Μακέτα του ατμοκίνητου «Καρτερία». Διακρίνονται οι θέσεις των κανονιών του πλοίου. Η μακέτα προσφέρθηκε στο Baltic Exchange στο Λονδίνο το 1923 από την ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα.

 

Του καθηγητού Ν. Χ. Αποστολίδη

 

Οι δύο Φιλέλληνες αγωνιστές του τίτλου είναι ο Γερμανός ιατρός Ερρίκος Τράϊμπερ και ο Ιταλός νομικός και δημοσιογράφος Ιωσήφ Ν. Κιάππε.

Ο πρώτος, αφού έλαβε μέρος για επτά σχεδόν χρόνια στον κατά ξηράν αγώνα, όπως στη μάχη του Πέτα, στην πολιορκία του Ναυπλίου με το Νικηταρά, στη μάχη της Καρύστου με το Φαβιέρο, στη μάχη της Δόμβραινας με τον Καραϊσκάκη, στην απόβαση στην Καστέλλα και πολλές ακόμα άλλες επιχειρήσεις, ανέλαβε τελικά υπηρεσία στο μοναδικό ατμόπλοιο του ελληνικού στόλου, το «Καρτερία», με πλοίαρχο τον Αστιγγα, όπου και υπηρέτησε για περίπου 8 μήνες.

Ο δεύτερος, υπηρέτησε ως γραμματέας, διερμηνέας και νομικός σύμβουλος του Αναστασίου Τσαμαδού στο υδραίικο βρίκι «Αγαμέμνων» και συμμετείχε έτσι στη ναυμαχία της Ερεσού, στην επανάσταση του Πηλίου και την πολιορκία του κάστρου του Βόλου, και σε διάφορες άλλες επιχειρήσεις και περιπολίες στο Αιγαίο.

Αργότερα, το 1824, εξέδωσε στην Ύδρα την εφημερίδα «Ο φίλος του Νόμου», μία από τις τρεις ελληνόγλωσσες εφημερίδες που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα, αλλά και την ξενόγλωσση εφημερίδα «Abeille Grecque».

Και οι δύο φιλέλληνες κατέγραψαν τις εμπειρίες τους σε ημερολόγια, με τη διαφορά ότι ο μεν Τράϊμπερ τις κατέγραψε στο προσωπικό του ημερολόγιο, ενώ ο Κιάππε στο ημερολόγιο του «Αγαμέμνων».

Οι καταγραφές αυτές είναι σημαντικές, επειδή μας δίνουν πολλές λεπτομέρειες για διάφορα γεγονότα του ναυτικού αγώνα και την καθημερινή ρουτίνα των πληρωμάτων και των πλοίων, αλλά και επειδή φωτίζουν άγνωστα στο ευρύ κοινό επεισόδια του Αγώνα.

Πρέπει να σημειώσουμε ιδιαίτερα ότι, οι όποιες πληροφορίες έχουν καταγραφεί στα ημερολόγια αυτά, είναι αυθεντικές, είναι δηλαδή από πρώτο χέρι, και έχουν επίσης το προσόν της άμεσης επικαιρότητας διότι περιγράφουν τα διάφορα γεγονότα λίγες μόνο ώρες αφότου συνέβησαν.

Ως προς την ποιότητα, ή μάλλον το ύφος, των κειμένων αυτών πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχουν διαφορές.

Οι μεν καταγραφές του Τράϊμπερ στο προσωπικό του ημερολόγιο είναι, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς, πλούσιες μεν σε πληροφορίες για τα όσα συνέβαιναν καθημερινά στη διάρκεια των επτά αυτών χρόνων, αλλά και πολύ σύντομες.

Αντίθετα, οι καταγραφές του Κιάππε στο ημερολόγιο του πλοίου «Αγαμέμνων» ξεφεύγουν πολύ από τις ξερές πληροφορίες που καταγράφονται συνήθως στα ημερολόγια των πλοίων. Οι καταγραφές αυτές θυμίζουν μάλλον ρεπορτάζ πολεμικού ανταποκριτή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Κιάππε ήταν, εκτός από νομικός, και δημοσιογράφος.

Παραθέτω παρακάτω αποσπάσματα από τα δύο ημερολόγια.

Το πρώτο είναι από το ημερολόγιο του Τράϊμπερ.

«17/1/1827 Φθάνουμε στο Μετόχι στη στεριά της Ρούμελης, απέναντι από την Κούλουρη.

Εδώ βρίσκεται ο Γόρδων καθώς και το υπόλοιπο του τακτικού σώματος, 300 άνδρες.

23/1 Άφιξη του σώματος Μακρυγιάννη.

24/1 Φθάνει και το σώμα του καπετάν Νοταρά, του ‘αρχοντόπουλου’ , και αρχίζει η επιβίβαση στα πλοία. Το εκστρατευτικό σώμα έχει δύναμη 2000 ανδρών περίπου».

«Επιβιβάζομαι στο ατμόπλοιο (Σημ. την ‘Καρτερία’). Μία ώρα μετά τη δύση σηκώνουμε άγκυρες. Η επιχείρηση έχει σκοπό την κατάληψη του μεταξύ Φαλήρου και Πειραιώς ψηλού βραχώδους όγκου (Σημ. της Καστέλλας), την οχύρωση του και τη δημιουργία  προγεφυρώματος προ των Αθηνών. Έτσι θα διευκολυνθεί το σώμα του Βάσου (Μαυροβουνιώτη) που με 3000-4000 άνδρες θα επιτεθεί από το Μενίδι και την Ελευσίνα.».

«Αποβιβάζουμε στρατεύματα, που ανεβαίνουν γρήγορα τη βουνοπλαγιά αρχίζοντας αμέσως το τουφεκίδι, πράγμα που δημιουργεί μια αναταραχή μεταξύ των τμημάτων που δεν έχουν αποβιβασθεί ακόμα, τα οποία όμως γι’αυτό το λόγο αποβιβάζονται γρηγορότερα. Αποβιβαζόμαστε και εμείς. Ψυχρή νύχτα. Σε όλη τη γραμμή ασχολούνται με την κατασκευή οχυρώσεων.».

“25/1 Μετά το ξημέρωμα, το ατμόπλοιο πλέει στον Πειραιά και αρχίζει να βομβαρδίζει το μοναστήρι και τα σπίτια».

Το δεύτερο είναι από το ημερολόγιο του βρικίου «Αγαμέμνων», γραμμένο από τον Ι. Κιάππε και αφορά την καταστροφή των Κυδωνιών. Μετά την πυρπόληση της τουρκικής φρεγάτας από τον Παπανικολή, την οποία περιγράφει σε άλλο σημείο του ημερολογίου ο Κιάππε, οι Τούρκοι κινήθηκαν για να επιτεθούν για αντεκδίκηση εναντίον των Κυδωνιών (Αϊβαλί), μιας πόλης 30.000 κατοίκων με αμιγή ελληνικό πληθυσμό, στα μικρασιατικά παράλια απέναντι από τη Λέσβο.

Οι Κυδωνιείς ζήτησαν βοήθεια από τον ελληνικό στόλο. Επειδή τα πλοία δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στα αβαθή νερά, αποφασίσθηκε να σταλούν από τα πλοία βάρκες με οπλισμένους ναύτες και μικρά κανόνια για να αποκρούσουν τους Τούρκους και να εκκενώσουν τον άμαχο πληθυσμό. Το «Αγαμέμνων» παρέλαβε 830 πρόσφυγες.

Σταχυολογώ μερικές φράσεις από τη συγκλονιστική, αλλά και συγκινητική, περιγραφή που κατέγραψε στο ημερολόγιο ο Κιάππε.

“Ιουνίου 15, 1821. 9 ώρα αυγής ήρχισε το κίνημα φελούκων και βαρκών από όλα τα καράβια … από το καράβι μας επήγαν φελούκαι 2 με ανθρώπους ομού 36 … 10 ώρα της αυγής ήρχισε ο πόλεμος των φελούκων με τους Τούρκους εις τας Κυδωνίας και επαρατηρήσαμεν ότι οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά εις το ανώτερον μέρος της Χώρας…. αι φλόγες διεδόθησαν και εις άλλα μέρη της πόλεως … 2 ώρα αυγής, μη έχοντας εύρει αι βάρκες άλλους ανθρώπους , τα καράβια εσαλπάρησαν όλα … πλεύσαντες όλην την ημέραν με ενάντιον καιρόν και ρυμουλκάροντας 4 μπιαντέδες και σακκολέβαις φορτωμένες με ανθρώπους … Τα δύο αμπάρια και το κάτω της σαβούρας, η κουβέρτα και η κάμαρα ήσαν γεμάτα από λυτρωμέναις φαμελιαις … η κουβέρτα μας ήναι όλη σκεπασμένη από γκαστρωμένες γυναίκες, παιδιά και βρέφη … Μεσημβρία, μια γυναίκα εγέννησεν ευτυχώς μίαν κόρην, άλλη γυναίκα εγέννησεν αρσενικόν στην κάμαρα, άλλη θηλυκόν στο αμπάρι, και άλλη απέρριψεν. Αι λεχούσαι και τα νεογεννημένα βρέφη ευρίσκονται καλά … 10 ώρα εσπέρας εξακολούθη σφοδρότερος ο ενάντιος καιρός και κάμνομεν βόλταις με κόπον και δυσκολίαν μεγάλην 

… Κυριακή, 1 ώρα αυγής. Δύο από τα καϊκια όπου ρυμουλκήσαμεν έκοψαν τα σχοινία και επροφθάσαμεν να γλυτώσομεν και να πάρωμεν εις το καράβι τους ανθρώπους και τα πράγματα των

… 3 ώρα εσπέρας αράξαμεν εις τα Αντίψαρα.

Ο Κομμαντάντες μας (σ.σ. ο Τσαμαδός) άφησε στα Ψαρά τον καπετάν Κυριάκο δια να βαπτίσει εις το όνομά του τα βρέφη όπου εγεννήθησαν στην κάμαραν. … αυτός εβάπτισεν τα δύο βρέφη. Tο μεν ονόμασε Ελευθέριον και το δε Ελένη».

Σημειώνω ότι το ένα τέταρτο σχεδόν των κατοίκων των Κυδωνιών σφαγιάσθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν και κατέληξαν στα σκλαβοπάζαρα.

Ενδιαφέρουσες είναι οι πληροφορίες που μας παρέχει το ημερολόγιο του Τράϊμπερ, σχετικά με τις συνθήκες λειτουργίας του «Καρτερία».

Είναι γνωστό ότι το «Καρτερία» ήταν το πρώτο ατμόπλοιο παγκοσμίως που χρησιμοποιήθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις.

Με αυτά τα δεδομένα, όπως είναι φυσικό, το «Καρτερία» παρουσίαζε ορισμένα πλεονεκτήματα, αλλά και αρκετά μειονεκτήματα, όπως συμβαίνει με όλες τις πρωτότυπες κατασκευές. Το προφανές πλεονέκτημα του έναντι των εχθρικών πλοίων, που ήταν βέβαια όλα ιστιοφόρα, ήταν ότι σε περίπτωση άπνοιας, εκείνο μπορούσε να κινηθεί και να ελιχθεί με όση ταχύτητα του επέτρεπε η μηχανή του, ενώ τα εχθρικά πλοία ήταν καθηλωμένα σε ένα σημείο και ο μόνος τρόπος να κινηθούν ή να στρέψουν τα κανόνια τους εναντίον του, ήταν να ρυμουλκηθούν από μία ή περισσότερες βάρκες με κουπιά.

Έναντι αυτού του εμφανούς πλεονεκτήματος όμως, το «Καρτερία» παρουσίαζε κάποια σημαντικά μειονεκτήματα. Το πρώτο από αυτά είναι ότι η μηχανή του «Καρτερία» πάθαινε συχνά βλάβες, άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες. Ο Τράϊμπερ κατέγραψε στο ημερολόγιό του τουλάχιστον 5 περιπτώσεις βλαβών, των οποίων η αποκατάσταση απαίτησε από μερικές ώρες έως μερικές μέρες.

Το επιπλέον όμως πρόβλημα ήταν ότι τα ιστία (πανιά) που διέθετε το πλοίο ήταν ανεπαρκή και η ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει με αυτά και μόνο, χωρίς τη μηχανή, ήταν σχετικά μικρή.

Από το ημερολόγιο του Τράϊμπερ πληροφορούμεθα ότι, όταν το «Καρτερία» συμμετείχε σε ναυτική μοίρα, μαζί με άλλα (ιστιοφόρα) πλοία, σε πολλές περιπτώσεις κάποιο από τa άλλα πλοία το ρυμουλκούσε. Επίσης πληροφορούμεθα ότι το «Καρτερία» χρησιμοποιούσε κυρίως κάρβουνο για τη μηχανή του, όταν όμως αυτό δεν υπήρχε διαθέσιμο χρησιμοποιούσε και ξύλα. Οι περιπολίες και οι μετακινήσεις του στόλου επεκτείνονταν όχι μόνο σε όλο το Αιγαίο, το Ιόνιο και τα άλλα ελληνικά πελάγη, αλλά και σε όλη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Ο Τράϊμπερ αναφέρει ότι ο στολίσκος υπό τη διοίκηση του Σαχτούρη, στον οποίο μετείχε το «Καρτερία», έφθασε μέχρι και σε απόσταση 80 μιλίων από την Αλεξάνδρεια και ότι προσήγγισε τις ακτές της Λιβύης (Μπαρμπαριάς) όπου έβγαλαν άγημα στη στεριά για να αναζητήσουν νερό.

Από τα δύο ημερολόγια μαθαίνουμε αρκετές λεπτομέρειες για το πώς επικοινωνούσε το κάθε πλοίο με τα άλλα συμπλέοντα πλοία, με τη βάση του και με τον υπόλοιπο κόσμο γενικότερα. Η επικοινωνία με τα άλλα πλοία της ναυτικής μοίρας δεν παρουσίαζε πρόβλημα, εφόσον βέβαια υπήρχε τουλάχιστον οπτική επαφή.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση η συνεννόηση με τα άλλα πλοία γινόταν στοιχειωδώς με τη βοήθεια των «σινιάλων». Πολύ συχνή ήταν η προσωπική επαφή μεταξύ των πλοιάρχων ή του ναυάρχου με τους πλοιάρχους των υπολοίπων πλοίων. Αυτή πραγματοποιείτο συχνά με μετάβαση ενός ή περισσοτέρων πλοιάρχων στη ναυαρχίδα, ή με τη μετάβαση ενός πλοιάρχου σε άλλο πλοίο, για να συνεννοηθεί με τον πλοίαρχο εκείνου.

Από τη στιγμή που ένα ή περισσότερα πλοία απέπλεαν από τη βάση τους (από Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, κλπ.) δεν υπήρχε πλέον επαφή με τη βάση παρά μόνο σπάνια, όταν κάποιο άλλο πλοίο έφευγε μεταγενέστερα από το νησί και έφερνε νέες οδηγίες.

Συνηθέστατη ήταν η περίπτωση όταν ένα πλοίο του στόλου συναντούσε άλλο πλοίο (είτε ελληνικό, είτε και ξένο – εκτός βέβαια από εχθρικό) να «βιζιτάρει» ο καπετάνιος ή ο ύπαρχος το άλλο πλοίο ή αντιστρόφως, για να ανταλλάξουν πληροφορίες.

Σε όσους διδάχθηκαν στο σχολείο την ιστορία της επανάστασης του ’21, αλλά και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό γενικότερα, επικρατεί κατά τη γνώμη μου η εντύπωση, ότι η δράση του στόλου περιοριζόταν στις ναυμαχίες με τον τουρκικό στόλο και βεβαίως και στις πυρπολήσεις των πλοίων του εχθρού. Αυτή την εντύπωση αποκομίζει κανείς και αν διαβάσει βιβλία που έχουν ως αντικείμενο τον ναυτικό αγώνα του ’21, όπου προβάλλονται κυρίως οι ναυμαχίες.

