθρωπίας[67].

Ο Howe ταξίδευσε με την οικογένειά του για τελευταία φορά στην Ελλάδα το 1866, μεταφέροντας προμήθειες για την ανακούφιση των Κρητικών προσφύγων κατά την Κρητική Επανάσταση εναντίον των Οθωμανών. Μάλιστα, μετέβη στην Κρήτη για να διασώσει όσο το δυνατόν περισσότερους Κρητικούς, ενώ προέβη και στο σχεδιασμό μίας τεχνικής σχολής στην Αθήνα, για την επαγγελματική κατάρτιση των προσφύγων[68].

 

Κρητικό μαχαίρι, προσφορά των Κρητών στον μεγάλο Φιλέλληνα Dr Samuel Howe κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα το 1866 (συλλογή ΕΕΦ).

 

Κατά το ταξίδι του Howe στην Ελλάδα το 1866, η κόρη του Julia Romana Howe, η οποία τον συνόδευε, γνώρισε τον Έλληνα διδάκτορα της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και λόγιο, με καταγωγή από το Πάπιγκο της Ηπείρου, Μιχαήλ Αναγνωστόπουλο (Michael Anagnos) (1837-1906), ο οποίος ήταν γραμματέας του πατέρα της. Παντρεύτηκαν στην Βοστώνη το Δεκέμβριο του 1870. Ο Μιχαήλ Αναγνωστόπουλος διετέλεσε το 1868 γραμματέας της Επιτροπής Περίθαλψης των Κρητών[69]. Τέλος, διετέλεσε διευθυντής του Perkins Institution and Massachusetts Asylum από τον Ιανουάριο του 1876 που απεβίωσε ο Howe, ως το θάνατό του, τον Ιούνιο του 1906[70]. Με την διαθήκη του, άφησε σημαντικό ποσό για την ίδρυση σχολείων στην Ήπειρο[71].

Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1867, ο Howe συνέγραψε έκθεση για την κατάσταση των Κρητικών προσφύγων, με σκοπό την ευαισθητοποίηση της Αμερικανικής κοινής γνώμης[72]. Ενώ από το 1868 ως το 1869 ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Περίθαλψης των Κρητών, η οποία είχε ιδρυθεί στην Βοστώνη[73].

Το 1870 έγινε μέλος της επιτροπής που σύστησε ο Αμερικανός πρόεδρος Ulysses S. Grant για την προσάρτηση του Αγίου Δομίνικου στις ΗΠΑ. Αυτό δεν ευοδώθηκε τελικά, λόγω των ενεργειών του γερουσιαστή Charles Sumner, προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, ο οποίος φοβόταν ενδεχόμενη επαναφορά του καθεστώτος της δουλείας[74].

Ο Samuel Gridley Howe απεβίωσε στη Βοστώνη στις 9 Ιανουαρίου του 1876 και κηδεύθηκε στο κοιμητήριο του όρους Auburn στο Cambridge της Μασαχουσέτης. Προς τιμήν του, το Φεβρουάριο του 1876, δόθηκε συναυλία Φιλελληνικής μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής της Βοστώνης[75].

Το 1913 η οικογένεια του Howe δώρισε σημαντικό μέρος του αρχείου του στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Harvard. Το 1917 οι κόρες του Howe Florence Marion Howe Hall, Laura Elizabeth Howe Richards και Maud Howe Elliott, τιμήθηκαν με το βραβείο Pulitzer για το συλλογικό έργο τους “Julia Ward Howe 1819-1910”. To έργο βιογραφεί κατά κανόνα την Julia Ward Howe, αλλά περιλαμβάνει και αναλυτικό βιογραφικό του Samuel Gridley Howe και διαπνέεται από Φιλελληνικό πνεύμα[76].

Το 1920, η κόρη του Howe, Laura Elizabeth Howe Richards, παρέδωσε το κράνος του Λόρδου Βύρωνος, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, και τιμήθηκε με τον Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος.

Το Ελληνικό κράτος τίμησε τον Samuel Gridley Howe, με ονοματοδοσίες οδών στην Αθήνα, το Ηράκλειο και τα Χανιά, καθώς και με μνημεία στην Αθήνα, πέριξ της κατοικίας του Αμερικανού πρέσβη, στην Τρίπολη και στο νησί της Αίγινας, το οποίο τοποθετήθηκε το Φεβρουάριο του 2019.

Επίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τίμησαν τον Samuel Gridley Howe, δίνοντας το όνομά του στο μεταγωγικό πλοίο του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού “Samuel G. Howe”, το οποίο έδρασε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο[77]. Ενώ το 1974, η οικία του στην Βοστώνη μετατράπηκε σε μουσείο[78].

Ο Ελληνικός λαός και η ΕΕΦ, τιμούν την μνήμη του ενδόξου Αμερικανού Φιλέλληνα γιατρού, ανθρωπιστή και εθνικού ευεργέτη, Dr. Samuel Gridley Howe. Ο Howe, πέραν από εμβληματική μορφή του Φιλελληνισμού, είναι ο άνθρωπος που οργάνωσε την πρώτη διεθνή αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας, που προσέφερε ανακούφιση στο νέο Ελληνικό κράτος. Τέλος, ο μεγάλος αυτός άνθρωπος, αποτελεί με την δράση του παράδειγμα προάσπισης του ελληνοκεντρικού δυτικού πολιτισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Παραπομπές

[1] Richards, Laura E. Howe, “Letters and Journals of Samuel Gridley Howe”, εκδ. Dana Estes & Company, Βοστώνη, 1909, σελ. 13.
[2] Howe Elliott, Maud, “Three Generations with Illustrations”, εκδ. Little, Brown & Company, Βοστώνη, 1923, σελ. 35.
[3] Richards, Laura E. Howe, “Letters and Journals of Samuel Gridley Howe”, εκδ. Dana Estes & Company, Βοστώνη, 1909, σελ. 13.
[4] Βλ. στο ίδιο.
[5] Βλ. στο ίδιο, σελ. 14.
[6] Βλ. στο ίδιο, σελ. 19-20.
[7] Βαγενάς, Θάνος, Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, “Αμερικανοί Φιλέλληνες, Εθελοντές στο Εικοσιένα”, εκδ. Μάτι, Αθήνα, 2017, σελ. 73.
[8] Ward Howe, Julia, “Memoir of Dr. Samuel Gridley Howe”, εκδ. Albert J. Wright, Βοστώνη, 1876.
[9] Βαγενάς, Θάνος, Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, “Αμερικανοί Φιλέλληνες, Εθελοντές στο Εικοσιένα”, εκδ. Μάτι, Αθήνα, 2017, σελ. 73 – 74.
[10] Βλ. στο ίδιο.
[11] Βλ. στο ίδιο, σελ. 74.
[12] Μαζαράκης- Αινιάν, Ι. Κ., “Αμερικανικός Φιλελληνισμός 1821- 1831”, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, αχρονολόγητο, σελ. 30.
[13] Σπηλιάδης, Νικόλαος, “Απομνημονεύματα ήτοι Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων”, εκδ. Ινστιτούτο Ανάπτυξης “Χαρίλαος Τρικούπης”, Αθήνα, 2007, β’ τόμος, σελ. 203.
[14] Βαγενάς, Θάνος, Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, “Αμερικανοί Φιλέλληνες, Εθελοντές στο Εικοσιένα”, εκδ. Μάτι, Αθήνα, 2017, σελ. 77.2
[15] Μακρυγιάννης, Ιωάννης, “Αρχεία Νεωτέρας Ιστορίας. Αρχείον του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη”, επιμ. Ι. Βλαχογιάννης, Αθήνα, εκδ. Σ. Κ. Βλαστός, 1907, σελ. 214 – 215.
[16] Βαγενάς, Θάνος, Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, “Αμερικανοί Φιλέλληνες, Εθελοντές στο Εικοσιένα”, εκδ. Μάτι, Αθήνα, 2017, σελ. 78 – 80.
[17] Βλ. στο ίδιο.
[18] Λάζος, Χρήστος Δ. , “Η Αμερική και ο ρόλος της στην Επανάσταση του 1821”, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1984, β’ τόμος, σελ. 152.
[19] Βλ. στο ίδιο.
[20] Βαγενάς, Θάνος, Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, “Αμερικανοί Φιλέλληνες, Εθελοντές στο Εικοσιένα”, εκδ. Μάτι, Αθήνα, 2017, σελ. 76.
[21] Βλ. στο ίδιο.
[22] Treiber, Heinrich, “Αναμνήσεις από την Ελλάδα 1822-1828”, επιμ. δρ. Χρήστος Ν. Αποστολίδης, ιδ. εκδ., Αθήνα, 1960.
[23] Βαγενάς, Θάνος, Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, “Αμερικανοί Φιλέλληνες, Εθελοντές στο Εικοσιένα”, εκδ. Μάτι, Αθήνα, 2017, σελ. 82.
[24] Βλ. στο ίδιο.
[25] Larrabee, Stephen A., “Hellas observed, the American Experience of Greece 1775- 1865”, εκδ. New York University Press, Νέα Υόρκη, 1957, σελ. 106.
[26] Λάζος, Χρήστος Δ. , “ Η Αμερική και ο ρόλος της στην Επανάσταση του 1821”, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1984, β’ τόμος, σελ. 137- 139.
[27] Βλ. στο ίδιο, σελ. 158.
[28] Βλ. στο ίδιο.
[29] Barth, Wilhelm, Kehrig- Korn, Max, “Die Philhellenenzeit. Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias’ am 9. Oktober 1831”, εκδ. Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960, σελ. 87.
[30] Dakin, Douglas, “British and American Philhellenes during the war of Greek Independence, 1821-1833”, εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη, 1955.
[31] Βλ. στο ίδιο.
[32] Richards, Laura E. Howe, “Letters and Journals of Samuel Gridley Howe”, εκδ. Dana Estes & Company, Βοστώνη, 1909, σελ. 278.
[33] Μαζαράκης- Αινιάν, Ι. Κ., “Αμερικανικός Φιλελληνισμός 1821- 1831”, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, αχρονολόγητο, σελ. 34.
[34] Βλ. στο ίδιο, σελ. 26.
[35] Λάζος, Χρήστος Δ., “ Η Αμερική και ο ρόλος της στην Επανάσταση του 1821”, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1984, β’ τόμος, σελ. 143.
[36] Gordon, Thomas, “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, μτφρ. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εισαγωγή Αγλαΐα Κάσδαγλη, επιμ. Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2015, γ’ τόμος.
[37] Μαζαράκης- Αινιάν, Ι. Κ., “Αμερικανικός Φιλελληνισμός 1821- 1831”, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, αχρονολόγητο, σελ. 34.
[38] Βλ. στο ίδιο.
[39] Richards, Laura E. (Howe), “Letters and Journals of Samuel Gridley Howe”, εκδ. Dana Estes & Company, Βοστώνη, 1909, σελ. 23.
[40] Trent, James W., “The Manliest Man: Samuel G. Howe and the Contours of Nineteenth-century American Reform”, εκδ. University of Massachusetts Press, Βοστώνη, 2012, σελ. 55-57.
[41] Βλ. στο ίδιο.
[42] French, Kimberly, “Perkins School for the Blind “, εκδ.Arcadia Publishing, Mount Pleasant, 2004, σελ. 9 -11.
[43] Βλ. στο ίδιο.
[44] Βλ. στο ίδιο.
[45] Gitter, Elizabeth, ”The Imprisoned Guest: Samuel Howe and Laura Bridgman, the Original Deaf-Blind Girl”, εκδ. Farrar, Straus & Giroux, Νέα Υόρκη, 2001, σελ. 23- 26.
[46] Hall, Florence Howe, “Julia Ward Howe and the Woman Suffrage Movement”, εκδ. Dana Estes & Company, Βοστώνη, 1913.
[47] Βλ. στο ίδιο.
[48] Συλλογικό, Εγκυκλοπαίδεια “Δομή”, εκδ. Δομή, Αθήνα, 2003, 2ος τόμος, σελ.647.
[49] Brennan, Elizabeth A., Clarage, Elizabeth C., “Who’s who of Pulitzer Prize Winners”, εκδ. Greenwood Publishing Group, Westport, 1999.
[50] Βλ. στο ίδιο.
[51] Ziegler, Valarie H., “Diva Julia: The Public Romance and Private Agony of Julia Ward Howe”, εκδ. Continuum International Publishing Group, Νέα Υόρκη, 2003, σελ. 11.
[52] Βλ. στο ίδιο.
[53] Βλ. στο ίδιο.
[54] Λάζος, Χρήστος Δ. , “ Η Αμερική και ο ρόλος της στην Επανάσταση του 1821”, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1984, β’ τόμος, σελ. 130.
[55] Μαζαράκης-Αινιάν, Ι. Κ., “Αμερικανικός Φιλελληνισμός 1821- 1831”, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, αχρονολόγητο, σελ. 19.
[56] Βαγενάς, Θάνος, Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, “Αμερικανοί Φιλέλληνες, Εθελοντές στο Εικοσιένα”, εκδ. Μάτι, Αθήνα, 2017, σελ. 84.
[57] “Samuel Gridley Howe’s Archives”, Harvard University Library, Cambridge.
[58] Συλλογικό, “The New International Encyclopedia”, εκδ. Dodd, Mead and Company, Νέα Υόρκη, 10ος τόμος, 1905.
[59] Pfeiffer, David, “Samuel Gridley Howe and ‘Schools for the Feebleminded”, εκδ. περ. “Ragged Edge”, Louisville, 2003.
[60] Howe, Samuel G., “In ceremonies on laying the corner-stone of the New York State institution for the blind, at Batavia, Genessee County, New York”, εκδ. Henry Todd, Νέα Υόρκη, 1866.
[61] Richards, Laura E. Howe, “Two Noble Lives”, εκδ. Dana Estes & Company, Βοστώνη, 1911.
[62] Βλ. στο ίδιο.
[63] Siebert, Wilbur H., “The Underground Railroad from Slavery to Freedom”, εκδ. MacMillan & Co., Λονδίνο, 1898, σελ. 81.
[64] Adams, George Worthington, “Doctors in Blue: The Medical History of the Union Army in the Civil War “, εκδ. Louisiana State University Press, Baton Rouge, 1996.
[65] Howe, Samuel G., “The refugees from slavery in Canada West”, εκδ. Wright & Potter, Βοστώνη, 1864.
[66] Schwartz, Harold, “Samuel Gridley Howe, Social Reformer, 1801-1876”, εκδ. Harvard University Press, Βοστώνη, 1956.
[67] Cumbler, John T., “From Abolition to Rights for All: The Making of a Reform Community in the Nineteenth Century”, University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια, 2008.
[68] Λάζος, Χρήστος Δ. , “ Η Αμερική και ο ρόλος της στην Επανάσταση του 1821”, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1984, β’ τόμος, σελ. 131.
[69] Benjamin Sanborn, Franklin, “ Michael Anagnos, 1837-1906”, εκδ. Wright and Potter Printing Company, Βοστώνη, 1907, σελ. 10.
[70] Burgess, Thomas, “Greeks in America: An Account of Their Coming Progress Customs, Living and Aspirations”, εκδ. Sherman, French & Company, Βοστώνη, 1913, σελ. 132.
[71] Συλλογικό, Εγκυκλοπαίδεια “Δομή”, εκδ. Δομή, Αθήνα, 2003, 2ος τόμος, σελ.647.
[72] Barth, Wilhelm, Kehrig- Korn, Max, “Die Philhellenenzeit. Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias’ am 9. Oktober 1831”, εκδ. Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960, σελ. 139.
[73]
[74] Ruchames, Louis. «Charles Sumner and American Historiography», εκδ. περ. “Journal of Negro History”, Σικάγο, 1953, τεύχος 38.
[75] Trent, James W., “The Manliest Man: Samuel G. Howe and the Contours of Nineteenth-century American Reform”, εκδ. University of Massachusetts Press, Βοστώνη, 2012.
[76] Λαγουδάκης, Χαρίλαος, “Samuel Gridley Howe”, εκδ. περ. “ Δελτίον Αποφοίτων Κολλεγίου Αθηνών”, Αθήνα, 1938, β’ τόμος, τεύχος 2, σελ. 5.
[77] Davies, James, «Specifications (As-Built)», εκδ. περ. “ WW2 Ships”, Νέα Υόρκη, 2004, σελ. 23.
[78] Trent, James W., “The Manliest Man: Samuel G. Howe and the Contours of Nineteenth-century American Reform”, εκδ. University of Massachusetts Press, Βοστώνη, 2012.

 

Βιβλιογραφία – Πηγές

  • Barth, Wilhelm, Kehrig- Korn, Max, “Die Philhellenenzeit. Von der Mitte des 18. Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias’ am 9. Oktober 1831”, εκδ. Max Hueber Verlag, Μόναχο, 1960.
  • Richards, Laura E. Howe, “Letters and Journals of Samuel Gridley Howe”, εκδ. Dana Estes & Company, Βοστώνη, 1909.
  • Ziegler, Valarie H., “Diva Julia: The Public Romance and Private Agony of Julia Ward Howe”, εκδ. Continuum International Publishing Group, Νέα Υόρκη, 2003.
  • Howe, Samuel G., “In ceremonies on laying the corner-stone of the New York State institution for the blind, at Batavia, Genessee County, New York”, εκδ. Henry Todd, Νέα Υόρκη, 1866.
  • Συλλογικό, “The New International Encyclopedia”, εκδ. Dodd, Mead and Company, Νέα Υόρκη, 10ος τόμος, 1905.
  • Brennan, Elizabeth A., Clarage, Elizabeth C., “Who’s who of Pulitzer Prize Winners”, εκδ. Greenwood Publishing Group, Westport, 1999.
  • Συλλογικό, Εγκυκλοπαίδεια “Δομή”, εκδ. Δομή, Αθήνα, 2003, 2ος τόμος.
  • Gordon, Thomas, “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, μτφρ. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εισαγωγή Αγλαΐα Κάσδαγλη, επιμ. Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2015, γ’ τόμος.
  • Treiber, Heinrich, “Αναμνήσεις από την Ελλάδα 1822-1828”, επιμ. δρ. Χρήστος Ν. Αποστολίδης, ιδ. εκδ., Αθήνα, 1960.
  • Trent, James W., “The Manliest Man: Samuel G. Howe and the Contours of Nineteenth-century American Reform”, εκδ. University of Massachusetts Press, Βοστώνη, 2012.
  • Dakin, Douglas, “British and American Philhellenes during the war of Greek Independence, 1821-1833”, εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη, 1955.
  • Βαγενάς, Θάνος, Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, “Αμερικανοί Φιλέλληνες, Εθελοντές στο Εικοσιένα”, εκδ. Μάτι, Αθήνα, 2017
  • Σπηλιάδης, Νικόλαος, “Απομνημονεύματα ήτοι Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων”, εκδ. Ινστιτούτο Ανάπτυξης “Χαρίλαος Τρικούπης”, Αθήνα, 2007, β’ τόμος.
  • Ward Howe, Julia, “Memoir of Dr. Samuel Gridley Howe”, εκδ. Albert J. Wright, Βοστώνη, 1876.
  • Μακρυγιάννης, Ιωάννης, “Αρχεία Νεωτέρας Ιστορίας. Αρχείον του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη”, επιμ. Ι. Βλαχογιάννης, Αθήνα, εκδ. Σ. Κ. Βλαστός, 1907.
  • Howe Elliott, Maud, “Three Generations with Illustrations”, εκδ. Little, Brown & Company, Βοστώνη, 1923.
  • Siebert, Wilbur H., “The Underground Railroad from Slavery to Freedom”, εκδ. MacMillan & Co., Λονδίνο, 1898.
  • Pfeiffer, David, “Samuel Gridley Howe and ‘Schools for the Feebleminded”, εκδ. περ. “Ragged Edge”, Louisville, 2003.
  • Adams, George Worthington, “Doctors in Blue: The Medical History of the Union Army in the Civil War“, εκδ. Louisiana State University Press, Baton Rouge, 1996.
  • Howe, Samuel G., “The refugees from slavery in Canada West”, εκδ. Wright & Potter, Βοστώνη, 1864.
  • Cumbler, John T., “From Abolition to Rights for All: The Making of a Reform Community in the Nineteenth Century”, University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια, 2008.
  • Hall, Florence Howe, “Julia Ward Howe and the Woman Suffrage Movement”, εκδ. Dana Estes & Company, Βοστώνη, 1913.
  • Schwartz, Harold, “Samuel Gridley Howe, Social Reformer, 1801-1876”, εκδ. Harvard University Press, Βοστώνη, 1956.
  • Richards, Laura E. Howe, “Two Noble Lives”, εκδ. Dana Estes & Company, Βοστώνη, 1911.
  • Μαζαράκης-Αινιάν, Ι. Κ., “Αμερικανικός Φιλελληνισμός 1821- 1831”, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, αχρονολόγητο.
  • Ruchames, Louis, «Charles Sumner and American Historiography», εκδ. περ. “Journal of Negro History”, Σικάγο, 1953, τεύχος 38.
  • Gitter, Elizabeth, ”The Imprisoned Guest: Samuel Howe and Laura Bridgman, the Original Deaf-Blind Girl”, εκδ. Farrar, Straus & Giroux, Νέα Υόρκη, 2001.
  • French, Kimberly, “Perkins School for the Blind“, εκδ. Arcadia Publishing, Mount Pleasant, 2004.
  • Λάζος, Χρήστος Δ., “Η Αμερική και ο ρόλος της στην Επανάσταση του 1821”, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1984, β’ τόμος.
  • Λαγουδάκης, Χαρίλαος, “Samuel Gridley Howe”, εκδ. περ. “Δελτίον Αποφοίτων Κολλεγίου Αθηνών”, Αθήνα, 1938, β’ τόμος, τεύχος 2.
  • Davies, James, «Specifications (As-Built)», εκδ. περ. “WW2 Ships”, Νέα Υόρκη, 2004.
  • Benjamin Sanborn, Franklin, “Michael Anagnos, 1837-1906”, εκδ. Wright and Potter Printing Company, Βοστώνη, 1907.
  • Burgess, Thomas, “Greeks in America: An Account of Their Coming Progress Customs, Living and Aspirations”, εκδ. Sherman, French & Company, Βοστώνη, 1913.
  • Larrabee, Stephen A., “Hellas observed, the American Experience of Greece 1775- 1865”, εκδ. New York University Press, Νέα Υόρκη, 1957.

