Ο Auguste-Théodore Garnot ήταν Αντισυνταγματάρχης του Μηχανικού στη Γαλλία, δημιουργός και πρώτος διοικητής του Σώματος Οχυρωματοποιΐας και Αρχιτεκτονικής (δηλαδή του Σώματος Μηχανικού) του Ελληνικού Στρατού στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1796, στη Brest, στη Βρετάνη της Γαλλίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν François και εργαζόταν ως Επίτροπος στο γαλλικό ναυτικό. Η μητέρα του λέγονταν Jeanne Claudine Laugée.
Ο Auguste-Théodore Garnot σπούδασε στην διάσημη Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού.
Τον Οκτώβριο του 1827, όταν ο Καποδίστριας βρισκόταν ακόμη στο Παρίσι, είχε ζητήσει από τον φίλο του, και υπάλληλο του γαλλικού υπουργείου Πολέμου, κόμη Νικόλαο Λοβέρδο, να τον βοηθήσει για να επιτευχθεί η αποστολή από την Γαλλία ομάδας τεχνικών, οι οποίοι θα αναλάμβαναν στην Ελλάδα την ανοικοδόμηση των πόλεων, τη δημιουργία οδικού δικτύου και την αποκατάσταση των αρχαίων μνημείων. Επίσης, ο Καποδίστριας ζήτησε και την αποστολή μικρού αριθμού Γάλλων αξιωματικών, οι οποίοι θα αξιοποιούνταν ως στρατιωτικοί σύμβουλοι. Το αίτημα του Καποδίστρια έγινε αποδεκτό και έπειτα από υπόδειξη του Γάλλου υπουργού Πολέμου, έφθασαν στην Ελλάδα ο Σταμάτης Βούλγαρης, ο οποίος είχε καταγωγή από τα Επτάνησα, και οι απόφοιτοι της Πολυτεχνικής Σχολής του Παρισιού, Auguste-Théodore Garnot, ο γεωγράφος Jean-Pierre-Eugéne-Félic Péytier, ενώ λίγο αργότερα τους ακολούθησε και ο Jean-Henri Pauzié-Banne, πρώτος διοικητής του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου στο Ναύπλιο (Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων). Είναι πράγματι αλήθεια ότι η εκπαίδευση στον τομέα της αρχιτεκτονικής βρίσκονταν σε νηπιακό επίπεδο στην Ελλάδα, εκείνη την εποχή.
Ο Auguste-Théodore Garnot έφτασε στην Ελλάδα στα μέσα του 1828, ακολουθώντας τον Σταμάτη Βούλγαρη, αξιωματικό του Γαλλικού Στρατού, πρώην συμμαθητή και προσωπικό φίλο του Καποδίστρια, ο οποίος είχε ήδη αφιχθεί τον Ιανουάριο. Το πρώτο έργο που ανέλαβε ο τότε λοχαγός Garnot, από κοινού με τον Βούλγαρη, ήταν ο σχεδιασμός της πόλης της Τριπολιτσάς. Επίσης, ξεκίνησαν τη μελέτη της πόλης της Κορίνθου, την οποία όμως ο Garnot συνέχισε μόνος. Ο Βούλγαρης ασχολήθηκε με την πόλη του Ναυπλίου και την Πάτρα. Ο Καποδίστριας έδωσε εντολή προς τον Garnot να εμπλακεί και στο σχεδιασμό της Πάτρας, σύμφωνα με οδηγίες του που ανευρίσκουμε σήμερα στο Καποδιστριακό Αρχείο της Κέρκυρας.
Επιπρόσθετα, ο Καποδίστριας ανέθεσε στον Garnot τη συγκρότηση του Μηχανικού Σώματος, στους κόλπους του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου, το οποίο ονομάσθηκε Σώμα Αξιωματικών Οχυρωματοποιΐας και Αρχιτεκτονικής, σύμφωνα με τα αντίστοιχα γαλλικά πρότυπα. Το Σώμα θεσμοθετήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1829, με τα υπ’αρ. 13559 και 13958 διατάγματα που δημοσιεύθηκαν στη Γενική Εφημερίδα στις 17 Αυγούστου 1828. Σύμφωνα με τη Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη και την έρευνά της στο Καποδιστριακό Αρχείο της Κέρκυρας, τα διατάγματα αυτά συνέταξε αρχικά στα γαλλικά ο ίδιος ο Garnot. Ακολούθως, ο Garnot προήχθη σε υποσυνταγματάρχη και υπήρξε ο πρώτος διοικητής του Σώματος, υποβοηθούμενος από έναν ακόμη Γάλλο αξιωματικό. Το νέο Σώμα προβλεπόταν ότι θα αποτελείτο από 20 μέλη, εκ των οποίων τα 12 θα ήταν αξιωματικοί: ένας Ταγματάρχης, τέσσερις Λοχαγοί, τρεις Υπολοχαγοί, τρεις Ανθυπολοχαγοί και οκτώ επιστάτες έργων.