Οι ναυμαχίες αποτελούσαν αναμφισβήτητα μια ουσιαστικότατη συμβολή στον Αγώνα και ήταν σίγουρα το εντυπωσιακότερο μέρος της δράσης του ναυτικού. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ναυτικό μας δεν εκτελούσε άλλες αποστολές, οι οποίες και πολυποίκιλες ήταν, αλλά και ήταν εκείνες με τις οποίες ο στόλος ήταν απασχολημένος στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του αγώνα.

Κατά τη διάρκεια των οκτώ περίπου ετών του Αγώνα, τα πλοία του ελληνικού στόλου ενεπλάκησαν περί τις 15 έως 20 περίπου φορές σε ναυμαχίες με ή χωρίς συμμετοχή πυρπολικών. Αυτό σημαίνει ότι, αθροιστικά, ο στόλος απασχολήθηκε σε ναυμαχίες συνολικά μόνο επί 20 έως 30 μέρες, ή με άλλα λόγια λιγότερο από το 2% του συνολικού χρόνου που διήρκεσε ο Αγώνας.

Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς: τι έκαναν τα πλοία του στόλου κατά το υπόλοιπο 98% του συνολικού χρόνου;

Όπως προκύπτει από τα δύο ημερολόγια, η αποστολή του στόλου και κατ’ επέκτασιν η προσφορά του στον Αγώνα, πέρα από τις ναυμαχίες εναντίον του τουρκικού και του αιγυπτιακού στόλου, ήταν πολύπλευρη και συγκεκριμένα περιελάμβανε τα εξής:

– To ναυτικό αποκλεισμό των επαναστατημένων περιοχών για να εμποδισθεί η μεταφορά στρατευμάτων και εφοδίων του εχθρού προς τις περιοχές αυτές, πράγμα που κατά τη γνώμη μου, ήταν και η κύρια αποστολή του στόλου. Στη δράση αυτή περιλαμβάνεται η διενέργεια νηοψιών και η κατάσχεση πλοίων και φορτίων τόσο των Τούρκων, όσο και ουδετέρων (υποτίθεται) κρατών, κλπ.

– Την επιτήρηση του εχθρικού στόλου, ή τμημάτων αυτού, για να είναι οι επαναστατημένοι ενήμεροι για τις κινήσεις του εχθρού αλλά και να ασκείται ψυχολογική πίεση στα πληρώματα του εχθρού.

– Τη μεταφορά στρατευμάτων και εφοδίων από μία περιοχή σε άλλη.

– Τη διενέργεια αποβάσεων από στρατιωτικά σώματα ξηράς, όπως π.χ. αυτή που έγινε στο Φάληρο (Καστέλλα) το 1827.

– Την υποστήριξη των κατά ξηράν ελληνικών δυνάμεων, όταν αυτές επιχειρούσαν σε περιοχές κοντά στη θάλασσα, με βομβαρδισμό των εχθρικών θέσεων αλλά και με καταδρομές ναυτικών αγημάτων (π.χ. Κυδωνίες, Πήλιο, Σφακτηρία, κλπ.). Κατά σύμπτωση, και οι δύο καπετάνιοι, ο Ανστ. Τσαμαδός αλλά και ο Άστιγξ, έπεσαν μαχόμενοι, όχι στις γέφυρες των πλοίων τους, αλλά σε αποβατικές επιχειρήσεις, εκτός των πλοίων τους.

– Την προστασία αμάχων ελληνικών πληθυσμών από επιθέσεις των Τούρκων σε νησιά, ή σε παραθαλάσσιες πόλεις π.χ. Χίος Ψαρά, Κυδωνίες, κλπ.

– Το βομβαρδισμό, και σε πολλές περιπτώσεις καταστροφή, παράκτιων οχυρώσεων του εχθρού (Βασιλάδι, κάστρο Βόλου).

– Τη διάσωση και μεταφορά αμάχων (Κυδωνίες και αλλού).

– Τη συλλογή χρημάτων (φόρων) για τις ανάγκες του Αγώνα από νησιά και παραθαλάσσιες πόλεις.

– Τέλος, πρέπει να προσθέσουμε και τις ατέλειωτες ώρες και ημέρες περιπολιών και αναμονής σε διάφορους υπήνεμους όρμους.

Ως επίλογο, θα αναφέρω ότι και οι δύο φιλέλληνες παρέμειναν στην Ελλάδα και μετά την απελευθέρωση. Ο Τράϊμπερ διοργάνωσε το Υγειονομικό Σώμα του Στρατού, του οποίου υπήρξε ο πρώτος αρχηγός, ο δε Κιάππε υπηρέτησε στο Δικαστικό Σώμα. Τέλος, αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση έγιναν συμπέθεροι, αφού η κόρη του Τράϊμπερ, Ρόζα, παντρεύθηκε το γιό του Κιάππε, Πέτρο.

 

Βιβλιογραφία

  • Ερρίκου Τράϊμπερ: Αναμνήσεις από την Ελλάδα 1822-1828 . Μετάφραση, βιογραφικές και επεξηγηματικές σημειώσεις Δρος Χρήστου Ν. Αποστολίδου. Αθήναι 1960
  • Ιστορικά Ημερολόγια Των Ελληνικών Ναυμαχιών του 1821. Εκ των Ημερολογίων του Ναυμάχου Αν. Τσαμαδού . Εκδότης Νικ. Πάτρας. Αθήναι 1886
  • Περικλή Δεληγιάννη: Ο Ναυτικος αγώνας της Επανάστασης. Μονογραφίες του περιοδικού «Στρατιωτική Ιστορία». Αθήνα 2009
  • I.K.Mαζαράκη Αινιάν: Ο Ναυτικός Αγώνας 1821 – 1830. Αθήνα 2019

 

Η καταστροφή των Ψαρών, έργο της Suzanne Elisabeth Eynard (1775-1844), νύφης του μεγάλου Ελβετού Φιλέλληνα J. G. Eynard

 

Αγαπητές φίλες και φίλοι,

Το 2020 ήταν ένα δύσκολο έτος για όλη την ανθρωπότητα, με πρωτοφανείς προκλήσεις και ανακατατάξεις που προκάλεσε η πανδημία. Ήταν όμως και ένα έτος που επιβεβαίωσε την σπουδαιότητα των αξιών που πρεσβεύει ο Ελληνισμός, στις οποίες στηρίζονται οι κοινωνίες μας.

Το 2021 εορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, της οποίας βασικός στυλοβάτης ήταν ο Φιλελληνισμός. Η Επανάσταση αυτή οδήγησε στη σύσταση του Ελληνικού κράτους, που αποτελεί σήμερα θεματοφύλακα των αξιών του δυτικού κόσμου.

Η Εταιρεία για τον Ελληνισμό και τον Φιλελληνισμό συμμετέχει στις εορταστικές εκδηλώσεις με πολλές και σημαντικές δράσεις τις οποίες θα ανακοινώσει σύντομα.

Η πρώτη από αυτές αφορά την ίδρυση του Μουσείου Φιλελληνισμού, το οποίο θα εγκαινιασθεί τον Ιανουάριο του 2021.

Παράλληλα κυκλοφορήσαμε και την πρώτη μας έκδοση. Το βιβλίο – ημερολόγιο για τον Φιλελληνισμό

(πληροφορίες – παραγγελίες: info@eefshp.org / +30 6974 750361).

 

 

Θα ακολουθήσουν πολλές άλλες εκδόσεις.

Στόχος μας παραμένει να προωθήσουμε τις αρχές του Ελληνισμού και του Φιλελληνισμού διεθνώς, και να ενθαρρύνουμε τις κοινωνίες που εμπνέονται από αυτές, να βρουν μία θέση και ένα ισότιμο ρόλο στο πλευρό των Ελλήνων, που συνεχίζουν να αποτελούν τον θεματοφύλακα των πανανθρώπινων αξιών. Να δρομολογήσουμε ένα νέο φιλελληνικό ρεύμα για τον 21ο αιώνα.

Ευχαριστούμε όλους σας για το ενδιαφέρον που έχετε εκδηλώσει για να συμβάλετε στο έργο  μας. Στην κατεύθυνση αυτή, ετοιμάζουμε ένα πλαίσιο για την δραστηριοποίηση των φίλων και εθελοντών, για το οποίο θα ενημερωθείτε σύντομα (ανάλογα με την πορεία της πανδημίας).

Ευχόμαστε σε όλες και όλους Καλά Χριστούγεννα και ένα ευτυχισμένο και δημιουργικό Επετειακό Έτος 2021.

Εταιρεία για τον Ελληνισμό και τον Φιλελληνισμό

info@eefshp.org

 

 

 

Μαθητικός διαγωνισμός στο πλαίσιο του εορτασμού της 25ης Μαρτίου 2021, με θέμα «ο Φιλελληνισμός, η συμβολή του στην απελευθέρωση της Ελλάδος και στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση»

 

Η Εταιρεία για τον Ελληνισμό και τον Φιλελληνισμό (ΕΕΦ – www.eefshp.org), συμμετέχει στους εορτασμούς για το 2021 με τη διενέργεια σχολικού διαγωνισμού με θέμα «ο Φιλελληνισμός, η συμβολή του στην απελευθέρωση της Ελλάδος και στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση».

Η ΕΕΦ είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία. Σκοπός της είναι η μελέτη, ανάδειξη και προώθηση του Ελληνικού πολιτισμού και του Φιλελληνικού ρεύματος από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μέσω μίας σειράς δράσεων και πρωτοβουλιών στην Ελλάδα και διεθνώς.

Η Εταιρεία έχει ήδη οργανώσει στην Αθήνα μέσα στο 2019, τρείς σημαντικές εκδηλώσεις – αφιερώματα στον Αμερικανικό, τον Γαλλικό και τον Αγγλικό Φιλελληνισμό, με ομιλίες, εκθέσεις και συναυλίες κλασσικής μουσικής (φιλελληνικής έμπνευσης), σε συνεργασία με τις αντίστοιχες πρεσβείες και με την παρουσία του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, πρέσβεων και επισήμων (πληροφορίες: https://www.eefshp.org/drastiriotites/ekdilosis/).

Παράλληλα, η Εταιρεία θα λειτουργήσει από τον Ιανουάριο 2021, στην Αθήνα, το Μουσείο Φιλελληνισμού. Επίσης ετοιμάζει μνημείο για τους Φιλέλληνες που αγωνίσθηκαν για την απελευθέρωση της Ελλάδος, και πολλές σημαντικές εκθέσεις, συναυλίες, εκδόσεις και παραγωγές media στην Ελλάδα και διεθνώς.

Στο πλαίσιο των δράσεων της, η ΕΕΦ οργανώνει με αφορμή τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 2021, σχολικό διαγωνισμό με θέμα να προβάλει και να τιμήσει την συνεισφορά των φιλελλήνων στην Ελλάδα και διεθνώς κατά την διάρκεια της Επανάστασης του 1821.

Στόχος του διαγωνισμού είναι να τιμήσει η Ελλάδα τους χιλιάδες επώνυμους και ανώνυμους ανθρώπους που εμπνεύσθηκαν από τον Ελληνικό πολιτισμό και πίστεψαν στον αγώνα των Ελλήνων για να ελευθερώσουν την Ελλάδα, και να χρησιμοποιήσουμε μία παράδοση φιλίας και συνεργασίας εκατοντάδων χρόνων που συνδέει τους λαούς μας, για να κτίσουμε νέες γέφυρες φιλίας και να καλλιεργήσουμε συμμαχίες για το μέλλον.

Τα σχολεία που ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό μπορούν να σχεδιάσουν εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες και παρουσιάσεις κατά την διάρκεια της εορτής της 25ης Μαρτίου 2021, στις οποίες θα αναφερθούν σε θέματα σχετικά με τον φιλελληνισμό και την δράση των φιλελλήνων στην Ελλάδα και διεθνώς.

Οι εκδηλώσεις μπορούν να αναφέρονται σε ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω θέματα, τα οποία παρατίθενται ενδεικτικά:

– Την επιστροφή στην κλασσική Ελλάδα και την γέννηση του Νεοκλασσικισμού και του Ρομαντισμού τον 18 και 19ο αιώνα στην Ευρώπη. Σε προσωπικότητες όπως ο Βινκελμαν, ο Μπαρτελεμύ, ο Γκουφιέ, η Σενιέ, ο Μίλερ, ο Ειρηναίος Θείρσιος, ο Φρήντριχ Χαίλντερλιν, ο Φρίντριχ Σίλερ, ο Πέρσι Σέλλεϋ, ο Λόρδος Βύρων, ο Σατωβριάνδος, Βίκτωρ Ουγκό, ο Αλεξάντρ Πούσκιν, ο Ευγένιος Ντελακρουά, κλπ.

– Στη δράση των φιλελληνικών κομιτάτων στην Ευρώπη.

– Στην κάθοδο Φιλελλήνων στην Ελλάδα, οι οποίοι πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων, ενώ πολλοί από αυτούς πέθαναν ηρωικά. Για παράδειγμα, οι Κάρολος Νόρμαν, Λόρδος Βύρων, Σαμουήλ Γκρίντλευ Χάου, Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ, Μαξίμ Ρεμπώ, Ολιβιέ Βουτιέ, Ιωσήφ Βαλέστ ή Βαλέστρα, Μιρτσιέφσκι, Τόμας Γκόρντον, Καρλ Βίλχελμ φον Άιντεκ, Σαντόρε ντι Σανταρόζα, Αντρέα Ντάνια, Ταρέλα, Φρανκ Χέιστινγκς, Κάρολος Φαβιέρος, Τζωρτζ Τζάρβις, Ρίτσαρντ Τσωρτς, Τζουζέππε Ροσαρόλλ, Ερνστ Μάνγγελ, Έρικ Τράιμπερ, Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας, Τζωρτζ Κάνινγκ, Έντουαρντ Κόδριγκτον, Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος, κλπ.

– Στην Ναυμαχία στο Ναυαρίνο και το Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, και στη συμβολή τους στην απελευθέρωση της Ελλάδος.

Στόχος των εκδηλώσεων αυτών θα είναι να αναδείξουν ότι ο Φιλελληνισμός ήταν ουσιαστικά η πρώτη αφορμή να ανακαλύψει η Ευρώπη της κοινές της πολιτιστικές ρίζες και αξίες, και να σχεδιασθούν και υλοποιηθούν οι πρώτες κοινές Ευρωπαϊκές πολιτικές, οι οποίες 150 έτη αργότερα οδήγησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ΕΕΦ και τα στελέχη της είναι στη διάθεση των ενδιαφερομένων για να βοηθήσουν στην επιλογή πηγών και βιβλιογραφίας και στον σχεδιασμό των εκδηλώσεων.

Τα σχολεία που θα ενδιαφερθούν να συμμετάσχουν μπορούν να βιντεοσκοπήσουν τις εκδηλώσεις τους και να στείλουν τα βίντεο στην ΕΕΦ μέχρι την 30 Απριλίου 2020, σε ηλεκτρονικό αρχείο με την χρήση της υπηρεσίας WETRANSFER.COM, στην διεύθυνση: info@eefshp.org. Σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθούν εκδηλώσεις στα σχολεία με φυσική παρουσία, τα σχολεία μπορούν και πάλι να παρουσιάσουν το έργο τους μέσω διαδικτύου, και να στείλουν το υλικό ηλεκτρονικά με τον ίδιο τρόπο. Επίσης εάν τα σχολεία αναβάλουν τις σχετικές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από το 1821 σε άλλη ημερομηνία, μπορεί να μετατεθεί και η τελική ημερομηνία του διαγωνισμού ανάλογα. Σε περίπτωση που υποβληθούν βίντεο στα οποία εμφανίζονται μαθητές, θα ζητηθεί έγκριση του σχολείου και των γονέων. Η διαχείριση του υλικού αυτού θα είναι συμβατή με τον κανονισμό GDPR.