 

 

O Γερμανός αρχιτέκτων και σχεδιαστής Ludwig Lange γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1808 στο Darmstadt. Ο πατέρας του, Christian Friedrich (1759–1840), ήταν υπάλληλος δικαστηρίου. O Ludwig είχε δύο νεότερους αδελφούς με τους οποίους συνεργαζόταν. Είχαν ακολουθήσει και αυτοί καλλιτεχνικό δρόμο. Ο Gustav Georg έγινε ζωγράφος της βασιλικής Αυλής και ο Julius τοπιογράφος.

Νεαρός ακόμα, ο Ludwig Lange εγκατέλειψε πρόωρα το Γυμνάσιο, και μεταξύ 1823 και 1826, μαθήτευσε κοντά στον αρχιτέκτονα και πολιτικό Georg August Lerch (1792-1857). Κατόπιν σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Gießen και συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Georg Moller (1784-1852). Από το 1830 έζησε στο Μόναχο, και ξεκίνησε με τους αδελφούς του να πειραματίζεται με προοπτικά σχέδια και αποτυπώσεις κτηρίων και μνημείων, δραστηριότητα που θα συνεχίσει και τελειοποιήσει τις επόμενες δεκαετίες. Το έργο του ξεχωρίζει τόσο για το ζωγραφικό του ταλέντο, όσο και για την εξαίρετη αντίληψη του χώρου που διέθετε ως αρχιτέκτων.

Σημαντική γνωριμία στη ζωή του υπήρξε εκείνη με τον ζωγράφο και τοπιογράφο Carl Rottmann (1797-1850), στο Μόναχο. Μαθήτευσε κοντά του μεταξύ των ετών 1830 και 1834 και ανέπτυξε μία φιλική σχέση μαζί του. Όταν ο Λουδοβίκος Α’ ανέθεσε στον Rottmann να ταξιδέψει στην Ελλάδα (1834) για να εμπλουτίσει το ρεπερτόριο των θεμάτων του και να ολοκληρώσει μία σειρά με ελληνικά έργα, ο μαθητής του Ludwig Lange, τον συνόδευσε. Στη διάρκεια του δύσκολου αυτού ταξιδιού, ο Lange υπήρξε πολύτιμος σύμβουλος του Rottmann σε ό,τι αφορούσε τα αρχιτεκτονικά του σχέδια. Βασισμένος στις εμπειρίες που αποκόμισε στην Ελλάδα έγραψε το έργο «Reiseberichte aus Griechenland» (Ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις από την Ελλάδα, 1835).

Πέραν όμως της συμπόρευσης του με τον δάσκαλό του, ο Lange διακρίθηκε για το δικό του ταλέντο στην Ελλάδα. Ο βασιλέας Όθων τον διόρισε «Εμπειρογνώμονα πολιτικό μηχανικό» (Baurat), αφού ο Lange παρουσίασε την αρχιτεκτονική του πρόταση για τη δημιουργία μίας «Εκκλησίας του Σωτήρος» (Erlöserkirche). Το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε λόγω οικονομικών δυσχερειών. Σχεδίασε και άλλα, σημαντικά κτήρια για τη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Σε εκείνον ανήκει η αρχική πρόταση για τον σχεδιασμό του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στην οποία όμως παρενέβησαν οι αρχιτέκτονες που ολοκλήρωσαν το έργο, δηλαδή οι Ernst Ziller, Παναγής Κάλκος και Αρμόδιος Βλάχος. Επίσης στη βάση των δικών του σχεδίων υλοποιήθηκε το νεοϊδρυθέν βασιλικό Γυμνάσιο των Αθηνών, στο οποίο μάλιστα δίδαξε Σχέδιο από το 1835. Η πρότασή του για ανέγερση των βασιλικών ανακτόρων στους πρόποδες του Λυκαβηττού δεν επελέγη ως η κατάλληλη λύση.

Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα δημιούργησε πλήθος σχεδίων και υδατογραφιών, τις οποίες αργότερα επεξεργάστηκε ως ελαιογραφίες. Από τις ζωγραφικές μελέτες που δημιούργησε σώζονται περίπου 150. Τα έργα του αυτά κέρδισαν την εκτίμηση συναδέλφων του, όπως του Karl Friedrich Schinkel (1781-1841). Όπως και ο δάσκαλός του ο Rottmann, ο Lange δημιούργησε τοπιογραφίες από τα ιστορικά μέρη τα οποία επισκέφθηκε (τη Σικυώνα, την Κόρινθο, την Αθήνα και το αρχαίο επίνειό της, τον Πειραιά). Σε κάποιο μεταγενέστερο ταξίδι του στην Ελλάδα, αναφέρεται ότι επισκέφθηκε και την Ύδρα και τις Κυκλάδες μαζί με τον συγγραφέα Ludwig Steub (1812-1888).

Τα έργα του διακρίνουν ρεαλισμός, ακρίβεια, και η επιτυχής προοπτική απόδοση τόπων και κτηρίων. Δεν συνήθιζε την αναγωγή σε ιστορικά ή ρομαντικά στοιχεία. Στην υδατογραφία του ωστόσο, «H Aκρόπολη των Αθηνών την εποχή του Περικλή» (Die Akropolis von Athen zur Zeit des Perikles, 1835), απέδωσε μία ιδεατή ανακατασκευή της αρχαίας Ακρόπολης – όχι τη σύγχρονη εικόνα του λόφου της.

 

H Aκρόπολη των Αθηνών την εποχή του Περικλή, 1835

 

Επίσης επιχείρησε μία απόδοση της σύγχρονής του Αθήνας στην ακουαρέλα του «Η Αθήνα και η Ακρόπολη από βορειοδυτικά» (Athen und die Akropolis von Nordwesten, 1836), αν και είναι πιθανόν ότι ο ζωγράφος δεν αποτύπωσε με απόλυτη πιστότητα το τοπίο που αντίκρυζε.

 

Η Αθήνα και η Ακρόπολη από βορειοδυτικά, 1836

 

Η ελαιογραφία του «Είσοδος ελεύθερης Αθήνας», μεταφέρει και πάλι την αγάπη του για την κλασική Ελλάδα, απεικονίζοντας την περιοχή στην οποία βρισκόταν η ελληνική και η ρωμαϊκή αγορά στην αρχαιότητα. Το έργο αυτό ολοκλήρωσε ο Lange το 1838, μετά την επάνοδό του στο Μόναχο.

 

«Είσοδος ελεύθερης Αθήνας», 1838

 

Από το 1839 και μετά ο Lange εργάστηκε για διάφορα έργα που του ανέθεσε ο Λουδοβίκος Α, ενώ από το 1847 και εξής ανέλαβε την έδρα Αρχιτεκτονικής της Βασιλικής Ακαδημίας του Μονάχου. Ταξίδευσε στη Γερμανία και δημιούργησε διάφορα σχέδια από διακεκριμένες πόλεις της Γερμανίας, τα οποία δημοσιεύθηκαν σε εκδόσεις για την αρχιτεκτονική. Παράλληλα, σχεδίασε ορισμένες βινιέτες με σκηνές του αθηναϊκού τοπίου για το «Πανόραμα των Αθηνών» (Μόναχο, 1841) του ζωγράφου Ferdinand Stademann (1791-1873), ο οποίος είχε επίσης επισκεφθεί την Ελλάδα με παρότρυνση του Λουδοβίκου Α´. Ο Lange δημιούργησε πολλά αρχιτεκτονικά σχέδια, μεταξύ άλλων για ένα «παλάτι για τον διάδοχο του θρόνου» στο Μόναχο (Kronprinz-Palais, 1845) και για τη Νicolaikirche (Ναός Αγίου Νικολάου) στο Αμβούργο. Το διάσημο Μουσείο Καλών Τεχνών στη Λειψία έχει χτισθεί σύμφωνα με σχέδια του Ludwig Lange. Το 1858 εκδόθηκε στο Μόναχο το έργο «Die griechischen Landschaftsgemälde von Karl Rottmann in der neuen königlichen Pinakothek zu München» (Οι ελληνικές τοπιογραφίες του Karl Rottmann στη νέα βασιλική πινακοθήκη του Μονάχου), στο οποίο ο Lange περιγράφει τα έργα του δασκάλου του.

Ο Ludwig Lange πέθανε στις 31 Μαρτίου 1868 στο Mόναχο, όπου βρίσκεται σήμερα ο τάφος του. Η κυκλοφορία των έργων του στην Ευρώπη βοήθησε στην προβολή της εικόνας της Ελλάδας εκτός των συνόρων της.

Η ΕΕΦ τιμά τον Φιλέλληνα αρχιτέκτονα και ζωγράφο, Ludwig Lange, ο οποίος έθεσε τη βάση για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, και δημιούργησε πλήθος έργων με θέμα την Ελλάδα, μεταφέροντας την εικόνα της στο εξωτερικό.

 

Πηγές και Βιβλιογραφία

  • Fuhrmeister, Christian; Jooss, Birgit (Hrsg.), Isar/Athen Griechische Künstler in München – Deutsche Künstler in Griechenland, Μόναχο
  • Καγιαδάκη, Μαρία, Οι ζωγράφοι Γεώργιος και Φίλιππος Μαργαρίτης. Τα πρώτα καλλιτεχνικά εργαστήρια στην Αθήνα του 19ου αιώνα. Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2008.

 

 

Ο Γερμανός σχεδιαστής και λιθογράφος Wilhelm August Ferdinand Stademann γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1791 και πέθανε στο Μόναχο το 1873. Έζησε στη Βαυαρία από το 1810 και εξής. Μεταξύ 1832 και 1836 βρισκόταν στην Ελλάδα ως απεσταλμένος του Βαυαρού μονάρχη Λουδοβίκου Α´ (1786-1868), ο οποίος του είχε αναθέσει το ρόλο του συμβούλου και γραμματέως της Αντιβασιλείας του Όθωνα (1818-1867). Έπειτα επέστρεψε στη Βαυαρία. Ο γιός του ήταν ο Γερμανός τοπιογράφος Adolf Stademann (1824-1895).

Πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, ο Stademann είχε συνεργαστεί με ένα από τα παλαιότερα εργοστάσια πορσελάνης στην Ευρώπη, την KPM (Königliche Porzellan- Manufaktur: βασιλική βιομηχανία πορσελάνης) από το Βερολίνο, για την οποία σχεδίασε παραστάσεις που αποτυπώθηκαν σε πορσελάνινα αντικείμενα.

 

Αμφορέας από το εργοστάσιο πορσελάνης KPM με παραστάσεις του Ferdinand Stademann. H μία όψη απεικονίζει το Πρωσικό εθνικό μνημείο για τους γερμανικούς Απελευθερωτικούς πολέμους (Nationaldenkmal für die Befreiungskriege) που βρίσκεται στο Kreuzberg του Βερολίνου, η άλλη όψη απεικονίζει τον Πρώσο βασιλέα Wilhelm-Friedrich III. Βερολίνο, 1823-1832, 62,7 x 30,8 εκ.

Ferdinand Stademann, Άποψη του Βερολίνου πλαισιωμένη από 36 παραστάσεις δημοσίων κτηρίων του Βερολίνου, του Potsdam και του Charlottenburg (Ansicht Berlins, sowie 36 öffentlicher Gebäude etc. in und bei dieser Hauptstadt, zu Potsdam und Charlottenburg), λιθογραφία με χρώμα, Kreuzberg (Βερολίνο), περί το 1825, συνολικές διαστάσεις: 45,7 x 64,3 εκ.

 

Όσο ζούσε ακόμη στην πατρίδα του, ο Stademann είχε αποκτήσει εμπειρία στην αποτύπωση τοπίων και μνημείων με πιστότητα. Όταν βρέθηκε στην Ελλάδα, ανέπτυξε εκ νέου τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. Το 1835, εν μέσω φρικτού καύσωνος, όπως ο ίδιος αναφέρει, ολοκλήρωσε στην Αθήνα το «Πανόραμα των Αθηνών» (Panorama von Athen), έπειτα από ανάθεση του βασιλέως Όθωνος. Το πανόραμά του εκτείνεται σε μήκος έξι μέτρων και απεικονίζει με πιστότητα σε δέκα χρωματιστές, λιθογραφικές πλάκες την Πνύκα, τους λόφους της Ακρόπολης, του Υμηττού και του Λυκαβηττού, τα όρη της Πεντέλης, της Πάρνηθας και του Αιγάλεω, τον Ιλισό, τον Πειραιά, τον Κορυδαλλό, την Αίγινα και την Σαλαμίνα. Απεικόνίζεται ακόμη και η Αργολίδα. Πρόκειται για μία καλοπροαίρετη προσπάθεια του καλλιτέχνη να σκιαγραφήσει με λιτό τρόπο τον χώρο στον οποίον βρέθηκε και τους ανθρώπους που τον κατοικούν. Το σημείο, από το οποίο ο Stademann ζωγράφισε το Πανόραμα, ήταν ο λόφος των Νυμφών, το κέντρο του κτηρίου του Αστεροσκοπείου- όπως τεκμηριώνεται άλλωστε σε βινιέτα από το έργο του.

 

Η βινιέτα νο. 3 από το «Panorama von Athen» (Vignette Nro. 3. das Nympheion, in der Nähe gesehen), στην οποία απεικονίζεται ο ίδιος ο Stademann κατά την ώρα δημιουργίας του πανοράματος στον Λόφο των Νυμφών. Λιθογραφία του Ludwig Lange. Από την έκδοση: STADEMANN, August Ferdinand. Panorama von Athen. An Ort und Stelle aufgenommen und herausgegeben von Ferdinand Stademann… Deponirt… 15 April, 1840 bei dem Koniglichen bayerischen Ministerium des Innern, Mόναχο, J.B. Kuhn, Franz Wild’schen Buchdruckerey, for the Author, and for R. Weigel, Leipzig, and Artaria & Fontaine, Mannheim, 1841 (συλλογή ΕΕΦ).

 

Στον θεατή του προσφέρει μία καταγραφή 360 μοιρών του λεκανοπεδίου της Αττικής: πρόκειται κυριολεκτικά δηλαδή για ένα πανόραμα της πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κράτους, που διασώζει ως σήμερα την εικόνα που αντίκρυζε ένας περιηγητής της Αθήνας στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια.

 

Ferdinand Stademann, Θέα από τον Λόφο των Μουσών προς την Πλάκα και τον Λυκαβηττό (Panoramablatt No.10). Από την έκδοση: STADEMANN, August Ferdinand. Panorama von Athen. An Ort und Stelle aufgenommen und herausgegeben von Ferdinand Stademann… Deponirt… 15 April, 1840 bei dem Koniglichen bayerischen Ministerium des Innern, Mόναχο, J.B. Kuhn, Franz Wild’schen Buchdruckerey, for the Author, and for R. Weigel, Leipzig, and Artaria & Fontaine, Mannheim, 1841 (συλλογή ΕΕΦ).

 

To πανόραμα συνοδεύεται από έξι βινιέτες με σκηνές του αθηναϊκού τοπίου, ορισμένες από τις οποίες σχεδίασε ο Γερμανός ζωγράφος Ludwig Lange (1808  – 1868). Ο Lange βρέθηκε επίσης ως απεσταλμένος του Λουδοβίκου στην Αθήνα, όπου συνεργάστηκε με τον δάσκαλό του, ζωγράφο Carl Rottmann (1797 – 1850), στη δημιουργία τοπιογραφιών. Οι βινιέτες απεικονίζουν μεταξύ άλλων την περιοχή της Καισαριανής, την περιοχή στον Ιλισό, όπου αργότερα ανοικοδομήθηκε το Στάδιο και τα βασιλικά ανάκτορα. Στο πανόραμα συμπεριλαμβανόταν ένας χάρτης, ένας κατάλογος συνδρομητών με το όνομα του Όθωνα, και ένα κείμενο γραμμένο στα γαλλικά και στα γερμανικά. Η έκδοση του έργου του Stademann κέντρισε το ενδιαφέρον των συγχρόνων του.

 

Η πέμπτη βινιέτα από το «Panorama von Athen» με άποψη της Αθήνας από την Ακαδημία Πλάτωνος (Vignette Nro. 5. Athen von der Akademie aus) σχεδιάστηκε από τον Ludwig Lange. Από την έκδοση: STADEMANN, August Ferdinand. Panorama von Athen. An Ort und Stelle aufgenommen und herausgegeben von Ferdinand Stademann… Deponirt… 15 April, 1840 bei dem Koniglichen bayerischen Ministerium des Innern, Mόναχο, J.B. Kuhn, Franz Wild’schen Buchdruckerey, for the Author, and for R. Weigel, Leipzig, and Artaria & Fontaine, Mannheim, 1841 (συλλογή ΕΕΦ).

 

Ο Stademann ανήκει, μαζί με τους Carl Rottmann (1797-1850), Ludwig Lange (1808-1868), Peter von Hess (1792-1871), τους στρατιωτικούς και ζωγράφους Karl Wilhelm Freiherr von Heideck (1788-1861) και Karl Krazeisen (1794-1878), καθώς και τον αρχιτέκτονα Leo von Klenze (1784-1864), στους εκλεκτούς εκείνους Γερμανούς απεσταλμένους του Λουδοβίκου Α´ στη χώρα μας, όπου δημιούργησαν καλαίσθητες εικόνες και έργα για την Επανάσταση του 1821, τους ανθρώπους της εποχής και το τοπίο της ελεύθερης Ελλάδας που αντίκρυσαν.

Η δημιουργία του Πανοράματος της Αθήνας από τον Ferdinand Stademann ανασυνθέτει με πιστότητα το τοπίο της πρωτεύουσας, όπως ήταν κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, και παρέχει στις επόμενες γενιές ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο για την εξέλιξη του αττικού τοπίου δια μέσου των αιώνων. Η ΕΕΦ τιμά τον ζωγράφο Ferdinand Stademann για αυτήν του την προσφορά.

 

Πηγές και βιβλιογραφία

  • Βιγγοπούλου, Ιόλη (επιμέλεια), Η Ανάδυση και η Ανάδειξη Κέντρων του Ελληνισμού στα Ταξίδια των Περιηγητών (15ος – 20ος αιώνας). Ανθολόογιο από τη Συλλογή του Δημητρίου Κοντομηνά. Εκδόσεις Κότινος, Αθήνα 2005.
  • Λεκάκης, Γιώργος, Πανόραμα των Αθηνών, το 1835, http://www.arxeion-politismou.gr/

 

Όθων, Βασιλέας της Ελλάδος. Πίνακας του 19ου αιώνα του Josef Stieler.

 

Ο Όθων (1815-1867), ήταν Βαυαρός πρίγκιπας και πρώτος βασιλέας της Ελλάδος, το 1833-1862. Ήταν ο μοναδικός βασιλέας που έφερε τον τίτλο ”Βασιλεύς της Ελλάδος”, δεδομένου ότι οι επόμενοι, από τον Γεώργιο Α’ και μετά, είχαν τον τίτλο “Βασιλεύς των Ελλήνων”[1].

Γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1815 στο Ανάκτορο Mirabell στο Salzburg, ως Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach[2]. Ήταν δευτερότοκος γιος του μεγάλου Φιλέλληνα διαδόχου του Βαυαρικού θρόνου και μετέπειτα βασιλέως της Βαυαρίας, Λουδοβίκου Α’ (1786-1868), ο οποίος υπηρετούσε ως κυβερνήτης του Salzburg, καθώς και της Θηρεσίας, δουκίσσης του Saxe-Hildburghausen (1792–1854)[3].

Ως δευτερότοκος γιος του μέλλοντος βασιλέως της Βαυαρίας, ο Όθων έλαβε επιμελημένη εκπαίδευση. Είχε ως καθηγητές τον φιλόσοφο Friedrich Wilhelm Joseph Schelling (1775-1854)[4], τον Φιλέλληνα ιστορικό Friedrich Thiersch (1784-1860)[5] και τον καρδινάλιο, αρχιεπίσκοπο του Eichstätt, Johann Georg von Oettl (1794-1866)[6]. Η εκπαίδευσή του, καθώς και η δράση του πατέρα του, συνέβαλαν στο να ενστερνισθεί και αυτός πλήρως τον Φιλελληνισμό.

Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το Ελληνικό κράτος αναγνωρίσθηκε διεθνώς, δια του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου[7], στις 10 Μαρτίου 1830. Λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1831, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε. Εν τω μεταξύ είχε παραιτηθεί ο Λεοπόλδος του Saxe – Coburg – Gotha από την υποψηφιότητα για τον Ελληνικό θρόνο, τον Ιούνιο του 1830[8]. Έτσι η Ελλάδα βρέθηκε ξαφνικά σε κενό εξουσίας. Τότε, μετά από παρότρυνση και των προστάτιδων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), η Ε’ Εθνοσυνέλευση που συνήλθε το Μάρτιο του 1832, αποφάσισε να εκλέξει τον Βαυαρό πρίγκιπα Όθωνα ως βασιλέα[9].