Αρχικά ο Garnot κατάφερε να βρει έξι άτομα για να στελεχώσουν το Σώμα (διάταγμα αρ. 13560), από τα οποία οι πέντε ήταν Έλληνες που είχαν πραγματοποιήσει σπουδές μηχανικής στην Ευρώπη: ο Εμμανουήλ Μανιτάκης και ο Εμμανουήλ Καλλέργης, οι οποίοι είχαν σπουδάσει στη Γαλλία, ο Θεόδωρος Βαλλιάνος με σπουδές στη Ρωσία, ο Ελβετός De Vaud και ο Δημήτριος Σταυρίδης με σπουδές στην Αυστρία. Ορισμένοι από αυτούς ήταν ιδιώτες οι οποίοι κατά την απονομή κατατάχθηκαν στις τάξεις των αξιωματικών. Σε αυτούς προστέθηκε από τον Κυβερνήτη Καποδίστρια και ο Στέφανος Ησαΐας, με σπουδές στην Ιταλία. Οι αξιωματικοί αυτοί τοποθετήθηκαν σε διάφορα φρούρια της Πελοποννήσου.
Αποστολή τους, υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση του Garnot, ήταν η κατάρτιση μελετών και σχεδίων για την κατασκευή, συντήρηση ή βελτίωση οχυρώσεων, στρατιωτικών και πολιτικών κτιρίων, οδοποιίας, καθώς και η επίβλεψη διάφορων κατασκευών. Τα σχέδια που κατήρτιζαν οι αξιωματικοί ελέγχονταν για την πιστότητά τους και προσυπογράφονταν από τον αρχηγό του Σώματος, Auguste-Théodore Garnot. Στη συνέχεια υποβάλλονταν στον Κυβερνήτη για έγκριση. Επρόκειτο για ένα επίλεκτο Σώμα, τα μέλη του οποίου λάμβαναν υψηλές αποδοχές.
Από αυτό το Μηχανικό Σώμα του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου προήλθαν οι πρώτοι αρχιτέκτονες – μηχανικοί του έθνους, οι οποίοι στη συνέχεια, και για περίπου μισό αιώνα, μόχθησαν με σκοπό τον πολεοδομικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδας. Ο πρώτος αξιωματικός ήταν ο ανθυπολοχαγός Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος εισήχθη στη σχολή στις 4 Φεβρουαρίου 1829 και εξήλθε στις 18 Αυγούστου 1832. Για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα σπουδές αρχιτεκτονικής μπορούσε κάποιος να ακολουθήσει μόνο στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο, καθώς το Πολυτεχνείο και η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών δεν είχαν ακόμη ιδρυθεί.
Αυτή η άτυπη κατάσταση, δηλαδή η εκτέλεση αστικών έργων μη στρατιωτικού χαρακτήρα από στρατιωτικούς, έπαυσε να υφίσταται επίσημα το 1878, όταν δημιουργήθηκε Σώμα πολιτικών μηχανικών, το οποίο εντάχθηκε στους κόλπους της Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων του υπουργείου Εσωτερικών. Ως εκ τούτου, μέχρι το συγκεκριμένο έτος ο όρος μηχανικός κάλυπτε την ειδικότητα τόσο του στρατιωτικού, όσο και του πολιτικού αρχιτέκτονα μηχανικού. Το επίπεδο εκπαίδευσης των μηχανικών στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο ήταν τόσο υψηλό, ώστε ο Τηλέμαχος Βλασσόπουλος, ο πρώτος που εισήγαγε στην ελληνική γλώσσα τον όρο πολιτικός μηχανικός, σε άρθρο του 1859, στο οποίο παρουσιάζει τις στρατιωτικές σχολές της Γαλλίας, δεν διστάζει να δηλώσει ότι οι σπουδές που παρέχονταν στην Ελλάδα ήταν ανώτερες από εκείνες της «Κεντρικής Σχολής Τεχνών και Κατασκευών» (École centrale des arts et manufactures) του Παρισιού. Εξάλλου, σχεδόν όλοι οι απόφοιτοι μηχανικοί του Κεντρικού Στρατιωτικού Σχολείου συμπλήρωναν στη συνέχεια τις σπουδές τους στη Γαλλία.