Οι έξι πρώτοι νικητές του διαγωνισμού θα λάβουν ειδικό βραβείο, και δώρο έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Παράλληλα, ανάλογα με το σενάριο των εκδηλώσεων που θα επιλεγούν, την αρτιότητα της εργασίας, αλλά και τα δεδομένα της πανδημίας COVID-19, η ΕΕΦ μπορεί να καλέσει ορισμένα σχολεία να παρουσιάσουν το έργο τους σε ειδικές εκδηλώσεις, παρουσία ευρύτατου κοινού, πολιτικών, διπλωματών και εκπροσώπων των χωρών καταγωγής των Φιλελλήνων που θα επιλεγούν να τιμηθούν από όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, απογόνων Φιλελλήνων που ζουν σήμερα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, κλπ.

Τέλος, η ΕΕΦ θα εξετάσει το ενδεχόμενο να οργανώσει κατά τη διάρκεια του 2021 εκδηλώσεις και στο εξωτερικό, όπου επιλεγμένα σχολεία θα μπορέσουν να συμμετάσχουν και να επαναλάβουν το έργο τους με την συμμετοχή σχολείων και οργανώσεων νέων από την χώρα καταγωγής των Φιλελλήνων που θα επιλέξουν να τιμήσουν. Τα έξοδα θα αναλάβει η ΕΕΦ.

Eταιρεία για τον Ελληνισμό και τον Φιλελληνισμό (www.eefshp.org)

 

Για πληροφορίες: info@eefshp.org

Τηλ. +30.6974750361

 

 

“[…] Es lebe Ihre Heimat, die auch für mich die schönste Heimat ist, die Heimat meiner Bildung und meiner Ideale!”
“Ζήτω η Πατρίδα σας, που για μένα είναι η ομορφότερη πατρίδα, η πατρίδα της Παιδείας μου και των Ιδανικών μου!”

Friedrich Thiersch, De l’état actuel de la Grèce et des moyens d’arriver à sa restauration, Leipzig 1833 (1828 – 1833)

 

O Friedrich Wilhelm Thiersch (Ειρηναίος Θείρσιος, 1784 – 1860), απετέλεσε την κορυφαία μορφή του Γερμανικού Φιλελληνισμού, ενώ υπήρξε ο θεμελιωτής της Κλασικής Φιλολογίας και των Ανθρωπιστικών σπουδών στη Βαυαρία. Θεωρούσε την Ελλάδα ως “πραγματική” του πατρίδα, μητέρα της σκέψης και των ιδανικών του, και έτσι ελληνοποίησε το όνομά του σε Ειρηναίος Θείρσιος, με το οποίο είναι ευρύτερα γνωστός. Υπερασπίσθηκε με θέρμη τα δίκαια του Ελληνικού Αγώνα, και βρέθηκε στο στόχαστρο του Metternich και της πρωσικής κυβέρνησης, ως εμπνευστής της Φιλελληνικής Γερμανικής Λεγεώνας, και ως φλογερός πρόμαχος της Ελληνικής Επανάστασης. Στην εποχή του αναγνωρίστηκε ως “Praeceptor Bavariae“, δάσκαλος του βαυαρικού Γένους και θεμελιωτής της ουμανιστικής παιδείας στη Βαυαρία, όπως αντίστοιχα, θεωρείται ο φιλόσοφος Wilhelm von Humboldt (1767-1835) θεμελιωτής του εκπαιδευτικού συστήματος στην Πρωσία.[1]

Ο μαχητικός Ειρηναίος Θείρσιος γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου 1784 στο χωρίο Kirchscheidungen (Sachsen – Anhalt) και ήταν ο δεύτερος γιος του γεωργού Benjamin Thiersch. Ένας από τους αδερφούς του ήταν ο κλασικός φιλόλογος και συνθέτης του πρωσικού εθνικού ύμνου (Preußenlied), Βernhard Thiersch. Ο γνωστός ζωγράφος από το Μόναχο, Ludwig Thiersch (1825-1909), ήταν γιος του, και ο αρχιτέκτων και ζωγράφος Friedrich von Thiersch (1852-1921) εγγονός του. Από το 1804 και εξής σπούδασε φιλολογία και θεολογία στη Λειψία και το Göttingen, και από το 1808 παρέδιδε μαθήματα ιδιωτικώς. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Göttingen απέκτησε στενές επαφές με κάποιους συμφοιτητές, οι οποίοι γνώριζαν ελληνικά τραγούδια. Έτσι πυροδοτήθηκε το ενδιαφέρον του για την πραγματικότητα των σύγχρονων Ελλήνων. Το 1809 έφθασε στο Μόναχο για να διδάξει στο Wilhelmsgymnasium και από το 1811 και στο Λύκειο. Ίδρυσε το Φιλολογικό Ινστιτούτο (1812), το οποίο έκτοτε διαμορφώνει την εκπαίδευση δασκάλων στη Βαυαρία, και θεμελίωσε το σχολικό και πανεπιστημιακό σύστημα σε νεοανθρωπιστική κατεύθυνση. Ήδη από το 1809 ήρθε σε σύγκρουση με τους προϊσταμένους του στο Γυμνάσιο του Μονάχου και τον κύκλο του Βαρόνου Johann Christoph von Aretin, ο οποίος εξέφραζε φιλοναπολεοντικές θέσεις. Το 1811 κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού, κατηγόρησε τον κύκλο του Aretin για μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, αν και φαίνεται η επίθεση να είχε ερωτικό και όχι ιδεολογικό ή πολιτικό κίνητρο.[2]

Μετά την ανάδειξη του σπουδαίου Φιλέλληνα Λουδοβίκου Α´ στον βαυαρικό θρόνο (13 Οκτωβρίου 1825), ο Thiersch ανέλαβε την αναδιοργάνωση του συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έλαβε την έδρα Κλασικής Φιλολογίας, όταν το κρατικό πανεπιστήμιο μεταφέρθηκε στο Μόναχο. Το 1829 έγινε Πρύτανης του Λουδοβίκιου Μαξιμιλιανού Πανεπιστημίου και ίδρυσε το πρώτο σεμινάριο Κλασικής Γραμματείας στη Γερμανία. Σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών που εξέδωσε για τα γυμνάσια της Βαυαρίας, η διδασκαλία μειώθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην εκμάθηση των αρχαίων γλωσσών, ικανοποιώντας το ιδεολογικό πρόγραμμα του Βαυαρού μονάρχη.

O Θείρσιος προέβλεψε την αναγέννηση των Ελλήνων μία δεκαετία πριν το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης και συνέβαλε καθοριστικά στη γένεση ολόκληρου του γερμανικού φιλελληνικού ρεύματος.[3] Καθοριστικής σημασίας ήταν η συγγραφική δραστηριότητα Γερμανών πανεπιστημιακών υπέρ της Ελλάδας πριν το 1821. Δίχως αυτήν “θα ήταν αδιανόητο να φανταστούμε το κύμα συμπάθειας που περιγράφεται σε γερμανικά κείμενα μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης“[4]. Η συγκέντρωση γνώσεων και πληροφοριών για τα ελληνικά πράγματα, δύο περίπου γενιές πριν το 1821, διαμόρφωσε μία εικόνα για την Ελλάδα και ένα κίνημα συμπαράστασης. Σε ό,τι αφορά τους κύκλους της διανόησης στη Γερμανία, ο Thiersch βρίσκεται μαζί με τον καθηγητή φιλοσοφίας στο Königsberg, Wilhelm Traugott Krug (1770 – 1842) στην πρώτη γραμμή του αγώνα υπέρ της Ελλάδας. Μάλιστα ο Krug ήταν ο πρώτος Γερμανός λόγιος που τάχθηκε δημόσια υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων. Το Πάσχα του 1821 κυκλοφόρησε προκήρυξη με θέμα “Η αναγέννηση της Ελλάδας” (Griechenlands Wiedergeburt) και έκανε έκκληση για στήριξη του ελληνικού αγώνα. Μάλιστα τόνιζε ότι “η κυριαρχία των Τούρκων δε μπορεί να θεωρηθεί με κανέναν τρόπο νόμιμη, είναι απλά παράνομη … τίποτε δε μπορεί να θεμελιώσει νομικά την επικράτηση ενός λαού έναντι ενός άλλου”.[5] Η προκήρυξη του κυκλοφόρησε και πέραν των γερμανικών συνόρων (Πολωνία, Ολλανδία), ενώ στα ελληνικά κυκλοφόρησε με μορφή χειρογράφου και δημοσιεύθηκε ανώνυμα μόλις το 1861.[6]

Τις ίδιες θέσεις είχε υιοθετήσει και ο Thiersch, η σκέψη και κοσμοθεωρία του οποίου είχαν διαμορφωθεί από τον πολιτικό προτεσταντισμό, τον φιλελευθερισμό, το νεοανθρωπισμό και τον χριστιανισμό του. Στην προκήρυξη του “Η σωτηρία της Ελλάδας, η υπόθεση της υπόχρεης Ευρώπης”, προπαγάνδιζε τη θέση του υπέρ του ελληνικού Αγώνα, στηριζόμενος σε ένα επιχείρημα χρέους απέναντι στην Ελλάδα. Η Ευρώπη όφειλε την καταγωγή και πρόοδο της στην αρχαία Ελλάδα, και τώρα θα έπρεπε να ανταποδώσει την ευγνωμοσύνη της στους απογόνους της. Στην ελληνική Επανάσταση έβρισκε την ιδανική ευκαιρία για την αποπληρωμή του ηθικού τους χρέους, την οποία οι συμπατριώτες του ολόψυχα έπρεπε να εκμεταλλευτούν.

Από τις γραμμές της εφημερίδας Augsburger Allgemeine Zeitung, ο Thiersch επιδίωκε, με το κύρος ενός από τους πολυτιμότερους συνεργάτες της, να ενημερώνει το γερμανικό κοινό για τα ελληνικά πράγματα και να ξιφουλκεί υπέρ των ελληνικών δικαίων. Διατηρούσε ένα δίκτυο επαφών στην Ελλάδα, ώστε να ενημερώνεται πρωτογενώς. Μέσω της σειράς άρθρων του στην εφημερίδα Augsburger Allgemeine “Von der Isar” (από τον Ίσαρ, 2/6 – 17/9/1821), συγκρούεται ανοικτά με τις θέσεις του “Αυστριακού Παρατηρητή“ (Österreichischer Beobachter), την ανθελληνική εφημερίδα, όργανο του Metternich. Tα “επικίνδυνα επαναστατικά παιχνίδια” του καθηγητή Thiersch στο ζοφερό πολιτικό κλίμα της Γερμανίας πριν τον Μάρτιο του 1848, θέτουν τη ζωή και την υπόληψή του σε άμεσο κίνδυνο. Βρίσκεται στο στόχαστρο της αυστριακής αστυνομίας, ενώ ακόμη πιο εχθρική και καχύποπτη είναι η κυβέρνηση της Πρωσίας. Το φλογερά μαχητικό του πνεύμα ωστόσο δεν κάμπτεται, και στις 18/9/1821 κάνει έκκληση για τη δημιουργία μιας Φιλελληνικής, Γερμανικής Λεγεώνας. Με οξύ τρόπο αντιδρά στην πρότασή του ο Πρώσος υπουργός εξωτερικών, Christian Günther von Bernstorff (1769–1835), εγκαλώντας τον καθηγητή δημόσια για “αναίδεια και πλήρη παρανόηση των καθηκόντων του”. Η πρωσική κυβέρνηση διέκρινε τον πραγματικό κίνδυνο, ότι η ενίσχυση του φιλελληνικού ρεύματος θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό πίεσης εναντίον του καθεστώτος και για πλήθος άλλων εσωτερικών ζητημάτων. Εξ ου και η φίμωση του Τύπου στην Πρωσία σε ό,τι αφορούσε το ελληνικό ζήτημα.[7] Νιώθοντας την ανάγκη να αυτοπροστατευθεί, ο Θείρσιος αποκήρυξε εικονικά τα σχέδια του στην Allgemeine Zeitung, δίχως στην πραγματικότητα να εγκαταλείπει τον φιλελληνικό του αγώνα.[8]

Κατά τους σχεδιασμούς του Thiersch, η δημιουργία και η πολεμική εμπλοκή μιας γερμανικής λεγεώνας στην Ελλάδα θα έβρισκε χρηματοδότηση από τα Φιλελληνικά Κομιτάτα, με το Μόναχο να αποτελεί το κεντρικό σημείο συντονισμού για την συλλογή της βοηθείας. Προκειμένου να υλοποιηθεί η πρότασή του, ήρθε σε επαφή με Έλληνες της Τεργέστης και της Βιέννης και με πατριώτες, όπως π.χ. ο Θεοχάρης Κεφαλάς. Ο βασικός υποστηρικτής των ιδεών του, τόσο στη θεωρία, όσο και στην πράξη, ήταν ο Βαυαρός μονάρχης Λουδοβίκος Α´. Όταν όμως η αυστριακή αστυνομία έλαβε γνώση των σχεδίων του τον Ιούλιο του 1821, η εκτέλεση του εγχειρήματος του ανεστάλη. Αρχικός στόχος ήταν η αποστολή γερμανικού στρατιωτικού σώματος, με έναν στρατηγό που θα εκτελούσε τις διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης, και το οποίο θα αναλάμβανε τη στρατιωτική εκπαίδευση των Ελληνικών στρατεύσιμων. Τελικά, σχηματίσθηκε Γερμανική Λεγεώνα από στρατιωτικά ανεκπαίδευτους εθελοντές, η οποία έφθασε στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1822. Παρά τις υψηλές προσδοκίες για την προσφορά της στον Αγώνα, δεν πραγματοποίησε κανέναν από τους στόχους της και αυτοδιαλύθηκε λίγο αργότερα.

Ο Θείρσιος επιχείρησε εκ νέου να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά του στα τέλη 1825 – αρχές 1826, όταν αντιλήφθηκε ότι το κλίμα στην Ευρώπη μεταστρέφεται θετικά υπέρ των Ελλήνων. Αν και η φιλοδοξία του δεν ικανοποιήθηκε, πέτυχε εν τούτοις την ίδρυση ενός συλλόγου για τους Έλληνες στο Μόναχο, κατά το πρωσικό πρότυπο. Ο σύλλογος του Μονάχου αναλάμβανε τη συλλογή και αποστολή χρηματικών ποσών στη Φιλελληνική Επιτροπή του Παρισιού. Ο Λουδοβίκος διέθετε μεγάλα ποσά για τον Ελληνικό Αγώνα. Ενδιαφερόταν προσωπικά για τους Έλληνες που διέμεναν στη Βαυαρία, απένειμε υποτροφίες σε Έλληνες σπουδαστές του Μονάχου και παρακολουθούσε την πρόοδό τους. Χάρη στη μεσολάβηση του Thiersch, έφθασαν στο Μόναχο ως υπότροφοι της Στρατιωτικής Σχολής, οι Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892) και Σκαρλάτος Σούτσος (1806-1887). Ο Λουδοβίκος υιοθέτησε την πρόταση του Thiersch για παραχώρηση της Salvatorkirche στην ελληνική κοινότητα του Μονάχου και τη συνακόλουθη μετατροπή του ναού από καθολικό σε ορθόδοξο. Το 1826 έστειλε μία αντιπροσωπεία δώδεκα Βαυαρών στην Ελλάδα υπό την καθοδήγηση του αντισυνταγματάρχη Carl Wilhelm von Heideck (1788–1861), με σκοπό την οργάνωση τακτικού στρατού και την ανάληψη πολεμικών δράσεων υπό ελληνικές διαταγές.