Η Διοικητική Επιτροπή διαδέχθηκε τον Απρίλιο του 1832 την Ε’ Εθνοσυνέλευση και ασκούσε προσωρινά κυβερνητικά καθήκοντα πριν την έλευση του Όθωνος στην Ελλάδα. Στις 24 Αυγούστου 1832, συνέστησε τριμελή επιτροπή υπό τους Κώστα Μπότσαρη, Δημήτριο Πλαπούτα και Ανδρέα Μιαούλη, η οποία ανέλαβε να ταξιδεύσει στο Μόναχο και να παραδώσει τον Ελληνικό θρόνο στον Όθωνα[10].

O Έλληνας πρέσβης στο Παρίσι Μιχαήλ Σούτζος (1784-1864), καθώς και ο Ελβετός τραπεζίτης, διπλωμάτης και σημαίνων Φιλέλληνας, μέγας ευεργέτης της Ελληνικής Επανάστασης Jean Gabriel Eynard (1775-1863) εργάσθηκαν δραστήρια για την εκλογή του Όθωνος στον Ελληνικό θρόνο[11], την οποία όπως φαίνεται επιθυμούσε και ο Καποδίστριας πριν τη δολοφονία του[12].

Πέραν αυτών, σημαντικό ρόλο στην επιλογή του Όθωνος, έπαιξαν, ο Φιλελληνισμός του πατέρα του και βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’ (ο οποίος ενίσχυσε σημαντικά τον Αγώνα, σε υλικό, και σε ηθικό επίπεδο[13]), και η δράση του Φιλέλληνα υπουργού Εξωτερικών της Βαυαρίας, κόμη de Gise[14].

Το πρωτόκολλο εκλογής του Όθωνος (25 Απριλίου 1832) ως βασιλέα υπογράφηκε στο Λονδίνο από τον Henry John Temple, υποκόμη Palmerston (Αγγλία) και τους πρίγκιπες Charles Maurice de Talleyrand-Périgord (Γαλλία) και Christoph von Lieven (Ρωσία) και στάλθηκε για έγκριση στον βασιλέα Λουδοβίκο. Αυτός εξέφρασε ορισμένα αιτήματα για την αποδοχή του Ελληνικού θρόνου από τον γιο του Όθωνα[15].

Τα αιτήματα ήταν να επεκταθούν τα όρια του βασιλείου μέχρι τον Βόλο και την Άρτα, η προσάρτηση της Κρήτης και της Σάμου, να χορηγηθεί δάνειο 60.000.000 γαλλικών φράγκων, να σταλούν στην Ελλάδα τρία συντάγματα βαυαρικού στρατού (3.500 άντρες), να λειτουργήσει τριμελής αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνος, να μην θεσπισθεί σύνταγμα πριν την ανάληψη των καθηκόντων από τον βασιλέα, ώστε να μην υποχρεωθεί να το αναστείλει σε περίπτωση κρίσης, και τέλος ο τίτλος του Όθωνος να είναι «Βασιλεύς της Ελλάδος»[16].

Οι προστάτιδες δυνάμεις απέρριψαν την πρώτη αξίωση και δέχτηκαν τους υπόλοιπους όρους, ορίζοντας ότι το αιτούμενο δάνειο θα καταβαλλόταν υπό την εγγύησή τους σε τρεις ισόποσες δόσεις[17]. Δύο μήνες αργότερα (17 Ιουνίου 1832), καθορίσθηκαν τα «οριστικά» σύνορα του νεοσύστατου βασιλείου, το οποίο αποκτούσε την Ακαρνανία, την Αιτωλία και τη Φθιώτιδα, με οριοθετική γραμμή που ξεκινούσε από το Κομπότι (Αμβρακικός Κόλπος), περνούσε από τις κορυφές Όθρυς και Τυμφρηστός και κατέληγε στο Μαλιακό[18].

 

Προκήρυξη της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος της 23 Μαρτίου 1832 (συλλογή ΕΕΦ).

 

Μία προκήρυξη της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος της 23 Μαρτίου 1832, περιγράφει την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα πριν φθάσει ο Οθων.  ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, Η Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος Διακηρύττει, Αριθ.3311 / Η Διοικητική Επιτροπή, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ / Ο Γραμματεύς της Επικρατείας Δ. ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ / Μέγαρα 23 Μαρτίου 1832, “ΕΛΛΗΝΕΣ”. Κείμενο κατά του διχασμού. “Οι φιλάνθρωποι βασιλείς και προστάτι της Ελλάδος… καταδικάζουν ρητώς την παρανομίαν, θέλουν την ευτυχίαν μας…με τον διορισμό του Ηγεμόνος Κυριάρχου της Ελλάδος… Ρουμελιώται!… Σεβασθήτε την ιδιοκτησίαν, την τιμήν και τα προσωπικά δίκαια των αδελφών σας Πελοποννησίων… Στρατιωτικοί, όσοι δουλεύετε ακόμη την παρανομίαν, είσθε εις καιρόν να γνωρίσητε την πλάνην σας, η εθνική Κυβέρνησις σας δέχεται με ανοιχτάς αγκάλας… ο Ηγεμών Κυριάρχης μας ΟΘΩΝ εντός ολίγου είναι εις το μέσον μας…”.

Ο Οθων έφθασε στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο, στις 6 Φεβρουαρίου 1833, ως επιβάτης του βρετανικού πλοίου “Μαδαγασκάρη”. Στο διάγγελμα που απηύθυνε προς τον Ελληνικό Λαό κατά την άφιξή του, υπογράμμιζε πως “αναβαίνων τον θρόνον της Ελλάδος, δίδω την πάνδημον βεβαίωσιν του να προστατεύω ευσυνειδήτως την θρησκείαν σας, να διατηρώ πιστώς τους νόμους, να διανέμεται η δικαιοσύνη προς ένα έκαστον, και να διαφυλάττω ακέραια δια της θείας βοηθείας εναντίον οποιουδήποτε την ανεξαρτησίαν σας, τας ελευθερίας σας και τα δικαιώματά σας”[19].

 

Peter von Hess. “Η απόβαση του βασιλέως Όθωνος στο Ναύπλιο”. Εθνική Πινακοθήκη, Μόναχο.

Πίνακας που απεικονίζει τη Βαυαρική βασιλική οικογένεια που εξετάζει έναν πίνακα του Peter von Hess που απεικονίζει την είσοδο του Βασιλιά Όθωνα της Ελλάδας στο Ναύπλιο (συλλογή ΕΕΦ).

 

Επειδή ο Όθων ήταν ανήλικος, σχηματίσθηκε επιτροπή Αντιβασιλείας. Το όργανο αυτό αποτελούσαν οι κάτωθι[20]:

  • Κόμης Josef Ludwig von Armansperg (1787-1853), Πρόεδρος.
  • Georg Ludwig von Maurer (1790-1872). Υπεύθυνος της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, της Δικαιοσύνης και των Εκκλησιαστικών Ζητημάτων.
  • Υποστράτηγος Karl Wilhelm von Heideck (1788-1861). Ένας εκ των πλέον διαπρεπών Φιλελλήνων, με πολεμική δράση κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821[21]. Υπεύθυνος των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων.

Τους τρεις παραπάνω, που αποτελούσαν την Αντιβασιλεία, επικουρούσαν ως πάρεδρα μέλη οι[22] κάτωθι:

  • Karl von Abel, οικονομολόγος και νομομαθής, αναπληρωματικό μέλος του συμβουλίου και γραμματέας. Επέβλεπε τα Οικονομικά.
  • Johann Baptist von Groenner (1781-1857), οικονομολόγος, επέβλεπε τα της Εξωτερικής πολιτικής και επόπτευε τα της Εσωτερικής διοικήσεως.

Στις 21 Ιουλίου 1834 ο πατέρας του Όθωνος, βασιλεύς Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας, ανακάλεσε στη Βαυαρία τον Μάουρερ και τον Άμπελ, τους οποίους αντικατέστησαν οι[23] κάτωθι:

  • Ägid Ritter von Kobell,
  • Karl Groenner.

Μέχρι να μεταφερθεί η πρωτεύουσα στην Αθήνα το 1834, ο Όθων διέμενε στο Ναύπλιο. Το 1841 ο Όθων μετακόμισε από την οικία Βούρου, νυν Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, στα Ανάκτορα που σχεδίασε ο Friedrich von Gärtner, τα οποία είναι η σημερινή Βουλή των Ελλήνων[24].

Η τελετή ενηλικίωσης και ανακήρυξης του Όθωνος ως “Ελέω θεού Βασιλέως της Ελλάδος”, έγινε την 1η Ιουνίου 1835, και εορτάσθηκε με κανονιοβολισμούς, στρατιωτική παρέλαση, φωταγώγηση, αγώνες και επίσημο χορό. Η Αθήνα και οι κάτοικοί της τίμησαν την ημέρα αυτή με όσα μέσα διέθεταν. «Έγινε λαμπρή παρέλαση. Aπό την εκκλησία ως το παλάτι, στρωμένος ο δρόμος και στολισμένος»[25].

 

Προσωπική σφραγίδα του Οθωνος (συλλογή ΕΕΦ).

 

Η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα διαμορφώθηκε από φατρίες που ήταν προσανατολισμένες προς τις προστάτιδες δυνάμεις και τα πολιτικά τους συμφέροντα. Το Ρωσικό Κόμμα περίμενε την επικείμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σύντομα. Δεδομένου ότι ένα σημαντικό ποσοστό του Ελληνισμού παρέμενε υπόδουλο, το κόμμα αυτό στήριξε τη λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα». Αξίζει να σημειωθεί ότι την «Μεγάλη Ιδέα» εισηγήθηκε για πρώτη φορά, ο αρχηγός του Γαλλικού Κόμματος και μετέπειτα πρωθυπουργός, Ιωάννης Κωλέττης, κατά την Εθνοσυνέλευση που ψήφισε το σύνταγμα του 1844[26]. Για τον Φιλέλληνα βασιλέα Όθωνα, αυτή η προοπτική ήταν δελεαστική, και ο ίδιος ταυτίσθηκε άμεσα με αυτήν.

Το Αγγλικό Κόμμα, από την άλλη πλευρά, στηρίχθηκε στη δύναμη της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία απέβλεπε σε μία συμμαχία με την Ελλάδα, ειδικά στον ναυτικό τομέα. Όμως δεν επιθυμούσε την συντριβή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία αποτελούσε ανάχωμα για να αποτραπεί η πρόσβαση της Ρωσίας στη Μεσόγειο[27].

Το Γαλλικό Κόμμα προσπάθησε επίσης να επιτύχει πολιτική επιρροή και, εδαφικά κέρδη στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, λόγω της επικρατούσας κατάστασης, η πολιτική του απέτυχε[28].

 

Οικία Βούρου. Πρώην Βασιλικά Ανάκτορα. Νυν Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, Αθήνα

 

Ο Οθων καθιέρωσε ένα σύστημα διοίκησης, βασισμένο σε δυτικά πρότυπα, καθώς και στην υποστήριξη της μικρής γεωργικής ιδιοκτησίας, ως βασικού κοινωνικού συστήματος. Όμως η δυσμενής κατάσταση που επικρατούσε στην χώρα, δεν επέτρεψε την οργάνωση ενός σύγχρονου στρατού 9400 ανδρών, με αποτέλεσμα, η άμυνα της Ελλάδος να στηρίζεται μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του 1850, σε 6000 άνδρες, ελαφρώς εξοπλισμένους, γεγονός που κατέστησε πολλούς αξιωματικούς, αντίθετους στην γενικότερη πολιτική του Όθωνος[29]

Το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα. Μεγάλο μέρος των εθνικών γαιών ήταν υποθηκευμένο, ή στα χέρια μερικών μεγάλων γαιοκτημόνων. Οι εγγυητές Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία συμμετείχαν στην χορήγηση δανείου ύψους 60 εκατομμυρίων φράγκων στην Ελλάδα. Καταβλήθηκαν τα 3/4 και από το ποσό αυτό 12 εκατομμύρια έπρεπε να καταβληθούν στην Υψηλή Πύλη ως αποζημίωση. Το έλλειμμα του κράτους αυξήθηκε σταθερά μέχρι το 1835, αλλά το 1840 ήταν δυνατή για πρώτη φορά η παρουσίαση ενός ισορροπημένου προϋπολογισμού και η έναρξη της αποπληρωμής του συσσωρευμένου ελλείμματος[30].

Το επενδυτικό πρόγραμμα του Όθωνος ήταν πολύ φιλόδοξο και υποστηρίχθηκε οικονομικά από Έλληνες του εξωτερικού και από τον πατέρα του, Λουδοβίκο Α, ως εγγυητή. Πολλά έργα σχεδιάσθηκαν μακροπρόθεσμα και απέδωσαν επιτυχή αποτελέσματα δεκαετίες αργότερα, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, με κύριο πυλώνα, το τότε Οθώνειο Πανεπιστήμιο, νυν Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο ιδρύθηκε το 1837[31].

Στο τέλος τα χρέη της Ελλάδας προς τη Βαυαρία ανήλθαν σε 1.933.333 φιορίνια και 20 κρουζέρ ή 4.640.000 Δραχμές. Χωρίς το τελευταίο δάνειο ενός εκατομμυρίου φιορινιών (που παραχωρήθηκε χάρη στις ενέργειες του βασιλέως Λουδοβίκου Α της Βαυαρίας), η Ελλάδα θα έπρεπε να κηρύξει εθνική πτώχευση. Η μη αποπληρωμή του δανείου επιβάρυνε τις ελληνο-βαυαρικές σχέσεις μέχρι την τελική διαπραγματευτική λύση το 1881[32].

Στις 22 Νοεμβρίου 1836 ο Όθων παντρεύτηκε στο Ολδεμβούργο, την Δούκισσα Αμαλία του Ολδεμβούργου (1818-1875). Εκτός από τον Όθωνα, άρχισε και εκείνη να έχει ενεργό ρόλο στη χώρα. Έτσι, αφοσιώθηκε σημαντικά στις ανησυχίες των πολιτών. Η ατεκνία του ζεύγους εξελίχθηκε σε σημαντικό πρόβλημα. Με το σύνταγμα του 1844, το δικαίωμα διαδοχής στο θρόνο επεκτάθηκε στον μικρότερο αδελφό του βασιλέως Όθωνος, πρίγκιπα Αδαλβέρτο (1828-1875) και τους απογόνους του. Ο επόμενος νεότερος πρίγκιπας, ο Λεοπόλδος (1821-1912), αρνήθηκε εξαρχής να μεταστραφεί στο ορθόδοξο δόγμα σε περίπτωση διαδοχής του στο θρόνο. Ο Όθων έπρεπε να αποδεχθεί ως προϋπόθεση, ότι τουλάχιστον ο διάδοχος του θρόνου έπρεπε να μεταστραφεί στο ορθόδοξο δόγμα[33].

 

Αμαλία, Βασίλισσα της Ελλάδος, πίνακας του Josef Stieler, Ίδρυμα Βασιλικού Οίκου Wittelsbach, Μόναχο.

 

Στη διαμάχη μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας σχετικά με την επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο, η θέση του βασιλέως Όθωνος ήταν δύσκολη. Μεγάλη μερίδα του λαού ζητούσε την άσκηση εκ μέρους του μίας πιο δυναμικής πολιτικής, η οποία όμως ήταν δύσκολο να εφαρμοσθεί εξαιτίας των τότε συνθηκών[34].

Όταν η Ελλάδα προσπάθησε να προσαρτήσει την Κρήτη γύρω στο 1841, το βρετανικό ναυτικό απέκλεισε το λιμάνι του Πειραιά[35]. Αυτό επαναλήφθηκε το 1850, με τα λεγόμενα “Παρκερικά”[36]. Η κατάσταση αυτή επαναλήφθηκε, όταν η Ελλάδα κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο το 1853, υπεστήριξε τις επαναστάσεις για την ελευθερία, σε Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία[37]. Το λιμάνι του Πειραιά και η πρωτεύουσα αποκλείσθηκαν, ενώ ο Ελληνικός Στόλος καταλήφθηκε από τις δυτικές δυνάμεις[38]. Η αδυναμία του βασιλέως εμπρός σε μια τέτοια ξένη παρέμβαση εξασθένησε τη θέση του[39].

Επίσης, ο τύπος στη Γερμανία, από την έναρξη της βασιλείας του Όθωνος, έδειξε ενδοιασμούς ως προς την ηθική υποστήριξη, έναντι του Ελληνικού κράτους. Ο αρχιτέκτονας Ludwig Lange, αντίθετα (ο οποίος εργαζόταν ως καθηγητής σχεδίασης στο γυμνάσιο της Αθήνας), μίλησε για παραποιημένες αναφορές στη Γερμανία σχετικά με τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα[40].

Το 1843 είχε μειωθεί ο δανεισμός προς την Ελλάδα, και αυτό δημιούργησε δυσαρέσκειες στον κρατικό μηχανισμό, και στους πολίτες. Αυτό απετέλεσε μία από τις αφορμές για την συσπείρωση στρατιωτικών και πολιτικών, η οποία οδήγησε στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, και στην θέσπιση του Συντάγματος του 1844[41].

Τότε ο Ανδρέας Μεταξάς, ηγέτης του Ρωσικού Κόμματος, διορίσθηκε πρωθυπουργός[42]. Αυτός και όλοι οι διάδοχοί του παρέμειναν πρωθυπουργοί για μικρό χρονικό διάστημα, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις βίαιες διαμάχες των διαφόρων κομμάτων που προσανατολίσθηκαν στις προστάτιδες δυνάμεις[43]. Ακολούθησε ο πόλεμος της Κριμαίας, όπου ο Όθων σχεδίαζε την επέκταση της Ελλάδος προς τον βορρά, σε βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι κινήσεις αυτές ενόχλησαν τις προστάτιδες δυνάμεις οι οποίες έβλεπαν και πάλι μία Ρωσική απειλή.

Τελικά η βασιλεία του Όθωνος, ανατράπηκε από το κίνημα της 23ης Οκτωβρίου 1862. Την ιδία ημέρα, ο Όθων απεχώρησε από την Ελλάδα με την βασίλισσα Αμαλία, με το βρετανικό πλοίο “Σκύλλα”[44], με στόχο να αποφευχθεί ο διχασμός των Ελλήνων.

Στο τελευταίο του επίσημο διάγγελμα, ο βασιλέας Όθων επιβεβαιώνει τον Φιλελληνισμό του, ή καλύτερα πλέον το ήθος ενός μεγάλου Έλληνα:

«Έλληνες!

Πεπεισμένος ότι μετά τα τελευταία συμβάντα, άτινα έλαβον χώραν εις διάφορα μέρη του Βασιλείου και ιδίως εις την Πρωτεύουσαν, η περαιτέρω εν Ελλάδι διαμονή μου κατά την στιγμήν ταύτην ηδύνατο να φέρη τους κατοίκους αυτής εις ταραχάς αιματηράς και δυσκόλους να καταβληθώσιν, απεφάσισα ν’ αναχωρήσω εκ του τόπου τούτου, τον οποίον ηγάπησα και εισέτι αγαπώ, και προς την ευημερίαν του οποίου από τριακονταετίας σχεδόν ούτε φροντίδων, ούτε κόπου εφείσθην.

Αποφεύγων πάσαν επίδειξιν, είχον προ οφθαλμών μόνον τα αληθή της Ελλάδος συμφέροντα και πάσαις δυνάμεσι προσεπάθησα να προαγάγω την υλικήν και ηθικήν αυτής ανάπτυξιν, επιστήσας ιδίως την προσοχήν μου εις την αμερόληπτον της δικαιοσύνης απονομήν. Οσάκις δε επρόκειτο περί των κατά του προσώπου Μου πολιτικών εγκλημάτων, έδειξα πάντοτε μεγίστην επιείκειαν και λήθην των πεπραγμένων.

Επιστρέφων εις την γήν της γεννήσεώς Μου, λυπούμαι αναλογιζόμενος τας συμφοράς, υφ’ ών επαπειλείται η προσφιλής μου Ελλάς εκ της νέας πλοκής των πραγμάτων, και παρακαλώ τον εύσπλαχνον Θεόν ν’ απονέμη πάντοτε την χάριν Του εις τας τύχας της Ελλάδος.».

 

Το τελευταίο επίσημο διάγγελμα του βασιλέως Όθωνος (συλλογή ΕΕΦ).

 

Ο βασιλεύς Όθων επέστρεψε στη Βαυαρία με τη σύζυγό του, και εγκαταστάθηκαν στην κατοικία του πρώην πρίγκιπα-επισκόπου στη Βαμβέργη μέχρι το θάνατό τους. Κάθε ημέρα, ως υπενθύμιση της αγάπης τους για την Ελλάδα, είχαν ορίσει ένα χρονικό διάστημα, στο οποίο θα ομιλούντο αποκλειστικά τα Ελληνικά[45].

Παρά την δύσκολη οικονομική κατάσταση, ο βασιλέας Όθων βοηθούσε διαρκώς την Ελλάδα, αποστέλλοντας ανώνυμα οικονομική βοήθεια. Μάλιστα το 1866 χρηματοδότησε, εξ ολοκλήρου από δικούς του πόρους, την αποστολή όπλων στους Κρητικούς, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Έτσι απέδειξε ακόμη μία φορά όχι απλά τον Φιλελληνισμό του[46], αλλά πλέον τον πατριωτισμό του.