Το 1830 ο Θεόδωρος Βαλλιάνος αντικατέστησε τον Συνταγματάρχη Garnot που επέστρεψε στη Γαλλία. Στη συνέχεια τη διοίκηση ανέλαβε ο κόμης de Schaumbourg, ο οποίος παρέμεινε διοικητής του Σώματος ακόμη και μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Η γαλλική επιρροή που άσκησαν οι Γάλλοι αξιωματικοί του Μηχανικού στη Σχολή Μηχανικού της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων ήταν σημαντική και διαχρονική. Αναμφίβολα, προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν τα πρώτα σχέδια των πόλεων που κατήρτισαν ο Garnot και ο Βούλγαρης, αλλά και τα σχέδια άλλων μηχανικών που ήρθαν να ενδυναμώσουν και να πλαισιώσουν το εκστρατευτικό Σώμα του Maison. Για παράδειγμα, ο Audoy και ο Peytier, επηρέασαν καθοριστικά τους Έλληνες μηχανικούς και έθεσαν τις βάσεις του σύγχρονου πολεοδομικού σχεδιασμού. Το έργο που επιτέλεσαν οι Έλληνες και οι Γάλλοι μηχανικοί, υπό την εποπτεία του Garnot, υπήρξε μοναδικό για όλη την Πελοπόννησο και την Αίγινα. Μάλιστα, ως γνωστόν ο Κυβερνήτης ήθελε να χρησιμοποιήσει τους Γάλλους μηχανικούς και για την ανοικοδόμηση της Στερεάς Ελλάδας.
Ο Auguste-Théodore Garnot συνέχισε την καριέρα του στη Γαλλία και έφθασε μέχρι τον βαθμό του αντισυνταγματάρχου. Πέθανε στις 10 Μαρτίου 1869 στο Bordeaux, σε ηλικία 73 ετών.
Τιμήθηκε με το παράσημο του Ιππότου της Λεγεώνας της Τιμής στη Γαλλία, στις 10 Απριλίου 1832 και του αξιωματικού, στις 22 Απριλίου 1847. Είχε τιμηθεί επίσης με το παράσημο του Ιππότου του Αγίου Λουδοβίκου στις 30 Οκτωβρίου 1829. Στην Ελλάδα τιμήθηκε με το παράσημο των Ιπποτών του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος στις 2 Μαΐου 1836.
ΠΗΓΕΣ- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Annuaire de l’État militaire de France pour l’année 1847, publié par le ministère de la guerre, Paris, Veuve Levrault, 1847.
- Assimacopoulou Fotini – Konstantinos Chatzis – Georgia Mavrogonatou, «Implanter les “Ponts et Chaussées” européens en Grèce – Le rôle des ingénieurs du corps du génie, 1830-1880», Quaderns d’Història de l’Enginyeria, τ. 10 (2009), σσ. 331-350.
- Kardamitsi-Adami Maro, «Les études des architectes grecs en France: modèles, approches, influences», ανακοίνωση σε συμπόσιο του Fondation hellénique de Paris, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα http://dev.fh.digital-in.paris/ [πρόσβαση 21 Ιουνίου 2020].
- Malesis Dimitris, “Military policy and infrastructure: the role of the Engineer Corps in the nineteenth century Greece”, The Historical Review/La Revue Historique, no 16, σσ. 235-248, 2020.
- Voulgaris Stamatis, Souvenirs de Stamati Bulgari, Chef de bataillon au Corps Royal d’État-major, en retraite, Paris, A. Pihan de la Forest, 1835.
- Βλασσόπουλος Τηλέμαχος, «Περί των στρατιωτικών σχολείων εν Γαλλία», Απόμαχος – Στρατιωτικόν περιοδικόν σύγγραμμα, 30 Μαρτίου 1859, σσ. 663-676.
- Βυζάντιος Χρήστος, Ιστορία των κατά την Ελλην. Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833, χ.ε., Αθήνα 1901.
- ΓΑΚ Κερκύρας, Αρχείο Ι. Καποδίστρια, Φάκελος 118 και 214.
- Γενική Εφημερίς, αρ. φ. 56, 17 Αυγούστου 1828 και αρ. φ. 58, 24 Αυγούστου 1828.
- Γεροζήσης Αθ. Τριαντάφυλλος, Το Σώμα των αξιωματικών και η θέση του στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, 1821-1975, τόμ. Α΄, Αθήνα, Δωδώνη, 1996.
- Ηλεκτρονική βάση απονεμηθέντων παρασήμων της Λεγεώνας της Τιμής http://wwwcoulture.gouv.fr/documentation/leonore/leonore.htm, Dossier LΗ1079/34.
- Θεμελή-Κατηφόρη Δέσποινα, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια, 1828-1831, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1985.
- Ιστορία της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού, 1821-1954, Αθήνα, ΓΕΣ, 1955.
- Καστάνης Ανδρέας, Η Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, 1828-1834, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000.
- Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, «Οι πρώτοι Έλληνες μηχανικοί, καινούργια στοιχεία για το Σώμα των Οχυρωματοποιών και τους έξι μηχανικούς που το επάνδρωσαν», Τεχνικά Χρονικά, Τόμος 8΄, τεύχος 4, Αθήνα, 1988, σσ. 63-89.
- Παπαγεωργίου Στέφανος, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια – Δομή, οργάνωση και λειτουργία του Στρατού Ξηράς της Καποδιστριακής περιόδου, Αθήνα, Εστία, 1986.