Όταν ο Heideck αποχώρησε από την Ελλάδα, βαριά κτυπημένος από ελονοσία, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε να επισκεφθεί ο Φιλέλληνας Θείρσιος και να γνωρίσει την πατρίδα των ιδανικών του. Η θέση που άφηνε πίσω του ο Heideck κενή, έπρεπε να καλυφθεί από  κάποιο άλλο, έμπιστο πρόσωπο του Λουδοβίκου Α. Ο Λουδοβίκος εμπιστευόταν τoν Τhiersch για ζητήματα παιδείας και πολιτικής στη Βαυαρία, ενώ αυτός διέθετε επιπλέον ένα πολύ δυνατό πλεονέκτημα. Την ελληνομάθειά του, η οποία τον καταστούσε μοναδικό σύμβουλο του επί των ελληνικών ζητημάτων στη βασιλική αυλή. Στις 21 Αυγούστου 1831 αναχώρησε με μια άμαξα για την Τεργέστη, από όπου θα έπλεε προς την Ελλάδα. Η επίσημη αιτιολόγηση του ταξιδιού του ήταν η διεξαγωγή αρχαιογνωστικής έρευνας, αποκρύπτοντας τους πολιτικούς στόχους της αποστολής. Φθάνει στην Ελλάδα μερικές μόνο ημέρες πριν τη δολοφονία του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831) με σκοπό να μεταφέρει την εικόνα της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης του αναδυόμενου ελληνικού κράτους στη βαυαρική αυλή.

Ο Friedrich Thiersch έφθασε στην Ελλάδα πριν την έλευση του Όθωνα, και μάλιστα είναι ο πρώτος Γερμανός φιλόλογος που ήλθε στη χώρα.[9] Παρέμεινε στην Ελλάδα από τις 14 Σεπτεμβρίου 1831 ως τις 4 Σεπτεμβρίου 1832. Τις εντυπώσεις του στην Ελλάδα αποτύπωσε στο δίτομο έργο του “De l’état actuel de la Grèce et des moyens d’arriver à sa restauration”(1833).

 

Friedrich Thiersch, De l’état actuel de la Grèce et des moyens d’arriver à sa restauration, Leipzig 1833 (1828 – 1833)

 

Με το ξεκίνημα της οθωνικής περιόδου έφθασε από τη Γερμανία ένα πλήθος ζωγράφων, αρχιτεκτόνων και αρχαιογνωστών στην Ελλάδα, “επανορθώνοντας“ για την αξιοσημείωτη απουσία Γερμανών περιηγητών στη διάρκεια των 17ου και 18ου αιώνα.

Η δια ζώσης γνωριμία του με τους Έλληνες δεν ανέτρεψε τα φιλελληνικά του αισθήματα, που ως τη στιγμή της άφιξης του σχετίζονταν με την αγάπη του για τα κλασικά ιδεώδη. Το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας αναγνώριζε στους σύγχρονους Έλληνες, στους οποίους διέκρινε έντονη φιλομάθεια. Αντιστοίχιζε την εσωτερική τους ομορφιά με το εξωτερικό κάλλος, το οποίο έβλεπε σε άντρες και γυναίκες – ομορφιά που ονομάζει κλασική, που συναντά “στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και στις οικογένειες των καπεταναίων και προκρίτων”[10]. Ως καθοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη των διανοητικών τους ικανοτήτων, την ανδρεία και τη δίψα τους για μάθηση, θεώρησε την επενέργεια του κλίματος[11]. Η επαφή του με τους νεότερους Έλληνες επιβεβαίωσε την αντίληψη του για την αδιάκοπη συνέχεια του ελληνισμού δια μέσου των αιώνων. Για αυτόν το λόγο θα γίνει σφοδρός πολέμιος των θέσεων του Fallmerayer: σε άρθρο του στην Allgemeine Zeitung θα του απευθύνει ευθέως το ερώτημα «Είναι ο Όθων βασιλεύς των Ελλήνων ή των Σλάβων;» (28.10.1835), ενώ λίγες μέρες αργότερα, θα επιτεθεί στον οπαδό του Fallmerayer, αντιβασιλέα Ludwig von Maurer, για το σύγγραμμα που εξέδωσε για τον ελληνικό λαό (01.11.1835)[12].

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Thiersch έτρεφε μεγάλη αγάπη και σεβασμό για τους Έλληνες. Η αντίθεση του με τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831), και η σύνδεση του στην Ελλάδα με αντικαποδιστριακούς κύκλους, ίσως συνέβαλαν στην παραγνώριση του Φιλελληνισμού του. Αξίζει να αναφερθούμε εν συντομία στις πολιτικές θέσεις του, προκειμένου να σχηματίσουμε μία νηφάλια εικόνα για τον ίδιο. Ένα γεγονός λ.χ. που λύπησε πολιτικούς κύκλους στη Γερμανία και την Ευρώπη, ήταν ότι ο Thiersch δε συμπεριλήφθηκε ως μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος συνέβαλε καθοριστικά στην άφιξη του νεαρού μονάρχη και της Αντιβασιλείας του στο Ναύπλιο το 1833. Οι λόγοι φαίνεται να ήταν πολιτικοί, καθώς ο επηρεασμένος από τον πολιτικό προτεσταντισμό και πρώιμο φιλελευθερισμό, Θείρσιος, τασσόταν ανοικτά υπέρ ενός φιλελεύθερου, συνταγματικού κράτους, το οποίο θα λειτουργούσε ως τροχοπέδη στον θεσμό της μοναρχίας. Ατυχής ίσως σύμπτωση, αν αναλογισθεί κανείς το βάθος της γνώσης του για τα ελληνικά πράγματα, την ένθερμη υποστήριξη των δικαίων του ελληνικού λαού, αλλά και μία σειρά από μεταρρυθμίσεις δικής του εμπνεύσεως, που καθρεφτίζουν την επίσης πρακτική, πολιτική του ιδιοσυγκρασία: “λιτότητα στον οικονομικό τομέα με συρρίκνωση του δημοσιοϋπαλληλικού προσωπικού και του σώματος των αξιωματικών, ένταξη των αγωνιστών της Επανάστασης στην ελληνική άμυνα χωρίς αλλαγή της παραδοσιακής ενδυμασίας και των εγχώριων όπλων, διανομή της γης στους άκληρους αγρότες και προστασία αυτών από τους μεγαλογαιοκτήμονες.”[13]

Ο Thiersch ήταν μέλος της Φιλόμουσου Εταιρείας από το 1814, στήριζε τα ελληνικά σχολεία στην οθωμανική επικράτεια, και είχε γνωρίσει τους Ιωάννη Καποδίστρια, Ιγνάτιο της Ουγγροβλαχίας,  Άνθιμο Γαζή και Αδαμάντιο Κοραή. Ο Κοραής τον έπεισε για τη δημιουργία του Athenäum, ενός οικοτροφείου για νεαρούς Έλληνες, το οποίο ιδρύθηκε μεταξύ 1815 – 1817 στο Μόναχο. O Thiersch φέρεται να είναι επίσης ο μεταφραστής του μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου Σούτσου “Ο εξόριστος” (1831) στα γερμανικά. Πρόκειται για την πρώτη μετάφραση ελληνικού διηγήματος σε ξένη γλώσσα μετά το 1830.[14] Μολονότι το όνομα του μεταφραστή δεν αναφέρεται στη γερμανική έκδοση του κειμένου από το έτος 1837, είναι αρκετά πιθανό αυτή η παράλειψη να συνέβη και πάλι για λόγους αυτοπροστασίας του Thiersch, καθώς στην Πρωσία ήταν persona non grata.

Την τακτική της αποσιώπησης της ταυτότητάς του ακολούθησε ούτως ή άλλως μεταξύ των ετών 1835-1837, οπότε και εντατικοποιήθηκε η σχέση του με την Allgemeine Zeitung, ειδικά όταν αναφερόταν στην πολιτική του Metternich. Και η ίδια η εφημερίδα φρόντιζε για την προστασία του συντάκτη της, για αυτό εξέδιδε τα άρθρα του ανυπόγραφα. Ένας άλλος τρόπος του Τhiersch να διαφύγει της λογοκρισίας που του είχε επιβληθεί, ήταν να δημοσιεύει επιστολές από την Ελλάδα προς τη σύζυγό του στο λογοτεχνικό περιοδικό του εκδοτικού Οίκου Cotta, “Morgenblatt für gelehrte Stände”, στις οποίες μετέφερε πληροφορίες για την κατάσταση στην Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο εξακολουθούσε να ενημερώνει το κοινό του χωρίς να γίνεται απροκάλυπτα στόχος του καθεστώτος.[15]

Στην πολύπλευρη προσφορά του προς την Ελλάδα ας προστεθεί και η δράση του στη χώρα μας ως αρχαιολόγος. Αλλο ένα τεκμήριο της αγάπης του. Κατά τη διάρκεια της μονοετούς παραμονής του ολοκλήρωσε πολλές μικρές ανασκαφές στο Άργος, το Ηραίον του Άργους, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, τη Νεμέα, την Αίγινα και τους Δελφούς. Εκτός από τον δεδομένο του ενθουσιασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ενδιαφέρθηκε για τα βυζαντινά και νεότερα μνημεία, στους τόπους τους οποίους επισκέφθηκε, ενώ φρόντιζε να ενημερώνεται και για περισσότερο πρόσφατα ιστορικά γεγονότα.

Το 1841 τιμήθηκε με τον τίτλο του Ανώτερου Ταξιάρχη (Großkomtur) από το ελληνικό Τάγμα του Σωτήρος (Erlöser Orden), πρώτος αρχηγός του οποίου ήταν ο βασιλέας Όθων της Ελλάδας. Όταν επέστρεψε στην Βαυαρία, διετέλεσε από το 1848 έως το 1859 Πρόεδρος της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών. Το 1855 εξελέγη μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Το 1855 του απονεμήθηκε το παράσημο του Τάγματος της Αξίας του Βαυαρικού Στέμματος και απέκτησε τον τίτλο του ιππότη (Ritter).

O Friedrich Wilhelm Ritter von Thiersch πέθανε στο Μόναχο στις 25 Φεβρουαρίου 1860. O τάφος του βρίσκεται στο Παλαιό Νότιο Κοιμητήριο του Μονάχου (Alter Südlicher Friedhof).

 

O Τάφος του Friedrich Wilhelm Thiersch στην Γερμανία

 

Το όνομα του έχει δοθεί προς τιμήν του στην οδό Thierschstrasse στο Μόναχο, ενώ στην Αθήνα η οδός Θειρσίου κοντά στην πλατεία Αττικής, θυμίζει ακόμη στους Έλληνες την προσφορά του φλογερού εκείνου προμάχου του Ελληνικού Αγώνα.

Η ΕΕΦ και η Ελλάδα θα τιμούν αιώνια τον μεγάλο αυτό άνθρωπο του πνεύματος και Φιλέλληνα.

 

Παραπομπές

[1] Πρβλ. Selbmann, σ. 1.
[2] https://www.deutsche-biographie.de/sfz82498.html
[3] Τurczynski, σ. 11.
[4] Grimm, σ. 30, παρατίθεται στο: Τurczynski, σ. 11.
[5] Τράκα, σ. 53.
[6] Ο.π., σ. 54.
[7] Πρβλ. Λάσκαρι, σ. 31-34.
[8] Τράκα, σ. 56.
[9] Σπηλιοπούλου, σ. 2, 3.
[10] Κεφαλίδου, σ. 135 – 136.
[11] Ο.π., σ. 142.
[12] Σπηλιοπούλου, σ. 11.
[13] Παππάς
[14] Dimadis, σ. 1.
[15] Πρβλ. Σπηλιοπούλου, σ. 1.

 

Πηγές και Βιβλιογραφία

  • deutsche-biographie.de
  • Dimadis, Konstantinos A., „Friedrich Thiersch und die Voraussetzungen für die erste Übersetzung eines griechischen Romans im deutschsprachigen Raum nach 1830: Der Verbannte von 1831 von Alexandros Soutsos“, στο Blume, H.- D. und Lienau, C. (Hg): Choregia, Münstersche Griechenland-Studien (2010)
  • Grimm, Gerhard, „Griechenland in Forschung und Lehre an den deutschen Universitäten vor der Ausbruch des griechischen Unabghängigkeitskrieges“, στο: Philhellenismus & die Modernisierung, σ. 29 – 46.
  • Κεφαλίδου, Σεβαστή, Πώς βλέπουν οι Ευρωπαίοι Φιλέλληνες Περιηγητές και τεχνοκράτες τους υπόδουλους Έλληνες και την ελληνική πραγματικότητα (κοινωνία – πολιτική- παιδεία). Μεταπτυχιακή εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2005
  • Konstantinou, Εvangelos, Griechenlandbegeisterung und Philhellenismus, Europäische Geschichte Online, 22-10-2012
  • Παππάς, Γιάννης, Friedrich Thiersch: Ο βίος και το έργο ενός κορυφαίου και αδικημένου Φιλέλληνα, bavaria.de, 25.04.2019
  • Selbmann, Rolf, Kefes, Peter, „Friedrich Thiersch und der Neuhumanismus in Altbayern. Wahrheit & Legende.“, Wilhelmsgymnasium München, Jahresbericht 1991/92, σ. 94- 121.
  • Σπηλιοπούλου, Ιωάννα, Το ταξίδι του Ειρηναίου Θειρσίου στην Ελλάδα (1831-1832) µέσα από την αλληλογραφία του µε τη γυναίκα του ως πηγή µαρτυρίας για τις ιδεολογικές διενέξεις αναφορικά µε τις ρίζες του ελληνικού πολιτισµού, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, eens.org.
  • Τράκα, Θεολογία, H Ελλάδα και ο Ελληνικός Αγώνας για την Ανεξαρτησία μέσα από τη γερμανόφωνη πεζογραφία της δεκαετίας του 20 κατά τον 19ο αιώνα. Διδακτορική Διατριβή. Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα, 2012.
  • Turczynski, Emmanuel, Anmerkungen zu den wechselseitigen Kulturbeziehungen, στο: Hänsel, Bernhard, Die Entwicklung Griechenlands & die deutsch-griechischen Bezierhungen im 19. & 20. Jahrhundert, Verlag Otto Sagner, München 1990, σ. 9-21.

 

 

Η Εταιρεία για τον Ελληνισμό και Φιλελληνισμό παρουσιάζει το επετειακό ημερολόγιο του Μουσείου Φιλελληνισμού για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821.

Το ημερολόγιο εξιστορεί σε 4 γλώσσες (Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά), την εξέλιξη του Φιλελληνισμού και την συμβολή του στην απελευθέρωση της Ελλάδος.

Η έκδοση δημοσιεύει έναν εμβληματικό πίνακα ή αντικείμενο τέχνης, για κάθε μία από τις εβδομάδες του 2021. Κάθε σελίδα καλύπτει μία σημαντική πτυχή του διαρκούς αγώνα των Ελλήνων και των Φιλελλήνων για την προάσπιση των αξιών του δυτικού πολιτισμού, του οποίου κοιτίδα και θεματοφύλακας είναι η Ελλάδα.

 

 

Η έκδοση διατίθεται από την ΕΕΦ και το Μουσείο Φιλελληνισμού. Λιανική τιμή πωλήσεως: 21 Ευρώ.

Για πληροφορίες – παραγγελίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας:

Email info@eefshp.org

Τηλέφωνο: 697 475 0361

 

 

 

We are all Greeks

H διαχρονικά γνωστή φράση – σύνθημα, που παρακινούσε την βρετανική και ευρωπαϊκή κοινή γνώμη του 1821, σε στράτευση υπέρ του Ελληνικού Αγώνα, προέρχεται από έναν λεπτεπίλεπτο, στοχαστικό και παραγνωρισμένο, στην εποχή του, ποιητή, τον Άγγλο Πέρσι Σέλλευ.

Αντισυμβατικός από τα εφηβικά του χρόνια, μαχητικός πολέμιος του κατεστημένου, ακόμη και της Εκκλησίας και της μεγαλοιδιοκτησίας, περιθωριοποιήθηκε και κυνηγήθηκε εξαιτίας της αγάπης του για την Αλήθεια και την Ελευθερία. Με το έργο του ο Shelley υπήρξε ο οιστρηλατημένος προφήτης της Ελληνικής Επανάστασης.