Ο βασιλέας Όθων της Ελλάδος απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1867 στη Βαμβέργη. Ο ίδιος θέλησε να ταφεί με την παραδοσιακή ενδυμασία της Ελλάδας, τη φουστανέλα. Είναι θαμμένος δίπλα στην βασίλισσα Αμαλία της Ελλάδος, στην κρύπτη των οικογενειακών τάφων της βαυαρικής δυναστείας, στην εκκλησία Theatinerkirche, στο κέντρο του Μονάχου.

Ο μεγάλος αυτός Έλληνας, ανέλαβε μία ιδιαίτερα δύσκολη αποστολή σε νεανική ηλικία, χωρίς να έχει προλάβει να αποκτήσει την απαραίτητη πείρα. Ανέλαβε να συγκροτήσει από το μηδέν ένα νέο κράτος που προερχόταν από μία μακρόχρονη σκλαβιά 400 ετών. Ένα κράτος που ξεκινούσε με ελάχιστους πόρους και πολλά προβλήματα. Φρόντισε να ενώσει τους Έλληνες και να προβάλει την κοινή ταυτότητά τους. Αυτήν των συνεχιστών της αρχαίας κλασσικής Ελλάδας. Σχεδίασε τους πρώτους θεσμούς της χώρας, την παιδεία και την δημόσια υγεία, και τα πρώτα εμβληματικά νεοκλασικά κτίρια.

Η ΕΕΦ τιμά την μνήμη του βασιλέα Όθωνος της Ελλάδος, ο οποίος σε αντίθεση με τον πατέρα του βασιλέα Λουδοβίκο Α’ της Βαυαρίας, μπορεί να μην ήταν ο έμπειρος κυβερνήτης (ειδικά για μία χώρα που δημιουργείτο από το μηδέν), αλλά ήταν ένας δίκαιος και ανιδιοτελής άνθρωπος, ο οποίος απέδειξε έμπρακτα τον Φιλελληνισμό του και προσέφερε πολλά στην Ελλάδα.

 

Ο βασιλεύς Όθων της Ελλάδος, εξόριστος στη Βαυαρία, το 1865. Φωτογραφία του Φίλιππου Μαργαρίτη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

 

Παραπομπές

[1] Κωνσταντίνος (Βασιλεύς των Ελλήνων), “Χωρίς Τίτλο”, εκδ. “Το Βήμα”, Αθήνα, 2015, α’ τόμος.
[2] Bower, Leonard – Bolitho, Gordon, “Othon I, King of Greece: A Biography”, εκδ. Selwyn & Blunt, Λονδίνο, 1939.
[3] Βλ. στο ίδιο.
[4] Βλ. στο ίδιο.
[5] Thiersch, Heinrich, “Friedrich Thiersch’s Leben (Aus seinen Briefen)”, εκδ. C.F. Winter, Λειψία, 1866, α’ τόμος.
[6] Weis, Anton, “Allgemeine Deutsche Biographie “, εκδ. Duncker & Humblot, Λειψία, 1887.
[7] Καποδίστριας, Ιωάννης, “Επιστολαί διπλωματικαί, διοικητικαί και ιδιωτικαί, γραφείσαι από 8 Απριλίου 1827 μέχρι 26 Σεπτεμβρίου 1831”, εκδ. Κωνσταντίνου Ράλλη, Αθήνα, 1841, γ’ τόμος.
[8] Fleming, David C., “John Capodistrias and the Conference of London (1828-1831)”, εκδ. Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1970.
[9] Driault, Edouard, Lheritier, Michel, “Histoire diplomatique de la Grece de 1821 a nos jours”, εκδ. Les Presses Universitaires de France, Παρίσι, 1925, β’ τόμος.
[10] “Ατομικός Φάκελος ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη”, Ιστορικό Αρχείο Μουσείο Ύδρας, Ύδρα, γ’ τετράδιο.
[11] Chapuisat, Edouard, “Jean-Gabriel Eynard et son temps: 1775-1863”, εκδ. A. Jullien, Γενεύη, 1952.
[12] Καποδίστριας, Ιωάννης, “Επιστολαί διπλωματικαί, διοικητικαί και ιδιωτικαί, γραφείσαι από 8 Απριλίου 1827 μέχρι 26 Σεπτεμβρίου 1831”, εκδ. Κωνσταντίνου Ράλλη, Αθήνα, 1841, γ’ τόμος.
[13] Κουτσονίκας, Λάμπρος, “Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863-1865, δ’ τόμος.
[14] Πρεβελάκης, Ελ.- Γλύτσης, Φ., “Επιτομαί εγγράφων του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, Γενική Αλληλογραφία/Ελλάς”, εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1975, α’ τόμος.
[15] Ευαγγελίδης, Τρύφων, “Ιστορία του Όθωνος, βασιλέως της Ελλάδος (1832-1862)”, εκδ. Α. Γαλανός, Αθήνα, 1894.
[16] Βλ. στο ίδιο.
[17] Άννινος, Μπάμπης, “Χρονικά της βασιλείας του Όθωνος”, εκδ. Εστία, Αθήνα, 1889.
[18] Buttlar, Adrian von,  Η Οθωνική Ελλάδα και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους”, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 2002.
[19] “Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος”, Ναύπλιο, ΦΕΚ 16/2/1833.
[20] Παπαδόπουλος – Βρεττός , Ανδρέας, “Πολιτικά σύμμικτα”, εκδ. Αγγελίδη, Αθήνα, 1840.
[21] Heideck, Karl von, “Die bayerische Philhellenen-Fahrt 1826-1829”, εκδ. J. Lindauersche Buchhandlung, Μόναχο, 1897.
[22] Ευαγγελίδης, Τρύφων, “Ιστορία του Όθωνος, βασιλέως της Ελλάδος (1832-1862)”, εκδ. Α. Γαλανός, Αθήνα, 1894.
[23] Βλ. στο ίδιο.
[24] Hederer, Oswald, “ Friedrich von Gärtner 1792-1847. Leben – Werk – Schüler”, εκδ. Prestel Verlag, Μόναχο, 1976.
[25] Μακρυγιάννης, Ιωάννης, “Αρχεία Νεωτέρας Ιστορίας. Αρχείον του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη”, επιμ. Γιάννης Βλαχογιάννης, εκδ. Σ.Κ. Βλαστός, Αθήνα, 1907, β’ τόμος.
[26] Δραγούμης, Νικόλαος, “Ιστορικαί Αναμνήσεις”, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1973, β’ τόμος.
[27] Prokesch von Osten, Anton, “Geschichte des Abfalls der Griechen vom Turkischen Reiche”, εκδ. Akademische Druck und Verlagsanstalt, Graz, 1970, γ’ τόμος.
[28] “Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη”, εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1996, τόμος Β2’.
[29] Βερναρδάκης, Δημήτριος, “Καποδίστριας και Όθων” εκδ. Ερμείας, Αθήνα, 2001.
[30] Galletti, Johann Georg August, Cannabich, Johann Günther Friedrich, Meynert, Hermann, “Allgemeine Weltkunde”, εκδ. C.A. Harthleben, Μόναχο, 1840.
[31] “Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος”, Αθήνα, 1837, ΦΕΚ 24/04/1837.
[32] Seidl, Wolf, “Bayern in Griechenland”, εκδ. Süddeutscher Verlag, Μόναχο, 1970.
[33] Isensee, Florian, “ Amalie 1818-1875: Herzogin von Oldenburg Königin von Griechenland”, εκδ. Kunst- u. Kulturkreis Rastede e.V. , Ολδεμβούργο, 2004.
[34] Καλευράς, Παναγιώτης, “Η Ρωσοφοβία και ο Πανσλαυισμός “, εκδ. Καρτερία, Αθήνα, 1860.
[35] Σταυρινού, Μιράντα, ”Η αγγλική πολιτική και το Κρητικό Ζήτημα 1831-1841”, εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1986.
[36] Κλάψης, Αντώνης, “Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης”, 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα, 2019.
[37] Κολοκοτρώνης, Γενναίος, “Απομνημονεύματα”, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2006.
[38] Βλ. στο ίδιο.
[39] Μελετόπουλος, Χαρίλαος, “Η Ευρωπαϊκή Διπλωματία εν Ελλάδι”, εκδ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1888.
[40] Nerdinger, Winfried ,”Lange Ludwig“, εκδ. Duncker & Humblot, Βερολίνο, 1982.
[41] Δραγούμης, Νικόλαος, “Ιστορικαί Αναμνήσεις”, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1973, β’ τόμος.
[42] Φωτιάδης, Δημήτρης, “Όθωνας – Η μοναρχία”, εκδ. Αφοι Ζαχαρόπουλοι, Αθήνα, 1988.
[43] Κολοκοτρώνης, Γενναίος, “Απομνημονεύματα”, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2006.
[44] Φωτιάδης, Δημήτρης, “Όθωνας – Η έξωση”, εκδ. Αφοι Ζαχαρόπουλοι, Αθήνα, 1988.
[45] Ευαγγελίδης, Τρύφων, “Ιστορία του Όθωνος, βασιλέως της Ελλάδος (1832-1862)”, εκδ. Α. Γαλανός, Αθήνα, 1894.
[46] Bower, Leonard – Bolitho, Gordon, “Otho I, King of Greece: A Biography”,εκδ. Selwyn & Blunt, Λονδίνο, 1939.

 

Βιβλιογραφία – Πηγές

  • Κωνσταντίνος (Βασιλεύς των Ελλήνων), “Χωρίς Τίτλο”, εκδ. “Το Βήμα”, Αθήνα, 2015, α’ τόμος.
  • Bower, Leonard – Bolitho, Gordon, “Othon I, King of Greece: A Biography”, εκδ. Selwyn & Blunt, Λονδίνο, 1939.
  • Thiersch, Heinrich, “Friedrich Thiersch’s Leben (Aus seinen Briefen)”, εκδ. C.F. Winter, Λειψία, 1866, α’ τόμος.
  • Weis, Anton, “Allgemeine Deutsche Biographie“, εκδ. Duncker & Humblot, Λειψία, 1887.
  • Καποδίστριας, Ιωάννης, “Επιστολαί διπλωματικαί, διοικητικαί και ιδιωτικαί, γραφείσαι από 8 Απριλίου 1827 μέχρι 26 Σεπτεμβρίου 1831”, εκδ. Κωνσταντίνου Ράλλη, Αθήνα, 1841, γ’ τόμος.
  • Fleming, David C.,” John Capodistrias and the Conference of London (1828-1831)”, εκδ. Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1970.
  • Driault, Edouard, Lheritier, Michel, “Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours”, εκδ. Les Presses Universitaires de France, Παρίσι, 1925, β’ τόμος.
  • “Ατομικός Φάκελος ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη”, Ιστορικό Αρχείο Μουσείο Ύδρας, Ύδρα, γ’ τετράδιο.
  • Chapuisat, Edouard, “Jean-Gabriel Eynard et son temps : 1775-1863”, εκδ. A. Jullien, Γενεύη, 1952.
  • Κουτσονίκας, Λάμπρος, “Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, εκδ. Δ. Καρακατζάνη, Αθήνα, 1863-1865, δ’ τόμος.
  • Πρεβελάκης, Ελ.- Γλύτσης, Φ., “Επιτομαί εγγράφων του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, Γενική Αλληλογραφία/Ελλάς”, εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1975, α’ τόμος.
  • Ευαγγελίδης, Τρύφων, “Ιστορία του Όθωνος, βασιλέως της Ελλάδος (1832-1862)”, εκδ. Α. Γαλανός, Αθήνα, 1894.
  • “Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος”, Ναύπλιο, ΦΕΚ 16/2/1833.
  • Παπαδόπουλος – Βρεττός, Ανδρέας, “Πολιτικά σύμμικτα”, εκδ. Αγγελίδη, Αθήνα, 1840.
  • Heideck, Karl von, “Die bayerische Philhellenen-Fahrt 1826-1829”, εκδ. J. Lindauersche Buchhandlung, Μόναχο, 1897.
  • Hederer, Oswald, “ Friedrich von Gärtner 1792 – 1847. Leben – Werk – Schüler”, εκδ. Prestel Verlag, Μόναχο, 1976.
  • Μακρυγιάννης, Ιωάννης, “Αρχεία Νεωτέρας Ιστορίας. Αρχείον του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη”, επιμ. Γιάννης Βλαχογιάννης, εκδ. Σ.Κ. Βλαστός, Αθήνα, 1907, β’ τόμος.
  • Δραγούμης, Νικόλαος, “Ιστορικαί Αναμνήσεις”, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1973, β’ τόμος.
  • Prokesch von Osten, Anton, “Geschichte des Abfalls der Griechen vom Turkischen Reiche”, εκδ. Akademische Druck und Verlagsanstalt, Graz, 1970, γ’ τόμος.
  •  “Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη”, εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1996, τόμος Β2’.
  • Βερναρδάκης, Δημήτριος, “Καποδίστριας και Όθων” εκδ. Ερμείας, Αθήνα, 2001.
  • Galletti, Johann Georg August, Cannabich, Johann Günther Friedrich, Meynert, Hermann, “Allgemeine Weltkunde”, εκδ. C.A. Harthleben, Μόναχο, 1840.
  • “Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος”, Αθήνα, 1837, ΦΕΚ 24/04/1837.
  • Seidl, Wolf, “Bayern in Griechenland”, εκδ. Süddeutscher Verlag, Μόναχο, 1970.
  • Isensee, Florian, “Amalie 1818-1875: Herzogin von Oldenburg Königin von Griechenland”, εκδ. Kunst- u. Kulturkreis Rastede e.V., Ολδεμβούργο, 2004.
  • Καλευράς, Παναγιώτης, “Η Ρωσσοφοβία και ο Πανσλαυισμός“, εκδ. Καρτερία, Αθήνα, 1860.
  • Σταυρινού, Μιράντα, ”Η αγγλική πολιτική και το Κρητικό Ζήτημα 1831-1841”, εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1986.
  • Κλάψης, Αντώνης, “Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης”, 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα, 2019.
  • Κολοκοτρώνης, Γενναίος, “Απομνημονεύματα”, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα, 2006.
  • Μελετόπουλος, Χαρίλαος, “Η Ευρωπαϊκή Διπλωματία εν Ελλάδι”, εκδ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1888.
  • Nerdinger, Winfried ,”Lange, Ludwig“, εκδ. Duncker & Humblot, Βερολίνο, 1982.
  • Φωτιάδης, Δημήτρης, “Όθωνας – Η μοναρχία”, εκδ. Αφοι Ζαχαρόπουλοι, Αθήνα, 1988.
  • Φωτιάδης, Δημήτρης, “Όθωνας – Η έξωση”, εκδ. Αφοι Ζαχαρόπουλοι, Αθήνα, 1988.

 

 

“[…] Es lebe Ihre Heimat, die auch für mich die schönste Heimat ist, die Heimat meiner Bildung und meiner Ideale!”
“Ζήτω η Πατρίδα σας, που για μένα είναι η ομορφότερη πατρίδα, η πατρίδα της Παιδείας μου και των Ιδανικών μου!”

Friedrich Thiersch, De l’état actuel de la Grèce et des moyens d’arriver à sa restauration, Leipzig 1833 (1828 – 1833)

 

O Friedrich Wilhelm Thiersch (Ειρηναίος Θείρσιος, 1784 – 1860), απετέλεσε την κορυφαία μορφή του Γερμανικού Φιλελληνισμού, ενώ υπήρξε ο θεμελιωτής της Κλασικής Φιλολογίας και των Ανθρωπιστικών σπουδών στη Βαυαρία. Θεωρούσε την Ελλάδα ως “πραγματική” του πατρίδα, μητέρα της σκέψης και των ιδανικών του, και έτσι ελληνοποίησε το όνομά του σε Ειρηναίος Θείρσιος, με το οποίο είναι ευρύτερα γνωστός. Υπερασπίσθηκε με θέρμη τα δίκαια του Ελληνικού Αγώνα, και βρέθηκε στο στόχαστρο του Metternich και της πρωσικής κυβέρνησης, ως εμπνευστής της Φιλελληνικής Γερμανικής Λεγεώνας, και ως φλογερός πρόμαχος της Ελληνικής Επανάστασης. Στην εποχή του αναγνωρίστηκε ως “Praeceptor Bavariae“, δάσκαλος του βαυαρικού Γένους και θεμελιωτής της ουμανιστικής παιδείας στη Βαυαρία, όπως αντίστοιχα, θεωρείται ο φιλόσοφος Wilhelm von Humboldt (1767-1835) θεμελιωτής του εκπαιδευτικού συστήματος στην Πρωσία.[1]

Ο μαχητικός Ειρηναίος Θείρσιος γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου 1784 στο χωρίο Kirchscheidungen (Sachsen – Anhalt) και ήταν ο δεύτερος γιος του γεωργού Benjamin Thiersch. Ένας από τους αδερφούς του ήταν ο κλασικός φιλόλογος και συνθέτης του πρωσικού εθνικού ύμνου (Preußenlied), Βernhard Thiersch. Ο γνωστός ζωγράφος από το Μόναχο, Ludwig Thiersch (1825-1909), ήταν γιος του, και ο αρχιτέκτων και ζωγράφος Friedrich von Thiersch (1852-1921) εγγονός του. Από το 1804 και εξής σπούδασε φιλολογία και θεολογία στη Λειψία και το Göttingen, και από το 1808 παρέδιδε μαθήματα ιδιωτικώς. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Göttingen απέκτησε στενές επαφές με κάποιους συμφοιτητές, οι οποίοι γνώριζαν ελληνικά τραγούδια. Έτσι πυροδοτήθηκε το ενδιαφέρον του για την πραγματικότητα των σύγχρονων Ελλήνων. Το 1809 έφθασε στο Μόναχο για να διδάξει στο Wilhelmsgymnasium και από το 1811 και στο Λύκειο. Ίδρυσε το Φιλολογικό Ινστιτούτο (1812), το οποίο έκτοτε διαμορφώνει την εκπαίδευση δασκάλων στη Βαυαρία, και θεμελίωσε το σχολικό και πανεπιστημιακό σύστημα σε νεοανθρωπιστική κατεύθυνση. Ήδη από το 1809 ήρθε σε σύγκρουση με τους προϊσταμένους του στο Γυμνάσιο του Μονάχου και τον κύκλο του Βαρόνου Johann Christoph von Aretin, ο οποίος εξέφραζε φιλοναπολεοντικές θέσεις. Το 1811 κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού, κατηγόρησε τον κύκλο του Aretin για μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, αν και φαίνεται η επίθεση να είχε ερωτικό και όχι ιδεολογικό ή πολιτικό κίνητρο.[2]

Μετά την ανάδειξη του σπουδαίου Φιλέλληνα Λουδοβίκου Α´ στον βαυαρικό θρόνο (13 Οκτωβρίου 1825), ο Thiersch ανέλαβε την αναδιοργάνωση του συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έλαβε την έδρα Κλασικής Φιλολογίας, όταν το κρατικό πανεπιστήμιο μεταφέρθηκε στο Μόναχο. Το 1829 έγινε Πρύτανης του Λουδοβίκιου Μαξιμιλιανού Πανεπιστημίου και ίδρυσε το πρώτο σεμινάριο Κλασικής Γραμματείας στη Γερμανία. Σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών που εξέδωσε για τα γυμνάσια της Βαυαρίας, η διδασκαλία μειώθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην εκμάθηση των αρχαίων γλωσσών, ικανοποιώντας το ιδεολογικό πρόγραμμα του Βαυαρού μονάρχη.

O Θείρσιος προέβλεψε την αναγέννηση των Ελλήνων μία δεκαετία πριν το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης και συνέβαλε καθοριστικά στη γένεση ολόκληρου του γερμανικού φιλελληνικού ρεύματος.[3] Καθοριστικής σημασίας ήταν η συγγραφική δραστηριότητα Γερμανών πανεπιστημιακών υπέρ της Ελλάδας πριν το 1821. Δίχως αυτήν “θα ήταν αδιανόητο να φανταστούμε το κύμα συμπάθειας που περιγράφεται σε γερμανικά κείμενα μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης“[4]. Η συγκέντρωση γνώσεων και πληροφοριών για τα ελληνικά πράγματα, δύο περίπου γενιές πριν το 1821, διαμόρφωσε μία εικόνα για την Ελλάδα και ένα κίνημα συμπαράστασης. Σε ό,τι αφορά τους κύκλους της διανόησης στη Γερμανία, ο Thiersch βρίσκεται μαζί με τον καθηγητή φιλοσοφίας στο Königsberg, Wilhelm Traugott Krug (1770 – 1842) στην πρώτη γραμμή του αγώνα υπέρ της Ελλάδας. Μάλιστα ο Krug ήταν ο πρώτος Γερμανός λόγιος που τάχθηκε δημόσια υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων. Το Πάσχα του 1821 κυκλοφόρησε προκήρυξη με θέμα “Η αναγέννηση της Ελλάδας” (Griechenlands Wiedergeburt) και έκανε έκκληση για στήριξη του ελληνικού αγώνα. Μάλιστα τόνιζε ότι “η κυριαρχία των Τούρκων δε μπορεί να θεωρηθεί με κανέναν τρόπο νόμιμη, είναι απλά παράνομη … τίποτε δε μπορεί να θεμελιώσει νομικά την επικράτηση ενός λαού έναντι ενός άλλου”.[5] Η προκήρυξη του κυκλοφόρησε και πέραν των γερμανικών συνόρων (Πολωνία, Ολλανδία), ενώ στα ελληνικά κυκλοφόρησε με μορφή χειρογράφου και δημοσιεύθηκε ανώνυμα μόλις το 1861.[6]

Τις ίδιες θέσεις είχε υιοθετήσει και ο Thiersch, η σκέψη και κοσμοθεωρία του οποίου είχαν διαμορφωθεί από τον πολιτικό προτεσταντισμό, τον φιλελευθερισμό, το νεοανθρωπισμό και τον χριστιανισμό του. Στην προκήρυξη του “Η σωτηρία της Ελλάδας, η υπόθεση της υπόχρεης Ευρώπης”, προπαγάνδιζε τη θέση του υπέρ του ελληνικού Αγώνα, στηριζόμενος σε ένα επιχείρημα χρέους απέναντι στην Ελλάδα. Η Ευρώπη όφειλε την καταγωγή και πρόοδο της στην αρχαία Ελλάδα, και τώρα θα έπρεπε να ανταποδώσει την ευγνωμοσύνη της στους απογόνους της. Στην ελληνική Επανάσταση έβρισκε την ιδανική ευκαιρία για την αποπληρωμή του ηθικού τους χρέους, την οποία οι συμπατριώτες του ολόψυχα έπρεπε να εκμεταλλευτούν.

Από τις γραμμές της εφημερίδας Augsburger Allgemeine Zeitung, ο Thiersch επιδίωκε, με το κύρος ενός από τους πολυτιμότερους συνεργάτες της, να ενημερώνει το γερμανικό κοινό για τα ελληνικά πράγματα και να ξιφουλκεί υπέρ των ελληνικών δικαίων. Διατηρούσε ένα δίκτυο επαφών στην Ελλάδα, ώστε να ενημερώνεται πρωτογενώς. Μέσω της σειράς άρθρων του στην εφημερίδα Augsburger Allgemeine “Von der Isar” (από τον Ίσαρ, 2/6 – 17/9/1821), συγκρούεται ανοικτά με τις θέσεις του “Αυστριακού Παρατηρητή“ (Österreichischer Beobachter), την ανθελληνική εφημερίδα, όργανο του Metternich. Tα “επικίνδυνα επαναστατικά παιχνίδια” του καθηγητή Thiersch στο ζοφερό πολιτικό κλίμα της Γερμανίας πριν τον Μάρτιο του 1848, θέτουν τη ζωή και την υπόληψή του σε άμεσο κίνδυνο. Βρίσκεται στο στόχαστρο της αυστριακής αστυνομίας, ενώ ακόμη πιο εχθρική και καχύποπτη είναι η κυβέρνηση της Πρωσίας. Το φλογερά μαχητικό του πνεύμα ωστόσο δεν κάμπτεται, και στις 18/9/1821 κάνει έκκληση για τη δημιουργία μιας Φιλελληνικής, Γερμανικής Λεγεώνας. Με οξύ τρόπο αντιδρά στην πρότασή του ο Πρώσος υπουργός εξωτερικών, Christian Günther von Bernstorff (1769–1835), εγκαλώντας τον καθηγητή δημόσια για “αναίδεια και πλήρη παρανόηση των καθηκόντων του”. Η πρωσική κυβέρνηση διέκρινε τον πραγματικό κίνδυνο, ότι η ενίσχυση του φιλελληνικού ρεύματος θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό πίεσης εναντίον του καθεστώτος και για πλήθος άλλων εσωτερικών ζητημάτων. Εξ ου και η φίμωση του Τύπου στην Πρωσία σε ό,τι αφορούσε το ελληνικό ζήτημα.[7] Νιώθοντας την ανάγκη να αυτοπροστατευθεί, ο Θείρσιος αποκήρυξε εικονικά τα σχέδια του στην Allgemeine Zeitung, δίχως στην πραγματικότητα να εγκαταλείπει τον φιλελληνικό του αγώνα.[8]

Κατά τους σχεδιασμούς του Thiersch, η δημιουργία και η πολεμική εμπλοκή μιας γερμανικής λεγεώνας στην Ελλάδα θα έβρισκε χρηματοδότηση από τα Φιλελληνικά Κομιτάτα, με το Μόναχο να αποτελεί το κεντρικό σημείο συντονισμού για την συλλογή της βοηθείας. Προκειμένου να υλοποιηθεί η πρότασή του, ήρθε σε επαφή με Έλληνες της Τεργέστης και της Βιέννης και με πατριώτες, όπως π.χ. ο Θεοχάρης Κεφαλάς. Ο βασικός υποστηρικτής των ιδεών του, τόσο στη θεωρία, όσο και στην πράξη, ήταν ο Βαυαρός μονάρχης Λουδοβίκος Α´. Όταν όμως η αυστριακή αστυνομία έλαβε γνώση των σχεδίων του τον Ιούλιο του 1821, η εκτέλεση του εγχειρήματος του ανεστάλη. Αρχικός στόχος ήταν η αποστολή γερμανικού στρατιωτικού σώματος, με έναν στρατηγό που θα εκτελούσε τις διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης, και το οποίο θα αναλάμβανε τη στρατιωτική εκπαίδευση των Ελληνικών στρατεύσιμων. Τελικά, σχηματίσθηκε Γερμανική Λεγεώνα από στρατιωτικά ανεκπαίδευτους εθελοντές, η οποία έφθασε στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1822. Παρά τις υψηλές προσδοκίες για την προσφορά της στον Αγώνα, δεν πραγματοποίησε κανέναν από τους στόχους της και αυτοδιαλύθηκε λίγο αργότερα.

Ο Θείρσιος επιχείρησε εκ νέου να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά του στα τέλη 1825 – αρχές 1826, όταν αντιλήφθηκε ότι το κλίμα στην Ευρώπη μεταστρέφεται θετικά υπέρ των Ελλήνων. Αν και η φιλοδοξία του δεν ικανοποιήθηκε, πέτυχε εν τούτοις την ίδρυση ενός συλλόγου για τους Έλληνες στο Μόναχο, κατά το πρωσικό πρότυπο. Ο σύλλογος του Μονάχου αναλάμβανε τη συλλογή και αποστολή χρηματικών ποσών στη Φιλελληνική Επιτροπή του Παρισιού. Ο Λουδοβίκος διέθετε μεγάλα ποσά για τον Ελληνικό Αγώνα. Ενδιαφερόταν προσωπικά για τους Έλληνες που διέμεναν στη Βαυαρία, απένειμε υποτροφίες σε Έλληνες σπουδαστές του Μονάχου και παρακολουθούσε την πρόοδό τους. Χάρη στη μεσολάβηση του Thiersch, έφθασαν στο Μόναχο ως υπότροφοι της Στρατιωτικής Σχολής, οι Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892) και Σκαρλάτος Σούτσος (1806-1887). Ο Λουδοβίκος υιοθέτησε την πρόταση του Thiersch για παραχώρηση της Salvatorkirche στην ελληνική κοινότητα του Μονάχου και τη συνακόλουθη μετατροπή του ναού από καθολικό σε ορθόδοξο. Το 1826 έστειλε μία αντιπροσωπεία δώδεκα Βαυαρών στην Ελλάδα υπό την καθοδήγηση του αντισυνταγματάρχη Carl Wilhelm von Heideck (1788–1861), με σκοπό την οργάνωση τακτικού στρατού και την ανάληψη πολεμικών δράσεων υπό ελληνικές διαταγές.

Όταν ο Heideck αποχώρησε από την Ελλάδα, βαριά κτυπημένος από ελονοσία, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε να επισκεφθεί ο Φιλέλληνας Θείρσιος και να γνωρίσει την πατρίδα των ιδανικών του. Η θέση που άφηνε πίσω του ο Heideck κενή, έπρεπε να καλυφθεί από  κάποιο άλλο, έμπιστο πρόσωπο του Λουδοβίκου Α. Ο Λουδοβίκος εμπιστευόταν τoν Τhiersch για ζητήματα παιδείας και πολιτικής στη Βαυαρία, ενώ αυτός διέθετε επιπλέον ένα πολύ δυνατό πλεονέκτημα. Την ελληνομάθειά του, η οποία τον καταστούσε μοναδικό σύμβουλο του επί των ελληνικών ζητημάτων στη βασιλική αυλή. Στις 21 Αυγούστου 1831 αναχώρησε με μια άμαξα για την Τεργέστη, από όπου θα έπλεε προς την Ελλάδα. Η επίσημη αιτιολόγηση του ταξιδιού του ήταν η διεξαγωγή αρχαιογνωστικής έρευνας, αποκρύπτοντας τους πολιτικούς στόχους της αποστολής. Φθάνει στην Ελλάδα μερικές μόνο ημέρες πριν τη δολοφονία του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831) με σκοπό να μεταφέρει την εικόνα της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης του αναδυόμενου ελληνικού κράτους στη βαυαρική αυλή.

Ο Friedrich Thiersch έφθασε στην Ελλάδα πριν την έλευση του Όθωνα, και μάλιστα είναι ο πρώτος Γερμανός φιλόλογος που ήλθε στη χώρα.[9] Παρέμεινε στην Ελλάδα από τις 14 Σεπτεμβρίου 1831 ως τις 4 Σεπτεμβρίου 1832. Τις εντυπώσεις του στην Ελλάδα αποτύπωσε στο δίτομο έργο του “De l’état actuel de la Grèce et des moyens d’arriver à sa restauration”(1833).

 

Friedrich Thiersch, De l’état actuel de la Grèce et des moyens d’arriver à sa restauration, Leipzig 1833 (1828 – 1833)

 

Με το ξεκίνημα της οθωνικής περιόδου έφθασε από τη Γερμανία ένα πλήθος ζωγράφων, αρχιτεκτόνων και αρχαιογνωστών στην Ελλάδα, “επανορθώνοντας“ για την αξιοσημείωτη απουσία Γερμανών περιηγητών στη διάρκεια των 17ου και 18ου αιώνα.

Η δια ζώσης γνωριμία του με τους Έλληνες δεν ανέτρεψε τα φιλελληνικά του αισθήματα, που ως τη στιγμή της άφιξης του σχετίζονταν με την αγάπη του για τα κλασικά ιδεώδη. Το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας αναγνώριζε στους σύγχρονους Έλληνες, στους οποίους διέκρινε έντονη φιλομάθεια. Αντιστοίχιζε την εσωτερική τους ομορφιά με το εξωτερικό κάλλος, το οποίο έβλεπε σε άντρες και γυναίκες – ομορφιά που ονομάζει κλασική, που συναντά “στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και στις οικογένειες των καπεταναίων και προκρίτων”[10]. Ως καθοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη των διανοητικών τους ικανοτήτων, την ανδρεία και τη δίψα τους για μάθηση, θεώρησε την επενέργεια του κλίματος[11]. Η επαφή του με τους νεότερους Έλληνες επιβεβαίωσε την αντίληψη του για την αδιάκοπη συνέχεια του ελληνισμού δια μέσου των αιώνων. Για αυτόν το λόγο θα γίνει σφοδρός πολέμιος των θέσεων του Fallmerayer: σε άρθρο του στην Allgemeine Zeitung θα του απευθύνει ευθέως το ερώτημα «Είναι ο Όθων βασιλεύς των Ελλήνων ή των Σλάβων;» (28.10.1835), ενώ λίγες μέρες αργότερα, θα επιτεθεί στον οπαδό του Fallmerayer, αντιβασιλέα Ludwig von Maurer, για το σύγγραμμα που εξέδωσε για τον ελληνικό λαό (01.11.1835)[12].

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Thiersch έτρεφε μεγάλη αγάπη και σεβασμό για τους Έλληνες. Η αντίθεση του με τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831), και η σύνδεση του στην Ελλάδα με αντικαποδιστριακούς κύκλους, ίσως συνέβαλαν στην παραγνώριση του Φιλελληνισμού του. Αξίζει να αναφερθούμε εν συντομία στις πολιτικές θέσεις του, προκειμένου να σχηματίσουμε μία νηφάλια εικόνα για τον ίδιο. Ένα γεγονός λ.χ. που λύπησε πολιτικούς κύκλους στη Γερμανία και την Ευρώπη, ήταν ότι ο Thiersch δε συμπεριλήφθηκε ως μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος συνέβαλε καθοριστικά στην άφιξη του νεαρού μονάρχη και της Αντιβασιλείας του στο Ναύπλιο το 1833. Οι λόγοι φαίνεται να ήταν πολιτικοί, καθώς ο επηρεασμένος από τον πολιτικό προτεσταντισμό και πρώιμο φιλελευθερισμό, Θείρσιος, τασσόταν ανοικτά υπέρ ενός φιλελεύθερου, συνταγματικού κράτους, το οποίο θα λειτουργούσε ως τροχοπέδη στον θεσμό της μοναρχίας. Ατυχής ίσως σύμπτωση, αν αναλογισθεί κανείς το βάθος της γνώσης του για τα ελληνικά πράγματα, την ένθερμη υποστήριξη των δικαίων του ελληνικού λαού, αλλά και μία σειρά από μεταρρυθμίσεις δικής του εμπνεύσεως, που καθρεφτίζουν την επίσης πρακτική, πολιτική του ιδιοσυγκρασία: “λιτότητα στον οικονομικό τομέα με συρρίκνωση του δημοσιοϋπαλληλικού προσωπικού και του σώματος των αξιωματικών, ένταξη των αγωνιστών της Επανάστασης στην ελληνική άμυνα χωρίς αλλαγή της παραδοσιακής ενδυμασίας και των εγχώριων όπλων, διανομή της γης στους άκληρους αγρότες και προστασία αυτών από τους μεγαλογαιοκτήμονες.”[13]

Ο Thiersch ήταν μέλος της Φιλόμουσου Εταιρείας από το 1814, στήριζε τα ελληνικά σχολεία στην οθωμανική επικράτεια, και είχε γνωρίσει τους Ιωάννη Καποδίστρια, Ιγνάτιο της Ουγγροβλαχίας,  Άνθιμο Γαζή και Αδαμάντιο Κοραή. Ο Κοραής τον έπεισε για τη δημιουργία του Athenäum, ενός οικοτροφείου για νεαρούς Έλληνες, το οποίο ιδρύθηκε μεταξύ 1815 – 1817 στο Μόναχο. O Thiersch φέρεται να είναι επίσης ο μεταφραστής του μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου Σούτσου “Ο εξόριστος” (1831) στα γερμανικά. Πρόκειται για την πρώτη μετάφραση ελληνικού διηγήματος σε ξένη γλώσσα μετά το 1830.[14] Μολονότι το όνομα του μεταφραστή δεν αναφέρεται στη γερμανική έκδοση του κειμένου από το έτος 1837, είναι αρκετά πιθανό αυτή η παράλειψη να συνέβη και πάλι για λόγους αυτοπροστασίας του Thiersch, καθώς στην Πρωσία ήταν persona non grata.

Την τακτική της αποσιώπησης της ταυτότητάς του ακολούθησε ούτως ή άλλως μεταξύ των ετών 1835-1837, οπότε και εντατικοποιήθηκε η σχέση του με την Allgemeine Zeitung, ειδικά όταν αναφερόταν στην πολιτική του Metternich. Και η ίδια η εφημερίδα φρόντιζε για την προστασία του συντάκτη της, για αυτό εξέδιδε τα άρθρα του ανυπόγραφα. Ένας άλλος τρόπος του Τhiersch να διαφύγει της λογοκρισίας που του είχε επιβληθεί, ήταν να δημοσιεύει επιστολές από την Ελλάδα προς τη σύζυγό του στο λογοτεχνικό περιοδικό του εκδοτικού Οίκου Cotta, “Morgenblatt für gelehrte Stände”, στις οποίες μετέφερε πληροφορίες για την κατάσταση στην Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο εξακολουθούσε να ενημερώνει το κοινό του χωρίς να γίνεται απροκάλυπτα στόχος του καθεστώτος.[15]

Στην πολύπλευρη προσφορά του προς την Ελλάδα ας προστεθεί και η δράση του στη χώρα μας ως αρχαιολόγος. Αλλο ένα τεκμήριο της αγάπης του. Κατά τη διάρκεια της μονοετούς παραμονής του ολοκλήρωσε πολλές μικρές ανασκαφές στο Άργος, το Ηραίον του Άργους, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, τη Νεμέα, την Αίγινα και τους Δελφούς. Εκτός από τον δεδομένο του ενθουσιασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ενδιαφέρθηκε για τα βυζαντινά και νεότερα μνημεία, στους τόπους τους οποίους επισκέφθηκε, ενώ φρόντιζε να ενημερώνεται και για περισσότερο πρόσφατα ιστορικά γεγονότα.

Το 1841 τιμήθηκε με τον τίτλο του Ανώτερου Ταξιάρχη (Großkomtur) από το ελληνικό Τάγμα του Σωτήρος (Erlöser Orden), πρώτος αρχηγός του οποίου ήταν ο βασιλέας Όθων της Ελλάδας. Όταν επέστρεψε στην Βαυαρία, διετέλεσε από το 1848 έως το 1859 Πρόεδρος της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών. Το 1855 εξελέγη μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Το 1855 του απονεμήθηκε το παράσημο του Τάγματος της Αξίας του Βαυαρικού Στέμματος και απέκτησε τον τίτλο του ιππότη (Ritter).

O Friedrich Wilhelm Ritter von Thiersch πέθανε στο Μόναχο στις 25 Φεβρουαρίου 1860. O τάφος του βρίσκεται στο Παλαιό Νότιο Κοιμητήριο του Μονάχου (Alter Südlicher Friedhof).

 

O Τάφος του Friedrich Wilhelm Thiersch στην Γερμανία

 

Το όνομα του έχει δοθεί προς τιμήν του στην οδό Thierschstrasse στο Μόναχο, ενώ στην Αθήνα η οδός Θειρσίου κοντά στην πλατεία Αττικής, θυμίζει ακόμη στους Έλληνες την προσφορά του φλογερού εκείνου προμάχου του Ελληνικού Αγώνα.

Η ΕΕΦ και η Ελλάδα θα τιμούν αιώνια τον μεγάλο αυτό άνθρωπο του πνεύματος και Φιλέλληνα.

 

Παραπομπές

[1] Πρβλ. Selbmann, σ. 1.
[2] https://www.deutsche-biographie.de/sfz82498.html
[3] Τurczynski, σ. 11.
[4] Grimm, σ. 30, παρατίθεται στο: Τurczynski, σ. 11.
[5] Τράκα, σ. 53.
[6] Ο.π., σ. 54.
[7] Πρβλ. Λάσκαρι, σ. 31-34.
[8] Τράκα, σ. 56.
[9] Σπηλιοπούλου, σ. 2, 3.
[10] Κεφαλίδου, σ. 135 – 136.
[11] Ο.π., σ. 142.
[12] Σπηλιοπούλου, σ. 11.
[13] Παππάς
[14] Dimadis, σ. 1.
[15] Πρβλ. Σπηλιοπούλου, σ. 1.

 

Πηγές και Βιβλιογραφία

  • deutsche-biographie.de
  • Dimadis, Konstantinos A., „Friedrich Thiersch und die Voraussetzungen für die erste Übersetzung eines griechischen Romans im deutschsprachigen Raum nach 1830: Der Verbannte von 1831 von Alexandros Soutsos“, στο Blume, H.- D. und Lienau, C. (Hg): Choregia, Münstersche Griechenland-Studien (2010)
  • Grimm, Gerhard, „Griechenland in Forschung und Lehre an den deutschen Universitäten vor der Ausbruch des griechischen Unabghängigkeitskrieges“, στο: Philhellenismus & die Modernisierung, σ. 29 – 46.
  • Κεφαλίδου, Σεβαστή, Πώς βλέπουν οι Ευρωπαίοι Φιλέλληνες Περιηγητές και τεχνοκράτες τους υπόδουλους Έλληνες και την ελληνική πραγματικότητα (κοινωνία – πολιτική- παιδεία). Μεταπτυχιακή εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2005
  • Konstantinou, Εvangelos, Griechenlandbegeisterung und Philhellenismus, Europäische Geschichte Online, 22-10-2012
  • Παππάς, Γιάννης, Friedrich Thiersch: Ο βίος και το έργο ενός κορυφαίου και αδικημένου Φιλέλληνα, bavaria.de, 25.04.2019
  • Selbmann, Rolf, Kefes, Peter, „Friedrich Thiersch und der Neuhumanismus in Altbayern. Wahrheit & Legende.“, Wilhelmsgymnasium München, Jahresbericht 1991/92, σ. 94- 121.
  • Σπηλιοπούλου, Ιωάννα, Το ταξίδι του Ειρηναίου Θειρσίου στην Ελλάδα (1831-1832) µέσα από την αλληλογραφία του µε τη γυναίκα του ως πηγή µαρτυρίας για τις ιδεολογικές διενέξεις αναφορικά µε τις ρίζες του ελληνικού πολιτισµού, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, eens.org.
  • Τράκα, Θεολογία, H Ελλάδα και ο Ελληνικός Αγώνας για την Ανεξαρτησία μέσα από τη γερμανόφωνη πεζογραφία της δεκαετίας του 20 κατά τον 19ο αιώνα. Διδακτορική Διατριβή. Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα, 2012.
  • Turczynski, Emmanuel, Anmerkungen zu den wechselseitigen Kulturbeziehungen, στο: Hänsel, Bernhard, Die Entwicklung Griechenlands & die deutsch-griechischen Bezierhungen im 19. & 20. Jahrhundert, Verlag Otto Sagner, München 1990, σ. 9-21.