Στο εμβληματικό έργο του, Hellas, το οποίο συνέθεσε το φθινόπωρο του 1821, αναγγέλλει με βεβαιότητα την έλευση μίας νέας εποχής στην Ευρώπη και την απαρχή ενός αγώνα “που αγγέλλει να παράγει νέες γενιές προκειμένου να ολοκληρώσει εκείνο το πεπρωμένο, που οι τύραννοι προβλέπουν και τρέμουν”. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός του, φύσει ειρηνιστή Shelley, διασταυρώθηκε με τον θαυμασμό του για την κλασική Αθήνα, ως πρωτοπόρο ενός φιλελεύθερου πολιτικού συντάγματος. Ο Shelley αναγνώρισε στο πρόσωπο του σύγχρονου Έλληνα τον φυσικό διάδοχο του αρχαίου. Η αγάπη του αγκάλιασε τον ελληνικό πολιτισμό στη διαχρονικότητά του, αναγνωρίζοντας τον ως δημοκρατικό. Ο πρόωρος και τραγικός του θάνατος από πνιγμό δεν του επέτρεψε να υλοποιήσει το όνειρό του και να επισκεφθεί την Ελλάδα, ούτε να γίνει μάρτυρας της έκβασης του ελληνικού αγώνα για ανεξαρτησία.

Πρόλαβε, ωστόσο, όσο ζούσε, να μεταλαμπαδεύσει τον ενθουσιασμό του και την πίστη του στην Επανάσταση στον στενό του φίλο, Λόρδο Βύρωνα, ο οποίος θα κατέβει στην Ελλάδα το 1823. Οι τρεις κοντινοί του φίλοι, Λόρδος Βύρων, Eduard John Trelawny και Leigh Hunt, θα αποχαιρετήσουν τον Φιλέλληνα επαναστάτη Shelley, όπως άρμοζε. Με μια αρχαιοπρεπή, τελετουργική καύση της σορού του στην παραλία, προσφέροντάς του σπονδές, με τις αστυνομικές αρχές να παραφυλούν το πλήθος που εμβρόντητο παρακολουθούσε μίαν αλλόκοτη τελετή.

O Percy Bysshe Shelley (1792 – 1822), γεννήθηκε στο Field Place, κοντά στο Horsham, στο δυτικό Sussex της Αγγλίας, και ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οκταμελούς οικογένειας του Sir Timothy Shelley, βουλευτή των Whigs κατά τα έτη 1790 – 1792 και 1806 – 1812. Υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογενείας και από νωρίς εξέφρασε ριζοσπαστικές ιδέες, στρεφόμενος εναντίον κάθε παραδοσιακού θεσμού. Ενδεχομένως η διαμόρφωση της στάσης ζωής του υπέρ των αδύναμων ή ανυπεράσπιστων να έχει την προέλευσή της στις αρνητικές του εμπειρίες στο Κολλέγιο Eton (από το 1804 και εξής), όπου η ευαίσθητη, καλοσυνάτη φύση του τον έκαναν πόλο έλξης για πειράγματα ή και βασανιστήρια από τους μεγαλύτερους ηλικιακά μαθητές. Κάτι που ωστόσο ο ίδιος δεν ανταπέδιδε στους νεότερούς του.

Στις 10 Απριλίου 1810 εγγράφεται στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, βρίσκει καταφύγιο στην πολύωρη, καθημερινή μελέτη, και εκδίδει το πρώτο του, γοτθικό, μυθιστόρημα με τίτλο Zastrozzi (1810). Στο έργο του αυτό, εκθέτει για πρώτη φορά την αθεϊστική κοσμοθεωρία του. Από κοινού με τον συμφοιτητή και φίλο του, Thomas Jefferson Hogg (1792 – 1862), εκδίδουν ένα φυλλάδιο με ποιήματα που τιτλοφορείται Posthumous Fragments of Margaret Nicholson (1810), στο οποίο ο Shelley εκφράζει τις πρώτες πολιτικές του απόψεις για τον πόλεμο, την κυβέρνηση και την κοινωνία. Έναν χρόνο αργότερα, ο ίδιος και ο Hogg αποβάλλονται από το πανεπιστήμιο, αφότου έχουν κυκλοφορήσει ανώνυμα μία μπροσούρα με τον τίτλο The necessity of Atheism (“Η αναγκαιότητα της Αθεΐας”). Με αυτήν του την κίνηση ο Shelley επέσυρε την προσοχή των πανεπιστημιακών αρχών, οι οποίες ζητούσαν απαντήσεις σχετικά με την πατρότητά του κειμένου. Η άρνηση του Shelley να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση, οδήγησε στην αποπομπή του από το πανεπιστήμιο, δίνοντας ήδη το στίγμα της υπερήφανης πορείας του που θα ακολουθήσει ως το θάνατο.

Η πορεία του αυτή δεν φαίνεται να αποτελεί απόρροια κάποιας επιφανειακής, μετεφηβικής επαναστατικότητας. Η απροθυμία του να συμμορφώνεται κοινωνικά, ανακατασκευάζοντας ή λογοκρίνοντας γραπτά του, θα αποθαρρύνει αργότερα στη ζωή του πολλούς εκδότες και περιοδικά από την έκδοση του έργου του, ώστε να μην κατηγορηθούν για βλασφημία ή υποκίνηση ανταρσίας.

Το γνήσια αντικομφορμιστικό πνεύμα του Shelley, φωτίζουν καλύτερα ορισμένες πληροφορίες για την προσωπική του ζωή. Είναι γνωστή λ.χ. η ερωτική του ελευθεριότητα, η οποία ίσως χαρακτήριζε και άλλα πρόσωπα του κύκλου του (Byron, Trelawny). Δεν έπαυε ωστόσο να είναι σκανδαλώδης για τα ήθη της εποχής.

Τέσσερις μήνες μετά την αποπομπή του από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, απογοητευμένος από το αποτυχημένο ειδύλλιο με την ξαδέρφη του, Harriet Grove, γνωρίζει και νυμφεύεται στα κρυφά τη δεκαεξάχρονη Harriet Westbrook, με την οποία αποκτά έναν γιο και μια κόρη. Το ζευγάρι συγκατοικεί με τη μεγαλύτερη αδερφή της Harriet, και ο Shelley προσκαλεί σε συγκατοίκηση τον καλό του φίλο, Hogg, από τον οποίο ζητά να αποχωρήσει όταν αναπτύσσει αισθήματα για τη Harriet. Ο δεσμός του με τη Hariett φαίνεται να μην του εξάπτει το διανοητικό του ενδιαφέρον και σταδιακά αναζητά έμπνευση εκτός γάμου. Αναπτύσσει έναν πλατωνικό έρωτα με τη δασκάλα Elizabeth Hitchener, μούσα της ουτοπικής του αλληγορίας Queen Mab (1813), ενώ το 1814 θα γνωρίσει τη δεύτερη σύζυγό του, Mary Wollstonecraft Godwin, μετέπειτα Shelley.

Η Μary Shelley (1797 – 1851), μετέπειτα συγγραφέας του Frankenstein or The Modern Prometheus (1818), είναι κόρη του αναρχικού φιλοσόφου και πνευματικού του καθοδηγητή, William Godwin (1756 –1836) και της πρώιμης φεμινίστριας, Mary Wollstonecraft, η οποία πέθανε μερικές ημέρες μετά τον τοκετό της κόρης της. Ο Shelley καταφεύγει με τη Mary και τη θετή αδελφή της, Claire, στην Ελβετία και τη Γαλλία για έξι μήνες, ενώ παραμένει παντρεμένος με την Harriet, η οποία κυοφορεί το τρίτο τους παιδί. H Claire γνωρίζει τον Λόρδο Βύρωνα στη Γενεύη και μένει έγκυος στην κόρη τους, Allegra.

Οι κινήσεις αυτές μοιάζουν συναρπαστικές για ένα νεαρό και ανήσυχο πνεύμα, αποφέρουν όμως μεγάλο ψυχικό κόστος. Επιστρέφοντας στην Αγγλία, ο Shelley θα βρεθεί αντιμέτωπος με την οργή του Godwin. Όσο το ζευγάρι βρισκόταν, με προτροπή της Claire, στη Γενεύη, η Harriet αυτοκτονεί, γεγονός που συγκλονίζει τον Shelley. Ακόμη δύο απώλειες ακολουθούν: τα δύο παιδιά που αποκτά με τη Mary πεθαίνουν (William 1816 – 1819, Clara Everina 1817 – 1818). Εν τέλει μόνο το τρίτο του παιδί, ο Percy Florence Shelley (1819 – 1889) θα επιζήσει.

Χάρη στην παρέμβαση της Claire, o Shelley έρχεται το 1818 σε επαφή με τον Byron στη Γενεύη, όπου νοικιάζουν διπλανά σπίτια στις όχθες της λίμνης. Αλληλεπιδρούν δημιουργικά και περνούν καθημερινά χρόνο μαζί. Ο Shelley ολοκληρώνει τα έργα Mont Blanc (1816) και Hymn to Intellectual Beauty (1817), και ενθαρρύνει τον Βύρωνα στη σύνθεση του Don Juan (1819). Ακολουθούν και άλλες γόνιμες για το ανήσυχο πνεύμα του γνωριμίες, αυτή τη φορά στην Αγγλία, όπου παραμένει ως τον Μάρτιο του 1818, με τους ποιητές Leigh Hunt (1784 – 1859) και John Keats (1795 – 1821). Το ζευγάρι και η Claire εγκαταλείπουν την Αγγλία στις 11 Μαρτίου 1818 και ξεκινούν ένα οδοιπορικό στην Ιταλία, με σκοπό μια συνάντηση με τον Byron, ο οποίος στο μεταξύ βρίσκεται στη Βενετία. Κατοικούν σε διάφορες πόλεις, μεταξύ των οποίων η Φλωρεντία, η Ρώμη, τέλος η Πίζα, από όπου ο Shelley μεταβαίνει συχνά στο Λιβόρνο και τη Λούκκα. Συνταραγμένος από τα γεγονότα της αιματοβαμμένης συγκέντρωσης στο Πίτερλου, Μάντσεστερ (Peterloo Massacre, 16/08/1819), ολοκληρώνει στην Ιταλία τα πιο γνωστά του πολιτικά ποιήματα: The Masque of Anarchy και Men of England.

 

Ο κύκλος της Πίζας

Η Πίζα αποτελεί τον σημαίνοντα σταθμό για την ανάδειξη του Φιλέλληνα Shelley. Το ζεύγος των Shelley ήλθε σε επαφή με τον επονομαζόμενο «κύκλο της Πίζας», μία ομάδα ανθρώπων συσπειρωμένη γύρω από τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, Ιγνάτιο, η οποία επιδίωκε να έχει ενεργό ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Ο Ιγνάτιος είχε καταφύγει πρώτα στην Τοσκάνη, έπειτα στην Πίζα, αναζητώντας καταφύγιο από την αυστριακή αστυνομία, καθώς είχε πρωτοστατήσει στην ίδρυση της Φιλομούσου Εταιρείας, από κοινού με τον Καποδίστρια στη Βιέννη (1814). Γύρω του συσπειρώθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο ηγεμόνας της Βλαχίας, Ιωάννης Καρατζάς με τον υιό του, Κωνσταντίνο, και ο καρμπονάρος Βικέντιος Γκαλλίνα. Ο Shelley ανέπτυξε στενή σχέση και συνεργασία με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος φιλοξενείτο στην οικία του. Εκεί επεξεργάστηκαν μία πολιτική αντίθετη με αυτήν του Υψηλάντη. Ο Shelley πληροφορείτο τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα από τον “τουρμπανοφόρο” (όπως αποκαλούσε τον Μαυροκορδάτο), φίλο του, που επηρέαζε την δική του πολιτική σκέψη. Οι δύο άνδρες είχαν γνωρισθεί στα τέλη του 1820. Μια σειρά γραμμάτων μεταξύ της Mary και του Μαυροκορδάτου μαρτυρεί την ιδιαίτερη σχέση τους. Έτσι, όταν οι Shelley πληροφορήθηκαν ότι ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο ποταμό, απηύθυναν δύο επιστολές σε εφημερίδες της Αγγλίας, το πιθανότερο καθ’ υπαγόρευση του νέου τους Έλληνα φίλου. Με αυτόν τον τρόπο τοποθετούνταν δημοσίως υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης στην πατρίδα τους, προωθώντας τους σχεδιασμούς του Μαυροκορδάτου και των Ελλήνων.

 

Το αριστουργηματικό ποίημα HELLAS

Μολονότι σημαντική, δεν ήταν η γνωριμία με τον Μαυροκορδάτο εκείνη που καθόρισε τη στράτευση του Shelley υπέρ των Ελλήνων. Όπως φαίνεται και σε προηγούμενα έργα του, ο Percy Shelley ήταν ένας εραστής της Επανάστασης. Υπήρξε ένας ρομαντικός, ανιδιοτελής υπέρμαχος των δικαίων του ανθρώπου ως τα μύχια της ψυχής του. Η περίπτωσή του “ιδεαλιστή” Shelley αντιπαραβάλλεται συχνά με εκείνη του “ρεαλιστή” Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος, αν και γνωστότερος ως Φιλέλληνας από τον Shelley, δεν κινείτο μόνο βάσει αμιγώς ιδεαλιστικών κινήτρων. Οι ζυμώσεις που έλαβαν χώρα εδώ, μεταξύ Shelley, κύκλου της Πίζας και Bύρωνα, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του αριστουργηματικού ποιήματος Hellas από τον Shelley. Παράλληλα, ο Shelley μεταλαμπάδευσε τον ενθουσιασμό των Shelley για την ελληνική υπόθεση στον Bύρωνα, ο οποίος ως τότε ήταν απορροφημένος με το ιταλικό επαναστατικό κίνημα των καρμπονάρων.

Βασισμένος σε ειδησεογραφικές μαρτυρίες, και πληροφορίες που αποκτούσε μέσω του Μαυροκορδάτου, o Shelley συνέθεσε το φθινόπωρο του 1821 ταχύτατα και “αυτοσχεδιαστικά”, όπως έλεγε, ένα ποίημα 1100 στίχων υπό τον τίτλο Hellas. Το σχέδιό του ήταν να εκδοθεί το ποίημα άμεσα και να προκαλέσει ένα κίνημα συμπαθείας προς την ελληνική υπόθεση. Στο εμβληματικό του έργο, σημείο αναφοράς για τον φιλολογικό φιλελληνισμό, εξαίρει τις αρετές της ελληνικής υπόθεσης, επαναλαμβάνοντας θέσεις που εξέφρασαν και άλλοι συνάδελφοι του, περικλείοντάς τις όμως σε μία ισχυρότερη φόρμα. Το έργο εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1822, με την ελπίδα ο αντίκτυπος που θα είχε στο αναγνωστικό του κοινό να οδηγήσει στην αποστολή όπλων και χρημάτων στην Ελλάδα, υπέρ του αγώνα των Ελλήνων. To ποίημα Hellas, είναι αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

 

Shelley, Percy Bysshe, Hellas, a lyrical drama. Λονδίνο, Ch. & J. Ollier, 1822. Πρώτη έκδοση (συλλογή ΕΕΦ)

 

Το βασικό πρότυπο για το λυρικό ποίημά του, είναι η τραγωδία Πέρσες του Αισχύλου, τόσο ως προς τη φόρμα, όσο και ως προς το νοηματικό περιεχόμενο. Αξιοσημείωτα διαφέρει η χρονική τοποθέτηση του γράφοντος σε σχέση με τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο Αισχύλος συνθέτει τους Πέρσες επτά χρόνια μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, άρα δημιουργεί ένα επιμύθιο για γεγονότα συντελεσμένα. Αναπλάθει με την αρωγή της φαντασίας του, δηλαδή περιγράφει, μία τετελεσμένη πραγματικότητα. Αντίθετα, ο Shelley συνθέτει το ποίημά του αυτό μόλις το φθινόπωρο του 1821, ενώ η κατάσταση είναι πολύ ρευστή στην Ελλάδα, και λειτουργεί έτσι ως Προμηθέας για τα γεγονότα της Επανάστασης. Στηρίζεται στη φαντασία του για να οραματισθεί την αυριανή ημέρα, εκφράζοντας προσωπικές του προσδοκίες σε σχέση με την έκβασή της. Μεταφέρει μία εξιδανικευμένη εικόνα της Ελλάδας και της Επανάστασης, εμπνεόμενος περισσότερο από τη Μάχη της Σαλαμίνας και το κλασικό παρελθόν, παρά από σύγχρονά του γεγονότα, όπως τα πληροφορείται από τον κύκλο του. Όπως δηλώνει στον πρόλογό του, θεωρεί τον σύγχρονο  Έλληνα απόγονο αυτών των ένδοξων όντων που η φαντασία σχεδόν αρνείται να θεωρηθεί ότι ανήκει στο είδος μας, και κληρονομεί μεγάλο μέρος της ευαισθησίας τους, της ταχύτητας της σύλληψης ιδεών, του ενθουσιασμού και του θάρρους τους”.

Το δράμα του Shelley ακολουθεί το σχήμα των Περσών του Αισχύλου. Στη θέση του Ξέρξη βρίσκεται ο σουλτάνος Μαχμούτ (εννοεί τον Μαχμούτ Β´, στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου ξέσπασε η ελληνική επανάσταση), και στη θέση του Χορού, ο Χορός των Ελληνίδων σκλάβων. Ο Μαχμούτ δέχεται δυσάρεστα νέα από το πολεμικό μέτωπο, τα οποία προαναγγέλλουν την πτώση της κυριαρχίας του, ενώ ο Χορός σχολιάζει. Το κεντρικό ζήτημα που αναδύεται εδώ, είναι η διαφορετική αντίληψη της Ελευθερίας. Η ελευθερία καθορίζεται για τον Μαχμούτ από τη θέση του ως σουλτάνου μιας αυτοκρατορίας και σχετίζεται με όρους δύναμης, πολεμικής επιβολής και συντήρησης της ισχύος. Από την άλλη πλευρά, οι υποδουλωμένοι Έλληνες αναφέρονται σε ένα είδος ανώτερης ελευθερίας, άχρονης και οικουμενικής, η οποία θα αναγεννηθεί όσες φορές χρειαστεί, έως ότου εγκατασταθεί δια παντός στον κόσμο. Η προσεκτική ανάλυση του ποιήματος δείχνει ότι ακόμη και ο ίδιος ο Μαχμούτ είναι σκλαβωμένος από την τυραννία, και αναζητά το είδος Ελευθερίας, το οποίο επικαλούνται οι υποδουλωμένοι του υπήκοοι. Μία σειρά αντιθέσεων εμφανίζονται επίσης εδώ, όπως η πραγματικότητα σε αντιπαραβολή με το όραμα, ή η σύγκρουση του παρόντος συστήματος με τις κεντρόφυγες δυνάμεις που απειλούν την επιβίωσή του. Η φόρμα του λυρικού του ποιήματος είναι μία σύνθεση δραματικού διαλόγου και ποίησης.

Στο Hellas ο Shelley ευαγγελίζεται, την έλευση μίας νέας τάξης πραγμάτων, όπως δηλώνει στο τελευταίο δίστιχο του λυρικού του ποιήματος: “The world is weary of the past, / O might it die or rest at last!”  (“O κόσμος είναι κουρασμένος από το παρελθόν/ Ω, θα μπορούσε να πεθάνει ή να ξεκουραστεί επιτέλους!“, στ. 1100-01). Το λυρικό του ποίημα απηχεί το ίδιο πνεύμα με τη Μάσκα της Αναρχίας (“Τhe Masque of Anarchy”, 1819).  Σε ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του Hellas, το οποίο λογόκρινε ο αρχικός εκδότης και εκδόθηκε για πρώτη φορά μετά το θάνατό του, με παρρησία ανακοινώνει:

“This is the age of the war of the oppressed against the oppressors.… [A] new race has arisen throughout Europe, nursed in the abhorrence of the opinions which are its chains, and she will continue to produce fresh generations to accomplish that destiny which tyrants foresee and dread”.

“Αυτή είναι η εποχή της διαπάλης μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων…ένας νέος αγώνας έχει αναδυθεί στην Ευρώπη, που έχει τραφεί με την αποτροπή εκείνων των ιδεών που τον αλυσοδένουν, και θα συνεχίσει να παράγει νέες γενιές προκειμένου να ολοκληρώσει εκείνο το πεπρωμένο, που οι τύραννοι προβλέπουν και τρέμουν”.

 

We are all Greeks

Στην ελληνική υπόθεση βρίσκει ένα πρότυπο για τον οικουμενικό αγώνα για Δικαιοσύνη και Ελευθερία. Ακόμη και με σημερινά δεδομένα, εντυπωσιάζει το θάρρος με το οποίο κατακεραυνώνει στον εμβληματικό πρόλογο του Hellas την “απάθεια των διοικούντων τον πολιτισμένο κόσμο” απέναντι στους “απογόνους εκείνου του έθνους, στο οποίο οφείλουν τον πολιτισμό του, το οποίο αναδύθηκε από τις στάχτες του”. Κατηγορηματικά δηλώνει ότι “Είμαστε όλοι Έλληνες”, προτάσσει δηλαδή την ελληνική ταυτότητα ως οικουμενικό πρότυπο ζωής. Απηχώντας τον ρομαντικό ιδεαλισμό των Γερμανών κλασικιστών, συνεχίζει εντοπίζοντας τις απαρχές του δυτικού πολιτισμού στην κλασική αρχαιότητα: “οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία και η τέχνη μας έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα…αν δεν ήταν η Ελλάδα ίσως ήμασταν ακόμη βάρβαροι και ειδωλολάτρες…η ανθρώπινη μορφή και το ανθρώπινο μυαλό άγγιξαν την τελειότητα στην Ελλάδα […]”. Ο ίδιος δεν ταξίδευσε ποτέ στην Ελλάδα, ωστόσο θεωρεί τον σύγχρονο  Έλληνα “απόγονο αυτών των ένδοξων όντων […]”, των αρχαίων Ελλήνων.

Ο Shelley επιδεικνύει στον πρόλογό του σπουδαίο θάρρος, καθώς δε διστάζει με σκληρή γλώσσα να ονοματίσει την πραγματικότητα. Η υπερήφανη στάση που τήρησε στη διάρκεια της, δυστυχώς σύντομης, ζωής του αντικατοπτρίζεται και στην κριτική που ευθέως απευθύνει στην πατρίδα του, Αγγλία, για την πολιτική της:

 “The English permit their own oppressors to act according to their natural sympathy with the Turkish tyrant, and to brand upon their name the indelible blot of an alliance with the enemies of domestic happiness, of Christianity and civilisation. (…)The wise and generous policy of England would have consisted in establishing the independence of Greece, and in maintaining it both against Russia and the Turk; but when was the oppressor generous or just?”

“Οι Άγγλοι επιτρέπουν στους δικούς τους καταπιεστές να ενεργούν σύμφωνα με τη φυσική τους συμπάθεια προς τον Τούρκο τυράννο και να φέρουν στο όνομά τους την ανεξίτηλη κηλίδα συμμαχίας με τους εχθρούς της εγχώριας ευτυχίας, του xριστιανισμού και του πολιτισμού. (…) Η σοφή και γενναιόδωρη πολιτική της Αγγλίας θα συνίστατο στην εδραίωση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και στη διατήρησή της τόσο έναντι της Ρωσίας όσο και του Τούρκου – αλλά πότε ήταν ο καταπιεστής γενναιόδωρος ή δίκαιος;”

Εδώ αναγνωρίζεται, πλάι στον ιδεαλισμό του Shelley, η ευθυκρισία, ο ρεαλισμός του, και η παρρησία με την οποία εκφράζει την πολιτική του τοποθέτηση. Οι περιορισμοί της σκληρής πραγματικότητας δεν αποθαρρύνουν το πνεύμα του. Κάποιοι στίχοι του τελευταίου χορικού του Hellas παιανίζουν την αναγέννηση της Ελλάδας, η οποία ταυτόχρονα σημαίνει την αναγέννηση του ανθρώπινου είδους:

The world’s great age begins anew/ The golden years return […] |Η μεγάλη εποχή του κόσμου ξεκινά εκ νέου/ τα χρυσά χρόνια επιστρέφουν […]
A brighter Hellas rears its mountains/ From waves serener far […] |Μια πιο φωτεινή Ελλάδα εκτρέφει τα βουνά της/ πιο ήρεμη και από τα κύματα […]
Another Athens shall arise/ And to remoter time […] | Μια άλλη Αθήνα θα αναδυθεί/ και σε απομακρυσμένο χρόνο
The world is weary of the past/ Oh, might it die or rest at last!| O κόσμος είναι κουρασμένος από το παρελθόν/ Ω, θα μπορούσε να πεθάνει ή να ξεκουραστεί επιτέλους!

Ακόμη και από μία σύγχρονη σκοπιά, το έργο εντυπωσιάζει ακόμη με την κατηγορηματική πίστη του ποιητή στον αγώνα. Και όμως πρόκειται για ένα από τα λιγότερο γνωστά ποιήματα του Percy Shelley.

 

Το τέλος και η παρακαταθήκη του Percy Shelley

Έναν μήνα πριν κλείσει τα τριακοστά του γενέθλια, ο Shelley πνίγηκε εν μέσω ξαφνικής θυέλλης στον κόλπο La Spezia, επιστρέφοντας από το Λιβόρνο με το σκάφος του, Don Juan. Είχε μεταβεί στο Λιβόρνο ώστε να υποδεχθεί τον συνάδελφό του Leigh Hunt. Το σκάφος δεν ανατράπηκε, αλλά βυθίσθηκε. Κάποιοι αποδίδουν τον πνιγμό του σε εσκεμμένο σχέδιο που είχε στόχο τη ζωή του, και όχι σε ατύχημα. Είναι γεγονός ότι ο Shelley είχε αντιμετωπίσει μία απόπειρα δολοφονίας του κατά τα έτη 1812 – 1813 στο Tremadog, κοντά στο Porthmadog, στη νοτιοδυτική Ουαλία, η οποία είχε ενδεχομένως πολιτικό κίνητρο. Μία άλλη ερμηνεία, αναφέρει ότι πραγματικός στόχος της επίθεσης ήταν ο Λόρδος Βύρων, ο οποίος νόμιζαν ότι επέβαινε στο σκάφος Don Juan, που έφερε το όνομα του ποιήματός του. Ο φίλος του, Eduard John Trelawny (1792 – 1881), ο οποίος απέσπασε την καρδιά του νεκρού φίλου του για να την παραδώσει στη χήρα του, αναφέρεται στον θάνατο του Shelley, στο βιβλίο του με τίτλο Recollections of the last days of Shelley and Byron (1858).

 

Η Κηδεία του Σέλλεϋ από τον Louis Édouard Fournier (1889); Στην Εικόνα από τα δεξιά προς τα αριστερά είναι, Trelawny, Hunt and Byron.

 

Η σορός του Shelley αποτεφρώθηκε κοντά στην παραλία του Viareggio. Ο πίνακας του Louis Édouard Fournier, The Funeral of Shelley ή The Cremation of Shelley (Η κηδεία του Shelley ή Η αποτέφρωση του Shelley) απεικονίζει το αρχαιοπρεπές τελετουργικό της αποτέφρωσης του ποιητή στην παραλία, παρουσία των στενών του φίλων, Λόρδου Βύρωνα, Leigh Hunt, Edward John Trelawny και της συζύγου του, Mary Shelley. Η παράσταση κρίνεται ως ιστορικά ανακριβής, καθώς οι γυναίκες δεν παρευρίσκονταν σε κηδείες κατά τους προ-βικτοριανούς χρόνους. Επίσης την ημέρα της τελετής, ο Hunt παρέμεινε, συντετριμμένος, σε μία άμαξα, ενώ ο Βύρων, δεν άντεξε το θέαμα και κολύμπησε ως το σκάφος του, Bolivar. Αρκετά πικρόχολα, η εφημερίδα των Tories The Courier σχολίαζε την επομένη του θανάτου του: «Ο Shelley, ποιητής κάποιας άπιστης ποίησης πνίγηκε. Τώρα ξέρει αν υπάρχει Θεός». Οι στάχτες του Shelley μεταφέρθηκαν στο Προτεσταντικό Νεκροταφείο στη Ρώμη, και βρίσκονται κοντά σε μια αρχαία πυραμίδα στα τείχη της πόλης. Ο τάφος του φέρει τη λατινική επιγραφή, “Cor Cordium” (η καρδιά των καρδιών), ώστε να υπενθυμίζει την αγάπη του για τους ανθρώπους. Προς τιμήν του έχει εγκατασταθεί μία αναμνηστική πλάκα στο Αββαείο του Westminster, δίπλα σε εκείνη του φίλου του, Λόρδου Βύρωνα.

Μολονότι ήταν παραγνωρισμένος όσο ζούσε, η ακτινοβολία της σκέψης και στάσης ζωής του Percy Shelley εκτάθηκε σε ευρεία πλάτη και μήκη της γης μετά το θάνατό του. Oι ιδέες του για την πολιτική δράση και την μη βίαιη αντίσταση βρήκαν απήχηση στους Mahatma Gandhi, Henry David Thoreau, Leo Tolstoy, Martin Luther King Jr. Ο πολιτικός του ριζοσπαστισμός τον έκανε για δεκαετίες αγαπητό σχεδόν αποκλειστικά σε κύκλους σοσιαλιστών, μελών του Εργατικού κόμματος (Labour party) και σε ορισμένους βασικούς εκπροσώπους της βικτωριανής ποίησης. Επηρέασε σημαίνουσες προσωπικότητες από τον χώρο των τεχνών και της διανόησης, λ.χ. τους Oscar Wilde, Bertrand Russel, George Bernard Shaw. Τόσο ο Percy Shelley, όσο και η σύζυγός του, Mary, επηρέασαν καθοριστικά τon φιλελληνικό προσανατολισμό του Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος μετά τον θάνατο του Shelley, αποφασίζει θα κατέβει στην Ελλάδα (1823), και να προσφέρει την ίδια τη ζωή του στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.

 

Edward Onslow Ford’s sculpture in the Shelley Memorial at University College, Oxford

 

Η «αιώνια, ιδανική, οικουμενική Ελλάδα» του Shelley ενέπνευσε τους  Έλληνες ποιητές Κωστή Παλαμά (1859 – 1943) και  Άγγελο Σικελιανό (1884 – 1951).

Το όνομα του μεγάλου ποιητή φέρει ιστορικός δρόμος στην καρδιά της Αθήνας, στην Πλάκα, ο οποίος τέμνεται με την οδό Βύρωνος. Από το σημείο αυτό τομής των δύο δρόμων, μπορεί να διακρίνει κανείς ανεμπόδιστα την Ακρόπολη. Το σύμβολο της ελληνικής δημοκρατίας.

 

Το σημείο στο οποίο τέμνονται η οδός Βύρωνος με την οδό Σέλλευ στην Πλάκα, στην Αθήνα.

 

Η Ελλάδα και η ΕΕΦ τιμούν τον μεγάλο ποιητή και Φιλέλληνα, και το έργο του Hellas θα αποτελεί πάντα ελπίδα και φάρο για τους Έλληνες και τον δυτικό πολιτισμό.