 

 

We are all Greeks

H διαχρονικά γνωστή φράση – σύνθημα, που παρακινούσε την βρετανική και ευρωπαϊκή κοινή γνώμη του 1821, σε στράτευση υπέρ του Ελληνικού Αγώνα, προέρχεται από έναν λεπτεπίλεπτο, στοχαστικό και παραγνωρισμένο, στην εποχή του, ποιητή, τον Άγγλο Πέρσι Σέλλευ.

Αντισυμβατικός από τα εφηβικά του χρόνια, μαχητικός πολέμιος του κατεστημένου, ακόμη και της Εκκλησίας και της μεγαλοιδιοκτησίας, περιθωριοποιήθηκε και κυνηγήθηκε εξαιτίας της αγάπης του για την Αλήθεια και την Ελευθερία. Με το έργο του ο Shelley υπήρξε ο οιστρηλατημένος προφήτης της Ελληνικής Επανάστασης.

Στο εμβληματικό έργο του, Hellas, το οποίο συνέθεσε το φθινόπωρο του 1821, αναγγέλλει με βεβαιότητα την έλευση μίας νέας εποχής στην Ευρώπη και την απαρχή ενός αγώνα “που αγγέλλει να παράγει νέες γενιές προκειμένου να ολοκληρώσει εκείνο το πεπρωμένο, που οι τύραννοι προβλέπουν και τρέμουν”. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός του, φύσει ειρηνιστή Shelley, διασταυρώθηκε με τον θαυμασμό του για την κλασική Αθήνα, ως πρωτοπόρο ενός φιλελεύθερου πολιτικού συντάγματος. Ο Shelley αναγνώρισε στο πρόσωπο του σύγχρονου Έλληνα τον φυσικό διάδοχο του αρχαίου. Η αγάπη του αγκάλιασε τον ελληνικό πολιτισμό στη διαχρονικότητά του, αναγνωρίζοντας τον ως δημοκρατικό. Ο πρόωρος και τραγικός του θάνατος από πνιγμό δεν του επέτρεψε να υλοποιήσει το όνειρό του και να επισκεφθεί την Ελλάδα, ούτε να γίνει μάρτυρας της έκβασης του ελληνικού αγώνα για ανεξαρτησία.

Πρόλαβε, ωστόσο, όσο ζούσε, να μεταλαμπαδεύσει τον ενθουσιασμό του και την πίστη του στην Επανάσταση στον στενό του φίλο, Λόρδο Βύρωνα, ο οποίος θα κατέβει στην Ελλάδα το 1823. Οι τρεις κοντινοί του φίλοι, Λόρδος Βύρων, Eduard John Trelawny και Leigh Hunt, θα αποχαιρετήσουν τον Φιλέλληνα επαναστάτη Shelley, όπως άρμοζε. Με μια αρχαιοπρεπή, τελετουργική καύση της σορού του στην παραλία, προσφέροντάς του σπονδές, με τις αστυνομικές αρχές να παραφυλούν το πλήθος που εμβρόντητο παρακολουθούσε μίαν αλλόκοτη τελετή.

O Percy Bysshe Shelley (1792 – 1822), γεννήθηκε στο Field Place, κοντά στο Horsham, στο δυτικό Sussex της Αγγλίας, και ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οκταμελούς οικογένειας του Sir Timothy Shelley, βουλευτή των Whigs κατά τα έτη 1790 – 1792 και 1806 – 1812. Υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογενείας και από νωρίς εξέφρασε ριζοσπαστικές ιδέες, στρεφόμενος εναντίον κάθε παραδοσιακού θεσμού. Ενδεχομένως η διαμόρφωση της στάσης ζωής του υπέρ των αδύναμων ή ανυπεράσπιστων να έχει την προέλευσή της στις αρνητικές του εμπειρίες στο Κολλέγιο Eton (από το 1804 και εξής), όπου η ευαίσθητη, καλοσυνάτη φύση του τον έκαναν πόλο έλξης για πειράγματα ή και βασανιστήρια από τους μεγαλύτερους ηλικιακά μαθητές. Κάτι που ωστόσο ο ίδιος δεν ανταπέδιδε στους νεότερούς του.

Στις 10 Απριλίου 1810 εγγράφεται στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, βρίσκει καταφύγιο στην πολύωρη, καθημερινή μελέτη, και εκδίδει το πρώτο του, γοτθικό, μυθιστόρημα με τίτλο Zastrozzi (1810). Στο έργο του αυτό, εκθέτει για πρώτη φορά την αθεϊστική κοσμοθεωρία του. Από κοινού με τον συμφοιτητή και φίλο του, Thomas Jefferson Hogg (1792 – 1862), εκδίδουν ένα φυλλάδιο με ποιήματα που τιτλοφορείται Posthumous Fragments of Margaret Nicholson (1810), στο οποίο ο Shelley εκφράζει τις πρώτες πολιτικές του απόψεις για τον πόλεμο, την κυβέρνηση και την κοινωνία. Έναν χρόνο αργότερα, ο ίδιος και ο Hogg αποβάλλονται από το πανεπιστήμιο, αφότου έχουν κυκλοφορήσει ανώνυμα μία μπροσούρα με τον τίτλο The necessity of Atheism (“Η αναγκαιότητα της Αθεΐας”). Με αυτήν του την κίνηση ο Shelley επέσυρε την προσοχή των πανεπιστημιακών αρχών, οι οποίες ζητούσαν απαντήσεις σχετικά με την πατρότητά του κειμένου. Η άρνηση του Shelley να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση, οδήγησε στην αποπομπή του από το πανεπιστήμιο, δίνοντας ήδη το στίγμα της υπερήφανης πορείας του που θα ακολουθήσει ως το θάνατο.

Η πορεία του αυτή δεν φαίνεται να αποτελεί απόρροια κάποιας επιφανειακής, μετεφηβικής επαναστατικότητας. Η απροθυμία του να συμμορφώνεται κοινωνικά, ανακατασκευάζοντας ή λογοκρίνοντας γραπτά του, θα αποθαρρύνει αργότερα στη ζωή του πολλούς εκδότες και περιοδικά από την έκδοση του έργου του, ώστε να μην κατηγορηθούν για βλασφημία ή υποκίνηση ανταρσίας.

Το γνήσια αντικομφορμιστικό πνεύμα του Shelley, φωτίζουν καλύτερα ορισμένες πληροφορίες για την προσωπική του ζωή. Είναι γνωστή λ.χ. η ερωτική του ελευθεριότητα, η οποία ίσως χαρακτήριζε και άλλα πρόσωπα του κύκλου του (Byron, Trelawny). Δεν έπαυε ωστόσο να είναι σκανδαλώδης για τα ήθη της εποχής.

Τέσσερις μήνες μετά την αποπομπή του από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, απογοητευμένος από το αποτυχημένο ειδύλλιο με την ξαδέρφη του, Harriet Grove, γνωρίζει και νυμφεύεται στα κρυφά τη δεκαεξάχρονη Harriet Westbrook, με την οποία αποκτά έναν γιο και μια κόρη. Το ζευγάρι συγκατοικεί με τη μεγαλύτερη αδερφή της Harriet, και ο Shelley προσκαλεί σε συγκατοίκηση τον καλό του φίλο, Hogg, από τον οποίο ζητά να αποχωρήσει όταν αναπτύσσει αισθήματα για τη Harriet. Ο δεσμός του με τη Hariett φαίνεται να μην του εξάπτει το διανοητικό του ενδιαφέρον και σταδιακά αναζητά έμπνευση εκτός γάμου. Αναπτύσσει έναν πλατωνικό έρωτα με τη δασκάλα Elizabeth Hitchener, μούσα της ουτοπικής του αλληγορίας Queen Mab (1813), ενώ το 1814 θα γνωρίσει τη δεύτερη σύζυγό του, Mary Wollstonecraft Godwin, μετέπειτα Shelley.

Η Μary Shelley (1797 – 1851), μετέπειτα συγγραφέας του Frankenstein or The Modern Prometheus (1818), είναι κόρη του αναρχικού φιλοσόφου και πνευματικού του καθοδηγητή, William Godwin (1756 –1836) και της πρώιμης φεμινίστριας, Mary Wollstonecraft, η οποία πέθανε μερικές ημέρες μετά τον τοκετό της κόρης της. Ο Shelley καταφεύγει με τη Mary και τη θετή αδελφή της, Claire, στην Ελβετία και τη Γαλλία για έξι μήνες, ενώ παραμένει παντρεμένος με την Harriet, η οποία κυοφορεί το τρίτο τους παιδί. H Claire γνωρίζει τον Λόρδο Βύρωνα στη Γενεύη και μένει έγκυος στην κόρη τους, Allegra.

Οι κινήσεις αυτές μοιάζουν συναρπαστικές για ένα νεαρό και ανήσυχο πνεύμα, αποφέρουν όμως μεγάλο ψυχικό κόστος. Επιστρέφοντας στην Αγγλία, ο Shelley θα βρεθεί αντιμέτωπος με την οργή του Godwin. Όσο το ζευγάρι βρισκόταν, με προτροπή της Claire, στη Γενεύη, η Harriet αυτοκτονεί, γεγονός που συγκλονίζει τον Shelley. Ακόμη δύο απώλειες ακολουθούν: τα δύο παιδιά που αποκτά με τη Mary πεθαίνουν (William 1816 – 1819, Clara Everina 1817 – 1818). Εν τέλει μόνο το τρίτο του παιδί, ο Percy Florence Shelley (1819 – 1889) θα επιζήσει.

Χάρη στην παρέμβαση της Claire, o Shelley έρχεται το 1818 σε επαφή με τον Byron στη Γενεύη, όπου νοικιάζουν διπλανά σπίτια στις όχθες της λίμνης. Αλληλεπιδρούν δημιουργικά και περνούν καθημερινά χρόνο μαζί. Ο Shelley ολοκληρώνει τα έργα Mont Blanc (1816) και Hymn to Intellectual Beauty (1817), και ενθαρρύνει τον Βύρωνα στη σύνθεση του Don Juan (1819). Ακολουθούν και άλλες γόνιμες για το ανήσυχο πνεύμα του γνωριμίες, αυτή τη φορά στην Αγγλία, όπου παραμένει ως τον Μάρτιο του 1818, με τους ποιητές Leigh Hunt (1784 – 1859) και John Keats (1795 – 1821). Το ζευγάρι και η Claire εγκαταλείπουν την Αγγλία στις 11 Μαρτίου 1818 και ξεκινούν ένα οδοιπορικό στην Ιταλία, με σκοπό μια συνάντηση με τον Byron, ο οποίος στο μεταξύ βρίσκεται στη Βενετία. Κατοικούν σε διάφορες πόλεις, μεταξύ των οποίων η Φλωρεντία, η Ρώμη, τέλος η Πίζα, από όπου ο Shelley μεταβαίνει συχνά στο Λιβόρνο και τη Λούκκα. Συνταραγμένος από τα γεγονότα της αιματοβαμμένης συγκέντρωσης στο Πίτερλου, Μάντσεστερ (Peterloo Massacre, 16/08/1819), ολοκληρώνει στην Ιταλία τα πιο γνωστά του πολιτικά ποιήματα: The Masque of Anarchy και Men of England.

 

Ο κύκλος της Πίζας

Η Πίζα αποτελεί τον σημαίνοντα σταθμό για την ανάδειξη του Φιλέλληνα Shelley. Το ζεύγος των Shelley ήλθε σε επαφή με τον επονομαζόμενο «κύκλο της Πίζας», μία ομάδα ανθρώπων συσπειρωμένη γύρω από τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, Ιγνάτιο, η οποία επιδίωκε να έχει ενεργό ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Ο Ιγνάτιος είχε καταφύγει πρώτα στην Τοσκάνη, έπειτα στην Πίζα, αναζητώντας καταφύγιο από την αυστριακή αστυνομία, καθώς είχε πρωτοστατήσει στην ίδρυση της Φιλομούσου Εταιρείας, από κοινού με τον Καποδίστρια στη Βιέννη (1814). Γύρω του συσπειρώθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο ηγεμόνας της Βλαχίας, Ιωάννης Καρατζάς με τον υιό του, Κωνσταντίνο, και ο καρμπονάρος Βικέντιος Γκαλλίνα. Ο Shelley ανέπτυξε στενή σχέση και συνεργασία με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος φιλοξενείτο στην οικία του. Εκεί επεξεργάστηκαν μία πολιτική αντίθετη με αυτήν του Υψηλάντη. Ο Shelley πληροφορείτο τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα από τον “τουρμπανοφόρο” (όπως αποκαλούσε τον Μαυροκορδάτο), φίλο του, που επηρέαζε την δική του πολιτική σκέψη. Οι δύο άνδρες είχαν γνωρισθεί στα τέλη του 1820. Μια σειρά γραμμάτων μεταξύ της Mary και του Μαυροκορδάτου μαρτυρεί την ιδιαίτερη σχέση τους. Έτσι, όταν οι Shelley πληροφορήθηκαν ότι ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο ποταμό, απηύθυναν δύο επιστολές σε εφημερίδες της Αγγλίας, το πιθανότερο καθ’ υπαγόρευση του νέου τους Έλληνα φίλου. Με αυτόν τον τρόπο τοποθετούνταν δημοσίως υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης στην πατρίδα τους, προωθώντας τους σχεδιασμούς του Μαυροκορδάτου και των Ελλήνων.

 

Το αριστουργηματικό ποίημα HELLAS

Μολονότι σημαντική, δεν ήταν η γνωριμία με τον Μαυροκορδάτο εκείνη που καθόρισε τη στράτευση του Shelley υπέρ των Ελλήνων. Όπως φαίνεται και σε προηγούμενα έργα του, ο Percy Shelley ήταν ένας εραστής της Επανάστασης. Υπήρξε ένας ρομαντικός, ανιδιοτελής υπέρμαχος των δικαίων του ανθρώπου ως τα μύχια της ψυχής του. Η περίπτωσή του “ιδεαλιστή” Shelley αντιπαραβάλλεται συχνά με εκείνη του “ρεαλιστή” Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος, αν και γνωστότερος ως Φιλέλληνας από τον Shelley, δεν κινείτο μόνο βάσει αμιγώς ιδεαλιστικών κινήτρων. Οι ζυμώσεις που έλαβαν χώρα εδώ, μεταξύ Shelley, κύκλου της Πίζας και Bύρωνα, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του αριστουργηματικού ποιήματος Hellas από τον Shelley. Παράλληλα, ο Shelley μεταλαμπάδευσε τον ενθουσιασμό των Shelley για την ελληνική υπόθεση στον Bύρωνα, ο οποίος ως τότε ήταν απορροφημένος με το ιταλικό επαναστατικό κίνημα των καρμπονάρων.

Βασισμένος σε ειδησεογραφικές μαρτυρίες, και πληροφορίες που αποκτούσε μέσω του Μαυροκορδάτου, o Shelley συνέθεσε το φθινόπωρο του 1821 ταχύτατα και “αυτοσχεδιαστικά”, όπως έλεγε, ένα ποίημα 1100 στίχων υπό τον τίτλο Hellas. Το σχέδιό του ήταν να εκδοθεί το ποίημα άμεσα και να προκαλέσει ένα κίνημα συμπαθείας προς την ελληνική υπόθεση. Στο εμβληματικό του έργο, σημείο αναφοράς για τον φιλολογικό φιλελληνισμό, εξαίρει τις αρετές της ελληνικής υπόθεσης, επαναλαμβάνοντας θέσεις που εξέφρασαν και άλλοι συνάδελφοι του, περικλείοντάς τις όμως σε μία ισχυρότερη φόρμα. Το έργο εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1822, με την ελπίδα ο αντίκτυπος που θα είχε στο αναγνωστικό του κοινό να οδηγήσει στην αποστολή όπλων και χρημάτων στην Ελλάδα, υπέρ του αγώνα των Ελλήνων. To ποίημα Hellas, είναι αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

 

Shelley, Percy Bysshe, Hellas, a lyrical drama. Λονδίνο, Ch. & J. Ollier, 1822. Πρώτη έκδοση (συλλογή ΕΕΦ)

 

Το βασικό πρότυπο για το λυρικό ποίημά του, είναι η τραγωδία Πέρσες του Αισχύλου, τόσο ως προς τη φόρμα, όσο και ως προς το νοηματικό περιεχόμενο. Αξιοσημείωτα διαφέρει η χρονική τοποθέτηση του γράφοντος σε σχέση με τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο Αισχύλος συνθέτει τους Πέρσες επτά χρόνια μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, άρα δημιουργεί ένα επιμύθιο για γεγονότα συντελεσμένα. Αναπλάθει με την αρωγή της φαντασίας του, δηλαδή περιγράφει, μία τετελεσμένη πραγματικότητα. Αντίθετα, ο Shelley συνθέτει το ποίημά του αυτό μόλις το φθινόπωρο του 1821, ενώ η κατάσταση είναι πολύ ρευστή στην Ελλάδα, και λειτουργεί έτσι ως Προμηθέας για τα γεγονότα της Επανάστασης. Στηρίζεται στη φαντασία του για να οραματισθεί την αυριανή ημέρα, εκφράζοντας προσωπικές του προσδοκίες σε σχέση με την έκβασή της. Μεταφέρει μία εξιδανικευμένη εικόνα της Ελλάδας και της Επανάστασης, εμπνεόμενος περισσότερο από τη Μάχη της Σαλαμίνας και το κλασικό παρελθόν, παρά από σύγχρονά του γεγονότα, όπως τα πληροφορείται από τον κύκλο του. Όπως δηλώνει στον πρόλογό του, θεωρεί τον σύγχρονο  Έλληνα απόγονο αυτών των ένδοξων όντων που η φαντασία σχεδόν αρνείται να θεωρηθεί ότι ανήκει στο είδος μας, και κληρονομεί μεγάλο μέρος της ευαισθησίας τους, της ταχύτητας της σύλληψης ιδεών, του ενθουσιασμού και του θάρρους τους”.

Το δράμα του Shelley ακολουθεί το σχήμα των Περσών του Αισχύλου. Στη θέση του Ξέρξη βρίσκεται ο σουλτάνος Μαχμούτ (εννοεί τον Μαχμούτ Β´, στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου ξέσπασε η ελληνική επανάσταση), και στη θέση του Χορού, ο Χορός των Ελληνίδων σκλάβων. Ο Μαχμούτ δέχεται δυσάρεστα νέα από το πολεμικό μέτωπο, τα οποία προαναγγέλλουν την πτώση της κυριαρχίας του, ενώ ο Χορός σχολιάζει. Το κεντρικό ζήτημα που αναδύεται εδώ, είναι η διαφορετική αντίληψη της Ελευθερίας. Η ελευθερία καθορίζεται για τον Μαχμούτ από τη θέση του ως σουλτάνου μιας αυτοκρατορίας και σχετίζεται με όρους δύναμης, πολεμικής επιβολής και συντήρησης της ισχύος. Από την άλλη πλευρά, οι υποδουλωμένοι Έλληνες αναφέρονται σε ένα είδος ανώτερης ελευθερίας, άχρονης και οικουμενικής, η οποία θα αναγεννηθεί όσες φορές χρειαστεί, έως ότου εγκατασταθεί δια παντός στον κόσμο. Η προσεκτική ανάλυση του ποιήματος δείχνει ότι ακόμη και ο ίδιος ο Μαχμούτ είναι σκλαβωμένος από την τυραννία, και αναζητά το είδος Ελευθερίας, το οποίο επικαλούνται οι υποδουλωμένοι του υπήκοοι. Μία σειρά αντιθέσεων εμφανίζονται επίσης εδώ, όπως η πραγματικότητα σε αντιπαραβολή με το όραμα, ή η σύγκρουση του παρόντος συστήματος με τις κεντρόφυγες δυνάμεις που απειλούν την επιβίωσή του. Η φόρμα του λυρικού του ποιήματος είναι μία σύνθεση δραματικού διαλόγου και ποίησης.

Στο Hellas ο Shelley ευαγγελίζεται, την έλευση μίας νέας τάξης πραγμάτων, όπως δηλώνει στο τελευταίο δίστιχο του λυρικού του ποιήματος: “The world is weary of the past, / O might it die or rest at last!”  (“O κόσμος είναι κουρασμένος από το παρελθόν/ Ω, θα μπορούσε να πεθάνει ή να ξεκουραστεί επιτέλους!“, στ. 1100-01). Το λυρικό του ποίημα απηχεί το ίδιο πνεύμα με τη Μάσκα της Αναρχίας (“Τhe Masque of Anarchy”, 1819).  Σε ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του Hellas, το οποίο λογόκρινε ο αρχικός εκδότης και εκδόθηκε για πρώτη φορά μετά το θάνατό του, με παρρησία ανακοινώνει:

“This is the age of the war of the oppressed against the oppressors.… [A] new race has arisen throughout Europe, nursed in the abhorrence of the opinions which are its chains, and she will continue to produce fresh generations to accomplish that destiny which tyrants foresee and dread”.

“Αυτή είναι η εποχή της διαπάλης μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων…ένας νέος αγώνας έχει αναδυθεί στην Ευρώπη, που έχει τραφεί με την αποτροπή εκείνων των ιδεών που τον αλυσοδένουν, και θα συνεχίσει να παράγει νέες γενιές προκειμένου να ολοκληρώσει εκείνο το πεπρωμένο, που οι τύραννοι προβλέπουν και τρέμουν”.