 

Πηγές και βιβλιογραφία

  • William St Clair, That Greece might still be free. The Philhellenes in the War of Independence, Open Book Publishers 2008
  • Roderick Beaton, From Ancient to Modern: Byron, Shelley, and the Idea of Greece Roderick Beaton, The Athens Dialogues. 2010 ; Vol. 1.
  • Roderick Beaton,Ο Shelley και ο Byron για την εθνική ταυτότητα των επαναστατηµένων Ελλήνων του 1821, Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα) : Δ’ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010 : πρακτικά
  • Av Mariann Cesilie Løkse, In Defence of Hellas: An analysis of Shelley´s Hellas and Its Reception, Universitetet in Tromsø, 1994
  • Γεώργιος Αργυράκος, Ο Φιλελληνισμός ως ευρωπαϊκό «κεκτημένο» και ο ρόλος των εφημερίδων κατά την Επανάσταση του 1821, Εταιρεία για τον Ελληνισμό και τον Φιλελληνισμό, Ιούνιος 2020
  • Θωμάς Κυριάκης, Η πρόσληψη «εθνικών αξιών» στην περίπτωση του Ιγνατίου Ουγγροβλαχίας, 30/06/2020, cognoscoteam
  • Αναγνώστης Λασκαράτος, Τρεις άθεοι «φιλέλληνες»: Βύρωνας, Σέλλεϋ, Τρελώνη. Έρωτες, ποίηση, τυχοδιωκτισμός και Επανάσταση, Λόγος 11.09.2010 & 18.09.2010

 

 

 

Ο αρχαιολάτρης αρχιτέκτονας και ζωγράφος Leo von Klenze (1784 -1864), γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ως τρίτο παιδί μίας εννεαμελούς οικογένειας στο Boklah, κοντά στο χωρίο Schladen am Harz της Κάτω Σαξονίας. Σε ηλικία 16 ετών ξεκινά σπουδές vομικής στο Βερολίνο, τις οποίες διακόπτει και μεταστρέφεται στην αρχιτεκτονική, πιθανά επηρεασμένος από τη γνωριμία του με τον αρχιτέκτονα W. Gilly. Ως σπουδαστής αρχιτεκτονικής γνωρίζει τον ιστορικό τέχνης και κλασικό αρχαιολόγο, Aloys Hirt (1759 – 1837), o οποίος ήταν καθηγητής αρχαιολογίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, καθώς και συνιδρυτής των μουσείων του Βερολίνου και της Bauakademie. Ο Hirt ήταν αυτός που εμφύσησε στο νεαρό Klenze την αγάπη του για την αρχαιότητα. Μόλις αποφοίτησε από τη Bauakademie, ο Klenze έλαβε τον τίτλο του επόπτη αρχιτεκτονικών έργων (Kondukteur).

Η πρώτη του επαφή με την αρχαιότητα λαμβάνει χώρα, όπως και για τους περισσότερους Γερμανούς Φιλέλληνες, στην Ιταλία, την οποία επισκέπτεται κατά τη διετία 1806 – 1807: συγκεκριμένα επισκέφθηκε τις πόλεις Ρώμη, Νεάπολη και Βενετία. Στη συνέχεια, θα επισκεφθεί την Ιταλία άλλες δύο φορές, συνοδευόμενος από τον προστάτη του, Βαυαρό βασιλέα Ludwig I (Λουδοβίκος Α’, 1786 – 1868). Στο Paestum ανακαλύπτει τους δωρικούς ναούς της Μεγάλης Ελλάδας, όπως ο προπάτορας του, Winckelmann, σχεδόν 40 χρόνια νωρίτερα. Επισκέπτεται τις αρχαίες αποικίες στον Ακράγαντα, Σελινούντα, Σεγέστα και, ως χαρισματικός ζωγράφος, αποτυπώνει τις εντυπώσεις του σε ελαιογραφίες, σε μια προσπάθεια να μελετήσει και κατανοήσει καλύτερα τους νόμους της αναλογίας των δωρικών ναών. Ο δωρικός ρυθμός είναι για τον Klenze ο ιδανικός και θα αποτελέσει διαχρονικό αντικείμενο της μελέτης του.

«δεν υπήρξε και δεν υπάρχει παρά μια αρχιτεκτονική και δεν θα υπάρξει άλλη αρχιτεκτονική παρά μια, δηλαδή εκείνη, που βρήκε την τελειοποίησή της στη μεγάλη ώρα της ελληνικής ιστορίας και παιδείας».

Μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εργάσθηκε ως Αρχιτέκτων της Αυλής του βασιλέα Ιερώνυμου Βοναπάρτη, αδελφού του Ναπολέοντα, στην πόλη Kassel. Την περίοδο αυτή, υλοποιούνται κάποια από τα κτίσματά τα οποία είχε σχεδιάσει ο Klenze.  Η αίθουσα χορού (Ballhaus) στο κάστρο Wilhelmshöhe (Schlosspark 1), προορισμένη να λειτουργεί ως θέατρο της αυλής του Βοναπάρτη, είναι δικό του δημιούργημα, ενώ η έπαυλη (Pavillon), είναι το πρώτο κτήριο του μετέπειτα διάσημου αρχιτέκτονα.

Την παρουσία του στην πόλη θυμίζει σήμερα η οδός Klenzestrasse. Στην ίδια πόλη γνωρίζει τη μελλοντική του σύζυγο, την τραγουδίστρια, Felicitas Blangini, την οποία παντρεύεται στις 28 Αυγούστου 1813. Το ζευγάρι θα αποκτήσει δυο γιους και τρεις κόρες.

Η πτώση του Ναπολέοντα στα τέλη Οκτωβρίου του ιδίου έτους οδηγεί το ζευγάρι στο Μόναχο. Συνοδεύονται από τον αδελφό της συζύγου του, Felix Blangini, ο οποίος έχει καλές διασυνδέσεις με τον βασιλέα Μαξιμιλιανό τον Α´ και τη βαυαρική αυλή. Η απόπειρα του Klenze να συνδεθεί επαγγελματικά με τον πρίγκιπα Λουδοβίκο αποτυγχάνει και τότε ο Klenze μετακομίζει στο Παρίσι. Αργότερα επέτυχε να συναντήσει τον Βαυαρό βασιλέα, και τελικώς να υλοποιήσει τις φιλοδοξίες του.

Το 1815 είναι μοιραίο για τον Klenze. Η επιμονή του, η χαρισματική προσωπικότητα και το διπλωματικό ταλέντο του, φαίνεται να έχουν πείσει τον Λουδοβίκο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον καθιερώσουν σε έμπιστό του αρχιτέκτονα. Μάλιστα ο Klenze επισκίασε σημαντικές προσωπικότητες από τον κοντινό κύκλο του μονάρχη. Μεταξύ αυτών, τoν βασιλικό καλλιτεχνικό σύμβουλο και ζωγράφο, Martin von Wagner (1777 – 1858), τον αρχαιολόγο και αρχιτέκτονα, Carl Haller von Hallerstein (1774 – 1817), και τον, επίσης αρχιτέκτονα, Friedrich von Gärtner (1791 – 1841). Ο συνεπαρμένος από την κλασική αρχαιότητα, Λουδοβίκος Α’, είχε ξεκινήσει, από την εποχή ακόμη που ήταν πρίγκιπας, να διευρύνει τη συλλογή του Οίκου του. Έτσι αναθέτει στον Klenze ρόλο εμπειρογνώμονα για ζητήματα τέχνης και τον επιφορτίζει με την αποστολή της αναζήτησης έργων από δημοπρασίες και διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Γνωρίζοντας δε, ότι είναι αδύνατον να συναγωνιστεί τα μουσεία της Ρώμης, του Παρισιού και του Λονδίνου, στοχεύει αποκλειστικά στην απόκτηση αντικειμένων εξαιρετικής ποιότητας, παραμερίζοντας την ποσότητα.

 

Ο δημιουργός της Αθήνας του Isar

Οι φιλότεχνες προσπάθειες του Λουδοβίκου δεν έχουν ως αποκλειστικό στόχο την ικανοποίηση των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Πάνω από όλα επιθυμεί να εδραιώσει την κυριαρχία του μέσω μνημειακών κτηρίων και συλλογών τέχνης, κατά τα πρότυπα των μοναρχών του 19ου αιώνα, και να δεσμεύσει κοντά του τις μορφωμένες και πλούσιες ελίτ της εποχής. Στόχος του είναι να καταστήσει το Μόναχο πρωτεύουσα ευρωπαϊκής εμβέλειας, και για αυτόν το λόγο αναθέτει στον Klenze τις εργασίες για τον πολεοδομικό του σχεδιασμό. Η απόδοσή του θα αναγνωρισθεί, και σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, θα προβιβασθεί σε θέση βασιλικού συμβούλου για την αρχιτεκτονική.

Ο Klenze θα γίνει για την πόλη του Μονάχου, ό,τι ο συνάδελφος του, Karl Friedrich Schinkel (1781 – 1841), για την πόλη του Βερολίνου. Είναι ο αρχιτέκτων και οραματιστής της “Αθήνας του Ίζαρ” – όπως ακόμη σήμερα ονομάζεται το Μόναχο. Το όνομα αυτό το έχει λάβει από τον ποταμό που το διατρέχει, σε αντιστοιχία ή αντιπαραβολή με την “Spree – Αthen”, την Αθήνα του Σπρέε, δηλαδή το Βερολίνο. Αν και στην εποχή του θεωρείτο πιο συντηρητικός στις αρχιτεκτονικές του προτάσεις από τον “ποιητικό” Schinkel, και χωρίς το ένστικτό του τελευταίου για καινοτομίες, φαίνεται να υπήρξε πολύ πρακτικότερος στις λύσεις που προσέφερε.

Το “νέο”, κλασικιστικό, Μόναχο, ξυπνούσε, χάρη στις παρεμβάσεις του Klenze, από την “αχρωμία” που το διέκρινε. Απέκτησε το περίγραμμά του με την ολοκλήρωση της Γλυπτοθήκης στο Μόναχο (Glyptothek) και την έκθεση των συλλογών της, με την ίδρυση του βασιλικού κτηρίου (Königsbau) και της παλαιάς Πινακοθήκης (Αlte Pinakothek), αλλά και με τον σχεδιασμό και τη δόμηση της Ludwigstraße, απέκτησε και τη φήμη της ωραιότερης πόλης της Γερμανίας. Tα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της Königsplatz και η Αίθουσα της Δόξας (Ruhmeshalle), σχετίζονται άμεσα με την κλασική ελληνική αρχιτεκτονική. Η ανανέωση της πόλης, κατ´ εντολή του Λουδοβίκου Α’, ελάμβανε χώρα παράλληλα με την αναγέννηση της Ελλάδας, μετά την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό.

Η παράλληλη “αναγέννηση” Αθήνας και Μονάχου σχετίζεται με τον ίδιο μονάρχη και τους ίδιους αρχιτέκτονες, τον Klenze και τον μεγάλο του ανταγωνιστή, Gärtner, οι οποίοι δημιούργησαν με το έργο τους έναν ιδιαίτερο δεσμό μεταξύ των δύο πρωτευουσών. Στην πράξη ο Klenze, μαζί με τον Schinkel,  είναι ο σπουδαιότερος προπαγανδιστής μίας εικόνας της αρχαίας Αθήνας σε μία πόλη του γερμανικού βορρά, όπως την συνέλαβε με τη φαντασία του και την τεκμηρίωσε με τις επιτόπιες και θεωρητικές έρευνές του.

Για τη διάσημη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, την οποία υλοποίησε μεταξύ των ετών 1816 και 1830, ο Klenze οραματίστηκε ένα κλασικιστικό “συνολικό έργο τέχνης” (Gesamtkunstwerk), μένοντας λιγότερο προσκολλημένος σε μία πιστή απόδοση των πρωτοτύπων. Γι´αυτό, ενώ η πρόσοψη της με τους ιωνικούς κίονες βασίζεται σε αυτές των αρχαίων ελληνικών ναών, οι εσωτερικοί χώροι, με τις θολωτές τους οροφές, θυμίζουν ιαματικά λουτρά. Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του κτηρίου, ανέλαβε επίσης τη διαμόρφωση των εσωτερικών αιθουσών, καθώς και την επιλογή των εκθεμάτων. Απέναντι από τη Γλυπτοθήκη στην Königsplatz στεγάστηκε η συλλογή ελληνικής αγγειοπλαστικής, στο τότε “Μουσείο Αρχαίας Μικροτεχνίας” (“Museum Antiker Kleinkunst“). Σήμερα, οι συλλογές αρχαίας ελληνικής, ετρουσκικής και ρωμαϊκής μικροτεχνίας στο Μόναχο ονομάζονται “„Staatliche Antikensammlungen“, κρατική αρχαιολογική συλλογή. Το κτήριο της συλλογής με την κορινθιακή πρόσοψη τo έκτισε ο Georg Friedrich Ziebland (1800 – 1873) μεταξύ των ετών 1838 – 1848. Το σύνολο ολοκληρώθηκε με την ανέγερση των Προπυλαίων στη δυτική άκρη της πλατείας, προς τιμήν του αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία. Τα Προπύλαια δημιουργήθηκαν μεταξύ 1840 και 1860, με πρότυπο την κλασική πύλη της Ακρόπολης των Αθηνών από τον 5ο αιώνα π.Χ., ακολουθώντας τον δωρικό ρυθμό εξωτερικά και τον ιωνικό εσωτερικά.

 

Τα Προπύλαια στο Μόναχο (για πλήρη στοιχεία δείτε εδώ).

 

Ο Ρώσος αυτοκράτορας Νικόλαος Α’, ανέθεσε στον Klenze το 1838 να σχεδιάσει ένα κτήριο για το Νέο Ερμιτάζ, το δημόσιο Μουσείο που θα στέγαζε την συλλογή αρχαιοτήτων, έργων τέχνης, νομισμάτων, βιβλίων, κλπ. των Ρωμανώφ.

Τα κτίσματα που αναφέρονται παραπάνω στην Königsplatz παρέχουν τον ιστορικό πυρήνα της πόλης του Μονάχου, ο οποίος επεκτάθηκε με την κατασκευή των Alte και Neue Pinakothek (παλαιάς και νέας Πινακοθήκης).

Ως αρχιτέκτων του βασιλιά Λουδοβίκου Α’, ο Klenze υλοποίησε και τα εξής έργα.

Το παλάτι Leuchtenberg, στην κεντρική οδό Ludwigstraße (1817 – 1821), το Odeon (αίθουσα συναυλιών στο Μόναχο) και το Παλάτι Biederstein στο Schwabing του Μονάχου (1826 – 1828), την Μονόπτερο  στον «Αγγλικό κήπο» της πόλης (1832 – 1837). Ξεχωρίζει η εντυπωσιακή Βαλχάλα (Wallhala), και το Πάνθεον στο Regensburg της Βαυαρίας (1830 – 1842). Στη Wallhala ο Klenze συνδύασε την κεντροευρωπαϊκή και την σκανδιναβική μυθολογία σε ένα οικοδόμημα που είχε ως πρότυπο τον Παρθενώνα. Εκτός των παραπάνω έργων, στον Klenze ανατέθηκε ο σχεδιασμός του εικονοστασίου στην Salvatorkirche του Μονάχου, όταν, με απόφαση του Λουδοβίκου Α’ ο ναός παραχωρήθηκε στην ελληνική κοινότητα της πόλης και μετατράπηκε από καθολικό σε ορθόδοξο.

 

O Leo von Klenze στην Ελλάδα

Σε μία ώριμη φάση της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, όπου είχε αποδείξει τις αρχιτεκτονικές του δεξιότητες στη σύλληψη και εκτέλεση εμβληματικών έργων στο Μόναχο και τη Βαυαρία, ο Klenze αναλαμβάνει μία ιδιαίτερη και βαρύνουσας σημασίας εντολή από τον Λουδοβίκο. Μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου του έτους 1834, καλείται να μεταβεί στην Ελλάδα με πολιτική, και ταυτόχρονα καλλιτεχνική, αποστολή. Η πολιτική του αποστολή ήταν η ανάκληση των αντιβασιλέων Georg Ludwig Von Maurer (1790-1872) και Karl von Abel (1788 – 1859), μεταξύ των οποίων υπήρχαν έντονες τριβές. Η καλλιτεχνική του αποστολή ήταν η εποπτεία και διευθέτηση ζητημάτων που σχετίζονταν με το πολεοδομικό σχέδιο της νέας πρωτεύουσας, που είχαν καταθέσει οι αρχιτέκτονες Eduard Schaubert (1804 – 1860) και Σταμάτης Κλεάνθης (1802 – 1862).

Τον Ιούλιο του 1834 επισκέπτεται την Κέρκυρα και σχεδιάζει τον δωρικό ναό στο Καρδάκι. Στην Κόρινθο εντυπωσιάζεται από το ναό του Απόλλωνα. Επισκέπτεται το Ναύπλιο, την Επίδαυρο, συνεχίζει την περιπλάνησή του στον Πόρο και την Αίγινα. Στον ναό της Αφαίας παρατηρεί τα ίχνη χρώματος σε μέλη του που έχουν ανασκαφεί ήδη το 1811. Το ζήτημα της πολυχρωμίας των αρχαίων ναών τον απασχολούσε. Έτσι, στην ιδεατή αποτύπωση της αρχαίας Αθήνας, η πολυχρωμία κάνει την εμφάνισή της στα κτήρια της πόλης (Ideale Ansicht der Stadt Athen in antiker Zeit, 1862). Η ιδέα αυτή ωστόσο δεν ήταν δημοφιλής ούτε κυρίαρχη στην εποχή που έζησε. Είναι ο πρώτος κλασικιστής αρχιτέκτων που πρότεινε πολύχρωμα σχέδια. Εντυπωσιασμένος από τους δωρικούς ναούς, οι οποίοι αποτελούν γι’αυτόν την ιδανική, αρχετυπική μορφή της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, εξυμνεί τη διανοητική και αισθητική καθαρότητα των Ελλήνων, οι οποίες δεν αφήνουν τίποτα μυστικό στον δέκτη τους. Μάλιστα σημειώνει τα εξής:

«Ολόκληρος ο ελληνικός ναός, ακόμη και το παραμικρότερο μέλος του, δεν έχει τίποτα το κρυφό, αινιγματικό… έχουμε στη διάθεσή μας ολόκληρο το αρχιτεκτονικό αλφάβητο…αν γράψουμε με αυτό θα είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε νέα και εξαιρετικά έργα».

 

Εξειδανικευμένη άποψη της Ακροπόλεως και του Αρείου Πάγου της Αθήνας, 1846, λάδι σε καμβά, 102,8 x 147,7 cm.

Leo von Klenze: Ιδανική θέα στην πόλη της Αθήνας στην αρχαιότητα, 1862. Λάδι σε καμβά, 104,5 x 131,5 cm.

 

Μεταξύ 14 Αυγούστου και 15 Σεπτεμβρίου, βρίσκεται στην Αθήνα, η οποία δεν είναι ακόμη πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Ο βασιλέας Όθων (1815 – 1867) του αναθέτει τον επανασχεδιασμό της πόλης με βάση κλασσικά πρότυπα, αλλά και την επιλογή της τοποθεσίας των ανακτόρων. Με αφορμή το δεύτερο ζήτημα, ο Klenze έρχεται σε αντίθεση με τον σχεδόν συνομήλικό του συνάδελφο, Schinkel, ο οποίος οραματίζεται τη δημιουργία ανακτόρων επάνω στον βράχο της Ακρόπολης. Την ιδέα κρίνει ο Klenze ευτυχώς ως ανεδαφική, μεταξύ άλλων λόγω κλιματικών και γεωλογικών συνθηκών, και την απορρίπτει. Απορρίπτει και τις προτάσεις των μαθητών του Schinkel, Κλεάνθη και Schaubert, να γίνει η Ομόνοια το κέντρο της πόλης με τα ανάκτορα εκεί.

Οραματίζεται μια βασιλική κατοικία στον ωραίο Λόφο των Νυμφών, με θέα προς τη θάλασσα και ασφαλή απόσταση από το πλήθος της πόλης. Το σχέδιο κρίνεται ως πολυδάπανο και δεν υλοποιείται. Τριβές αναπτύσσονται μεταξύ του ιδίου και των Κλεάνθη και Schaubert, τόσο για το ζήτημα των ανακτόρων, όσο και για άλλες παρεμβάσεις στην εικόνα της πόλης. O Klenze επιθυμεί να της δώσει αέρα ιταλικής μεγαλούπολης. Θεωρεί ότι η βαριά αρχιτεκτονική της κεντρικής Ευρώπης δεν ικανοποιεί το ελληνικό πνεύμα, περισσότερο το βλάπτει. Βλέπει ότι στον χαρακτήρα μιας μεσογειακής πόλης ταιριάζει η συνεχής δόμηση, αλλάζει την πυκνότητα και το σύστημά της και διαφωνεί με τη θέση των Schaubert / Kλεάνθη για αποκλειστικά μονώροφη και διώροφη δόμηση στην πόλη. Οι τριβές που δημιουργούνται με τους συναδέλφους του, οι οποίοι είναι απρόθυμοι να τροποποιήσουν τα σχέδια τους, οδηγούν στην απομάκρυνσή τους από το δημόσιο, το Νοέμβριο του 1834.

Ο Klenze είναι ίσως λιγότερο γνωστός στους Έλληνες ή γίνεται αντικείμενο αυστηρής κριτικής, εξαιτίας της αντίθεσής του με το δίδυμο Schaubert / Kλεάνθη. Κατηγορείται ότι μίκρυνε το πλάτος δρόμων, περιόρισε την έκταση του σχεδίου πόλης, μείωσε την έκταση δημόσιων χώρων, κ.λ.π.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίον του ασκήθηκε κριτική, είναι ότι επειδή ήταν προσανατολισμένος στο κλασικιστικό ιδεώδες, φαίνεται να παρέβλεψε την αξία της βυζαντινής παράδοσης και της ορθόδοξης ναοδομίας. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν δίστασε να προτείνει την κατεδάφιση ναών, όταν στέκονταν εμπόδιο στους πολεοδομικούς του σχεδιασμούς. Η διατήρηση της Καπνικαρέας επί της οδού Ερμού απετέλεσε εξαίρεση. Πιθανά ο Klenze να μην έδωσε τη δέουσα προσοχή σε βυζαντινά μνημεία, για λόγους όχι αποκλειστικά χωροταξικούς, αλλά ιδεολογικοπολιτικούς. Για τον ίδιο, Γερμανοί και Έλληνες είχαν κοινή ιστορική προέλευση ως Ινδογερμανοί / Ινδοευρωπαίοι, τους διέκρινε το σωματικό κάλλος και η τάση για εξέλιξη του Αληθινού / Μεγάλου / Ωραίου («Entwicklung des Wahren – Großen – Schönen»). Αυτές τις τάσεις δεν  διέκρινε σε άλλους λαούς, για τους οποίους πίστευε ότι εξαιτίας μιας θρησκευτικής καθήλωσης, δε στάθηκαν ικανοί να φθάσουν σε έναν υψηλότερο ανθρωποκεντρισμό / ανθρωπομορφισμό στην τέχνη τους. Λαμβάνοντας υπόψιν το θεωρητικό υπόβαθρο της σκέψης του, ίσως κατανοούμε καλύτερα και κάποιες από τις πολεοδομικές του προτάσεις.

Το διάστημα που πέρασε στην Ελλάδα, ήρθε κοντά με τον λαό της και ανέπτυξε ειλικρινή αισθήματα αγάπης και φιλίας για τους Έλληνες. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να ασκήσει ανοικτή κριτική κατά της Βαυαροκρατίας. Στην πόλη των Αθηνών υπάρχουν αρκετά εμφανή ίχνη της παρουσίας του. Από τις προτάσεις του, διατηρήθηκε εκείνη των κτηρίων της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Βιβλιοθήκης (της “αθηναϊκής τριλογίας του νεοκλασικισμού”). Τα τρία αυτά εμβληματικά κτήρια τελικά κατασκευάσθηκαν, σε μετωπική παράθεση, και όχι σε σχήμα Π, όπως εκείνος επιθυμούσε. Ο ναός του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών επί της Πανεπιστημίου έχει αναγερθεί σε δικά του σχέδια, με ορισμένες παρεμβάσεις στο αρχικό του σχέδιο (π.χ. χωρίς το σχεδιασμένο από τον ίδιο καμπαναριό). Δυστυχώς, δεν κατάφερε να δει να πραγματοποιείται ένα μουσείο για την Ακρόπολη, όπως το ονειρευόταν, αλλά και ένα “Παντεχνείον”, ένα μουσείο που συγχρόνως θα λειτουργούσε ως σχολή Καλών Τεχνών, όπως το είχε προτείνει.

 

O Leo von Klenze ως αρχαιολόγος

Δεν είναι ευρέως γνωστή η μέγιστη συμβολή του Leo von Klenze για την προστασία των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα. Χάρη στον ίδιο οφείλεται ο νόμος «περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών» που θεσπίστηκε στο Ναύπλιο, τον Μάιο του 1834, ο οποίος κάλυπτε και τις χριστιανικές αρχαιότητες. Σε δική του πρωτοβουλία οφείλεται ακόμη και η απόφαση ότι οι αρχαιολογικοί χώροι θα πρέπει να φυλάσσονται. Επίσης, ο ίδιος άρχισε την καταγραφή των αρχαιοτήτων στη χώρα, και πρότεινε να εκκινήσει το αναστηλωτικό έργο στην Ακρόπολη.

Με διάταγμα του βασιλέα Όθωνα ο λόφος της Ακρόπολης εκκαθαρίζεται από την παρουσία στρατού. Χάρη στις παρεμβάσεις του Klenze και του Ludwig Ross (1806 – 1859), διαβεβαιώνεται ότι η Ακρόπολη δε θα χρησιμοποιηθεί ξανά ως στρατιωτικό φρούριο. Κατά τον Κlenze, “αυτός ο λόφος έπρεπε όσο το δυνατόν συντομότερο να απελευθερωθεί από τα άσχημα και ερειπωμένα κτήρια των βαρβαρικών χρόνων” (“Dieser Berg sollte, […], sobald als möglich von den ruinierten und schlechten Bauwerken der barbarischen Zeit befreit werden”). Παρουσία του Klenze, ξεκινούν επισήμως στις 10 Σεπτεμβρίου 1834, οι εργασίες καθαρισμού και αποκατάστασης της Ακρόπολης σε εορταστική ατμόσφαιρα και με τη συμμετοχή του λαού. Οι εργασίες αυτές συνεχίσθηκαν για πολλές δεκαετίες.

Ο Klenze αναχώρησε από την Αθήνα στις 15 Σεπτεμβρίου 1834. Διέσχισε την Τίρυνθα και τις Μυκήνες, θαύμασε από κοντά την Πύλη των Λεόντων, την Τεγέα, τη Μαντίνεια, τη Μεγαλόπολη και τη Λυκοσούρα. Έφθασε και στην Ολυμπία. Μάλιστα φιλοτέχνησε ελαιογραφίες από τα αρχαιολογικά τοπία που επισκέφθηκε στην Ελλάδα (Καρδάκι Κέρκυρας, Ναός Αφαίας στην Αίγινα, πλατεία Αγ. Γεωργίου στο Ναύπλιο, Αέρηδες στην Πλάκα, κ.α.), ενώ κάποια από αυτά τα ολοκλήρωσε στο Μόναχο (π.χ. Ideale Ansicht der Stadt Athen in antiker Zeit, 1862, Η Ακρόπολις των Αθηνών και ο Άρειος Πάγος, 1846). Με την κυκλοφορία των έργων του σε λιθογραφίες, συνέβαλε με έναν ακόμη τρόπο στη διάδοση της εικόνας της Ελλάδας  στην Ευρώπη, όπως είχαν ήδη κάνει και άλλοι φιλέλληνες συνάδελφοι του, όπως ο Ferdinand Stademann, ο Karl Freiherr von Heideck, ο Carl Rottmann, ο Ludwig Lange, ο Peter von Hess και ο Joseph Petzl.

Μετά το πέρας της αποστολής του στην Ελλάδα, ο Klenze δεν θέλησε να επανέλθει ως μόνιμος σύμβουλος του Όθωνα, όπως του είχε προτείνει ο Λουδοβίκος Α’. Προσπάθησε ωστόσο να συνεχίσει την επιτήρηση των εργασιών στην Ακρόπολη από το Μόναχο. Πέθανε σχεδόν λησμονημένος στο Μόναχο το 1864. Αντίθετα με τον συνάδελφό του, Schinkel, ο οποίος αν και έφυγε νωρίς, το 1841, θρηνήθηκε από μια ολόκληρη σειρά μαθητών και θαυμαστών του, ο Klenze έφυγε πλήρης ημερών, χωρίς να καταγράφονται όμως αντίστοιχες εκδηλώσεις λατρείας.

Όσο ζούσε τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο του βασιλικού ινστιτούτου Βρετανών αρχιτεκτόνων (1852) και, έναν χρόνο αργότερα, από το Βαυαρικό Μαξιμιλιανό Τάγμα για τις τέχνες και τις επιστήμες (1853). Το 1863 ανακηρύχθηκε επίτιμος πολίτης του Μονάχου για το σύνολο της προσφοράς του. Του αποδόθηκαν τιμές και μετά τον θάνατο του. Το όνομά του φέρουν οδοί (Klenzestraße) στις γερμανικές πόλεις Μόναχο, Kassel, Werries, Tutzing και Regensburg. Επίσης το όνομά του φέρει το Γυμνάσιο Klenze στο Μόναχο, η κρατική επαγγελματική σχολή στο Ingolstadt (Staatliche Berufsschule II Ingolstadt) και το πάρκο της πόλης (Klenzepark). Από το 1996 και εξής, το Υπουργείο Εσωτερικών της Βαυαρίας απονέμει το μετάλλιο “Leo von Klenze” για εξαιρετικά επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική, την οικιστική και αστική ανάπτυξη.

 

Ο τάφος του Klenze στο Μόναχο

 

Η Ελλάδα και η ΕΕΦ τιμούν τον μεγάλο αρχιτέκτονα που διέδωσε στην Ευρώπη την κλασική γραμμή στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, εμπνευσμένος από την αρχαία Ελλάδα, και που έθεσε τις βάσεις για τον πολεοδομικό σχεδιασμό της νέας Αθήνας.

 

Πηγές και βιβλιογραφία

  • antike-am-koenigsplatz.mwn.de.
  • Bernhard Schulz, Leo von Klenze: Der Baumeister eines griechischen Bayern, Der Tagesspiegel, 24.02.2001.
  • Frese, Peter, Ein griechischer Traum. Leo von Klenze. Der Archäologe, München, Staatliche Antikensammlung und Glyptothek 1985, München 1985 (κατάλογος έκθεσης).
  • Fuhrmeister, Christian, Jooss, Birgit (Hg.), Isar/Athen. Griechische Künstler in München- Deutsche Künstler in Griechenland. München 2008 (κατάλογος έκθεσης).
  • Θερμού, Mαρία,  Λέο φον Κλέντσε, ΤΟ ΒΗΜΑ, 24 Νοεμβρίου 2008.
  • Καγιαδάκη, Μαρία, Οι ζωγραφοι Γεωργιος και Φιλιππος Μαργαριτης. Τα πρωτα καλλιτεχνικα εργαστηρια στην Αθηνα του 19ου αιωνα. Διδακτορικη διατριβη, Αριστοτελειο Πανεπιστημιο Θεσσαλονικης, 2008.
  • Μουστάκα, Αλίκη, Ένα ελληνικό όνειρο: Λέο φον Kλέντσε, ο Αρχαιολόγος, «Αρχαιολογία και Τέχνες», τεύχος 20, Αύγουστος 1986.
  • Μπαδήμα-Φουντουλάκη, Μαρία, Σταμάτης Κλεάνθης: 1802-1862: αρχιτέκτων, επιχειρηματίας, οραματιστής, Δήμοι Αθηναίων και Βελβεντού, 2011.
  • Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αλέξανδρος, Ένα όραμα του κλασικισμού. Καπόν, Αθήνα 2001.