 

We are all Greeks

Στην ελληνική υπόθεση βρίσκει ένα πρότυπο για τον οικουμενικό αγώνα για Δικαιοσύνη και Ελευθερία. Ακόμη και με σημερινά δεδομένα, εντυπωσιάζει το θάρρος με το οποίο κατακεραυνώνει στον εμβληματικό πρόλογο του Hellas την “απάθεια των διοικούντων τον πολιτισμένο κόσμο” απέναντι στους “απογόνους εκείνου του έθνους, στο οποίο οφείλουν τον πολιτισμό του, το οποίο αναδύθηκε από τις στάχτες του”. Κατηγορηματικά δηλώνει ότι “Είμαστε όλοι Έλληνες”, προτάσσει δηλαδή την ελληνική ταυτότητα ως οικουμενικό πρότυπο ζωής. Απηχώντας τον ρομαντικό ιδεαλισμό των Γερμανών κλασικιστών, συνεχίζει εντοπίζοντας τις απαρχές του δυτικού πολιτισμού στην κλασική αρχαιότητα: “οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία και η τέχνη μας έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα…αν δεν ήταν η Ελλάδα ίσως ήμασταν ακόμη βάρβαροι και ειδωλολάτρες…η ανθρώπινη μορφή και το ανθρώπινο μυαλό άγγιξαν την τελειότητα στην Ελλάδα […]”. Ο ίδιος δεν ταξίδευσε ποτέ στην Ελλάδα, ωστόσο θεωρεί τον σύγχρονο  Έλληνα “απόγονο αυτών των ένδοξων όντων […]”, των αρχαίων Ελλήνων.

Ο Shelley επιδεικνύει στον πρόλογό του σπουδαίο θάρρος, καθώς δε διστάζει με σκληρή γλώσσα να ονοματίσει την πραγματικότητα. Η υπερήφανη στάση που τήρησε στη διάρκεια της, δυστυχώς σύντομης, ζωής του αντικατοπτρίζεται και στην κριτική που ευθέως απευθύνει στην πατρίδα του, Αγγλία, για την πολιτική της:

 “The English permit their own oppressors to act according to their natural sympathy with the Turkish tyrant, and to brand upon their name the indelible blot of an alliance with the enemies of domestic happiness, of Christianity and civilisation. (…)The wise and generous policy of England would have consisted in establishing the independence of Greece, and in maintaining it both against Russia and the Turk; but when was the oppressor generous or just?”

“Οι Άγγλοι επιτρέπουν στους δικούς τους καταπιεστές να ενεργούν σύμφωνα με τη φυσική τους συμπάθεια προς τον Τούρκο τυράννο και να φέρουν στο όνομά τους την ανεξίτηλη κηλίδα συμμαχίας με τους εχθρούς της εγχώριας ευτυχίας, του xριστιανισμού και του πολιτισμού. (…) Η σοφή και γενναιόδωρη πολιτική της Αγγλίας θα συνίστατο στην εδραίωση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και στη διατήρησή της τόσο έναντι της Ρωσίας όσο και του Τούρκου – αλλά πότε ήταν ο καταπιεστής γενναιόδωρος ή δίκαιος;”

Εδώ αναγνωρίζεται, πλάι στον ιδεαλισμό του Shelley, η ευθυκρισία, ο ρεαλισμός του, και η παρρησία με την οποία εκφράζει την πολιτική του τοποθέτηση. Οι περιορισμοί της σκληρής πραγματικότητας δεν αποθαρρύνουν το πνεύμα του. Κάποιοι στίχοι του τελευταίου χορικού του Hellas παιανίζουν την αναγέννηση της Ελλάδας, η οποία ταυτόχρονα σημαίνει την αναγέννηση του ανθρώπινου είδους:

The world’s great age begins anew/ The golden years return […] |Η μεγάλη εποχή του κόσμου ξεκινά εκ νέου/ τα χρυσά χρόνια επιστρέφουν […]
A brighter Hellas rears its mountains/ From waves serener far […] |Μια πιο φωτεινή Ελλάδα εκτρέφει τα βουνά της/ πιο ήρεμη και από τα κύματα […]
Another Athens shall arise/ And to remoter time […] | Μια άλλη Αθήνα θα αναδυθεί/ και σε απομακρυσμένο χρόνο
The world is weary of the past/ Oh, might it die or rest at last!| O κόσμος είναι κουρασμένος από το παρελθόν/ Ω, θα μπορούσε να πεθάνει ή να ξεκουραστεί επιτέλους!

Ακόμη και από μία σύγχρονη σκοπιά, το έργο εντυπωσιάζει ακόμη με την κατηγορηματική πίστη του ποιητή στον αγώνα. Και όμως πρόκειται για ένα από τα λιγότερο γνωστά ποιήματα του Percy Shelley.

 

Το τέλος και η παρακαταθήκη του Percy Shelley

Έναν μήνα πριν κλείσει τα τριακοστά του γενέθλια, ο Shelley πνίγηκε εν μέσω ξαφνικής θυέλλης στον κόλπο La Spezia, επιστρέφοντας από το Λιβόρνο με το σκάφος του, Don Juan. Είχε μεταβεί στο Λιβόρνο ώστε να υποδεχθεί τον συνάδελφό του Leigh Hunt. Το σκάφος δεν ανατράπηκε, αλλά βυθίσθηκε. Κάποιοι αποδίδουν τον πνιγμό του σε εσκεμμένο σχέδιο που είχε στόχο τη ζωή του, και όχι σε ατύχημα. Είναι γεγονός ότι ο Shelley είχε αντιμετωπίσει μία απόπειρα δολοφονίας του κατά τα έτη 1812 – 1813 στο Tremadog, κοντά στο Porthmadog, στη νοτιοδυτική Ουαλία, η οποία είχε ενδεχομένως πολιτικό κίνητρο. Μία άλλη ερμηνεία, αναφέρει ότι πραγματικός στόχος της επίθεσης ήταν ο Λόρδος Βύρων, ο οποίος νόμιζαν ότι επέβαινε στο σκάφος Don Juan, που έφερε το όνομα του ποιήματός του. Ο φίλος του, Eduard John Trelawny (1792 – 1881), ο οποίος απέσπασε την καρδιά του νεκρού φίλου του για να την παραδώσει στη χήρα του, αναφέρεται στον θάνατο του Shelley, στο βιβλίο του με τίτλο Recollections of the last days of Shelley and Byron (1858).

 

Η Κηδεία του Σέλλεϋ από τον Louis Édouard Fournier (1889); Στην Εικόνα από τα δεξιά προς τα αριστερά είναι, Trelawny, Hunt and Byron.

 

Η σορός του Shelley αποτεφρώθηκε κοντά στην παραλία του Viareggio. Ο πίνακας του Louis Édouard Fournier, The Funeral of Shelley ή The Cremation of Shelley (Η κηδεία του Shelley ή Η αποτέφρωση του Shelley) απεικονίζει το αρχαιοπρεπές τελετουργικό της αποτέφρωσης του ποιητή στην παραλία, παρουσία των στενών του φίλων, Λόρδου Βύρωνα, Leigh Hunt, Edward John Trelawny και της συζύγου του, Mary Shelley. Η παράσταση κρίνεται ως ιστορικά ανακριβής, καθώς οι γυναίκες δεν παρευρίσκονταν σε κηδείες κατά τους προ-βικτοριανούς χρόνους. Επίσης την ημέρα της τελετής, ο Hunt παρέμεινε, συντετριμμένος, σε μία άμαξα, ενώ ο Βύρων, δεν άντεξε το θέαμα και κολύμπησε ως το σκάφος του, Bolivar. Αρκετά πικρόχολα, η εφημερίδα των Tories The Courier σχολίαζε την επομένη του θανάτου του: «Ο Shelley, ποιητής κάποιας άπιστης ποίησης πνίγηκε. Τώρα ξέρει αν υπάρχει Θεός». Οι στάχτες του Shelley μεταφέρθηκαν στο Προτεσταντικό Νεκροταφείο στη Ρώμη, και βρίσκονται κοντά σε μια αρχαία πυραμίδα στα τείχη της πόλης. Ο τάφος του φέρει τη λατινική επιγραφή, “Cor Cordium” (η καρδιά των καρδιών), ώστε να υπενθυμίζει την αγάπη του για τους ανθρώπους. Προς τιμήν του έχει εγκατασταθεί μία αναμνηστική πλάκα στο Αββαείο του Westminster, δίπλα σε εκείνη του φίλου του, Λόρδου Βύρωνα.

Μολονότι ήταν παραγνωρισμένος όσο ζούσε, η ακτινοβολία της σκέψης και στάσης ζωής του Percy Shelley εκτάθηκε σε ευρεία πλάτη και μήκη της γης μετά το θάνατό του. Oι ιδέες του για την πολιτική δράση και την μη βίαιη αντίσταση βρήκαν απήχηση στους Mahatma Gandhi, Henry David Thoreau, Leo Tolstoy, Martin Luther King Jr. Ο πολιτικός του ριζοσπαστισμός τον έκανε για δεκαετίες αγαπητό σχεδόν αποκλειστικά σε κύκλους σοσιαλιστών, μελών του Εργατικού κόμματος (Labour party) και σε ορισμένους βασικούς εκπροσώπους της βικτωριανής ποίησης. Επηρέασε σημαίνουσες προσωπικότητες από τον χώρο των τεχνών και της διανόησης, λ.χ. τους Oscar Wilde, Bertrand Russel, George Bernard Shaw. Τόσο ο Percy Shelley, όσο και η σύζυγός του, Mary, επηρέασαν καθοριστικά τon φιλελληνικό προσανατολισμό του Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος μετά τον θάνατο του Shelley, αποφασίζει θα κατέβει στην Ελλάδα (1823), και να προσφέρει την ίδια τη ζωή του στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.

 

Edward Onslow Ford’s sculpture in the Shelley Memorial at University College, Oxford

 

Η «αιώνια, ιδανική, οικουμενική Ελλάδα» του Shelley ενέπνευσε τους  Έλληνες ποιητές Κωστή Παλαμά (1859 – 1943) και  Άγγελο Σικελιανό (1884 – 1951).

Το όνομα του μεγάλου ποιητή φέρει ιστορικός δρόμος στην καρδιά της Αθήνας, στην Πλάκα, ο οποίος τέμνεται με την οδό Βύρωνος. Από το σημείο αυτό τομής των δύο δρόμων, μπορεί να διακρίνει κανείς ανεμπόδιστα την Ακρόπολη. Το σύμβολο της ελληνικής δημοκρατίας.

 

Το σημείο στο οποίο τέμνονται η οδός Βύρωνος με την οδό Σέλλευ στην Πλάκα, στην Αθήνα.

 

Η Ελλάδα και η ΕΕΦ τιμούν τον μεγάλο ποιητή και Φιλέλληνα, και το έργο του Hellas θα αποτελεί πάντα ελπίδα και φάρο για τους Έλληνες και τον δυτικό πολιτισμό.

 

Πηγές και βιβλιογραφία

  • William St Clair, That Greece might still be free. The Philhellenes in the War of Independence, Open Book Publishers 2008
  • Roderick Beaton, From Ancient to Modern: Byron, Shelley, and the Idea of Greece Roderick Beaton, The Athens Dialogues. 2010 ; Vol. 1.
  • Roderick Beaton,Ο Shelley και ο Byron για την εθνική ταυτότητα των επαναστατηµένων Ελλήνων του 1821, Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα) : Δ’ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010 : πρακτικά
  • Av Mariann Cesilie Løkse, In Defence of Hellas: An analysis of Shelley´s Hellas and Its Reception, Universitetet in Tromsø, 1994
  • Γεώργιος Αργυράκος, Ο Φιλελληνισμός ως ευρωπαϊκό «κεκτημένο» και ο ρόλος των εφημερίδων κατά την Επανάσταση του 1821, Εταιρεία για τον Ελληνισμό και τον Φιλελληνισμό, Ιούνιος 2020
  • Θωμάς Κυριάκης, Η πρόσληψη «εθνικών αξιών» στην περίπτωση του Ιγνατίου Ουγγροβλαχίας, 30/06/2020, cognoscoteam
  • Αναγνώστης Λασκαράτος, Τρεις άθεοι «φιλέλληνες»: Βύρωνας, Σέλλεϋ, Τρελώνη. Έρωτες, ποίηση, τυχοδιωκτισμός και Επανάσταση, Λόγος 11.09.2010 & 18.09.2010

 

 

 

Ο αρχαιολάτρης αρχιτέκτονας και ζωγράφος Leo von Klenze (1784 -1864), γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ως τρίτο παιδί μίας εννεαμελούς οικογένειας στο Boklah, κοντά στο χωρίο Schladen am Harz της Κάτω Σαξονίας. Σε ηλικία 16 ετών ξεκινά σπουδές vομικής στο Βερολίνο, τις οποίες διακόπτει και μεταστρέφεται στην αρχιτεκτονική, πιθανά επηρεασμένος από τη γνωριμία του με τον αρχιτέκτονα W. Gilly. Ως σπουδαστής αρχιτεκτονικής γνωρίζει τον ιστορικό τέχνης και κλασικό αρχαιολόγο, Aloys Hirt (1759 – 1837), o οποίος ήταν καθηγητής αρχαιολογίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, καθώς και συνιδρυτής των μουσείων του Βερολίνου και της Bauakademie. Ο Hirt ήταν αυτός που εμφύσησε στο νεαρό Klenze την αγάπη του για την αρχαιότητα. Μόλις αποφοίτησε από τη Bauakademie, ο Klenze έλαβε τον τίτλο του επόπτη αρχιτεκτονικών έργων (Kondukteur).

Η πρώτη του επαφή με την αρχαιότητα λαμβάνει χώρα, όπως και για τους περισσότερους Γερμανούς Φιλέλληνες, στην Ιταλία, την οποία επισκέπτεται κατά τη διετία 1806 – 1807: συγκεκριμένα επισκέφθηκε τις πόλεις Ρώμη, Νεάπολη και Βενετία. Στη συνέχεια, θα επισκεφθεί την Ιταλία άλλες δύο φορές, συνοδευόμενος από τον προστάτη του, Βαυαρό βασιλέα Ludwig I (Λουδοβίκος Α’, 1786 – 1868). Στο Paestum ανακαλύπτει τους δωρικούς ναούς της Μεγάλης Ελλάδας, όπως ο προπάτορας του, Winckelmann, σχεδόν 40 χρόνια νωρίτερα. Επισκέπτεται τις αρχαίες αποικίες στον Ακράγαντα, Σελινούντα, Σεγέστα και, ως χαρισματικός ζωγράφος, αποτυπώνει τις εντυπώσεις του σε ελαιογραφίες, σε μια προσπάθεια να μελετήσει και κατανοήσει καλύτερα τους νόμους της αναλογίας των δωρικών ναών. Ο δωρικός ρυθμός είναι για τον Klenze ο ιδανικός και θα αποτελέσει διαχρονικό αντικείμενο της μελέτης του.

«δεν υπήρξε και δεν υπάρχει παρά μια αρχιτεκτονική και δεν θα υπάρξει άλλη αρχιτεκτονική παρά μια, δηλαδή εκείνη, που βρήκε την τελειοποίησή της στη μεγάλη ώρα της ελληνικής ιστορίας και παιδείας».

Μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εργάσθηκε ως Αρχιτέκτων της Αυλής του βασιλέα Ιερώνυμου Βοναπάρτη, αδελφού του Ναπολέοντα, στην πόλη Kassel. Την περίοδο αυτή, υλοποιούνται κάποια από τα κτίσματά τα οποία είχε σχεδιάσει ο Klenze.  Η αίθουσα χορού (Ballhaus) στο κάστρο Wilhelmshöhe (Schlosspark 1), προορισμένη να λειτουργεί ως θέατρο της αυλής του Βοναπάρτη, είναι δικό του δημιούργημα, ενώ η έπαυλη (Pavillon), είναι το πρώτο κτήριο του μετέπειτα διάσημου αρχιτέκτονα.

Την παρουσία του στην πόλη θυμίζει σήμερα η οδός Klenzestrasse. Στην ίδια πόλη γνωρίζει τη μελλοντική του σύζυγο, την τραγουδίστρια, Felicitas Blangini, την οποία παντρεύεται στις 28 Αυγούστου 1813. Το ζευγάρι θα αποκτήσει δυο γιους και τρεις κόρες.

Η πτώση του Ναπολέοντα στα τέλη Οκτωβρίου του ιδίου έτους οδηγεί το ζευγάρι στο Μόναχο. Συνοδεύονται από τον αδελφό της συζύγου του, Felix Blangini, ο οποίος έχει καλές διασυνδέσεις με τον βασιλέα Μαξιμιλιανό τον Α´ και τη βαυαρική αυλή. Η απόπειρα του Klenze να συνδεθεί επαγγελματικά με τον πρίγκιπα Λουδοβίκο αποτυγχάνει και τότε ο Klenze μετακομίζει στο Παρίσι. Αργότερα επέτυχε να συναντήσει τον Βαυαρό βασιλέα, και τελικώς να υλοποιήσει τις φιλοδοξίες του.

Το 1815 είναι μοιραίο για τον Klenze. Η επιμονή του, η χαρισματική προσωπικότητα και το διπλωματικό ταλέντο του, φαίνεται να έχουν πείσει τον Λουδοβίκο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον καθιερώσουν σε έμπιστό του αρχιτέκτονα. Μάλιστα ο Klenze επισκίασε σημαντικές προσωπικότητες από τον κοντινό κύκλο του μονάρχη. Μεταξύ αυτών, τoν βασιλικό καλλιτεχνικό σύμβουλο και ζωγράφο, Martin von Wagner (1777 – 1858), τον αρχαιολόγο και αρχιτέκτονα, Carl Haller von Hallerstein (1774 – 1817), και τον, επίσης αρχιτέκτονα, Friedrich von Gärtner (1791 – 1841). Ο συνεπαρμένος από την κλασική αρχαιότητα, Λουδοβίκος Α’, είχε ξεκινήσει, από την εποχή ακόμη που ήταν πρίγκιπας, να διευρύνει τη συλλογή του Οίκου του. Έτσι αναθέτει στον Klenze ρόλο εμπειρογνώμονα για ζητήματα τέχνης και τον επιφορτίζει με την αποστολή της αναζήτησης έργων από δημοπρασίες και διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Γνωρίζοντας δε, ότι είναι αδύνατον να συναγωνιστεί τα μουσεία της Ρώμης, του Παρισιού και του Λονδίνου, στοχεύει αποκλειστικά στην απόκτηση αντικειμένων εξαιρετικής ποιότητας, παραμερίζοντας την ποσότητα.

 

Ο δημιουργός της Αθήνας του Isar

Οι φιλότεχνες προσπάθειες του Λουδοβίκου δεν έχουν ως αποκλειστικό στόχο την ικανοποίηση των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Πάνω από όλα επιθυμεί να εδραιώσει την κυριαρχία του μέσω μνημειακών κτηρίων και συλλογών τέχνης, κατά τα πρότυπα των μοναρχών του 19ου αιώνα, και να δεσμεύσει κοντά του τις μορφωμένες και πλούσιες ελίτ της εποχής. Στόχος του είναι να καταστήσει το Μόναχο πρωτεύουσα ευρωπαϊκής εμβέλειας, και για αυτόν το λόγο αναθέτει στον Klenze τις εργασίες για τον πολεοδομικό του σχεδιασμό. Η απόδοσή του θα αναγνωρισθεί, και σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, θα προβιβασθεί σε θέση βασιλικού συμβούλου για την αρχιτεκτονική.

Ο Klenze θα γίνει για την πόλη του Μονάχου, ό,τι ο συνάδελφος του, Karl Friedrich Schinkel (1781 – 1841), για την πόλη του Βερολίνου. Είναι ο αρχιτέκτων και οραματιστής της “Αθήνας του Ίζαρ” – όπως ακόμη σήμερα ονομάζεται το Μόναχο. Το όνομα αυτό το έχει λάβει από τον ποταμό που το διατρέχει, σε αντιστοιχία ή αντιπαραβολή με την “Spree – Αthen”, την Αθήνα του Σπρέε, δηλαδή το Βερολίνο. Αν και στην εποχή του θεωρείτο πιο συντηρητικός στις αρχιτεκτονικές του προτάσεις από τον “ποιητικό” Schinkel, και χωρίς το ένστικτό του τελευταίου για καινοτομίες, φαίνεται να υπήρξε πολύ πρακτικότερος στις λύσεις που προσέφερε.

Το “νέο”, κλασικιστικό, Μόναχο, ξυπνούσε, χάρη στις παρεμβάσεις του Klenze, από την “αχρωμία” που το διέκρινε. Απέκτησε το περίγραμμά του με την ολοκλήρωση της Γλυπτοθήκης στο Μόναχο (Glyptothek) και την έκθεση των συλλογών της, με την ίδρυση του βασιλικού κτηρίου (Königsbau) και της παλαιάς Πινακοθήκης (Αlte Pinakothek), αλλά και με τον σχεδιασμό και τη δόμηση της Ludwigstraße, απέκτησε και τη φήμη της ωραιότερης πόλης της Γερμανίας. Tα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της Königsplatz και η Αίθουσα της Δόξας (Ruhmeshalle), σχετίζονται άμεσα με την κλασική ελληνική αρχιτεκτονική. Η ανανέωση της πόλης, κατ´ εντολή του Λουδοβίκου Α’, ελάμβανε χώρα παράλληλα με την αναγέννηση της Ελλάδας, μετά την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό.

Η παράλληλη “αναγέννηση” Αθήνας και Μονάχου σχετίζεται με τον ίδιο μονάρχη και τους ίδιους αρχιτέκτονες, τον Klenze και τον μεγάλο του ανταγωνιστή, Gärtner, οι οποίοι δημιούργησαν με το έργο τους έναν ιδιαίτερο δεσμό μεταξύ των δύο πρωτευουσών. Στην πράξη ο Klenze, μαζί με τον Schinkel,  είναι ο σπουδαιότερος προπαγανδιστής μίας εικόνας της αρχαίας Αθήνας σε μία πόλη του γερμανικού βορρά, όπως την συνέλαβε με τη φαντασία του και την τεκμηρίωσε με τις επιτόπιες και θεωρητικές έρευνές του.

Για τη διάσημη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, την οποία υλοποίησε μεταξύ των ετών 1816 και 1830, ο Klenze οραματίστηκε ένα κλασικιστικό “συνολικό έργο τέχνης” (Gesamtkunstwerk), μένοντας λιγότερο προσκολλημένος σε μία πιστή απόδοση των πρωτοτύπων. Γι´αυτό, ενώ η πρόσοψη της με τους ιωνικούς κίονες βασίζεται σε αυτές των αρχαίων ελληνικών ναών, οι εσωτερικοί χώροι, με τις θολωτές τους οροφές, θυμίζουν ιαματικά λουτρά. Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του κτηρίου, ανέλαβε επίσης τη διαμόρφωση των εσωτερικών αιθουσών, καθώς και την επιλογή των εκθεμάτων. Απέναντι από τη Γλυπτοθήκη στην Königsplatz στεγάστηκε η συλλογή ελληνικής αγγειοπλαστικής, στο τότε “Μουσείο Αρχαίας Μικροτεχνίας” (“Museum Antiker Kleinkunst“). Σήμερα, οι συλλογές αρχαίας ελληνικής, ετρουσκικής και ρωμαϊκής μικροτεχνίας στο Μόναχο ονομάζονται “„Staatliche Antikensammlungen“, κρατική αρχαιολογική συλλογή. Το κτήριο της συλλογής με την κορινθιακή πρόσοψη τo έκτισε ο Georg Friedrich Ziebland (1800 – 1873) μεταξύ των ετών 1838 – 1848. Το σύνολο ολοκληρώθηκε με την ανέγερση των Προπυλαίων στη δυτική άκρη της πλατείας, προς τιμήν του αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία. Τα Προπύλαια δημιουργήθηκαν μεταξύ 1840 και 1860, με πρότυπο την κλασική πύλη της Ακρόπολης των Αθηνών από τον 5ο αιώνα π.Χ., ακολουθώντας τον δωρικό ρυθμό εξωτερικά και τον ιωνικό εσωτερικά.

 

Τα Προπύλαια στο Μόναχο (για πλήρη στοιχεία δείτε εδώ).

 

Ο Ρώσος αυτοκράτορας Νικόλαος Α’, ανέθεσε στον Klenze το 1838 να σχεδιάσει ένα κτήριο για το Νέο Ερμιτάζ, το δημόσιο Μουσείο που θα στέγαζε την συλλογή αρχαιοτήτων, έργων τέχνης, νομισμάτων, βιβλίων, κλπ. των Ρωμανώφ.

Τα κτίσματα που αναφέρονται παραπάνω στην Königsplatz παρέχουν τον ιστορικό πυρήνα της πόλης του Μονάχου, ο οποίος επεκτάθηκε με την κατασκευή των Alte και Neue Pinakothek (παλαιάς και νέας Πινακοθήκης).

Ως αρχιτέκτων του βασιλιά Λουδοβίκου Α’, ο Klenze υλοποίησε και τα εξής έργα.

Το παλάτι Leuchtenberg, στην κεντρική οδό Ludwigstraße (1817 – 1821), το Odeon (αίθουσα συναυλιών στο Μόναχο) και το Παλάτι Biederstein στο Schwabing του Μονάχου (1826 – 1828), την Μονόπτερο  στον «Αγγλικό κήπο» της πόλης (1832 – 1837). Ξεχωρίζει η εντυπωσιακή Βαλχάλα (Wallhala), και το Πάνθεον στο Regensburg της Βαυαρίας (1830 – 1842). Στη Wallhala ο Klenze συνδύασε την κεντροευρωπαϊκή και την σκανδιναβική μυθολογία σε ένα οικοδόμημα που είχε ως πρότυπο τον Παρθενώνα. Εκτός των παραπάνω έργων, στον Klenze ανατέθηκε ο σχεδιασμός του εικονοστασίου στην Salvatorkirche του Μονάχου, όταν, με απόφαση του Λουδοβίκου Α’ ο ναός παραχωρήθηκε στην ελληνική κοινότητα της πόλης και μετατράπηκε από καθολικό σε ορθόδοξο.

 

O Leo von Klenze στην Ελλάδα

Σε μία ώριμη φάση της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, όπου είχε αποδείξει τις αρχιτεκτονικές του δεξιότητες στη σύλληψη και εκτέλεση εμβληματικών έργων στο Μόναχο και τη Βαυαρία, ο Klenze αναλαμβάνει μία ιδιαίτερη και βαρύνουσας σημασίας εντολή από τον Λουδοβίκο. Μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου του έτους 1834, καλείται να μεταβεί στην Ελλάδα με πολιτική, και ταυτόχρονα καλλιτεχνική, αποστολή. Η πολιτική του αποστολή ήταν η ανάκληση των αντιβασιλέων Georg Ludwig Von Maurer (1790-1872) και Karl von Abel (1788 – 1859), μεταξύ των οποίων υπήρχαν έντονες τριβές. Η καλλιτεχνική του αποστολή ήταν η εποπτεία και διευθέτηση ζητημάτων που σχετίζονταν με το πολεοδομικό σχέδιο της νέας πρωτεύουσας, που είχαν καταθέσει οι αρχιτέκτονες Eduard Schaubert (1804 – 1860) και Σταμάτης Κλεάνθης (1802 – 1862).

Τον Ιούλιο του 1834 επισκέπτεται την Κέρκυρα και σχεδιάζει τον δωρικό ναό στο Καρδάκι. Στην Κόρινθο εντυπωσιάζεται από το ναό του Απόλλωνα. Επισκέπτεται το Ναύπλιο, την Επίδαυρο, συνεχίζει την περιπλάνησή του στον Πόρο και την Αίγινα. Στον ναό της Αφαίας παρατηρεί τα ίχνη χρώματος σε μέλη του που έχουν ανασκαφεί ήδη το 1811. Το ζήτημα της πολυχρωμίας των αρχαίων ναών τον απασχολούσε. Έτσι, στην ιδεατή αποτύπωση της αρχαίας Αθήνας, η πολυχρωμία κάνει την εμφάνισή της στα κτήρια της πόλης (Ideale Ansicht der Stadt Athen in antiker Zeit, 1862). Η ιδέα αυτή ωστόσο δεν ήταν δημοφιλής ούτε κυρίαρχη στην εποχή που έζησε. Είναι ο πρώτος κλασικιστής αρχιτέκτων που πρότεινε πολύχρωμα σχέδια. Εντυπωσιασμένος από τους δωρικούς ναούς, οι οποίοι αποτελούν γι’αυτόν την ιδανική, αρχετυπική μορφή της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, εξυμνεί τη διανοητική και αισθητική καθαρότητα των Ελλήνων, οι οποίες δεν αφήνουν τίποτα μυστικό στον δέκτη τους. Μάλιστα σημειώνει τα εξής:

«Ολόκληρος ο ελληνικός ναός, ακόμη και το παραμικρότερο μέλος του, δεν έχει τίποτα το κρυφό, αινιγματικό… έχουμε στη διάθεσή μας ολόκληρο το αρχιτεκτονικό αλφάβητο…αν γράψουμε με αυτό θα είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε νέα και εξαιρετικά έργα».

 

Εξειδανικευμένη άποψη της Ακροπόλεως και του Αρείου Πάγου της Αθήνας, 1846, λάδι σε καμβά, 102,8 x 147,7 cm.

Leo von Klenze: Ιδανική θέα στην πόλη της Αθήνας στην αρχαιότητα, 1862. Λάδι σε καμβά, 104,5 x 131,5 cm.

 

Μεταξύ 14 Αυγούστου και 15 Σεπτεμβρίου, βρίσκεται στην Αθήνα, η οποία δεν είναι ακόμη πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Ο βασιλέας Όθων (1815 – 1867) του αναθέτει τον επανασχεδιασμό της πόλης με βάση κλασσικά πρότυπα, αλλά και την επιλογή της τοποθεσίας των ανακτόρων. Με αφορμή το δεύτερο ζήτημα, ο Klenze έρχεται σε αντίθεση με τον σχεδόν συνομήλικό του συνάδελφο, Schinkel, ο οποίος οραματίζεται τη δημιουργία ανακτόρων επάνω στον βράχο της Ακρόπολης. Την ιδέα κρίνει ο Klenze ευτυχώς ως ανεδαφική, μεταξύ άλλων λόγω κλιματικών και γεωλογικών συνθηκών, και την απορρίπτει. Απορρίπτει και τις προτάσεις των μαθητών του Schinkel, Κλεάνθη και Schaubert, να γίνει η Ομόνοια το κέντρο της πόλης με τα ανάκτορα εκεί.

Οραματίζεται μια βασιλική κατοικία στον ωραίο Λόφο των Νυμφών, με θέα προς τη θάλασσα και ασφαλή απόσταση από το πλήθος της πόλης. Το σχέδιο κρίνεται ως πολυδάπανο και δεν υλοποιείται. Τριβές αναπτύσσονται μεταξύ του ιδίου και των Κλεάνθη και Schaubert, τόσο για το ζήτημα των ανακτόρων, όσο και για άλλες παρεμβάσεις στην εικόνα της πόλης. O Klenze επιθυμεί να της δώσει αέρα ιταλικής μεγαλούπολης. Θεωρεί ότι η βαριά αρχιτεκτονική της κεντρικής Ευρώπης δεν ικανοποιεί το ελληνικό πνεύμα, περισσότερο το βλάπτει. Βλέπει ότι στον χαρακτήρα μιας μεσογειακής πόλης ταιριάζει η συνεχής δόμηση, αλλάζει την πυκνότητα και το σύστημά της και διαφωνεί με τη θέση των Schaubert / Kλεάνθη για αποκλειστικά μονώροφη και διώροφη δόμηση στην πόλη. Οι τριβές που δημιουργούνται με τους συναδέλφους του, οι οποίοι είναι απρόθυμοι να τροποποιήσουν τα σχέδια τους, οδηγούν στην απομάκρυνσή τους από το δημόσιο, το Νοέμβριο του 1834.

Ο Klenze είναι ίσως λιγότερο γνωστός στους Έλληνες ή γίνεται αντικείμενο αυστηρής κριτικής, εξαιτίας της αντίθεσής του με το δίδυμο Schaubert / Kλεάνθη. Κατηγορείται ότι μίκρυνε το πλάτος δρόμων, περιόρισε την έκταση του σχεδίου πόλης, μείωσε την έκταση δημόσιων χώρων, κ.λ.π.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίον του ασκήθηκε κριτική, είναι ότι επειδή ήταν προσανατολισμένος στο κλασικιστικό ιδεώδες, φαίνεται να παρέβλεψε την αξία της βυζαντινής παράδοσης και της ορθόδοξης ναοδομίας. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν δίστασε να προτείνει την κατεδάφιση ναών, όταν στέκονταν εμπόδιο στους πολεοδομικούς του σχεδιασμούς. Η διατήρηση της Καπνικαρέας επί της οδού Ερμού απετέλεσε εξαίρεση. Πιθανά ο Klenze να μην έδωσε τη δέουσα προσοχή σε βυζαντινά μνημεία, για λόγους όχι αποκλειστικά χωροταξικούς, αλλά ιδεολογικοπολιτικούς. Για τον ίδιο, Γερμανοί και Έλληνες είχαν κοινή ιστορική προέλευση ως Ινδογερμανοί / Ινδοευρωπαίοι, τους διέκρινε το σωματικό κάλλος και η τάση για εξέλιξη του Αληθινού / Μεγάλου / Ωραίου («Entwicklung des Wahren – Großen – Schönen»). Αυτές τις τάσεις δεν  διέκρινε σε άλλους λαούς, για τους οποίους πίστευε ότι εξαιτίας μιας θρησκευτικής καθήλωσης, δε στάθηκαν ικανοί να φθάσουν σε έναν υψηλότερο ανθρωποκεντρισμό / ανθρωπομορφισμό στην τέχνη τους. Λαμβάνοντας υπόψιν το θεωρητικό υπόβαθρο της σκέψης του, ίσως κατανοούμε καλύτερα και κάποιες από τις πολεοδομικές του προτάσεις.

Το διάστημα που πέρασε στην Ελλάδα, ήρθε κοντά με τον λαό της και ανέπτυξε ειλικρινή αισθήματα αγάπης και φιλίας για τους Έλληνες. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να ασκήσει ανοικτή κριτική κατά της Βαυαροκρατίας. Στην πόλη των Αθηνών υπάρχουν αρκετά εμφανή ίχνη της παρουσίας του. Από τις προτάσεις του, διατηρήθηκε εκείνη των κτηρίων της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Βιβλιοθήκης (της “αθηναϊκής τριλογίας του νεοκλασικισμού”). Τα τρία αυτά εμβληματικά κτήρια τελικά κατασκευάσθηκαν, σε μετωπική παράθεση, και όχι σε σχήμα Π, όπως εκείνος επιθυμούσε. Ο ναός του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών επί της Πανεπιστημίου έχει αναγερθεί σε δικά του σχέδια, με ορισμένες παρεμβάσεις στο αρχικό του σχέδιο (π.χ. χωρίς το σχεδιασμένο από τον ίδιο καμπαναριό). Δυστυχώς, δεν κατάφερε να δει να πραγματοποιείται ένα μουσείο για την Ακρόπολη, όπως το ονειρευόταν, αλλά και ένα “Παντεχνείον”, ένα μουσείο που συγχρόνως θα λειτουργούσε ως σχολή Καλών Τεχνών, όπως το είχε προτείνει.

 

O Leo von Klenze ως αρχαιολόγος

Δεν είναι ευρέως γνωστή η μέγιστη συμβολή του Leo von Klenze για την προστασία των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα. Χάρη στον ίδιο οφείλεται ο νόμος «περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών» που θεσπίστηκε στο Ναύπλιο, τον Μάιο του 1834, ο οποίος κάλυπτε και τις χριστιανικές αρχαιότητες. Σε δική του πρωτοβουλία οφείλεται ακόμη και η απόφαση ότι οι αρχαιολογικοί χώροι θα πρέπει να φυλάσσονται. Επίσης, ο ίδιος άρχισε την καταγραφή των αρχαιοτήτων στη χώρα, και πρότεινε να εκκινήσει το αναστηλωτικό έργο στην Ακρόπολη.

Με διάταγμα του βασιλέα Όθωνα ο λόφος της Ακρόπολης εκκαθαρίζεται από την παρουσία στρατού. Χάρη στις παρεμβάσεις του Klenze και του Ludwig Ross (1806 – 1859), διαβεβαιώνεται ότι η Ακρόπολη δε θα χρησιμοποιηθεί ξανά ως στρατιωτικό φρούριο. Κατά τον Κlenze, “αυτός ο λόφος έπρεπε όσο το δυνατόν συντομότερο να απελευθερωθεί από τα άσχημα και ερειπωμένα κτήρια των βαρβαρικών χρόνων” (“Dieser Berg sollte, […], sobald als möglich von den ruinierten und schlechten Bauwerken der barbarischen Zeit befreit werden”). Παρουσία του Klenze, ξεκινούν επισήμως στις 10 Σεπτεμβρίου 1834, οι εργασίες καθαρισμού και αποκατάστασης της Ακρόπολης σε εορταστική ατμόσφαιρα και με τη συμμετοχή του λαού. Οι εργασίες αυτές συνεχίσθηκαν για πολλές δεκαετίες.

Ο Klenze αναχώρησε από την Αθήνα στις 15 Σεπτεμβρίου 1834. Διέσχισε την Τίρυνθα και τις Μυκήνες, θαύμασε από κοντά την Πύλη των Λεόντων, την Τεγέα, τη Μαντίνεια, τη Μεγαλόπολη και τη Λυκοσούρα. Έφθασε και στην Ολυμπία. Μάλιστα φιλοτέχνησε ελαιογραφίες από τα αρχαιολογικά τοπία που επισκέφθηκε στην Ελλάδα (Καρδάκι Κέρκυρας, Ναός Αφαίας στην Αίγινα, πλατεία Αγ. Γεωργίου στο Ναύπλιο, Αέρηδες στην Πλάκα, κ.α.), ενώ κάποια από αυτά τα ολοκλήρωσε στο Μόναχο (π.χ. Ideale Ansicht der Stadt Athen in antiker Zeit, 1862, Η Ακρόπολις των Αθηνών και ο Άρειος Πάγος, 1846). Με την κυκλοφορία των έργων του σε λιθογραφίες, συνέβαλε με έναν ακόμη τρόπο στη διάδοση της εικόνας της Ελλάδας  στην Ευρώπη, όπως είχαν ήδη κάνει και άλλοι φιλέλληνες συνάδελφοι του, όπως ο Ferdinand Stademann, ο Karl Freiherr von Heideck, ο Carl Rottmann, ο Ludwig Lange, ο Peter von Hess και ο Joseph Petzl.

Μετά το πέρας της αποστολής του στην Ελλάδα, ο Klenze δεν θέλησε να επανέλθει ως μόνιμος σύμβουλος του Όθωνα, όπως του είχε προτείνει ο Λουδοβίκος Α’. Προσπάθησε ωστόσο να συνεχίσει την επιτήρηση των εργασιών στην Ακρόπολη από το Μόναχο. Πέθανε σχεδόν λησμονημένος στο Μόναχο το 1864. Αντίθετα με τον συνάδελφό του, Schinkel, ο οποίος αν και έφυγε νωρίς, το 1841, θρηνήθηκε από μια ολόκληρη σειρά μαθητών και θαυμαστών του, ο Klenze έφυγε πλήρης ημερών, χωρίς να καταγράφονται όμως αντίστοιχες εκδηλώσεις λατρείας.

Όσο ζούσε τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο του βασιλικού ινστιτούτου Βρετανών αρχιτεκτόνων (1852) και, έναν χρόνο αργότερα, από το Βαυαρικό Μαξιμιλιανό Τάγμα για τις τέχνες και τις επιστήμες (1853). Το 1863 ανακηρύχθηκε επίτιμος πολίτης του Μονάχου για το σύνολο της προσφοράς του. Του αποδόθηκαν τιμές και μετά τον θάνατο του. Το όνομά του φέρουν οδοί (Klenzestraße) στις γερμανικές πόλεις Μόναχο, Kassel, Werries, Tutzing και Regensburg. Επίσης το όνομά του φέρει το Γυμνάσιο Klenze στο Μόναχο, η κρατική επαγγελματική σχολή στο Ingolstadt (Staatliche Berufsschule II Ingolstadt) και το πάρκο της πόλης (Klenzepark). Από το 1996 και εξής, το Υπουργείο Εσωτερικών της Βαυαρίας απονέμει το μετάλλιο “Leo von Klenze” για εξαιρετικά επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική, την οικιστική και αστική ανάπτυξη.

 

Ο τάφος του Klenze στο Μόναχο

 

Η Ελλάδα και η ΕΕΦ τιμούν τον μεγάλο αρχιτέκτονα που διέδωσε στην Ευρώπη την κλασική γραμμή στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, εμπνευσμένος από την αρχαία Ελλάδα, και που έθεσε τις βάσεις για τον πολεοδομικό σχεδιασμό της νέας Αθήνας.

 

Πηγές και βιβλιογραφία

  • antike-am-koenigsplatz.mwn.de.
  • Bernhard Schulz, Leo von Klenze: Der Baumeister eines griechischen Bayern, Der Tagesspiegel, 24.02.2001.
  • Frese, Peter, Ein griechischer Traum. Leo von Klenze. Der Archäologe, München, Staatliche Antikensammlung und Glyptothek 1985, München 1985 (κατάλογος έκθεσης).
  • Fuhrmeister, Christian, Jooss, Birgit (Hg.), Isar/Athen. Griechische Künstler in München- Deutsche Künstler in Griechenland. München 2008 (κατάλογος έκθεσης).
  • Θερμού, Mαρία,  Λέο φον Κλέντσε, ΤΟ ΒΗΜΑ, 24 Νοεμβρίου 2008.
  • Καγιαδάκη, Μαρία, Οι ζωγραφοι Γεωργιος και Φιλιππος Μαργαριτης. Τα πρωτα καλλιτεχνικα εργαστηρια στην Αθηνα του 19ου αιωνα. Διδακτορικη διατριβη, Αριστοτελειο Πανεπιστημιο Θεσσαλονικης, 2008.
  • Μουστάκα, Αλίκη, Ένα ελληνικό όνειρο: Λέο φον Kλέντσε, ο Αρχαιολόγος, «Αρχαιολογία και Τέχνες», τεύχος 20, Αύγουστος 1986.
  • Μπαδήμα-Φουντουλάκη, Μαρία, Σταμάτης Κλεάνθης: 1802-1862: αρχιτέκτων, επιχειρηματίας, οραματιστής, Δήμοι Αθηναίων και Βελβεντού, 2011.
  • Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αλέξανδρος, Ένα όραμα του κλασικισμού. Καπόν, Αθήνα 2001.